Οι θάνατοι των τριών μικρών κοριτσιών στην Πάτρα, αρχίζει να διαφαίνεται ότι αποτέλεσαν δολοφονίες με θύτη τη μητέρα τους. Σε αυτήν την περίπτωση, θα πρόκειται για το πιο πρόσφατο, και ίσως το πιο σοκαριστικό, από μια σειρά αποτρόπαιων εγκλημάτων που έγιναν το τελευταίο διάστημα, τα οποία παρά τις διαφορές τους έχουν και πολλά κοινά χαρακτηριστικά.
Αναφερόμαστε σε εγκλήματα που χαρακτηρίζονται από τις ιδιαίτερα αποκρουστικές πράξεις των θυτών, από την θέση αδυναμίας ή και εξάρτησης που κατά κανόνα είχαν τα θύματα στη σχέση τους με τους θύτες, και από το ότι το όποιο κίνητρο των δραστών δεν μπορεί, τουλάχιστον σε πρώτη προσέγγιση, να «εκλογικευτεί» ως ένα άμεσο «όφελος» (σε αντίθεση δηλαδή με άλλα βίαια εγκλήματα όπως, για παράδειγμα, δολοφονίες με κίνητρο το οικονομικό όφελος, δολοφονίες όπου εμπλέκονται αντίδικοι, δολοφονίες μαρτύρων άλλων εγκλημάτων κ.ο.κ.). Ταυτόχρονα, δεν πρόκειται για εγκλήματα μίσους, όπου το άμεσο κίνητρο είναι ο ρατσισμός απέναντι σε κάποια κοινωνική ομάδα.
Ενδεικτικά αναφέρουμε τη δολοφονία του 7χρονου παιδιού από τον πατριό του και την ακόλουθη αυτοσχέδια ταφή του στην ταράτσα, τον κατ’ εξακολούθηση βιασμό τριών ανιψιών από τον θείο τους, το «γηροκομείο-κολαστήριο» στα Χανιά, την περίφημη επίθεση με το βιτριόλι λίγο παλιότερα, και φυσικά τις δεκάδες γυναικοκτονίες (17 καταγεγραμμένες μόνο το 2021) των τελευταίων ετών. Η γνωστοποίηση τέτοιων εγκλημάτων προκαλεί ιδιαίτερη φρίκη, ακριβώς επειδή τα βασικά κίνητρα είναι συνήθως τέτοια που θεωρούνται ασύλληπτα αποκρουστικά.
Παιδιά, γυναίκες, ηλικιωμένοι: τα πιο συχνά θύματα
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κοινά στοιχεία, ακόμα και των κατά τ’ άλλα πιο διαφορετικών τέτοιων εγκλημάτων, είναι η συχνότητα με την οποία τα θύματα ανήκουν σε κοινωνικές ομάδες καταπιεζόμενες ή και αδύναμες. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές σε ενδο-οικογενειακά εγκλήματα, όπου τις περισσότερες φορές τα θύματα είναι γυναίκες, παιδιά, ή ηλικιωμένοι.
Η πολλαπλή καταπίεση αυτών των ανθρώπων αντανακλάται, καθ’ όλη την ιστορία των ταξικών κοινωνιών από τη δουλοκρατία μέχρι σήμερα, εντός της μονογαμικής πατριαρχικής οικογένειας, της οποίας «κεφαλή» θεωρείται ο άντρας-πατέρας. Καθόλου τυχαία λοιπόν, είναι και συχνότερα ο θύτης – αλλά και όταν δεν συμβαίνει αυτό, είναι σπανιότερα το θύμα. Μια απλή αντιπαραβολή του αριθμού δολοφονιών γυναικών από τους άντρες συζύγους ή συντρόφους τους μέσα σε ένα έτος σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου, με τον αντίστοιχο αριθμό δολοφονιών ανδρών από τις γυναίκες συζύγους/συντρόφους τους θα είναι αρκετή για να επιβεβαιώσει, τόσο αυτήν την κοινή αλήθεια, όσο και το ότι πρόκειται για περιστατικά που δεν είναι ούτε τυχαία και απρόβλεπτα, ούτε αποτελέσματα κάποιων ειδικών συνθηκών, αλλά συνέπεια του ίδιου του σημερινού κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, δηλαδή του καπιταλισμού. Ένας συνδυασμός από τη μια πλευρά αντικειμενικής αδυναμίας του θύματος στη σχέση του με το θύτη (η οποία συχνά «κατοχυρώνεται» και δια νόμου), και ενσωμάτωσης από το δράστη (έστω υποσυνείδητα) μιας υποτιμητικής αντίληψης για τη θέση – και την ίδια την αξία της ζωής – του θύματος από την άλλη, δημιουργούν το έδαφος για να «ανθίσουν» με πολλαπλάσια συχνότητα τα εγκλήματα ενάντια στα πιο καταπιεζόμενα μέλη μιας οικογένειας.
Παρά την «πάγια» ύπαρξη των παραγόντων αυτών όμως, η γενικότερη «φάση» στην οποία βρίσκεται το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να επιδράσει αμβλύνοντας ή επιδεινώνοντας το πρόβλημα. Η είσοδος του παγκόσμιου καπιταλισμού σε μια περίοδο ιστορικής κρίσης, επομένως, έχει αναμφίβολα πολλαπλασιάσει τις συνθήκες μέσα από τις οποίες «ξεπηδούν» αυτά τα εγκλήματα.
Κρίση, περικοπές, κοινωνικό αδιέξοδο
Η αύξηση των ιδιαίτερα ειδεχθών εγκλημάτων τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα είναι αρκετά εμφανής. Βέβαια, χωρίς μια σοβαρή καταγραφή και κατηγοριοποίησή τους, είναι δύσκολο αυτό να υποστηριχθεί με ασφάλεια, καθώς πολλοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν τη «γενική αίσθηση» για τις όποιες μεταβολές στη συχνότητά τους. Για παράδειγμα, η μεγαλύτερη δημοσιότητα που μπορούν να πάρουν τέτοια εγκλήματα λόγω της γενικευμένης χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης τα τελευταία χρόνια, μπορεί να δημιουργήσει την αίσθηση ότι συμβαίνουν συχνότερα σε σχέση με παλιότερα, χωρίς αυτό να ισχύει απαραίτητα. Αλλά την ίδια στιγμή, οι δομές στις οποίες μπορούν να απευθυνθούν τα θύματα – όταν δεν καταλήγουν νεκρά ή πριν να συμβεί αυτό – για να καταγγείλουν επιθέσεις και να ζητήσουν προστασία (ιδιαίτερα όταν μετά την καταγγελία παραμένει ή και αυξάνεται ο κίνδυνος που διατρέχουν) υφίστανται διαρκείς περικοπές, στα πλαίσια των πολιτικών λιτότητας που εφαρμόζουν οι αστικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα και διεθνώς. Έτσι, υπάρχουν και παράγοντες που ταυτόχρονα ωθούν προς τον περιορισμό της δημοσιοποίησης τέτοιων εγκλημάτων.
Αν ωστόσο, θεωρήσουμε ότι τουλάχιστον τα ειδεχθή εγκλήματα που αφορούν δολοφονίες αργά ή γρήγορα θα δημοσιοποιηθούν λόγω των θανάτων των θυμάτων, και ότι σε γενικές γραμμές τα καπιταλιστικά ΜΜΕ για τους δικούς τους κυνικούς λόγους θα τα υπερ-προβάλουν όλα εξίσου – αρκεί βέβαια ο δράστης να μην είναι στενά συνδεδεμένος με την αστική τάξη – τότε μπορούμε να πούμε ότι πράγματι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια αισθητή αύξηση της συχνότητάς τους.
Είναι προφανές το πώς οι σκληρές και παρατεταμένες περικοπές σε όλο και περισσότερες πτυχές της κρατικής πρόνοιας μπορούν να οδηγήσουν στην αύξηση τέτοιων εγκλημάτων. Το τσάκισμα των αποδοχών και της κρατικής πρόνοιας για τους ηλικιωμένους τους εκθέτει σε κάθε είδους κίνδυνο όταν δεν μπορεί να αναλάβει τη φροντίδα και υποστήριξή τους η οικογένεια – ή όταν αυτή δεν υπάρχει – ενώ όταν αυτό είναι εφικτό επιφέρει τεράστια οικονομική πίεση. Η κατάργηση επιδομάτων για παιδιά, για αναπηρίες, για χρόνια προβλήματα υγείας κ.α., συνδέει το μεγάλωμα των παιδιών σε μια οικονομικά αβάσταχτη υπόθεση που μπορεί να φτάσει την οικογένεια ακόμα και στα όρια της ακραίας φτώχειας. Η συρρικνωμένη πρόνοια για ορφανά παιδιά, για γυναίκες και παιδιά που είναι θύματα ενδο-οικογενειακής βίας ή σεξουαλικής κακοποίησης, κ.ο.κ., οδηγεί στη διαρκή έκθεση αυτών των ανθρώπων στον κίνδυνο να γίνουν και θύματα ειδεχθών εγκλημάτων όπως αυτά που όλο και πιο συχνά κατακλύζουν τα δελτία ειδήσεων.
Επιπρόσθετα στην άμεση αυτή επίδραση της καπιταλιστικής κρίσης και των πολιτικών λιτότητας στη συχνότητα της εμφάνισης φαινομενικά ακατανόητων ή ασύλληπτα αποκρουστικών εγκλημάτων, είναι λογικό να αναζητηθεί και η έμμεση επίδραση της γενικότερης αίσθησης αδιεξόδου που αυτή δημιουργεί μαζικά στους ανθρώπους. Το αδιέξοδο του καπιταλισμού, όσο αυτός δεν ανατρέπεται, γίνεται προσωπικό και οικογενειακό αδιέξοδο – οικονομικό και ψυχολογικό. Η εκτόξευση της ανεργίας (πάνω από 30% στους νέους στην Ελλάδα), η εκτεταμένη φτώχεια και συνολικά οι διαρκείς επιθέσεις στο βιοτικό επίπεδο – όλα αυτά σε μια εποχή πρωτοφανούς παραγωγικής αφθονίας και τεχνολογικών και επιστημονικών επιτευγμάτων, αναπόφευκτα δημιουργούν μια «επιδημία» διαλυμένης ψυχολογίας στους ανθρώπους, την οποία πολλαπλασίασε η πανδημία του κορωνοϊού και η εγκληματική διαχείρισή της από τις κυβερνήσεις. Ένας συνδυασμός αφόρητου στρες, κατάθλιψης, ανεξέλεγκτου θυμού, απόγνωσης, και παραίτησης από κάθε ελπίδα για το μέλλον, τείνει να γίνει ο κανόνας της ψυχολογίας του μέσου εργαζόμενου, και την ίδια στιγμή η πρόσβαση στην αναγκαία επαγγελματική ψυχολογική υποστήριξη μετατρέπεται σε είδος πολυτελείας.
Βέβαια, έχει επανειλημμένα διαπιστωθεί ότι η ψυχική ασθένεια με την ψυχιατρική της έννοια, που συχνά συνδέεται κυρίως με βιολογικούς παράγοντες, δεν αποτελεί παράγοντα αυξημένης ροπής προς το έγκλημα (χωρίς φυσικά αυτό να αποτελεί άρνηση του ελαφρυντικού όταν πράγματι ένα έγκλημα συντελείται ως αποτέλεσμα ψυχικής νόσου του δράστη) – αντίθετα, οι άνθρωποι που είναι ψυχικά ασθενείς βρίσκονται συχνότερα στη θέση του θύματος επιθέσεων και εγκλημάτων. Ωστόσο, είναι επίσης εμφανές ότι η γενική επιδείνωση της ψυχολογικής κατάστασης της πλειοψηφίας του πληθυσμού, ως αποτέλεσμα κοινωνικών αιτιών που αναφέρθηκαν πιο πάνω, είναι συνθήκη ικανή να αυξήσει δραματικά, τόσο τους υποψήφιους θύτες, όσο και τα υποψήφια θύματα πολλών ειδών εγκλημάτων.
Ξερίζωμα των υλικών συνθηκών που επωάζουν ειδεχθή εγκλήματα!
Οι εργαζόμενοι και οι νέοι αναρωτιούνται σήμερα πώς μπορεί να μπει ένα τέλος στην εμφάνιση μιας σειράς φριχτών εγκλημάτων. Η απάντηση του αστικού κράτους, σε κάθε χώρα του κόσμου, είναι «απλή»: η απειλή της ποινής αποτρέπει τους υποψήφιους δράστες από τη διάπραξη εγκλημάτων. Αν αυτό δεν συμβαίνει, υπάρχει μια ακόμα «απλή» απάντηση: οι ποινές πρέπει να γίνουν αυστηρότερες για να λειτουργήσουν πραγματικά αποτρεπτικά – και έτσι ξανά και ξανά εμφανίζεται και η θέση για επαναφορά της θανατικής ποινής. Όμως, όπως εύστοχα είχε σχολιάσει πάνω σε αυτό το ζήτημα ο Μαρξ, «υπάρχει η Ιστορία – υπάρχει κι αυτό το πράγμα που λέγεται στατιστικές – που αποδεικνύουν με τα πιο αδιάσειστα στοιχεία ότι από τον καιρό του Κάιν, ο κόσμος ούτε έχει σωφρονιστεί ούτε έχει φοβεριστεί από την τιμωρία», και αναρωτιέται «τι κοινωνικό σύστημα είναι αυτό, που δεν γνωρίζει καλύτερο μέσο από την κρεμάλα για να προστατεύσει τον εαυτό του, και που διακηρύσσει μέσα από το «κορυφαίο περιοδικό του κόσμου» [σ. εννοεί τους Times του Λονδίνου] τη δικιά του βαρβαρότητα ως αιώνιο νόμο;».
Το να ψάχνει κανείς τρόπους να εμποδίσει την εμφάνιση ενός φαινομένου, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί και εντείνει τις αιτίες που το γεννούν, είναι ο ορισμός του παραλογισμού. Οι σημαντικότερες συνθήκες που δημιουργούν την εγκληματικότητα είναι συνυφασμένες με τη σημερινή μορφή της ταξικής κοινωνίας, του καπιταλιστικού συστήματος. Έχοντας εισέλθει σε μια φάση ιστορικής κρίσης, με αρχή την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, ο καπιταλισμός αδυνατεί να ξεφύγει από αυτό το αδιέξοδο. Οι όποιες εναλλαγές από την οικονομική ύφεση στην ανάπτυξη εμφανίζονται στο μέλλον δεν θα έχουν καμιά σχέση με την παρατεταμένη μεταπολεμική ανάπτυξη και τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκειά της, τουλάχιστον στις χώρες της «καπιταλιστικής Δύσης», για το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και τις κατακτημένες κρατικές παροχές. Μόνο με τη σοσιαλιστική επανάσταση, που θα βάλει τέλος στον καπιταλιστικό παραλογισμό και θα επιτρέψει στους ανθρώπους να απολαύσουν μια ζωή απαλλαγμένη από τις στερήσεις και την ανάγκη, μπορεί η ανθρωπότητα να αφήσει πίσω της την εποχή της παράλογης βίας και των εγκλημάτων.
Πάτροκλος Ψάλτης