Οι πλημμύρες στη Δυτική Αττική ήταν το φυσικό επακόλουθο μιας πολιτικής που υποτάσσει το συμφέρον της εργαζόμενης πλειοψηφίας στους νόμους του κέρδους. Είναι το αποτέλεσμα της διαχρονικής πολιτικής της παρασιτικής ελληνικής αστικής τάξης και του κράτους της που προωθεί την άναρχη επέκταση των πόλεων στο πλαίσιο της εμπορευματοποίησης της γης και της τσιμεντοποίησης ελεύθερων δημόσιων χώρων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1945 τα ανοιχτά ρέματα στην Αττική έχουν μειωθεί κατά 66%, αφού 550 χιλιόμετρα ρεμάτων είναι «μπαζωμένα», ενώ 70 από τα 700 ρέματα που προϋπήρχαν δεν μπορούν πια ούτε να εντοπιστούν.
Το ελληνικό αστικό κράτος αντιμετώπιζε πάντα τα αντιπλημμυρικά έργα, κυρίως στις πιο φτωχές γειτονιές της Αττικής, σαν ένα δευτερεύον ζήτημα, αφού τέτοια έργα δεν ιεραρχούνταν ως αναγκαία για τη στήριξη του εγχώριου κεφαλαίου. Σήμερα, υπό το βάρος της σφοδρής καπιταλιστικής κρίσης, η κυβέρνηση για να διασφαλίσει τα κέρδη των αστών αφεντικών της, διοχετεύει κρατικό χρήμα σε τράπεζες και δανειστές εξαφανίζοντας το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και διαλύοντας στοιχειώδεις δημόσιες – κοινωνικές λειτουργίες. Ταυτόχρονα, «δασοκτόνα» νομοσχέδια (με πιο χαρακτηριστικό το 4280/2014 σε συνέχεια του 3208/2003) οπλίζουν τα χέρια των εμπρηστών, καταστρέφουν δάση, αποχαρακτηρίζουν δασικές εκτάσεις χαρίζοντάς τες σε ιδιώτες και εξαιρούν από τις αναδασώσεις τεράστιες καμένες περιοχές, γεγονός που εντείνει τα φαινόμενα καταστροφών από πλημύρες.
Οι θάνατοι των τελευταίων ημερών από τις πλημμύρες συνιστούν κρατικές-καπιταλιστικές δολοφονίες και υπογραμμίζουν την επιτακτική ανάγκη για την εκλογή μιας αληθινά σοσιαλιστικής – εργατικής κυβέρνησης, η οποία σε ρήξη με την τρόικα και την ελληνική άρχουσα τάξη και στο πλαίσιο της εγκαθίδρυσης μιας δημοκρατικά – κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας, θα ιεραρχήσει σαν πρώτη προτεραιότητα τις γενναίες κρατικές επενδύσεις στα αναγκαία αντιπλημμυρικά έργα.