Η ανάλυσή μας για τις πολιτικές εξελίξεις και προοπτικές. Το καθοριστικό διεθνές πλαίσιο και η ανίατη κρίση του ελληνικού καπιταλισμού. Η “έκρηξη” των μικροαστών και οι πολιτικές της επιπτώσεις. Άρχουσα τάξη και αναλώσιμοι “ηλίθιοι”. Ο ρόλος και τα καθήκοντα του ΚΚΕ και της ΛΑΕ. Η πολιτική επιβεβαίωση του επαναστατικού μαρξισμού και ο αγώνας της Κομμουνιστικής Τάσης.
Ο πλανήτης μπήκε στο νέο έτος με καταιγιστικά γεγονότα. Μόλις την πρώτη βδομάδα είχαμε ένα νέο κραχ στα διεθνή χρηματιστήρια λόγω της ραγδαίας επιβράδυνσης της κινεζικής οικονομίας, μια σφοδρή σύγκρουση στις σχέσεις Ιράν – Σαουδικής Αραβίας, την επίσημη ανακοίνωση του καθεστώτος της Β. Κορέας ότι προχώρησε σε δοκιμές για την κατασκευή βόμβας υδρογόνου, το κλείσιμο των συνόρων Δανίας και Σουηδίας για τους πρόσφυγες, την εκτεταμένη αντι-προσφυγική προβοκάτσια σε Γερμανία και Ελβετία και τη διολίσθηση μιας αστικής κυβέρνησης στην καρδιά της Ευρώπης, στην Πολωνία, προς τον βοναπαρτισμό.
Προς ένα «σκληρότερο» 2008
Η επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Κίνα, χαρακτηρίζεται από μια σειρά αστών αναλυτών και παραγόντων του τραπεζικού κεφαλαίου σαν ο προάγγελος μιας νέας ύφεσης για την παγκόσμια οικονομία. Ο γνωστός δισεκατομμυριούχος Τζωρτζ Σόρος σε ομιλία του σε οικονομικό φόρουμ στη Σρι Λάνκα στις αρχές του μήνα, ανέφερε ότι η κατάσταση της Κίνας «εξελίσσεται σε κρίση και θυμίζει την περίοδο του 2008». Ο Βίλεμ Μπούιτερ, επικεφαλής οικονομολόγος της «Citigroup» δήλωσε ότι η πιθανότητα να υπάρξει παγκόσμια ύφεση είναι 55%, ενώ ο όμιλος UBS σε έκθεσή του εκτιμά ότι αν η ανάπτυξη της Κίνας υποχωρήσει στο 4% από το 6,5 % κοντά στο οποίο κινείται σήμερα (με τις επίσημες ανακοινώσεις των κινεζικών αρχών πάντως να μη θεωρούνται ιδιαίτερα αξιόπιστες), η παγκόσμια οικονομία θα επηρεαστεί καθοριστικά. Ενδεικτική για την ανησυχία των αστών είναι η ειδική προτροπή της «Royal Bank of Scotland» προς τους πελάτες της που δημοσιοποιήθηκε από την «Guardian», να «πουλήσουν γιατί η Κίνα αρχίζει να θυμίζει την Lehman Brothers το 2008».
Για ορισμένους αστούς αναλυτές, η επιβράδυνση στην Κίνα είναι τάχα το αποτέλεσμα της «αναγκαίας μετάβασης σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης που θα στηρίζεται περισσότερο στην εγχώρια αγορά». Όμως πρόκειται περί ανοησιών. Εδώ δεν έχουμε τη συνειδητή κίνηση προς ένα νέο οικονομικό μοντέλο, αλλά την εκδήλωση των αντικειμενικών διαδικασιών της καπιταλιστικής κρίσης. Η επιβράδυνση στην Κίνα είναι το αποτέλεσμα της υπερπαραγωγής. Για 9 συνεχόμενους μήνες η κινέζικη βιομηχανική παραγωγή πέφτει, επειδή η ανάπτυξή της σε καθεστώς καπιταλιστικής αναρχίας έχει ήδη ξεπεράσει κατά πολύ τα όρια της υπάρχουσας αγοράς, σε διεθνές επίπεδο.
Κατά την ύφεση του 2008, η Κίνα ήταν παράγοντας σταθεροποίησης διεθνώς. Ήταν η «ατμομηχανή» της παγκόσμιας οικονομίας, που συνέβαλε στην αποτροπή μιας βαθύτερης ύφεσης. Σήμερα όμως, η Κίνα μετατρέπεται σε «μεγάλο ασθενή» και σε παράγοντα διεθνούς οικονομικής αποσταθεροποίησης. Και πρέπει να τονιστεί ότι συγκριτικά με το 2008, η Κίνα ασκεί σήμερα πολύ μεγαλύτερη επιρροή στην παγκόσμια οικονομία. Έχει πλέον γίνει η δεύτερη σε μέγεθος οικονομία στον πλανήτη, καταλαμβάνοντας το 18% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Ταυτόχρονα, το συνολικό χρέος της – ιδιωτικό και κρατικό – έχει διογκωθεί και μετατραπεί σε μια βραδυφλεγή «βόμβα μεγατόνων» για την παγκόσμια οικονομία (240% του ΑΕΠ σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία).
Αστάθεια, ανισότητα και παγκόσμια επανάσταση
Μεγάλη πηγή ανησυχίας για τους αστούς παγκόσμια είναι οι συγκρούσεις στο λεγόμενο γεωπολιτικό πεδίο. Η σύγκρουση Ιράν – Σαουδικής Αραβίας, μακριά από το να αποτελεί «έκφραση της παραδοσιακής θρησκευτικής διάστασης Σιιτών – Σουνιτών» όπως χυδαία αναφέρεται στα αστικά ΜΜΕ, εκτός από αντανάκλαση της σύγκρουσης συμφερόντων αυτών των περιφεριακών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, αποτελεί έμμεση απεικόνιση του διαγκωνισμού συμφερόντων μεταξύ του δυτικού, του τουρκικού και του ρωσικού ιμπεριαλισμού στην ευρύτερη περιοχή της Μ. Ανατολής, με επίκεντρο τη Συρία.
Η επιβεβαιωμένη πλέον εκτίμηση ότι το Βορειοκορεάτικο καθεστώς βρίσκεται στη διαδικασία κατασκευής μιας βόμβας υδρογόνου (ενός όπλου μαζικής καταστροφής εξαιρετικής ισχύος), ανησυχεί όλες τις βασικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και φυσικά, προκαλεί αγωνία και προβληματισμό σε κάθε εργαζόμενο άνθρωπο παγκόσμια. Προειδοποιεί για μια μελλοντική εικόνα καταστροφής, που είναι δυνατό να λάβει «σάρκα και οστά» σαν αποτέλεσμα των εκρηκτικών αντιθέσεων που δημιουργούνται πάνω στο έδαφος της ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού, αν η εργατική τάξη δεν οδηγήσει την κοινωνία στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.
Ιδιαίτερη όμως είναι η ανησυχία των αστών για τους «πολιτικούς κινδύνους», δηλαδή για την πιθανότητα εκλογής ανεξέλεγκτων «ακραίων κυβερνήσεων», αλλά και ξεσπάσματος μαζικών επαναστατικών κινημάτων μέσα στη διάρκεια της νέας χρονιάς. Η ρίζα αυτών των «κινδύνων», δεν είναι άλλη από την εκρηκτική ταξική ανισότητα, που επιβεβαιώνει τη θεμελιώδη θέση του μαρξισμού για την οργανική καπιταλιστική τάση της αυξανόμενης συγκέντρωσης του πλούτου σε όλο και λιγότερα χέρια, την ώρα που η εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία εξαθλιώνεται μαζικά. Σύμφωνα με έκθεση της διεθνούς οργάνωσης «Oxfam» που δημοσιεύθηκε στα μέσα του τρέχοντα μήνα, 62 άνθρωποι κατέχουν ποσότητα πλούτου ίση με εκείνη που κατέχει ο μισός πληθυσμός της Γης, δηλαδή σχεδόν 3,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι! Οι 62 αυτοί καπιταλιστές, είδαν τα πλούτη τους από το 2010 και μετά να αυξάνονται κατά 44%, όταν ο πλούτος των φτωχότερων 3,5 δισεκατομμυρίων ανθρώπων μειώθηκε κατά 41%!
Για να περιγράψουν τους πολιτικούς κινδύνους που πηγάζουν για την κυριαρχία τους από αυτή την κατάσταση, οι αστοί έχουν εφεύρει και νέους ειδικούς όρους. Έτσι ο Χέλγκερ Σμίντινγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της γερμανικής τράπεζας «Berenberg» εκτίμησε σε ανάλυσή του ότι «ειδικά στην Ευρώπη πρέπει να παρακολουθούμε τον πολιτικό κίνδυνο περισσότερο από τον οικονομικό», εστιάζοντας στην δυνατότητα επανάληψης ενός – όπως το αποκάλεσε – «Varoufakis effect», δηλαδή της ύπαρξης μιας κυβέρνησης εκλεγμένης με φιλολαϊκές δεσμεύσεις, που όπως συνέβη στην Ελλάδα με την πρώτη κυβερνητική θητεία των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, θα αποσταθεροποιήσει την καπιταλιστική οικονομία. Αλλά ακόμα περισσότερο και από το «Varoufakis effect», τους στρατηγικούς αναλυτές του κεφαλαίου όπως η πολιτική αναλύτρια της «Citigroup Global Markets» Τίνα Φόρνταμ, φέρεται να ανησυχεί το λεγόμενο «Vox Populi» («φωνή λαού»), που σε απλά λόγια είναι η ριζοσπαστικοποίηση των μαζών και η προοπτική ενός επαναστατικού κύματος σε μια σειρά χωρών.
Αυτό που φοβούνται λοιπόν οι αστοί αναλυτές στην αυγή του 2016, είναι οι ταυτόχρονα αναπτυσσόμενες τάσεις για μια νέα, βαθύτερη παγκόσμια ύφεση και για μια ακόμα εντονότερη διεθνή πολιτική και κοινωνική αστάθεια. Για μια ακόμα φορά, οι πιο σοβαροί αστοί, φτάνουν στα ίδια συμπεράσματα με τους μαρξιστές. Η ιστορική κρίση του καπιταλισμού προετοιμάζει μεθοδικά τις συνθήκες για την παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση. Για μια διαδικασία, της οποίας μια «πρόγευση» πήρε ο κόσμος κατά την τριετία 2010 – 2013 με την – επισκιασμένη τώρα από ισχυρά κύματα αντίδρασης – Αραβική επανάσταση, με τις απεργίες και τα μαζικά κινήματα στη Νότια Ευρώπη και τις ΗΠΑ, τις εξεγέρσεις σε Τουρκία και Βραζιλία. Αυτή η διαδικασία προφανώς δεν θα είναι ούτε ταυτόχρονη, ούτε ενιαία, ούτε ευθύγραμμη. Θα τείνει όμως να γίνει η νέα ιστορική πραγματικότητα για όλες τις περιοχές του πλανήτη.
Ελληνικός καπιταλισμός : ένας ανίατος ασθενής
Μόνο μέσα σε αυτό το γενικό διεθνές πλαίσιο μπορούμε να εξετάσουμε τις προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού. Αυτό που με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε, είναι ότι στον «προθάλαμο» μιας νέας παγκόσμιας ύφεσης, ο ελληνικός καπιταλισμός είναι αδύνατο να έχει μια προοπτική ουσιαστικής ανάπτυξης, που θα είναι ικανή να τον βγάλει από το διαρκές σημερινό φάσμα της χρεοκοπίας και της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα.
Η κυβερνητική κλίκα του Τσίπρα και οι έλληνες αστοί που πλέον τη στηρίζουν ολόψυχα, διατυπώνουν μια πολύ αισιόδοξη «υπόθεση εργασίας» για το 2016. Σύμφωνα με αυτή, όταν περάσουν τα σκληρά “προαπαιτούμενα” του 3ου Μνημονίου από τη Βουλή, θα ολοκληρωθεί με επιτυχία η πρώτη αξιολόγηση από τους δανειστές και έτσι τα ελληνικά ομόλογα θα γίνουν και πάλι αποδεκτά ως εγγύηση από την ΕΚΤ και θα ανοίξει η συζήτηση για τη λεγόμενη απομείωση του χρέους. Αυτό θα φέρει την αναβάθμιση της Ελλάδας από τους οίκους αξιολόγησης και περισσότερες επενδύσεις, ενώ το κλίμα θα βελτιωθεί και από την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ, εξέλιξη που θα φέρει έξοδο στις «αγορές» στο τέλος του έτους. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά στο «Βήμα» (10/1) γνωστός έλληνας τραπεζίτης «Οι αξίες έχουν συμπιεστεί τόσο πολύ που αν υπάρξει σχετική πολιτική σταθερότητα, δεν υπάρχει άλλος δρόμος από το να κινηθούν ανοδικά και να ξεκινήσει ένας ενάρετος κύκλος για την οικονομία» («Γιατί ΣΕΒ και hedge funds λένε «ναι» στον Τσίπρα»).
Αυτό το ιδανικό σενάριο όμως, έρχεται σε σύγκρουση, πρώτα και κύρια με τη γενική ελληνική οικονομική πραγματικότητα. Ο ελληνικός καπιταλισμός έχει ήδη διολισθήσει και πάλι για τα καλά στην ύφεση. Είναι αξιοσημείωτο ότι ακόμα και με βάση το αισιόδοξο σενάριο που προαναφέραμε, η κυβέρνηση αναμένει για το τρέχον έτος ύφεση που θα κυμανθεί από – 0,6% έως – 1%. Ο ΙΟΒΕ δε, με την έκθεση που δημοσιοποίησε στις 21/1 προέβλεψε ύφεση – 1,5% και εξέφρασε έντονη ανησυχία για την πιθανότητα μιας «μακράς περιόδου στασιμότητας» στην ελληνική οικονομία.
Τέσσερις είναι οι βασικοί παράγοντες που έρχονται σε αντίθεση με τις αισιόδοξες προβλέψεις της κυβέρνησης και της ελληνικής άρχουσας τάξης και απομακρύνουν την προοπτική του «ενάρετου κύκλου» που αναμένουν. Ο πρώτος και πιο αποφασιστικός, είναι η επιδείνωση της κατάστασης της παγκόσμιας οικονομίας. Η επίδραση της παγκόσμιας οικονομίας στην Ελλάδα είναι σήμερα μεγαλύτερη και αμεσότερη από ποτέ. Εκτός από το ελληνικό κράτος και το εγχώριο τραπεζικό σύστημα που δεν μπορούν να αντέξουν ούτε βδομάδα χωρίς «τις πλάτες» των δανειστών και οι μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας είναι περισσότερο από ποτέ συνδεδεμένες με το ξένο κεφάλαιο. Τα ξένα «funds» κατέχουν σήμερα μετοχές αξίας 30 δισ. ευρώ από τα 44 δισ. που είναι η συνολική μετοχική αξία των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο εταιρειών.
Είναι δεδομένο επίσης, ότι το φάσμα της νέας διεθνούς ύφεσης θα κάνει τους δανειστές ακόμα πιο φειδωλούς και πιεστικούς έναντι της Ελλάδας. Ήδη έχουν ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους, ότι το ΔΝΤ, σαν ο εγγυητής της σκληρότητας του μνημονιακού προγράμματος. δεν θα αποχωρήσει από την Ελλάδα, προς διάψευση των σχετικών προσδοκιών της κυβέρνησης. Ο Ντάισεμπλουμ προκάλεσε επίσης ψυχρολουσία στην κυβέρνηση με την δήλωση ότι η περιβόητη πρώτη αξιολόγηση μπορεί να ολοκληρωθεί και στο τέλος του χρόνου.
Το αποκορύφωμα των νέων αυξημένων πιέσεων των δανειστών ήρθε πιο αυθεντικά με την κυνική προσταγή του Σόιμπλε στον «ηλίθιο» Τσίπρα κατά τη συνδιάσκεψη του Νταβός, να εφαρμόσει άμεσα και πλήρως το 3ο Μνημόνιο. Η προκλητική αυτή στάση του Γερμανού υπουργού έχει προβληματίσει ιδιαίτερα την ελληνική άρχουσα τάξη, καθώς εμμέσως πλην σαφώς, αντανακλά την πρόθεση των βορειοευρωπαίων καπιταλιστών να επαναφέρουν επίσημα στο τραπέζι την απειλή έξωσης της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, επικαλούμενοι «ηλίθιες» καθυστερήσεις και δισταγμούς στην εφαρμογή του 3ου Μνημονίου.
Ο δεύτερος αποφασιστικός παράγοντας που υπονομεύει την επίσημη αστική αισιοδοξία, είναι η εντεινόμενη έλλειψη εμπιστοσύνης των ίδιων των Ελλήνων καπιταλιστών στον ελληνικό καπιταλισμό. Από το 2009 μέχρι και το 2015, ο αριθμός των ελληνικών εταιρειών που δηλώνουν έδρα τη Βουλγαρία αυξήθηκε από 9.000 σε 14.000. Αυτό το «buisnes run», σύμφωνα με τη νέα ορολογία που εμφανίζεται στον αστικό Τύπο, συντελείται σε μια στιγμή που η «Deutsche Bank» εκτιμά ότι απαιτούνται 16 δισ. ευρώ ετησίως για επενδύσεις τα επόμενα χρόνια, ώστε να υπάρξει στην Ελλάδα βιώσιμη ανάπτυξη. Και αυτό επισημάινεται σε μια περίοδο που οι επενδύσεις στην Ελλάδα έχουν καταρρεύσει στο 10% του ΑΕΠ, ποσοστό που είναι το χαμηλότερο στην Ευρωζώνη.
Ο τρίτος αρνητικός παράγοντας είναι η εντεινόμενη φοροδοτική αδυναμία των εργατικών και φτωχών λαϊκών μαζών. Οι οφειλές των φορολογουμένων προς το κράτος αυξάνονται. Τα ληξιπρόθεσμα χρέη έχουν φτάσει στα 84 δισ. ευρώ, με ρυθμό αύξησης 1 δισ. ευρώ ανά μήνα. Είναι χαρακτηριστικό, ότι τα συνολικά φορολογικά έσοδα του 2015 (χωρίς τις επιστροφές φόρων) ήταν μειωμένα κατά 1,24% σε σχέση με τα αντίστοιχα του 2014. Είναι βέβαιο ότι η πρόσθεση νέων φορολογικών βαρών από τα “προαπαιτούμενα” του τρίτου Μνημονίου στις πλάτες των μαζών, θα αυξήσει τις οφειλές στο κράτος, με αποτέλεσμα οι προβλεπόμενοι στόχοι για πλεονάσματα να μείνουν στα χαρτιά. Κι όλα αυτά μάλιστα συμβαίνουν ενώ εκτιμάται από τους αστούς αναλυτές ότι για να μείνει στο ελληνικό πρόγραμμα το ΔΝΤ θα απαιτήσει αυξημένα πλεονάσματα για τη διετία 2017-18, κάτι που πρακτικά σημαίνει την ψήφιση στη Βουλή ενός μεσοπρόθεσμου προγράμματος το συντομότερο δυνατό, με πρόσθετα μέτρα ύψους 8 δισ. ευρώ.
Η «έκρηξη» των μικροαστών και οι επιπτώσεις της
Ο τέταρτος αρνητικός παράγοντας για τις «αναπτυξιακές» προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού δεν είναι οικονομικός. Είναι ο πολύ εύθραυστος, όπως αποδεικνύεται τις τελευταίες μέρες, χαρακτήρας της “κοινωνικής σταθερότητας” που προέκυψε σαν αποτέλεσμα της απροκάλυπτης μνημονιακής προδοσίας της κλίκας του Τσίπρα και της απογοήτευσης και απελπισίας που αυτή προκάλεσε στις προλεταριακές και φτωχές λαικές μάζες του Ιουλιανού «Όχι». Στην παρούσα φάση, το εργατικό κίνημα, προδομένο από τους συμβιβασμένους ρεφορμιστές ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ και μπλοκαρισμένο από την απροθυμία των κεντρικών συνδικαλιστικών ηγεσιών να προχωρήσουν σε πραγματικούς και όχι συμβολικούς αγώνες, βρίσκεται σε υποχώρηση. Ο νέος κύκλος σποραδικών, συμβολικών και κατ’ όνομα μόνο, «γενικών» 24ωρων απεργιών που άνοιξε ξανά τον περασμένο Νοέμβριο, απόλυτα φυσιολογικά, δεν ενθουσιάζει στο ελάχιστο τις πλατιές μάζες τις εργατικής τάξης και δεν τις πείθει ότι μπορεί να έχει αποτέλεσμα, από τη στιγμή που δεν εντάσσεται σε ένα ενιαίο σχέδιο πάλης, με συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα κλιμάκωσης.
Την ίδια στιγμή όμως, παραδοσιακά συντηρητικά μικροαστικά στρώματα, όπως οι δικηγόροι, οι μηχανικοί και άλλοι ελεύθεροι επαγγελματίες, σαν αποτέλεσμα του βίαιου κοινωνικού τους ξεπεσμού και της απόπειρας συντριβής του βιοτικού τους επιπέδου στο βωμό της εξυπηρέτησης του χρέους, κινητοποιούνται με πρωτοφανή μαζικότητα και μαχητικότητα. Ταυτόχρονα, οι αγρότες με μπλόκα στις εθνικές οδούς (σε 49 σήμεια της χώρας και με την παρουσία 15.000 τρακτέρ στους δρόμους την ώρα που γράφεται αυτό το άρθρο!) και καταλήψεις κρατικών κτιρίων δείχνουν αποφασισμένοι για αγώνα διαρκείας, αναδεικνύοντας διαθέσεις εξέγερσης.
Μπορεί οι ελεύθεροι επαγγελματίες – παρά τη μαχητικότητα των νεαρότερων και πιο πληβειακών τους στρωμάτων – σε τελική ανάλυση να μη μπορούν να ασκήσουν αποφασιστική επίδραση στις πολιτικές εξελίξεις, όμως με τους αγρότες τα δεδομένα είναι διαφορετικά. Ένας παρατεταμένος αγροτικός ξεσηκωμός, με διαρκή μπλόκα στις εθνικές οδούς, καταλήψεις και αποκλεισμούς κυβερνητικών κτιρίων όπως αυτός που είδαμε με “θύμα” τον υπουργό Αποστόλου στην Κομοτηνή, με μαζικές διαδηλώσεις στις επαρχιακές πόλεις και «καθόδους» αγροτών στην πρωτεύουσα, θα είχε αποφασιστική επίδραση στην κοινωνική συνείδηση και στον γενικότερο ταξικό συσχετισμό δυνάμεων και θα μπορούσε να πλήξει καίρια τη σταθερότητα της κυβέρνησης.
Ένας τέτοιος αγροτικός ξεσηκωμός διαρκείας θα “κέντριζε” την εργατική τάξη και τα υπόλοιπα φτωχά λαϊκά στρώματα και θα μπορούσε να τα βγάλει ξανά μαζικά στους δρόμους. Ήδη η συμπάθεια που έχει αναπτυχθεί στις πόλεις για τον δίκαιο αγώνα των αγροτών, από τα πρώτα στάδια της εκδήλωσής του, είναι σχεδόν καθολική. Η «έκρηξη» των αγροτών θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για την αναζωογόνηση του εργατικού κινήματος και επίσης να θέσει σε «κίνηση» τα κινήματα της νεολαίας. Αυτή η προοπτική έχει τρομοκρατήσει τους αστούς και την κυβέρνηση, καθώς μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα, κυβερνητικοί βουλευτές από την επαρχία θα μπορούσαν να επηρεαστούν άμεσα και να αρνηθούν ψήφο στα κρίσιμα νομοσχέδια για τα “προαπαιτούμενα”, φέρνοντας πιο κοντά το τέλος της παρούσας κυβέρνησης.
Πολιτικές προοπτικές
Το μόνο πεδίο που κάνει αισιόδοξους τους έλληνες αστούς και τους δανειστές τους, είναι το πολιτικό. Εκεί η ικανοποίηση τους είναι έκδηλη, τόσο για την πλήρη υποταγή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και για το νέο «άνεμο» που πνέει στη Ν.Δ μετά την εκλογή Μητσοτάκη.
Τα νομοσχέδια που φέρνει στη Βουλή η κυβέρνηση, κάνουν τον Τσίπρα να αναγνωρίζεται ανοικτά πια από τους αστούς σαν ο άνθρωπος που τολμά να περάσει τα σκληρά αντεργατικά – αντιλαϊκά μέτρα που δεν τόλμησαν να περάσουν οι προηγούμενες αστικές κυβερνήσεις. Πράγματι, το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο που πρότεινε η κυβέρνηση στους δανειστές αποτελεί πρότυπο αντιδραστικής μεταρρύθμισης, καθώς σπρώχνει εκατομμύρια συνταξιούχους και εργαζόμενους στην απόλυτη εξαθλίωση. Νομοθετεί την πλήρη κατάργηση του ΕΚΑΣ από το 2020. Εισάγει μείωση στις κύριες συντάξεις από 15 – 30% για όσους βγουν στη σύνταξη από την 1/1/16 και μετά. Αυξάνει τις εισφορές κατά 0,5% για τους εργαζόμενους, τις διπλασιάζει για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τις τριπλασιάζει για τους αγρότες. Διατηρεί τη διαβόητη «ρήτρα μηδενικού ελλείμματος» που θα οδηγήσει στην εξαφάνιση των επικουρικών συντάξεων. Ενοποιεί τα Ταμεία υποβαθμίζοντας με ενιαίο τρόπο τις παρεχόμενες υπηρεσίες για όλους τους ασφαλισμένους.
Όμως η δουλικότητα της κλίκας του Τσίπρα δεν σταματά εδώ. Η κυβέρνησή του προχωρά μέχρι εκεί που καμία από τις κυβερνήσεις των τελευταίων 30 χρόνων δεν θα διανοούταν. Στο πλαίσιο μιας πρόθυμης στάσης έναντι της προοπτικής για ένα νέο αντιδραστικό συνδικαλιστικό νόμο που θα ενταφιάσει και τυπικά το νόμο 1264/82, αποδέχεται σαν ζήτημα προς συζήτηση με τους δανειστές – στη λογική της υιοθέτησης των “βέλτιστων πρακτικών της ΕΕ για την αγορά εργασίας” – ακόμα και την τυπική παροχή δυνατότητας στους εργοδότες να προβαίνουν στο λεγόμενο «λοκ άουτ», δηλαδή να απαντούν στην προκήρυξη απεργίας από την πλευρά των εργαζομένων με κλείσιμο των επιχειρήσεων και απολύσεις. Επιπρόσθετα, εισάγει στο προσκήνιο την προοπτική της κατάργησης κάθε έννοιας δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης με την διάσημη πρόταση του έμπιστου της τσιπρικής κλίκας και κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ Τριανταφυλλίδη, για την επιβολή διδάκτρων στα σχολεία.
Μετά απ’ όλα αυτά, είναι απόλυτα φυσιολογικό το ότι ο Τσίπρας στο πρόσφατο δημοσίευμα της μετριοπαθούς «Die Zeit» χαρακτηρίζεται σαν «ο ανώτατος των τροϊκανών», κατ’ αντανάκλαση της αναγνώρισης των “πολύτιμων υπηρεσιών” που προσφέρει, από τους δανειστές. Ενδεικτικό για την ευγνωμοσύνη που τρέφουν στο νέο υποτακτικό τους από τη δική τους πλευρά και οι Έλληνες καπιταλιστές, είναι το ακόλουθο απόσπασμα από πρόσφατο άρθρο στο «Βήμα» : «..Με δεδομένο τον σημερινό συσχετισμό δυνάμεων στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, ο κ. Τσίπρας φαίνεται πως διαθέτει ένα σημαντικό «προνόμιο». Είναι αυτή τη στιγμή ο μοναδικός συνομιλητής των ευρωπαϊκών αρχών και κυβερνήσεων, δεν αμφισβητείται στο εσωτερικό και έχει εξασφαλισμένα διαπιστευτήρια: του πρωθυπουργού ο οποίος επί του παρόντος μπορεί να προωθήσει μέτρα και προαπαιτούμενα του Μνημονίου χωρίς μαζικές κοινωνικές αντιδράσεις…» («Ο μακρύς μνημονιακός δρόμος του κ. Τσίπρα»10/1).
Αυτές ακριβώς οι ιδιότητες του Τσίπρα, κάνουν ένα από τους στρατηγικούς αναλυτές του ελληνικού κεφαλαίου, τον Αλέξη Παπαχελά να διατυπώνει καθαρά την αναγκαία γενική γραμμή της αστικής τάξης έναντι της κυβέρνησης σήμερα : να υποστηριχτεί όσο γίνεται περισσότερο για να κάνει τη «βρώμικη δουλειά», ώστε η ανανεωμένη Ν.Δ του Κυριάκου Μητσοτάκη να έρθει στην εξουσία όσο το δυνατό πιο «ατσαλάκωτη» : «..Βιασύνη δεν υπάρχει. Ο κ. Τσίπρας έχει επωμισθεί την ευθύνη να κρατήσει τη χώρα στις ευρωπαϊκές ράγες και να λύσει 2-3 «γόρδιους δεσμούς» τύπου ασφαλιστικού. Αυτό προέχει. Αν στραβοπατήσει, το 38,5% και οι πολιτικοί του εκφραστές θα ξανακάνουν ασφαλώς το καθήκον τους, θα βάλουν πλάτη για να μην πέσει η χώρα στον γκρεμό..» (13/1 «Καθημερινή»).
Χωρίς αμφιβολία, ο νέος αρχηγός της Ν.Δ δεν πρόκειται να παρεκκλίνει από αυτή τη γραμμή. Οι λεονταρισμοί του έναντι της κυβέρνησης είναι επικοινωνιακοί. Αν η κυβέρνηση χρειαστεί κοινοβουλευτική στήριξη για να περάσει κάποιο από τα βασικά «προαπαιτούμενα» του 3ου Μνημονίου, τότε η νέα ηγεσία της ΝΔ θα κάνει το «εθνικό» (βλέπε ταξικό) της καθήκον και θα την προσφέρει απλόχερα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Παπαχελάς, για την αστική τάξη, δεν υπάρχει κανένας λόγος «βιασύνης». Ακόμα και στην πολύ πιθανή περίπτωση που η κυβέρνηση θα υποστεί σοβαρές απώλειες ψήφων στα επερχόμενα βασικά «προαπαιτούμενα», συμπεριλαμβανομένου του ασφαλιστικού, η παρούσα μνημονιακή «ως το μεδούλι» σύνθεση της Βουλής, μπορεί να δώσει σταθερότερα από το υπάρχον, κυβερνητικά σχήματα.
Οι Έλληνες καπιταλιστές εκφράζουν έκδηλη ικανοποίηση για την εκλογή Μητσοτάκη στη ΝΔ και την ανοδική τάση που εμφανίζει μετά από αυτήν το κόμμα τους στις δημοσκοπήσεις. Αυτό το φαινόμενο τους δίνει τη δυνατότητα να έχουν στην αντιπολίτευση έναν υποψήφιο πρωθυπουργό, δημοφιλέστερο από τους προκατόχους του στην προεδρία της ΝΔ. Φαίνεται ότι ένα τμήμα μικρών και μεσαίων αστών αναζητά απελπισμένα τον ηγέτη που θα δώσει τέλος στην άγρια φορολόγησή τους, μέσα από την εμπειρία της μετατροπής του πρώην «φίλου των μικρομεσαίων» Τσίπρα σε μνημονιακό τους δήμιο. Σε καμία περίπτωση όμως δεν έχουμε ακόμα ένα αποφασιστικό ρεύμα προς τα δεξιά μέσα στην κοινωνία. Οι δημοσκοπήσεις προς το παρόν, δείχνουν απλά μια ισχυρή τάση επανασυσπείρωσης στη ΝΔ όσων είχαν ψηφίσει το κόμμα στις δυο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις.
Ο χώρος που έχει δημιουργηθεί ένα πραγματικά ισχυρό ρεύμα υπέρ της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι οι κοινοβουλευτικές ομάδες του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού. Ο ένας μετά τον άλλο, οι βουλευτές της «κεντροαριστεράς» σπεύδουν από τώρα να θέσουν τους εαυτούς τους στη διάθεση του πιθανού μελλοντικού πρωθυπουργού, φροντίζοντας για την καριέρα τους και επιδιώκοντας να συνεχίσουν να είναι χρήσιμοι στην τάξη τους.
Η βασική τάση που παρατηρούμε στην κοινωνική συνείδηση δεν είναι η άνοδος της απήχησης της ΝΔ, αλλά η κατάρρευση της απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ και της ηγετικής φυσιογνωμίας του πρωθυπουργού. Η επιχείρηση του αστικού Τύπου να εμφανίσει τον Τσίπρα σαν πανίσχυρο και «ανίκητο» ηγέτη αμέσως μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, φαίνεται πως έχει αποτύχει. Ο Τσίπρας αποδεικνύεται απλά άλλος ένας “αναλώσιμος” ρεφορμιστής ηγέτης, που ο καριερισμός και η πίστη του στον καπιταλισμό τον μετατρέπουν γρήγορα από «λαοπρόβλητο» σε λαομίσητο.
Έσβησε το κίνημα του “Όχι”;
Το μεγάλο πολιτικό κενό μετά την προδοσία της κλίκας του Τσίπρα βρίσκεται στ’ αριστερά. Το πανίσχυρο προλεταριακό και νεολαιίστικο κίνημα του «Όχι» υπέστη στις 12 Ιουλίου μια σοβαρή ήττα. Η ήττα αυτή είχε ιδιαιτερότητες. Ήταν μια ήττα σχεδόν χωρίς μάχη, από μια απροκάλυπτη προδοσία της ηγεσίας. Ήταν οδυνηρή, λειτούργησε σαν σοκ που παρέλυσε τις μάζες και τις έριξε στην πολιτική απογοήτευση και την απελπισία, στο πλαίσιο μιας φάσης που διαρκεί ακόμα. Όμως το γεγονός ότι αυτή η ήττα ήρθε πρόωρα, στο αρχικό ξεδίπλωμα του κινήματος και πριν αυτό δώσει εξαντλητικές και επίπονες μάχες στο πλαίσιο μια ανοικτής επαναστατικής ρήξης με την τρόικα όπως αυτή που θα προέκυπτε με βεβαιότητα αν ο Τσίπρας δεν έτρεχε γρήγορα τρομαγμένος στην αγκαλιά του γερμανικού, του γαλλικού ιμπεριαλισμού και της ελληνικής άρχουσας τάξης και αρνιόταν για μερικές ακόμα μέρες τη συνθηκολόγηση, δεν είναι καθόλου δευτερεύον. Έχει αντικειμενικά επιτρέψει στις μάζες να διατηρήσουν τις δυνάμεις τους και να μπορούν να μπουν στο προσκήνιο γρηγορότερα απ’ ότι θα συνέβαινε αν η ήττα τους ήταν συντριπτική και ερχόταν μετά από μια εξαντλητική πάλη.
Το κίνημα του «Όχι» λοιπόν ηττήθηκε, αλλά κάθε άλλο παρά έχει σβήσει. Πάνω στη βάση της εμπειρίας από τα διαδοχικά “προαπαιτούμενα” και από την πλήρη χρεοκοπία της συνταγής του “ομαλού” και “σταδιακού” δρόμου απαλλαγής από τα Μνημόνια μέσω «διαπραγματεύσεων» που πρέσβευαν οι ρεφορμιστές ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ, εκατομμύρια προλετάριοι και νέοι, βγάζουν ριζοσπαστικά συμπεράσματα και αναζητούν μια νέα πολιτική λύση. Οι πιο σοβαροί αστοί βγάζουν και σε αυτό το ζήτημα, κοινά συμπεράσματα με τους μαρξιστές. Γράφει ο Αλέξης Παπαχελάς στο άρθρο από το οποίο παραθέσαμε ένα απόσπασμα και πιο πάνω : «Η κοινωνία, όμως, βράζει και δύσκολα θα ηρεμήσει με πυροτεχνήματα και φωτοβολίδες. Είναι και οι ψηφοφόροι του ΟΧΙ που έχουν θυμώσει τώρα και ψάχνουν διέξοδο στην οργή τους» (Καθημερινή, 13/1). Μερικές χιλιάδες από αυτούς ήδη έχουν ξαναβγεί στους δρόμους, παλεύοντας ενάντια στο νέο ασφαλιστικό. Την απαιτούμενη «διέξοδο στην οργή τους» που φοβάται ο αστός Παπαχελάς, μπορεί και πρέπει να τη δώσει άμεσα η αντιμνημονιακή – αντικαπιταλιστική Αριστερά.
Το ΚΚΕ και ο αγώνας ενάντια στο τρίτο Μνημόνιο
Το ΚΚΕ, σαν το μοναδικό αριστερό αντιμνημονιακό – αντικαπιταλιστικό κόμμα του κοινοβουλίου, βρίσκεται σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά τα τελευταία χρόνια, στο επίκεντρο της προσοχής της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Ένα αληθινά μαρξιστικό κόμμα σε αυτές τις συνθήκες, θα πρέπει να επιδιώκει σταθερά να κερδίσει την υποστήριξη των εργατικών μαζών, συνδέοντας τη σημερινή τους πάλη με την προοπτική της εργατικής εξουσίας.
Για να ανταποκριθεί σε αυτό το καθήκον, το κόμμα οφείλει να εμπνευστεί από τις θέσεις που θεμελίωσαν το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και να αντλήσει από εκεί πολύτιμα διδάγματα. Η τακτική του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου που υπεράσπιζε η Κομμουνιστική Διεθνής στα πρώτα της βήματα, την εποχή του Λένιν, έχει ζωτική σημασία για το σήμερα.
Το κόμμα δεν πρέπει να αυτοπεριορίζεται στην αφηρημένη (και στην ουσία της ασφαλώς ολόσωστη) προπαγάνδα για την ανωτερότητα του σοσιαλισμού. Δεν πρόκειται με αυτόν τον τρόπο να κερδίσει τις μάζες. Χρειάζεται να λάβει δραστήριες πρωτοβουλίες, που θα προωθούν την ενότητα της εργατικής τάξης στον αγώνα. Χρειάζεται να καλέσει για τη συγκρότηση ενός Ενιαίου Μετώπου όλων των μαζικών οργανώσεων της εργατικής τάξης που θέλουν να συμμετάσχουν στον αγώνα ενάντια στα μέτρα του 3ου Μνημονίου.
Το κάλεσμα πρέπει να απευθύνεται απαραίτητα και προς τη ΛΑΕ, αλλά και προς όποιες δυνάμεις από τον ΣΥΡΙΖΑ δηλώνουν ότι θέλουν να αγωνιστούν για τα εργατικά συμφέροντα. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν θα σημαίνει ότι το κόμμα αμνηστεύει τους ρεφορμιστές ηγέτες για τα λάθη τους. Σύμφωνα με τη λενινιστική αντίληψη για το Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο, το κάλεσμα των κομμουνιστών προς τις μαζικές ρεφορμιστικές οργανώσεις για κοινή δράση μπορεί και πρέπει να συνδυάζεται με αμείλικτη και ανοικτή κριτική στην πολιτική και τη στάση των ηγεσιών τους ενώπιον των αγωνιζόμενων μαζών.
Όμως σε τελική ανάλυση, μόνο μέσα από την κοινή ενωτική δράση όλων των μαζικών εργατικών οργανώσεων οι μαχητικοί εργαζόμενοι που ακολουθούν ακόμα τους ρεφορμιστές και έχουν καχυποψία για το ΚΚΕ, θα μπορέσουν να ξεπεράσουν αυτή την καχυποψία, να τραβηχτούν στις κομμουνιστές ιδέες και να εγκαταλείψουν οριστικά τον ρεφορμισμό. Άλλωστε, κανένας κομμουνιστής δεν θα πρέπει να ξεχνά ότι για να μπορέσουν οι μπολσεβίκοι να κερδίσουν την υποστήριξη των πλατιών μαζών της εργατικής τάξης και να την καθοδηγήσουν στην εξουσία τον Οκτώβρη του 1917, έδρασαν από κοινού με τα ρεφορμιστικά μαζικά κόμματα μέσα από τα σοβιέτ, που αποτελούσαν την ίδια την έκφραση του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου στις συνθήκες της επαναστατικής Ρωσίας.
Στη σημερινή πραγματικότητα μαζικής εξαθλίωσης και μετά από μια περίοδο συνεχόμενων συνδικαλιστικών και πολιτικών ηττών, η εργατική τάξη θα συμμετάσχει μαζικά σε κινητοποιήσεις μόνο αν πεισθεί ότι αυτές έχουν βάσιμες πιθανότητες να φέρουν αποτελέσματα. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν το κάλεσμα για το Ενιαίο Μέτωπο συμπεριλαμβάνει ένα συγκεκριμένο σχέδιο δράσης, που θα προταθεί από μια ηγεσία αποφασισμένη να παλέψει μέχρι την τελική νίκη. Το σχέδιο δράσης που θα πρέπει να υπερασπίζουν σήμερα οι κομμουνιστές, ξεκινώντας από συλλαλητήρια και 24ωρες σοβαρά προετοιμασμένες γενικές απεργίες, θα πρέπει να προβλέπει κλιμάκωση σε συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα, μέχρι τη διενέργεια μιας γενικής απεργίας διαρκείας. Απαραίτητο στοιχείο για την επιτυχία ενός τέτοιου σχεδίου είναι η αυτο-ογάνωση των εργατικών μαζών στον αγώνα. Το Ενιαίο Μέτωπο θα πρέπει να έχει τα δικά του δημοκρατικά όργανα συντονισμού – επιτροπές αγώνα κατά χώρο – που για να ανταποκρίνονται στον τίτλο τους θα πρέπει να εκλέγονται και να μπορούν να ανακαλούνται από συνελεύσεις.
Αν το ΚΚΕ είχε υιοθετήσει από την επομένη των εκλογών μια τέτοια τακτική, σήμερα η κατάσταση θα ήταν εντελώς διαφορετική, τόσο για το κίνημα της εργατικής τάξης, όσο και για το ίδιο το κόμμα. Οι μάζες της εργατικής τάξης και της νεολαίας θα έβγαιναν ήδη από την απάθεια. Τα καταιγιστικά μέτρα του 3ου Μνημονίου θα συναντούσαν έγκαιρα ένα «φράγμα» αποτελεσματικής αντίστασης και το κόμμα θα είχε αρχίζει να αυξάνει το κύρος του κατακόρυφα, μπαίνοντας σε μια τροχιά αποφασιστικής ανόδου της απήχησής του.
Έστω και τώρα όμως, στο «παραπέντε» της νομοθέτησης των σκληρότερων προαπαιτούμενων, υπάρχει χρόνος. Και μόνο η αναγγελία μιας έκκλησης του ΚΚΕ για ένα γνήσιο, μαζικό Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο που θα συνδεθεί σε κοινές μορφές αγώνα με τους αγωνιζόμενους αγρότες και ελεύθερους επαγγελματίες, θα μπορούσε να βγάλει εκατοντάδες χιλιάδες στους δρόμους και να δώσει επαναστατική πολιτική κατεύθυνση στην οργή των μαζών.
ΛΑΕ : μαρξισμός ή πατριωτικός ρεφορμισμός;
Η σχετικά μικρή σημερινή επιρροή της ΛΑΕ στην εργατική τάξη και τη νεολαία, καθιστά αντικειμενικά τον πολιτικό της ρόλο υποδεέστερο από εκείνον του ΚΚΕ. Η αποτυχία της ΛΑΕ να μπει στη Βουλή, δεν ήταν ένα συμπτωματικό γεγονός. Η ΛΑΕ αντιμετωπίζεται με καχυποψία και σκεπτικισμό από τις εργατικές μάζες και ιδιαίτερα τη νεολαία. Αυτό το γεγονός οφείλεται στις κεντρικές πολιτικές επιλογές του ηγετικού της πυρήνα. Η συμμετοχή στην πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, στο πλαίσιο της οποίας, η ηγεσία της Αριστερής Πλατφόρμας ανέλαβε έμπρακτα την ευθύνη για την αδιέξοδη πολιτική της διαπραγμάτευσης και για την ταυτόχρονη επ’ αόριστο αναβολή της εφαρμογής των προεκλογικών δεσμεύσεων, το ήπιο διαζύγιο με την κλίκα του Τσίπρα χωρίς μάχη στο κόμμα και η εμμονή στην πατριωτική πανάκεια του εθνικού νομίσματος σαν βασικού «εργαλείου» για την έξοδο από την κρίση, είναι αυτές οι πολιτικές επιλογές, που πληρώνονται σήμερα από την ΛΑΕ με μια χαμηλή απήχηση στις μάζες της εργατικής τάξης και της νεολαίας.
Η υπερψήφιση του μνημονιακού προϋπολογισμού της Δούρου στην Αττική από περιφερειακούς συμβούλους μέλη της ΛΑΕ, σε συνδυασμό με την απουσία ενός σχεδίου για τον καθαρό διαχωρισμό των δυνάμεων του νέου φορέα από τον μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ στα συνδικάτα και την Τοπική Αυτοδιοίκηση, θολώνει πολιτικά την εικόνα του και το δυσφημεί στους καλυτερους αγωνιστές. Ταυτόχρονα, η μέθοδος οργάνωσης της ΛΑΕ θυμίζει τις χειρότερες παραδόσεις του «προ 2013» ΣΥΡΙΖΑ. Μια ανεξέλεγκτη από τη βάση ηγετική ομάδα στην κορυφή χαράσει την πολιτική γραμμή και λαμβάνει όλες τις βασικές αποφάσεις, χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση.
Είναι επείγουσα ανάγκη η ΛΑΕ να προχωρήσει άμεσα σε μια γνήσια δημοκρατική συνεδριακή διαδικασία και να μετατραπεί σε ενιαίο κόμμα με πλέρια εσωτερική δημοκρατία, κατοχυρωμένο το δικαίωμα των τάσεων γύρω από πολιτικές «πλατφόρμες», μέλη που θα μπορούν να εκλέγουν και να ανακαλούν σε τακτικά συνέδρια την κεντρική ηγεσία, εκλεγμένα ενδιάμεσα όργανα και αυτόνομη οργάνωση Νεολαίας.
Όμως το πιο αποφασιστικό ζήτημα για τη ΛΑΕ είναι το πολιτικό πρόγραμμα. Η ΛΑΕ πρέπει να πάψει να αποτελεί στα μάτια των εργατικών μαζών «το κόμμα της δραχμής». Ασφαλώς η αστική τάξη μέσα από τα ΜΜΕ επιδιώκει να διογκώνει αυτή την εντύπωση, διανθίζοντάς την με συνωμοσιολογία και ψεύδη. Αλλά είναι ο ίδιος ο ηγετικός πυρήνας της ΛΑΕ που τροφοδοτεί τη φιλολογία περί «κόμματος της δραχμής», με τις προγραμματικές θέσεις που υπερασπίζει, οι οποίες έχουν στο επίκεντρο το «εργαλείο του εθνικού νομίσματος». Για να μπορέσει να δώσει στους εργαζόμενους τη μοναδική λύση διεξόδου από την κρίση που θα είναι σύμφωνη με τα συμφέροντά τους και να συσπειρώσει με ενθουσιασμό την πρωτοπόρα νεολαία, η ΛΑΕ, αντί για σχέδια μετάβασης στο εθνικό νόμισμα, θα πρέπει να υιοθετήσει ένα αντικαπιταλιστικό – σοσιαλιστικό πρόγραμμα, με διεθνιστική προοπτική. Η υπεράσπιση κάθε άλλης «ενδιάμεσης» τάχα, πριν από την αναγκαία σύγκρουση με τον καπιταλισμό «πατριωτικής» προγραμματικής πρότασης, θα ισοδυναμεί πρακτικά με ένα «εργαλείο» (για να χρησιμοποιήσουμε την αγαπημένη έκφραση των συντρόφων του ηγετικού της πυρήνα) για τη σύγχυση της εργατικής τάξης και τη διαπότισή της με επιζήμιες ρεφορμιστικές αυταπάτες, όπως αυτές που χρεοκόπησαν κατά την πρώτη κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ.
Η επιβεβαίωση του επαναστατικού μαρξισμού και ο αγώνας της Κομμουνιστικής Τάσης
Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης ενός χρόνου από την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και στον απόηχο της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας συνέντευξης του Γ. Βαρουφάκη στην τηλεόραση του ΣΚΑΙ που ανέδειξε τον τραγικό – εγκληματικό ρόλο των αυταπατών του ρεφορμισμού για τον καπιταλισμό, η Κομμουνιστική Τάση έχει την ηθική υποχρέωση απέναντι στους εκατοντάδες αριστερούς αγωνιστές που την υποστηρίζουν ενεργά μέχρι σήμερα και τους πολλούς ακόμα περισσότερους που αναγνωρίζουν την τιμιότητα και τη συνέπειά της, να υπενθυμίσει με έμφαση, ότι από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της είχε προειδοποιήσει τεκμηριωμένα για την επικείμενη προδοσία της κλίκας του Τσίπρα. Είχαμε τονίσει νωρίτερα από κάθε άλλον μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, ότι η αταλάντευτη εμπιστοσύνη στον καπιταλισμό σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη έλλειψη πίστης στη δυνατότητα της εργατικής τάξης να αλλάξει την κοινωνία και ο καριερισμός, τα ουσιώδη δηλαδή χαρακτηριστικά κάθε γραφειοκρατικής ρεφορμιστικής ηγεσίας, θα έτειναν νομοτελειακά να οδηγήσουν την ηγετική ομάδα σε σύγκρουση με τις δεσμεύσεις της και τελικά, με τον ίδιο τον εργαζόμενο λαό. Αυτό πρέπει να αναγνωριστεί και να τονιστεί, όχι για να απονεμηθούν τα «εύσημα» στην Κομμουνιστική Τάση για την πολιτική της διορατικότητα, αλλά για να κατανοηθεί η ανωτερότητα των ιδεών και της μεθόδου του επαναστατικού μαρξισμού.
Αλλά η Κομμουνιστική Τάση δεν αρκέστηκε μόνο σε προβλέψεις. Τη ρεφορμιστική προδοσία του Τσίπρα άλλωστε, προέβλεψαν επίσης συλλογικότητες και κόμματα εκτός του ΣΥΡΙΖΑ, όπως το ΚΚΕ, οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.α. Η διαφορά είναι ότι η Κομμουνιστική Τάση αντιπάλεψε αυτή την προδοσία ενεργητικά μέσα στο χώρο που εξελίχθηκε. Πάλεψε ενάντια στο ρεφορμισμό μέσα στο μαζικό κόμμα που για αρκετά χρόνια ενσάρκωσε τις ελπίδες της πλειονότητας της εργατικής τάξης για μια ριζική αλλαγή στην κοινωνία και στο οποίο, ένα αξιοσημείωτο τμήμα της πρωτοπορίας της, επέλεξε να οργανωθεί. Έτσι η Κομμουνιστική Τάση, ήταν η μόνη Τάση που στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε μια αντιπαραθετική αντικαπιταλιστική προγραμματική πλατφόρμα ενάντια στη σοσιαλδημοκρατική της τσιπρικής πλειοψηφίας, κερδίζοντας την εκπροσώπησή της με δύο μέλη στην Κεντρική Επιτροπή. Και ήταν η μόνη τάση που καταψήφιζε με συνέπεια όλες τις προτάσεις της τσιπρικής ομάδας στην Κεντρική Επιτροπή, αντιπροτείνοντας τακτικά, εφ’ όλης της ύλης εναλλακτικά – αντιπαραθετικά σχέδια πολιτικών αποφάσεων, χωρίς μάλιστα να λαμβάνει καμία στήριξη από τις δυνάμεις της Αριστερής Πλατφόρμας (αντίθετα η Κομμουνιστική Τάση υπερψήφιζε πάντοτε τις όποιες επιμέρους αριστερές εναλλακτικές προτάσεις κατέθετε στις συλλογικές κομματικές διαδικασίες η Αριστερή Πλατφόρμα). Όμως ο αντικειμενικός συσχετισμός δύναμης ήταν συντριπτικά εναντίον της Κομμουνιστικής Τάσης, που σαν μια νέα συλλογικότητα, μερικών δεκάδων μελών και στελεχών, μεσα στη θυελλώδη ταχύτητα των πολιτικών γεγονότων, δεν είχε τον απαραίτητο χρόνο για να δημιουργήσει μια μαζική εναλλακτική λύση.
Παρ΄ όλα αυτά, εάν η ηγεσία της Αριστερής Πλατφόρμας προκαλούσε ως όφειλε και μπορούσε να κάνει, ένα έκτακτο συνέδριο στο κόμμα με ζητούμενο την άμεση ανάκληση της ομάδας του Τσίπρα από την ηγεσία, στις εσωκομματικές διαδικασίες που θα ακολουθούσαν και οι οποίες θα τραβούσαν το ενδιαφέρον χιλιάδων αγωνιστών, η Τάση μας, έχοντας σαν όπλα την επιβεβαίωση των προοπτικών της και την ανωτερότητα του επαναστατικού – σοσιαλιστικού της προγράμματος, θα μπορούσε να κερδίσει εκατοντάδες νέους ενεργούς υποστηρικτές και πολλούς ακόμα περισσότερους, νέους συμπαθούντες σε όλη την Ελλάδα. Η ύπαρξη μιας ισχυροποιημένης Κομμουνιστικής Τάσης θα μπορούσε να δώσει μεγάλη ώθηση συνολικά στην αριστερή πτέρυγα και να συντελέσει καταλυτικά στην αναγκαία άμεση αλλαγή συσχετισμών ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερή πτέρυγα.
Όμως δυστυχώς, η προδοσία Τσίπρα «απαντήθηκε» από την ηγεσία της Αριστερής Πλατφόρμας με μια “βουβή” διάσπαση, δίχως μάχη. Μετά από το τετελεσμένο γεγονός αυτής της διάσπασης, η Κομμουνιστική Τάση είχε καθήκον να ακολουθήσει τους χιλιάδες αριστερούς αγωνιστές που αποφάσισαν να συνεχίσουν τον πολιτικό αγώνα μέσα από τη ΛΑΕ. Στη ΛΑΕ ενταχθήκαμε με τις ίδιες ιδέες που υπερασπίζαμε με συνέπεια όλα αυτά τα χρόνια, τις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού, που οι σταλινικοί ρεφορμιστές συνηθίζουν να αποκαλούν απλοϊκά «τροτσκισμό». Από την πρώτη στιγμή της ένταξής της στη ΛΑΕ, η Κομμουνιστική Τάση έκανε δημόσια ξεκάθαρο ότι δεν συμφωνεί με βασικές προγραμματικές και πολιτικές θέσεις του ηγετικού πυρήνα του νέου φορέα. Πριν ακόμα τις εκλογές, συμβάλαμε θαρρετά και έμπρακτα στη συζήτηση για το αναγκαίο πρόγραμμα της ΛΑΕ, κάνοντας – πάντα καλοπροαίρετα και συντροφικά – αναλυτική κριτική στις ιδέες του ηγετικού της πυρήνα από τη σκοπιά του μαρξισμού. Η Κομμουνιστική Τάση, σύμφωνα με το πνεύμα του θεωρητικού έργου, αλλά και της δράσης των μεγάλων επαναστατών – δασκάλων του μαρξισμού, συνεχίζει να θεωρεί ότι οι κομμουνιστές πρέπει να υπερασπίζουν και να διαδίδουν υπομονετικά και μαχητικά τις ιδέες τους μέσα στις μαζικές οργανώσεις. Αυτό κάναμε με συνέπεια στον ΣΥΡΙΖΑ, αυτό συνεχίζουμε να κάνουμε και στη ΛΑΕ ενόψει του ιδρυτικού της συνεδρίου. Αυτό θα συνεχίζουμε να κάνουμε και γενικότερα μέσα στον χώρο της αντιμνημονιακής – αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, στον οποίο καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει σήμερα το ΚΚΕ, μέσα στα συνδικάτα, αλλά και στην πρωτοπόρα νεολαία της Εκπαίδευσης, όπου κλιμακώνουμε τη δράση μας μέσω του σχήματος «Νεολαία Ενάντια στον καπιταλισμό».
Στην αυγή της καινούριας χρονιάς και στο φως της ζωντανής πείρας που επιβεβαίωσε την ορθότητα των εκτιμήσεών της και την αναγκαιότητα του προγράμματός της, η Κομμουνιστική Τάση σας καλεί να στηρίξετε ενεργά τον τίμιο αγώνα της! Για να κλείσουν πιο γρήγορα οι πληγές της ήττας του περασμένου Ιουλίου και η εργατική τάξη να πάρει τη δική της εκδίκηση για τις προδοσίες των ρεφορμιστών και τα δεινά που σωρεύουν στη ζωή της τα Μνημόνια και ο καπιταλισμός που τα γέννησε.
-
Νέε – νέα, εργάτη – εργάτρια, πάλεψε με τις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού!
-
Οργανώσου στην Κομμουνιστική Τάση – Δυνάμωσε την τίμια, επαναστατική της φωνή!
-
Αγωνίσου δραστήρια και συνειδητά για ένα ανθρώπινο, σοσιαλιστικό μέλλον στην Ελλάδα, την Ευρώπη και σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος