Μέρος Α´ | Μέρος Β´
Εάν η συνάντηση των G20 (της ομάδας των 20 πιο ισχυρών οικονομιών στον πλανήτη) στην Ινδία είχε ως σκοπό να εκπέμψει μια εικόνα ενότητας ενάντια στη Ρωσία, τελικά κατάφερε το εντελώς αντίθετο.
Η τελική ανακοίνωση των G20, που ξεκάθαρα αρνήθηκαν να καταδικάσουν τη Μόσχα, αμέσως προκάλεσε οργή στο Κίεβο, καθώς και φανέρωσε τις οξείες αντιθέσεις εντός της αυτοαποκαλούμενης «συμμαχίας» ενάντια στη Ρωσία.
Το κράτος που φιλοξένησε τη συνάντηση, η Ινδία, πέτυχε να αποδυναμώσει την αρχική ανακοίνωση που είχε γραφτεί από τους Αμερικανούς και έριχνε στη Ρωσία την ευθύνη για όλα τα δεινά.
Αλλά το τελικό κείμενο δεν ανέφερε καμία ρωσική εισβολή. Αντίθετα, η ανακοίνωση ήταν γεμάτη με κενές εκφράσεις για τον «ανθρώπινο πόνο και τις αρνητικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία».
Επανέλαβε τη συνηθισμένη κοινοτοπία ότι ο πόλεμος είναι κακός και η ειρήνη είναι καλή, που είναι περίπου το διπλωματικό ισοδύναμο της έκφρασης υποστήριξης στις γευστικές μηλόπιτες ή στη μητρότητα. Βάζοντας τις τελευταίες πινελιές σε αυτόν τον ανούσιο κατάλογο κοινότοπων εκφράσεων, το κείμενο υπενθύμισε σε όλους τους παρευρισκόμενους ότι:
«Όλα τα κράτη πρέπει να απέχουν από την απειλή ή τη χρήση βίας για να κινηθούν ενάντια στην εδαφική ακεραιότητα και κυριαρχία ή πολιτική ανεξαρτησία οποιουδήποτε κράτους. Η χρήση ή η απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων είναι απαράδεκτη…».
Σε περίπτωση που δεν το μαντέψατε, αυτή ήταν μια αναφορά στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος ισχύει εδώ και πολλές δεκαετίες και δεν έχει αποτρέψει ούτε μια φορά έναν πόλεμο ή οποιοδήποτε άλλο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Αλλά από την άλλη, για να είμαστε δίκαιοι, οι Δέκα Εντολές που παρουσίασε ο Μωυσής στην ανθρωπότητα σε πέτρινες πλάκες υπήρχαν για πολύ περισσότερο καιρό, χωρίς να έχουν επίσης καμία αξιοσημείωτη επίδραση στην πορεία της ανθρώπινης ιστορίας.
Για να το εκφράσουμε σε απλή γλώσσα, αυτή ήταν μια δήλωση αξιοσημείωτη μόνο για το ότι δεν ανέφερε τίποτα συγκεκριμένο. Αυτός ήταν, για την ακρίβεια, ο μόνος τρόπος που ο Μόντι μπορούσε να κάνει την πλειοψηφία των παρευρισκομένων να συμφωνήσουν σε ένα τελικό κείμενο. Και η πλειοψηφία των παρευρισκομένων ήταν ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα.
Αυτόν τον ενθουσιασμό, ωστόσο, δεν τον συμμερίστηκε η Ουάσινγκτον. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, γιατί αντιπροσώπευε ένα ταπεινωτικό χαστούκι στους Αμερικανούς και τους συμμάχους τους με «σκληρή» γραμμή, που βρέθηκαν εντελώς απομονωμένοι.
Ήταν μια ιδιαίτερα θλιβερή εξέλιξη για τον Τζο Μπάιντεν, ο οποίος είχε κάνει τον κόπο να εμφανιστεί αυτοπροσώπως με την ελπίδα να εξασφαλίσει μερικούς θετικούς τίτλους ειδήσεων για να βοηθήσουν την εκστρατεία επανεκλογής του το επόμενο έτος.
