Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΗ κριτική της 4ης Διεθνούς στις ελληνικές οργανώσεις που μιλούσαν στο όνομά...

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Η κριτική της 4ης Διεθνούς στις ελληνικές οργανώσεις που μιλούσαν στο όνομά της κατά τα «Δεκεμβριανά»

Με την ευκαιρία της επετείου των «Δεκεμβριανών», αναδημοσιεύουμε σήμερα από τη γνωστή ιστοσελίδα «Πολιτικό Καφενείο», την κριτική της πολιτικής των ελληνικών οργανώσεων που μιλούσαν στο όνομα της «4ης Διεθνούς», από την Ευρωπαϊκή της Γραμματεία. Το κείμενο αυτό, απόφαση της Γραμματείας, γράφτηκε στις 20 Γενάρη του 1946. Συνιστά μια συνοπτική μαρξιστική κριτική στα σεχταριστικά λάθη οργανώσεων που ενώ μιλούσαν στο όνομα του τροτσκισμού, δεν είχαν αφομοιώσει θεμελιώδη στοιχεία της μεθόδου του Τρότσκι και του επαναστατικού μαρξισμού

Απόφαση της Ευρωπαϊκής Γραμματείας της Τέταρτης Διεθνούς το Γενάρη του 1946

Η Ε.Γ. έλαβε γνώση των βασικών ντοκουμέντων που αφορούν την πολιτική κατά τη διάρκεια της κατοχής και τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944, καθώς και την προπαρασκευαστική συζήτηση για το ενοποιητικό συνέδριο των τριών ομάδων που μιλάνε στο όνομα της Τέταρτης Διεθνούς.

Η Ε.Γ. τιμά τη μνήμη των πολυάριθμων ελλήνων αγωνιστών, οπαδών της Τέταρτης Διεθνούς, που έπεσαν θύματα της τρομοκρατίας των ιμπεριαλιστών γερμανών και ιταλών κατακτητών και της ελληνικής αντίδρασης, καθώς και των σταλινικών.

Χαιρετίζει την απόφαση που πάρθηκε τον περασμένο Σεπτέμβρη από τις ηγεσίες των τριών οργανώσεων, να προχωρήσουν στην ενοποίηση τους μέσα σ’ ένα μοναδικό τμήμα της Τέταρτης Διεθνούς στην Ελλάδα, και λυπάται που οι συνθήκες δεν της επιτρέπουν ακόμα να στείλει επιτόπου έναν αντιπρόσωπο της Διεθνούς.

Από την άλλη πλευρά, η Ε. Γ. ομόφωνα διαπιστώνει ότι ουσιαστικές διαφορές υπάρχουν, τόσο ανάμεσα στις τρεις οργανώσεις, όσο και ανάμεσα στην πολιτική τους και την πολιτική της Διεθνούς, όπως αυτή σε γενικές γραμμές καθορίστηκε από την Ευρωπαϊκοί Συνδιάσκεψη του Φλεβάρη του 1944 και τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Εκτελεστικής Επιτροπής το Γενάρη του 1945 και τον Ιούνη του 1945. Αναλαμβάνει να στείλει μέσα σε λίγες εβδομάδες ένα κείμενο με λεπτομερειακή κριτική των ντοκουμέντων που ήρθαν από την Ελλάδα, όπου θα διασαφηνίζει τη δική της θέση. Αλλά, από τώρα κιόλας θεωρεί απαραίτητο να προσδιορίσει τις γενικές της θέσεις, που έχουν ως εξής:

Η πολιτική που υιοθετήθηκε από το 1943, τόσο από την ηγεσία του Εργατικού Μετώπου {τάση Στίνα, σημείωση Θόδωρου Κουτσουμπού}, όσο κι απ’ αυτή της Εργατικής Πάλης {τάση των οπαδών του Π. Πουλιοπουλου, σημείωση Θ.Κ.} – παρά τις ελαφρές τους διαφορές αντιλήψεων – απέναντι στο ζήτημα του Σαμικού κινήματος στην Ελλάδα, καθώς κι απέναντι στα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944, οφείλει να χαρακτηριστεί σαν τυπικά σεχταριστική και σε σαφή αντίθεση με όλες τις αποφάσεις που αναφέραμε παραπάνω και που προσδιορίζουν τη γραμμή της Διεθνούς.

Οι δυο οργανώσεις δεν κατανοούσαν τη σχέση ανάμεσα στο κίνημα των μαζών – που καθορίστηκε πριν απ’ όλα από τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα με τη δικτατορία του Μεταξά, τον πόλεμο και την κατοχή – και στην ηγεσία του, σταλινική και σταλινίζουσα, μικροαστική εθνικιστική γραφειοκρατική και αντιδραστική, και δεν κατόρθωσαν να διακρίνουν και να αναγνωρίσουν τον αντί-ιμπεριαλιστικό και αντί-καπιταλιστικό χαρακτήρα που περιείχε σε τελευταία ανάλυση αυτό το κίνημα, καθώς και το επαναστατικό δυναμικό του.

Χαρακτηρίζοντας αυτό το κίνημα – που αγκάλιαζε την ολότητα σχεδόν της εργατικής τάξης, πλατιά στρώματα των μικροαστών των πόλεων που είχαν καταστραφεί από τον πληθωρισμό, και των φτωχών χωρικών – είτε σαν «μια ειδική έκφραση του ιμπεριαλιστικού πολέμου» (τάση «Εργατικό Μέτωπο»), είτε σαν ένα «κίνημα μικροαστικό, εθνικιστικό, αντιδραστικό» (τάση «Εργατική Πάλη»), οι ηγεσίες των δυο αυτών οργανώσεων κατέληξαν να κρατήσουν απέναντι του μια υπεραριστερίστικη και σεχταριστική στάση, που απομόνωσε το κίνημα μας από κάθε γόνιμη επαφή με τις κινητοποιημένες μάζες της Ελλάδας. Έχοντας παραγνωρίσει την πραγματική φύση του εθνικού, δημοκρατικού και επαναστατικού κινήματος που αναπτύχθηκε μέσα στην κατοχή στις συγκεκριμένες συνθήκες του ιμπεριαλιστικού πολέμου και της ιδιαίτερης κατάστασης της Ελλάδας, οι δυο ηγεσίες βρέθηκαν άοπλες ιδεολογικά μπροστά στα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944 και υιοθέτησαν απέναντι τους μια πολιτική σεχταριστικής άρνησης.

Ξεκινώντας από τη λαθεμένη τους εκτίμηση για το κίνημα, οι δυο ηγεσίες βρέθηκαν άοπλες ιδεολογικά μπροστά στα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944 και υιοθέτησαν απέναντι τους μια πολιτική σεχταριστικής άρνησης. Ξεκινώντας από τη λαθεμένη τους εκτίμηση για το κίνημα, οι δυο ηγεσίες δεν μπόρεσαν να προβλέψουν το αναπόφευκτο σχεδόν μιας βίαιης σύγκρουσης ανάμεσα στις μάζες και την μπουρζουαζία, της οποίας η κλονισμένη και σχεδόν ανύπαρκτη εξουσία την επαύριον της «απελευθέρωσης» δεν θα μπορούσε να ξαναστεριωθεί παρά μέσα από φόρμες, περισσότερο ΄η λιγότερο ανοιχτές, του εμφύλιου πολέμου.

Η σύγκρουση δεν ήταν κυρίως ανάμεσα στον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό και τη σοβιετική γραφειοκρατία – όσο σημαντικά πλεονεκτήματα κι αν μπορούσε να έχει αυτή η τελευταία από αυτή τη σύγκρουση – ούτε ανάμεσα στη γραφειοκρατική ηγεσία του κινήματος και την αστική αντίδραση – με σκοπό να ενσωματωθεί η πρώτη μέσα στον κρατικό μηχανισμό. Αλλά (η σύγκρουση ήταν κυρίως) ανάμεσα στις μάζες – που αντικειμενικά επιτίθονταν ενάντια στην αστική εξουσία και είχαν υποσκάψει το κύρος και την αρχή του αστικού Κράτους – και στην μπουρζουαζία στο σύνολο της, ενεργητικά επικουρούμενη από τον ξένο ιμπεριαλισμό.

Με το πρόσχημα ότι το προλεταριάτο δεν εμφανίζονταν απευθείας μέσα στα γεγονότα του Δεκέμβρη κάτω από τη δική του ταξική σημαία και ότι το κίνημα διευθυνόταν από μια μικροαστική δημοκρατική, εθνικιστική και σταλινική ηγεσία, οι δυο ηγεσίες χαρακτήρισαν τον αντικειμενικά αντιϊμπεριαλιστικό και αντικαπιταλιστικό αγώνα των ελληνικών μαζών σαν ένα πραξικόπημα, στερημένο από κάθε ταξικό χαρακτήρα και χωρίς κανένα προοδευτικό περιεχόμενο, απέναντι στο οποίο η μόνη σωστή θέση ήταν μια στάση «εξίσου ανεξάρτητη και εχθρική και προς τις δυο αντιμαχόμενες μερίδες».

Το αποτέλεσμα όλου αυτού του προσανατολισμού και της αντιδιαλεκτικής και σεχταριστικής εκτίμησης – της οποίας οι θεωρητικές ρίζες βρίσκονται εν μέρει στη σύγχυση που χαρακτηρίζει τη θέση και των δυο οργανώσεων (παρά τις διαφορές αντιλήψεων) πάνω στο ζήτημα της ΕΣΣΔ και του σταλινισμού – συγκεκριμενοποιείται τώρα με την έλλειψη ενός σαφούς προγράμματος που να ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες καταστάσεις της Ελλάδας, ικανού να συνδέσει το κίνημα μας με τις μάζες και να διευκολύνει το ωρίμασμα της επαναστατικής τους συνείδησης.

Το ζήτημα δεν είναι να διακηρύσσουμε αφηρημένα και γενικά το σοσιαλιστικό πρόγραμμα, την αναγκαιότητα της προλεταριακής επανάστασης και τον αντιδραστικό χαρακτήρα της φύσης και της πολιτικής του σταλινισμού, αλλά να τα αποδείξουμε όλα αυτά στις μάζες μέσα από τη δική τους συγκεκριμένη εμπειρία. Για να γίνει αυτό, είναι απόλυτη ανάγκη το κίνημα μας στην Ελλάδα να ερμηνέψει με σαφήνεια, μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες της χώρας, το νόημα του μεταβατικού μας προγράμματος του 1938. Η Ε. Γ. με ευχαρίστηση διαπιστώνει ότι η μειοψηφούσα τάση της Εργατικής Πάλης καθώς και η περιφερειακή Επιτροπή του Πειραιά, δείχνουν ήδη μια κατανόηση αυτής της αναγκαιότητας. Η Ε. Γ. επιδοκιμάζει γενικά το πρόγραμμα που υποστηρίχτηκε από την μειοψηφία της «Εργατικής Πάλης» μέσα στην έκθεση της για το Ενωτικό Συνέδριο και ιδιαίτερα τη θέση της:

1.     Πάνω στο ζήτημα της κυβέρνησης, με την προώθηση του συνθήματος «Το ΕΑΜ στην εξουσία», απαλλαγμένο από κάθε πράκτορα των αστικών κομμάτων, ως συνασπισμός εργατικών και αγροτικών κομμάτων, σπάζοντας από κάθε συνεργασία με την μπουρζουαζία, και υποστηρίζοντας ένα πρόγραμμα δημοκρατικής και αντικαπιταλιστικής δράσης κάτω από το έλεγχο και την προστασία των εργατικών και αγροτικών μαζών. Το κόμμα μας, ενώ δεν έχει σκοπό να μπει μέσα σε μια τέτοια κυβέρνηση ούτε να πάρει οποιαδήποτε πολιτική ευθύνη γι’ αυτήν, θα είναι ωστόσο έτοιμο να της προσφέρει την επαναστατική του βοήθεια, εάν σπάσει πραγματικά κάθε δεσμό με την μπουρζουαζία και ενταχθεί – κινητοποιώντας τις μάζες – σ’ έναν αντικαπιταλιστικό αγώνα.

2.     Πάνω στο ζήτημα της μοναρχίας και του δημοψηφίσματος, με την προώθηση του συνθήματος της πάλης για την κατάργηση της μοναρχίας και την ψήφο για τη Δημοκρατία στο δημοψήφισμα, εξηγώντας ταυτόχρονα στην προπαγάνδα μας ότι για μας η Δημοκρατία δεν είναι η αστική Δημοκρατία, αλλά η σοσιαλιστική Δημοκρατία, στην οποία δεν μπορούν να φτάσουν οι μάζες χωρίς την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού.

3.     Πάνω στα δημοκρατικά και μεταβατικά συνθήματα που αφορούν την εξασφάλιση των δημοκρατικών ελευθεριών, τον αφοπλισμό, τον αγώνα ενάντια στις αντιδραστικές και φασιστικές ορδές, τις οικονομικές διεκδικήσεις των εργατικών και μικροαστικών μαζών της πόλης και της υπαίθρου.

Η Ε. Γ. θεωρεί εξάλλου ότι το καθήκον του τμήματος της Τέταρτης Διεθνούς στην Ελλάδα είναι να παλέψει για να αποσπάσει από την μπουρζουαζία την ολοκληρωτική του νομιμοποίηση ως οργάνωση, και να πάρει ενεργητικό μέρος στις προσεχείς εκλογές στην περίπτωση που το ΕΑΜ δεν θα τις μποϋκοτάρει. Το τμήμα μας οφείλει να παρακολουθήσει με ιδιαίτερη προσοχή το σχηματισμό ενός ενωμένου Σοσιαλιστικού Κόμματος στην Ελλάδα, να οργανώσει από τώρα τη φράξια του στο εσωτερικό του, και να υιοθετήσει απέναντι του μια πολιτική ενιαίου Μετώπου, καθώς και με την αρχειομαρξιστική οργάνωση, σ’ όλες τις περιπτώσεις που αυτό θα ήταν αναγκαίο και δυνατό. Το κόμμα μας οφείλει να αναγράψει μέσα στο πρόγραμμα του το σύνθημα για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του ελληνικού λαού, να καταγγείλει τον αντιδραστικό χαρακτήρα της εγγλέζικης κατοχής, να απαιτήσει την αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων, συνδυάζοντας ταυτόχρονα αυτή τη δράση με την πολιτική της συναδέλφωσης με τους βρετανούς φαντάρους, και την προπαγάνδα του συνθήματος για τη Βαλκανική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία και τις Ηνωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης.

Η Ε. Γ. θεωρεί ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που απειλεί το ελληνικό μας κίνημα, είναι αυτός του σεχταρισμού, και ότι καμιά πραγματική πρόοδος δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί για όσο διάστημα οι οπαδοί της Τέταρτης Διεθνούς στην Ελλάδα δεν βγάζουν καθαρά και ειλικρινά τα μαθήματα της εμπειρίας τους, δεν αναγνωρίζουν τα σφάλματα τους, δεν ενοποιούνται, δεν υποτάσσονται στην πειθαρχία της Διεθνούς, και δεν υιοθετούν ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα.

Οπωσδήποτε η Διεθνής δεν θα μπορούσε να αναγνωρίσει σαν επίσημο τμήμα της στην Ελλάδα, παρά εκείνους που είναι διατεθειμένοι να ανασυνταχθούν πάνω σε μια τέτοια πολιτική βάση που ήδη αναφέραμε και που αποτελεί τη συγκεκριμένη ερμηνεία του μεταβατικού προγράμματος μας για τις ελληνικές συνθήκες και (εκείνους που είναι διατεθειμένοι) να υπακούσουν στη διεθνή πειθαρχία, κρατώντας φυσικά ταυτόχρονα το δικαίωμα να υπερασπίζονται τις διαφορετικές τους απόψεις στο εσωτερικό της ενοποιημένης οργάνωσης.

Έχουμε την πεποίθηση ότι θα δεχτείτε αυτούς τους όρους και ότι από το ενωτικό σας Συνέδριο, που θα προετοιμάσετε μέσα σ’ αυτό το πνεύμα, θα δημιουργηθεί ένα τμήμα ενιαίο, πολιτικά οπλισμένο και πειθαρχημένο στην Τετάρτη Διεθνή, ικανό να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στο ελληνικό προλεταριάτο, για να αντιμετωπίσει με επιτυχία τους μεγάλους ταξικούς αγώνες που το περιμένουν, καθώς και το διεθνές προλεταριάτο.


20 του Γενάρη 1946

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα