Ο βετεράνος σοσιαλδημοκράτης Στέφανος Τζουμάκας
Η υποψηφιότητα του Στέφανου Τζουμάκα είναι αναμφίβολα εκείνη που αποτελεί το μεγαλύτερο «αουτσάιντερ» στις εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ. Ο βετεράνος σοσιαλδημοκράτης πολιτικός και πρώην υπουργός του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κώστα Σημίτη, γνωρίζει καλά ότι δεν διαθέτει ούτε το απαιτούμενο λαϊκό ρεύμα, καθώς απέτυχε να εκλεγεί βουλευτής, αλλά ούτε και τα αναγκαία κομματικά ερείσματα για να διεκδικήσει με αξιώσεις την προεδρία. Ωστόσο, με την υποψηφιότητά του, φιλοδοξεί να εμφανιστεί ως ο φυσικός ηγέτης του τμήματος της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ που έχει ως σημείο αναφοράς το παλιό ΠΑΣΟΚ, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον ρόλο μια προσοδοφόρα σε κομματικές θέσεις και αξιώματα τελική φάση στη μακρά πολιτική του καριέρα.
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έχοντας παρακολουθήσει την πιο πρόσφατη φάση της πολιτικής διαδρομής του Στέφανου Τζουμάκα, ανέμεναν στην καμπάνια του για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ να υιοθετήσει μια γενικά αριστερόστροφη ρητορική. Αντίθετα όμως, ο βετεράνος σοσιαλδημοκράτης τους έχει ήδη διαψεύσει πλήρως. Όλες οι έως σήμερα δημόσιες τοποθετήσεις του, με χαρακτηριστικά εναρκτήρια σημεία αναφοράς τη δήλωση της υποψηφιότητάς του στη συνεδρίαση της ΚΕ πριν από ενάμιση μήνα και το σύντομο άρθρο που έγραψε για την εφημερίδα Εποχή δύο βδομάδες αργότερα, χαρακτηρίζονται από κούφιες φράσεις όπως οι ακόλουθες, που δεν περιλαμβάνουν ούτε «μισή» συγκεκριμένη, αριστερή θέση: «θέλουμε ιδεολογική και πολιτική ανασύνταξη, οργανωτική διεύρυνση και νέο σχέδιο, δράσεις με θέσεις και πρωτοβουλίες που θα κινητοποιούν την κοινωνία», «χρειαζόμαστε αυτοπροσδιορισμούς, σχέδιο, θέσεις, πρωτοβουλίες και δημιουργία γεγονότων με σκοπό πάντα την δημιουργική αγωνιστική στάση και την επιδίωξη λύσεων», «ανοικτό, Πολιτικό κόμμα καθώς επίσης και Λαϊκό και Εκλογικό κόμμα», «οι πολιτικές προτεραιότητες της ηγεσίας πρέπει να ορίζονται και να καθορίζονται με αυτοπροσδιορισμούς σε εθνικό, οικονομικό, κοινωνικό και κοινοβουλευτικό επίπεδο», «πρώτα η θετική Πολιτική που δίνει κατεύθυνση, μετά οι αντιπαραθέσεις και οι συγκρούσεις», «ενότητα εναρμονισμένη με τη συλλογικότητα, «προχωράμε σε υπέρβαση με ενότητα και νέους αγώνες».
Είναι στ’ αλήθεια απορίας άξιο, το πως είναι δυνατό ένας υποψήφιος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ να εκπέμπει τόσα πολλά κενά και ανούσια πολιτικά μηνύματα και ταυτόχρονα να θεωρεί ότι οι αποδέκτες τους θα αποκτήσουν κίνητρο για να στηρίξουν την υποψηφιότητά του.
Επιπλέον, ο Στέφανος Τζουμάκας ντύνει αυτή την πολιτική κενολογία με το ύφος ενός εγωπαθούς «εξπέρ» του αστικού κοινοβουλευτισμού, τονίζοντας διαρκώς «τη γνώση και την εμπειρία» του και την ικανότητά του να εγγυηθεί «μια στρατηγική Νίκης». Και φυσικά, όπως όλοι οι συνυποψήφιοί του, στις τοποθετήσεις του ο ελέω Αλέξη Τσίπρα επικεφαλής Επιτροπής Πολιτικής Στρατηγικής και Ανάλυσης του κόμματος, προσπερνά σαν μικρολεπτομέρειες τη μεγάλη προδοσία του «Όχι» του δημοψηφίσματος του 2015 και τη δεξιά κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ που την ακολούθησε, αλλά και αποφεύγει να πάρει συγκεκριμένη θέση στο δίλημμα «προς τ’ αριστερά ή προς το κέντρο».
Με αυτά τα πολιτικά δείγματα γραφής, ο Τζουμάκας επιβεβαιώνει, για μία ακόμα φορά, την οπορτουνιστική λογική που τον χαρακτήριζε σε όλη την «ώριμη» πολιτική του καριέρα και η οποία του επέτρεψε, παρά το αγωνιστικό αντιδικτατορικό του παρελθόν και την ταύτισή του με τον αριστερό παπανδρεϊσμό, να χρηματίσει επανειλημμένα υπουργός κατά την περίοδο που οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ είχαν πλέον περάσει από τις αδύναμες, αρχικές φιλεργατικές μεταρρυθμίσεις στις παρατεταμένες αντεργατικές αντιμεταρρυθμίσεις.
Με την υποτίμηση της νοημοσύνης των εργαζόμενων και των νέων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ που εκφράζει η («ο θεός να την κάνει») πλατφόρμα του, ως σκιά του πρόσφατου, σχετικά αριστερίζοντος (πάντοτε στα λόγια) εαυτού του, ο Στέφανος Τζουμάκας, έχει ήδη κάνει το παν ώστε στις κάλπες της 10ης Σεπτεμβρίου να μη βρίσκει ούτε την ψήφο του. Το πιθανότατα αποκαρδιωτικό του ποσοστό, θα επιταχύνει την εμφάνιση ενός άδοξου, αλλά από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης και της υπεράσπισης της υπόθεσης του σοσιαλισμού απολύτως δίκαιου, τέλους στην πολιτική καριέρα αυτού του γεμάτου «γνώση και εμπειρία νίκης» πολιτικού άνδρα.
Ευκλείδης Τσακαλώτος: από δεξιός υπουργός «αριστερός» υποψήφιος πρόεδρος
Η τοποθετημένη στην αριστερή πλευρά του εσωκομματικού τοπίου, τάση της Ομπρέλας, επέλεξε να εκπροσωπηθεί στις εκλογές για την προεδρία από τον άτυπο επικεφαλής της, τον Ευκλείδη Τσακαλώτο. Ανεξάρτητα από τις όποιες αριστερές της προθέσεις, επιλέγοντας ως υποψήφιο πρόεδρο το στέλεχος «νούμερο 2» των κυβερνήσεων του ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου Σεπτεμβρίου 2015 – Ιουλίου 2019, η Ομπρέλα έχει με τον πιο επίσημο τρόπο τονίσει δημόσια τη μεγάλη πολιτική της ασυνέπεια. Ο άνθρωπος που ως κορυφαίος οικονομικός υπουργός έβαλε την υπογραφή του κάτω από το αντεργατικό-αντιλαϊκό τρίτο μνημόνιο και όλα τα μέτρα που το συνόδευσαν, δεν είναι δυνατό να αποτελέσει αριστερή υποψηφιότητα, ιδιαίτερα μάλιστα από τη στιγμή που δεν έχει κάνει την παραμικρή σχετική αυτοκριτική. Γι’ αυτό άλλωστε, η υποψηφιότητά του αντιμετωπίζεται με πλήρη αδιαφορία από τους εργαζόμενους και τη νεολαία.
Η πολιτική πλατφόρμα Τσακαλώτου, όπως αποτυπώθηκε στην ομιλία του στη συνεδρίαση της ΚΕ του Ιουλίου και στο άρθρο του στην ΕΠΟΧΗ που ακολούθησε δύο βδομάδες αργότερα, είναι πανομοιότυπη με εκείνη της Αχτσιόγλου ως προς την πολιτική ασάφεια και τις αντιφάσεις. Κάνει λόγο για την ανάγκη να υπάρξουν «σαφείς θέσεις για την δημόσια και δωρεάν παιδεία, για την υγεία, για το κοινωνικό κράτος», ενώ ταυτόχρονα σημειώνει ότι στο μεταναστευτικό ζήτημα «το κόμμα μπορεί να είναι ξεκάθαρα και με την φύλαξη των συνόρων», σε μια απόπειρα παντρέματος ανέξοδων προοδευτικών «κορονών» και κυρίαρχων αντιδραστικών δογμάτων. Μιλά για ένα αναγκαίο «σοκ ανάκτησης της αξιοπιστίας», λες και η παρούσα πολιτική αναξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αντιμετωπιστεί απλώς με μια νέα τακτική και δεν απαιτεί μια εφ’ όλης της ύλης κριτική στις αιτίες που τη δημιούργησαν, για τις οποίες φυσικά, ο Τσακαλώτος έχει και προσωπικά τις μεγαλύτερες ευθύνες μετά τον ίδιο τον Τσίπρα.
Εκείνο στο οποίο ο Τσακαλώτος καταφέρνει να ξεπεράσει την Αχτσιόγλου είναι η κενολογία, στην οποία συναγωνίζεται επάξια τον Στέφανο Τζουμάκα. Αναφέρει ενδεικτικά στην πλατφόρμα του μεταξύ άλλων τα εξής: «απαιτείται να κάνουμε δουλειά μυρμηγκιού παντού, να ανασυσταθούμε οργανωτικά, να βγούμε θαλερά στο κοινωνικό πέλαγος, να αναθερμάνουμε τα κινήματα και τον συνδικαλισμό», «χρειάζεται να θέσουμε συγκεκριμένες προτεραιότητες, να ορίσουμε χρονικούς κόμβους εκπλήρωσής τους, να εργαστούμε ευφάνταστα, out of the box, χωρίς μανιερισμούς. Το σημείο αυτό είναι καίριο για την ανασυγκρότησή μας και ταυτόχρονα μας εγκαλεί να αλλάξουμε με τρόπο παιγνιώδη, δυναμικό, πρωτοβουλιακό».
Πίσω από κάτι τέτοιες κούφιες φράσεις, φαίνεται ξεκάθαρα η έλλειψη στοιχειωδών πολιτικών αρχών και προγράμματος. Και πιθανότατα, βρίσκεται και η πρόθεση του Τσακαλώτου με την υποψηφιότητά του απλώς να επανεπιβεβαιώσει τον ηγετικό του ρόλο στο κόμμα και να διαπραγματευτεί την διατήρησή του με την υποψήφια-φαβορί, την Έφη Αχτσιόγλου, δίνοντάς της ως αντάλλαγμα τη στήριξή του στον καθοριστικό β’ γύρο και εξασφαλίζοντάς της ένα μεγάλο μέρος από τον υπολογίσιμο για την τελική έκβαση των εκλογών αριθμό ψήφων της Ομπρέλας.
Συνεχίζεται
Διαβάστε εδώ το 1ο μέρος