Το Ισραήλ περιγράφει την εθνοκάθαρσή που διεξάγει στη Γάζα ως «πόλεμο κατά της Χαμάς» και αποκαλεί οποιαδήποτε υποστήριξη προς την Παλαιστίνη ως «συμπάθεια τρομοκρατών». Ταυτόχρονα, το Ισραήλ έχει κάνει ό,τι είναι δυνατό για να ενισχύσει την επικράτηση της Χαμάς στη Γάζα, ως αντίβαρο στα σοσιαλιστικά και μη θρησκευτικά κινήματα του παλαιστινιακού αγώνα για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Ποιος λοιπόν τροφοδοτεί πραγματικά την τρομοκρατία;
Το σύνθημα των κομμουνιστών, «Ιντιφάντα μέχρι τη νίκη», έχει εσκεμμένα παρερμηνευθεί από αντιδραστικούς και ρεφορμιστές σε όλο τον κόσμο. Στη Βρετανία, η Telegraph έχει κατηγορήσει τους συντρόφους μας ότι «υποκινούν τη βία» στα πανεπιστήμια. Στην Ελβετία, η αστυνομία προσπάθησε να σταματήσει τις φοιτητικές μας διαδηλώσεις μετά από προειδοποίηση εφημερίδων κίτρινου τύπου για «συλλαλητήρια υπέρ της Χαμάς» στα πανεπιστήμια. Στη Σουηδία, οι σύντροφοί μας στο Πανεπιστήμιο του Λουντ έχουν κατηγορηθεί ότι κάλεσαν σε «διαδηλώσεις τρόμου» στην τοπική φοιτητική εφημερίδα.
Οποιαδήποτε έκκληση για Ιντιφάντα αντιμετωπίζεται ως υποστήριξη στην επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου – κάτι που δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια. Οι επαναστατικές και δημοκρατικές παραδόσεις της Ιντιφάντα για μαζικές κινιτοποιήσεις, μποϊκοτάζ και απεργίες είναι εδώ και καιρό ένα αγκάθι στο πλευρό των ισραηλινών δυνάμεων κατοχής. Και ακριβώς λόγω αυτού, η Χαμάς απολάμβανε εδώ και καιρό έμμεση πολιτική και οικονομική υποστήριξη από το Ισραήλ.
«Ένα αντίβαρο στην Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) και τους κομμουνιστές»
Η Χαμάς ιδρύθηκε από την Ισλαμιστική Μουσουλμανική Αδελφότητα εν μέσω της πρώτης Ιντιφάντα το 1988. Σκοπός της ήταν να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της Μουτζάμα αλ Ισλαμίγια, μιας φιλανθρωπικής οργάνωσης που ιδρύθηκε από τον ηγέτη της Αδελφότητας στη Γάζα, Σεΐχη Αχμέντ Γιασίν. Μετά από δύο δεκαετίες διώξεων στην Αίγυπτο υπό τον Νάσερ, η Αδελφότητα αναζήτησε ένα ασφαλές καταφύγιο στη Γάζα, η οποία είχε περιέλθει υπό ισραηλινή κυριαρχία μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών του 1967. Το Ισραήλ «καλωσόρισε», έδωσε νομική αναγνώριση στην οργάνωση και τους επέτρεψε να συγκεντρώσουν ελεύθερα κεφάλαια και περιουσίες κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και του 1980. Ένα μεγάλο δίκτυο σχολείων, τζαμιών και πανεπιστημίων χτίστηκε στη Γάζα, παρέχοντας στην Αδελφότητα μια ισχυρή νέα βάση.
Η αυξανόμενη υλική και πολιτική επιρροή της Μουτζάμα στη Γάζα τους έφερε αναπόφευκτα σε σύγκρουση με την παλαιστινιακή αριστερά και την PLO. Μεταξύ άλλων, εισέβαλαν στα γραφεία της Ερυθράς Ημισελήνου (το μουσουλμανικό αντίστοιχο του Ερυθρού Σταυρού) και επιτέθηκαν σε κινηματογράφους και μπαρ, ενώ ο ισραηλινός στρατός έμεινε αμέτοχος. Η δίωξη από το Ισραήλ κατά μελών της Φατάχ (η κύρια πολιτική παράταξη της PLO, και το τρέχον κυβερνών κόμμα στη Δυτική Όχθη) ενίσχυσε πολιτικά περαιτέρω την ομάδα της Μουτζάμα. «Ο μεγαλύτερος εχθρός μας ήταν η Φατάχ», παραδέχτηκε ο Γιτσάκ Σεγκέβ, Ισραηλινός στρατιωτικός κυβερνήτης της Γάζας τη δεκαετία του 1980. Η Χαμάς, είπε, ήταν «ακόμα 100% ειρηνική».
Το 1984, μια κρύπτη όπλων βρέθηκε σε ένα από τα τζαμιά της οργάνωσης και ο Γιασίν συνελήφθη. Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Χακάμ, έναν Ισραηλινό στρατιωτικό εμπειρογνώμονα στη Γάζα, σε μια ανάκριση, ο Γιασίν είπε ότι τα όπλα θα χρησιμοποιηθούν εναντίον Παλαιστινίων αντιπάλων και όχι εναντίον του Ισραήλ. Απελευθερώθηκε την επόμενη χρονιά και η Μουτζάμα και το Ισραήλ συνέχισαν να έχουν καλές σχέσεις κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Όταν τα μέλη της Φατάχ και οι ισλαμιστές φοιτητές συγκρούστηκαν στο Πανεπιστήμιο Μπιρζέιτ στη Δυτική Όχθη το 1986, ο ισραηλινός στρατός έδωσε το πράσινο φως στους υποστηρικτές της Μουτζάμα να ενωθούν με τους ισλαμιστές φοιτητές. Ο Στρατηγός του Ισραηλινού στρατού Σαλόμ Χαράρι τους επέτρεψε να περάσουν λέγοντας: «Αν θέλουν να κάψουν ο ένας τον άλλον, αφήστε τους».
Ο στρατιωτικός κυβερνήτης Σεγκέβ και ο Γιασίν ανέπτυξαν τελικά μια στενή φιλία, με τον Σεγκέβ για παράδειγμα να κανονίζει για τον δεύτερο να λάβει ιατρική περίθαλψη στο Ισραήλ. Σύμφωνα με μια έκθεση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, ο στρατηγός παραδέχτηκε αργότερα ότι βοήθησε στη χρηματοδότηση «ισλαμικών κινημάτων ως αντίβαρο στην PLO και τους κομμουνιστές».
Η πρώτη Ιντιφάντα και η συνθηκολόγηση της PLO
Η πρώτη Ιντιφάντα συγκλόνισε την Παλαιστίνη. Εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι βγήκαν στους δρόμους, διαμαρτυρόμενοι, απεργώντας, πετώντας πέτρες και σχηματίζοντας επαναστατικές επιτροπές. Ο αγώνας για την ελευθερία είχε εισέλθει σε ένα νέο στάδιο, το οποίο αιφνιδίασε τη Μουτζάμα και τους Αδελφούς Μουσουλμάνους. Η Αδελφότητα είχε από καιρό αντιταχθεί στον βίαιο αγώνα εναντίον του Ισραήλ. Αλλά με ένα μαζικό κίνημα στα χέρια τους, η Μουτζάμα συνειδητοποίησe ότι ολόκληρο το πολιτικό τους κύρος και δραστηριότητα στη Γάζα εξαρτιόταν από την ενεργό συμμετοχή τους. Έτσι δημιούργησαν τη Χαμάς, για να εξασφαλίσουν τα συμφέροντα της Μουτζάμα στη Γάζα μέσω του ένοπλου αγώνα εναντίον του Ισραήλ. Ένα χρόνο μετά την Ιντιφάντα, η Χαμάς δημοσίευσε το διαβόητο, ανοιχτά αντισημιτικό μανιφέστο της, όπου διακηρύσσεται ο στόχος της καταστροφής του κράτους του Ισραήλ μέσω της τζιχάντ.
Παρόλα αυτά, το Ισραήλ διατήρησε στενή επαφή με τη νεοσύστατη Χαμάς κατά τα πρώτα στάδια της Ιντιφάντα. Ο Μαχμούντ Ζαχάρ, ένας από τους ιδρυτές της Χαμάς, συναντιόταν συχνά με τον Ισραηλινό Υπουργό Άμυνας (και αργότερα Πρωθυπουργό) Γιτζάκ Ράμπιν στο πλαίσιο τακτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων που δεν είναι μέλη της PLO.
Δίνοντας πολιτική νομιμοποίηση στη Χαμάς, το Ισραήλ ήλπιζε να μειώσει την υποστήριξη για τη Φατάχ αλλά και για τις επαναστατικές επιτροπές που είχαν αρχικά ηγηθεί του αγώνα. Ο Άντονι Κόρντεσμαν, αναλυτής της Μέσης Ανατολής στο Κέντρο Στρατηγικών Μελετών, είπε ότι το Ισραήλ «έδωσε άμεση υποστήριξη στη Χαμάς – οι Ισραηλινοί ήθελαν να τη χρησιμοποιήσουν ως αντίβαρο στην PLO». Ένας πρώην πράκτορας της CIA πρόσθεσε ότι η υποστήριξη «ήταν μια άμεση προσπάθεια να διχάσει και να μειώσει την υποστήριξη για μια ισχυρή, κοσμική PLO μέσω της χρήσης μιας ανταγωνιστικής θρησκευτικής εναλλακτικής».
Οι πρώτοι ηγέτες της Ιντιφάντα υπέκυψαν ένας ένας στη βίαιη καταστολή, ανοίγοντας τον δρόμο στον Αραφάτ και την PLO να αναλάβουν την ηγεσία. Οι χιλιάδες επαναστατικές επιτροπές που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκεια της Ιντιφάντα απορροφήθηκαν από τις δομές της PLO και η επαναστατική πρωτοβουλία καταπνίγηκε. Ο Αραφάτ απέρριψε τα πιο ριζοσπαστικά αιτήματα του κινήματος, υποστηρίζοντας μια λύση δύο κρατών και αναγνωρίζοντας το κράτος του Ισραήλ. Τώρα, με την επαναστατική εκρηκτική δύναμη της Ιντιφάντα εξουδετερωμένη, το Ισραήλ είδε την PLO με άλλο μάτι. Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν και οδήγησαν το 1993 στις Συμφωνίες του Όσλο, οι οποίες εγγυήθηκαν ένα παλαιστινιακό ημικράτος με αντάλλαγμα η PLO να ενεργεί ως ο χωρφύλακας των ιμπεριαλιστών και να περιορίζει κάθε αγωνιστικό ξέσπασμα.
Η Χαμάς αναπτύχθηκε ως η βασική αντίπαλος των Συμφωνιών του Όσλο. Η τρομοκρατία έγινε όλο και πιο σημαντικό μέρος της δραστηριότητας της. Ως απάντηση στη σφαγή της Χεβρώνας το 1994, πραγματοποίησε την πρώτη βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας εναντίον Ισραηλινών αμάχων. Το Ισραήλ «άλλαξε ρότα» και τόνιζε όλο και περισσότερο την απειλή της Χαμάς στην αντιπαλαιστινιακή προπαγάνδα του. Με τον αποκλεισμό της Γάζας το 2006 και τη δημιουργία της μεγαλύτερης υπαίθριας φυλακής στον κόσμο, τέθηκαν τα τελευταία υλικά θεμέλια για να δυναμώσει η τρομοκρατική οργάνωση.
Νετανιάχου: υποστηρικτής της Χαμάς;
Η τακτική σχέση του Ισραήλ με τη Μουτζάμα, τη Χαμάς και άλλα ισλαμιστικά στοιχεία έχει αλλάξει πολλές φορές, αλλά η βασική στρατηγική ήταν πάντα η ίδια. Η ισραηλινή κυβέρνηση χρησιμοποιεί την απειλή της Χαμάς για να δυσφημήσει ένα μελλοντικό παλαιστινιακό κράτος και δίνοντας νομιμότητα στην κυριαρχία της Χαμάς στη Γάζα ελπίζει να οδηγήσει σε μία ρήξη μεταξύ των Παλαιστινίων εκεί και εκείνων στη Δυτική Όχθη. Ο Νετανιάχου με το ένα χέρι στηρίζει τη Χαμάς, ενώ με το άλλο τους επιτίθεται.
«Ένας από τους κύριους ανθρώπους που συνέβαλαν στην ενίσχυση της Χαμάς ήταν ο Νετανιάχου, από την πρώτη του θητεία ως πρωθυπουργός», σύμφωνα με τον Γιουβάλ Ντίσκιν, πρώην επικεφαλή της ισραηλινής υπηρεσίας ασφαλείας Shin Bet. Η τακτική του Νετανιάχου είναι να χρησιμοποιεί κυνικά τη Χαμάς στη λογική του «διαίρει και βασίλευε» στα παλαιστινιακά εδάφη. Η Χαμάς είναι ένας «πολιορκιτικός κριός» που χτυπά την PLO στη Δυτική Όχθη, την οποία οι ζηλωτές των δύο κρατών βλέπουν ως το φυσικό θεμέλιο ενός μελλοντικού παλαιστινιακού κράτους και, ως εκ τούτου, απολαμβάνει μεγαλύτερη διεθνή νομιμότητα.
Ένας από τους στενούς συνεργάτες του Νετανιάχου, ο Γκερσόν Χάκοεν, παραδέχθηκε κατά λάθος σε μια συνέντευξη του 2019: «Πρέπει να πούμε την αλήθεια. Η στρατηγική του Νετανιάχου είναι να αποτρέψει την λύση δύο κρατών, έτσι μετατρέπει τη Χαμάς στον πιο στενό του εταίρο. Ανοιχτά η Χαμάς είναι εχθρός. Συγκαλυμμένα, είναι σύμμαχος». Με αυτόν τον τρόπο, εξήγησε ο Ισραηλινός Πρόεδρος Εχούντ Μπαράκ το 2019: «είναι πιο εύκολο με την ύπαρξη της Χαμάς να εξηγήσεις στους Ισραηλινούς ότι δεν υπάρχει δυνατότητα διαπραγματεύσεων και συζήτησης».
Πέρα από την πολιτική προώθηση της Χαμάς, το Ισραήλ συνέχισε να την βοηθάει και οικονομικά τα τελευταία χρόνια. Μεταξύ 2012 και 2018, ο Νετανιάχου ενέκρινε μεταφορές αξίας ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων μεταξύ της βασιλικής οικογένειας του Κατάρ (στο οποίο εδρεύει η Χαμάς) και της Χαμάς στη Γάζα. Πρόσφατα, η ισραηλινή εφημερίδα Haaretz αποκάλυψε ότι ο Νετανιάχου, κατά τη διάρκεια συνάντησης με μέλη της Κνεσέτ [της Ισραηλινής βουλής] του κόμματός του Λικούντ [Likud] το 2019, είπε ότι «όποιος θέλει να εμποδίσει την ίδρυση ενός παλαιστινιακού κράτους πρέπει να υποστηρίξει την ενίσχυση της Χαμάς και τη μεταφορά χρημάτων στη Χαμάς […] Αυτό είναι μέρος της στρατηγικής μας – να απομονώσουμε τους Παλαιστίνιους στη Γάζα από τους Παλαιστίνιους στη Δυτική Όχθη».
Το 2020, ένα πολιτικό σκάνδαλο ξέσπασε στο Ισραήλ όταν ο υπουργός Άμυνας Άβιγκντορ Λίμπερμαν αποκάλυψε ότι ο Νετανιάχου είχε στείλει τον Γιόσι Κοέ, επικεφαλής της υπηρεσίας ασφαλείας της Μοσαντ [Υπηρεσία Πληροφοριών του Ισραήλ], μαζί με τον Ερζί Χαλέβι, αξιωματικό του ισραηλινού στρατού στη Γάζα, στη Ντόχα για να ζητήσουν από το Κατάρ να συνεχίσει να υποστηρίζει τη Χαμάς. «Τόσο η Αίγυπτος όσο και το Κατάρ ήταν αναστατωμένοι με τη Χαμάς και σχεδίαζαν να διακόψουν τους δεσμούς μαζί της. Αλλά ξαφνικά ο Νετανιάχου εμφανίστηκε ως υπερασπιστής της Χαμάς», είπε ο Λίμπερμαν. Όταν δημοσιεύτηκαν φωτογραφίες το επόμενο έτος με χαρτοφυλάκια που περιείχαν χρήματα για τη Χαμάς, τόσο ο Λίμπερμαν όσο και ο υπουργός Παιδείας Ναφτάλι Μπένετ απολύθηκαν.
Η πραγματική απειλή
Η ιστορία συνοψίστηκε ίσως καλύτερα από τον Λάρι Τζόνσον, πρώην αξιωματούχο της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ. Σε συνέντευξή του, φέρεται να είπε ότι: «Οι Ισραηλινοί είναι σαν έναν τύπο που βάζει φωτιά στα μαλλιά του και μετά προσπαθεί να τα σβήσει χτυπώντας τα με ένα σφυρί […] Κάνουν περισσότερα για να υποκινήσουν και να στηρίξουν την τρομοκρατία παρά για να τη περιορίσουν».
Η προπαγάνδα για την «απειλή της Χαμάς» εξυπηρετεί έναν ξεκάθαρο σκοπό: να διχάσει και να δυσφημήσει τον αγώνα του παλαιστινιακού λαού. Ο Νετανιάχου και το Ισραήλ αντιμετωπίζουν εδώ και καιρό τη Χαμάς ως σύμμαχο και όχι ως απειλή. Σε κρίσιμες στιγμές, ενίσχυσαν αντί να αποδυναμώσουν την επιρροή της. Η σχέση τους έχει περάσει από διαφορετικές φάσεις όλα αυτά τα χρόνια, αλλά ο στόχος του Ισραήλ ήταν ο ίδιος: να χρησιμοποιήσει τη Χαμάς ως αντίβαρο εναντίον των δημοκρατικών, κοσμικών, σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών στοιχείων του παλαιστινιακού αγώνα για την ελευθερία.
Το Ισραήλ έχει καταστήσει σαφές ότι η Ιντιφάντα είναι η πραγματική απειλή ενάντια στην κατοχή της Παλαιστίνης. Και παρά όλες τις προσπάθειες του Ισραήλ να διχάσει και να καταστρέψει το παλαιστινιακό κίνημα αντίστασης, οι παλαιστινιακές μάζες έχουν ξεσηκωθεί ξανά και ξανά. Κανένας στρατός, καμία υπηρεσία ασφαλείας, κανένα «Iron Dome» δεν μπορεί να σταματήσει την τεράστια δύναμη του μαζικού αγώνα, της γενικής απεργίας και της διεθνούς εργατικής αλληλεγγύης. Επομένως λέμε: Ιντιφάντα μέχρι νίκη!
Τζον Γκόρντον
Μετάφραση: Μάριος Καλομενόπουλος