Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΗ Ιστορία του Κυπριακού ζητήματος

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Η Ιστορία του Κυπριακού ζητήματος

Με αφορμή την προ μηνών δημοσιοποίηση του «κοινού ανακοινωθέντος Αναστασιάδη – Έρογλου» που αποτελεί μια νέα εκδοχή του παλιότερου «Σχεδίου Ανάν» και έχει δημιουργήσει προσδοκίες για την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος, δημοσιεύουμε ένα άρθρο που εξηγεί, στη βάση μιας σύντομης ιστορικής αναδρομής, γιατί οι προσδοκίες για την επίτευξη δίκαιης και βιώσιμης λύσης πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού είναι αβάσιμες. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 30 της εφημερίδας ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, τον περασμένο Μάρτιο.

 

 

Το κυπριακό ζήτημα έχει τις ρίζες του στην αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Tο πέρασμα του νησιού στη βρετανική διοίκηση το 1878, αντιμετωπίστηκε από τους Ελληνοκύπριους ως ένα μεταβατικό στάδιο που θα έπρεπε να οδηγήσει τελικά στην «Ένωση» με την Ελλάδα. Αυτή την αντίληψη καλλιεργούσαν κύρια η Εκκλησία και οι διανοούμενοι, μέσα από τα σχολεία στα οποία ασκούσαν έλεγχο.

Η δημιουργία του τουρκικού κράτους στις αρχές του 20ου αιώνα έδωσε την πολιτική βάση για την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης των Τουρκοκυπρίων, γεγονός που η βρετανική διοίκηση χρησιμοποίησε ύπουλα και επιδέξια, στο πλαίσιο της τακτικής του «διαίρει και βασίλευε» για να διατηρήσει την κυριαρχία της στο νησί.

Η πρώτη μεγάλη εξέγερση ενάντια στη βρετανική κυριαρχία έγινε το 1931. Άρχισε σαν κοινή εναντίωση των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων στους αποικιοκρατικούς φόρους, αλλά τελικά μετατράπηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία σε εξέγερση με κύριο αίτημα την «Ένωση». Την καταστολή της εξέγερσης ακολούθησαν σκληρά μέτρα καταπίεσης από τους Βρετανούς αποικιοκράτες.

Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο η ανεξάρτητη πολιτική του Νάσερ στην Αίγυπτο, η κλιμάκωση της Αραβοϊσραηλινής διένεξης και η ζωτική ανάγκη των καπιταλιστών της Δύσης να ελέγξουν τα μεγάλα αποθέματα πετρελαίου της Μ. Ανατολής, έκαναν την Κύπρο μια κρίσιμη γεωπολιτικά περιοχή για τον δυτικό ιμπεριαλισμό.Έτσι ο τελευταίος ενέτεινε την υποδαύλιση της εθνικής αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο κοινοτήτων, κρατώντας παράλληλα το ρόλο του διαιτητή, για να ελέγχει την κατάσταση στο νησί και να διατηρεί τις στρατιωτικές βάσεις του.

Η ηγεσία του ΑΚΕΛ – όπως μετονομάστηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου που ιδρύθηκε το 1926 – στάθηκε ανίκανη να ενώσει την εργατική τάξη και των δύο κοινοτήτων σε κοινό αγώνα ενάντια στην αποικιοκρατία. Εγκλωβισμένη στη σταλινική πολιτική «των σταδίων» και της ταξικής συνεργασίας, επεδίωκε διαρκώς τη δημιουργία κοινού μετώπου με την ελληνοκυπριακή αστική τάξη, η οποία όμως ήταν δεμένη με δεκάδες «νήματα» με την αποικιοκρατία.

Ένα δείγμα των τεράστιων δυνατοτήτων που υπήρχαν για την κοινή δράση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εργαζομένων ήταν οι ιστορικές απεργίες των μεταλλωρύχων, των αμιαντωρύχων και των οικοδόμων το 1948. Παλεύοντας αδελφωμένοι οι Eλληνοκύπριοι και Tουρκοκύπριοι εργάτες με διάρκεια και ηρωισμό νίκησαν, παρά το γεγονός ότι εναντίον τους συνασπίστηκε η ξένη και ντόπια εργοδοσία, η αποικιακή κυβέρνηση, η Εκκλησία και η απεργοσπαστική συνδικαλιστική γραφειοκρατία.

Την περίοδο 1955 – 59 η ελληνοκυπριακή αστική τάξη και η Δεξιά μέσω της ΕΟΚΑ (που ιδρύθηκε από τον διαβόητο έλληνα φασίστα Γρίβα και στηριζόταν από κύκλους της ελληνικής αστικής τάξης και του ελλαδικού κρατικού μηχανισμού) σφετερίστηκαν πλήρως στην πάλη ενάντια στη Βρετανική κατοχή. Η εθνικιστική συνθηματολογία και η στρατιωτικοποιημένη μορφή της δράσης της ΕΟΚΑ αποξένωσαν την Τουρκοκυπριακή από την Ελληνοκυπριακή κοινότητα και διευκόλυναν την απόπειρα των Βρετανών ιμπεριαλιστών να σπείρουν περισσότερο μίσος ανάμεσα σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους.
Για να εφαρμοστούν καλύτερα τα σχέδιά αυτά, προσπάθησαν να εξοντώσουν τηνεργατική πρωτοπορία, απαγορεύοντας την έκδοση των εντύπων του ΑΚΕΛ, φυλακίζοντας δεκάδες στελέχη του, ενώ με διαταγές του Γρίβα δολοφονήθηκαν αριστεροί αγωνιστές.

Οι συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου και η εύθραυστη «ανεξαρτησία»

Οι Συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου που υπογράφηκαν το 1959 μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας, Τουρκίας, ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας, τερμάτισαν μόνο τυπικά τη βρετανική κυριαρχία και ίδρυσαν ένα κατ’ όνομα ανεξάρτητο κυπριακό κράτος, με τις τρεις πρώτες σαν «εγγυήτριες δυνάμεις». Αποτελούσαν ασταθείς συμβιβασμούς ανάμεσα στα διαφορετικά αστικά συμφέροντα που συγκρούονταν στην Κύπρο. Οι Ελληνοκύπριοι αστοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το όραμα της «Ένωσης», με αντάλλαγμα την πολιτική κυριαρχία τους στο νησί. Οι Τουρκοκύπριοι αστοί δεν πέτυχαν την διχοτόμηση, αλλά εμπόδισαν την «Ένωση» και απέσπασαν σημαντικό βαθμό συμμετοχής στην κυπριακή κυβέρνηση. Οι Βρετανοί διατήρησαν τις στρατιωτικές τους βάσεις στην Κύπρο, ενώ η Ελλάδα και η Τουρκία απέκτησαν δικαίωμα επέμβασης και διατήρησης στρατευμάτων. Γενικότερα οι Συμφωνίες αυτές διαιώνισαν την ιμπεριαλιστική κυριαρχία στο νησί και υπηρέτησαν τα NATOϊκά σχέδια για μετατροπή της Kύπρου σε «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» στην ανατολική Mεσόγειο.

Στα τρία χρόνια που λειτούργησε το σύνταγμα της Ζυρίχης, οι αστοί εθνικιστές στις δύο κοινότητες προετοιμάζονταν για τη σύγκρουση. Οι Ελληνοκύπριοι για να περιορίσουν τα «προνόμια» των Τουρκοκυπρίων και να προωθήσουν την «Ένωση» και οι Τουρκοκύπριοι για να επεκτείνουν και να μεγαλώσουν τον διαχωρισμό. Οι Ελληνοκύπριοι αστοί με όπλο την οικονομική τους υπεροχή, ήθελαν να επιβληθούν απόλυτα στην Κύπρο, οι Τούρκοι αστοί επεδίωκαν να αποχτήσουν το μονοπώλιο της εκμετάλλευσης της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Τα πρώτα χρόνια της «ανεξαρτησίας», άξιος μιμητής του ελληνοκυπριακού εθνικισμού στους κόλπους των Τουρκοκυπρίων αναδεικνύεται η ακροδεξιά οργάνωση ΤΜΤ με επικεφαλής τον Ντενκτάς, που προβαίνει προέβη σε δολοφονίες και διωγμούς Τουρκοκυπρίων αριστερών αγωνιστών.

Η διετία 1963 – 1964 σημαδεύτηκε από ένοπλες εθνικιστικές συγκρούσεις και θηριωδίες με βασικό πολιτικό αυτουργό τους ελληνοκύπριους αστούς. Στις 30 Νοεμβρίου 1963, ο Μακάριος υπέβαλε 13 σημεία αλλαγής του Συντάγματος της Ζυρίχης, προβαίνοντας σε μονομερή αλλαγή του, με συνέπεια ο Τουρκοκύπριος Αντιπρόεδρος να χάνει το δικαίωμα του βέτο και να εκλέγεται όχι πια από τους Τουρκοκύπριους, αλλά από την πλειοψηφία της Βουλής. Η φυσιολογική άρνηση των Τουρκοκυπρίων να δεχθούν την μονομερή αυτή αλλαγή εμφανίστηκε από τους ελληνοκύπριους αστούς σαν «ανταρσία εναντίον του κράτους» και κλιμάκωσε από την πλευρά τους, με εκφραστή τον ίδιο τον Μακάριο, τασχέδια για εθνικιστικά πογκρόμ.

Η επίθεση άρχισε τον Δεκέμβριο του 1963

με το σχηματισμό ένοπλων ομάδων με επικεφαλής τον κατοπινό πραξικοπηματία Νίκο Σαμψών, που διεξήγαγαν πογκρόμ εναντίον των Τουρκοκυπρίων. Βάρβαρα δείγματα του εθνικιστικού πογκρόμ κατά των Τουρκοκυπρίων δόθηκαν στο προάστιο Ομορφίτα και στα χωριά Μαθιάτι, Άγιος Βασίλειος και Κουμσάλ, όπου οι Ελληνοκύπριοι εθνικιστές εκτέλεσαν εν ψυχρώ 150 άτομα, ενώ δεκάδες ήταν οι «αγνοούμενοι» Τουρκοκύπριοι από όλες αυτές τις επιχειρήσεις. Είναι γνωστή η ανατριχιαστική φωτογραφία που έκανε το γύρο του κόσμου και παρουσίαζε τα τρία μικρά παιδιά του ταγματάρχη του τουρκικού εκστρατευτικού σώματος στην Λευκωσία Ιλχάν, σκοτωμένα μαζί με την μητέρα τους μέσα σε μια λίμνη αίματος στην μπανιέρα του σπιτιού τους. Αυτές οι θηριωδίες έδωσαν την αφορμή για τον βομβαρδισμό από την τουρκική αεροπορία με βόμβες Ναπάλμ.

Τα αντι-τουρκοκυπριακά πογκρόμ είχαν σαν αποτέλεσμα την καθιέρωση της «πράσινης γραμμής» στη Λευκωσία, με τον πλήρη διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων και τον περιορισμό των Τουρκοκυπρίων σε έξι τουρκικούς θύλακες που αντιστοιχούσαν μόλις στο 4.86% του κυπριακού εδάφους. Η κυβέρνηση του Μακάριου που για λογαριασμό της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης μονοπώλησε αυτή την περίοδο την εξουσία, επέβαλε απάνθρωπο οικονομικό εμπάργκο στους τουρκοκυπριακούς θύλακες και απαγόρευσε στην πρόσβασή τους σε εμπορεύματα όπως το τσιμέντο, τα τρακτέρ ακόμα και τα μάλλινα ρούχα, προβαίνοντας επίσης σε συχνές διακοπές νερού και ρεύματος.

Η τουρκοκυπριακή Αριστερά εξοντώθηκε κάτω από την κυριαρχία των εθνικιστών του Ντενκτάς στους τουρκοκυπριακούς θύλακες. Από την άλλη πλευρά, η σταλινική ηγεσία του ΑΚΕΛ είχε γίνει ένας πιστός αριστερός απολογητής και υποστηρικτής της εθνικιστικής πολιτικής του Μακαρίου, παρουσιάζοντας τις διεθνής μανούβρες του που στόχευαν στην εξασφάλιση μιας προνομιακής, κυρίαρχης θέσης για τους ελληνοκύπριους αστούς στο νησί, σαν «εθνικά ανεξάρτητη» πολιτική. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά από την ιστοσελίδα του ΑΚΕΛ σε άρθρο για την ιστορία του κόμματος : «..Tο AKEΛ ήταν η κύρια πολιτική δύναμη που στάθηκε με συνέπεια και ανιδιοτέλεια δίπλα στον Πρόεδρο Mακάριο στηρίζοντας την πολιτική του για απόκρουση των διπλοενωτικών, διχοτομικών σχεδίων. ..Tο AKEΛ στήριξε επίσης την αδέσμευτη εξωτερική πολιτική της Kυπριακής Δημοκρατίας…»

Η άνοδος στην εξουσία της Απριλιανής Χούντας στην Ελλάδα διευκόλυνε τα ιμπεριαλιστικά σχέδια για την επιβολή μιας οριστικής διχοτόμησης της Κύπρου, που θα εδραίωνε τον έλεγχο του Δυτικού ιμπεριαλισμού στο νησί και θα πρόσδενε τους ελληνοκύπριους και τους τουρκοκύπριους στον έλεγχο των προστάτιδων αρχουσών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας. Στα σχέδια αυτά, οι διεθνείς μανούβρες του Μακάριου – στην υπεράσπιση πάντοτε των συμφερόντων και της θέσης της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης – με την ένταξη στο βραχείας διάρκειας «Κίνημα των Αδεσμεύτων» και τις φιλικές σχέσεις με την ΕΣΣΔ, στέκονταν αντικειμενικά εμπόδιο. Η ίδρυση της ΕΟΚΑ Β’ το 1971, που ήτανε ένα ενεργούμενο της χούντας και της CIA, σηματοδότησε την έναρξη συνωμοσιών για την πραξικοπηματική ανατροπή και τη δολοφονία του Mακάριου. Έφερε επίσης την κλιμάκωση της βίας ενάντια στην Αριστερά και το AKEΛ, η ηγεσία του οποίου συνέχιζε να αποτελεί «ουρά» του Αρχιεπισκόπου, αντί να οργανώνει την αλληλέγγυα και ανεξάρτητη από αστικά συμφέροντα αντι-ιμπεριαλιστική και αντι-καπιταλιστική πάλη της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής εργατικής τάξης.

Το πραξικόπημα ανατροπής του Μακαρίου στις 15 Iουλίου του 1974 με την καθοδήγηση της ελλαδικής Xούντας του Ιωανίδη και την υποστήριξη της CIA, έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκία να ανατρέψει με την βάρβαρη στρατιωτική εισβολή της το εθνικό και εδαφικό ισοζύγιο στην Κύπρο, καταλαμβάνοντας το 37% του νησιού και σπρώχνοντας στην προσφυγιά το 1/3 του κυπριακού πληθυσμού. Ο διωγμός των Ελληνοκυπρίων από το Βορά και η αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από το Νότο οδήγησαν στην ολοκλήρωση της εγκληματικής διχοτόμησης της Κύπρου και τυπικά το 1983, με την ίδρυση της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» και τον μαζικό εποικισμό της από τουρκικούς πληθυσμούς.

Καμία βιώσιμη και δίκαιη λύση στον καπιταλισμό

Η διαρκής σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα στις αστικές τάξεις των δύο κοινοτήτων, καθώς και της Ελλάδας και της Τουρκίας, σε συνδυασμό με την μόνιμη προσπάθεια διατήρησης της Κύπρου στη σφαίρα της επιρροής του δυτικού ιμπεριαλισμού, εξακολουθούν να αποτελούν ανυπέρβλητα εμπόδια για να βρεθεί μια βιώσιμη και δίκαιη λύση στο «Κυπριακό».

Ο δυτικός ιμπεριαλισμός θέλει να διασφαλίσει τον έλεγχο της Κύπρου εξαιτίας της αναβάθμισης της σαν ενεργειακή πηγή τα τελευταία χρόνια, του οξυνόμενου γεωπολιτικού ανταγωνισμού με την Ρωσία και των μεγάλων ανακατατάξεων και της αστάθειας που επικρατεί στον αραβικό κόσμο και τη Μέση Ανατολή.

Η ελληνική αστική τάξη θέλει να απαλλαγεί από τον «βραχνά» του Κυπριακού που μπορεί ανά πάσα στιγμή να οξύνει τις σχέσεις της με την Δύση, αλλά και με την Τουρκία, σε μια τραγική οικονομικά κατάσταση για τον ελληνικό καπιταλισμό. Η Τουρκία χρησιμοποιεί την Κύπρο σαν ένα διαπραγματευτικό χαρτί στον ανταγωνισμό της με την Ελλάδα και στη διεκδίκηση προνομιακών σχέσεων με την ΕΕ και τη Δύση.

Η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή αστική τάξη εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια διχασμένες. Ένα τμήμα της πιο ισχυρής οικονομικά ελληνοκυπριακής αστικής τάξης πορεύεται με σημείο αναφοράς τη λογική του απορριφθέντος από το προ δεκαετίας δημοψήφισμα «σχεδίου Ανάν» και επιδιώκει τη μέγιστη δυνατή ενότητα του νησιού, υπό τη δικής της όμως οικονομική κυριαρχία. Καρπός αυτών των επιδιώξεων είναι η επανέναρξη των συνομιλιών με τους Τουρκοκυπρίους γύρω από το «Κοινό ανακοινωθέν Αναστασιάδη – Έρογλου». Ένα άλλο τμήμα των ελληνοκυπρίων αστών οχυρωμένο πίσω από τον εθνικισμό συνεχίζει να τηρεί μια αδιάλλακτη στάση, που όμως το τελευταίο διάστημα κάμπτεται και γίνεται ολοένα και πιο μειοψηφική σαν αποτέλεσμα της εξάρτησης της Κύπρου από τη χρηματοδότηση της τρόικας και την ΕΕ.

Η αδύναμη τουρκοκυπριακή αστική τάξη φοβάται διαχρονικά ότι η χωρίς όρους οικονομική επανένωση της Κύπρου, θα οδηγήσει στην αποδυνάμωσή της. Όμως από την άλλη πλευρά, τόσο εκείνη όσο και η προστάτιδά της Τουρκία, θέλουν να διεκδικήσουν χρηματοδοτήσεις και επωφελείς συμφωνίες με την ΕΕ και επίσης, δεν θέλουν να μείνουν αποκλεισμένες από την προσοδοφόρα αξιοποίηση των ενεργειακών αποθεμάτων του νησιού. Έτσι η όλη σημερινή συγκυρία ευνοεί την επαναπροσέγγιση για την επίτευξη μιας νέας συμφωνίας.

Όμως αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι η συμφωνία αυτή θα επιτευχθεί ή ακόμα περισσότερο ότι θα είναι σταθερή. Το «Κοινό ανακοινωθέν Αναστασιάδη – Έρογλου» είναι ακόμα πολύ γενικόλογο και ασαφές. Το βασικό του πρόβλημα, όπως και εκείνο του παλιού «σχεδίου Ανάν», είναι ότι προσπαθεί να συμβιβάσει από τη φύση τους συγκρουόμενα αστικά συμφέροντα στην ασταθή ισορροπία μια Ομοσπονδίας, που αναπόφευκτα πάνω στο έδαφος των καπιταλιστικών ανταγωνισμών θα δημιουργήσει πεδίο για σκληρές εθνικιστικές αντιπαραθέσεις τύπου «ομοσπονδιακού καθεστώτος Ζυρίχης».

Ολόκληρη η ιστορία του «Κυπριακού» αποδεικνύει ότι δίχως την ανατροπή της εξουσίας των αστικών τάξεων και στα δυο τμήματα του νησιού, είναι αδύνατο να βρεθεί οποιαδήποτε δίκαιη και μόνιμη λύση για τις χιλιάδες του Ελληνοκυπριακού και Τουρκοκυπριακού λαού. Καμία αυταπάτη δεν θα πρέπει να υπάρχει για τα διάφορα σχέδια επίλυσης που προωθούνται από τους αστούς και τον ιμπεριαλισμό. Μόνο η Ελληνοκυπριακή και η Τουρκοκυπριακή εργατική τάξη που έχουν κοινά συμφέροντα κι όχι συγκρουόμενα όπως οι αστοί, με τον κοινό τους αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό, μπορούν να δώσουν λύση στο «Κυπριακό», στη βάση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας προς όφελος των λαών και των δύο κοινοτήτων. Μια ενιαία σοσιαλιστική Κύπρος, με κοινωνικοποιημένη, σχεδιασμένη οικονομία, χωρίς ξένες στρατιωτικές βάσεις και στρατεύματα, που θα κυβερνάται από ενιαία δημοκρατικά όργανα με την ισότιμη συμμετοχή ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων εργαζομένων και θα θα εγγυάται πλήρως την εθνική αυτοδιάθεση και τα υπόλοιπα δημοκρατικά δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων, μέχρι και το δικαίωμα του κρατικού αποχωρισμού, είναι η μόνη δίκαιη και βιώσιμη λύση.

Για να οδηγηθούμε σε αυτή τη νέα πραγματικότητα ειρήνης και ευημερίας χρειάζεται η αγωνιστική συμπαράταξη των Ελλήνων και Τούρκων εργαζομένων, με τελικό σκοπό τη δημιουργία μιας σοσιαλιστικής ομοσπονδίας της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Κύπρου σαν ένα βήμα για τη νίκη του σοσιαλισμού σε βαλκανικό, ευρωπαϊκό και γενικότερα διεθνές επίπεδο. Οι μόνες πρωτοβουλίες συνομιλιών και επίλυσης του “Κυπριακού” που θα πρέπει να υποστηρίξουν η Αριστερά και οι εργαζόμενοι είναι αυτές που θα διεξαχθούν πάνω σε μια τέτοια πολιτική βάση, αποκλειστικά από τις πολιτικές και άλλες μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης σε Κύπρο, Ελλάδα και Τουρκία.

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα