Ο απεργιακός αγώνας ενάντια στις αντι-μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα συμπλήρωσε 40 ημέρες την 13η Ιανουαρίου. Την περασμένη Πέμπτη πραγματοποιήθηκε η τέταρτη διεπαγγελματική απεργία και εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές συμμετείχαν στις συγκεντρώσεις.
Σε μια προσπάθεια να σπάσει το μέτωπο των συνδικάτων, η κυβέρνηση προσφέρθηκε να αναστείλει προσωρινά την προτεινόμενη αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης από 62 σε 64. Αυτή η ψευδής παραχώρηση είναι μια παγίδα που ορθώς απέρριψε η CGT (η μεγαλύτερη εργατική συνομοσπονδία στη χώρα), απαιτώντας την πλήρη ανάκληση της συνταξιοδοτικής αντι-μεταρρύθμισης. Αλλά ακόμα και αυτό το αίτημα δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του κινήματος. Ο Μακρόν έχει ποντάρει την πολιτική του επιβίωση στην ψήφιση της συνταξιοδοτικής αντι-μεταρρύθμισης και θα χρειαστούν πολλά περισσότερα για να νικήσει το κίνημα. Η μόνη ρεαλιστική στρατηγική για το κίνημα είναι η διεξαγωγή μιας γενικής απεργίας διαρκείας που θα συμπεριλάβει ευρύτερα στρώματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας στη Γαλλία, βάζοντας τα θεμέλια για την ανατροπή της αντιδραστικής κυβέρνησης του Μακρόν.
«Θα συνεχίσουμε!»
Η κινητοποίηση της 9ης Ιανουαρίου ήταν μαζική, με τη CGT να μιλά για 1,7 εκατομμύρια ανθρώπους στους δρόμους – 370.000 μόνο στο Παρίσι. Η προσέλευση ήταν μικρότερη το Σάββατο, με τα συνδικάτα να μιλούν για 500.000 διαδηλωτές σε όλη τη Γαλλία και 150.000 στην πρωτεύουσα. Αυτοί οι αριθμοί είναι ίσως υπερβολικοί, αλλά η γελοία επίσημη εκτίμηση (για 450.000 σε εθνικό επίπεδο την 9η και 150.000 την 11η Ιανουαρίου) δεν είναι παρά ένας ευσεβής πόθος της αστικής τάξης και του κράτους. Όπως βεβαιώθηκε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υπήρχαν εκατοντάδες διαμαρτυρίες σε όλη τη χώρα, με μεγάλες πορείες στη Μασσαλία, την Τουλούζη, τη Νάντη, το Μπορντό, τη Λυών, το Κλερμόν-Φεράν και αλλού.
Η διάθεση στη διαδήλωση της Πέμπτης ήταν πολύ ριζοσπαστική, με μεγάλη συμμετοχή από εργαζόμενους διαφορετικών κλάδων. Συμμετείχαν εργαζόμενοι των σιδηροδρόμων, των διυλιστηρίων, δάσκαλοι, οικοδόμοι, δικηγόροι κ.ά. Αν και υπάρχουν κάποιες ενδείξεις κόπωσης, πολλοί απεργοί αισθάνονται ότι έχουν πάει πολύ μακριά τώρα για να κάνουν πίσω. Αυτό ήταν σαφές από ένα από τα κεντρικά συνθήματα στις πορείες: “on ira jusqu’au retrait!” (Θα συνεχίσουμε μέχρι να αποσυρθεί!)
Οι εργαζόμενοι στις μεταφορές παραμένουν η εμπροσθοφυλακή του κινήματος. Όλες οι γραμμές του μετρό του Παρισιού (και οι εκτός από δύο που είναι αυτοματοποιημένες) έκλεισαν στις 9 του μηνός και υπήρχαν μειωμένα δρομολόγια σε άλλες γραμμές, εκτός από τα λεωφορεία, τα τραμ και τα τρένα. Τα σιδηροδρομικά δρομολόγια μειώθηκαν κατά 40%.
Η κούραση και η απώλεια μισθών είχαν την επίδρασή τους, με τη σταδιακή επιστροφή στη δουλειά αρκετών απεργών. Ωστόσο, ξαναμπήκαν στον αγώνα στις 9 Ιανουαρίου, με ακόμη μεγαλύτερη συμμετοχή από την τελευταία διεπαγγελματική απεργία στις 17 Δεκεμβρίου (με 34% συμμετοχή έναντι 33%). Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το ότι, μετά από 40 ημέρες απεργίας, οι εργαζόμενοι έχουν δυνάμεις για μια ακόμη μεγαλύτερη κινητοποίηση από τις αρχές του κινήματος.
Οι εκπαιδευτικοί συμμετείχαν μαζικά στις κινητοποιήσεις με το 60% να απεργούν στην πρωτεύουσα. Η δράση των εκπαιδευτικών θα μπορούσε να είναι ακόμα μαζικότερη, αλλά το κύριο συνδικάτο των εκπαιδευτικών (FSU) διστάζει να κλιμακώσει τις απεργιακές κινητοποιήσεις. Επιπλέον, πολλοί νοσηλευτές (ιδιαίτερα νοσηλευτές και βοηθοί νοσηλευτικού προσωπικού) συμμετείχαν στις συγκεντρώσεις. Επιπρόσθετα, στις 10 Ιανουαρίου, μετά την απόφαση μιας Γενικής Συνέλευσης, οι ειδικευόμενοι γιατροί απέργησαν σε όλη τη Γαλλία, με συμμετοχή που άγγιζε το 60%. Η όπερα του Παρισιού συνεχίζει την απεργία, ακυρώνοντας την εναρκτήρια παράσταση της νέας σεζόν, τον Κουρέα της Σεβίλλης.
Οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα παραμένουν μειοψηφία στις διαδηλώσεις. Αξιοσημείωτη εξαίρεση αποτελούν οι εργαζόμενοι στα κύρια διυλιστήρια της Γαλλίας, οι οποίοι συμμετέχουν ενεργά στον αγώνα. Οι γενικές συνελεύσεις των εργαζομένων στα διυλιστήρια ψήφισαν για να κλιμακώσουν τις κινητοποιήσεις, επεκτείνοντας μια προγραμματισμένη στάση εργασίας 72 ωρών σε 96 ώρες. Με δεδομένο τον εκβιασμό και τις απειλές των αφεντικών, το κουράγιο τους είναι υποδειγματικό.
Το πρόβλημα ηγεσίας για άλλη μια φορά
Η στρατηγική της ηγεσίας της CGT για το κέρδισα των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα στον αγώνα είναι εξαιρετικά αδύναμη. Ένας από τους λόγους που κάλεσαν σε διαδήλωση το Σάββατο ήταν ώστε οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα να μπορέσουν να συμμετάσχουν χωρίς να χάσουν την αμοιβή τους ή να αντιμετωπίσουν αντίποινα από τα αφεντικά τους. Αυτό το είδος δράσης όμως δεν έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα και δεν μπορεί να υποκαταστήσει την απεργιακή κινητοποίηση στον ιδιωτικό τομέα. Για να ρισκάρουν τον κίνδυνο απόλυσης και την απώλεια μισθών, οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα πρέπει να έχουν αυτοπεποίθηση ότι μπορούν να νικήσουν και αυτή την αυτοπεποίθηση δεν τους τη δίνει η ηγεσία της CGT.
Ωστόσο, αρκετοί συνδικαλιστές της βάσης έχουν ξεπεράσει τους περιορισμούς που θέτει η ηγεσία τους στο να συμπεριλάβουν στον αγώνα ευρύτερα στρώματα εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα. Για παράδειγμα, οι εργαζόμενοι στις μεταφορές έχουν επίσης προσεγγίσει εργαζομένους του εργοστασίου του PSA (το οποίο παράγει αυτοκίνητα), οι οποίοι συμμετείχαν στις διαδηλώσεις. Αυτά είναι μικρά βήματα, αλλά δίνουν μια αίσθηση του τι θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν η CGT υιοθετήσει μια πιο θαρραλέα και αποφασιστική πανεθνική στρατηγική.
Οι εργατικές μάζες έχουν επίσης οδηγηθεί προς τα εμπρός από το «μαστίγιο» της κρατικής καταστολής. Η αστυνομία έχει γίνει όλο και πιο βίαιη απέναντι στους διαδηλωτές. Γάλλοι εισαγγελείς ξεκίνησαν έρευνα για την αστυνομική βία μετά την εμφάνιση ενός βίντεο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το οποίο δείχνει έναν αστυνομικό να πυροβολεί διαδηλωτή με πλαστική σφαίρα εξ επαφής, την ώρα που άλλοι χτυπούσαν άγρια το πλήθος με γκλοπ. Η αστυνομία απέρριψε τις καταγγελίες, εκδίδοντας δήλωση η οποία ισχυρίστηκε ότι οι αστυνομικοί αντιμετώπιζαν «εχθρικές και απειλητικές ομάδες» και, ως εκ τούτου, χρησιμοποίησαν ανάλογη βία.
Οι κρατικές δυνάμεις καταστολής παίζουν με τη φωτιά: ήταν η βαριά καταστολή της αστυνομίας που βοήθησε να μετατραπεί το κίνημα των κίτρινων γιλέκων σε εξεγερτικό κίνημα. Τα συνδικάτα θα μπορούσαν σίγουρα να αξιοποιήσουν τη διάθεση του θυμού και αγανάκτησης απέναντι στο κατεστημένο και να οικοδομήσουν ένα μαζικό μαχητικό κίνημα ενάντια στην κυβέρνηση. Όμως προς το παρόν, κρατούν τον αγώνα μέσα σε ασφαλή για το αστικό καθεστώς κανάλια.
Ψεύτικες παραχωρήσεις
Δεν ήταν τυχαία η ανακοίνωση του Σαββάτου από τον πρωθυπουργό Έντουαρ Φιλίπ για την απόσυρση της αύξησης των ορίων συνταξιοδότησης (από τα 62 στα 64 έτη για πλήρη συνταξιοδότηση). Ο αποκαλούμενος από τον πρόεδρο Μακρόν ως «εποικοδομητικός συμβιβασμός» ήταν μια προσπάθεια να σταματήσει τις διαδηλώσεις. Παρ’ όλα αυτά, όσον αφορά αυτόν τον στόχο, απέτυχε. Μετά τη δημοσίευση της δήλωσης, οι διαδηλωτές αμέσως επανάφεραν τα συνθήματά τους για τη συνέχιση του αγώνα μέχρι την οριστική απόσυρση της αντι-μεταρρύθμισης. Οι εργάτες έχουν δει ξανά στο παρελθόν αυτά τα κόλπα, με τις διάφορες ψεύτικες «παραχωρήσεις» που ο Μακρόν υποσχέθηκε για την εξουδετέρωση του κινήματος των κίτρινων γιλέκων. Οι ιδιαίτεροι σχεδιασμοί για τις συντάξεις βρίσκονται ακόμη στο προσκήνιο και στην πραγματικότητα, ο Μακρόν σκοπεύει ακόμα να αυξήσει τα επίσημα όρια συνταξιοδότησης. Αυτή είναι μια ξεκάθαρη μανούβρα και οι εργάτες το γνωρίζουν.
Όμως ο Μακρόν δε σκοπεύει στην πραγματικότητα να κερδίσει με το μέρος του τους εργάτες που παλεύουν, αλλά προσπαθεί να πείσει τις ηγεσίες των «ηπιότερων», μικρότερων από τη CGT συνομοσπονδιών (της CFTD και την UNSA) να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από τον αγώνα. Αυτές είχαν επισημάνει στο παρελθόν ότι η ματαίωση της αύξησης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, που επηρεάζει μόνο τους μεγαλύτερους ηλικιακά εργαζομένους, θα ήταν αρκετό για αυτούς ώστε να σημάνουν την υποχώρηση από τον αγώνα.. Πραγματικά, ο Λωρέν Μπερζέ, γενικός γραμματέας της CFDT, χαιρέτησε την ανακοίνωση της κυβέρνησης ως «μια νίκη» και πανηγύρισε για τη «διάθεση του Μακρόν για συμβιβασμό». Η UNSA επίσης καλωσόρισε την ανακοίνωση.
Παρ’ όλα αυτά, η αυξημένη ταξική συνείδηση της βάσης ασκεί μια ξεκάθαρη επίδραση σ’ αυτά τα υπερσυντηρητικά συνδικάτα. Το γεγονός ότι η CFDT και η UNSA βρίσκονται ακόμα σε απεργία αντανακλά την πίεση από τα κάτω. Η UNSA έφτασε στο σημείο να δημοσιεύσει μια σχεδόν ριζοσπαστική δήλωση η οποία, παρότι αναφέρει ότι θα επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, επισημαίνει πως οι ανακοινώσεις του Μακρόν «δε συναντούν τις προσδοκίες ούτε των υπαλλήλων της RATP ούτε της UNSA-RATP».
Ο άλλος στόχος του Μακρόν είναι να αποδυναμώσει τη λαική συμπάθεια για την απεργία, προβάλλοντας τη θέλησή του «να συμβιβαστεί», την ίδια ώρα που προσπαθεί να δείξει δημόσια ότι οι απεργόι είναι ανυπάκουοι και δεν έχουν διάθεση για αμοιβαίους συμβιβασμούς. Τονίζοντας τους ειδικούς σχεδιασμούς για τις συντάξεις, προσπαθεί να πείσει τις μάζες ότι αυτός ο αγώνας καθοδηγείται από «προνομιούχα» στρώματα, ένα μήνυμα που διαλαλείται από τα καθεστωτικά ΜΜΕ.
Παρά αυτές τις προσπάθειες, η λαϊκή υποστήριξη για την απεργία συνεχίζει να βρίσκεται σχεδόν στο 60%. Επιπλέον, εκατομμύρια ευρώ έχουν δοθεί στο πανεθνικό απεργιακό ταμείο της CGT, ενώ τα τοπικά απεργιακά ταμεία που οργανώνονται από τους εργάτες έχουν μαζέψει γενναίες οικονομικές ενισχύσεις από το λαό. Ο Φαμπρίς Αρσέ, ένας 46χρονος οδηγός τραίνου από τη γραμμή RER B, η οποία συνδέει το Παρίσι με τα διεθνή αεροδρόμια της Γαλλίας, είπε:
«Δεν είναι κατά ανάγκη μόνο οι οικονομικά εύρωστοι που συνεισφέρουν στο απεργιακό μας ταμείο. Συχνά είναι φοιτητές και άνθρωποι που παλεύουν καθημερινά για να τα βγάλουν πέρα. Πρέπει να δείξουμε στην κυβέρνηση ότι δε θα τα παρατήσουμε, ότι βρισκόμαστε εδώ στους δρόμους και ότι αυτός [ο Μακρόν] πρέπει να μας ακούσει.»
Σε αντίθεση με τη διάθεση των ηγεσιών των συνδικάτων, οι οποίες εστιάζουν μόνο στη συνταξιοδοτική αντι-μεταρρύθμιση, η αποφασιστικότητα των εργατών και αυτές οι εκδηλώσεις θυσίας και αλληλεγγύης από τον λαό, δείχνουν μια διάθεση πλατύτερης πάλης ενάντια σε ολόκληρη την αντιδραστική και πλουτοκρατική κυβέρνηση του Μακρόν. Οι άνθρωποι κατανοούν ότι η συνταξιοδοτική αντι-μεταρρύθμιση είναι μονάχα ένα μέρος μιας μεγαλύτερης σειράς επιθέσεων ενάντια στον εργαζόμενο λαό. Όπως είπε η Μαρί Σαμπρίνα, μια 34χρονη καθηγήτρια από το Σέιν Σεν-Ντενί: «Έχει περάσει ένας μήνας από τότε που ξεκινήσαμε να διαδηλώνουμε και ο Μακρόν δε μας ακούει. Πρέπει να ακούσει τους δρόμους… Είναι ένας τραπεζίτης. Νοιάζεται μόνο για τα οικονομικά και τα χρήματα – τα οποία δίνει στους πλούσιους φίλους του.»
Αυτά τα σχόλια επαναλήφθηκαν από τον Αντρέ Βιλανουέβα, έναν εργαζόμενο εδάφους της Air France στο αεροδρόμιο Σαρλ ντε Γκωλ και μέλος της CGT, που ανέφερε: «Αυτό έχει να κάνει με το μέλλον των ανθρώπων. Εάν έχεις πολλά χρήματα θα μπορείς πάντα να διαθέτεις ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, να πηγαίνεις διακοπές και να συνταξιοδοτηθείς άνετα. Αυτό έχει να κάνει με την προστασία της πλειοψηφίας των ανθρώπων που δε τα διαθέτουν και δουλεύουν σκληρά για μια απλή σύνταξη.» Ο Σαντάλ Σεβέν, 67 χρονών, συνταξιούχος διοικητικός υπάλληλος μιας ιδιωτικής εταιρίας υγείας, πρόσθεσε: «Οι άνθρωποι ανησυχούν ότι αυτή η μεταρρύθμιση στην πραγματικότητα απλά θα ωφελήσει τις μεγάλες ηλικιακές ομάδες που στηρίζονται στα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία. Αυτό έχει να κάνει με τον καπιταλισμό. Δίνεται η αίσθηση ότι τα ίδια τα θεμέλια του συστήματος κοινωνικής ασφάλισής μας βρίσκονται σε κίνδυνο.»
Να επεκταθεί η απεργία, να παλέψουμε μέχρι τέλους!
Δικαίως η CGT απέρριψε τον ψεύτικο συμβιβασμό του Μακρόν ως «προπέτασμα καπνού», όπως επίσης έκανε και η διακλαδική ομοσπονδία που εδράζεται στα κεντρικά γραφεία της συνομοσπονδίας FO, επιμένοντας σε μια δήλωση ότι δε θα σταματήσουν μέχρι η συνταξιοδοτική αντι-μεταρρύθμιση να απορριφθεί πλήρως. Όμως, η στρατηγική των ηγεσιών των συνδικάτων που συνεχίζεται δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επαρκής.
Ανακοίνωσαν τρεις ημέρες «απεργιών και διεπαγγελματικής σύγκλισης» από τις 14 μέχρι τις 16 Ιανουαρίου, που θα κλιμακωθούν σε μια «μαζική διεπαγγελματική κινητοποίηση απεργιών και διαδηλώσεων» στις 16 του μήνα (Ε: το άρθρο γράφτηκε στις 14/1). Παρ’ όλα αυτά, ήταν υπερβολικά ασαφείς σε σχέση με τη φύση αυτών των ημερών δράσης, δηλώνοντας ότι οι λεπτομέρειες της διεπαγγελματικής απεργίας στις 16 Ιανουαρίου θα αποφασιστούν σε μια διακλαδική συνάντηση των συνδικάτων στις 15 του μήνα και θα ανακοινωθούν ύστερα από αυτή, με αποτέλεσμα να μη δίνουν χρόνο στους εργάτες να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους ή να προετοιμαστούν.
Αυτό αποτελεί μια συνέχιση μιάς στάσης των ηγεσιών των συνδικάτων που αφήνει τους εργάτες στο σκοτάδι και αντιμετωπίζει τον αγώνα τους σαν μια βαλβίδα, η οποία μπορεί να ανοίγει και να κλείνει διαρκώς ώστε να πιεστεί ο Μακρόν. Παράλληλα, ο γενικός γραμματέας της CGT, Φιλίπ Μαρτίνεζ θα παρευρεθεί σε μια «επιχειρηματική συνάντηση» για να διαπραγματευθεί με εκπροσώπους της κυβέρνησης. Αυτό αποδεικνύει ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει στον τρόπο σκέψης των γραφειοκρατών. Δεν έχουν εμπιστοσύνη στους εργάτες και ακόμα η πεποίθησή τους είναι ότι οι μάζες υπάρχουν μόνο και μόνο για να χρησιμεύουν ως μοχλός στις διαπραγματεύσεις «κλειστών θυρών» με το κράτος.
Τζο Ατάρντ
Δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης, www.marxist.com, στις 14 Ιανουαρίου 2020.
Μετάφραση : Κώστας Αυγέρος