Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΔιεθνήΚρίση και ριζοσπαστικοποίηση στις ΗΠΑ

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Κρίση και ριζοσπαστικοποίηση στις ΗΠΑ

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από τις Παγκόσμιες Προοπτικές 2021, το βασικό πολιτικό κείμενο που θα συζητηθεί στο Συνέδριο της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT) στα τέλη Ιουλίου.

Οι ΗΠΑ κατέχουν τώρα κεντρική θέση στις παγκόσμιες προοπτικές. Για πολύ καιρό, η επανάσταση στο πλουσιότερο και ισχυρότερο έθνος στη γη φαινόταν να είναι μια πολύ μακρινή προοπτική. Όμως οι ΗΠΑ χτυπήθηκαν πολύ σκληρά από την παγκόσμια οικονομική κρίση και τώρα όλα έχουν αντιστραφεί.

Εξήντα οχτώ εκατομμύρια Αμερικανοί έμειναν άνεργοι κατά τη διάρκεια της πανδημίας και όπως πάντα είναι οι φτωχότεροι και οι πιο ευάλωτοι, ειδικά οι έγχρωμοι άνθρωποι, που υποφέρουν περισσότερο. Η μάστιγα της ανεργίας πέφτει περισσότερο στους ώμους των νέων. Το ένα τέταρτο των νέων κάτω των 25 ετών απολύθηκε. Το μέλλον τους ξαφνικά σκοτείνιασε. Το αμερικανικό όνειρο έχει γίνει ο αμερικανικός εφιάλτης.

Αυτή η δραματική αλλαγή ανάγκασε πολλούς ανθρώπους, ηλικιωμένους και νέους, να επανεξετάσουν απόψεις που προηγουμένως θεωρούσαν ιερές και αμφισβήτησαν την ίδια τη φύση της κοινωνίας στην οποία ζουν. Η ραγδαία άνοδος του Μπέρνι Σάντερς στο ένα άκρο του πολιτικού φάσματος και του Ντόναλντ Τραμπ στο άλλο σήμαναν συναγερμό για την άρχουσα τάξη. Κάτι τέτοιο υποτίθεται πως δεν έπρεπε να συμβεί!

Ανήσυχη για τους κινδύνους που ενέχει αυτή η κατάσταση, η άρχουσα τάξη αναγκάστηκε να λάβει επείγοντα μέτρα. Ας θυμηθούμε ότι, σύμφωνα με το επίσημο δόγμα των αστών οικονομολόγων, το κράτος δεν θα έπρεπε να διαδραματίζει κανένα ρόλο στην οικονομική ζωή.

Αλλά αντιμέτωπη με την επικείμενη καταστροφή, η άρχουσα τάξη αναγκάστηκε να ρίξει όλες τις αποδεκτές οικονομικές θεωρίες στον κάδο των απορριμμάτων. Το ίδιο κράτος που, σύμφωνα με τη θεωρία της ελεύθερης αγοράς, πρέπει να διαδραματίζει λίγο ή καθόλου ρόλο στην οικονομική ζωή, έχει πλέον γίνει το μόνο πράγμα που στηρίζει το καπιταλιστικό σύστημα.

Σε όλες τις χώρες, ξεκινώντας από τις ΗΠΑ, η λεγόμενη οικονομία της ελεύθερης αγοράς είναι «διασωληνωμένη», όπως ένας ασθενής με κορωνοϊό. Τα περισσότερα χρήματα που διατέθηκαν από το κράτος πήγαν κατευθείαν στις τσέπες των πλουσίων. Αλλά η άρχουσα τάξη φοβήθηκε τις πολιτικές συνέπειες μιας ακόμη διάσωσης των επιχειρήσεων. Επομένως, έδωσαν επιδοτήσεις σε κάθε κάτοικο και αύξησαν μαζικά τα επιδόματα ανεργίας. Αυτό εξασθένισε τον αντίκτυπο της κρίσης στα φτωχότερα στρώματα. Σε κάποια φάση, αυτά τα στηρίγματα θα περικοπούν ή θα αποσυρθούν εντελώς.

Έχουμε το παράδοξο της πιο φρικτής φτώχειας στην πλουσιότερη χώρα του κόσμου που συνυπάρχει πλάι με τον πιο προκλητικό πλούτο και την πολυτέλεια. Μέχρι τον Οκτώβριο του 2020, περισσότερα από 1 στα 5 αμερικανικά νοικοκυριά δεν είχαν αρκετά χρήματα για φαγητό. Οι τράπεζες τροφίμων αυξάνονται σε αριθμό.
Ανισότητα και πόλωση

Τα επίπεδα ανισότητας έχουν σπάσει όλα τα ρεκόρ. Το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών έχει μετατραπεί σε μια αγεφύρωτη άβυσσο. Το 2020 ο πλούτος των δισεκατομμυριούχων στον κόσμο αυξήθηκε κατά 3,9 τρισεκατομμύρια δολάρια. Ο δείκτης Nasdaq 100 είναι 40% υψηλότερος από ό, τι πριν από την πανδημία. Η αξία των μετοχών, τον Φεβρουάριο του 2021 αυξήθηκε κατά 24 τρισεκατομμύρια δολάρια σε σχέση με τον Μάρτιο του 2020.

Ο μέσος διευθύνων σύμβουλος μιας εταιρείας των S&P 500 (οι 500 μεγαλύτερες εισηγμένες στο αμερικάνικο χρηματιστήριο επιχειρήσεις) κερδίζει 357 φορές περισσότερο από τον μέσο εργαζόμενο. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 20. Και έφτασε μόλις στο 28 στο τέλος της θητείας του Ρόναλντ Ρέιγκαν το 1989.

Για να παραθέσουμε ένα μόνο παράδειγμα, ο Τζεφ Μπέζος τώρα βγάζει περισσότερα χρήματα ανά δευτερόλεπτο από ό,τι ο μέσος Αμερικανός εργαζόμενος σε μια εβδομάδα. Αυτό επαναφέρει την Αμερική στην εποχή των καπιταλιστών βαρόνων-ληστών που είχε καταγγείλει ο Θίοντορ Ρούσβελτ πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και αυτό έχει συνέπειες. Όλη η δημαγωγία για το «εθνικό συμφέρον», ότι «πρέπει να ενωθούμε για να καταπολεμήσουμε τον ιό», «είμαστε όλοι στο ίδιο καράβι», αποκαλύπτεται ως η πιο άθλια υποκρισία.

Οι μάζες είναι διατεθειμένες να κάνουν θυσίες υπό ορισμένες περιστάσεις. Σε περιόδους πολέμου, οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να ενωθούν για να πολεμήσουν έναν κοινό εχθρό, αυτό είναι αλήθεια. Είναι διατεθειμένοι, τουλάχιστον προσωρινά, να αποδεχθούν χαμηλότερα επίπεδα διαβίωσης και επίσης, σε κάποιο βαθμό, περιορισμούς στα δημοκρατικά δικαιώματα.

Όμως η άβυσσος που χωρίζει τους έχοντες από τους μη έχοντες εμβαθύνει την κοινωνική και πολιτική πόλωση και δημιουργεί μια εκρηκτική διάθεση στην κοινωνία. Υπονομεύει όλες τις προσπάθειες για τη δημιουργία μιας αίσθησης εθνικής ενότητας και αλληλεγγύης, η οποία είναι η κύρια γραμμή άμυνας για την άρχουσα τάξη.

Τα στατιστικά στοιχεία της Federal Reserve δείχνουν ότι το πλουσιότερο 10% στις ΗΠΑ είχε συνολικό πλούτο 80,7 τρισεκατομμυρίων δολαρίων στο τέλος του 2020. Αυτό σημαίνει ένα πλούτο ίσο με το 375% του ΑΕΠ των ΗΠΑ και πολύ πάνω από τα ιστορικά υψηλά επίπεδα. Ένας φόρος 5% θα μπορούσε να αποφέρει 4 τρισεκατομμύρια δολάρια ή το 1/5 του ΑΕΠ. Θα μπορούσε να καλύψει για όλα τα έξοδα της πανδημίας. Αλλά οι πλούσιοι ληστές βαρόνοι δεν έχουν καμία πρόθεση να μοιραστούν τη λεία τους. Οι περισσότεροι από αυτούς (συμπεριλαμβανομένου του Ντόναλντ Τραμπ) δείχνουν έντονη απροθυμία να πληρώσουν οποιοδήποτε φόρο, πόσο μάλλον 5%.

Η μόνη λύση θα ήταν η απαλλοτρίωση των τραπεζιτών και των καπιταλιστών. Αυτή η ιδέα θα κερδίσει αναπόφευκτα όλο και περισσότερη υποστήριξη και θα σαρώσει τις εναπομείνασες προκαταλήψεις ενάντια στον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, ακόμη και μεταξύ αυτών των στρωμάτων των εργαζομένων που έχουν εξαπατηθεί από τη δημαγωγία του Τραμπ.

Αυτό προκαλεί ήδη ανησυχία στους σοβαρότερους στρατηγούς του κεφαλαίου. Η Mary Callaghan Erdoes, επικεφαλής της διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και πλούτου της JP Morgan, κατέληξε στο αναπόφευκτο συμπέρασμα: «Θα δημιουργηθεί ένα πολύ υψηλό επίπεδο εξτρεμισμού από αυτό. Πρέπει να βρούμε κάποιο τρόπο προσαρμογής, αλλιώς βρισκόμαστε σε πολύ επικίνδυνη κατάσταση.»

Η επίθεση στο Καπιτώλιο

Η επίθεση στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου ήταν μια χαρακτηριστική ένδειξη ότι αυτό που αντιμετωπίζουν τώρα οι ΗΠΑ δεν είναι κρίση της κυβέρνησης, αλλά κρίση του ίδιου του καθεστώτος. Αυτά τα γεγονότα δεν ήταν ούτε πραξικόπημα, ούτε εξέγερση, αλλά αποκάλυψαν τη συσσωρευμένη αγανάκτηση που υπάρχει στα βάθη της κοινωνίας και επίσης την ύπαρξη σοβαρών ρωγμών στο κράτος. Τελικά, αυτό που υποδηλώνουν αυτά τα γεγονότα είναι πως η πόλωση στην κοινωνία έχει φτάσει σε κρίσιμο σημείο. Οι θεσμοί της αστικής δημοκρατίας δοκιμάζονται στο έπακρο.

Υπάρχει ένα απύθμενο μίσος για τους πλούσιους και τους ισχυρούς, τους τραπεζίτες, τη Wall Street και το καθεστώς στην Ουάσιγκτον γενικά («το βάλτο»). Αυτό το μίσος αξιοποιήθηκε επιδέξια από ένα δεξιό δημαγωγό, τον Ντόναλντ Τραμπ.

Φυσικά, ο ίδιος ο Τραμπ είναι μόνο ο πιο πονηρός και άγριος αλιγάτορας στο βάλτο. Απλώς επικεντρώνεται στα δικά του συμφέροντα. Αλλά κάνοντάς το αυτό, έβλαψε σοβαρά τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης στο σύνολό της. Έχει παίξει με τη φωτιά και έχει κινητοποιήσει δυνάμεις που ούτε αυτός, ούτε οποιοσδήποτε άλλος, μπορεί να ελέγξει.

Με λόγια και έργα, ο Τραμπ καταστρέφει τη νομιμοποίηση των αστικών θεσμών και δημιουργεί τεράστια αστάθεια. Γι’ αυτό η άρχουσα τάξη και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι παντού έχουν τρομοκρατηθεί από τη συμπεριφορά του.
Παραπομπή σε δίκη

Οι Δημοκρατικοί προσπάθησαν να κατηγορήσουν τον Τραμπ ότι οργάνωσε εξέγερση. Ωστόσο, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν κατάφεραν να περάσουν την παραπομπή του για δίκη στη Γερουσία, κάτι που θα τον εμπόδιζε να θέσει υποψηφιότητα στο μέλλον. Οι περισσότεροι Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές θα παρέπεμπαν με χαρά τον Τραμπ. Τον μισούν και τον φοβούνται. Και ήξεραν πολύ καλά ποιος ήταν πίσω από τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου. Ο ηγέτης της Ρεπουμπλικανικής Γερουσίας Μιτς ΜακΚόνελ, καταδίκασε στην ομιλία του τον πρώην Πρόεδρο, αφού ψήφισε για να τον απαλλάξει.

Στην πραγματικότητα, αυτός και οι άλλοι γερουσιαστές των Ρεπουμπλικάνων τρομοκρατήθηκαν από την πιθανή αντίδραση των θυμωμένων οπαδών του Τραμπ εάν έκαναν αυτό το μοιραίο βήμα. Αποφάσισαν ότι μια πιο διακριτική στάση θα ήταν η πιο συνετή απόφαση και κρατώντας τις μύτες τους, ψήφισαν «αθώος».

Αλλά αν αυτό ήταν μια απόπειρα εξέγερσης, ήταν μία πολύ κακή προσπάθεια. Αντί για εξέγερση, έμοιαζε με μια μεγάλης κλίμακας λεηλασία. Το πλήθος των θυμωμένων υποστηρικτών του Τραμπ έσπασε πόρτες και παράθυρα στο Καπιτώλιο με την προφανή υποστήριξη τουλάχιστον ορισμένων από τους αστυνομικούς. Όμως, έχοντας αποκτήσει με ευκολία πρόσβαση στα ιερά κτίρια της αστικής δημοκρατίας των ΗΠΑ, δεν είχαν την αμυδρή ιδέα για το τι θα έπρεπε να κάνουν με αυτά.

Ο αποδιοργανωμένος και χωρίς ηγέτες όχλος περιφέρθηκε άσκοπα, σπάζοντας ό, τι δεν του άρεσε και εκστομίζοντας απειλές εναντίον της Νάνσι Πελόσι του Δημοκρατικού Κόμματος, του αντιπροέδρου των Ρεπουμπλικανών Μάικ Πενς και του Μιτς ΜακΚόνελ, τους οποίους κατηγόρησαν ότι πρόδωσαν τον Τραμπ. Εν τω μεταξύ, ο αρχηγός των εξεγερμένων είχε εξαφανιστεί.

Εάν η Ιστορία επαναλαμβάνεται, πρώτα ως τραγωδία και έπειτα ως φάρσα, αυτή ήταν μια μεγαλειώδης φάρσα. Στο τέλος, κανείς δεν απαγχονίστηκε, ούτε στάλθηκε στη γκιλοτίνα. Κουρασμένοι από τις τόσες φωνές, οι «εξεγερμένοι» πήγαν σπίτι τους ήσυχα ή αποσύρθηκαν στο πλησιέστερο μπαρ για να μεθύσουν και να καυχηθούν για τα θαρραλέα κατορθώματά τους και το μόνο απειλητικό πράγμα που άφησαν πίσω τους ήταν ένας σωρός από σκουπίδια και μερικούς πληγωμένους εγωισμούς.

Ωστόσο, από τη σκοπιά της άρχουσας τάξης, αυτό το γεγονός δημιούργησε ένα επικίνδυνο προηγούμενο για το μέλλον. Ο Ρέι Ντάλιο, ιδρυτής του μεγαλύτερου hedge fund στον κόσμο, της Bridgewater Associates, είπε: «Είμαστε στα πρόθυρα ενός τρομερού εμφυλίου πολέμου. Οι ΗΠΑ βρίσκονται σε ένα κρίσιμο σημείο στο οποίο θα μπορούσαν να μεταβούν από μία διαχειρίσιμη εσωτερική ένταση στην επανάσταση.» Η καταιγίδα του Καπιτωλίου ήταν μια σοβαρή προειδοποίηση για την άρχουσα τάξη. Και αυτό θα έχει αναμφίβολα συνέπειες. Παρά την εχθρική στάση που κράτησαν τα ΜΜΕ απέναντι σ’ αυτά τα γεγονότα, το 45% των εγγεγραμμένων μελών των Ρεπουμπλικανών θεώρησαν ότι ήταν δικαιολογημένα.

Αλλά αυτό πρέπει να συγκριθεί με το πολύ πιο σημαντικό γεγονός ότι το 54% όλων των Αμερικανών πίστευαν ότι η πυρπόληση του αστυνομικού τμήματος στη Μινεάπολη ήταν δικαιολογημένη. Και το 10% του συνόλου του πληθυσμού συμμετείχε στις διαμαρτυρίες του κινήματος Black Lives Matter – 20.000 φορές περισσότεροι από εκείνους που εισέβαλαν στο Καπιτώλιο. Όλα αυτά δείχνουν την ταχεία ανάπτυξη της κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι αυθόρμητες εξεγέρσεις που έπληξαν τις ΗΠΑ από ακτή σε ακτή μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ και τα απαράμιλλα γεγονότα που προηγήθηκαν και ακολούθησαν τις προεδρικές εκλογές σηματοδότησαν ένα σημείο καμπής σε ολόκληρη την κατάσταση.
Αλλαγές στη συνείδηση

Οι ανόητοι φιλελεύθεροι και οι ρεφορμιστές φυσικά δεν καταλαβαίνουν τίποτα από αυτά που συμβαίνουν. Βλέπουν μόνο την επιφάνεια των γεγονότων, χωρίς να καταλαβαίνουν τα βαθύτερα ρεύματα που ρέουν κάτω από την επιφάνεια και από τα οποία αναδύονται κύματα.
Φωνάζουν συνεχώς για τον φασισμό, ένα χαρακτηρισμό τον οποίο αποδίδουν σε οτιδήποτε δεν τους αρέσει ή φοβούνται. Σχετικά με την πραγματική φύση του φασισμού, δεν γνωρίζουν απολύτως τίποτα. Αυτό είναι ξεκάθαρο. Όμως, μιλώντας συνεχώς για τον «κίνδυνο για τη δημοκρατία» (με το οποίο εννοούν την επίσημη αστική δημοκρατία) σπέρνουν σύγχυση και προετοιμάζουν το έδαφος για την ταξική συνεργασία υπό τη σημαία του «μικρότερου κακού». Η υποστήριξή τους στον Τζο Μπάιντεν στις ΗΠΑ ήταν ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Αυτό που πρέπει να λάβουμε υπόψη είναι ότι η βάση του Τραμπ έχει πολύ ετερογενή και αντιφατικό χαρακτήρα. Περιέχει μια αστική πτέρυγα, με επικεφαλής τον ίδιο τον Τραμπ, και έναν μεγάλο αριθμό αντιδραστικών μικροαστών, φανατικών χριστιανών και ανοιχτά φασιστικών στοιχείων.

Αλλά πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Τραμπ έλαβε 74 εκατομμύρια ψήφους στις τελευταίες εκλογές και πολλοί από αυτούς ήταν εργαζόμενοι που προηγουμένως ψήφισαν υπέρ του Ομπάμα, αλλά έχουν απογοητευτεί από τους Δημοκρατικούς. Όταν παίρνουν από αυτούς τους ανθρώπους συνέντευξη, λένε: «Η Ουάσιγκτον δεν ενδιαφέρεται για εμάς! Είμαστε ξεχασμένοι άνθρωποι!»

Υπάρχουν βίαιες μετατοπίσεις του πολιτικού φάσματος τόσο στ’ αριστερά όσο και στα δεξιά. Η φύση απεχθάνεται το κενό, ωστόσο, λόγω της πλήρους χρεοκοπίας των ρεφορμιστών, συμπεριλαμβανομένων των αριστερών ρεφορμιστών, αυτή η διάθεση θυμού και απογοήτευσης έχει κεφαλαιοποιηθεί από δεξιούς δημαγωγούς, τους λεγόμενους λαϊκιστές. Στις ΗΠΑ έχουμε το φαινόμενο του Τραμπισμού. Στη Βραζιλία είδαμε την άνοδο του Μπολσονάρο.

Αλλά η απήχηση των δεξιών δημαγωγών εξατμίζεται σύντομα όταν αυτοί έρχονται αντιμέτωποι με την πραγματικότητα της διακυβέρνησης, όπως δείχνει η περίπτωση του Μπολσονάρο. Είναι αλήθεια ότι ο Τραμπ διατήρησε την υποστήριξη εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά ωστόσο τελικά ηττήθηκε.

Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι, κοντά στην ημερομηνία της επίθεσης στο Καπιτώλιο, ο γερουσιαστής του Μιζούρι Josh Hawley είπε: «Οι Ρεπουμπλικάνοι στην Ουάσινγκτον θα περάσουν μία δύσκολη χρονιά για να επεξεργαστούν τα γεγονότα … Αλλά το μέλλον είναι ξεκάθαρο: πρέπει να είμαστε κόμμα της εργατικής τάξης, όχι κόμμα της Wall Street.» ( The Guardian).

Ο Λένιν είχε πει ότι η ιστορία γνωρίζει κάθε είδους περίεργες μεταμορφώσεις. Οι μαρξιστές πρέπει να είναι σε θέση να διακρίνουν το προοδευτικό από αυτό που είναι αντιδραστικό. Πρέπει να καταλάβουμε ότι με όλα αυτά τα γεγονότα, σε εμβρυακή μορφή, έχουμε το περίγραμμα των μελλοντικών επαναστατικών εξελίξεων στις ΗΠΑ.

Φυσικά, αυτός ο αντιδραστικός Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής δεν έχει καμία πρόθεση να οργανώσει ένα πραγματικό κόμμα της εργατικής τάξης στις ΗΠΑ και ένα τέτοιο κόμμα δεν θα προκύψει από μία δεξιά διάσπαση από τους Ρεπουμπλικάνους. Όμως οι κραδασμοί στο παλιό δικομματικό σύστημα είναι αναμφίβολα ο προάγγελος για κάτι εντελώς νέο: την εμφάνιση ενός τρίτου κόμματος που θα προκαλέσει αμφότερους τους Ρεπουμπλικάνους και τους Δημοκρατικούς.

Ένα τέτοιο κόμμα θα έχει αρχικά έναν εξαιρετικά συγχυσμένο και ετερογενή χαρακτήρα. Όμως, το αντικαπιταλιστικό στοιχείο πρέπει, αργά ή γρήγορα, να κυριαρχήσει. Εκεί βρίσκεται η πραγματική απειλή για το σύστημα. Όταν οι μάζες αρχίζουν να παρεμβαίνουν άμεσα στην πολιτική, όταν αποφασίζουν ότι ήρθε η ώρα να πάρουν το πεπρωμένο τους στα χέρια τους, αυτό είναι ένα σύμπτωμα επικείμενων επαναστατικών εξελίξεων.

Οι σοβαροί στρατηγοί του κεφαλαίου καταλαβαίνουν τις επικίνδυνες συνέπειες στην παρούσα ταραχώδη περίοδο πολύ περισσότερο από τους ιμπρεσιονιστές και πανικόβλητους μικροαστούς. Στις 30 Δεκεμβρίου 2020, οι Financial Times δημοσίευσαν ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο, υπογεγραμμένο από τη συντακτική επιτροπή.

Σκιαγραφούσε μια πολύ διαφορετική εικόνα αυτής της διαδικασίας και των προοπτικών της και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληγε ήταν πολύ ανησυχητικά από αστική σκοπιά: «Ομάδες που έχουν μείνει πίσω από την οικονομική αλλαγή καταλήγουν όλο και περισσότερο στο συμπέρασμα ότι οι κυβερνώντες δεν ενδιαφέρονται για την κατάσταση τους – ή χειρότερα, έχουν επέμβει στην οικονομία για δικό τους όφελος έναντι εκείνων που βρίσκονται στο περιθώριο. Αργά, αλλά σίγουρα, αυτό θέτει τον καπιταλισμό και τη δημοκρατία σε μια αμοιβαία αντίθεση. Από την παγκόσμια οικονομική κρίση, αυτή η αίσθηση προδοσίας πυροδότησε μια πολιτική αντίδραση ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και τους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ο δεξιός λαϊκισμός μπορεί να ευδοκιμήσει αξιοποιώντας αυτήν την αντίδραση αφήνοντας ωστόσο άθικτες τις καπιταλιστικές αγορές. Όμως, καθώς δεν θα μπορέσει να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του στους οικονομικά αδύναμους, είναι θέμα χρόνου εκείνοι να βγάλουν τις τσουγκράνες και να στραφούν ενάντια στον καπιταλισμό και τον πλούτο εκείνων που επωφελούνται από αυτόν».

Αυτό το άρθρο δείχνει μια τέλεια κατανόηση της δυναμικής της ταξικής πάλης. Ακόμη και η γλώσσα είναι σημαντική. Η αναφορά στις «τσουγκράνες» παραπέμπει στη Γαλλική Επανάσταση ή την Επανάσταση των Χωρικών του 1381, όταν οι αγρότες κατέλαβαν το Λονδίνο.

Οι συγγραφείς αυτών των γραμμών καταλαβαίνουν πολύ καλά ότι η ενίσχυση του λεγόμενου δεξιού λαϊκισμού μπορεί να είναι το πρώτο στάδιο πριν από μια επαναστατική έκρηξη. Οι βίαιες διακυμάνσεις της κοινής γνώμης προς τα δεξιά μπορούν πολύ εύκολα να είναι η προετοιμασία ακόμη πιο βίαιων μετατοπίσεων προς τα αριστερά από τις δυσαρεστημένες μάζες που αναζητούν διέξοδο από την κρίση.

Αυτή είναι μία εξαιρετικά διορατική πρόβλεψη για το πώς θα εξελιχθούν τα γεγονότα την επόμενη περίοδο. Και όχι μόνο στις ΗΠΑ. Αυτή η αστάθεια μπορεί να παρατηρηθεί σε πολλές χώρες, αν όχι σε όλες τις χώρες. Κάτω από την επιφάνεια, αναπτύσσεται μια διάθεση θυμού, πικρίας και δυσαρέσκειας ενάντια στο κατεστημένο.

Κατάρρευση του Κέντρου

Οι θεσμοί της αστικής δημοκρατίας βασίζονται στην υπόθεση ότι το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς θα μπορούσε να συγκαλυφθεί και να περιοριστεί μέσα σε διαχειρίσιμα όρια. Αλλά αυτό δεν ισχύει πλέον. Η συνεχιζόμενη ανάπτυξη της ταξικής ανισότητας έχει δημιουργήσει ένα επίπεδο κοινωνικής πόλωσης που δεν έχουμε δει εδώ και δεκαετίες. Δοκιμάζει στο έπακρο τους παραδοσιακούς θεσμούς της αστικής δημοκρατίας.

Ο αντιθέσεις ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς γίνονται όλο και πιο έντονες κάθε μέρα που περνάει. Αυτές οι αντιθέσεις ενισχύουν τις φυγόκεντρες τάσεις ανάμεσα στις τάξεις. Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για την κατάρρευση του λεγόμενου Κέντρου.  Αυτό έχει θορυβήσει την άρχουσα τάξη, η οποία αισθάνεται την εξουσία να γλιστράει από τα χέρια της. Στα μάτια των μαζών, τα παραδοσιακά κόμματα έχουν ταυτιστεί παντού με τη λιτότητα και τις επιθέσεις στο βιοτικό επίπεδο.

Υπάρχει μια οργισμένη διάθεση στην κοινωνία. Αυτή η διάθεση εκφράζεται στην κατάρρευση της εμπιστοσύνης στους επίσημους θεσμούς, τα κόμματα, τις κυβερνήσεις, τους πολιτικούς ηγέτες, τους τραπεζίτες, τους πλούσιους, την αστυνομία, το δικαστικό σώμα, τους ισχύοντες νόμους, την παράδοση, τη θρησκεία και την ηθική του υπάρχοντος συστήματος. Οι άνθρωποι δεν πιστεύουν πια τι τους λένε οι εφημερίδες και η τηλεόραση. Συγκρίνουν την τεράστια διαφορά μεταξύ του τι λέγεται και του τι συμβαίνει, και συνειδητοποιούν ότι μας λένε ένα σωρό ψέματα.

Αυτό δεν συνέβαινε πάντα. Στο παρελθόν, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έδιναν ιδιαίτερη προσοχή στην πολιτική. Αυτό ίσχυε και για τους εργαζόμενους. Οι συζητήσεις στους χώρους δουλειάς αφορούσαν συνήθως το ποδόσφαιρο, ταινίες, τηλεοπτικά προγράμματα. Η πολιτική αναφερόταν σπάνια, εκτός ίσως από την περίοδο των εκλογών.

Τώρα, όλα αυτά έχουν αλλάξει. Οι μάζες αρχίζουν να ενδιαφέρονται για την πολιτική, επειδή αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι αυτό επηρεάζει άμεσα τη ζωή τους και τις ζωές των οικογενειών τους. Αυτό από μόνο του είναι μια έκφραση της κίνησης προς την κατεύθυνση της επανάστασης.

Στο παρελθόν, εάν οι άνθρωποι έκαναν τον κόπο να ψηφίσουν στις εκλογές, συνήθως ψήφιζαν το ίδιο κόμμα το οποίο ψήφιζαν οι γονείς τους και οι παππούδες τους. Τώρα, ωστόσο, οι εκλογές έχουν γίνει εξαιρετικά απρόβλεπτες. Η διάθεση του εκλογικού σώματος είναι οργισμένη, καχύποπτη και ασταθής, μεταστρέφεται γρήγορα από τ’ αριστερά προς τα δεξιά και από τα δεξιά προς τ’ αριστερά.

Οι προοπτικές για την κυβέρνηση του Μπάιντεν

Οι στρατηγοί του κεφαλαίου έχοντας διαπιστώσει τους κολοσσιαίους κινδύνους αυτής της πόλωσης, προσπαθούν απεγνωσμένα να ξαναχτίσουν το «Κέντρο». Αλλά αντικειμενικά δεν υπάρχει πραγματική βάση γι’ αυτό. Έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους στον Τζο Μπάιντεν, αλλά είναι σαν να έχουν στοιχηματίσει σ’ ένα «κουτσό άλογο».

Η Wall Street εναποθέτει τώρα τις ελπίδες της στην κυβέρνηση του Μπάιντεν και στην εκστρατεία εμβολιασμού του. Αλλά ο Μπάιντεν προεδρεύει τώρα εν μέσω μιας βαθιάς οικονομικής και πολιτικής κρίσης σε ένα διχασμένο και παρακμάζον έθνος.

Πιέζεται από το καθεστώς να αυξήσει την κρατική παρέμβαση στην οικονομία και δεν έχασε χρόνο να αποκαλύψει τα σχέδιά του για ένα πακέτο τόνωσης της αμερικάνικης οικονομίας, που ανέρχεται στο ύψος των 1,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Εάν προσθέσουμε το πακέτο των 900 δισεκατομμυρίων δολαρίων που είχε συμφωνηθεί προηγουμένως από το Κογκρέσο και το πακέτο των 3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που πέρασε στην αρχή της πανδημίας, όλα αυτά οδηγούν σε ένα βουνό χρέους. Η άρχουσα τάξη προσπαθεί απεγνωσμένα να αποκαταστήσει την πολιτική σταθερότητα.

Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ Kenneth Rogoff το έθεσε ως εξής: «Βλέπω θετικά αυτό που κάνει ο Μπάιντεν … Ναι, υπάρχει κάποιος κίνδυνος να έχουμε οικονομική αστάθεια στο μέλλον, αλλά έχουμε τώρα πολιτική αστάθεια». Όλα αυτά προετοιμάζουν μια τεράστια κρίση.

Εντωμεταξύ, εκατομμύρια δυσαρεστημένοι πολίτες δεν πιστεύουν καν ότι ο Μπάιντεν κέρδισε τις εκλογές. Ό,τι και να κάνει θα είναι λάθος γι’ αυτούς. Από την άλλη πλευρά, οι υπερβολικές ελπίδες πολλών υποστηρικτών του θα εξατμιστούν σαν μια σταγόνα νερού σε μια καυτή σόμπα, μόλις εξαφανιστεί η αρχική αίσθηση ανακούφισης μετά την ήττα του Τραμπ. Και παρόλο που αναπόφευκτα θα απολαύσει ένα μήνα του μέλιτος για κάποιο χρονικό διάστημα, θα ακολουθήσει η απογοήτευση, προετοιμάζοντας το δρόμο για νέες ταραχές, εξεγέρσεις και αστάθεια.

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα