Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΔιεθνήΗ μεγάλη φούσκα του χρηματιστηρίου των ΗΠΑ: προς ένα νέο 2007;

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Η μεγάλη φούσκα του χρηματιστηρίου των ΗΠΑ: προς ένα νέο 2007;

Τι συμβαίνει με τις μετοχές των μεγάλων εταιρειών στο αμερικανικό χρηματιστήριο και τι προοιωνίζει αυτό για την παγκόσμια οικονομία.

Οι χρηματοπιστωτικές αγορές γνωρίζουν άνθηση όπως ποτέ άλλοτε. Μετά από κάποιες αναταράξεις τον Απρίλιο, όταν ο Τραμπ ανακοίνωσε τους «ανταποδοτικούς δασμούς» του, οι χρηματιστηριακές αγορές σημειώνουν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Αυτό συμβαίνει την ίδια στιγμή που οι εργαζόμενοι «στίβονται», τα οικονομικά των κρατών είναι παντού σε κρίση, οι κεντρικές τράπεζες αδυνατούν να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό και η ανεργία αρχίζει να επανέρχεται απειλητικά. Κάτι δεν ταιριάζει εδώ.

Η άνοδος του χρηματιστηρίου βασίζεται στην τεχνητή νοημοσύνη (AI), και σχεδόν αποκλειστικά σε αυτήν. Οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες είναι αυτές που ηγούνται της ανόδου. Οι μετοχές που σχετίζονται με την AI αντιστοιχούν στο 80% της φετινής ανόδου. Οι κερδοσκόποι στοιχηματίζουν μεγάλα ποσά, πιστεύοντας πως αυτή η φρενίτιδα γύρω από την AI θα αποφέρει μεγάλα κέρδη.

Η Goldman Sachs υπερασπίστηκε τη «φούσκα», εξηγώντας πως αυτή η κατάσταση δεν μοιάζει με τις φούσκες του παρελθόντος, επειδή –όπως ισχυρίζονται– τα ποσοστά κέρδους είναι υψηλά και οι ισολογισμοί των εμπλεκόμενων εταιρειών είναι στέρεοι (δηλαδή, «κάθονται» πάνω σε τεράστια αποθέματα ρευστού).

Ωστόσο, είναι προφανές ότι οι αποτιμήσεις είναι εξωπραγματικές. Η αγορά μετοχών ισοδυναμεί με την αγορά ενός μεριδίου από τα μελλοντικά κέρδη μιας εταιρείας. Επομένως, η τιμή θα έπρεπε να αντανακλά τη δυνατότητα της εταιρείας να αποφέρει κέρδη στο μέλλον. Για αυτόν τον λόγο, οι αστοί χρησιμοποιούν έναν δείκτη που ονομάζεται P/E ως το πλησιέστερο σε ένα αντικειμενικό μέτρο σύγκρισης μεταξύ διαφορετικών εταιρειών. Είναι ο λόγος τιμής προς κέρδη, δηλαδή η χρηματιστηριακή αποτίμηση διαιρεμένη με τα κέρδη της εταιρείας.

Ένας οικονομολόγος, ο Σίλερ, δημιούργησε έναν δείκτη P/E συγκεκριμένα για τον δείκτη S&P 500, γνωστό ως Shiller P/E. Ιστορικά, ο δείκτης αυτός κυμαινόταν μεταξύ 10 και 20. Προηγούμενες κορυφώσεις του δείκτη περιλαμβάνουν εκείνη του 1929, λίγο πριν από το κραχ της Wall Street, όταν έφτασε το 31 (η τιμή ήταν 31 φορές υψηλότερη από τα κέρδη), και του 1999, λίγο πριν σκάσει η λεγόμενη «φούσκα του διαδικτύου», όταν ο δείκτης έφτασε το 44.

Τώρα, ο δείκτης έχει φτάσει στο 40. Με άλλα λόγια, οι 500 κορυφαίες εταιρείες που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο των ΗΠΑ έχουν μετοχές που αξίζουν κατά μέσο όρο 40 φορές τα ετήσια κέρδη τους. Αυτό σημαίνει ότι η προσδοκώμενη αύξηση των κερδών αυτών των 500 εταιρειών είναι τέσσερις φορές υψηλότερη από εκείνη του 1949, στην αυγή της μεταπολεμικής οικονομικής ανόδου, όταν ο δείκτης P/E ήταν 10.

Για ορισμένες εταιρείες, αυτό το ποσοστό είναι ακόμη πιο ακραίο. Η Tesla, που φαίνεται να προσελκύει ιδιαίτερα κερδοσκοπικές επενδύσεις, βρίσκεται στο 240, πράγμα που σημαίνει ότι τα κέρδη της εταιρείας θα έπρεπε να είναι έξι φορές μεγαλύτερα απλά και μόνο για να πέσει σε επίπεδα P/E ίδια με των άλλων εταιρειών. Οι μετοχές της Nvidia ανταλλάσσονται σε τιμή 60 φορές τα κέρδη της και εκείνες της Palantir, της εταιρείας που πουλάει AI σε κυβερνητικές υπηρεσίες, σε τιμή 700 φορές τα κέρδη της. Η παραγωγός μικροτσίπ ARM βρίσκεται στο 250 κ.ο.κ.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτές οι εταιρείες είναι ικανές να αναπτυχθούν. Όμως, η ιδέα ότι θα αποφέρουν κέρδη που να αντιστοιχούν με οποιονδήποτε τρόπο στις τωρινές τιμές των μετοχών τους είναι προφανώς εντελώς γελοία. Μπορούμε, επομένως, να κατανοήσουμε γιατί η Τράπεζα της Αγγλίας, καθώς και ο Τζερόμ Πάουελ, επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, έχουν καλέσει σε επιφυλακή. Η Τράπεζα της Αγγλίας δήλωσε ότι οι αποτιμήσεις «φαίνονται υπερβολικές, ιδιαίτερα για τις τεχνολογικές εταιρείες που επικεντρώνονται στην τεχνητή νοημοσύνη» και σημείωσε πως συγκρίνονται με τις αποτιμήσεις της φούσκας του διαδικτύου. Ο διευθύνων σύμβουλος της JP Morgan, Τζέιμς Ντάιμον, εξέφρασε παρόμοια ανησυχία, δηλώνοντας ότι είναι «πολύ πιο ανήσυχος από άλλους» σχετικά με τον κίνδυνο μιας κατάρρευσης.

Η επενδυτική τράπεζα Morgan Stanley αμφισβητεί επίσης την αξιοπιστία των οικονομικών συμφωνιών που πραγματοποιούνται. Επισημαίνει, ειδικότερα, τη νεότερη συμφωνία με την οποία η Nvidia χρηματοδοτεί την αγορά δικών της τσιπ. Έχει συμφωνήσει να χρηματοδοτήσει μια νέα εταιρεία που θα αγοράσει τσιπ της Nvidia και στη συνέχεια θα τα νοικιάσει στη νέα εταιρεία AI του X (πρώην Twitter). Αν τέτοιου είδους συμφωνίες είναι αυτές που τροφοδοτούν τη ζήτηση, τότε προφανώς πρόκειται για κάτι μη βιώσιμο.

Ωστόσο, αυτό δεν έχει εμποδίσει τους οικονομολόγους της Goldman Sachs να αρνούνται ότι υπάρχει φούσκα. Άλλοι σχολιαστές ακολούθησαν το ίδιο μοτίβο. Το επιχείρημά τους είναι ενδιαφέρον και από ταξική σκοπιά.

Ισχυρίζονται ότι οι υψηλές αποτιμήσεις δικαιολογούνται από τα υψηλά κέρδη που έχουν αποκομιστεί την τελευταία περίοδο και εξακολουθούν να αποκομίζονται. Επικαλούνται το γεγονός ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις διαθέτουν τεράστια αποθέματα ρευστού. Η Google (Alphabet Inc.) «κάθεται» πάνω σε 95 δισ. δολάρια. Η επενδυτική εταιρεία Berkshire Hathaway, υπό τον Γουόρεν Μπάφετ, «κάθεται» πάνω σε 340 δισ. Η Apple έχει 160 δισ., η Amazon 93 δισ. κ.ο.κ. Οι 13 κορυφαίες εταιρείες μαζί διαθέτουν αποθέματα ρευστού αξίας 1 τρισ. δολαρίων.

Τα κέρδη της Google πέρυσι έφτασαν στο ρεκόρ των 100 δισ. Δολαρίων, που σήμανε περιθώριο κέρδους 30%, δηλαδή για κάθε δέκα δολάρια εσόδων τα τρία ήταν κέρδος. Η Nvidia, η οποία έχει ουσιαστικά το μονοπώλιο στους επεξεργαστές που χρησιμοποιούνται για τη λειτουργία μοντέλων AI, πετυχαίνει ένα εντυπωσιακό περιθώριο κέρδους 75%, με κέρδη 80 δισ. δολάρια. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που επιδιώκει να αυξήσει τεχνητά τη ζήτηση για τους επεξεργαστές της!

Δεν είναι μόνο οι τεχνολογικές εταιρείες που κολυμπούν στο χρήμα. Η General Electric αποκομίζει ένα πολύ αξιοπρεπές περιθώριο κέρδους 19%. Η αυτοκινητοβιομηχανία δεν μπορεί να φτάσει στα επίπεδα των τεχνολογικών εταιρειών, ωστόσο η General Motors αποκόμισε κέρδη 15 δισ. Δολαρίων με ένα περιθώριο κέρδους 8%.