Αντίθετα, τόσο ο Βλαντιμίρ Πούτιν όσο και ο Σι Τζινπίνγκ παρέμειναν ευθαρσώς μακριά από τη συνάντηση. Αυτός ήταν ο τρόπος τους να πουν: «Ό,τι κι αν αποφασίσετε δεν θα έχει καμία απολύτως διαφορά για εμάς. Θα συνεχίσουμε να ακολουθούμε τις πολιτικές που θεωρούμε ότι είναι προς το συμφέρον μας».
Αυτό και συνέβη. Ωστόσο, οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τους G20 για να πετύχουν μια νίκη προπαγάνδας, δείχνοντας σε ολόκληρο τον κόσμο ότι η Ρωσία είναι εντελώς απομονωμένη. Αλλά τελικά, απέδειξαν ακριβώς το αντίθετο. Η συνάντηση αποτέλεσε στην πραγματικότητα μια σημαντική διπλωματική νίκη για τη Ρωσία και την Κίνα, οι οποίες κατάφεραν να περάσουν την ατζέντα τους για τις παγκόσμιες υποθέσεις, παρά την απουσία των δύο ηγετικών προσωπικοτήτων τους.
Η δυτική συμμαχία σε αποδιοργάνωση
Όπως θα περίμενε κανείς, ορισμένοι δυτικοί διπλωμάτες προσπάθησαν αμέσως να δώσουν μια θετική όψη στα πράγματα. Ανώτερος διπλωμάτης της ΕΕ είπε στο Associated Press ότι το μπλοκ «δεν έχει παραιτηθεί από καμία θέση του» και είπε ότι το γεγονός πως η Μόσχα υπέγραψε τη συμφωνία είναι σημαντικό.
«Η επιλογή που έχουμε είναι κείμενο ή όχι κείμενο και νομίζω ότι είναι καλύτερο να έχουμε κείμενο. Τουλάχιστον αν [οι Ρώσοι] δεν το εφαρμόσουν, ξέρουμε για άλλη μια φορά ότι δεν μπορούμε να βασιστούμε σε αυτούς», είπε ο διπλωμάτης.
Αλλά αυτήν την κατασκευασμένη αισιοδοξία δεν την μοιράστηκαν στην Ουάσινγκτον ή στο Λονδίνο. Η αληθινή σημασία της συνάντησης φάνηκε αμέσως από τις αντιδράσεις στο Κίεβο. Ο εκπρόσωπος του ουκρανικού Υπουργείου Εξωτερικών, Όλεχ Νικολένκο, προσπαθώντας (όχι πολύ πειστικά) να καταπιεί τον θυμό του, είπε:
«Είμαστε ευγνώμονες στους εταίρους που προσπάθησαν να συμπεριλάβουν ισχυρές διατυπώσεις στο κείμενο. Ωστόσο, όσον αφορά την επιθετικότητα της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, η συνάντηση των G20 δεν κατάφερε κάτι που να μπορεί να είναι περήφανη γι’ αυτό».
Εν τω μεταξύ, το Κίεβο συνεχίζει να προσποιείται ότι η περίφημη αντεπίθεσή του (παρ’ όλες τις ενδείξεις για το αντίθετο) συνεχίζει να προχωρά.
Η αντεπίθεση απέτυχε
Λέγεται ότι οι ουκρανικές δυνάμεις συνεχίζουν την αντεπίθεσή τους κατά των ρωσικών δυνάμεων στις νότιες και ανατολικές περιοχές. Αλλά η υπερβολική βραδύτητα της προόδου, τα πενιχρά κέρδη και το φρικτό επίπεδο ανθρώπινων και υλικών απωλειών λένε μια διαφορετική ιστορία.
Λίγοι, αν όχι κανένας, σοβαροί παρατηρητές στη Δύση έχουν κάποια αμφιβολία ότι η αντεπίθεση ήταν μια θεαματική αποτυχία. Αυτό είναι μακράν το πιο αποφασιστικό στοιχείο σε αυτήν την αιματηρή εξίσωση. Και αναγκάζει ακόμη και ορισμένους από τους πιο φανατικούς υποστηρικτές του καθεστώτος του Κιέβου να το ξανασκεφτούν.
Οι δυτικοί προπαγανδιστές, που με σιγουριά προέβλεπαν τη νίκη, πρέπει τώρα να αρχίσουν να προετοιμάζουν την κοινή γνώμη για μια ταπεινωτική ήττα.
Έχουν ήδη αρχίσει, αν και διατηρώντας τον απαραίτητο βαθμό προσοχής – αποφεύγοντας προσεκτικά λέξεις όπως «αποτυχία» ή «ήττα» – να περιορίζονται σε φράσεις όπως: «αν και τα αποτελέσματα της αντεπίθεσης δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες…». Αποφεύγουν επίσης οποιαδήποτε αναφορά στο γεγονός ότι αυτές οι ψευδείς προσδοκίες δεν δημιουργήθηκαν από κανέναν άλλον, παρά από τους ίδιους.
Μέσα σε όλη αυτή την κυνική χορωδία ψευτών και υποκριτών, ένας μικρός αριθμός έχει αποφασίσει ότι θα ήταν καλύτερα να ειπωθούν τα πράγματα (λιγότερο ή περισσότερο) ως έχουν. Μεταξύ αυτής της σπάνιας φυλής είναι ένας Συνταγματάρχης Ρίτσαρντ Κεμπ.
Ο Ρίτσαρντ Κεμπ είναι πρώην αξιωματικός του Βρετανικού Στρατού, ένα γεράκι του οποίου οι απόψεις προσεγγίζουν αυτές της MI5. Στις 10 Σεπτεμβρίου 2023, έγραψε στην Telegraph ένα αποκαλυπτικό άρθρο, το οποίο εκθέτει ουσιαστικά την πραγματική κατάσταση πραγμάτων.
Ξεκινάει με την ακόλουθη δήλωση:
«Ο χρόνος τελειώνει για την Ουκρανία. Μετά από 18 μήνες πολέμου, το ερώτημα δεν είναι πλέον αν η δυτική συμμαχία θα κάνει πίσω, αλλά πότε». [Έμφαση του Άλαν Γουντς]
Και προσθέτει:
«Η Δύση παραμένει αφοσιωμένη στην ουκρανική αντεπίθεση – αλλά υπάρχει σκεπτικισμός όσον αφορά τις τελικές επιδιώξεις του Ζελένσκι».
Τι σημαίνει όμως αυτό; Σε κάθε ομιλία του ο Τζο Μπάιντεν, σπεύδει να μας διαβεβαιώσει ότι οι ΗΠΑ θα βρίσκονται σταθερά πίσω από την Ουκρανία για «όσο χρειαστεί». Αλλά ποιο είναι το ακριβές νόημα αυτών των σκόπιμα θολών εκφράσεων; Όσο χρειάζεται – για ποιο πράγμα ακριβώς;
Από την πλευρά της κυβέρνησης του Κιέβου, η απάντηση είναι αρκετά σαφής: για να τελειώσει ο πόλεμος ή ακόμα και για να ξεκινήσουν ουσιαστικές διαπραγματεύσεις, οι Ρώσοι πρέπει πρώτα να αποσύρουν όλες τις δυνάμεις τους από τα εδάφη της Ουκρανίας – συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας.
Μέχρι πολύ πρόσφατα, αυτή ήταν επίσης σταθερά η άποψη της Ουάσινγκτον και τουλάχιστον των πιο πολεμοχαρών σύμμαχων της (βλέπε: δουλοπρεπή τσιράκια) στο ΝΑΤΟ: των Πολωνών, των κρατών της Βαλτικής και, φυσικά, των Βρετανών. Ανταγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος θα προωθήσει την πιο πολεμοχαρή ατζέντα, συμπεριλαμβανομένης μέχρι και μιας ανοιχτής στρατιωτικής σύγκρουσης με τη Ρωσία.
Ήταν τόσο πρόθυμοι να βυθίσουν τον κόσμο σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο, που ένιωσαν την ανάγκη να επικρίνουν τους Αμερικανούς για την ψυχραιμία τους. Γιατί δεν εξοπλίζετε τους Ουκρανούς με τα πιο σύγχρονα τανκς και μαχητικά αεροσκάφη σας;
Ακόμη και τώρα, αυτές οι επικρίσεις εξακολουθούν να βρίσκουν καθυστερημένη ηχώ, ακόμη και στο άρθρο του Συνταγματάρχη Κεμπ, ο οποίος σαφώς θέλει να ρίξει την ευθύνη για την ήττα της αντεπίθεσης στις πλάτες του Μπάιντεν και των Αμερικανών.
Η Αμερική είναι ο κύριος υποστηρικτής του καθεστώτος του Κιέβου και ο πάροχος της μερίδας του λέοντος των χρημάτων και των όπλων της. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Κεμπ:
«Ο πρόεδρος Μπάιντεν σέρνει τα πόδια του, δίνοντας αρκετό πολεμικό υλικό ώστε η Ουκρανία να συνεχίσει να παλεύει, αλλά επίτηδες όχι αρκετό για να κερδίσει». [Έμφαση του Άλαν Γουντς].
Αυτή είναι ξεκάθαρα μια κριτική που τη μοιράζεται η MI5, η κυβέρνηση των Τόρηδων και η παλαβή συμμορία των πολεμοκάπηλων στο Λονδίνο, που προσπαθούν να συγκαλύψουν την κατάρρευση του ρόλου της Βρετανίας ως μεγάλη παγκόσμια δύναμη γαβγίζοντας δυνατά σαν μικρό σκυλί με προβληματική συμπεριφορά, επιτιθέμενο στους αστραγάλους των περαστικών.
Τέτοια ενοχλητικά ζώα δεν αρέσουν σε κανέναν και μπορεί να δεχθούν και καμιά περιστασιακή κλωτσιά για να ησυχάσουν. Μια τέτοια κλωτσιά δόθηκε πρόσφατα από την Ουάσινγκτον όταν ο Τζο Μπάιντεν άσκησε βέτο ενάντια στη μετατροπή του πρώην υπουργού Άμυνας της Βρετανίας, Μπεν Γουάλας, σε γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ – μια απόφαση που προκάλεσε την παραίτηση του και οργή στο Λονδίνο.
Ο Μπάιντεν δεν είχε κανένα απολύτως συμφέρον να επιτρέψει στους Βρετανούς – ή σε οποιονδήποτε άλλο – να σφετεριστούν τον έλεγχο του ΝΑΤΟ από την Αμερική ή να υπαγορεύσουν την πολιτική της όσον αφορά την Ουκρανία.
Ωστόσο, η διαφορά απόψεων με το Λονδίνο δεν επηρέασε τη θεμελιώδη γραμμή της κυβέρνησης Μπάιντεν, η οποία ήταν πεπεισμένη ότι μια ουκρανική επίθεση θα μπορούσε να πετύχει ένα μεγάλο πλήγμα στη Ρωσία και να δημιουργήσει ένα ευνοϊκό σενάριο για διαπραγματεύσεις με τους όρους του Κιέβου.
Ως εκ τούτου, οι Αμερικανοί και οι υποστηρικτές τους άσκησαν πίεση στον Ζελένσκι για να ξεκινήσει την επίθεσή που είχε υποσχεθεί εδώ και καιρό.
Σε ένα πρόσφατο άρθρο, αναρωτιόμουν πώς ήταν δυνατόν οι Ουκρανοί στρατηγοί να αγνοούν τα κολοσσιαία προβλήματα μιας τέτοιας επίθεσης. Υπέθεσα ότι ήταν μια απελπισμένη κίνηση, σχεδιασμένη για να αποδείξει στους Αμερικανούς ότι ο ουκρανικός στρατός ήταν ακόμα ικανός να πολεμήσει, και έτσι να εξασφαλίσει τη συνέχιση της ροής όπλων και χρημάτων προς το Κίεβο.
Αυτό ήταν προφανώς ένα πολύ σημαντικό στοιχείο στην εξίσωση. Δεν ήταν όμως το μόνο, ούτε καν το πιο σημαντικό. Έκτοτε προέκυψε ότι ένα σημαντικό μέρος των Ουκρανών στρατηγών ήταν πολύ απρόθυμοι να ξεκινήσουν την επίθεση και το έκαναν μόνο υπό την ακραία πίεση των Αμερικανών.
Οι τελευταίοι έκαναν το μοιραίο λάθος να πιστέψουν τη δική τους προπαγάνδα. Από την έναρξη των εχθροπραξιών, επαναλαμβάνουν το ίδιο μάντρα: Η Ρωσία είναι αδύναμη, ο στρατός της είναι σαθρός, οι στρατηγοί της είναι ανίκανοι, ξεμένει από πυραύλους και πυρομαχικά, το ηθικό των στρατιωτών της είναι πολύ χαμηλό, και ο λαός της Ρωσίας είναι έτοιμος να επαναστατήσει εναντίον του Πούτιν ανά πάσα στιγμή. Και ούτω καθεξής.
Δεδομένου ότι κανείς δεν επιτρέπεται να απομακρυνθεί ούτε ένα χιλιοστό από αυτό το αφήγημα, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τα κορυφαία ηγετικά στελέχη γύρω από τον Τζο Μπάιντεν το έχουν καταπιεί αμάσητο. Αυτό το στρώμα αποτελείται από ανίκανους δευτεροκλασάτους, εξίσου ανήμπορους για οποιαδήποτε πρωτότυπη ή ανεξάρτητη σκέψη με το γέρικο αφεντικό τους που ακούει μόνο αυτό που του αρέσει να ακούει.
Σε μια τόσο σαθρή βάση, είναι αδύνατο για το πιο ισχυρό έθνος στον κόσμο να αναπτύξει μια συνεκτική εξωτερική πολιτική – πόσο μάλλον μια έξυπνη. Σε κάθε περίπτωση, η πλειοψηφία της αμερικανικής κοινής γνώμης έχει πολύ μικρή κατανόηση των παγκόσμιων υποθέσεων και ακόμη λιγότερο ενδιαφέρον για αυτές.
Αυτό παρέχει μια ισχυρή ψυχολογική βάση για την ιδέα του απομονωτισμού, η οποία υπήρξε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ένας σημαντικός παράγοντας στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, και η οποία επανεμφανίστηκε με διπλάσια δύναμη στο πρόσωπο του Ντόναλντ Τραμπ. Δεν είναι τυχαίο ότι υποστηρίζει έντονα την αποδέσμευση από την Ουκρανία, ούτε ότι αυτή η άποψη συμπίπτει με τις διαθέσεις μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης στις ΗΠΑ.
Είναι σαφές ότι ο Μπάιντεν και η κλίκα του άσκησαν πίεση στον Ζελένσκι να ξεκινήσει την επίθεσή του. Υπήρχαν δύο ξεκάθαροι λόγοι πίσω από αυτό. Πρώτον, παραπλανημένοι από την ίδια τους την προπαγάνδα, ήταν πεπεισμένοι για την πιθανότητα μιας ουκρανικής νίκης, μια πεποίθηση που ενισχύθηκε από την ευρέως διαφημιζόμενη ιδέα ότι τα «υπερ-όπλα» που παρέχονται από την Αμερική και τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ θα «άλλαζαν το παιχνίδι».
Δεύτερον, και ακόμα πιο σημαντικό, ήταν η παρήγορη ιδέα ότι, ακόμα κι αν το κόστος ήταν μεγάλοι αριθμοί νεκρών και τραυματιών, οι σακούλες των σορών θα γέμιζαν με Ουκρανούς και όχι με Αμερικανούς.
Από αυτούς τους υπολογισμούς, μόνο ο δεύτερος αποδείχθηκε σωστός. Ο πρώτος ήταν εντελώς λανθασμένος και αυτό αποκαλύφθηκε σκληρά μόλις η θεωρία μεταφράστηκε σε πράξη.
Πόσες φορές έχουμε ακούσει την ίδια ιστορία για εκπληκτικά νέα όπλα από τη Δύση που θα αντιπροσώπευαν μια δραματική αλλαγή στο πεδίο της μάχης;
Θυμίζουμε τη μεγάλη φασαρία που έγινε για την παράδοση των τανκς Leopard από τη Γερμανία και των Challenger από τη Βρετανία. Αλλά τα τελευταία νέα από το πεδίο μάχης δείχνουν τα ίδια αυτά τανκς κολλημένα σε ναρκοπέδια, όπου χρησιμεύουν για ασκήσεις σκοποβολής του ρωσικού πυροβολικού.
Η επίθεση ξεδιπλώνεται με ρυθμό σαλιγκαριού, με τεράστιο κόστος εξοπλισμού και ανθρώπινου δυναμικού. Οι ουκρανικές μονάδες αποτελούν εύκολους στόχους καθώς διασχίζουν πυκνά ναρκοπέδια και αντιμετωπίζουν ευθέως τις πολυεπίπεδες άμυνες της Ρωσίας. Αλλά τι συμπεράσματα έχουν βγάλει οι Αμερικανοί και οι φίλοι τους από αυτή την καταστροφή;
Οι δυτικοί ιμπεριαλιστές, έχοντας ωθήσει τον Ζελένσκι σε έναν πόλεμο που δεν ήθελε, και στη συνέχεια πιέζοντάς τον να εξαπολύσει μια επίθεση για την οποία ούτε αυτός ούτε οι στρατηγοί του ήταν προετοιμασμένοι, τώρα τον ενημερώνουν συνοπτικά:
«Ενώ, φυσικά, υποστηρίζουμε την επίθεσή σας [δεν ήταν δική του, αλλά δική τους επίθεση, αλλά αυτή είναι μια μικρή λεπτομέρεια], τώρα πιστεύουμε ότι οι απώτεροι στόχοι σας [τους οποίους όλοι υποστήριξαν χίλια τοις εκατό] είναι απραγματοποίητοι».
Ο Ζελένσκι δικαιολογημένα ενοχλήθηκε όχι λίγο από αυτή τη γλώσσα.
Ψευδείς προσδοκίες
Ο Κεμπ συνεχίζει την πικρή ιερεμιάδα:
«Αυτό αντανακλά τουλάχιστον εν μέρει την υποτονική πρόοδο στην ουκρανική αντεπίθεση, η οποία είχε μόνο περιορισμένα κέρδη μέχρι στιγμής».
Το «μόνο περιορισμένα κέρδη» είναι μια σημαντική υποεκτίμηση. Όπως και όλοι οι υπόλοιποι δυτικοί σχολιαστές, ο κύριος Κεμπ φοβάται να πει τα σύκα σύκα. Δεν μπορεί να πει αυτό που είναι προφανές, δηλαδή ότι η πολυδιαφημισμένη ουκρανική αντεπίθεση απέτυχε – και απέτυχε καταστροφικά.
Ωστόσο, για όποιον είναι διατεθειμένος να διαβάσει ανάμεσα στις γραμμές, οι προπαγανδιστές του αστικού Τύπου προετοιμάζουν προσεκτικά την κοινή γνώμη για αυτήν την άκρως δυσάρεστη αλήθεια. Ως προς αυτό το ζήτημα, το άρθρο του Ρίτσαρντ Κεμπ είναι στην πραγματικότητα πιο ειλικρινές από τα περισσότερα. Λέει:
«Οι δυτικοί στρατιωτικοί αναλυτές και τα μέσα ενημέρωσης δημιούργησαν προσδοκίες ότι, αυτό το καλοκαίρι, το Κίεβο θα επαναλάμβανε τις εντυπωσιακές του νίκες του περασμένου φθινοπώρου στο Χάρκοβο και τη Χερσώνα. Τώρα, οι άνθρωποι αναρωτιούνται σε τι συνεισέφεραν τα χρήματά τους και αν η σημαντική επένδυση που γίνεται από τις χώρες τους θα επιτύχει ποτέ κάτι συγκεκριμένο».
Αυτό είναι διατυπωμένο αρκετά ορθά. Πώς μπορεί να δικαιολογηθεί η δαπάνη τόσων δισεκατομμυρίων δολαρίων σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης και ραγδαίου πληθωρισμού, με το βιοτικό επίπεδο εκατομμυρίων ανθρώπων να έχει πέσει τόσο δραστικά;
Και πώς μπορεί να δικαιολογηθεί η συνέχιση αυτών του κολοσσιαίων δαπανών, όταν, παρ’ όλο το σύγχρονο, τελευταίας τεχνολογίας στρατιωτικό υλικό που στάλθηκε στο Κίεβο, ο ουκρανικός στρατός δεν έχει προχωρήσει σχεδόν καθόλου για τρεις μήνες και έχει έναν φρικτό αριθμό νεκρών και τραυματιών;
Αυτές είναι ερωτήσεις που θα έπρεπε να τεθούν – που πρέπει να τεθούν. Ωστόσο, σχεδόν κανείς δεν τις ρωτά. Υπάρχει μια συνωμοσία σιωπής – όχι μόνο στα εξαγορασμένα ΜΜΕ (που αποκαλούνται γελοιωδώς «ελεύθερος Τύπος»), αλλά και από την πλευρά των υποτιθέμενων κομμάτων της «αντιπολίτευσης». Και από τη λεγόμενη Αριστερά, το μόνο που ακούμε είναι μια νεκρική σιωπή.
Αλλά κανένα ψέμα δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα.
Είναι ενωμένο το ΝΑΤΟ;
Μέρα με τη μέρα, τα ΜΜΕ επαναλαμβάνουν το ίδιο μονότονο μήνυμα: το ΝΑΤΟ είναι ενωμένο. Η Ρωσία είναι απομονωμένη. Είναι όμως πράγματι έτσι; Όπως είδαμε, η συνάντηση των χωρών G20 έδειξε ξεκάθαρα ότι δεν ήταν η Ρωσία αλλά η Αμερική εκείνη που απομονώνεται όλο και περισσότερο.
Το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου δεν υποστηρίζει την Αμερική σε αυτόν τον πόλεμο. Και ακόμη και στις τάξεις του ΝΑΤΟ, σταδιακά εμφανίζονται διαιρέσεις, που αναμφίβολα θα βαθαίνουν όσο περνάει ο καιρός.
Ο Κεμπ γράφει:
«Από την αρχή, παρά το γεγονός ότι έκαναν πολλούς από τους “σωστούς θορύβους” και προμήθευαν κάποιο στρατιωτικό υλικό, η Γαλλία και η Γερμανία, ιδιαίτερα, ήταν διστακτικοί εταίροι. Οι ηγέτες τους έδειχναν συχνά να ενδιαφέρονται περισσότερο να βρουν μια «διέξοδο» για τον Βλαντιμίρ Πούτιν παρά να εκδιώξουν τις δυνάμεις του από την Ουκρανία».
Ήδη στις 22 Ιανουαρίου, ο Σάιμον Χέφερ έγραψε στην Telegraph: «Ο κύριος φόβος της Γερμανίας φαίνεται να είναι το σβήσιμο των φώτων και το κλείσιμο των εργοστασίων της εάν οι Ρώσοι κλείσουν την παροχή ενέργειας».
Ο Κεμπ παραπονιέται: «Τώρα, οι δημοσκοπήσεις τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ δείχνουν ότι η δημόσια υποστήριξη στη στρατιωτική βοήθεια προς το Κίεβο μειώνεται, με μια πρόσφατη έρευνα να δείχνει ότι λιγότερο από το 50% των Αμερικανών είναι υπέρ περαιτέρω δαπανών».
Άλαν Γουντς
Μετάφραση από την ιστοσελίδα marxist.com: Μάριος Καλομενόπουλος, Γεωργία Τζιρκαλλή
Μέρος Α´ | Μέρος Β´