Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΔιεθνήΓερμανία: η σημασία της νίκης της Μέρκελ

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Γερμανία: η σημασία της νίκης της Μέρκελ

Η Γερμανίδα Καγκελάριος Αγγέλα Μέρκελ και η Χριστιανοδημοκρατική της συμμαχία (CDU/CSU – Χριστιανοδημοκρατική Ένωση) γιόρτασαν μια σαρωτική νίκη στις γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές που διεξήχθησαν την περασμένη Κυριακή. Με μια άνοδο του ποσοστού της κατά 7,8%, η CDU/CSU συγκέντρωσε 18 εκατομμύρια ψήφους και ποσοστό 41,5% – το καλύτερο σε εθνικές εκλογές εδώ και 20 χρόνια. Ωστόσο, λόγω του γερμανικού συστήματος αναλογικής εκπροσώπησης, αυτή η μαζική άνοδος δεν ήταν αρκετή για να εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών για τη συμμαχία CDU/CSU στη νέα Bundestag, την ομοσπονδιακή κάτω Βουλή που βρίσκεται στο παλιό κτίριο του Reichstag στο Βερολίνο.

Αυτή η έλλειψη ξεκάθαρης πλειοψηφίας επί των εδρών για τα αστικά κόμματα οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι το FDP (Φιλελεύθερο Κόμμα), το οποίο συμμετείχε στον κυβερνητικό συνασπισμό της Μέρκελ τα τελευταία 4 χρόνια, υπέστη μια ταπεινωτική ήττα, καθώς το ποσοστό του έπεσε από 14,6% σε μόλις 4,8% των ψήφων. Οι Φιλελεύθεροι έχασαν ολόκληρη την κοινοβουλευτική τους δύναμη, καθώς ένα κόμμα στη Γερμανία χρειάζεται ένα μίνιμουμ ποσοστό 5% στις εθνικές και περιφερειακές εκλογές ώστε να λάβει μέρος στην κατανομή των εδρών. Το 4,8% αντιπροσωπεύει μια ιστορική ήττα για το FDP, ένα αστικό κόμμα που είχε χρησιμοποιηθεί ως το άμεσο φερέφωνο των μεγάλων επιχειρήσεων και του κορυφαίου 1% της κοινωνίας τις τελευταίες δεκαετίες.

Από την άλλη πλευρά, το SPD, το οποίο πριν λίγους μήνες υπερηφανευόταν για τις παραδόσεις του στο εργατικό κίνημα και μια ιστορία 150 ετών, δεν ανέκαμψε πραγματικά από την ιστορική ήττα του 23% που υπέστη το 2009. Το 25,7% του SPD εξακολουθεί να είναι η δεύτερη χειρότερή του επίδοση σε εθνικές εκλογές από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε εκλογικό επίπεδο το κόμμα έχει πραγματικά υποχωρήσει 100 χρόνια. Αυτό είναι πάνω απ’ όλα το αποτέλεσμα του ρεφορμισμού χωρίς μεταρρυθμίσεις ή μάλλον του ρεφορμισμού με αντιμεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκε από τον κυβερνητικό συνασπισμό του SPD και των Οικολόγων υπό την ηγεσία του (πρώην καγκελάριου) Γκέρχαρντ Σρέντερ (SPD) από το 1998 ως το 2005.

Με τις “μεταρρυθμίσεις” τους στην αγορά εργασίας, οδήγησαν σε μια μαζική απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων στη Γερμανία και σε επιθέσεις κατά των ανέργων. Τώρα, το 1/4 του εργατικού δυναμικού διαθέτει ένα είδος περιστασιακής θέσης εργασίας με μισθούς ίδιου ή και κατώτερου επιπέδου του ορίου της φτώχειας. Πολλοί εξ’ αυτών χρειάζονται παραπάνω από μία δουλειά για να επιβιώσουν ή χρειάζονται επιπρόσθετο κοινωνικό επίδομα για να πληρώσουν το ενοίκιο τους. Αυτή είναι – επί τη ευκαιρία – η κύρια και σημαντικότερη εξήγηση για το υποτιθέμενο γερμανικό “εργασιακό θαύμα”. Υπάρχει ένα διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των εργατών και των εργαζόμενων σε σχετικά ασφαλείς θέσεις εργασίας και ένας αυξανόμενος αριθμός περιστασιακά εργαζομένων. Οι γερμανικές παραλλαγές των συσσιτίων (Τafeln), όπου ιδρύματα πρόνοιας και εθελοντές διανέμουν δωρεάν φαγητό σε ανέργους και σε φτωχούς εργαζομένους, ξεπηδούν σαν μανιτάρια σε όλη τη χώρα. Ταυτόχρονα, το χάσμα ανάμεσα στις τάξεις, μεταξύ πλουσίων και φτωχών, είναι μεγαλύτερο από ποτέ.

Όταν ο Σρέντερ έχασε την πλειοψηφία του το 2005, οι ηγέτες του SPD αναζήτησαν καταφύγιο σε ένα συνασπισμό των CDU/CSU, ο οποίος οδήγησε σε “μεταρρυθμίσεις”, όπως η αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης στα 67 έτη και η αύξηση του ΦΠΑ από 16% σε 19%. Είναι αλήθεια πως το εκλογικό μανιφέστο του SPD για τις εκλογές του 2013 υποσχέθηκε να “διορθώσει” μερικές από τις χειρότερες πτυχές των επιτευγμάτων της προηγούμενης κυβέρνησής τους και της αντι-εργατικής νομοθεσίας και έκανε καμπάνια για κατώτατο μισθό 850€ και εναντίον της “κατάχρησης” της “εργασιακής μίσθωσης”. Ωστόσο, ο Πέερ Στάινμπρουκ, ο υποψήφιος καγκελάριος του SPD, εκπροσώπησε την παλιά σρεντερική/μπλερική δεξιά πτέρυγα του SPD κι ως εκ τούτου δεν άσκησε επιρροή σε εκατομμύρια εργατών, οι οποίοι συνήθως υποστήριζαν το SPD τις προηγούμενες δεκαετίες και από τότε έχουν στραφεί σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Ενώ το SPD είχε ανακαταλάβει την κυβερνητική εξουσία το 1998 με την υποστήριξη περισσότερων από 20 εκατομμύρια ψηφοφόρων, προερχόμενων κυρίως από την εργατική τάξη και τη νεολαία, συγκέντρωσε μόλις 11,2 εκατομμύρια ψήφους την περασμένη Κυριακή. Οι Πράσινοι, οι οποίοι επίσης θα ήθελαν να επιστρέψουν σε ένα συνασπισμό με το SPD αυτή τη φορά, υπέστησαν ζημιές και παρέμειναν μίλια μακριά από τα προσωρινά υψηλά που κατέγραψαν κυρίως το 2011, όταν τα περιβαλλοντικά θέματα κατέστησαν αποφασιστικό στοιχείο του δημόσιου ενδιαφέροντος μετά την πυρηνική καταστροφή στη Φουκουσίμα (Ιαπωνία).

Το Die Linke αναδείχθηκε τρίτο μεγαλύτερο κόμμα

Εάν η Μέρκελ επιτύχει να συγκροτήσει ένα συνασπισμό με το SPD τις ερχόμενες βδομάδες, το Die Linke (Αριστερό Κόμμα) θα γίνει το κόμμα της μείζονος κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης σε εθνικό επίπεδο. Με ποσοστό 8,6%, το Die Linke επισκίασε τους Πράσινους. Μετά από μια σειρά ταπεινωτικές ήττες στις δυτικές περιφερειακές εκλογές του 2011, το κόμμα κατόρθωσε να σταθεροποιήσει την εκλογική του θέση στη Δύση την περασμένη Κυριακή, όπου συγκέντρωσε πάνω από 5% σε όλα τα ομόσπονδα κρατίδια με εξαίρεση τα νότια κρατίδια της Βαυαρίας και της Βάδης-Βυρτεμβέργης που αποδείχθηκαν πως είναι τα προπύργια της συμμαχίας CDU/CSU. Ωστόσο, ενώ οι ακτιβιστές του κόμματος γιόρτασαν το 8,6% το βράδυ της Κυριακής, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το Die Linke υπέστη απώλειες σε σχέση με το 2009. Η εκλογική του υποστήριξη έχει συρρικνωθεί τα τελευταία 4 χρόνια από 5,2 εκατομμύρια σε μόλις 3,8 εκατομμύρια ψήφους την περασμένη Κυριακή (δείτε τον πίνακα στο τέλος του άρθρου).

Ενώ το άθροισμα των εδρών του SPD, των Πρασίνων και του Die Linke στη νέα Bundestag μπορεί να τους εξασφαλίσει την πλειοψηφία, είναι απίθανο στη φάση αυτή να συγκροτηθεί ένας τέτοιος “κόκκινο-κόκκινο-πράσινος” συνασπισμός. Κορυφαίοι εκπρόσωποι του SPD και των Πρασίνων έχουν δηλώσει κατ’ επανάληψη ότι το Die Linke “δεν είναι έτοιμο να αναλάβει την ευθύνη διακυβέρνησης” εξαιτίας των “ουτοπικών” του θέσεων στο εκλογικό του μανιφέστο, κυρίως στα θέματα εξωτερικής και στρατιωτικής πολιτικής.

Το Die Linke απαιτεί την απόσυρση όλων των γερμανικών στρατευμάτων από το εξωτερικό, την απαγόρευση της παραγωγής και των εξαγωγών όπλων, τη διάλυση του ΝΑΤΟ, την ευθεία αντίθεση στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα που έχει καθοριστεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά και ένα “όχι” σε όλα τα “προγράμματα διάσωσης” που έχουν στείλει την Ελλάδα γενιές πίσω. Ωστόσο, εκπρόσωποι της δεξιάς πτέρυγας του Die Linke, όπως ο Στέφαν Λάιμπιχ, ένας βουλευτής από το Βερολίνο, ο οποίος επέστρεψε στη Bundestag κερδίζοντας την πλειοψηφία στην περιφέρειά του, θα ήθελε να υποτιμηθεί η πολιτική γραμμή του κόμματος επί των εξωτερικών και στρατιωτικών θεμάτων (“ανθρωπιστικές στρατιωτικές επεμβάσεις”) ώστε να γίνει το κόμμα συμβατό γα μελλοντικές ομοσπονδιακές κυβερνήσεις. Παρ’ όλα αυτά, ο Λάιμπιχ ακόμα εκπροσωπεί μια μειοψηφία εντός του κόμματος.

Ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του Die Linke, Γκρέγκορ Γκίζι, ο οποίος είναι ένας άνθρωπος που δεν μασάει τα λόγια του και χαρακτηρίστηκε ως το σημαντικότερο δημόσιο πρόσωπο της εκλογικής εκστρατείας, εξακολουθεί να απαιτεί το SPD “να επιστρέψει σε μια σοσιαλδημοκρατική πολιτική” ώστε να θέσει τη βάση για μια μελλοντική συνεργασία σε εθνικό επίπεδο. Καθώς υπάρχει μια αυξανόμενη ανησυχία στη βάση του SPD σχετικά με την προοπτική το κόμμα να γίνει ένας μικρός εταίρος σε μια συμμαχία υπό τη Μέρκελ, φαίνεται πως η νέα γενιά ηγετών του SPD, όπως ο πρόεδρος του κόμματος Σίγκμαρ Γκάμπριελ και η Γενική Γραμματέας Αντρέα Νάλες “πεινούν” για υπουργικά χαρτοφυλάκια σε ένα υπουργικό συμβούλιο με επικεφαλής τη Μέρκελ και θα προσπαθήσουν να επιτύχουν κάποιες προγραμματικές συμφωνίες και κοσμητικές παραχωρήσεις από τη Μέρκελ ώστε να δικαιολογήσουν αυτό που πράττουν.

Όμως, η γερμανική οικονομία βασίζεται σε αδύναμα θεμέλια, εξαρτάται όλο και περισσότερο από τις εξαγωγές, απειλείται από την ευρωπαϊκή κρίση, ενώ η επιδόσεις των οικονομιών των χωρών των BRICS δείχνουν επιβράδυνση. Είναι πιθανότερο να υπάρξει μια απότομη αφύπνιση της γερμανικής εργατικής τάξης σχετικά με την πραγματική κατάσταση που αντιμετωπίζει ο γερμανικός καπιταλισμός. Η Μέρκελ δε θα είναι σε θέση να διατηρεί επ’ αόριστον το μητρικό της χαμόγελο, αλλά θα πρέπει να δείξει το πραγματικό της πρόσωπο, οδεύοντας προς την εκτέλεση σκληρών επιθέσεων στις συνθήκες διαβίωσης εκατομμυρίων Γερμανών.

Έτσι, το Die Linke βρίσκεται αντιμέτωπο με μια τεράστια πρόκληση. Ο στόχος για τους σοσιαλιστές δεν είναι να ετοιμαστούν να εισέλθουν στην κυβέρνηση το 2017 ή να καταφύγουν στους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες για μια πιο ανθρώπινη πολιτική στον καπιταλισμό, αλλά να προσφέρουν μια ξεκάθαρη αριστερή, σοσιαλιστική απάντηση και να δημιουργήσουν βαθιές ρίζες στην εργατική τάξη, προετοιμαζόμενοι για τις μεγάλες συγκρούσεις και μάχες που βρίσκονται μπροστά μας.

Γιατί κέρδισε η Μέρκελ;

Κάποιοι στην Αριστερά, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, είδαν το αποτέλεσμα της περασμένης Κυριακής ως μια μεγάλη “στροφή προς τα δεξιά”. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη. Στην εκλογική βάση και το στρατόπεδο των κλασσικών αστικών κομμάτων υπήρξε μια στροφή μακριά από το FDP, το οποίο θεωρήθηκε ως ο γνήσιος εκπρόσωπος των μεγάλων επιχειρήσεων και απροκάλυπτα των πιο φανατικών εκδοχών των αστικών πολιτικών και του νεοφιλελευθερισμού. Η Μέρκελ έχει παρουσιαστεί ως η “φιλική και καλοήθης μητέρα του έθνους” που τάσσεται πάντα καλοπροαίρετα στο πλευρό όλων. Αποφεύγει τις δεσμευτικές δηλώσεις και την πόλωση, με αποτέλεσμα να “τυφλώνει” τα λιγότερο πολιτικά τμήματα της εργατικής τάξης και των ηλικιωμένων με τη νέα γλώσσα της.

Ενώ η Μέρκελ και ο υπουργός οικονομικών της, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ένα εμπειροπόλεμο στέλεχος του CDU, είναι οι πιο μισητοί πολιτικοί σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία ή η Πορτογαλία, έχουν αποφύγει έντεχνα να επιτεθούν στην εργατική τάξη της χώρας τους με τρόπους όπως αυτοί που επιβάλλουν στις κυβερνήσεις των νοτιο-ευρωπαϊκών χωρών. Η βασική γραμμή της γερμανικής άρχουσας τάξης και των εκπροσώπων τους στη διοίκηση του Βερολίνου είναι να εξακολουθήσουν να αποφεύγουν μια ολομέτωπη αντιπαράθεση με τα συνδικάτα.

Επιθέσεις στην εργατική νομοθεσία, όπως η υποβάθμιση της προστασίας των θέσεων εργασίας ή των δικαιωμάτων των συνδικάτων και των εκπροσώπων των εργαζομένων στους χώρους εργασίας και στα εργατικά συμβούλια – η οποία αποτελεί κανόνα σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες – δε βρίσκονται ακόμα στην ημερήσια διάταξη στη Γερμανία. Στην πρόσφατη Έκθεση Αυτοκινήτου της Φρανκφούρτης, κορυφαίοι βιομήχανοι της ισχυρής γερμανικής αυτοκινητικής βιομηχανίας εξήραν το συνδικάτο μετάλλου IG Metall για τη “μετριοπάθεια” του στο μέτωπο των μισθών και υπογράμμισαν τα χαρίσματα του γερμανικού συστήματος συμμετοχής και συν-διαχείρισης (Mitbestimmung). Η γραμμή της πλειοψηφίας της καπιταλιστικής τάξης είναι προφανής: αντί να αντιμάχεται τους ηγέτες των συνδικάτων (όπως έκαναν η Θάτσερ, ο Μέρντοχ και οι διευθυντές της FIAT) είναι “σοφότερο” να τους χρησιμοποιεί και να τους περιλαμβάνει στις διαπραγματεύσεις, αποσπώντας απ’ αυτούς παραχωρήσεις.

Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ταξική πάλη στη Γερμανία. Κάθε βδομάδα υπάρχουν προκλήσεις από τα αφεντικά, απεργίες και συγκρούσεις εδώ κι εκεί. Οι εργαζόμενοι στις πωλήσεις αγωνίζονται για να υπερασπίσουν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, τα επίπεδα εισοδήματος και παραχωρήσεις στα παλιά συμβόλαια, ενώ τα μεγάλα σουπερμάρκετ και τα πολυκαταστήματα στοχεύουν στη σημαντική μείωση των μισθών. Σκάνδαλα που αφορούν τις δουλικές συνθήκες εργασίας των μεταναστών εργατών από τη νότια και ανατολική Ευρώπη και των εργαζομένων στα γερμανικά σφαγεία, στις επιχειρήσεις διά αλληλογραφίας κι ακόμα και κατασκευαστές πολυτελών αυτοκινήτων όπως η BMW και η Mercedes έχουν συναντήσει τεράστια λαϊκή αντίδραση τους τελευταίους μήνες. Όμως, δεν υπάρχει ακόμα γενικευμένη απεργία ή ένα κίνημα διαμαρτυρίας που θα μπορούσε να είχε δώσει τον τόνο στην εκλογική διαδικασία και η Μέρκελ ήταν αρκετά έξυπνη ως τώρα για να εντοπίσει κάποια από τα ζητήματα που ανησυχούν την κοινωνία και να υποσχεθεί κάποια βελτίωση. Έκανε ό,τι μπορούσε για να παρουσιάσει τη “φωτεινή πλευρά της ζωής” στη Γερμανία (ειδικά όταν συγκρινόταν με την κρίση που σπαράσσει τις περισσότερες από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης) και να εξασφαλίσει πως τα κακά νέα θα ανακοινωθούν μετά τις εκλογές.

Καθώς δεν έχει τεθεί καμία πραγματική εναλλακτική λύση, εκτός από την αποδοχή της Μέρκελ ως “ασπίδας” ενάντια σε μια ακόμα χειρότερη κρίση και την προσεκτική προσπάθεια να μην προκληθεί αντιπαράθεση με τους Γερμανούς εργάτες πριν τις εκλογές, δεν αποτελεί έκπληξη ότι η θέση της Μέρκελ έχει ισχυροποιηθεί, παρότι δεν υπήρχε ενθουσιασμός για τη συμμαχία των CDU/CSU. Η εκλογική της προπαγάνδα δημιούργησε την εντύπωση ότι η Γερμανία τα έχει πάει σχετικά καλά ενάντια στην κρίση που ταλανίζει όλη την Ευρώπη και ότι η χώρα θα πρέπει να παραμείνει σε “καλά χέρια”, αποφεύγοντας τα “πειράματα”.

Ενώ η ακροδεξιά και το ανοιχτά νεοφασιστικό κόμμα NPD δεν τα πήγε καθόλου καλά στις εκλογές σε εθνικό επίπεδο και παρά κάποια φρούρια στην Ανατολή παραμένει ένα κόμμα του 1%, είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι εξαιτίας της αποχής και της αυξημένης ψήφου στα μικρότερα κόμματα, πάνω από το 40% του πληθυσμού δεν αντιπροσωπεύεται από τα κοινοβουλευτικά κόμματα. Η μεγαλύτερη έκπληξη, ωστόσο, είναι η εμφάνιση ενός νέου κόμματος που αποκαλείται “Εναλλακτική για τη Γερμανία” (AfD). Πρόκειται για ένα αντιδραστικό αστικό κόμμα που διατηρεί ένα προφίλ “κατά του Ευρώ”, το οποίο ιδρύθηκε μόλις πριν από μισό χρόνο. Το AfD βασίζεται σε κάποιους συντηρητικούς πολιτικούς (πρώην μέλη του CDU) και οδηγείται από την σκληροπυρηνικά νεοφιλελεύθερα think tanks και οικονομολόγους, οι οποίοι είναι υπέρ της εξόδου των νοτιο-ευρωπαϊκών χωρών από το Ευρώ. Μέσα σε λίγους μήνες, το κόμμα κατόρθωσε να συλλέξει πάνω από 2 εκατομμύρια ψήφους αποπροσανατολισμένων εργαζομένων και πάνω απ’ όλα, τμημάτων της μεσαίας τάξης που νιώθουν άβολα σχετικά με την επερχόμενη οικονομική κρίση και φοβούνται πως θα χάσουν τις αποταμιεύσεις τους λόγω του πληθωρισμού και μιας πιθανής κατάρρευσης του οικονομικού συστήματος. Παρότι το AfD απέτυχε να φθάσει το όριο του 5%, ένα αποτέλεσμα 4,7% από το πουθενά αποτελεί ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα.

Παρόλο που αποφασιστικά τμήματα της άρχουσας τάξης και της βιομηχανίας συνεχίζουν να υποστηρίζουν την κύρια γραμμή της Μέρκελ να συγκρατήσει ενωμένη την Ευρωζώνη κι έτσι να εξασφαλίσει εξαγωγικές αγορές για τη γερμανική βιομηχανία, μερικά σοβαρά αστικά στοιχεία σκέφτονται εναλλακτικές λύσεις σχετικά με το μέλλον της Ευρωζώνης. Ένας από τους πιο γνωστούς υποστηρικτές του AfD είναι ο Hans-Olaf Henkel, πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδίας Γερμανών Βιομηχάνων BDI. Οι ηγέτες του AfD θα μπορούσαν να βασιστούν σε τμήματα της άρχουσας τάξης στο μέλλον και να παίξουν το ρόλο των ”αναπληρωματικών”, ώστε να προσελκύσουν απογοητευμένους ψηφοφόρους. Είναι πιθανό να προετοιμαστούν για την επόμενη μάχη για τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την επόμενη άνοιξη και να στοχεύσουν τότε σε ένα πολύ καλύτερο αποτέλεσμα.

Τι έπεται;

Το γεγονός πως το AfD φαίνεται να έχει αποσπάσει ψήφους ακόμα και από πρώην υποστηρικτές του Die Linke θα πρέπει να ληφθεί ως προειδοποίηση. Αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη να τονιστεί περισσότερο από ποτέ η προγραμματική έκκληση του κόμματος για εθνικοποίηση των τραπεζών υπό δημοκρατικό έλεγχο. Το Die Linke είναι το μοναδικό κόμμα που αντιτίθεται στις περικοπές στο κράτος πρόνοιας και στις ιδιωτικοποιήσεις. Ωστόσο, το πρόγραμμα έχει βασικά έναν αριστερό ρεφορμιστικό χαρακτήρα και είναι μακριά από το να παρουσιάσει μια εναλλακτική σοσιαλιστική κοινωνία ή ένα τολμηρό μεταβατικό πρόγραμμα. Στο συνέδριο του κόμματος τον περασμένο Ιούνιο εξελίχθηκε ένας κολασμένος αγώνας ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερή πτέρυγα ακόμα και για να εγκριθούν τα αιτήματα για επανεθνικοποίηση των Ταχυδρομείων (Deutsche Post) και της Deutsche Telekom που τελικά πέρασαν με οριακή πλειοψηφία.

Είναι πιθανό η γενικότερη κρίση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού και η τάση για υπερπαραγωγή να επηρεάσουν τη Γερμανία πολύ περισσότερο στα επόμενα χρόνια και να κλονίσουν τα θεμέλια των παραισθήσεων που υπάρχουν σήμερα για μια καλή ζωή εντός του καπιταλισμού. Δεν πρέπει να τυφλωνόμαστε από την πρόσκαιρη εκλογική επιτυχία της συμμαχίας των CDU/CSU, καθώς υπάρχει μια γενική τάση απομάκρυνσης από τη βαθιά ριζωμένη πίστη στα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα και οι διαθέσεις μπορούν να αλλάξουν πολύ γρήγορα. Το FDP, οι Πράσινοι και το Κόμμα Πειρατών όλοι είχαν γνωρίσει στο παρελθόν πρόσκαιρα άλματα, αλλά πλέον η υποστήριξη που απολάμβαναν εξατμίστηκε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η αστάθεια θα είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Η ταξική πάλη απέχει πολύ από το να θεωρείται νεκρή και θα αναδειχτεί σε κεντρικό θέμα της καθημερινότητας των Γερμανών στα επόμενα χρόνια.

germanikes-ekloges-13.jpg

Πηγή: www.bundeswahlleiter.de

Μετάφραση: Μιχάλης Βικάτος

{fcomment}

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα