Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΗ γυναίκα, το εργατικό κίνημα και ο σοσιαλισμός - Μέρος 1ο

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Η γυναίκα, το εργατικό κίνημα και ο σοσιαλισμός – Μέρος 1ο

Το εξελισσόμενο κύμα καταγγελιών περιστατικών σεξουαλικής κακοποίησης εναντίον γυναικών έχει δημιουργήσει στην ελληνική κοινωνία ένα μεγάλο ρεύμα συμπάθειας και αλληλεγγύης για τα θύματα και έχει φέρει στο προσκήνιο την πολιτική συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να ξεριζωθεί η καταπίεση της γυναίκας. Οι κατάλληλες απαντήσεις σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα από τη σκοπιά του επιστημονικού σοσιαλισμού περιέχονται σε μια σειρά κειμένων που δημοσιεύουμε στην ιστοσελίδα μας. Το κείμενο που δημοσιεύουμε σήμερα είναι το πρώτο μέρος ενός κειμένου του Άλαν Γουντς και της Άνα Μουνιόθ που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά στις 8/2/2010.

«Το να αλλάξουμε ολοκληρωτικά την θέση των γυναικών θα γίνει δυνατό μόνο όταν μεταβληθούν όλες οι συνθήκες της κοινωνικής, οικογενειακής και κυρίαρχης ζωής». (Λ. Τρότσκι: «Γυναίκες και Οικογένεια»)

Ο καπιταλισμός βρίσκεται σε ολοκληρωτικό αδιέξοδο. Η κρίση του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο πέφτει με μεγαλύτερη ένταση στους ώμους των γυναικών και της νεολαίας. Ήδη από τον περασμένο αιώνα, ο Μαρξ τόνιζε την τάση του καπιταλισμού να δημιουργεί υπερκέρδη από την εκμετάλλευση των γυναικών και των παιδιών. Στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ γράφει:

«Η εργασία συνεπώς των γυναικών και των παιδιών ήταν το πρώτο πράγμα που αγοράστηκε από τους καπιταλιστές που χρησιμοποιούσαν μηχανές. Αυτή η μεγάλη δεξαμενή εργατικής δύναμης μεταβλήθηκε αμέσως σε ένα μέσο για την αύξηση του αριθμού των μισθωτών εργατών, δίνοντας ρόλο, κάτω από την άμεση κυριαρχία του κεφαλαίου, σε κάθε μέλος της εργατικής οικογένειας, χωρίς καμιά διάκριση φύλου ή ηλικίας. Η αναγκαστική εργασία ιδιοποίησε προς όφελος των καπιταλιστών όχι μόνο τους χώρους που έπαιζαν τα παιδιά, αλλά επίσης και τους χώρους ελεύθερης εργασίας στο σπίτι μέσα σε υποφερτά όρια, για την υποστήριξη της οικογένειας». (Μαρξ, Κεφάλαιο, Τομ. 1)

Στις ανεπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού, η μεταβαλλόμενη μορφή παραγωγής και η συνεχής προσπάθεια των καπιταλιστών να αυξήσουν τα ποσοστά κέρδους, οδήγησαν στη μέγιστη απασχόληση των γυναικών και των νέων, οι οποίοι υποβάλλονταν στη χειρότερη μορφή εκμετάλλευσης, δουλεύοντας για χαμηλούς μισθούς κάτω από άθλιες συνθήκες με ελάχιστα ή καθόλου δικαιώματα. Στην Αμερική, τα τελευταία 50 χρόνια προστέθηκαν κάπου 40 εκατομμύρια άνθρωποι στη συνολική εργατική δύναμη. Στην Ευρώπη, περίπου 30 εκατομμύρια. Το 1950, μόνο το ένα τρίτο του συνόλου των Αμερικανίδων που βρισκόταν σε εργάσιμη ηλικία είχαν κάποια θέση εργασίας. Τον περασμένο χρόνο, το ποσοστό αυτό ήταν σχεδόν τρεις στις τέσσερις. Σύμφωνα με τις στατιστικές, σε κάποιο σημείο της ζωής τους, το 99% των Αμερικανίδων θα εργαστούν σε κάποια μισθωτή θέση. Η εργασία των γυναικών είναι από μόνη της ένα προοδευτικό γεγονός. Αποτελεί την προϋπόθεση για την απελευθέρωση των γυναικών από τα στενά όρια του σπιτιού και της αστικής οικογένειας και για την πλήρη και ελεύθερη ανάπτυξή τους ως ανθρώπινα όντα και μέλη της κοινωνίας.

Το καπιταλιστικό σύστημα όμως θεωρεί απλά τις γυναίκες σαν μια εύκολη πηγή φθηνής εργασίας και τμήμα του «εφεδρικού στρατού εργατών», που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, όταν υπάρχει έλλειψη εργατικής δύναμης σε συγκεκριμένους τομείς της παραγωγής και να εγκαταλειφθεί ξανά όταν η ανάγκη αυτή εκλείψει. Αυτό το είδαμε να συμβαίνει και στους δύο παγκόσμιους πολέμους, όταν οι γυναίκες σύρθηκαν στα εργοστάσια για να αντικαταστήσουν τους άντρες, που είχαν κληθεί στο στρατό και στάλθηκαν πίσω στα σπίτια τους, όταν ο πόλεμος τελείωσε. Οι γυναίκες ενθαρρύνθηκαν να μπουν στους χώρους εργασίας ξανά την περίοδο καπιταλιστικής ανάπτυξης τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, όπου ο ρόλος τους ήταν ανάλογος εκείνου των μεταναστριών γυναικών σαν εφεδρικός στρατός φτηνών χεριών. Την τελευταία περίοδο, ο αριθμός των εργαζόμενων γυναικών έχει αυξηθεί, για να γεμίσει τα κενά της παραγωγικής διαδικασίας. Από μόνο του κάτι τέτοιο αποτελεί μια προοδευτική εξέλιξη. Αλλά, παρά τα μεγάλα λόγια για «τον κόσμο των ανερχόμενων γυναικών» και τη «γυναικεία εξουσία», και παρά τους νόμους που υποτίθεται πως εγγυώνται την «ισότητα», οι γυναίκες εργαζόμενες παραμένουν το περισσότερο εκμεταλλευόμενο και καταπιεσμένο κομμάτι του προλεταριάτου.

Στο παρελθόν, η μάζα των πολιτικά αδιάφορων, ανοργάνωτων και παθητικών γυναικών προσέφερε μια κοινωνική βάση για την αντίδραση. Οι αστοί, χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες της Εκκλησίας και του Τύπου (τα «γυναικεία» περιοδικά κ.λπ.) βασίζονταν σ’ αυτό το στρώμα για να κρατηθούν στην εξουσία. Αλλά οι γυναίκες, κυρίως στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, δεν είναι πλέον διατεθειμένες να παραμείνουν αδιάφορες και να αποδεχθούν παθητικά τον παραδοσιακό ρόλο της «οικογένειας, της εκκλησίας και των παιδιών». Αυτό είναι ένα πολύ προοδευτικό βήμα, που εγκυμονεί μεγάλες εξελίξεις για το μέλλον. Με τον ίδιο τρόπο που οι αστοί έχουν σε μεγάλο βαθμό απωλέσει τα μαζικά κοινωνικά αποθέματα αντίδρασης των αγροτών στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και τη Δυτική Ευρώπη, έτσι και οι γυναίκες δεν αποτελούν πλέον μια εφεδρεία οπισθοδρόμησης και αντίδρασης, όπως στο παρελθόν. Η κρίση του καπιταλισμού, με τις συνεχείς επιθέσεις στις γυναίκες και την οικογένεια, θα αυξήσει την ριζοσπαστικοποίηση ακόμα μεγαλύτερων στρωμάτων γυναικών και θα τις ωθήσει σε επαναστατική κατεύθυνση. Είναι πολύ σημαντικό οι μαρξιστές να αντιληφθούν το τεράστιο επαναστατικό δυναμικό των γυναικών και να κάνουν τα απαραίτητα βήματα ώστε να το προσεγγίσουν.

Η Πρώτη Διεθνής

Το ζήτημα των γυναικών καταλάμβανε πάντα κυρίαρχη θέση στη θεωρία και την πρακτική του μαρξισμού. Η Πρώτη Διεθνής αντιμετώπισε τον αγώνα για μεταρρυθμίσεις πολύ σοβαρά. Παρακάτω παραθέτουμε ένα ερωτηματολόγιο για τις συνθήκες εργασίας, γραμμένο από τον Μαρξ τον Αύγουστο του 1866, που στάλθηκε από το Γενικό Συμβούλιο της Α’ Διεθνούς σε όλα τα τμήματα:

Όνομα βιομηχανίας:
Ηλικία και φύλο εργαζομένου:
Αριθμός εργαζομένων:
Μισθοί και μεροκάματα:
Α. Μαθητευόμενοι:
Β. Αμοιβή με την ημέρα ή με το κομμάτι:
Γ. Κλιμάκωση αμοιβής μεσαζόντων. Μέσος όρος εβδομαδιαία και ετήσια:
Α. Ώρες δουλειάς στα εργοστάσια:
Β. Ώρες δουλειάς στους μικρούς εργαζόμενους και στο σπίτι, αν η δουλειά γίνεται με τέτοιους διαφορετικούς τρόπους:
Γ. Νυκτερινή εργασία και εργασία την ημέρα:
Διαλείμματα φαγητού και συμπεριφορά:
Είδος εργαστηρίων και υπερπληθυσμός στους χώρους εργασίας, ελαττωματικός αερισμός, ύπαρξη φυσικού φωτός ή φωτός υγραερίου, καθαριότητα κλπ.:
Φύση εργασίας:
Επιπτώσεις της εργασίας στις φυσικές συνθήκες:
Ηθική κατάσταση και Εκπαίδευση:
Κατάσταση εμπορίου: αν είναι εποχιακό ή σχεδόν ομοιόμορφα κατανεμημένο σε ολόκληρο το χρόνο, αν παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις, αν αντιμετωπίζει ανταγωνισμό από το εξωτερικό, αν προορίζεται κυρίως για τις αγορές του εσωτερικού ή του εξωτερικού κλπ.:

Περιορισμός της εργάσιμης ημέρας

«Μια προϋπόθεση, χωρίς την οποία όλες οι προσπάθειες για βελτίωση και χειραφέτηση θα αποδειχθούν άκαρπες, είναι ο περιορισμός της εργάσιμης ημέρας.

Χρειάζεται να επανακτήσουμε την υγεία και την φυσική ενέργεια της εργατικής τάξης, δηλαδή του βασικού σώματος κάθε έθνους, όπως επίσης και να τους εγγυηθούμε την δυνατότητα πνευματικής ανάπτυξης, κοινωνικής συναναστροφής, κοινωνικής και πολιτικής δράσης» (Πρακτικά του Γενικού Συμβουλίου της Πρώτης Διεθνούς, 1864 – 1866, σ. 342-3).

Πρότειναν οκτώ ώρες εργασίας σαν το νόμιμο όριο της εργάσιμης μέρας. Η νυχτερινή εργασία θα έπρεπε να επιτρεπόταν κατ’ εξαίρεση, μόνο σε επαγγελματικές δραστηριότητες ή σε επαγγελματικούς τομείς που θα καθορίζονταν συγκεκριμένα από το νόμο. Η γενική τάση θα έπρεπε να ήταν η απαγόρευση όλων των νυκτερινών εργασιών. Παρ’ όλα αυτά το κείμενο συνεχίζει: «Η παράγραφος αυτή αναφέρεται μόνο σε ενήλικα άτομα, άντρες και γυναίκες, όπου οι τελευταίες παρ’ όλα αυτά θα πρέπει να εξαιρεθούν αυστηρά από κάθε είδους βραδινή εργασία και κάθε είδους εργασία που βλάπτει την λεπτότητα του φύλου ή εκθέτει τα σώματά τους σε δηλητηριώδη και κάθε είδους επιβλαβή περιβάλλοντα. Σαν ενήλικα άτομα αντιλαμβανόμαστε όλα τα άτομα που έχουν φτάσει ή ξεπεράσει το 18ο έτος της ηλικίας τους» (ίδιο σ. 343).

Δεν είναι γενικά γνωστό ότι η κόρη του Μαρξ, η Ελεονόρα, έπαιξε ενεργό ρόλο στις εργαζόμενες γυναίκες στα «σκυλίσια επαγγέλματα», στο Εast End του Λονδίνου. Σε ένα άρθρο στην εφημερίδα Sweating, σχετικά με τα γραφεία δακτυλογράφησης, για τα οποία πρότεινε την δημιουργία ενός συνδικάτου που θα έπρεπε να περιλαμβάνει τόσο εκείνους που δακτυλογραφούν σπίτι όσο και εκείνους που το κάνουν σε επαγγελματικούς χώρους, γράφει: «Eάν θέλεις να ζήσεις από την εργασία σου θα πρέπει να εργάζεσαι υπό μεγάλη πίεση και πολύ περισσότερες από 8 ώρες την ημέρα» (Yvonne Kapp, Eleanor Marx, The Crowded Years, 1884-98, σ. 364). Πόσο αληθινές ακούγονται αλήθεια αυτές οι λέξεις σήμερα, εκατό χρόνια μετά!

Ένα σημαντικό σημείο καμπής ήταν η απεργία στο Λονδίνο των «κοριτσιών με τα σπίρτα» το 1888, όταν αυτό το τρομακτικά καταπιεσμένο και εξαθλιωμένο τμήμα των εργατριών εξεγέρθηκε ενάντια στους καταπιεστές του. Στο εργοστάσιο του Bow, στην φτωχική συνοικία του East End, η εργατική δύναμη αποτελούνταν αποκλειστικά από γυναίκες, από δεκατριάχρονα κορίτσια ως μητέρες με μεγάλες οικογένειες. Οι βάρβαρες συνθήκες εκεί ήταν παρόμοιες με εκείνες που ζουν σήμερα οι εργάτριες στον τρίτο κόσμο. Η χρήση του λευκού φωσφόρου για την κατασκευή των σπίρτων προκαλούσε μια θανατηφόρα αρρώστια που κατέτρωγε τα κόκαλα των σιαγόνων, αφού οι εργάτες έπρεπε να τρώνε στην ολοκληρωτικά μολυσμένη ατμόσφαιρα των εργοστασιακών χώρων. Οι άθλιοι μισθοί γίνονταν ακόμα χειρότεροι μέσα από το άδικο σύστημα των προστίμων, που επιβάλλονταν συχνά για τα πιο μηδαμινά λάθη που γίνονταν λόγω της σωματικής εξάντλησης. Σαν αποτέλεσμα αυτού, το μέρισμα που έπαιρναν οι μέτοχοι από τα πρόστιμα έφτανε το 22% των συνολικών τους εσόδων.

Τον Ιούλιο του 1888, 672 από τις εργαζόμενες, υπερνικώντας τον φόβο τους, κατέβηκαν σε απεργία. Μέσα σε ένα δεκαπενθήμερο, εξ αιτίας της συμπαράστασης των εργατικών συνδικάτων και μιας δημόσιας εκστρατείας που μάζεψε το σημαντικό για την εποχή εκείνη ποσό των 400 λιρών, οι γυναίκες κέρδισαν σημαντικές παραχωρήσεις. Έτσι, αυτές οι ανειδίκευτες εργάτριες οργάνωσαν το Συνδικάτων Κατασκευαστών Σπίρτων – το μεγαλύτερο συνδικάτο που αποτελούνταν από γυναίκες και κορίτσια στην Αγγλία. Αυτό ήταν ένα γιγάντιο βήμα μπροστά, προς την έκρηξη του «Νέου Συνδικαλισμού» στη Βρετανία όπου, για πρώτη φορά, το ανειδίκευτο προλεταριάτο οργανώθηκε σε συνδικάτα. Η διαδικασία αυτή εμπεριέχει σπουδαία διδάγματα για την σημερινή περίοδο όπου, όπως 100 χρόνια πριν, ένας μεγάλος αριθμός ανειδίκευτων ή μισο-ειδικευμένων εργατών είναι ανοργάνωτος και ένα μεγάλο ποσοστό του είναι γυναίκες.

Οι μπολσεβίκοι και οι γυναίκες

Οι μπολσεβίκοι αντιμετώπιζαν πάντα με μεγάλη σοβαρότητα την επαναστατική δουλειά στις εργαζόμενες γυναίκες. Ο Λένιν, μάλιστα, έδωσε μεγάλη σημασία στο ζήτημα αυτό, ειδικά την περίοδο της επαναστατικής ανόδου του 1912-14 και στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν εκείνη τη περίοδο που άρχισε να γιορτάζεται η Διεθνής Ημέρα της Γυναίκας (8 Μάρτη) με μαζικές εργατικές διαδηλώσεις. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η Φεβρουαριανή Επανάσταση (που έγινε Μάρτη σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο) ξεκίνησε ενάντια στον πόλεμο και το υψηλό κόστος ζωής.

Οι σοσιαλδημοκράτες είχαν αρχίσει συστηματική δουλειά στις γυναίκες εργαζόμενες την περίοδο της ανόδου του 1912-14. Οι μπολσεβίκοι οργάνωσαν την πρώτη Διεθνή Συνάντηση για την Ημέρα της Γυναίκας το 1913. Την ίδια χρονιά, η Πράβδα άρχισε να δημοσιεύει τακτικά μια σελίδα αφιερωμένη στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες. Οι μπολσεβίκοι κυκλοφόρησαν μια γυναικεία εφημερίδα την Ρομπότνιτσα (Γυναίκα Εργαζόμενη) το 1914, που το πρώτο της τεύχος κυκλοφόρησε την Διεθνή Ημέρα της Γυναίκας, όταν το κόμμα οργάνωσε ξανά διαδηλώσεις. Η εφημερίδα απαγορεύτηκε τον Ιούλιο μαζί με τον υπόλοιπο εργατικό Τύπο. Η μπολσεβίκικη εφημερίδα στηρίχθηκε οικονομικά από εργαζόμενες γυναίκες σε εργοστάσια και μοιραζόταν από αυτές στους εργατικούς χώρους. Είχε αναφορές στις συνθήκες ζωής και στους αγώνες των εργαζομένων γυναικών στην Ρωσία και το εξωτερικό και ενθάρρυνε τις γυναίκες να συμμετέχουν στον αγώνα με τους άντρες συναδέλφους τους. Τις προέτρεπε να απορρίψουν το γυναικείο κίνημα, που προερχόταν από τις αστές γυναίκες, μετά την επανάσταση του 1905.

Η επαναστατική δουλειά των σοσιαλδημοκρατών στη Ρωσία, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αντιμετώπισε τρομερές δυσκολίες, Το κόμμα και τα συνδικάτα ήταν παράνομα. Αλλά, από το 1915 το κίνημα άρχισε να ανακάμπτει από τα κτυπήματα που δέχθηκε τους πρώτους μήνες του πολέμου. Εκεί που άρχισε να πετυχαίνει σημαντικά κέρδη ήταν στις γυναίκες που μπήκαν μαζικά στο βιομηχανικό εργατικό δυναμικό. Με το ξέσπασμα του πολέμου, οι γυναίκες αποτελούσαν σχεδόν το ένα τρίτο των βιομηχανικών εργατών και ένα μεγαλύτερο ποσοστό ήταν στην κλωστοϋφαντουργική βιομηχανία. Αυτό αυξήθηκε ακόμα περισσότερο στη διάρκεια του πολέμου, καθώς οι άντρες πήγαιναν στο στρατό. Η κατάσταση των γυναικών χειροτέρεψε στην διάρκεια του πολέμου, καθώς πολλές από αυτές έγιναν η μοναδική πηγή στήριξης των οικογενειών τους και τα βασικά αγαθά γίνονταν ακριβότερα και σπανιότερα. Γυναίκες εργαζόμενες συμμετείχαν σε πολλές απεργίες και διαδηλώσεις ενάντια στις οικονομικές κακουχίες που δημιουργούνταν εξαιτίας της συμμετοχής της Ρωσίας στον πόλεμο.

Αν και το Μπολσεβίκικο κόμμα παρέμενε στην σύνθεσή του κόμμα κυρίως αντρών (στο 6ο συνέδριο των μπολσεβίκων, τον Αύγουστο του 1917, οι γυναίκες αποτελούσαν μόνο το 6% των αντιπροσώπων), η στρατολόγηση εργαζομένων γυναικών σε σημαντικούς αριθμούς άρχισε την περίοδο ανάκαμψης του 1912-14. Το παρακάτω απόσπασμα είναι από μια προκήρυξη με τίτλο, «Προς την Εργαζόμενη Γυναίκα του Κίεβου», και μοιράστηκε από τους μπολσεβίκους στο Κίεβο της Ουκρανίας στις 8 Μάρτη 1915 (Διεθνή Ημέρα της Γυναίκας). Η προκήρυξη αυτή μας δίνει μια ιδέα για το τρόπο με τον οποίο οι μπολσεβίκοι προσέγγιζαν το ζήτημα στη δημόσια προπαγάνδα τους. Έκαναν έκκληση για τη σύνδεση της καταπίεσης των γυναικών με αυτήν της καταδυνάστευσης των αντρών εργατών και για ένα πρόγραμμα απελευθέρωσης όλων των εργαζομένων ανθρώπων:

«Αν και οι περισσότεροι εργάτες περνούν αξιοθρήνητα, η κατάσταση των γυναικών είναι πολύ χειρότερη. Στα εργοστάσια και στους χώρους εργασίας, δουλεύουν για κάποιον καπιταλιστή, στο σπίτι δουλεύουν για την οικογένεια.

Χιλιάδες γυναίκες πουλούν την εργασία τους στο κεφάλαιο. Χιλιάδες εργάζονται σαν σκλάβες σε κάποια μισθωτή θέση. Χιλιάδες και εκατοντάδες χιλιάδες υποφέρουν κάτω από το ζυγό της οικογένειας και της κοινωνικής καταπίεσης. Και για τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων γυναικών φαίνεται πως αυτός είναι ο τρόπος ζωής που πρέπει να έχουν. Αλλά είναι πράγματι αλήθεια ότι η εργαζόμενη γυναίκα δεν μπορεί να ελπίζει σε ένα καλύτερο μέλλον και ότι η μοίρα την έχει καταδικάσει σε μια ζωή δουλειάς και μόνο δουλειάς, χωρίς ανάπαυση ούτε μέρα ούτε νύχτα;

Συντρόφισσες, γυναίκες εργαζόμενες. Οι άντρες σύντροφοι συμπαρατάσσονται μαζί μας. Η δική τους και η δική μας μοίρα είναι κοινή. Αλλά αυτοί πέρασαν πολλά μέχρι να μάθουν το μόνο δρόμο για μια καλύτερη ζωή – το δρόμο του οργανωμένου αγώνα της εργασίας ενάντια στο κεφάλαιο, το δρόμο του αγώνα ενάντια σε κάθε μορφή καταπίεσης, κακού και βίας.

Γυναίκες εργαζόμενες, δεν υπάρχει άλλος δρόμος για μας. Τα συμφέροντα των εργαζομένων αντρών και των γυναικών είναι ίδια, είναι ταυτόσημα. Μόνο με ένα ενωμένο αγώνα μαζί με τους άντρες εργαζόμενους, σε κοινές εργατικές οργανώσεις – στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, στα συνδικάτα, στα εργατικά κέντρα και στους συνεταιρισμούς – θα διεκδικήσουμε τα δικαιώματα μας και θα κερδίσουμε μια καλύτερη ζωή» (Ο αγώνας του Λένιν για μια Επαναστατική Διεθνή, σ. 268).

Οι γυναίκες μετά τον Οκτώβρη

Στην τσαρική Ρωσία, οι γυναίκες σύμφωνα με το νόμο ήταν σκλάβες στους συζύγους τους. Σύμφωνα με την τσαρική νομοθεσία: «Η γυναίκα πρέπει να υπακούει στο σύζυγό της, σαν αρχηγό της οικογένειας, να παραμένει μαζί του με αγάπη, σεβασμό, απεριόριστη υπακοή, να του κάνει κάθε χατίρι και να του δείχνει κάθε δυνατή στοργή σαν σύζυγος».

Το πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος του 1917 δήλωνε: «Σκοποί του κόμματος την παρούσα στιγμή είναι η βασική δουλειά στο βασίλειο των ιδεών και της εκπαίδευσης, έτσι ώστε να καταστραφούν ολοσχερώς όλα τα ίχνη των προηγούμενων αδικιών ή προκαταλήψεων, ειδικά ανάμεσα στα καθυστερημένα στρώματα του προλεταριάτου και των αγροτών. Χωρίς να περιορίζεται στην τυπική ισότητα των γυναικών, το κόμμα αγωνίζεται να τις απελευθερώσει από τα υλικά βάρη της απόλυτης σπιτικής δουλείας, αντικαθιστώντας την από κοινωνικά σπίτια, δημόσια εστιατόρια, καθαριστήρια και πλυντήρια, παιδικούς σταθμούς κ.λπ.».

Παρ’ όλα αυτά, η δυνατότητα να εφαρμοστεί ένα τέτοιο πρόγραμμα βασιζόταν στο γενικότερο βιοτικό επίπεδο και την κουλτούρα της κοινωνίας, όπως εξήγησε ο Τρότσκι στο άρθρο του «Από την Παλιά Οικογένεια στη Νέα», που δημοσιεύτηκε στην Πράβδα στις 13 Ιουλίου 1923:

«Οι φυσικές προετοιμασίες για τις συνθήκες της νέας ζωής και της νέας οικογένειας δεν μπορούν επίσης να διαχωριστούν από τη γενικότερη δουλειά της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Το εργατικό κράτος πρέπει να γίνει πιο εύρωστο, με σκοπό να μπορέσει με σοβαρότητα να αναλάβει τη δημόσια εκπαίδευση των παιδιών και να απελευθερώσει την οικογένεια από το βάρος της κουζίνας και της φασίνας. Η κοινωνικοποίηση της οικογενειακής φροντίδας και η δημόσια εκπαίδευση των παιδιών είναι αδύνατη χωρίς μια σημαντική βελτίωση των οικονομικών μας σαν σύνολο. Χρειαζόμαστε περισσότερο σοσιαλιστικές οικονομικές μορφές. Μόνο κάτω από τέτοιες συνθήκες, μπορούμε να απελευθερώσουμε την οικογένεια από τις λειτουργίες και τις σκοτούρες που τώρα την καταπιέζουν και την αποσαθρώνουν. Το πλύσιμο πρέπει να γίνεται σε δημόσια πλυντήρια, η διατροφή από δημόσια εστιατόρια, το ράψιμο από δημόσια εργαστήρια. Τα παιδιά θα πρέπει να εκπαιδεύονται από κατάλληλους δημόσιους εκπαιδευτικούς, που έχουν πράγματι επαγγελματική κατάρτιση για αυτή τη δουλειά. Τότε, οι δεσμοί μεταξύ των συζύγων θα απελευθερωθούν από κάθε εξωτερικό και τυχαίο παράγοντα και ο ένας θα σταματήσει να απορροφά την ζωή του άλλου. Τουλάχιστον θα υπάρξει γνήσια ισότητα. Ο δεσμός θα βασίζεται στην αμοιβαία εκτίμηση. Και ειδικά, σε αυτή τη βάση, θα αποκτήσει εσωτερική σταθερότητα, όχι την ίδια βέβαια για τον καθένα, αλλά υποχρεωτικά για όλους».

Η επανάσταση των μπολσεβίκων έβαλε τα θεμέλια για την κοινωνική χειραφέτηση των γυναικών και, παρά το ότι η σταλινική αντεπανάσταση αποτέλεσε μια σχετική οπισθοχώρηση, είναι αναντίρρητο ότι οι γυναίκες στη Σοβιετική Ένωση έκαναν τεράστια άλματα μπροστά στον αγώνα για ισότητα. Οι γυναίκες δεν ήταν πλέον υποχρεωμένες να ζουν με τους συζύγους τους ή να τους ακολουθούν, όταν μια αλλαγή εργασίας σήμαινε και αλλαγή του τόπου κατοικίας. Τους δόθηκαν ίσα δικαιώματα, ώστε να είναι αρχηγοί οικογενειών και έπαιρναν ίδιους μισθούς. Δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στο ρόλο των γυναικών ως μητέρες και θεσπίστηκαν ειδικοί νόμοι για τη μητρότητα, που απαγόρευαν την εργασία για πολλές ώρες ή την νύχτα και καθιέρωναν άδειες μετ’ αποδοχών την περίοδο της γέννας, οικογενειακά επιδόματα και κέντρα φύλαξης παιδιών. Οι εκτρώσεις νομιμοποιήθηκαν και καθιερώθηκε ο πολιτικός γάμος. Η έννοια των νόθων και εξώγαμων παιδιών εξαφανίστηκε ολοκληρωτικά. Με τα λόγια του Λένιν: «Στην κυριολεξία, δεν αφήσαμε στη θέση του ούτε το παραμικρό ίχνος από τους απαράδεκτους εκείνους νόμους που τοποθετούσαν τις γυναίκες σε κατώτερη θέση σε σχέση με τους άντρες».

Έγιναν πολλές υλικές πρόοδοι, για να διευκολύνουν την πλήρη εμπλοκή των γυναικών σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής – «δωρεάν γεύματα στα σχολεία, γάλα για τα παιδιά, ειδικά επιδόματα τροφής και ενδυμάτων για τα παιδιά με ανάγκη, κέντρα συμβουλών για εγκύους, κέντρα μητρότητας, κρατικούς παιδικούς και βρεφονηπιακούς σταθμούς και πολλές άλλες διευκολύνσεις».

Στην Προδομένη Επανάσταση ο Τρότσκι γράφει:

«Η Οκτωβριανή Επανάσταση εκπλήρωσε ειλικρινά τις υποχρεώσεις της απέναντι στηνγυναίκα. Η νεαρή κυβέρνηση όχι μόνο της έδωσε όλα τα πολιτικά και νομικά δικαιώματα για ισότητα με τον άντρα, αλλά, πράγμα που είναι πολύ σημαντικότερο, έκανε ό,τι μπορούσε, που σε κάθε περίπτωση ήταν ασύγκριτα περισσότερο απ’ ό,τι είχε κάνει ποτέ οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση, για να της εξασφαλίσει την πρόσβαση σε όλες τις μορφές οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας. Παρόλα αυτά, ακόμα και η τολμηρότερη επανάσταση, όπως το παντοδύναμο Βρετανικό Κοινοβούλιο, δεν μπορεί να μετατρέψει μια γυναίκα σε άντρα – ή μάλλον δεν μπορεί να τους κατανείμει ισότιμα το βάρος της εγκυμοσύνης, της γέννας, του νταντέματος και της ανατροφής των παιδιών.

Η επανάσταση έκανε μια ειλικρινή προσπάθεια να καταστρέψει την λεγόμενη καρδιά της οικογένειας – εκείνο τον πανάρχαιο, πνιγηρό και βαλτωμένο θεσμό, στον οποίο η γυναίκα των εκμεταλλευομένων τάξεων είναι καταδικασμένη σε καταναγκαστικά έργα από παιδί ως το θάνατό της. Η θέση της οικογένειας, σαν μια κλειστή μικρή επιχείρηση, επρόκειτο να αντικατασταθεί σύμφωνα με το σχεδιασμό, από ένα ολοκληρωμένο σύστημα κοινωνικής μέριμνας και εξυπηρέτησης: κέντρα μητρότητας, βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς, σχολεία και νηπιαγωγεία, κοινωνικά εστιατόρια και πλυντήρια, σταθμούς πρώτων βοηθειών, νοσοκομεία, θεραπευτήρια, αθλητικές εγκαταστάσεις, κινηματογράφους, θέατρα κ.λπ. Η πλήρης απορρόφηση των λειτουργιών του νοικοκυριού της οικογένειας από τους θεσμούς της σοσιαλιστικής βοήθειας, θα έδινε στην γυναίκα, και στη συνέχεια και στο ερωτευμένο ζευγάρι, την πραγματική απελευθέρωση από τα βάρη χιλιάδων χρόνων» (Τρότσκι, Η Προδομένη Επανάσταση σ. 144).

Η Κομμουνιστική Διεθνής

Η Κομμουνιστική Διεθνής (ΚΔ), ακολουθώντας τις παραδόσεις του Μπολσεβίκικου Κόμματος, έδωσε μεγάλη σημασία στην δουλειά στις γυναίκες και έδωσε οδηγίες προς τα κομμουνιστικά κόμματα να «επεκτείνουν την επιρροή τους στα πλατιά στρώματα του γυναικείου πληθυσμού με την οργάνωση ειδικών επαγγελματικών μηχανισμών μέσα στο κόμμα και με την καθιέρωση ειδικών μεθόδων προσέγγισης των γυναικών, με σκοπό την απελευθέρωσή τους από την επιρροή της αστικής κοσμοθεωρίας ή την επιρροή των συμβιβαστικών κομμάτων και να τις εκπαιδεύσουν, ώστε να είναι αποφασισμένες αγωνίστριες του κομμουνισμού και επακόλουθα να πετύχουν την τελική απελευθέρωσή τους σαν γυναίκες».

Μιλώντας για την καθιέρωση «ειδικού επαγγελματικού μηχανισμού» με σκοπό την δουλειά στις γυναίκες, η ΚΔ δεν εννοούσε βέβαια σε καμιά περίπτωση ξεχωριστές οργανώσεις γυναικών. Μια τέτοια ιδέα θα ήταν τόσο απεχθής, όσο και η ιδέα ξεχωριστών επαναστατικών οργανώσεων για τις καταπιεσμένες εθνότητες, τους Εβραίους, τους «έγχρωμους» κ.λπ. – αντιλήψεις που ο Λένιν και ο Τρότσκι πάντα θεωρούσαν εντελώς λαθεμένες. Στην πραγματικότητα οι θέσεις δηλώνουν ξεκάθαρα πως «Το 3ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς είναι σταθερά ενάντια σε κάθε είδος ξεχωριστών γυναικείων οργανισμών στα Κόμματα και τα Συνδικάτα ή σε ξεχωριστές γυναικείες οργανώσεις» (το ίδιο, σ. 217).

Εκείνο το οποίο είχαν στο μυαλό τους ήταν η ανάγκη για ειδικές ομάδες συντρόφων, ειδικευμένων και έμπειρων σ’ αυτό το είδος δουλειάς, με σκοπό τη παραγωγή προκηρύξεων, τη διεξαγωγή προπαγάνδας κ.λ.π, και γενικά για την οργάνωση αυτής της δουλειάς. Έγινε επίσης ξεκάθαρο, πως τέτοιες ομάδες δε θα πρέπει να δουλεύουν ξεχωριστά, αλλά να βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο των κανονικά εκλεγμένων οργάνων του κόμματος. Οι κύριοι στόχοι της δουλειάς αυτής καθορίστηκαν ως εξής:

«1) Να εκπαιδεύσουν τις γυναίκες στις ιδέες του κομμουνισμού και να τις κερδίσουν στις γραμμές του κόμματος.

2) Να καταπολεμήσουν τις προκαταλήψεις ενάντια στις γυναίκες, που έχουν οι μάζες του αντρικού προλεταριάτου και να αυξήσουν την επίγνωση των εργαζομένων αντρών και γυναικών πως έχουν κοινά συμφέροντα.

3) Να δυναμώσουν την θέληση των εργαζομένων γυναικών με το να τις εμπλέξουν σε όλες τις μορφές και τους τύπους του κοινωνικού αγώνα, ενθαρρύνοντας τις γυναίκες στις αστικές χώρες να συμμετέχουν στον αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, στις μαζικές δραστηριότητες ενάντια στο υψηλό κόστος διαβίωσης, ενάντια στην μείωση των σπιτιών, την ανεργία και σε άλλα κοινωνικά προβλήματα και τις γυναίκες στις Σοβιετικές Δημοκρατίες να συμμετάσχουν στην δημιουργία της κομμουνιστικής προσωπικότητας και του κομμουνιστικού τρόπου ζωής.

4) Να θέσουν στην ημερήσια διάταξη του κόμματος και να συμπεριλάβουν στις νομοθετικές τους διεκδικήσεις, ζητήματα που συνδέονται άμεσα με την χειραφέτηση των γυναικών, που θα επιβεβαιώνουν την απελευθέρωσή τους και θα υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους ως ανατροφείς των παιδιών τους.

5) Να διεξάγουν έναν καλά οργανωμένο αγώνα ενάντια στην δύναμη της παράδοσης, τα αστικά έθιμα και τις θρησκόληπτες ιδέες, προετοιμάζοντας τον δρόμο για περισσότερο εύρωστες και αρμονικές σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων και εξασφαλίζοντας την ηθική και φυσική ζωτικότητα του εργαζόμενου λαού» (Ίδιο, σ. 218).

Βέβαια σήμερα, σ’ αυτό το στάδιο της ανάπτυξής μας, τα περισσότερα από τα τμήματά μας  (Διεθνής Μαρξιστική Τάση) δεν είναι αρκετά ισχυρά, ώστε να κάνουν κάτι τέτοιο (η ΚΔ αποτελούταν κυρίως από μαζικά κόμματα). Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει απλά να αδιαφορήσουμε για το ζήτημα της δουλειάς στις γυναίκες. Το αντίθετο μάλιστα. Είναι θεμελιώδες κάθε σύντροφος – και όχι μόνο οι γυναίκες σύντροφοι, αλλά και οι άντρες – να ενημερωθεί για το ζήτημα αυτό και να ενθαρρυνθεί να ασχοληθεί με αυτό. Η ΚΔ, υπό την καθοδήγηση του Λένιν και του Τρότσκι, δεν θα είχε ποτέ αποδεχθεί μια αδιάφορη ή απορριπτική στάση απέναντι σ’ αυτόν το σημαντικό τομέα της δουλειάς μας.

Το Τρίτο Συνέδριο της ΚΔ δήλωσε: «Χωρίς την ενεργή συμμετοχή των πλατιών μαζών του γυναικείου προλεταριάτου και των ημι-προλετάριων γυναικών, το προλεταριάτο δεν μπορεί ούτε να πάρει την εξουσία, ούτε να πραγματοποιήσει τον κομμουνισμό. Την ίδια στιγμή, το Συνέδριο για μια ακόμα φορά εφιστά την προσοχή όλων των γυναικών στο γεγονός πως χωρίς την υποστήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος, όλα τα σχέδια που οδηγούν στην απελευθέρωση των γυναικών, στην αναγνώριση των δικαιωμάτων των γυναικών ως ισότιμες ανθρώπινες υπάρξεις και στην πραγματική τους χειραφέτηση, δεν μπορούν να κατακτηθούν στην πράξη» (Θέσεις, Αποφάσεις και Διακηρύξεις των Τεσσάρων Πρώτων Συνεδρίων της Τρίτης Διεθνούς, σ. 213 – 214).

Έτσι, από την ίδρυσή της, η ΚΔ υπό τον Λένιν και τον Τρότσκι, αφενός εξήγησε το βασικό ρόλο του ζητήματος των γυναικών, αλλά από την άλλη: α) το προσέγγισε από μια επαναστατική και ταξική σκοπιά, και β) εξήγησε πως η πραγματική χειραφέτηση των γυναικών μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο σοσιαλισμό. Η ΚΔ τόνισε την ανάγκη να ενσωματωθεί η δουλειά στις γυναίκες στη γενική δουλειά του κόμματος και να μην διαχωρίζεται σαν κάτι ξεχωριστό:

«Για να ενισχύσουμε τη συντροφικότητα μεταξύ των εργαζομένων αντρών και των εργαζομένων γυναικών, είναι επιθυμητό να μην οργανώνουμε ειδικά σεμινάρια και σχολεία για τις κομμουνίστριες γυναίκες, αλλά τα σχολεία γενικά του κόμματος θα πρέπει, χωρίς εξαιρέσεις, να περιλαμβάνουν σεμινάρια για τις μεθόδους δουλειάς στις γυναίκες» (Ίδιο, σ. 227).

Στο Τέταρτο Συνέδριο – το τελευταίο γνήσιο λενινιστικό Συνέδριο της ΚΔ – παρουσιάστηκε ένας σύντομος απολογισμός, που υπογράμμιζε την τεράστια σημασία της δουλειάς αυτής για μια επαναστατική Διεθνή (και κάνει ειδική αναφορά στο πρόβλημα των γυναικών στις οπισθοδρομικές, αποικιακές χώρες στην Ανατολή), αλλά ξεκαθαρίζει επίσης πως η δουλειά αυτή δεν είχε διεξαχθεί με επαρκή ενεργητικότητα από κάποια τμήματα: «Η αναγκαιότητα και η αξία ειδικών οργανώσεων για την κομμουνιστική δουλειά στις γυναίκες αποδείχθηκε επίσης από την δραστηριότητα της Γραμματείας Γυναικών στην Ανατολή, που διεξήγαγε σημαντική και επιτυχή δουλειά κάτω από νέες και ασυνήθιστες συνθήκες. Δυστυχώς, το Τέταρτο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς πρέπει να παραδεχθεί πως κάποια τμήματα είτε έχουν ολοκληρωτικά αποτύχει να ανταποκριθούν, είτε έχουν μερικώς ανταποκριθεί στο καθήκον τους να δώσουν συστηματική υποστήριξη στην κομμουνιστική δουλειά στις γυναίκες. Μέχρι σήμερα, είτε έχουν αποτύχει να πάρουν μέτρα για να οργανώσουν τις γυναίκες κομουνίστριες στο κόμμα, είτε απέτυχαν να δημιουργήσουν τα όργανα του κόμματος που είναι απόλυτα αναγκαία για την δουλειά στις μάζες των γυναικών και για την καθιέρωση δεσμών με αυτές.

Το Τέταρτο Συνέδριο κάνει επείγουσα έκκληση στα κόμματα στα οποία αναφερόμαστε, να καλύψουν όλες αυτές τις ελλείψεις όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Κάθε τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς πρέπει να κάνει ό,τι είναι δυνατόν, για να προωθήσει την κομμουνιστική δουλειά στις γυναίκες, αναγνωρίζοντας την τεράστια σημασία της δουλειάς αυτής. Το ενωμένο προλεταριακό μέτωπο δεν μπορεί να δημιουργηθεί χωρίς την ενεργή και συνειδητή συμμετοχή των γυναικών. Κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, οι γυναίκες μπορούν να γίνουν οι πρωτοπόροι του ενωμένου προλεταριακού μετώπου και των μαζικών επαναστατικών κινημάτων» (Ίδιο, σ. 326).

Ο ρόλος του σταλινισμού

Ο μεγάλος Γάλλος Ουτοπιστής Φουριέ είπε σοφά πως η θέση των γυναικών αποτελεί την καθαρότερη έκφραση της αληθινής φύσης ενός κοινωνικού καθεστώτος. Αν η Μπολσεβίκικη Επανάσταση απελευθέρωσε τις γυναίκες, η σταλινική αντεπανάσταση οδήγησε σε δραστική μεταστροφή της πολιτικής απέναντι στις γυναίκες και την οικογένεια. Πολλές από τις κατακτήσεις της επανάστασης καταργήθηκαν. Οι αμβλώσεις έγιναν παράνομες και τα διαζύγια γίνονταν όλο και πιο δύσκολα, μέχρι που κατέληξαν μια δαπανηρή δικαστική διαδικασία. Οι πόρνες συλλαμβάνονταν, ενώ η προηγούμενη μπολσεβίκικη πολιτική ήταν να συλλαμβάνονται μόνο οι ιδιοκτήτες των οίκων ανοχής, να αποκαλύπτονται οι άντρες που αγόραζαν τις πόρνες και να παρέχεται εθελοντική εργασία εκπαίδευσης και υποστήριξης στις πόρνες. Μειώθηκαν οι ώρες λειτουργίας των ημερήσιων κέντρων φύλαξης, έτσι ώστε να συμπίπτουν με τις εργάσιμες ώρες και τα κορίτσια διδάσκονταν ειδικά θέματα στα σχολεία, για να προετοιμάζονται να παίξουν τον ρόλο τους σαν μητέρες και σύζυγοι νοικοκυρές.

Το 1938, ο Τρότσκι χαρακτήριζε την κατάσταση με τα παρακάτω λόγια: «Η θέση της γυναίκας είναι ο πιο γραφικός και αποκαλυπτικός δείκτης, για να αξιολογηθεί ένα κοινωνικό καθεστώς και η κρατική πολιτική. Η Οκτωβριανή Επανάσταση χάραξε στη σημαία της την χειραφέτηση των γυναικών και έφτιαξε την πιο προοδευτική νομολογία στην ιστορία του γάμου και της οικογένειας. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει πως δημιουργήθηκε αμέσως μια “ευτυχισμένη ζωή” για τη Σοβιετική γυναίκα. Η γνήσια χειραφέτηση των γυναικών είναι αδιανόητη χωρίς μια γενική άνοδο της οικονομίας και της κουλτούρας, χωρίς την καταστροφή της μικροαστικής οικογενειακής οικονομικής μονάδας, χωρίς την εισαγωγή της κοινωνικοποιημένης διατροφής και εκπαίδευσης. Εν τω μεταξύ, με οδηγό το συντηρητικό της ένστικτο, η γραφειοκρατία θορυβήθηκε από την “αποσάθρωση” της οικογένειας. Άρχισε να εξυμνεί το οικογενειακό τραπέζι και το οικογενειακό πλύσιμο, δηλαδή τη σκλαβιά των γυναικών στο νοικοκυριό. Και, για να καλύψει τα πάντα, επανέφερε τη δικαστική τιμωρία για τις αμβλώσεις, γυρνώντας και επίσημα τις γυναίκες σε κατάσταση υποζυγίου. Σε πλήρη αντίθεση με το αλφάβητο του κομμουνισμού, η άρχουσα κάστα επανέφερε με τον τρόπο αυτό τον πιο αντιδραστικό και καθυστερημένο πυρήνα του ταξικού συστήματος, δηλαδή τη μικροαστική οικογένεια» (Τρότσκι, Γραπτά 1937-38, σ. 170).

Αν και μετά το θάνατο του Στάλιν, το 1955, επανήλθαν κάποιες μεταρρυθμίσεις, όπως η νομιμοποίηση των αμβλώσεων, η θέση των γυναικών στην Σοβιετική Ένωση δεν επανήλθε ποτέ εκεί που ήταν την εποχή του Λένιν και του Τρότσκι. Παρ’ όλα αυτά, είχαν ακόμα πολλά πλεονεκτήματα σε σχέση με τις γυναίκες στη Δύση. Η μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη έδωσε τη δυνατότητα στην εθνικά σχεδιασμένη οικονομία να επιτρέψει μια γενικά σταθερή βελτίωση: σύνταξη στα 55 χρόνια, όχι διακρίσεις στους μισθούς και στους όρους απασχόλησης και το δικαίωμα των εγκύων γυναικών να μετατίθενται σε λιγότερο βαριές δουλειές και να πληρώνονται πλήρως άδεια εγκυμοσύνης 56 ημερών πριν και 56 ημερών μετά την γέννα. Νεότερη νομοθεσία του 1970, απαγόρευσε τη νυχτερινή εργασία και τη δουλειά σε υπόγειους χώρους για τις γυναίκες. Ο αριθμός των γυναικών με ανώτατη εκπαίδευση, σαν ποσοστό επί του συνόλου, αυξήθηκε από το 28% το 1927 στο 43% το 1960 και στο 49% το 1970. Οι μόνες χώρες του κόσμου, όπου οι γυναίκες αποτελούσαν πάνω από το 40% του συνολικού πληθυσμού με ανώτατη εκπαίδευση, ήταν η Φιλανδία, η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Υπήρξαν βελτιώσεις στην προσχολική φροντίδα των παιδιών. Το 1960, υπήρχαν 500.000 τέτοιοι χώροι φροντίδας, αλλά μέχρι το 1971 είχαν αυξηθεί σε πάνω από 5 εκατομμύρια. Τα τρομερά πλεονεκτήματα της σχεδιασμένης οικονομίας, με τις επακόλουθες βελτιώσεις στις υπηρεσίες υγείας και πρόνοιας, αντανακλάστηκαν στον υπερδιπλασιασμό του μέσου όρου ζωής των γυναικών από 30 σε 74 χρόνια, και τη μείωση της παιδικής θνησιμότητας κατά 90%. Το 1975, οι γυναίκες που δούλευαν στο εκπαιδευτικό σύστημα έφτασαν στο 73%. Το 1959, το 30% των γυναικών βρισκόταν σε χώρους εργασίας, όπου το 70% της εργατικής δύναμης ήταν γυναίκες, αλλά το 1970 αυτό το νούμερο αυξήθηκε σε πάνω από 50%. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, το 98% των νοσοκόμων ήταν γυναίκες, όπως επίσης και το 75% των δασκάλων, το 95% των βιβλιοθηκονόμων και το 75% των γιατρών. Το 1950, υπήρχαν 600 γυναίκες κάτοχοι διδακτορικού τίτλου, αλλά το 1984 είχαν φτάσει στις 56.000.

Τέλος πρώτου μέρους – Συνεχίζεται

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα