Στο πολιτικό κείμενο του προηγούμενου συνεδρίου, προσπαθώντας να διατυπώσουμε μια σωστή εκτίμηση για τη φάση που διανύει η ελληνική κοινωνία – όχι με την έννοια της συγκυρίας, αλλά από μια ιστορική σκοπιά – διασαφηνίσαμε τους 8 απαιτούμενους όρους για μια επαναστατική κατάσταση σύμφωνα με τα γραπτά του Λένιν και του Τρότσκι, σημειώνοντας ότι αυτοί οι όροι διακρίνονται σε αντικειμενικούς, δηλαδή οικονομικούς και κοινωνικούς και σε υποκειμενικούς, δηλαδή σε όρους που συνδέονται με τη συνειδητή δράση του προλεταριάτου για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας, τονίζοντας πως μόνο όταν και τα δύο είδη όρων έχουν έναν υψηλό βαθμό ωρίμανσης η επαναστατική κατάσταση γεννά μια επανάσταση.
Ως αντικειμενικούς όρους, προσδιορίσαμε τους ακόλουθους έξι : 1ος) Οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας καταρρέουν, το ειδικό βάρος της καπιταλιστικής χώρας στην παγκόσμια αγορά συστηματικά ελαττώνεται και τα εισοδήματα των τάξεων επίσης, η ανεργία γίνεται ένα διαρκές κοινωνικό κακό, με μια τάση παραπέρα ανάπτυξης. 2ος) Ή άρχουσα τάξη δεν μπορεί να κυριαρχεί και να κυβερνά με τον τρόπο που το έκανε στο παρελθόν, αυξάνει την καταπίεση της τεράστιας πλειοψηφίας του πληθυσμού στον ανώτατο βαθμό. 3ος) Όλες οι εχθρικές προς το επαναστατικό προλεταριάτο ταξικές δυνάμεις «τα έχουν αρκετά χαμένα», έχουν αρκετά «φαγωθεί» μεταξύ τους, έχουν αρκετά εξασθενήσει από έναν αγώνα ανώτερο από τις δυνάμεις τους. 4ος) Όλα τα ταλαντευόμενα, διστακτικά, ασταθή, ενδιάμεσα στοιχεία, δηλαδή η μικροαστική τάξη, η μικροαστική δημοκρατία σε διάκριση από την αστική τάξη, έχουν αρκετά ξεσκεπαστεί μπροστά στο λαό, έχουν αρκετά ρεζιλευτεί με τη χρεοκοπία τους στην πράξη. 5ος) Μια πολιτική κρίση πανεθνικής κλίμακας θίγει τις βάσεις της κρατικής οργάνωσης, δημιουργεί ένα ρήγμα στη συνείδηση της κοινωνίας και των διαφόρων τάξεων μέσα σ’ αυτήν, τραβά στην πολιτική τις μάζες ακόμη και τις πιο καθυστερημένες, των οποίων τα επαναστατικά αισθήματα οξύνονται και οι οποίες δείχνουν τη διάθεση να επέμβουν άμεσα στα ιστορικά γεγονότα, εξασθενεί την κυβέρνηση και κάνει δυνατή για τους επαναστάτες τη γρήγορη ανατροπή της. 6ος) Η δυσαρέσκεια των ενδιάμεσων στρωμάτων, η απογοήτευση τους από την πολιτική της ιθύνουσας τάξης, η έλλειψη εμπιστοσύνης τους σ’ όλα τα παραδοσιακά κόμματα, η ανυπομονησία τους και το ξεσήκωμα τους, η διάθεσή τους να υποστηρίξουν τολμηρή επαναστατική πρωτοβουλία από την πλευρά του προλεταριάτου.
Ως όρους υποκειμενικούς, αναφέραμε τους ακόλουθους, πρόσθετους δύο: 7ος) Η πλειοψηφία των εργατών καταλαβαίνει πέρα για πέρα την ανάγκη της επανάστασης, αρχίζει να αναζητά μια διέξοδο, όχι στη βάση της παλιάς κοινωνίας, αλλά μέσα από μια επαναστατική εξέγερση ενάντια στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, στρέφεται στην υποστήριξη των πιο αποφασιστικών, τολμηρών, επαναστατικών ενεργειών ενάντια στην αστική τάξη και είναι έτοιμη να βαδίσει ως το θάνατο γι’ αυτήν, σαν επαναστατική τάξη ικανή να μετατρέψει την παθητική κατάσταση της καταπίεσης σε δραστήρια κατάσταση αγανάκτησης και εξέγερσης. Αυτός ο υποκειμενικός όρος είναι απόλυτα απαραίτητος για τη μετατροπή μιας επαναστατικής κατάστασης σε επανάσταση. 8ος) Το επαναστατικό κόμμα σαν πρωτοπορία της τάξης, σφιχτοδεμένη και ατσαλωμένη. Μια επανάσταση μπορεί να προκύψει και χωρίς την ύπαρξη αυτού του υποκειμενικού όρου. Όμως είναι αδύνατο να οδηγηθεί στη νίκη και στην κατάκτηση της εξουσίας αν αυτός ο όρος, δηλαδή «μια διεύθυνση διορατική, σταθερή και τολμηρή» σύμφωνα με τα λόγια του Τρότσκι, απουσιάζει.
Στην απόφασή μας χαρακτηρίσαμε τον 1ο, τον 2ο, τον 5ο και τον 6ο όρο ως εξαιρετικά ώριμους, ενώ για τον 3ο, τον 4ο και τον 7ο όρο δώσαμε τον χαρακτηρισμό «όροι με έναν μέσο βαθμό ωρίμανσης». Πάνω στη βάση αυτής της εκτίμησης, διατυπώσαμε τη θέση ότι η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σταθερά σε μια μακροχρόνια προεπαναστατική περίοδο, δηλαδή σε μια περίοδο κατά την οποία έχουν αρχίσει να ωριμάζουν σ’ έναν αξιοσημείωτο βαθμό οι όροι που απαιτούνται για μια επαναστατική κατάσταση, αλλά όχι ενιαία και όχι όλοι πλήρως ή στον ίδιο βαθμό.
Το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε τώρα είναι το ακόλουθο: συνέβησαν τον τελευταίο ενάμιση χρόνο γεγονότα που να μας δείχνουν ότι οι 7 από τους 8 όρους (που με τη μέση έως πολύ μεγάλη ωρίμανσή τους είχαν δώσει μια προεπαναστατική περίοδο) έχουν υποστεί ουσιαστική μεταβολή; Οι 4 όροι που τους είχαμε χαρακτηρίσει εξαιρετικά ώριμους, παραμένουν ώριμοι, αν και όχι όλοι στον ίδιο βαθμό. Οι παραγωγικές δυνάμεις δεν δείχνουν καμία τάση για πραγματική ανάκαμψη, που να είναι ικανή να οδηγήσει σε ουσιαστική μείωση της ανεργίας και σε βελτίωση της διεθνούς θέσης του ελληνικού καπιταλισμού. Η άρχουσα τάξη συνεχίζει να μην μπορεί να κυβερνά όπως παλιά, διαθέτοντας κόμματα και ηγεσίες που έχουν υποστεί εξαιρετική φθορά και έχουν χάσει τους παλιούς, ισχυρούς δεσμούς τους με τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας. Η δραστήρια και ενεργή έκφραση της οργής των μικροαστών σε μαζικά γεγονότα έχει να εμφανιστεί από τον Φλεβάρη του 2016. Ωστόσο δεν υπάρχει καμία ένδειξη που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η «πρώτη ύλη» αυτής της οργής, δηλαδή η γενικευμένη έλλειψη εμπιστοσύνης στην άρχουσα τάξη και το σύστημά της, έχει πάψει να υπάρχει. Αντιθέτως, στο φως της εμπειρίας από την αυξανόμενη υπερφορολόγηση, ιδιαίτερα στα νεότερα τμήματα των ελευθέρων επαγγελματιών, ο κλονισμός της εμπιστοσύνης στο σύστημα αυξάνεται και η έλλειψη μιας κινηματικής έκφρασης αυτού του στοιχείου τον προηγούμενο 1,5 χρόνο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί φυσιολογική λόγω των απανωτών ηττών της προηγούμενης περιόδου και συγκυριακή.
Επιπλέον, σε κανένα εργαλείο διάγνωσης της κατεύθυνσης της συνείδησης των μικροαστών, δεν έχουμε δει την κίνησή τους προς την κατεύθυνση της αντίδρασης. Η ΝΔ παρά την πρωτιά στις δημοσκοπήσεις δεν εμφανίζει ισχυρή δυναμική, παρά μόνο εκλογική συσπείρωση, ενώ τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, μνημονιακά και «αντιμνημονιακά», που όπως και η κύρια έκφραση της ελληνικής Δεξιάς, σε άλλες περιόδους θα ήταν οι φυσικοί πολιτικοί εκφραστές των μικροαστών, βρίσκονται σε πτώση ή σε στασιμότητα, συμπεριλαμβανομένης της νέας συμμαχίας της κεντροαριστεράς που αποτυγχάνει να συγκεντρώσει μεγαλύτερο ποσοστό από το άθροισμα των ποσοστών των εταίρων της στις τελευταίες εκλογές. Τέλος, ο όρος της πανεθνικής πολιτικής κρίσης, με την αβεβαιότητα στην οικονομία και τα οικονομικά του κράτους να αυξάνεται καθώς πλησιάζουμε στο τέλος του τρίτου προγράμματος και με τη γενικευμένη οργή από τα απανωτά μέτρα λιτότητας να διεισδύει διαρκώς μέσα στους πόρους του αστικού πολιτικού συστήματος, θα συνεχίζει να βρίσκεται «προ των πυλών».
Οι δυο από τους τρεις όρους που είχαμε διαπιστώσει ότι παρουσιάζουν έναν μέσο βαθμό ωρίμανσης, παραμένουν στα ίδια επίπεδα. Πιο συγκεκριμένα, δεν έχουμε δει κάποια ουσιαστική κίνηση προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της συνοχής των δυνάμεων της άρχουσας τάξης, ούτε προς την κατεύθυνση της ανάκτησης του κύρους των βασικών τυπικών εκφραστών της «μικροαστικής δημοκρατίας», δηλαδή των ρεφορμιστών προδοτών του ΣΥΡΙΖΑ και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει, καθώς το κύρος των τελευταίων μέσα στις μάζες βρίσκεται στο ναδίρ.
Τι συμβαίνει όμως με τον 7ο όρο, που είχαμε διαπιστώσει ότι παρουσιάζει έναν μέσο βαθμό ωρίμανσης, δηλαδή με την ενεργή αναζήτηση μιας επαναστατικής λύσης από την πλευρά της εργατικής τάξης; Καταρχάς θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι ο όρος αυτός έχει ιδιαίτερα βαρύνουσα σημασία και είναι αναμφίβολα ο πιο καθοριστικός όρος για να χαρακτηρίσουμε την περίοδο ως επαναστατική, προεπαναστατική, κοινωνικά ειρηνική ή αντιδραστική. Ωστόσο, αυτό τον παράγοντα θα πρέπει να τον προσεγγίζουμε διαλεκτικά, δηλαδή στη σύνδεσή του με τους αντικειμενικούς όρους και όχι απομονωμένα. Επίσης, η απεργιακή στατιστική σ’ ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, δεν μπορεί να είναι το μόνο κριτήριο για να προσδιορίσουμε το χαρακτήρα μιας ολόκληρης περιόδου.
Αναμφίβολα το εργατικό κίνημα σήμερα βρίσκεται σε μια φάση υποχώρησης. Η εξήγηση γι’ αυτή έχει δοθεί επανειλημμένα σε μια σειρά κείμενα και άρθρα μας. Πρόκειται για μια εντελώς φυσιολογική και αναμενόμενη υποχώρηση, που ήρθε ως αποτέλεσμα της απογοήτευσης που δημιούργησε η ήττα των προηγούμενων ταξικών και πολιτικών μαχών, τα εδραιωμένα φαινόμενα της μαζικής φτώχειας, ανεργίας και μετανάστευσης και η μεγάλη προδοσία της κλίκας του Τσίπρα το καλοκαίρι του 2015.
Μια διαλεκτική εξέταση όμως, των σημερινών διαθέσεων της τάξης, δηλαδή σε σύνδεση με τους 6 αντικειμενικούς όρους – συντελεστές της φύσης της περιόδου, μας επιβάλει να συμπεράνουμε ότι η εξαιρετικά πιθανή απότομη αλλαγή σε κάποιον ή κάποιους από αυτούς, θα είναι ικανή να σηματοδοτήσει και μια απότομη αλλαγή στην διαθέσεις των εργατικών μαζών. Αν η αλλαγή στους αντικειμενικούς όρους δεν ήταν εξαιρετικά πιθανή τότε θα ήμασταν υποχρεωμένοι από τη σημερινή φάση υποχώρησης του κινήματος να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι βρισκόμαστε πλέον σε μια διαφορετική γενικότερη περίοδο. Όμως κάτι τέτοιο δε συμβαίνει και γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεράνουμε ότι η γενικότερη προεπαναστατική φύση της περιόδου δεν έχει αλλάξει και ότι αυτό που έχουμε μπροστά μας είναι ένα διάλλειμα υποχώρησης, που φυσικά δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε πόσο ακριβώς θα διαρκέσει. Εκείνο που έχουμε να πούμε για την διάρκεια αυτού του διαλλείματος με την παρούσα κατάσταση στους αντικειμενικούς όρους να είναι εξαιρετικά εύθραυστη και ευμετάβλητη, είναι πως δεν μπορούμε να μιλάμε για μια διάρκεια αρκετών χρόνων.
Οι αντικειμενικοί όροι, η απότομη αλλαγή των οποίων μπορεί να φέρει με περισσότερες πιθανότητες και την απότομη αλλαγή στις διαθέσεις του εργατικού κινήματος, είναι δύο. Είναι η απότομη επιδείνωση της κατάστασης στο πεδίο της εξυπηρέτησης του χρέους στην κατεύθυνση που ήδη περιγράψαμε στη σχετική ενότητα και η εμφάνιση μιας πολιτικής κρίσης πανεθνικής εμβέλειας, η οποία πολύ πιθανά θα προκύψει από αυτήν. Οι αλλαγές αυτές είναι ικανές να λειτουργήσουν σαν σοκ στη συνείδηση της εργατικής τάξης και να σπρώξουν ξανά το κίνημά της στη μαζική δράση, με μια μορφή που φυσικά δεν μπορεί να προσδιοριστεί.
Αλλά και οι ίδιες οι διαθέσεις της εργατικής τάξης δεν διαπιστώνονται μόνο από την απεργιακή στατιστική. Η εργατική τάξη μετά από τόσες απανωτές ήττες στο απεργιακό μέτωπο δεν βλέπει – και σωστά – καμία λύση στο απεργιακό και συνδικαλιστικό πεδίο. Οι μαρξιστές δεν πρέπει να υποτιμούν την ικανότητα της εργατικής τάξης να βγάζει πολιτικά συμπεράσματα. Η συνείδηση ενός μεγάλου τμήματος από όσους συμμετείχαν στις ταξικές μάχες των δέκα τελευταίων χρόνων έχει φτάσει στο λογικό συμπέρασμα ότι με επιμέρους, συνδικαλιστικό αγώνα δεν μπορεί να υπάρξει λύση στα εργατικά προβλήματα και ότι απαιτείται η συντονισμένη δράση των πλατύτερων δυνατών τμημάτων των εργατικών μαζών γύρω από το σκοπό μιας σε βάθος αλλαγής της κοινωνίας, με άλλα λόγια, ότι απαιτείται ο μαζικός πολιτικός και επαναστατικός αγώνας. Ειδικά στα νεαρότερα τμήματα της εργατικής τάξης, τα μεγαλύτερα θύματα της κρίσης, τα επαναστατικά πολιτικά συμπεράσματα έχουν εδραιωθεί, με απόλυτα ενδεικτικά ως προς αυτό το ζήτημα τα αποτελέσματα πανευρωπαϊκής έρευνας που χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και αποκάλυψε ότι το 67% των νέων της Ελλάδας θα συμμετείχε σήμερα σε μια εξέγερση (Πηγή: http://www.generation-what.gr, δημοσιοποίηση 2/5/2017).
Με αυτή την έννοια, είναι πραγματικά αξιοθρήνητες οι (κατά τα άλλα, αγνών προθέσεων σε πολλές περιπτώσεις) δραστηριότητες που αναπτύσσει η μεγάλη πλειονότητα των αριστερών δυνάμεων στους εργατικούς χώρους (και τους χώρους νεολαίας), οι οποίες επικεντρώνουν σε καλέσματα συσπείρωσης πάνω σε επιμέρους και δευτερεύοντα συνδικαλιστικά αιτήματα, αντί σαν κύριο καθήκον να επιδιώξουν να εξηγήσουν στους εργαζόμενους τα πολιτικά διδάγματα από τα συνταρακτικά γεγονότα των προηγούμενων χρόνων, συμβάλλοντας έτσι ουσιαστικά στην υπόθεση της νίκης των μελλοντικών μαχών. Φέρονται στους εργάτες σα να είναι μικρά (και καθυστερημένης νοητικής ανάπτυξης) παιδιά, που τάχα δεν μπορούν να συλλάβουν τις «σύνθετες» (στην πραγματικότητα χρεοκοπημένες και συγχυσμένες) ιδέες που κατέχουν οι ίδιοι.
Με μια τέτοια δράση στο εργατικό κίνημα, συνολικά οι αριστερές δυνάμεις γίνονται, αντί για δύναμη που με τη δράση της θα περιορίζει τις επιπτώσεις των ηττών και θα συντομεύει το χρόνο της παρούσας «άμπωτης» στο εργατικό κίνημα, σε παράγοντες που κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Με τη στενόμυαλη πολιτική και τακτική τους κατά κανόνα απογοητεύσουν ακόμα περισσότερο τους εργαζόμενους.
Παρ΄ όλα αυτά, σε όσα από τα σημαντικά συνδικάτα διεξάγονται εκλογές το τελευταίο διάστημα, οι εργάτες κάνουν το καθήκον τους και ψηφίζουν – χωρίς ενθουσιασμό παρ’ όλα αυτά – αριστερές παρατάξεις. Η πιο σημαντική εξέλιξη τον τελευταίο ενάμιση χρόνο ήταν τα αποτελέσματα του συνεδρίου της ΑΔΕΔΥ τον Δεκέμβριο του 2016, όπου είχαμε σημαντική μείωση των ψήφων της ΔΑΚΕ και της ΠΑΣΚΕ (το αθροιστικό ποσοστό τους από 47,5% στο προηγούμενο συνέδριο έπεσε στο 30,55%) και ένα σημαντικότατο ποσοστό 37,8% αθροιστικά για τις αριστερές αντιμνημονιακές δυνάμεις (ΜΕΤΑ – Παρεμβάσεις – ΠΑΜΕ), οι οποίες είχαν λάβει 39.39% στο προηγούμενο συνέδριο, με την συμπερίληψη όμως τότε και των δυνάμεων που υποστήριζαν τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η αριστερή στροφή στα συνδικάτα είναι μια διαρκής τάση από το 2010 και παρά τη μη μαζική και γραφειοκρατικοποιημένη κατάσταση στην οποία συνεχίζουν να βρίσκονται τα περισσότερα συνδικάτα, αποτελεί μια σαφή αντανάκλαση της πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης ενός αξιόλογου τμήματος – του πιο ειδικευμένου και καλά αμειβόμενου – της εργατικής τάξης. Και αν τέτοιες ριζοσπαστικές διεργασίες συμβαίνουν μέσα σε αυτά τα τμήματα της εργατικής τάξης, κανένα στοιχείο δεν υπάρχει που να μας κάνει να πιστεύουμε ότι τα ριζοσπαστικά πολιτικά συμπεράσματα είναι λιγότερο συνηθισμένα στα υπόλοιπα, πιο πληβειακά τμήματα της εργατικής τάξης.