Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΕλληνική Επανάσταση 1821: σύνοψη από τη σκοπιά του μαρξισμού

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Ελληνική Επανάσταση 1821: σύνοψη από τη σκοπιά του μαρξισμού

Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα εκτεταμένο απόσπασμα από την εισηγητική ομιλία του αρχισυντάκτη της εφημερίδας «Επανάσταση» (www.marxismos.com), Σταμάτη Καραγιαννόπουλου, στο διαδικτυακό σεμινάριο το οποίο διοργάνωσαν τον Απρίλιο του 2021 η Κομμουνιστική Τάση (ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης) και η Νεολαία Ενάντια στον Καπιταλισμό, με θέμα τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821.

Συντρόφισσες και σύντροφοι,

ας ξεκινήσουμε με μια οφειλόμενη απότιση φόρου τιμής. Το ελληνικό μαρξιστικό κίνημα και η εργατική τάξη της χώρας οφείλουν αιώνια τιμή και σεβασμό στον πρωτοπόρο υπερασπιστή της μεθόδου του Ιστορικού Υλισμού στην εξέταση της ελληνικής Ιστορίας, Γιάννη Κορδάτο. Εκατό χρόνια σχεδόν μετά την πρώτη έκδοση της μελέτης του με τίτλο «Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής επαναστάσεως του 1821» (1924), οφείλουμε να τονίσουμε ότι αυτό το σύγγραμμα αποτελεί την πιο ευσυνείδητη, αντικειμενική και αληθινά ιστορικο-υλιστική εργασία για την Ελληνική Επανάσταση του 1821.

Δυστυχώς, σήμερα αυτό το κλασικό έργο του Κορδάτου, αντί να συμπληρώνεται δημιουργικά στη βάση των αντικειμενικών πορισμάτων της σύγχρονης ιστορικής έρευνας, βάλλεται ύπουλα και άδικα από μια ψευδομαρξιστική σκοπιά, συγκαλυμμένα από την ηγεσία του ΚΚΕ (κάτι που άλλωστε δεν έπαψαν να κάνουν και οι προκάτοχοί της από τις αρχές της δεκαετίας του 1930), αλλά και από συγγραφείς όπως ο Γ. Μηλιός και οι υποστηρικτές των απόψεών του.

Η φύση της Επανάστασης

Αφετηρία της συζήτησής μας είναι η απάντηση στο θεμελιώδες ερώτημα: Τι ήταν η Ελληνική Επανάσταση του 1821; Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 ήταν μια αστική εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση. Τι εννοούμε με αυτόν τον χαρακτηρισμό; Όταν λέμε «αστική επανάσταση» εννοούμε ότι το κοινωνικό περιεχόμενο της επανάστασης ήταν η βασική ιστορική διεκδίκηση της ανερχόμενης αστικής τάξης, δηλαδή το να δημιουργηθεί ένα αστικό έθνος-κράτος που θα διευκολύνει την ανάπτυξη του καπιταλισμού.

Όταν λέμε «αστική επανάσταση», ασφαλώς δεν εννοούμε μια επανάσταση στην οποία συμμετείχε μόνο η αστική τάξη. Δεν υπήρξε ούτε μία αστική επανάσταση στον κόσμο, ξεκινώντας από το πρότυπο και τη «μητέρα» όλων των αστικών επαναστάσεων, τη Γαλλική Επανάσταση 1789-1793, στην οποία να μην είχαν πρωτοστατήσει τα εργαζόμενα πληβειακά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου. Η αστική τάξη πάντα βάσιζε τις επαναστάσεις της σ’ αυτά τα εργαζόμενα λαϊκά στρώματα, τα καλούσε στον αγώνα και στο τέλος τα πρόδιδε. Ανέβαινε στην εξουσία και «ξεχνούσε», ποδοπατούσε τα δικά τους ανεξάρτητα αιτήματα, συντρίβοντας το κίνημά τους με αντιδραστικά μέσα, επειδή γινόταν πλέον απειλητικό για τη δική της, νέα, αστική εξουσία.

Όταν λέμε «εθνικοαπελευθερωτική» επανάσταση δεν εννοούμε ότι σε αυτό που αποκαλούμε σήμερα ελλαδικό χώρο υπήρχε μια ελληνική εθνική συνείδηση βαθιά ριζωμένη και σχηματισμένη πλήρως για αιώνες. Η Ελληνική Επανάσταση ήρθε σχετικά σύντομα μετά από την ουσιαστική έναρξη της διαμόρφωσης μαζικής ελληνικής εθνικής συνείδησης. Η ίδια η διαδικασία εξέλιξης της Επανάστασης συνετέλεσε στην ισχυροποίηση της ελληνικής εθνικής συνείδησης, μέσα στην πάλη για το ταυτισμένο με αυτήν, αίτημα της ίδρυσης ελληνικού εθνικού αστικού κράτους.

Η ελληνική εθνική συνείδηση και η ιδέα του έθνους-κράτους

Η επίσημη και διαχρονική άποψη της ελληνικής άρχουσας τάξης είναι ότι η ελληνική εθνική συνείδηση στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο αναπτύχθηκε αδιάκοπα από την αρχαιότητα, πέρασε στο Βυζάντιο και έφτασε «έτοιμη» στο 1821. Στο προαναφερθέν κλασικό έργο του, ο Γ. Κορδάτος υπογράμμισε το αντικειμενικό ιστορικό γεγονός ότι στην αρχαιότητα δεν υπήρχε ελληνικό έθνος-κράτος, αλλά μόνο πόλεις-κράτη, και τόνισε ότι το γεγονός πως μετά από τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου πολυάριθμοι πληθυσμοί μιλούσαν την ελληνική γλώσσα δεν σήμαινε ότι αυτοί οι πληθυσμοί είχαν και ελληνική εθνική συνείδηση.

Το Βυζάντιο δε, δεν ήταν μια ελληνική αυτοκρατορία. Αποτελούσε την συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ανατολή και ήταν στην πραγματικότητα ένα «ψηφιδωτό» λαών. Η μεγάλη διάδοση της ελληνικής γλώσσας στις διάφορες περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οφειλόταν στο ότι αυτή ήταν η γλώσσα που χρησιμοποίησε στα βασικά του κείμενα ο χριστιανισμός. Σε μια χαρακτηριστική ειρωνεία της Ιστορίας λοιπόν, ο απηνής διώκτης της αρχαίας ελληνικής κουλτούρας, ο χριστιανισμός, ήταν ταυτόχρονα και η βασική αιτία χάρις στην οποία διασώθηκε και συνέχισε να μιλιέται η ελληνική γλώσσα.

Η ιδέα της δημιουργίας ελληνικού εθνικού κράτους αναπτύχθηκε ιδιαίτερα από τα μέσα του 18ου αιώνα και μετά, κυρίως έξω από την επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με επίκεντρο της ελληνικές εμπορικές παροικίες στην Κεντρική Ευρώπη, την Ιταλία, τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και την Τσαρική Ρωσία. Βρήκε απήχηση με διάφορες εκπαιδευτικές, εκδοτικές ή άλλες πρωτοβουλίες στους ελληνόφωνους πληθυσμούς της Οθωμανικής επικράτειας, κυρίως σε αστικά κέντρα που άνθιζε μια βιοτεχνική ελληνική αστική τάξη όπως τα Ιωάννινα, τα Αμπελάκια, η Άρτα, η Θήβα, η Πάτρα, η Θεσσαλονίκη, η Σμύρνη και η Μοσχόπολη, αλλά και στα νησιά (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά κ.α.), όπου πλούτιζε και ισχυροποιούταν μια ελληνική εμποροναυτική αστική τάξη.

Από τη μία πλευρά οι Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι που διεξήχθησαν στο πλαίσιο της απόπειρας της Τσαρικής Ρωσίας να βγει στα Στενά του Βοσπόρου, καθώς και οι Συνθήκες που υπογράφτηκαν μετά από αυτούς και ευνόησαν το ελληνικό εμπόριο και τη ναυτιλία, και από την άλλη, η Γαλλική Επανάσταση και η νικηφόρα προέλαση του Ναπολέοντα, αποτέλεσαν παράγοντες που έδωσαν μεγάλη ώθηση συνολικά στον αντιφεουδαρχικό αγώνα των λαϊκών μαζών της Βαλκανικής. Έτσι μέσα σ’ αυτές τις ευνοϊκές ιστορικές συνθήκες, σε αντίθεση με τον ουτοπικό και πρώιμο χαρακτήρα των ελληνικών εθνικών οραμάτων του Γεώργιου Πλήθωνα Γεμιστού (15ος αι.), ο Αδαμάντιος Κοραής και ο Ρήγας Φεραίος, και αργότερα οι ιδρυτές και τα ηγετικά στελέχη της Φιλικής Εταιρείας, έγιναν οι εκπρόσωποι ενός μαχητικού και αυξανόμενα ριζωμένου στον λαό ελληνικού εθνισμού, ως οι πιο αυθεντικοί εκπρόσωποι των κοινωνικών και πολιτικών αντιλήψεων της αναπτυγμένης ελληνικής εμπορικής αστικής τάξης.

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 ήταν κρίκος μιας αλυσίδας αστικών επαναστάσεων στην Ευρώπη, οι οποίες οδήγησαν στη δημιουργία εθνών-κρατών. Ως αποτέλεσμα της βαθιάς κρίσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στο εσωτερικό αυτής, είχαν ήδη προηγηθεί πολυάριθμες πολεμικές συγκρούσεις και εξεγέρσεις: ο τουρκο-ενετικός πόλεμος του 1715, όπου μουσουλμάνοι μαζί με τους χριστιανούς άρχοντες πολέμησαν ενάντια στους Ενετούς για την κατοχή της γης, η εξέγερση των λεγόμενων Ορλοφικών του 1770, όπου πρωτοστάτησαν οι χριστιανοί κοτζαμπάσηδες, το ναυτικό κίνημα του Λάμπρου Κατσώνη το 1788-1792, τα κινήματα των κλεφτών που κατεστάλησαν από χριστιανούς και μουσουλμάνους τσιφλικάδες το 1806, το 1807 και το 1808, και η ανταρσία των Σουλιωτών κατά του Αλή Πασά. Επιπλέον, είχαμε αποσχιστικές τάσεις που εκδηλώθηκαν από μουσουλμάνους πασάδες όπως ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων, ο Μωχάμετ Αλή της Αιγύπτου, ο Πασβανόγλου του Βιδανίου. Ορισμένοι από αυτούς μάλιστα, επηρεάστηκαν από τις ιδέες της ανερχόμενης αστικής τάξης. Εξεγέρσεις επίσης εκδηλώθηκαν μεταξύ του ελληνόφωνου χριστιανικού πληθυσμού το 1800 στην Ύδρα, το 1806 στη Σάμο και το 1815 στα Ψαρά.

Η κοινωνικές τάξεις τις παραμονές του 1821 και η στάση τους έναντι της Επανάστασης

Ποια ήταν όμως η στάση των διαφόρων κοινωνικών τάξεων που υπήρχαν μέσα στον ελληνικό πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έναντι της υπόθεσης της Επανάστασης του 1821; Οι Έλληνες τσιφλικάδες και προνομιούχοι τοποτηρητές της Οθωμανικής εξουσίας, οι λεγόμενοι κοτζαμπάσηδες, τάσσονταν αναφανδόν στο πλευρό των Οθωμανών για να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Ο φτωχός λαός της υπαίθρου τους απείλησε με το μαχαίρι να υποστηρίξουν τον επαναστατικό του ξεσηκωμό, και όπου και όταν το έκαναν, αυτό συνέβη απρόθυμα, γιατί απλώς δεν είχαν άλλη επιλογή. Σε κάθε στιγμή της επανάστασης όμως, οι κοτζαμπάσηδες την υπονόμευαν και έψαχναν να βρουν τρόπο να δολοφονήσουν επαναστάτες και να επαναφέρουν το παλιό καθεστώς, ακόμα και τους ίδιους τους Οθωμανούς αφέντες.

Ο εκκλησιαστικός κλήρος και οι καλόγεροι των μοναστηριών ήταν ενάντια στην επανάσταση, με εξαίρεση φτωχούς παπάδες που υπέφεραν από τη σκληρή εκμετάλλευση των τσιφλικάδων. Οι λεγόμενοι Φαναριώτες, οι Έλληνες δηλαδή που κατείχαν διοικητικές θέσεις στην οθωμανική Πύλη, ήταν εχθρικοί απέναντι στην Επανάσταση. Την προσέγγισαν μόνο όταν συνειδητοποίησαν ότι είναι αναπότρεπτο γεγονός, για ιδιοτελείς λόγους, έτσι ώστε εκμεταλλευόμενοι την πολιτική τους πείρα, σε συνδυασμό με την αμάθεια των επαναστατημένων λαϊκών μαζών, να κάνουν μια νέα επικερδή σταδιοδρομία σε αξιώματα.

Στα νησιά οι αστοί έμποροι και πλοιοκτήτες («καραβοκύρηδες») υποστήριξαν την Επανάσταση, υπερασπίζοντας όμως πάντα τα δικά τους ιδιαίτερα συμφέροντα, ερχόμενοι σε αντιπαράθεση με τους κοτζαμπάσηδες και τους Οθωμανούς, και κάποιες φορές συμμαχώντας με τους φτωχούς αγρότες ενάντια στους τσιφλικάδες. Πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν αυτή της Σάμου, όπου διαμορφώθηκαν δυο αντίπαλα ταξικά κόμματα, οι «καλικάντζαροι», το κόμμα των κοτζαμπάσηδων και οι «καρμανιόλοι» το κόμμα των αστών και των φτωχών αγροτών.

Στις παροικίες, οι Έλληνες αστοί κάτω από την επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης και των Ναπολεόντειων πολέμων, υποστήριζαν θερμά τη δημιουργία ενός ελληνικού κράτους που θα στήριζε την εμπορική τους δράση. Ιδιαίτερα οι Έλληνες αστοί των παροικιών της ανατολικής Ευρώπης, με πολιτικό εκφραστή τη Φιλική Εταιρεία, μπήκαν στην πρωτοπορία του αγώνα.

Ο φτωχός εργαζόμενος, καταπιεσμένος λαός, κυρίως οι αγρότες, μικροϊδιοκτήτες και ακτήμονες ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Εκτός από τον Οθωμανό αγά ή μπέη τον οποίο έτρεφε με τον ιδρώτα του, ήταν υποχρεωμένος και σε άλλα «δοσίματα» στους χριστιανούς δυνάστες του, στον τσιφλικά, τον κοτζαμπάση, τον ανώτερο κλήρο, τα μοναστήρια και τους τοκογλύφους. Καθώς εντεινόταν η καταπίεση των αγροτών από τους Έλληνες τσιφλικάδες, τους κοτζαμπάσηδες, την Εκκλησία και τους Οθωμανούς πασάδες, η λαϊκή αγανάκτηση κορυφωνόταν.

Αντικειμενικό εμπόδιο στον μαζικό και οργανωμένο ξεσηκωμό των φτωχών αγροτών στεκόταν το γεγονός ότι ήταν διασκορπισμένοι στην ύπαιθρο. Επίσης, ένας μαζικός αγώνας χρειαζόταν και πολλά όπλα, τα οποία ούτε μπορούσαν να τα βρουν μόνοι τους, ούτε μπορούσαν να τα χειριστούν οι περισσότεροι. Κι όσο ο μαζικός ξεσηκωμός δεν πραγματοποιούταν, πολλοί άνθρωποι της φτωχολογιάς της υπαίθρου, αγανακτισμένοι από την καταπίεση, προχωρούσαν σε ατομική δράση. Από αυτό το λαϊκό στρώμα είχαμε τους λεγόμενους κλέφτες, οι οποίοι γέμισαν τα βουνά όλων των Βαλκανίων και έκαναν επιδρομές ενάντια στους τσιφλικάδες και τους κοτζαμπάσηδες, οι οποίοι τους χτυπούσαν μαζί με τους Οθωμανούς.

Κάποια στιγμή σκέφτηκαν ότι θα ήταν αποτελεσματικότερο να διασπάσουν εσωτερικά τους κλέφτες. Κι έτσι είχαμε το σχηματισμό των λεγόμενων αρματολών. Οι κοτζαμπάσηδες έπεισαν την οθωμανική εξουσία να οργανώσει ένοπλα σώματα αρματολών αποτελούμενα από κλέφτες που είχαν συλληφθεί, να τους δώσει ασυδοσία στα ορεινά μέρη, με αντάλλαγμα να χτυπούν τους άλλους κλέφτες. Αυτοί οι αρματολοί με τη δράση τους περιόρισαν τη δράση των κλεφτών. Κατά την Επανάσταση όμως, ορισμένοι από τους αρματολούς μαζί με τους κλέφτες συμμετείχαν ενεργά και αποφασιστικά στον αγώνα, προμηθεύοντας τις τάξεις των οπλαρχηγών.

Οι φτωχοί ακτήμονες, κυρίως αγρότες και τα λοιπά φτωχά εργαζόμενα στρώματα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην Επανάσταση. Αυτοί κυρίως ήταν που επάνδρωσαν τον λαϊκό επαναστατικό στρατό. Παράλληλα, τα πληβειακά λαϊκά στρώματα έκαναν σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης με εξεγέρσεις την εμφάνισή τους ανεξάρτητα στον αγώνα ενάντια στους κοτζαμπάσηδες, ακόμα και ενάντια στους πλούσιους αστούς και τους ιδιοτελείς και αδηφάγους σε ορισμένες περιπτώσεις, οπλαρχηγούς.

Τέλος, υπήρχε και το έμβρυο, το πρόπλασμα, μιας μελλοντικής εργατικής τάξης, που μόλις άρχιζε να σπάει από το σώμα των τεχνιτών των χειροτεχνιών και των συντεχνιών, αλλά και των αγροτών που έμεναν χωρίς γη και δούλευαν σαν εργάτες γης. Έχουμε π.χ στα Νηματουργεία των Αμπελακίων το 1812 την πλειοψηφία των 4 χιλιάδων εργαζόμενων να μην είναι πλέον μέτοχοι αλλά εργάτες «με το κομμάτι». Μια τάση προς τη μισθωτή εργασία έχουμε στα πληρώματα των καραβοκύρηδων, όμως αυτά έπαιρναν συχνά αξιόλογο μερίδιο από τα εμπορικά κέρδη ως αποτέλεσμα του ριψοκίνδυνου χαρακτήρα των ταξιδιών εξαιτίας του διαδεδομένου φαινομένου της πειρατείας. Επίσης, οι τεχνίτες και βοηθοί στα εργαστήρια που ήταν συνδεδεμένα με τις ανάγκες των πλοίων, άρχισαν σταδιακά να μετατρέπονται σε εργάτες. Δεν μπορούμε όμως να μιλήσουμε ακόμα για μια διαμορφωμένη εργατική τάξη, ικανή να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο στο κοινωνικό προσκήνιο και πολύ περισσότερο στην ίδια την Επανάσταση, όπως ανακαλύπτουν σήμερα ορισμένοι αριστεροί διανοούμενοι.

Τα αληθινά γεγονότα: πώς ξέσπασε η Επανάσταση

Στις 22 Φεβρουαρίου 1821, ο φαναριώτικης καταγωγής υποστράτηγος του Ρωσικού τσαρικού στρατού και αρχηγός πλέον της Φιλικής Εταιρείας, Αλέξανδρος Υψηλάντης, εισέβαλε από το Κισνόβ της Βεσσαραβίας με το εκστρατευτικό του σώμα στη Μολδαβία ως απελευθερωτής και κήρυξε την έναρξη της Επανάστασης. Ο Τσάρος αμέσως τον αποκήρυξε αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά τις αντεπαναστατικές προθέσεις της Ρωσίας.

Όμως η προέλαση του Υψηλάντη δεν ευοδώθηκε, εξαιτίας των ίδιων των αντιδραστικών ιδεών του. Αξίζει να αναφερθεί σε αυτό το σημείο το γεγονός ότι η συμμαχία μεταξύ Φιλικής Εταιρείας και αντιδραστικών Φαναριωτών που είχε συντελεστεί το προηγούμενο διάστημα, είχε ως αποτέλεσμα να απαλειφθεί από το πρόγραμμα της Επανάστασης το αίτημα των φτωχών αγροτών για την κατάργηση των τσιφλικιών και τη διανομή της γης στους ακτήμονες. Ωστόσο, η Φιλική Εταιρεία είχε συνεννοηθεί με τον Ρουμάνο επαναστάτη και αγροτικό ηγέτη Θεόδωρο Βλαντιμιρέσκου για κοινή δράση στην έναρξη της Επανάστασης. Έτσι, ο Βλαντιμιρέσκου πρότεινε στον Υψηλάντη το κίνημα να λάβει ξεκάθαρο ταξικό χαρακτήρα και να στραφεί ενάντια στους Σλάβους γαιοκτήμονες. Αλλά ο αντιδραστικός Υψηλάντης αρνήθηκε. Ο Κορδάτος υποστηρίζει ότι ο Υψηλάντης, απογοητευμένος πλέον από την αποκήρυξη από τον Τσάρο, ενεργούσε ουσιαστικά αυτονομημένος από τη Φιλική Εταιρεία.

Ακόμα χειρότερα, ο Υψηλάντης συνέλαβε τον αρχηγό των Ρουμάνων αγροτών και τον εκτέλεσε! Έτσι οι Μολδοβλάχοι και οι Βούλγαροι αγωνιστές απογοητεύθηκαν και αποχώρησαν από το κίνημα. Μάλιστα o Υψηλάντης έβγαλε και προκήρυξη με την οποία αποκαλούσε εκείνους «προδότες»! Με λίγες πια δυνάμεις, αντί να μπει στη Βουλγαρία όπου θα μπορούσε να προκαλέσει ένα μαζικό κίνημα, ο Υψηλάντης πήγε στα αυστριακά σύνορα, ηττήθηκε στο Δραγατσάνι από τις οθωμανικές δυνάμεις και τελικά συνελήφθη από τους Αυστριακούς.

Λίγες μέρες αργότερα όμως, στις 21 Μαρτίου, ξέσπασε η επανάσταση και στην Πελοπόννησο. Η πρώτη πόλη που ξεσηκώθηκε ήταν η Πάτρα και μετά η Καλαμάτα στις 23 Μαρτίου. Ο Σουλτάνος νόμισε ότι από πίσω κρυβόταν η Ρωσία, αλλά αντίθετα αυτή αμέσως καταδίκασε ανοιχτά το κίνημα. Ταυτόχρονα, ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ έσπευσε να αφορίσει την Επανάσταση. Ο απαγχονισμός του Γρηγορίου από τον φανατισμένο τουρκικό όχλο οφείλεται σύμφωνα με τον Κορδάτο, στο ότι τον κατήγγειλε για Φιλικό ο μητροπολίτης Πισιδίας Ευγένιος, με σκοπό να πάρει τη θέση του, όπως και τελικά έγινε. Όταν μετά από χρόνια η Επανάσταση νίκησε, ο ανώτερος ορθόδοξος κλήρος προσπάθησε να διεκδικήσει μέρος της δόξας. Έτσι παρουσίασε τον Γρηγόριο ως επαναστάτη και «εθνομάρτυρα», όπως δηλαδή παρουσιάζεται από το ελληνικό κράτος μέχρι και σήμερα.

Τι συνέβη όμως συγκεκριμένα στην Πελοπόννησο; Εκεί ρόλο-κλειδί διαδραμάτισε ο σπουδαίος αγωνιστής της Φιλικής Εταιρείας, ο Καλαματιανός φτωχός ιερέας Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσσας. Χωρίς να υπολογίζει κινδύνους «όργωσε» όλη την Πελοπόννησο και έδωσε το σύνθημα του ξεσηκωμού. Εκείνος ήταν η φυσική επαναστατική ηγεσία του αγώνα και χωρίς αυτόν, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι δεν θα ξεσπούσε η Επανάσταση. Θα είχε πνιγεί από τους κοτζαμπάσηδες και τους αντιδραστικούς κληρικούς, του είδους του Παλαιών Πατρών Γερμανού.

Στη βάση του σχεδίου της Φιλικής Εταιρείας γίνονταν στην Πελοπόννησο πολύμηνες προετοιμασίες για ξεσηκωμό. Οι αγρότες και ο υπόλοιπος λαός που υπέφερε τα πάνδεινα από τους αγάδες και τους κοτζαμπάσηδες άκουγαν με ενθουσιασμό τους απεσταλμένους της Φιλικής που προπαγάνδιζαν την επανάσταση ανοιχτά, ακόμα και μέσα στα καφενεία. Οι οπλοποιοί, οι σιδηρουργοί και οι ξυλουργοί δούλευαν κρυφά για να ετοιμάσουν όπλα και πολεμοφόδια. Αντίθετα, οι κοτζαμπάσηδες και ο ανώτερος κλήρος της Πελοποννήσου ήταν εχθρικοί στην Επανάσταση, γιατί φοβούνταν να μη χάσουν τα προνόμιά τους.

Ήδη από τη στιγμή που οι κοτζαμπάσηδες έμαθαν τον ερχομό του Παπαφλέσσα στην Ύδρα έστειλαν τον Σπύρο Αρβάλη εκεί για να πείσει τους τοπικούς κοτζαμπάσηδες να μην το αφήσουν να περάσει στην Πελοπόννησο και αν χρειαστεί, να τον φυλακίσουν! Αλλά ο Αρβάλης όταν συναντήθηκε με τον Παπαφλέσσα (στις Σπέτσες) πείστηκε από αυτόν και επιστρέφοντας στην Πελοπόννησο άρχισε και αυτός την επαναστατική προπαγάνδα! Αυτό τρόμαξε ακόμη πιο πολύ τους κοτζαμπάσηδες και τον ανώτερο κλήρο που αποφάσισαν να εξοντώσουν τον Παπαφλέσσα. Αυτός όταν έμαθε τα σχέδιά τους, πέρασε διαδοχικά στο Ναύπλιο, στο Άργος και μεταμφιεσμένος έφτασε στη Βοστίτσα (Αίγιο), όπου συγκέντρωσε γύρω του τους Φιλικούς της περιοχής.

Οι κοτζαμπάσηδες τελικά, χωρίς να εγκαταλείψουν το σχέδιο της εξόντωσης του Παπαφλέσσα υποχρεώθηκαν να συζητήσουν μαζί του και να τον ακούσουν. Έτσι στις 26 του Γενάρη άρχισε η η μυστική συνέλευση της Βοστίτσας, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι πιο σημαντικοί κοτζαμπάσηδες της Αχαΐας, όπως οι Ασημάκης και Ανδρέας Ζαΐμης, ο Ν. Λόντος, και οι δεσποτάδες όπως ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Σε πέντε συνεδριάσεις ο Παπαφλέσσας έφτασε να ακούει κατάρες και προσβολές, με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό να τον αποκαλεί «άρπαγα, εξωλέστατον, αλιτήριον, ασυνείδητον» και όλοι μαζί τον διέταξαν να πάψει να ξεσηκώνει το λαό. Δοκίμασαν μάλιστα να τον φυλακίσουν στο Μέγα Σπήλαιο, αλλά ο Παπαφλέσσας κατάφερε να κάνει και εκεί οπαδούς της επανάστασης τους περισσότερους καλόγερους!

Οι Οθωμανοί είχαν πληροφορηθεί για τις επαναστατικές ετοιμασίες γι’ αυτό κάλεσαν τους Έλληνες δεσποτάδες και προεστούς στην Τρίπολη. Η είδηση έφερε σύγχυση και πανικό στους άρχοντες της Αχαΐας και έτσι συγκεντρώθηκαν στην Αγία Λαύρα για να δουν τι θα κάνουν. Εκεί σύμφωνα με τους επίσημους ιστορικούς του ελληνικού κράτους λέγεται ψευδώς ότι ύψωσαν τη σημαία και κήρυξαν την Επανάσταση. Αλλά η αλήθεια είναι ότι, όπως έγραψε ο ίδιος ο Γερμανός «αποφάσισαν να φύγουν και να κρυφτούν εις διάφορα χωρία των Καλαβρύτων».

Στο μεταξύ, ο Παπαφλέσσας κατέβηκε στη Μάνη όπου βρήκε τον Κολοκοτρώνη, τον Αναγνωσταρά, το Νικηταρά κι άλλους Καπετάνιους και πρώην κλέφτες που ήταν έτοιμοι για την Επανάσταση. Μαζί ίδρυσαν λίγο έξω από την Καλαμάτα το πρώτο στρατόπεδο του αγώνα. Μάζεψε σε λίγο δυο χιλιάδες αρματωμένους κι άρχισαν στις 22 Μαρτίου την πολιορκία της Καλαμάτας.

Σχεδόν ταυτόχρονα, στις 21 Μαρτίου στην Πάτρα, ένας γενναίος Φιλικός και αληθινός λαϊκός ηγέτης, ο τσαγκάρης Παναγιώτης Καρατζάς κάλεσε στα όπλα. Το ίδιο βράδυ οι Οθωμανοί είχαν πλέον πάθει πανωλεθρία και κλείστηκαν στο Φρούριο της πόλης. Έτσι, ο λαός έγινε κυρίαρχος της πόλης.

Στις 24 Μαρτίου 1821 οι κοτζαμπάσηδες, ενώ δεν είχαν παίξει κανέναν ρόλο στην επανάσταση έφτασαν στην απελευθερωμένη Πάτρα και σχημάτισαν το «Αχαϊκό Διευθυντήριο», συγκεντρώνοντας όλες τις εξουσίες! Όταν οι Τούρκοι επιτέθηκαν το έβαλαν στα πόδια και μόνο ο Καρατζάς με τα παλληκάρια του αντιστάθηκαν. Οι κοτζαμπάσηδες όμως δεν του το συγχώρησαν και τον δολοφόνησαν τον Αύγουστο του 1821.

Αμέσως μετά την Πελοπόννησο, ξεσηκώθηκαν με επιτυχία τα νησιά. Επίσης στη Στερεά Ελλάδα η Επανάσταση κέρδιζε έδαφος, αλλά στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία οι τσιφλικάδες σε συμμαχία με τους Τούρκους, κατάφεραν να καταπνίξουν τον αγώνα.

Τα πληβειακά κινήματα μέσα στην Επανάσταση

Ένα εντυπωσιακό στοιχείο, στο οποίο δίνει και ιδιαίτερη έμφαση ο Κορδάτος, είναι τα ανεξάρτητα πληβειακά κινήματα των φτωχών αγροτών και γενικότερα του φτωχού λαού ενάντια στους κοτζαμπάσηδες μέσα στην ίδια την Επανάσταση. Στα Ψαρά και ιδίως στην Ύδρα, είχαμε κλασικά πληβειακά επαναστατικά κινήματα.

Στη Ύδρα ο Αντώνης Οικονόμου, ένας μεσαίος πλοιοκτήτης, ηγήθηκε ένοπλης εξέγερσης για να υποχρεώσει τους άρχοντες μεγαλοκαραβοκύρηδες να δώσουν τα πλοία τους στον αγώνα και τους πήρε την εξουσία. Όμως το λάθος που έκανε, όπως σημειώνει ο Κορδάτος, ήταν το ότι δεν χρησιμοποίησε αυτήν την εξουσία για να απαλλοτριώσει τα πλοία τους προς όφελος του αγώνα, με τη βοήθεια των πληρωμάτων. Έτσι, όταν μετέβη για λίγο στην Πελοπόννησο, οι μεγαλοπλοιοκτήτες τον ανέτρεψαν και ξαναπήραν την εξουσία.

Μια ακόμα χαρακτηριστική τέτοια εξέγερση που περιγράφει ο Κορδάτος είχαμε στην Άνδρο, με πολιτικό ηγέτη τον οπαδό του Γάλλου Γιακωβίνου κομμουνιστή επαναστάτη Γράκχου Μπαμπέφ, τον Σταμάτη Ψωμά, αλλά και τον λαϊκό αγωνιστή Δημήτρη Μπαλή. Εκεί έγινε μαζική λαϊκή συνέλευση, κάηκαν τα σπίτια των κοτζαμπάσηδων, αλλά η συντηρητική Προσωρινή Διοίκηση της Επανάστασης έστειλε στρατό και στόλο και κατέστειλε το κίνημα.

Τα ίδια συνέβησαν και στη Σάμο, όπου με αρχηγό τον λαϊκό αγωνιστή Λυκούργο Λογοθέτη, το επαναστατικό κόμμα των «καρμανιόλων» πήρε την εξουσία. Αλλά αργότερα, όταν ο Λογοθέτης έκανε απόβαση στη Χίο νικήθηκε από Οθωμανούς και κοτζαμπάσηδες.

Στην Αττική, επίσης είχαμε αντικοτζαμπάσικο κίνημα που καταπνίγηκε, το ίδιο και στη Λιβαδειά, την Εύβοια, τη Θεσσαλία και το Πήλιο. Το αγροτικό λαϊκό κίνημα δεν κατόρθωσε να πάρει πιο στέρεα χαρακτηριστικά και να νικήσει, διότι του έλειπε μια πανεθνική ηγεσία. Ωστόσο, προσπάθειες για μια ανεξάρτητη πληβειακή-λαϊκή επαναστατική οργάνωση έγιναν, αλλά ήταν περιθωριακές και απομονωμένες. Στο Μεσολόγγι τα κατώτερα και μεσαία στελέχη των ένοπλων επαναστατών είχαν συστήσει την «Αδελφότητα των Φιλοδικαίων» για να ελέγχουν τις αυθαιρεσίες και τις καταχρήσεις εξουσίας των ανώτερων αξιωματούχων. Η Αδελφότητα έφτασε μάλιστα να αριθμεί περί τα 2.000 μέλη το 1825. Ανάλογη δραστηριότητα είχε και η μυστική «Εταιρεία της Αδελφότητος» στην Τρίπολη, στην οποία ανήκαν κυρίως τεχνίτες και επαγγελματίες.

Τα προοδευτικά Συντάγματα

Στο μεταξύ στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τα νησιά, τις περιοχές που είχαν απελευθερωθεί και βρίσκονταν υπό την «Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος» και το λεγόμενο Εκτελεστικό της με επικεφαλής κατά σειρά τον Φαναριώτη Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, τον Κουντουριώτη και τον Ζαΐμη, είχαμε πολιτικές εξελίξεις που φανέρωσαν τον αστικοδημοκρατικό, ριζοσπαστικό χαρακτήρα του αγώνα. Τα Συντάγματα που ψήφισαν οι Εθνοσυνελεύσεις του 1822, 1823 και 1827 ήταν εξαιρετικά δημοκρατικά και προοδευτικά.

Μάλιστα, το Σύνταγμα του 1827 (της Τροιζήνας) είναι το δημοκρατικότερο που υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα, και το δημοκρατικότερο Σύνταγμα της εποχής σε ολόκληρη την Ευρώπη, έχοντας ως πρότυπο τις πιο ριζοσπαστικές ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης. Σ’ αυτό το Σύνταγμα καταργήθηκε οριστικά η αντιδραστική διάταξη που είχαν περάσει οι κοτζαμπάσηδες, δηλαδή το να ισχύει προσωρινά ο φεουδαρχικός Νομικός Κώδικας του Βυζαντίου για να προστατευτεί η φεουδαρχική και Εκκλησιαστική ιδιοκτησία της γης, και όχι το γαλλικό αστικό δίκαιο του Ναπολέοντα.

Γενικότερα, σε όλες τις Εθνοσυνελεύσεις των επαναστατικών χρόνων έγινε ξεκάθαρο ότι οι κοτζαμπάσηδες ήταν μειοψηφία. Εκείνο που έγειρε όμως τελικά την πλάστιγγα υπέρ τους, ήταν οι συμβιβαστικές με αυτούς τάσεις των Ελλήνων αστών και η υποταγή και των δύο πλέον ως «μπλοκ» στις ξένες Μεγάλες Δυνάμεις.

Το τέλος της Επανάστασης, τα δάνεια και η ίδρυση κράτους

Την Άνοιξη του 1824, ο Μεχμέτ Πασάς της Αιγύπτου έστειλε το γιο του, Ιμπραήμ, με στρατό Αιγυπτίων και αποστολή να καταπνίξει την Επανάσταση. Αυτός κατέλαβε την Κρήτη, κατέστρεψε την Κάσο και τα Ψαρά. Το 1825 ο Ιμπραήμ έφθασε στην Πελοπόννησο, όπου η επανάσταση κλονιζόταν. Ο Παπαφλέσσας με καμιά τρακοσαριά αγωνιστές έδωσαν την άνιση και φημισμένη μάχη στο Μανιάκι, πέφτοντας ηρωικά. Καθώς το πνεύμα ηττοπάθειας κυριάρχησε, ο στρατιωτικός ηγέτης της Επανάστασης Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εφάρμοσε μεθόδους επαναστατικής τρομοκρατίας αποτυπωμένες στην ιστορική του φράση: «Φωτιά και τσεκούρι σε όποιον προσκυνήσει!». Ηγήθηκε σε ηρωικές μάχες, αλλά ο Ιμπραήμ έφερνε συνεχώς νέες ενισχύσεις κατά τις Επανάστασης.

Ο Ιμπραήμ μάλιστα, είχε και έναν Έλληνα συνεργάτη που τον βοηθούσε, ένα μεγαλέμπορο της Αιγύπτου, τον γνωστό «ευεργέτη» του ελληνικού κράτους Τοσίτσα. Ο Τοσίτσας στάθηκε στο πλευρό του Ιμπραήμ και καλούσε το λαό να προσκυνήσει. Ήταν αρχηγός της επιμελητείας του αιγυπτιακού στρατού και θησαύριζε με το αίμα του ελληνικού λαού. Ο Κορδάτος σημείωνε χαρακτηριστικά: «Αυτός ο κατάπτυστος προδότης αργότερα, δίνοντας μερικές χιλιάδες εις το Ελληνικόν Κράτος και κτίζοντας ένα-δυο εκπαιδευτικά ιδρύματα αντήλλαξε τον τίτλο του προδότου με τον τίτλο του εθνικού ευεργέτου.»

Το 1827 πλέον, οι ελληνικές επίγειες επαναστατικές στρατιωτικές δυνάμεις στην Πελοπόννησο και το ελληνικό ναυτικό βρίσκονταν σε πολύ δυσχερή κατάσταση, με τον αιγυπτιακό στόλο να έχει αποκλείσει τη χώρα και να κυριαρχεί στη θάλασσα. Στη φάση αυτή όμως, είχαμε μια μεταστροφή της στάσης των Μεγάλων Δυνάμεων, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Συνειδητοποίησαν ότι με μια κυριαρχία του αιγυπτιακού στόλου στη Μεσόγειο απειλούνταν τα συμφέροντά τους και ότι θα τους ήταν πιο χρήσιμο ένα ελληνικό βασίλειο-προτεκτοράτο, στο οποίο θα ασκούν επιρροή προασπίζοντας τα συμφέροντά τους στη Μεσόγειο. Έτσι το φθινόπωρο του 1827 κατέφθασαν στα ελληνικά νερά μοίρες του στόλου της Ρωσίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας, οι οποίες τελικά επιτέθηκαν στον Ιμπραήμ, συντρίβοντας στις 20 Οκτωβρίου τον αιγυπτιακό στόλο στην περίφημη ναυμαχία του Ναβαρίνου.

Αυτή η εξέλιξη έκανε τους Έλληνες να αναθαρρήσουν και να οργανώσουν αντεπιθέσεις σε πολλές περιοχές. Αλλά από φόβο για την αβέβαιη συνέχιση της Επανάστασης και αξιοποιώντας τη γενική εξάντλησή της, οι παλιοί κοτζαμπάσηδες, οι Φαναριώτες, οι μεγάλοι πλοιοκτήτες και οι λοιποί Έλληνες μεγαλοαστοί υποτάχθηκαν απόλυτα στις Μεγάλες Δυνάμεις. Μάλιστα παίρνοντας την πρωτοβουλία για τα ληστρικά δάνεια της «Εθνικής Ανεξαρτησίας», είχαν ήδη υπονομεύσει την ανεξαρτησία του νέου ελληνικού κράτους πριν ακόμα αυτό ιδρυθεί και τυπικά.

Πρέπει να σημειώσουμε εδώ, ότι οι δυνατότητες να βρεθούν οι εσωτερικοί πόροι για τη χρηματοδότηση του αγώνα με επαναστατικά μέτρα όπως η δήμευση των περιουσιών των κοτζαμπάσηδων, αλλά και των πολύ πλουσίων εμπόρων, κάθε άλλο παρά είχαν εξαντληθεί. Θα μπορούσαν κάλλιστα αυτά τα μέτρα να συνεχίζουν να χρηματοδοτούν την Επανάσταση για ένα ορισμένο διάστημα. Όπως έγραφε ο Κορδάτος: «Οι Έλληνες αστικοτσιφλικάδες τα κατάφεραν να υποδουλώσουν τον ελληνικό λαό εις το αγγλικόν κεφάλαιον. Αντί να εξοδεύσουν αυτοί δια τας ανάγκας του πολέμου –και είχαν μεγάλες περιουσίες– υποθήκευσαν την εθνική περιουσίαν εις τους Άγγλους και πήραν μερικά ψίχουλα δανείου, τα οποία εμοιράσθηκαν, εννοείται μεταξύ των. Εβόησε τότε όλος ο προοδευτικός κόσμος της Ευρώπης, δια τα ληστρικά αυτά δάνεια. Οι Άγγλοι όμως χρηματοδόται ήξευραν τι έκαμαν: εκτελούντες μυστικάς εντολάς της αγγλικής κυβερνήσεως, ενέγραφον υποθήκην επί των εθνικών γαιών και ητοιμάζοντο, ευκαιρίας δοθείσης, να κάμουν κατοχήν εις την Πελοπόννησον.»

Στην αρχή η απόφαση για παροχή δανείων δημιούργησε ενθουσιασμό, καθώς θεωρήθηκε ότι μέσω των δανείων θα συντελούνταν μια διεθνής αναγνώριση της Επανάστασης. Όμως οι συνέπειες αυτού του δανεισμού θα αποδειχθούν αργότερα ολέθριες. Αυτά καθ’ αυτά τα δάνεια, ενώ χρέωσαν με υπέρογκα ποσά το μελλοντικό ελληνικό κράτος, καταληστεύτηκαν από τους Άγγλους, τους Φαναριώτες και τη λοιπή διεφθαρμένη ελληνική άρχουσα κλίκα.

Έτσι, το 1824 από ένα δάνειο ονομαστικής αξίας 800.000 λιρών εκταμιεύθηκαν μόνο 250.000. Την επόμενη χρονιά, από δάνειο ονομαστικής αξίας 2.000.000 λιρών, στην Ελλάδα έφθασαν μόνο 230.115 λίρες και το υπόλοιπο ποσό «καταβροχθίστηκε» στο Λονδίνο. Επιπλέον, για τα δάνεια μπήκαν υποθήκη οι εθνικές γαίες, δηλαδή τα παλιά οθωμανικά κτήματα που θα έπρεπε να μοιραστούν αμέσως στους φτωχούς αγρότες και στους λαϊκούς πολεμιστές. Πάνω από όλα, τα δάνεια έγιναν το μέσο για την αποικιοποίηση της χώρας, ώστε να δημιουργηθεί, αντί για ένα ανεξάρτητο και δημοκρατικό έθνος-κράτος σύμφωνα με τις διακηρύξεις της Επανάστασης, ένα κράτος-προτεκτοράτο των ξένων Μεγάλων Δυνάμεων.

Ήδη, από την πρώτη χρονιά της Επανάστασης, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης είχε στείλει μια επιστολή με την οποία παρακαλούσε να παραδοθεί η χώρα στους Άγγλους. Λίγο μετά, το 1823, οι Κουντουριώτηδες και οι κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου είχαν απευθύνει αίτημα προς τις μεγάλες Δυνάμεις να διορίσουν έναν ξένο πρίγκιπα ως βασιλιά. Ενδεικτικό της δουλοπρέπειας αυτών των στοιχείων ήταν το υπόμνημα του Φαναριώτη Μαυροκορδάτου προς τον υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας Κάνινγκ: «Η Αγγλία, η Πύλη και η Ελλάς θα αποτελέσουν του λοιπού μίαν και μόνην, δια να είπω ούτω, δύναμιν, ήτις θ’ αντιταχθή κατά της Ρωσσίας και τέλος η ένωσις αύτη θ’ αποτελεί μίαν επιπλέον εγγύησιν, ην προσεκτάτο η Αγγλία κατά των αποπειρών της τε Ρωσσίας και πάσης άλλης Ευρωπαϊκής Δυνάμεως εναντίον του αγγλικού εμπορίου των Ινδιών…».

Έτσι δεδομένων όλων αυτών των ιστορικών γεγονότων, αποτελεί (κωμικο)τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι σήμερα η ηγεσία του ΚΚΕ υποστηρίζει πως η σχέση του νεαρού ελληνικού κράτους-προτεκτοράτου με την Αγγλία και τις άλλες ξένες Μεγάλες Δυνάμεις ήταν ισότιμη και πως είχαμε εξαρχής μια ελληνική άρχουσα τάξη και ένα ανεξάρτητο ελληνικό κράτος που απλώς έκανε «συμμαχίες» (βλ. «Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821»).

Τα αγγλικά δάνεια οδήγησαν τη Ρωσία σε αλλαγή στάσης έναντι της Ελλάδας. Προώθησε ως πράκτορα των συμφερόντων της τον αντιδραστικό, πρώην υπουργό του Τσάρου, Ιωάννη Καποδίστρια, στο πλαίσιο ενός σχεδίου για μια ημιαυτόνομη Ελλάδα, υποτελή στην Τουρκία, αλλά ουσιαστικά, υποχείριο της τσαρικής εξωτερικής πολιτικής. Έτσι, από τη μία πλευρά η Ελλάδα είχε εξαρτηθεί οικονομικά από την Αγγλία, και από την άλλη, στο πολιτικό πεδίο, είχε επικρατήσει η Ρωσία, με την τοποθέτηση του Ι. Καποδίστρια το 1828 στη θέση του Κυβερνήτη.

Ο Καποδίστριας ήταν ένας ορκισμένος εχθρός της δημοκρατίας. Κατήργησε το δημοκρατικό Σύνταγμα της Τροιζήνας και κυβέρνησε σαν δικτάτορας, δημιουργώντας μια αυλή από ανθρώπους του στενού περιβάλλοντός του, προκαλώντας έτσι πολλές λαϊκές αντιδράσεις.

Ο συνεχιζόμενος ανταγωνισμός των Μεγάλων Δυνάμεων για τον έλεγχο της Ελλάδας οδήγησε στον σχηματισμό τριών κομμάτων: αγγλικό, γαλλικό και ρωσικό. Η Αγγλία, αντιπολιτευόμενη τον Καποδίστρια ως πράκτορα των ρωσικών συμφερόντων, επεδίωκε να μην επεκταθεί η απελευθερωμένη ελληνική επικράτεια ούτε καν στο σύνολο της Στερεάς Ελλάδας. Παράλληλα, εξωθούσε τους νησιώτες και τους Μανιάτες σε αντικαποδιστριακές ενέργειες.

Τελικά, η οικονομική κρίση και κοινωνικός αναβρασμός που τη συνόδευε, σε συνδυασμό με την πεισματική απόρριψη από την πλευρά του Καποδίστρια οικονομικών προτάσεων που προωθούνταν από την Αγγλία και τη Γαλλία, οι δύο τελευταίες προώθησαν δια των Υδραίων και των Μανιατών τη δολοφονία του αντιδραστικού Κυβερνήτη.

Στο μεταξύ, η ισχυροποίηση της Ρωσίας μετά την επικράτησή της στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1828-1829) έκανε την Αγγλία να στραφεί προς τη συγκρότηση μιας τυπικά ανεξάρτητης Ελλάδας, η οποία ουσιαστικά όμως θα υπηρετούσε τη βρετανική εξωτερική πολιτική, με το Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας του Ελληνικού κράτους (γνωστό και ως Πρωτόκολλο του Λονδίνου). Αυτό υπογράφτηκε από την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία στις 3 Φεβρουαρίου του 1830.

Στις 15 Μαρτίου 1838, 17 χρόνια μετά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, με διάταγμα του Βασιλιά Όθωνα ορίστηκε η 25η Μαρτίου ως ημέρα εθνικής γιορτής. Με αυτή την ενέργεια η επέτειος της Ελληνικής Επανάστασης, ταυτιζόμενη με την ημερομηνία της ορθόδοξης γιορτής του Ευαγγελισμού έχανε επίσημα τον πολιτικό, κοινωνικό και επαναστατικό της χαρακτήρα.

Πέτυχε η Επανάσταση;

Ποια είναι η απάντηση στο ερώτημα αν πέτυχε ή όχι η Ελληνική Επανάσταση του 1821; Η απάντηση είναι ότι σε τελική ανάλυση, η Επανάσταση υπήρξε επιτυχημένη, γιατί επιτεύχθηκε ο βασικός αντικειμενικός ιστορικός της σκοπός: να γεννηθεί το ελληνικό αστικό έθνος-κράτος και να ανοίξει ο δρόμος για την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού. Αυτό όμως, δεν σημαίνει καθόλου ότι για τις φτωχές λαϊκές μάζες που πρωτοστάτησαν στην Ελληνική Επανάσταση, αυτή δεν ήταν μια προδομένη επανάσταση.

Η γη των τσιφλικιών δεν μοιράστηκε στους καλλιεργητές της, αληθινή δημοκρατία δεν θεσμοθετήθηκε στη χώρα, ούτε και πραγματική εθνική ανεξαρτησία εγκαθιδρύθηκε. Η ηγέτιδα κοινωνική τάξη της Επανάστασης, η ελληνική αστική τάξη, μοιράστηκε την εξουσία για πολλές δεκαετίες με τους τσιφλικάδες πρώην κοτζαμπάσηδες και υποτάχθηκε στον δυτικό ιμπεριαλισμό, προσκυνώντας δουλικά τους μονάρχες τοποτηρητές του. Και έτσι, από τις αρχές του 20ού αιώνα που εμφανίστηκε αποφασιστικά στο κοινωνικό και πολιτικό προσκήνιο του ελληνικού κράτους η εργατική τάξη και το κίνημά της, φάνηκε ξεκάθαρα ότι η πλήρης ιστορική δικαίωση των πόθων των φτωχών λαϊκών μαζών που πάλεψαν ηρωικά μέσα στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με μια νικηφόρα προλεταριακή σοσιαλιστική επανάσταση.

Βασικές πηγές και ενδεικτική βιβλιογραφία

1. Καρλ Μαρξ: Το ανατολικό Ζήτημα, εκδόσεις «Αναγνωστίδης»
​2. Καρλ Μαρξ & Φρίντριχ Ένγκελς: Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτηµα, εκδόσεις «Γνώση»
​3. Γιάννης Κορδάτος: Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως, εκδόσεις Επικαιρότητα 1977
​4. Τόμας Γκόρντον (Thomas Gordon): «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», έκδοση Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας
​5. Τάσος Βουρνάς: Η Ιστορία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας – Τόμος 1ος (Μέρος 1ο και Μέρος 2ο), εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ.
​6. Γιάννης Σκαρίμπας: ΤΟ 1821 ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ, εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ
​7. Γιάννης Σκαρίμπας: ΤΟ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟΥ, εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ
​8. Τμήμα Ιστορίας του ΚΚΕ: «1821. Η επανάσταση και οι απαρχές του ελληνικού αστικού κράτους», εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
​9. Τάκης Σταματόπουλος: Ο εσωτερικός αγώνας του 1821, εκδόσεις ΚΑΛΒΟΣ
​10. Τάκης Σταματόπουλος: Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός χωρίς θρύλο, εκδόσεις ΚΑΛΒΟΣ
​11.Θεόδωρος Παναγόπουλος: «ΤΑ ΨΙΛΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ-ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ’21», εκδόσεις ΕΝΑΛΙΟΣ.
​12. Θεόδωρος Παναγόπουλος: ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ, εκδόσεις ΕΝΑΛΙΟΣ
​13. Δημήτρη Φωτιάδη: «Καραϊσκάκης», εκδόσεις ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ
​14. ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ: Η ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ-ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΚΑΙ ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΥΡΩΠΗ, εκδόσεις ΑΣΙΝΗ
​15. Κυριάκος Σιμόπουλος: ΠΩΣ ΕΙΔΑΝ ΟΙ ΞΕΝΟΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ’21 (ΠΕΝΤΑΤΟΜΟ), εκδόσεις Πιρόγα
​16. Γιώργη Λαμπρινού: Mορφές του Eικοσιένα, Eκδόσεις Kαστανιώτη
​17. Δημήτρης Ψαρράς: ΠΩΣ ΣΥΛΛΟΓΑΤΑΙ Ο ΡΗΓΑΣ, εκδόσεις Πόλις
​18, Λουκάς Αξελός: ΡΗΓΑΣ ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗΣ, εκδόσεις Στοχαστής
​19. Δημήτρης Α. Σταματόπουλος: Πόλεμος και Επανάσταση στα Οθωμανικά Βαλκάνια (18ος-20ός αι.), εκδόσεις Επίκεντρο
​20. Σπύρος Αλεξίου: «21 ρωγμές στην επίσημη ιστορία για το 1821», εκδόσεις Τόπος
​21. Συλλογικό: «1821: Ιστορικά ζητήματα στις απαρχές του ελληνικού κρατικού και καπιταλιστικού σχηματισμού», εκδόσεις Traverso
​22. Ορφέας Οικονομίδης (Πετρανός): «Μαρξ, Ενγκελς για την επανάσταση του 1821», εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ
​23. Γιάννης Κορδάτος: Ιστορία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας, εκδόσεις Κάλβος
​24. Δημήτρης Φωτιάδης: Η Επανάσταση του 1821, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος
​25. Γιάννης Μηλιός: Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη, Εξάντας
​26. Γιάννης Μηλιός: 1821 – Ιχνηλατώντας το Έθνος, το Κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια
​27. Σπύρος Ασδραχάς: Η πρωτόγονη επανάσταση. Αρματολοί και κλέφτες (18ος-19ος αι.), επιλογή κειμένων Αθήνα, ΕΑΠ, 2019, σ. 147-156
​28. Ανωνύμου του Έλληνος «Ελληνική Νομαρχία ήτοι λόγος περί ελευθερίας», Εκδόσεις Αποσπερίτης.

Παλιά και δυσεύρετα

29. Γεώργιος Σκληρός: Το κοινωνικόν μας ζήτημα, Αθήνα, 1907, εκδόσεις Σοσιαλιστικού κέντρου
​30. Γιάννης Κορδάτος: Ο Ρήγας Φεραίος και η εποχή του, εκδοτικός οίκος Ιωάν. και Π. Ζαχαρόπουλου, 1945.
​31. Γιάννης Κορδάτος: Η επανάσταση της Θεσσαλομαγνησίας στο 1821, εκδοτικός οίκος Πινδάρου Α. Παπαγεωργιάδου, 1930
​32. Γιάννης Ζεύγος: Σύντομη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας, [Θεσσαλία], εκδόσεις Κόκκινη Σημαία, 1944 (γράφτηκε το 1942).
​33. Σεραφείμ Μάξιμος: Η αυγή του ελληνικού καπιταλισμού (Τουρκοκρατία 1685-1789), εκδόσεις Καραβίας (σειρά Πολιτική Βιβλιοθήκη αρ. 4), 1945.
​34. Γιάννης Κορδάτος: Τ’ Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους. Συμβολή στην οικονομικοκοινωνική ιστορία της Ανατολικής Θεσσαλίας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, εκδόσεις Κ. Στρατή & Σία, 1955.
​35. Περικλής Ροδάκης: Κλέφτες και αρματολοί. Η ιστορικοκοινωνική διαμόρφωση του Ελλαδικού χώρου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, εκδόσεις Ατέρμων, 1975
​36. Βασίλης Κρεμμυδάς: Εισαγωγή στην ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας (1700-1821), εκδόσεις Εξάντας, 1976
​37. Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών: Η Επανάσταση του εικοσιένα. Επιστημονικό Συμπόσιο 21-23 Μάρτη 1981,εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1981
​38. Ηλίας Νικολόπουλος: Κοινωνικοοικονομικές δομές και πολιτικοί θεσμοί στην Τουρκοκρατία. Τα θεσσαλικά Αμπελάκια (1770-1820), Αθήνα, Κάλβος, 1988
​39. Άλκη Αγγέλου: «Το Κρυφό Σχολείο- Χρονικό ενός μύθου», 1997 εκδόσεις «Εστία» το εξαιρετικό δοκίμιο του
​40. Κώστα Απέκα, Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ από το 1821 – 1921, τομ. Α’, 1851 -1853, Αθήνα 1933.



Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα

ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Ανασκόπηση

Η παρούσα ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies, ώστε να παρέχει στο χρήστη την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Τα δεδομένα αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησής σας και χρησιμοποιούνται για την υλοποίηση ενεργειών, όπως την αναγνώρισή σας, όταν επιστρέφετε στην ιστοσελίδα μας, και για να κατανοήσουμε ποια τμήματα της ιστοσελίδας μας θεωρείτε πιο ενδιαφέροντα και χρήσιμα.

Μπορείτε να προσαρμόσετε όλες τις ρυθμίσεις για τα cookies από τις καρτέλες στα αριστερά σας.