*ειδικευόμενος ιατρός, ΓΝΑ «Γ. Γεννηματάς»
Ο «νέος» νόμος, που ψήφισε η κυβέρνηση το περασμένο Σάββατο 2 Δεκεμβρίου, στην πραγματικότητα δεν είναι και τόσο νέος, με την έννοια ότι γυρνάει το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) σχεδόν στην εποχή της ανυπαρξίας του. Αντί για την ενίσχυσή του με το αναγκαίο και αξιοπρεπώς αμειβόμενο προσωπικό και τις απαραίτητες υποδομές, η κυβέρνηση -έχοντας επιδείξει μια κυνική, εγκληματική αδιαφορία κατά τα σχεδόν τρία χρόνια παρατεταμένης υπερφόρτωσής του εξαιτίας της πανδημίας- δρομολόγησε το «ξήλωμα» του δημόσιου χαρακτήρα του και την ταυτόχρονη εξυπηρέτηση των καπιταλιστών που «δραστηριοποιούνται» στην Υγεία.
Με τα ζητήματα που εισάγει το νομοσχέδιο, αποκαλύπτει περίτρανα ότι το σχέδιο διάλυσης του ΕΣΥ που συστηματικά επιχειρείται για δεκαετίες στοχεύει στο να εξυπηρετήσει τους καπιταλιστές, σε μία λογική «ο θάνατός σου, η ζωή μου». Να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2020 η συνολική ιδιωτική υγειονομική δαπάνη από ιδιωτική ασφάλιση και ιδιωτικές πληρωμές ήταν 37,8% του συνόλου έναντι 61,8% της συνολικής δημόσιας χρηματοδότησης.
Ορισμένα εξόφθαλμα παραδείγματα για την «ουσία» του νόμου που ψήφισε η κυβέρνηση, κόντρα σε όλες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις – ακόμα και σε εκείνες που ελέγχονται από φιλοκυβερνητικές παρατάξεις – είναι τα παρακάτω.
Το άρθρο 10, που δίνει την δυνατότητα σε γιατρούς που εργάζονται στο ΕΣΥ να δουλεύουν παράλληλα στον ιδιωτικό τομέα, δηλαδή σε ιδιωτικές κλινικές, ή να ανοίγουν ιδιωτικά ιατρεία -κάτι που μέχρι σήμερα απαγορευόταν. Δύο ερωτήματα επ’ αυτού είναι: πρώτον, γιατί ένας γιατρός να θέλει να εργάζεται περισσότερο από το ωράριό του αν όχι επειδή δεν του φτάνει ο μισθός του για να ζήσει με αξιοπρέπεια και δεύτερον, με ποια κριτήρια γίνεται η παραπομπή σε ιδιωτική υγειονομική δομή ενός ασθενούς ο οποίος έχει απευθυνθεί στο ΕΣΥ.
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι ότι αυτό αφορά όποιον γιατρό έχει την δυνατότητα, σε απλά ελληνικά το «πάρε-δώσε» με ιδιωτικές κλινικές, δηλαδή μόνο μια κάστα γιατρών που εργάζονται στο ΕΣΥ και όχι την συντριπτική πλειοψηφία που θα συνεχίσει να εργάζεται με ακόμα πιο επαχθείς εργασιακούς, μισθολογικούς και επιστημονικούς όρους.
Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι ότι οι ασθενείς θα εκβιάζονται εκ των συνθηκών να δώσουν το «κατιτίς» με την ελπίδα ότι θα αντιμετωπιστεί το πρόβλημά τους. Μάλιστα, ο εισηγητής του νομοσχεδίου στη συνάντηση με την ΟΕΝΓΕ ισχυρίστηκε ότι με το νομοσχέδιο δίνουν την επιλογή σε όσους «το επιθυμούν» και «δεν τσιγκουνεύονται να πληρώσουν για την υγεία τους» να το κάνουν. Δηλαδή, είναι για τους «κυρίους» αυτούς τσιγγουνιά, οι εργαζόμενοι που πληρώνουν ήδη για την υγεία τους τα ασφαλιστικά ταμεία να έχουν απαίτηση δημόσιας αξιοπρεπούς υγειονομικής φροντίδας! Οι κύριοι αυτοί κοιμούνται και ξυπνάνε με την αγωνία για το πώς η αστική τάξη θα μπορέσει να ενισχύσει τα κέρδη της, ακόμα και αν αυτό γίνεται με το «ξεζούμισμα», μέχρι και το τελευταίο ευρώ, των εργαζομένων που έχουν ανάγκη ιατρικής φροντίδας. Η παρούσα κατάσταση του ΕΣΥ είναι ότι οι λίστες των τακτικών ιατρείων και χειρουργείων στις δημόσιες δομές και τα νοσοκομεία είναι ατελείωτες, με αποτέλεσμα να γίνεται μονόδρομος η ιδιωτική υγεία για χιλιάδες ασθενείς που θα βρεθούν στην ανάγκη.
Με το άρθρο 7 οι θέσεις γιατρών που βγαίνουν «άγονες» θα προκηρύσσονται ως θέσεις μερικής απασχόλησης και θα καλύπτονται από ιδιώτες. Δηλαδή τα κενά στα δημόσια νοσοκομεία δεν θα καλύπτονται με προσλήψεις μόνιμων γιατρών αλλά από ιδιώτες γιατρούς εφόσον αυτοί το επιλέξουν. Μάλιστα θα καλύπτονται μερικώς, ενώ οι ανάγκες είναι πάγιες και διαρκείς. Η πραγματική λύση θα ήταν ο κεντρικός σχεδιασμός της κατανομής του μόνιμου προσωπικού εκεί όπου υπάρχουν ανάγκες και όχι το μπάλωμα που επιχειρεί η κυβέρνηση ικανοποιώντας και σε αυτή την περίπτωση τους λίγους.
Με το άρθρο 40 προβλέπεται οι διακομιδές ασθενών μετά από την ολοκλήρωση της νοσηλείας τους, δύνανται να διενεργούνται και από τα νοσοκομεία του ΕΣΥ, τα οποία συνάπτουν συμβάσεις με φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που είναι κάτοχοι αδειοδοτημένων ασθενοφόρων του ιδιωτικού τομέα. Δηλαδή, η κυβέρνηση παραδέχεται από την μία πλευρά ότι τα ασθενοφόρα του ΕΚΑΒ δεν είναι αρκετά και από την άλλη, ο τρόπος που το «λύνει» αυτό δεν είναι η αγορά όσων ασθενοφόρων χρειάζεται το ΕΣΥ αλλά η διασπάθιση δημοσίου χρήματος σε ιδιώτες.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στόχος του συγκεκριμένου νόμου είναι η ενίσχυση των κερδών της αστικής τάξης, τόσο συνολικά μέσω της απαλλαγής του αστικού κράτους από στοιχειώδεις κοινωνικές δαπάνες, όσο και ειδικά του τμήματός της που «επιχειρεί» στην Υγεία. Παράλληλα, ενώ από τα παραπάνω είναι προφανές ότι η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων του ΕΣΥ όχι μόνο δεν επωφελείται αλλά πλήττεται από τον νέο νόμο, η κυβέρνηση εμφανίζει, σαν «ξεροκόμματο» που πετιέται «γενναιόδωρα», τη δήθεν αύξηση στο μισθό, τη δήθεν ελευθερία επιλογών για τους γιατρούς και τους ασθενείς και τη δήθεν πληρέστερη εκπαίδευση των ειδικευόμενων γιατρών – που παρά τα “success stories” εξακολουθούν να φεύγουν στο εξωτερικό.
Είναι προφανές ότι η μοναδική πραγματική λύση στα προβλήματα του ΕΣΥ δεν είναι η δημιουργία ενός ΕΣΥ-εκτρώματος αλλά, οι προσλήψεις μόνιμου προσωπικού και ο εξοπλισμός του σύμφωνα με τις ανάγκες της κοινωνίας. Παράλληλα, αυτό από μόνο του δεν θα αρκούσε, καθώς χρειάζεται να συμπληρωθεί με την εθνικοποίηση των ιδιωτικών υγειονομικών δομών και την ένταξή τους στο ΕΣΥ. Αυτό φάνηκε και κατά την διάρκεια της πανδημίας όταν τα μόνα ικανά να αντέξουν την πίεση ήταν τα δημόσια νοσοκομεία και το -κακοπληρωμένο και υπερξαντλημένο- προσωπικό που τα στελεχώνει. Μόνο έτσι δεν θα καταδικάζονται οι ασθενείς σε χαμηλότερου επιπέδου υπηρεσίες υγείας, σε επικίνδυνες συνθήκες περίθαλψης, ή ακόμα και σε αποκλεισμό από αναγκαία βασική φροντίδα – μόνο έτσι μπορεί η Υγεία να είναι πραγματικά δημόσια και δωρεάν για όλους τους ανθρώπους.