Σε έναν βαθμό, λοιπόν, μπορεί κανείς να καταλάβει πού βασίζεται η επιχειρηματολογία της Goldman Sachs. Γιατί να μην ανθεί το χρηματιστήριο όταν τα κέρδη είναι μεγάλα; Το κλειδί εδώ είναι ότι οι αποτιμήσεις στο χρηματιστήριο θα κριθούν, μακροπρόθεσμα, όχι απλώς με βάση την ύπαρξη ή απουσία ενός αισθήματος ευφορίας, αλλά με βάση τα μελλοντικά κέρδη. Δηλαδή, μόνο αν αυτές οι εταιρείες επενδύσουν, επεκτείνουν την παραγωγή και πολλαπλασιάσουν τα κέρδη τους πολλές φορές, μπορούν να δικαιολογηθούν οι τωρινές αποτιμήσεις. Όμως όλα τα σημάδια δείχνουν ότι αυτό δεν συμβαίνει.

Πού είναι οι επενδύσεις;

Τις τελευταίες δεκαετίες μας λένε ότι αυτό που χρειάζεται να κάνουμε είναι να «λούσουμε» τις μεγάλες εταιρείες με χρήμα, ώστε να ενισχυθεί η ανάπτυξη. Οι οικονομολόγοι και οι πολιτικοί επισημαίνουν σωστά ότι η ανάπτυξη καθοδηγείται από τις επενδύσεις. Και ο μόνος τρόπος, λένε, για να γίνουν αυτές οι επενδύσεις είναι να καταστούν οι επιχειρήσεις πιο κερδοφόρες.

Έκοψαν μισθούς και ανάγκασαν τους εργαζόμενους να δουλεύουν περισσότερο και σκληρότερα, ιδιωτικοποίησαν κρατικές επιχειρήσεις, ανέθεσαν δημόσιες υπηρεσίες σε ιδιώτες, μείωσαν τους φόρους στον πλούτο και στα εταιρικά κέρδη, αύξησαν τους φόρους στους φτωχούς, μείωσαν τα επιδόματα ανεργίας για να κάνουν τους εργαζόμενους πιο απελπισμένους να βρουν δουλειά. Όλα αυτά, στο όνομα της «ανάπτυξης» ή της αύξησης των επενδύσεων. Αλλά μετά από δεκαετίες κατά τις οποίες οι εταιρείες έγιναν πιο κερδοφόρες, δικαιολογούμαστε να ρωτήσουμε: πού είναι οι επενδύσεις;

Οι επενδύσεις μένουν στάσιμες γύρω στο 14% του ΑΕΠ. Οι επενδύσεις σε σταθερό κεφάλαιο (μηχανήματα, κτίρια κλπ.) ως ποσοστό της αξίας κάθε προϊόντος (για την οποία η τιμή αποτελεί την καλύτερη προσέγγιση) έχουν επίσης «κολλήσει» γύρω στο 15%. Ο Μαρξ χρησιμοποίησε αυτό το μέτρο, μεταξύ άλλων, για να υπολογίσει τον βαθμό ανάπτυξης των μηχανών στην παραγωγή. Μπορεί να υπολογιστεί διαιρώντας το κόστος του κεφαλαίου για κάθε προϊόν με την αξία των πωλήσεων. Αυτή η τιμή αυξανόταν για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο, μέχρι την κρίση του 2007-2008.

Κατ’ αντιστοιχία, έχει σημειωθεί πτωτική τάση στον λόγο του σταθερού κεφαλαίου (μηχανήματα κλπ.) προς τους μισθούς. Συνδυαστικά, αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι η καπιταλιστική τάξη δεν αυξάνει πλέον την ποσότητα των μηχανημάτων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή. Έχει σταματήσει να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις.

Όποια επιπλέον κέρδη αποκομίζονται δεν επανεπενδύονται, αλλά απλώς συσσωρεύονται ως αποθέματα ρευστότητας ή δίνονται στους μετόχους μέσω μερισμάτων ή επαναγοράς μετοχών.

Η παραγωγικότητα της εργασίας στη μεταποίηση στις ΗΠΑ έφτασε στο αποκορύφωμά της το 2013. Παρά τη φιλολογία για τα θαύματα των ρομπότ και της AI, δεν έχουν ακόμη επιδράσει στην παραγωγικότητα. Αυτό λέει επίσης την ίδια ιστορία: δεν έχει υπάρξει περαιτέρω επένδυση σε μηχανήματα, και επομένως δεν υπάρχει αύξηση της παραγωγικότητας. Είναι εντυπωσιακό ότι η βιομηχανική παραγωγή στις ΗΠΑ έχει μειωθεί κατά 7% από το 2007.

Μοιάζει σχεδόν το επίπεδο των επενδύσεων στην οικονομία να βρίσκεται σε αντιστρόφως ανάλογη σχέση με το ύψος των κερδών που αποκομίζονται. Αυτό δεν θα έπρεπε θεωρητικά να συμβαίνει. Σύμφωνα με τους απολογητές του καπιταλισμού, η τεράστια ποσότητα κερδών θα έπρεπε να οδηγεί σε έκρηξη επενδύσεων. Αν μπορείς να βγάλεις τόσα χρήματα, γιατί να μην επενδύσεις; Γιατί να μην παράγεις; Γιατί να μην κάνεις την κοινωνία μας πιο πλούσια;

Ένα παρόμοιο επιχείρημα έχει προβληθεί από ορισμένους «μαρξιστές», οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η πτώση του ποσοστού κέρδους είναι η αιτία των κρίσεων. Αν υπάρχει έλλειψη επενδύσεων και το σύστημα βρίσκεται σε κρίση, λένε, αυτό πρέπει να οφείλεται στην πτώση του ποσοστού κέρδους. Ωστόσο, τα ποσοστά κέρδους –τουλάχιστον βάσει ορισμένων μέτρων– ήταν τα τελευταία χρόνια υψηλότερα από οποιαδήποτε στιγμή μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με βάση αυτό, θα περίμενε κανείς να βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας πολύ μεγάλης οικονομικής άνθησης.

Γιατί λοιπόν οι καπιταλιστές δεν επενδύουν; Μέρος της εξήγησης, από ιστορική σκοπιά, είναι ότι οι αμερικανικές επιχειρήσεις επενδύουν στο εξωτερικό, με τις μεγάλες πολυεθνικές των ΗΠΑ να αναζητούν υψηλότερα ποσοστά κέρδους αλλού. Αυτό είναι ακριβώς το ζήτημα που έχει στοχοποιήσει ο Τραμπ. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει τα τελευταία χρόνια. Οι εκροές Άμεσων Ξένων Επενδύσεων από τις ΗΠΑ κορυφώθηκαν σ’ ένα 3,6% του ΑΕΠ το 2007 και έκτοτε μειώνονται. Πέρυσι, ανήλθαν μόλις στο 1,1%.

Αν κάποιος επιχειρήσει να προσεγγίσει την οικονομία αποκλειστικά μέσα από μαθηματικούς τύπους, μπορεί εύκολα να παραβλέψει το προφανές: δεν υπάρχει λόγος να επενδύσεις αν τα εργοστάσιά σου δεν λειτουργούν ούτε καν κοντά στη μέγιστη παραγωγική ικανότητά τους. Και αυτό είναι που συμβαίνει από την κρίση του 2007 και μετά.

Η αξιοποίηση της παραγωγικής ικανότητας στη βιομηχανία βρίσκεται σήμερα περίπου στο 77%, σημαντικά χαμηλότερα από το 87% που ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Το ερώτημα που θα θέτουν οι διευθύνοντες σύμβουλοι στους εαυτούς τους είναι: γιατί να χτίσουμε ένα εργοστάσιο που μπορεί να παράγει περισσότερα προϊόντα, όταν τα υπάρχοντα εργοστάσιά μας μπορούν άνετα να καλύψουν όλες μας τις παραγγελίες;

Αυτό που έχουμε εδώ, επομένως, είναι το ζήτημα του μεγέθους της αγοράς στην οποία οι εταιρείες πουλάνε τα προϊόντα τους, όχι το πόσο κερδοφόρα είναι τα προϊόντα που πουλάνε.

Όταν ο Μαρξ εξέτασε το ζήτημα του ποσοστού κέρδους στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, δεν περιορίστηκε απλώς στο να εξηγήσει την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Εξήγησε επίσης ότι υπάρχουν αντισταθμιστικοί παράγοντες. Και ανέλυσε δύο που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον: 1) τη μείωση του κόστους του κεφαλαίου και των πρώτων υλών μέσω του παγκόσμιου εμπορίου, και 2) την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργατών. Και οι δύο αυτοί παράγοντες βρίσκονται σε πλήρη ισχύ από τη δεκαετία του 1970 (όταν το ποσοστό κέρδους είχε πράγματι μειωθεί).

Η παγκοσμιοποίηση υπήρξε βασικό στοιχείο για τη μείωση του κόστους του κεφαλαίου, αυξάνοντας το ποσοστό κέρδους, αλλά και μειώνοντας το κόστος των πρώτων υλών και των κάθε είδους προϊόντων που αγοράζουν οι εργαζόμενοι. Ξαφνικά, μπορούσε κανείς να αγοράσει δύο ή τρεις τηλεοράσεις, κινητά τηλέφωνα ή αυτοκίνητα, με έναν μισθό που προηγουμένως αρκούσε μόνο για ένα.

Αυτός ήταν πάντα ένας από τους λόγους για τους οποίους οι βιομηχανικοί καπιταλιστές υποστήριζαν το ελεύθερο εμπόριο – τους επέτρεπε να κρατάνε χαμηλά τους μισθούς. Με άλλα λόγια, ήταν εφικτό να αυξηθεί ο βαθμός εκμετάλλευσης των εργατών χωρίς αυτοί να νιώθουν ότι η κατάστασή τους επιδεινώνεται. Ο βαθμός εκμετάλλευσης, δηλαδή το ποσοστό της υπεραξίας, είναι η ποσότητα της υπεραξίας που δημιουργούν οι εργάτες (η απλήρωτη εργασία τους) σε σχέση με τους μισθούς που λαμβάνουν.

Στατιστικά, η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης φαίνεται στο μερίδιο του ΑΕΠ που κατευθύνεται στους μισθούς, σε σύγκριση με το μερίδιο του ΑΕΠ που κατευθύνεται στα κέρδη. Κάθε εργαζόμενος γνωρίζει πολύ καλά αυτή την πραγματικότητα: δουλεύει πιο σκληρά και περισσότερες ώρες, λαμβάνοντας λιγότερα σαν αμοιβή. Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ακριβώς το ίδιο: τα κέρδη, συμπεριλαμβανομένου του ποσοστού κέρδους, έχουν αυξηθεί εις βάρος της εργατικής τάξης.

Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Αν οι εργάτες υφίστανται μεγαλύτερη εκμετάλλευση, αν τα καπιταλιστικά κέρδη καταβροχθίζουν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο του κεφαλαίου και αν, επιπλέον, τα κέρδη αυτά δεν επενδύονται σε νέα εργοστάσια και μηχανήματα, τότε ποιος θα αγοράσει τα προϊόντα που παράγονται; Αυτό αποτελεί ένα χρόνιο πρόβλημα που πλήττει την καπιταλιστική οικονομία για δεκαετίες. Είναι αυτό που οι ίδιοι αποκαλούν «έλλειψη ζήτησης» ή «έλλειψη αγοραστικής δύναμης».

Όταν οι αστοί οικονομολόγοι εμμονικά ασχολούνται με αυτό που αποκαλούν «καταναλωτική αυτοπεποίθηση», το κάνουν επειδή αυτό είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη της οικονομίας. Αν οι καταναλωτές δεν καταναλώνουν, οι παραγωγοί δεν μπορούν να πουλήσουν· και αν οι παραγωγοί δεν μπορούν να πουλήσουν, δεν θα επενδύσουν.

Δανεισμός

Υπάρχουν, φυσικά, τρόποι να παρακαμφθεί αυτό το πρόβλημα. Ένας από αυτούς είναι μέσω της καταναλωτικής πίστης. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, ή η μείωση των μισθών σε σχέση με τα κέρδη, έχει συνοδευτεί από αύξηση του δανεισμού. Δηλαδή, αν οι καταναλωτές δεν μπορούν να αγοράσουν το προϊόν άμεσα, δώσ’ τους δάνειο για να μπορούν να το κάνουν.

Παραδοσιακά, τα δάνεια χρησιμοποιούνταν για την αγορά κατοικιών, αν και στο παρελθόν απαιτούνταν πολύ μεγαλύτερη προκαταβολή. Σήμερα, ακόμα και η αγορά αυτοκινήτου με μετρητά, έστω και μεταχειρισμένου, αποτελεί εξαίρεση. Και όχι μόνο αυτοκινήτων, αλλά κάθε είδους καταναλωτικών αγαθών. Όταν αγοράζεις μια νέα κουζίνα, ένα ψυγείο ή έναν καναπέ – το κάνεις με δόσεις. Τα κινητά τηλέφωνα συνήθως πωλούνται επί πιστώσει. Τα τελευταία χρόνια, εταιρείες όπως η Klarna έχουν βρει τρόπους να βγάζουν χρήματα ακόμα και από μικρές διαδικτυακές αγορές. Πλέον μπορείς να αγοράσεις ακόμη και ένα τρυπάνι ή ένα ρούχο με πίστωση, και η εταιρεία να αφαιρεί το ποσό από τον λογαριασμό σου τους επόμενους 3 με 12 μήνες.

Οι κυβερνήσεις εδώ και δεκαετίες προωθούν συνειδητά όλο και περισσότερο την πίστη, ώστε να διατηρούν τους τροχούς της οικονομίας σε κίνηση, καταργώντας κανονισμούς κατά του δανεισμού και μειώνοντας τα επιτόκια.

Όμως τα δανεικά χρήματα δεν είναι το ίδιο με τα χρήματα που σου ανήκουν. Ο μισθός σου είναι δικός σου, ενώ το δάνειο πρέπει να το αποπληρώσεις. Ένα δάνειο είναι απαίτηση πάνω στα μελλοντικά σου εισοδήματα· επομένως, όσο περισσότερο δανείζεσαι, τόσο λιγότερα χρήματα θα σου απομένουν κάθε μήνα. Υπάρχει, με άλλα λόγια, ένα όριο στο πόσα μπορείς να δανειστείς, σε σχέση με το πόσα βγάζεις.

Μετά το 2008, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, αυτό το όριο της πιστωτικής επέκτασης έχει πιαστεί. Έκτοτε, το μέσο χρέος των νοικοκυριών, ως ποσοστό του ΑΕΠ, έχει μειωθεί από 98% σε 68%. Το γεγονός ότι τα αμερικανικά νοικοκυριά δεν δανείστηκαν περισσότερο και έτσι περιόρισαν την κατανάλωσή τους, θα είχε επιφέρει πολύ έντονες αρνητικές συνέπειες στην οικονομία, αν δεν είχε παρέμβει το κράτος.

Από τη μια πλευρά, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα τύπωσε εικονικό χρήμα για να αγοράσει χρέος σε πρωτοφανή κλίμακα –η λεγόμενη «ποσοτική χαλάρωση»– και διατήρησε το επιτόκιο των ομοσπονδιακών κεφαλαίων (το επιτόκιο με το οποίο δανείζονται μεταξύ τους οι τράπεζες) στο μηδέν για τα 9 από τα τελευταία 17 χρόνια.

Από την άλλη πλευρά, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση κάλυψε το κενό. Για να διατηρηθεί η κατανάλωση, κάποιος έπρεπε να δανειστεί· κι αν τα νοικοκυριά δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να το κάνουν, τότε έπρεπε να το κάνει η κυβέρνηση. Το έκανε, είτε μέσω άμεσων ομοσπονδιακών δαπανών είτε βάζοντας περισσότερα χρήματα στις τσέπες των εργαζομένων μέσω φοροελαφρύνσεων και επιδομάτων. Το ομοσπονδιακό χρέος των ΗΠΑ αυξήθηκε από 65% σε 105% και συνεχίζει να αυξάνεται με ρυθμό πρωτοφανή για περίοδο ειρήνης. Η αμερικανική κυβέρνηση έχει γίνει ο «καταναλωτής έσχατης ανάγκης» – όχι μόνο των ίδιων των ΗΠΑ, αλλά παρεμπιπτόντως και του υπόλοιπου κόσμου.

Αν δει κανείς τα γραφήματα όπου φαίνονται, αφενός η σταθεροποίηση του χρέους (ως ποσοστό του ΑΕΠ) και αφετέρου η σταθεροποίηση της βιομηχανικής παραγωγής, γίνεται ολοφάνερο ότι η αδυναμία επέκτασης του δανεισμού έχει οδηγήσει σε αντίστοιχη αδυναμία επέκτασης της βιομηχανικής παραγωγής. Δηλαδή, η αγορά στην οποία μπορούν να πουληθούν τα προϊόντα δεν διευρύνεται πλέον. Ως εκ τούτου, η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στη βιομηχανία έχει γίνει ενδημική και δεν πραγματοποιούνται νέες επενδύσεις.

Η απουσία επαρκούς αγοράς είναι επίσης ο λόγος για την άνοδο του προστατευτισμού. Καθώς ο ανταγωνισμός για τις αγορές γίνεται ολοένα και πιο έντονος, οι καπιταλιστές προσπαθούν να προστατεύσουν τη δική τους αγορά από τον ανταγωνισμό. Παραδείγματος χάρη, η απαγόρευση του τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού της Huawei ή οι δασμοί στα ηλεκτρικά οχήματα που επιβλήθηκαν από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Ένα ακόμη παράδειγμα είναι οι δασμοί στον χάλυβα, όπου η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα της χαλυβουργίας στην Κίνα έχει φέρει κατάρρευση της τιμής του χάλυβα στη διεθνή αγορά, οδηγώντας τις ΗΠΑ και την Ευρώπη να επιβάλουν δασμούς για να προστατεύσουν τη δική τους παραγωγή χάλυβα από τον κινεζικό ανταγωνισμό.

Η Nvidia χρειάζεται να βρει νέους αγοραστές για τους επεξεργαστές της, μετά την απόφαση της κινεζικής κυβέρνησης να της περιορίσει μερικώς την πρόσβαση στην κινεζική αγορά. Γι’ αυτόν τον λόγο, έχει εμπλακεί σε έναν καταιγισμό συμφωνιών τους τελευταίους μήνες. Η ρύθμιση σύμφωνα με την οποία η Nvidia αγοράζει τα ίδια της τα προϊόντα, αν και δεν είναι κάτι πρωτοφανές, αποτελεί ουσιαστικά μια σιωπηρή αναγνώριση ότι δεν υπάρχει η αγορά που χρειάζεται. Έτσι, χρησιμοποιεί τα τεράστια κέρδη της για να ενισχύσει τεχνητά τη ζήτηση για τα προϊόντα της.

Θα συνεχίσει να ανεβαίνει το χρηματιστήριο;

Συνοψίζοντας, οι πρόσφατες δεκαετίες επιθέσεων ενάντια στην εργατική τάξη έχουν οδηγήσει σε αύξηση του ποσοστού κέρδους, αλλά ταυτόχρονα δημιούργησαν τεράστια χρέη – αρχικά των εργαζομένων και αργότερα των κρατών. Τα όρια αυτού του τρόπου ανάπτυξης της οικονομίας έχουν πλέον εξαντληθεί, και γι’ αυτό βρισκόμαστε σήμερα μπροστά σε στασιμότητα και αυξανόμενες διεθνείς τριβές.

Δεδομένου ότι τα κέρδη αυτών των εταιρειών παραμένουν μεγάλα, δεν θα μπορούσε το χρηματιστήριο να συνεχίσει να κινείται ανοδικά, αργά αλλά σταθερά, σπάζοντας το ένα ρεκόρ μετά το άλλο; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να είναι «όχι». Αυτή είναι η ουσία του λόγου τιμής προς κέρδη (P/E). Ένας πολύ υψηλός λόγος σημαίνει πολύ υψηλές προσδοκίες για μελλοντικά κέρδη. Δηλαδή, όχι προσδοκία ότι μια εταιρεία θα συνεχίσει απλώς να έχει κέρδη, αλλά ότι τα κέρδη της θα αυξάνονται, ακόμη και εκθετικά.

Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να πουλάνε περισσότερα εμπορεύματα, περισσότερα αγαθά – και για να το πετύχουν χρειάζονται μια διευρυνόμενη αγορά. Όμως η αγορά δεν διευρύνεται· ή, ακόμη κι αν διευρύνεται σε ορισμένους τομείς, δεν διευρύνεται γενικά. Επομένως, είναι αδύνατο αυτές οι εταιρείες να ανταποκριθούν στις προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί.

Αυτό ακριβώς καθιστά αυτές τις χρηματιστηριακές αποτιμήσεις πλασματικές. Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα η Tesla να αυξήσει τα κέρδη της δέκα ή είκοσι φορές μέσα στην επόμενη περίοδο. Η Tesla πούλησε 700.000 οχήματα στις ΗΠΑ πέρυσι, σε ένα συνολικό μέγεθος της αμερικανικής αγοράς 16 εκατομμυρίων. Για να δεκαπλασιάσει τις πωλήσεις της, σε μια αγορά που δεν διευρύνεται, θα έπρεπε να κατακτήσει πάνω από το μισό της αγοράς, όχι μόνο των ηλεκτρικών οχημάτων, αλλά όλων των ελαφρών οχημάτων. Αυτό είναι προφανώς αδύνατο. Η αποτίμησή της είναι εντελώς αποκομμένη από την πραγματικότητα.

Γιατί λοιπόν ανθεί το χρηματιστήριο; Παραδόξως, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει πια όφελος από την επένδυση σε παραγωγικές δραστηριότητες. Οι εταιρείες συσσωρεύουν ρευστό, δεν επενδύουν. Επιστρέφουν χρήματα στους μετόχους μέσω μερισμάτων και επαναγορών μετοχών ή συμμετέχουν σε συγχωνεύσεις και εξαγορές. Όλα αυτά αυξάνουν τις τιμές των μετοχών, αλλά δεν δημιουργούν μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.

Το φθηνό χρήμα που παρείχαν οι κεντρικές τράπεζες κατευθύνθηκε επίσης σε μεγάλο βαθμό προς τη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία. Η μείωση του κόστους δανεισμού επέτρεψε στις τράπεζες και σε άλλες επιχειρήσεις να δανείζονται φθηνά, για να χρηματοδοτήσουν όχι μόνο παραγωγικές επενδύσεις αλλά και τις κερδοσκοπικές τους δραστηριότητες.

Παρεμπιπτόντως, αυτό δείχνει και το πόσο παρασιτική έχει γίνει η άρχουσα τάξη. Αν η αστική τάξη είχε κάποτε μια ιστορική δικαιολόγηση της ύπαρξής της, αυτή ήταν ότι επανεπένδυε τα κέρδη της στην παραγωγή, ότι ανέπτυσσε τις παραγωγικές δυνάμεις. Τώρα, είναι σαφές ότι αυτό δεν συμβαίνει πια.

Έτσι, ακόμη κι αν η χρηματιστηριακή αποτίμηση υποδηλώνει μια επερχόμενη άνθηση, η πραγματική κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική.

Η αγορά νεόδμητων κατοικιών βρίσκεται σε ύφεση εδώ και αρκετούς μήνες. Αυτό έχει σημαντικό αντίκτυπο στην απασχόληση στον κατασκευαστικό τομέα, η οποία έχει δεχθεί ισχυρό πλήγμα.

Η αγορά εργασίας επηρεάζεται σοβαρά, ιδιαίτερα το ποσοστό ανεργίας μεταξύ των Αφροαμερικανών εργαζομένων, γεγονός που ανησυχεί τους οικονομολόγους. Ο καπιταλισμός χρησιμοποιεί ομάδες εργατών όπως οι μαύροι και οι γυναίκες ως εφεδρικό στρατό εργασίας, και έτσι, όταν έρχεται μια ύφεση, αυτοί είναι οι πρώτοι που πλήττονται.

Η «καταναλωτική αυτοπεποίθηση», την οποία οι οικονομολόγοι παρακολουθούν εμμονικά, βρίσκεται σε πτώση από το 2024. Αυτός ο δείκτης προσφέρει μια εικόνα για το πώς βλέπουν οι καταναλωτές –οι περισσότεροι από τους οποίους είναι εργαζόμενοι– τις οικονομικές τους προοπτικές. Μόνο όσοι διαθέτουν μεγάλα χαρτοφυλάκια μετοχών παραμένουν σχετικά αισιόδοξοι. Οι υπόλοιποι αισθάνονται χειρότερα ακόμη και σε σύγκριση με την περίοδο της «μεγάλης ύφεσης» του 2009.

Αυτή η κατάσταση έχει οδηγήσει την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ να αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια, αλλά αυτή ήταν μια δύσκολη απόφαση για τους διοικητές της. Ο πληθωρισμός παραμένει σχετικά υψηλός, και παρότι οι αμερικανικές εταιρείες έχουν απορροφήσει προσωρινά το κόστος των δασμών, αναμένεται να το μετακυλήσουν στους καταναλωτές με αυξήσεις τιμών το νέο έτος.

Οι δασμοί είναι επίσης πιθανό να προκαλέσουν μακροπρόθεσμα προβλήματα στις επενδύσεις, καθώς το κεφάλαιο (με τη φυσική του μορφή, δηλαδή μηχανήματα κλπ.) θα γίνει ακριβότερο. Περιορίζουν τον ανταγωνισμό από το εξωτερικό, κάτι που θα κάνει τους Αμερικανούς βιομηχάνους λιγότερο πρόθυμους να εκσυγχρονίσουν τα εργοστάσιά τους, αφού προστατεύονται από τον παγκόσμιο ανταγωνισμό.

Σε πιο άμεσο επίπεδο, οι δαπάνες της αμερικανικής κυβέρνησης, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, πρέπει να εναρμονιστούν με τα έσοδα. Η παρούσα κατάσταση, με ένα έλλειμμα 27% στον προϋπολογισμό, είναι προφανώς μη βιώσιμη όταν το κρατικό χρέος βρίσκεται ήδη στο 119% του ΑΕΠ. Μόνο οι πληρωμές τόκων κοστίζουν πάνω από 900 δισ. δολάρια. Όταν έρθει η ώρα «για τον λογαριασμό» και η κυβέρνηση αναγκαστεί να ισοσκελίσει τα βιβλία –είτε μέσω αυξήσεων φόρων είτε μέσω περικοπών δαπανών– μια οικονομία που έχει εξαρτηθεί πλήρως από την κρατική χρηματοδότηση θα πληγεί σοβαρά.

Η συνολική εικόνα αποτυπώνει την οργανική κρίση του καπιταλισμού· το σύστημα έχει φτάσει σε αδιέξοδο και δεν μπορεί να οδηγήσει την κοινωνία μπροστά. Τις τελευταίες δεκαετίες, οι εργάτες υποχρεώθηκαν να υποστούν επιθέσεις με την ελπίδα ότι κάτι θα βελτιωθεί. Οι συνδικαλιστές ηγέτες και τα πολιτικά κόμματα τούς πουλάνε ξανά και ξανά αυτό το ψέμα. Όμως γίνεται πλέον όλο και πιο φανερό ότι το «φάρμακο» δεν θεραπεύει την ασθένεια.

Οι μόνοι που έχουν ωφεληθεί από τα τελευταία 18 χρόνια οικονομικών μέτρων είναι μια μικρή χούφτα παρασιτικών δισεκατομμυριούχων, των οποίων ο πλούτος, διογκούμενος από το χρηματιστηριακό ξεφάντωμα, έχει αυξηθεί εκθετικά. Και ο υπόλοιπος κόσμος πληρώνει το τίμημα.

Τώρα βρισκόμαστε στο χείλος μιας νέας ύφεσης και τίποτα δεν αποτελεί πιο χαρακτηριστική ένδειξη γι’ αυτό από το χρηματιστήριο. Οι πιο σοβαροί αστοί σχολιαστές αρχίζουν να ανησυχούν.

Όλα τα εργαλεία που χρησιμοποίησαν για να φτάσουν ως εδώ έχουν εξαντληθεί: οι κυβερνήσεις έχουν δανειστεί πρωτοφανή ποσά, οι κεντρικές τράπεζες έχουν μειώσει τα επιτόκια και έχουν τυπώσει χρήμα. Τίποτα δεν έλυσε το πρόβλημα, και τώρα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια νέα κάθοδο, με τις κυβερνήσεις ήδη υπερχρεωμένες και τις κεντρικές τράπεζες περιορισμένες από τον πληθωρισμό που δεν υποχωρεί.

Η αστική τάξη ανέβαλε τη «μέρα της κρίσης». Επιτέθηκε στους εργαζόμενους, λεηλάτησε το κράτος, ενώ ισχυριζόταν ότι «όλοι είμαστε στο ίδιο καράβι». Τίποτα από αυτά δεν βοήθησε. Τώρα αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι η ίδια είναι η επόμενη στη σειρά.

Νίκλας Άλμπιν Σβένσον
μετάφραση από marxist.com: Αλκίνοος Νάτσης

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα

ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Ανασκόπηση

Η παρούσα ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies, ώστε να παρέχει στο χρήστη την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Τα δεδομένα αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησής σας και χρησιμοποιούνται για την υλοποίηση ενεργειών, όπως την αναγνώρισή σας, όταν επιστρέφετε στην ιστοσελίδα μας, και για να κατανοήσουμε ποια τμήματα της ιστοσελίδας μας θεωρείτε πιο ενδιαφέροντα και χρήσιμα.

Μπορείτε να προσαρμόσετε όλες τις ρυθμίσεις για τα cookies από τις καρτέλες στα αριστερά σας.