Η διεθνής κατάσταση χαρακτηρίζεται από τη σοβαρή επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, την ένταση των ιμπεριαλιστικών αντιπαραθέσεων, εμπορικών και γεωπολιτικών, την ενδυνάμωση των ταξικών συγκρούσεων στο εσωτερικό των κρατών και τη γενικευμένη τάση για αντανάκλαση αυτών των διεργασιών με μια αυξανόμενη πολιτική πόλωση προς τα δεξιά και τ’ αριστερά.
Προς νέα ύφεση με «φιτίλι» τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς
Στην παγκόσμια οικονομία βλέπουμε επιβράδυνση παντού, με άλλα λόγια, πορεία προς μια νέα ύφεση. Στην Κίνα, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις διεθνών οικονομικών επιτελείων και ιδρυμάτων (Παγκόσμια Τράπεζα, Δ.Ν.Τ, οίκοι αξιολόγησης), η ανάπτυξη αναμένεται το 2019 να πέσει κάτω από το όριο του 6.5% για πρώτη φορά μετά από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Αυτό αποτελεί ένα σημαντικό ορόσημο, γιατί με ανάπτυξη κάτω από αυτό το ποσοστό έχει υπολογιστεί ότι θα αρχίσει να αυξάνεται η ανεργία, λόγω αδυναμίας να «απορροφηθεί» το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό που δημιουργεί η μαζική μετανάστευση από την ύπαιθρο στις πόλεις.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, οι ΗΠΑ φέτος αναμένεται να αναπτυχθούν με 2,3% από 2.8% πέρσι και η Ευρωζώνη επίσης επιβραδύνει, με αναμενόμενη επίδοση 1,4 % από 1,8% πέρσι. Στην πρώτη γραμμή της επιβράδυνσης στην Ευρώπη είναι η Γερμανία, που λόγω πτώσης της βιομηχανικής παραγωγής κινείται μόλις στο 1% από 1,5% το 2018, μετά από 10 χρόνια συνεχούς ανόδου.
Η βασική αιτία για τη διεθνή επιβράδυνση είναι η πτώση των επενδύσεων. Οι καπιταλιστές «κάθονται» πάνω σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια και δεν επενδύουν στην παραγωγή, προτιμώντας την κερδοσκοπία με μετοχές, ομόλογα, «παράγωγα», νομίσματα και φυσικά, τη σιγουριά του χρυσού. Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Συμβουλίου Χρυσού, οι κεντρικές τράπεζες αύξησαν πέρσι τα αποθέματά τους σε χρυσό κατά 651 τόνους, αγοράζοντας τη μεγαλύτερη ποσότητα εδώ και μισό αιώνα (η ζήτηση χρυσού το 2018 ήταν αυξημένη κατά 74% σε σύγκριση με το 2017!).
Η πτώση των επενδύσεων στην παραγωγή και η αύξηση της κερδοσκοπίας οφείλονται στο γεγονός ότι, ενώ σαν αποτέλεσμα της υπερεκμετάλλευσης των εργατών το ποσοστό κέρδους είναι αυξημένο, ο όγκος των κερδών είναι περιορισμένος, λόγω της έλλειψης ακμάζουσας αγοραστικής δύναμης για τη συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας. Σε μια εποχή που η μεγάλη τεχνολογική και επιστημονική πρόοδος θα μπορούσε μέσα από τη χρήση πρωτοποριακών μεθόδων στην παραγωγή (όπως η ρομποτική) να μειώσει το χρόνο εργασίας και να σηματοδοτήσει μια τεράστια άνοδο της παραγωγικότητας, δημιουργώντας όρους αφθονίας για ολόκληρη την ανθρωπότητα, ο καπιταλισμός, δηλαδή η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και η παραγωγή με σκοπό το κέρδος, με τη μορφή του ασύμφορου για τους καπιταλιστές χαρακτήρα των κοινωνικά αναγκαίων παραγωγικών επενδύσεων αποδεικνύει ότι συνιστά ένα γιγάντιο εμπόδιο στην ανθρώπινη πρόοδο.
Η οικονομική επιβράδυνση επιτείνεται από τον εξελισσόμενο εμπορικό πόλεμο, κυρίως ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα, αλλά και την ΕΕ. Αυτός με τη σειρά του συρρικνώνει το παγκόσμιο εμπόριο, η αύξηση του οποίου («παγκοσμιοποίηση») ήταν η «ατμομηχανή» της ανάπτυξης τις προηγούμενες δεκαετίες.
Ένας άλλος παράγοντας που συντελεί στην επιβράδυνση είναι τα τρομακτικά συσσωρευμένα χρέη. Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, το παγκόσμιο κρατικό χρέος ανέρχεται σε 63 τρισ. δολάρια, με το συνολικό παγκόσμιο χρέος – κρατικό και ιδιωτικό – να ανέρχεται σε 250 τρισ. δολάρια, να φτάνει δηλαδή στο 328% του ΑΕΠ!
Οι παράγοντες που δημιουργούν αστάθεια στην παγκόσμια οικονομία, δεν είναι μόνο καθαρά οικονομικοί. Ένας τέτοιος, είναι οι αντιπαραθέσεις σχετικά με το Brexit. Η πρόσφατη απόρριψη του σχεδίου συμφωνίας Μέι – Κομισιόν από το βρετανικό κοινοβούλιο έχει φέρει στο προσκήνιο τον κίνδυνο ενός Brexit χωρίς συμφωνία, ενδεχόμενο που θα δημιουργήσει κύματα οικονομικής αβεβαιότητας διεθνώς. Τέλος, στο ταραγμένο γεωπολιτικό πεδίο, το επίκεντρο συνεχίζει να είναι η Μέση Ανατολή και η Νοτιοανατολική Μεσόγειος, όπου η αναγγελία της στρατιωτικής αποχώρησης των ΗΠΑ από τη Συρία, κάνει ακόμα πιο αδυσώπητο τον ανταγωνισμό μεταξύ των υποδεέστερων ιμπεριαλιστικών και τοπικών αντιδραστικών δυνάμεων (Ρωσία, Ισραήλ, Τουρκία, Ιράν κ.α) για να επωφεληθούν από το κενό και να αναβαθμίσουν τον ρόλο τους στην ευρύτερη περιοχή.
Γαλλία και Βενεζουέλα: κρίσιμα σημεία για τον διεθνή ταξικό συσχετισμό δύναμης
Οι μεγαλύτεροι «πονοκέφαλοι» όμως για τον παγκόσμιο καπιταλισμό στις αρχές του νέου χρόνου, δεν είναι οικονομικοί ή γεωπολιτικοί. Είναι η διαφαινόμενη όξυνση των ταξικών συγκρούσεων στο εσωτερικό δυο κρατών – κλειδιά για τον ευρωπαϊκό και τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, οι εξελίξεις στα οποία επηρεάζουν σημαντικά τον παγκόσμιο ταξικό συσχετισμό δύναμης. Αναφερόμαστε στη Γαλλία και τη Βενεζουέλα.
Στη Γαλλία, ο Μακρόν έχει επιβιώσει προσωρινά από το μαζικό κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων, εξαιτίας της προδοτικής συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που σαμποτάρει συστηματικά το αίτημα για μια γενική απεργία διαρκείας. Αλλά το κίνημα δεν έχει τελειώσει. Συνεχίζει να εμφανίζει αποθέματα μαχητικότητας, αλλά και μεγάλη υποστήριξη στους κόλπους του γαλλικού λαού. Οι επαναλαμβανόμενες σε εβδομαδιαία βάση «Πράξεις» του κινήματος είναι ακόμα πιθανό να οδηγήσουν στην πτώση της κυβέρνησης Μακρόν. Σε αυτή την προοπτική, η «Ανυπότακτη Γαλλία», παρά τον παθητικό χαρακτήρα της υποστήριξης που έχει δώσει στο κίνημα και τις ευφάνταστες αντιλήψεις του Μελανσόν περί δικαίωσης της αταξικής θεωρίας του για μια «επανάσταση των πολιτών», αναμένεται να είναι εκείνη που θα κεφαλαιοποιήσει εκλογικά τη ριζοσπαστικοποίηση που συντελείται στους κόλπους της νεολαίας και της εργατικής τάξης, ως το πιο ισχυρό πολιτικό αντίβαρο στην υπό διαμόρφωση συμμαχία για την εύρεση αστικής εναλλακτικής λύσης στον Μακρόν, μεταξύ Δεξιάς του Σαρκοζί και Άκρας Δεξιάς της Λεπέν.
Ανεξάρτητα από τη μορφή των μελλοντικών πολιτικών εξελίξεων στη χώρα, τα γεγονότα στη Γαλλία έστειλαν ένα πολύ σημαντικό μήνυμα παγκόσμια. Είναι η πρώτη φορά από το ξέσπασμα της κρίσης του 2008 που σε μια ισχυρή καπιταλιστική χώρα της Δύσης η άρχουσα τάξη μπήκε σε θέση άμυνας απέναντι σ’ ένα μαζικό κίνημα και αναγκάστηκε να κάνει, λίγες έστω, πραγματικές παραχωρήσεις. Τα Κίτρινα Γιλέκα δείχνουν στην παγκόσμια εργατική τάξη ότι το κεφάλαιο δεν είναι πανίσχυρο και ότι με μαζικό αγώνα διαρκείας οι πολιτικές του μπορούν να ανατραπούν.
Κολοσσιαία διεθνή σημασία όμως, έχουν και τα γεγονότα στη Βενεζουέλα. Μια επικράτηση του προκλητικού πραξικοπήματος που εξελίσσεται από τον Ιανουάριο στη χώρα με αυτουργό τον Τραμπ και τους συμμάχους του, θα έχει πολύ αρνητικές συνέπειες για την εργατική τάξη διεθνώς. Θα αλλάξει τους ταξικούς συσχετισμούς προς όφελος του κεφαλαίου στη Λατινική Αμερική, θα επιταχύνει την επαπειλούμενη καπιταλιστική παλινόρθωση στην Κούβα και γενικότερα, θα σβήσει από τον χάρτη ένα υπόδειγμα μαζικής επαναστατικής αντίστασης στον ιμπεριαλισμό, έστω κι αν αυτό έχει υπονομευθεί ολέθρια από την ατολμία και της φιλο-καπιταλιστικές αυταπάτες της ρεφορμιστικής μπολιβαριανής γραφειοκρατίας, εξαιτίας της οποίας, τα τελευταία χρόνια η αντεπανάσταση έχει σηκώσει κεφάλι.
Σε κάθε περίπτωση όμως, η επιτυχία των σχεδίων του Τραμπ και του υποτακτικού του, Γκουαιδό, δεν είναι καθόλου εγγυημένη. Η επανάσταση έχει πολύ βαθιές ρίζες. Η κλιμάκωση, με οποιαδήποτε μορφή, της απόπειρας βίαιης ανατροπής της εκλεγμένης κυβέρνησης Μαδούρο θα οδηγήσει σε μια εμφύλια σύγκρουση, που η ολιγαρχία και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να κερδίσουν.
Η κρίση συνεχίζει να μιλάει (και) ελληνικά
Στην Ελλάδα, όλοι οι βασικοί οικονομικοί δείκτες φανερώνουν ένα μόνιμο αδιέξοδο. Στις πρόσφατες εκτιμήσεις τους, ο ΙΟΒΕ και το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, έκαναν λόγο για ανάπτυξη τη χρονιά που πέρασε κοντά στο 2%, σχεδόν αποκλειστικά τροφοδοτούμενη από τον τουρισμό και με τις επενδύσεις να βρίσκονται σταθερά σε πολύ χαμηλά επίπεδα (σχεδόν στο 1/3) σε σύγκριση με τα προ κρίσης επίπεδα. Το ΔΝΤ στην τελευταία του έκθεση για την Ελλάδα προβλέπει για τα επόμενα χρόνια στην καλύτερη περίπτωση μια ετήσια ανάπτυξη ύψους 1% και την επιστροφή του ΑΕΠ στα προ κρίσης επίπεδα το 2040!
Ταυτόχρονα, ιδιαίτερη ανησυχία για τη δυνατότητα επίτευξης των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων έχει προκαλέσει στους αστικούς κύκλους η ραγδαία αυξανόμενη φοροδοτική αδυναμία των μαζών, που έχει κάνει 4,2 εκατομμύρια φορολογούμενους να χρωστούν στην εφορία. Τα συνολικά χρέη στην εφορία φθάνουν σήμερα τα 105,5 δισ. ευρώ και μαζί με τα πρόστιμα, φτάνουν τα 185 δισ., δηλαδή ξεπερνούν την αξία του ετήσιου ελληνικού ΑΕΠ! Η πολυδιαφημισμένη δε, έξοδος του ελληνικού κράτους στις αγορές πριν από λίγες βδομάδες έγινε με επιτόκια 3,5 φορές μεγαλύτερα από τα δάνεια της τρόικας, αποδεικνύοντας ότι είναι αδύνατο να εξυπηρετηθεί το ελληνικό κρατικό χρέος με χρηματοδότηση από τις αγορές.
Στα συσσωρευμένα προβλήματα προστίθεται και το πρόβλημα των χρεοκοπημένων τραπεζών, όπου παρά τη νέα «συμβιβαστική λύση» που προωθείται σε βάρος χιλιάδων των δανειοληπτών για τη μετά «νόμο Κατσέλη» εποχή, προετοιμάζεται σταθερά το έδαφος για να απαιτηθεί μία ακόμα ανακεφαλαιοποίηση με χρήματα των φορολογουμένων.
Σε σύγκριση με την περίοδο πριν από την κρίση, η καπιταλιστική Ελλάδα διαθέτει 50 περισσότερες ποσοστιαίες μονάδες κρατικό χρέος ως προς το ΑΕΠ, έχει 25% λιγότερη αξία σε ετήσιο ΑΕΠ, χρεοκοπημένες τράπεζες και πορεύεται στο μέλλον χωρίς εγγυημένη χαμηλότοκη χρηματοδότηση του κρατικού χρέους. Όχι μόνο λοιπόν, δεν ζούμε την ελληνική έξοδο από τα Μνημόνια, αλλά αντίθετα, ο ελληνικός καπιταλισμός μοιάζει με σαπιοκάραβο εγκαταλελειμμένο στον ωκεανό. Με ισχνούς ρυθμούς ανάκαμψης, μ’ ένα σταθερά πανύψηλο κρατικό χρέος, με τράπεζες γεμάτες «κόκκινα δάνεια», μ’ ένα κυοφορούμενο φοροδοτικό κραχ και σε μια παγκόσμια οικονομία που επιβραδύνει διαρκώς, ο ελληνικός καπιταλισμός θα τείνει να βρεθεί αναπόφευκτα ξανά στο χείλος της χρεοκοπίας κράτους και τραπεζών, αλλά και της εξόδου από το ευρώ (με την προϋπόθεση βέβαια ότι ως τότε θα υπάρχει η Ευρωζώνη με τη μορφή που έχει σήμερα).
Κυβερνητική κρίση, κοινοβουλευτική παρακμή και «μακεδονομαχική» υστερία
Αυτόν τον Φεβρουάριο συμπληρώσαμε 3 χρόνια – απόλυτα αναμενόμενης όπως έχουμε εξηγήσει μετά τη μεγάλη προδοσία του 2015 – παράλυσης του εργατικού κινήματος. Αυτή η παράλυση είναι και η πιο βασική αιτία για το γεγονός ότι η παρούσα κυβέρνηση είναι εκείνη με την μεγαλύτερη διάρκεια παραμονής στην εξουσία στα χρόνια των Μνημονίων.
Ωστόσο, κατά το τελευταίο δίμηνο η κυβέρνηση γνωρίζει τη σοβαρότερη κρίση της θητείας της με αφορμή τις εξελίξεις στο Μακεδονικό. Σε αυτές, καταρχάς, φανερώθηκε η πρόθεση της αστικής τάξης να εκμεταλλευθεί πολιτικά το ζήτημα – παρά την εξαιρετικά βολική για τα συμφέροντά της, Συμφωνία των Πρεσπών – για να πιέσει την κυβέρνηση να κινηθεί γρηγορότερα προς την πόρτα της εξόδου. Η άρχουσα τάξη χρειάζεται άμεσα μια κυβέρνηση με φρέσκια εκλογική εντολή και μεγαλύτερη κοινοβουλευτική δύναμη για να συνεχίσει την επίθεση στο βιωτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Αντίθετα, η κυβέρνηση Τσίπρα όπως αποδείχθηκε στην περίπτωση της αναβολής της μείωσης συντάξεων και του αφορολόγητου ορίου, αλλά και της αύξησης του κατώτατου μισθού, για να μπορέσει να κατοχυρώσει μια διαχειρίσιμη ήττα στις επερχόμενες εκλογές έχει τώρα ανάγκη να κάνει μικροπαραχωρήσεις. Αυτές όμως στέλνουν το λάθος από τη σκοπιά της άρχουσας τάξης (αλλά αληθινό από τη σκοπιά της αντικειμενικής πραγματικότητας) μήνυμα, ότι δηλαδή υπάρχει άφθονη δυνατότητα για ενίσχυση του εργατικού εισοδήματος σε βάρος του κεφαλαίου. Τέτοια μηνύματα μπορούν να «ανοίξουν την όρεξη» της εργατικής τάξης και να γίνουν αφορμή για το ξέσπασμα οικονομικών αγώνων που θα «υπονομεύσουν το επενδυτικό κλίμα», με δηλαδή την απρόσκοπτη κερδοφορία μερικών δεκάδων μεγάλων καπιταλιστικών εταιρειών.
Επιπλέον, σε αυτό καθ’ αυτό το Μακεδονικό, αναδείχθηκε για μία ακόμα φορά η ακραία αντιδραστική φύση των Ελλήνων καπιταλιστών και των πιο επιφανών εκπροσώπων τους. «Κεντρώοι», «φιλελεύθεροι» και «ευρωπαϊστές» αστοί πολιτικοί όπως ο Μητσοτάκης και η Γεννηματά, καθώς και υποτιθέμενα μετριοπαθή στα «εθνικά ζητήματα», ΜΜΕ, όπως η «Καθημερινή» και ο ΣΚΑΙ, ξέχασαν τους παλιούς όρκους τους στη διπλή ονομασία και μετατράπηκαν ανοικτά σε «μακεδονομάχους», σε μια απόπειρα να ξαναδημιουργήσουν μια πιο συμπαγή εκλογική βάση για το αστικό πολιτικό στρατόπεδο. Αλλά τα φετινά εθνικιστικά συλλαλητήρια ήταν πολύ μικρότερα από τα περσινά και παρά την άγνοια και τη σύγχυση που έχουν καλλιεργήσει στην ελληνική κοινωνία οι αστικοί μηχανισμοί εθνικιστικής προπαγάνδας, το Μακεδονικό δε φαίνεται ότι μπορεί να αποτελέσει βασικό κριτήριο τοποθέτησης στην επερχόμενη εκλογική μάχη, ειδικά για τις νεότερες ηλικίες και τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν έλυσε τίποτα στο Μακεδονικό ζήτημα. Η ελληνική άρχουσα τάξη κατοχύρωσε το «δικαίωμά» της να επιβάλει το πως θα ονομάζεται ένα γειτονικό κράτος με αντάλλαγμα το «πράσινο φως» για την ένταξη του τελευταίου στο ΝΑΤΟ και ούτε στο ελάχιστο δεν μεταβλήθηκε ο διαχρονικός αντιδραστικός της ρόλος στο Μακεδονικό. Καμία συμφωνία δεν πρόκειται να την κάνει να διστάσει και στο μέλλον να επιτεθεί διπλωματικά, ακόμα και στρατιωτικά στο γειτονικό λαό (βλέπε τις πρόσφατες, «γραφικές» δηλώσεις Καμένου για της δυνατότητα ολιγόλεπτης επιχείρησης για κατάληψη των «Σκοπίων») για να υπηρετήσει τους τοπικούς ιμπεριαλιστικούς της σκοπούς και να αποπροσανατολίσει ξανά με εθνικιστικό δηλητήριο τον ελληνικό εργαζόμενο λαό από την ταξική πάλη.
Η έγκριση της Συμφωνίας των Πρεσπών από τη Βουλή, οδηγώντας στην τυπική κατάρρευση της κυβερνητικής συμμαχίας με τους ΑΝΕΛ, αποτέλεσε και το έναυσμα για να φανερωθεί γλαφυρά η ηθική χρεοκοπία της αστικής, κοινοβουλευτικής (ψευτο)δημοκρατίας, μέσα από μια φαρσοκωμωδία εξαγορών – μεταγραφών βουλευτών, που έδωσε τελικά στην κυβέρνηση μια οριακή πλειοψηφία των 151 «προθύμων».
Φαινομενικά, δεν υπάρχει ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στη διενέργεια των εκλογών τον Μάιο ή τον Οκτώβριο, μετά την εξάντληση της θητείας της κυβέρνησης. Ωστόσο, από τη σκοπιά της σταθερότητας του ελληνικού καπιταλισμού, η πολύμηνη «πολιτική αβεβαιότητα» μέχρι τον Οκτώβριο, σύμφωνα και με ξένους και εγχώριους αστούς αναλυτές, είναι ένα ενδεχόμενο που πρέπει να αποτραπεί. Αυτός ο παράγοντας πολλαπλασιάζει την υπάρχουσα πίεση της άρχουσας τάξης για πρόωρες εκλογές και κάνει πιθανές τις τριπλές κάλπες τον Μάιο.
Η πολωμένη εκλογική μάχη και η ταξικά αναγκαία στήριξη του ΚΚΕ
Ανεξάρτητα από την ακριβή ημερομηνία των εκλογών, αρχίζει από τώρα να αναδεικνύεται το σκηνικό μιας διπλής πόλωσης που θα διαμορφωθεί στην εκλογική μάχη. Η βασική μορφή πόλωσης, αυτή ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ για την πρώτη θέση, είναι στην πολιτική της ουσία ψευδεπίγραφη και αντανακλά περισσότερο σύγχυση και απελπισία, παρά βάσιμες προσδοκίες για την πολιτική των δύο «μεγάλων» κομμάτων. Έχει στη βάση της διαφορετικές κοινωνικές δυνάμεις: από τη μία πλευρά, συσπειρώνεται το κύριο τμήμα της αστικής τάξης και τα πιο καθυστερημένα πολιτικά και γερασμένα μικροαστικά στρώματα και από την άλλη, ένα σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Παρά τον προοδευτικό χαρακτήρα των ταξικών δυνάμεων που αναμένεται να στηρίξουν εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ, η ψήφος σε αυτόν, κάθε άλλο παρά είναι η σωστή επιλογή από ταξική σκοπιά. Η ηγεσία του νέου ΣΥΡΙΖΑ, από το καλοκαίρι του 2015 ως σήμερα έχει δώσει επανειλημμένα διαπιστευτήρια νομιμότητας στην άρχουσα τάξη σε όλα τα πεδία, ψηφίζοντας στη Βουλή μνημόνια και σειρά αντεργατικών μέτρων. Η αύξηση στον κατώτατο μισθό και το «πάγωμα» των μνημονιακών μειώσεων συντάξεων και αφορολογήτου ορίου, είναι προσωρινά «παυσίπονα» από το φόβο μιας επικείμενης εκλογικής συντριβής. Αν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ξαναεκλεγεί στη κυβέρνηση, έχοντας κάνει τη σταθερή επιλογή να στηρίξει την καριέρα της πάνω στα σάπια θεμέλια του ελληνικού καπιταλισμού, δεν θα διστάσει να πάρει πίσω αυτά τα «παυσίπονα» και να λάβει ακόμα σκληρότερα αντεργατικά μέτρα μόλις τα συμφέροντα του καπιταλισμού το επιβάλουν.
Πλάι στην «πόλωση» της πρώτης θέσης κι ενώ το ΚΙΝΑΛ, μετά τις διασπάσεις-αποχωρήσεις Ποταμιού και ΔΗΜΑΡ και τη συνέχιση των υπουργοποιήσεων στελεχών του από τον Τσίπρα εμφανίζει μια εικόνα πολιτικής αποσύνθεσης, αναμένεται να εμφανιστεί εντονότερα και μια άλλη μορφή, όχι ψευδεπίγραφης αλλά ουσιαστικής πόλωσης, για τη διεκδίκηση της (σημαντικής σε συνθήκες ιστορικά χαμηλών αθροιστικά ποσοστών για τα λεγόμενα κόμματα εξουσίας) τρίτης θέσης, ανάμεσα στους νεοναζί της ΧΑ και το ΚΚΕ. Αυτή θα αντανακλά την επερχόμενη ανοικτή σύγκρουση μεταξύ επανάστασης και αντεπανάστασης στην ελληνική κοινωνία.
Από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων η ψήφος στο ΚΚΕ είναι η μόνη ορθή εκλογική επιλογή. Το ΚΚΕ είναι σήμερα το μόνο μαζικό, αντικαπιταλιστικό εργατικό κόμμα στη χώρα και το μόνο που έχει αντικειμενικά τη δυνατότητα να ηγηθεί αποτελεσματικά στον αγώνα για μια εργατική, σοσιαλιστική εξουσία. Η αποφασιστική άνοδος των εκλογικών ποσοστών του ΚΚΕ και η κατάκτηση από αυτό της τρίτης εκλογικής θέσης με το ξεπέρασμα της ναζιστικής Χρυσής Αυγής, θα φέρει την ανάκαμψη του ηθικού της εργατικής τάξης, ξεκινώντας από την πρωτοπορία της και θα ενισχύσει την κλονισμένη πίστη της στη δυνατότητα για ένα νικηφόρο αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό. Γι’ αυτόν το λόγο, η Κομμουνιστική Τάση, όπως έχει ήδη ανακοινώσει, θα παλέψει δραστήρια για την ενίσχυση του κόμματος στις εκλογικές μάχες που έχουμε μπροστά μας.
Αυτό φυσικά, από σεβασμό στις ιδέες που υπερασπίζουμε ως επαναστάτες μαρξιστές, δεν είμαστε αποφασισμένοι να το πράξουμε αποκηρύσσοντας τις διαφωνίες μας με ορισμένες σημαντικές πλευρές της πολιτικής του κόμματος. Ένας υποκριτής σύμμαχος, είναι πάντα ένας οπορτουνιστής και ασταθής σύμμαχος και εμείς δεν επιθυμούμε να μετατραπούμε σε τέτοιους «συμμάχους». Συνεχίζουμε να θεωρούμε ότι το ΚΚΕ με μια διαφορετική τακτική, την οποία έχουμε αναλύσει σε παλιότερα άρθρα μας, θα μπορούσε τα τελευταία χρόνια να έχει αξιοποιήσει πιο δραστήρια και αποτελεσματικά τις σημαντικές θέσεις που κατέχει στο εργατικό κίνημα, τη νεολαία και γενικότερα στην κοινωνία (π.χ έλεγχος του τρίτου Δήμου της χώρας, του Δήμου Πάτρας) με σκοπό τη συντομότερη δυνατή αγωνιστική ανάκαμψη του κινήματος από τη μεγάλη ήττα του 2015. Επίσης, θεωρούμε ότι η σωστή αριστερή στροφή στο πρόγραμμα και στην αξιολόγηση της Ιστορίας του κόμματος είναι ανάγκη να συνεχιστεί ακόμα πιο τολμηρά, προχωρώντας σε μια ανοικτή και ξεκάθαρη καταδίκη του φαινομένου του σταλινισμού, των μεθόδων και των πολιτικών του, στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ και διεθνώς. Πάνω σε αυτή τη βάση, είναι ζωτική ανάγκη να υπάρξει μια μαρξιστική επανεκτίμηση των κοινωνικών αιτιών πτώσης της ΕΣΣΔ, με την αποκάλυψη του ολέθριου ρόλου που έπαιξε στην προετοιμασία της καπιταλιστικής παλινόρθωσης η προνομιούχα σοβιετική γραφειοκρατία.
Είναι επιπρόσθετα γνωστό, ότι η τρέχουσα δημόσια στάση του κόμματος πάνω στο Μακεδονικό ζήτημα μας βρίσκει αντίθετους, καθώς από μαρξιστική – λενινιστική σκοπιά είναι εντελώς λαθεμένη. Η πεισματική άρνηση αναγνώρισης του μακεδονικού έθνους και της μακεδονικής γλώσσας συνιστά μια (απαράδεκτη) παραχώρηση στην εθνικιστική πολιτική της ελληνικής άρχουσας τάξης, που αντιφάσκει με τις παραδόσεις και τις στοιχειώδεις θέσεις των πρώτων τριών δεκαετιών της ζωής του κόμματος .
Όλα αυτά, δεν είναι δευτερεύουσας σημασίας λάθη. Η διόρθωσή τους είναι προϋπόθεση για το σωστό θεωρητικό και πολιτικό εξοπλισμό των κομμουνιστών σήμερα. Ωστόσο, οι διαφωνίες για τους κομμουνιστές είναι θέμα για συντροφική συζήτηση στο εσωτερικό του κινήματος και όχι άλλοθι για να μην ενώνουν τις δυνάμεις τους ενάντια στον ταξικό εχθρό. Αυτές οι διαφωνίες, όχι μόνο δεν είναι ικανές να μας αποτρέψουν από το ταξικό καθήκον της εκλογικής στήριξης του ΚΚΕ, αλλά αντίθετα, μέσα από τις δημόσιες τοποθετήσεις μας έχουμε υποστηρίξει πως και οι άλλες οργανώσεις και συλλογικότητες που μιλούν στο όνομα του κομμουνισμού οφείλουν να υποστηρίξουν εκλογικά το κόμμα. Τα μικρά και αβέβαια, σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα εισόδου στη Βουλή, ποσοστά που θα καταγράψουν με μια ανεξάρτητη κάθοδό τους στις εκλογές, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η ΛΑΕ και άλλες αριστερές δυνάμεις, αν διοχετεύονταν στην εκλογική επιρροή του ΚΚΕ θα μπορούσαν να το οδηγήσουν εύκολα στην τρίτη θέση, γκρεμίζοντας τους ναζί από αυτήν και σηματοδοτώντας όλες τις θετικές συνέπειες που πιο πάνω αναφέραμε για το ηθικό της εργατικής τάξης στους μελλοντικούς ταξικούς αγώνες.
Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική μάχη για την εκλογική ενίσχυση του ΚΚΕ πρέπει να στοχεύει κυρίως στις μεγάλες μάζες των απεχόντων από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, που στη μεγάλη τους πλειονότητα είναι εργατικά και φτωχά λαϊκά στρώματα, καθώς και εκατοντάδες χιλιάδες νέοι που αισθάνθηκαν αηδιασμένοι από την προδοσία του «Όχι» στο δημοψήφισμα εκείνου του καλοκαιριού. Αυτά τα στρώματα είναι που θα καθορίσουν την έκβαση της εκλογικής μάχης, αλλά ακόμα πιο σημαντικό, την έκβαση της ίδιας, της μελλοντικής προλεταριακής επανάστασης στη χώρα. Γι’ αυτό, είναι ζωτική ανάγκη να κερδηθούν στις ιδέες του κομμουνισμού, με μια δραστήρια, επαναστατικού χαρακτήρα εκλογική εκστρατεία, με τη δημιουργία πλατιών επιτροπών εκλογικού αγώνα σε κάθε χώρο δουλειάς, σε κάθε εκπαιδευτικό χώρο και κάθε γειτονιά, με κύριο καθήκον τους την εκλαϊκευμένη προπαγάνδιση του προγράμματος της εργατικής, σοσιαλιστικής εξουσίας.
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος