Πρόταση Μέρκελ-Μακρόν: ευρωομόλογα σε συσκευασία ανεπαρκών επιχορηγήσεων
Η κοινή πρόταση που ανακοίνωσαν η Γερμανίδα καγκελάριος Μέρκελ και ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν (με την ενθουσιώδη αποδοχή της Κομισιόν) για το περιβόητο «Ταμείο Ανάκαμψης», τη σύσταση του οποίου είχε αποφασίσει η τηλέ-Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ στις 23/4, αποτελεί μία ακόμα αυθεντική εκδήλωση των αντιφατικών πολιτικών, αλλά και της αδυναμίας των Ευρωπαίων αστών να αντιμετωπίσουν τη βαθιά κρίση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης.
Κατ’ αρχάς, ας δούμε το τι προβλέπει αυτή η πρόταση. Προτείνεται το Ταμείο να έχει 500 δισ. ευρώ, τα οποία θα προέρχονται από ένα δάνειο που θα ληφθεί από ιδιώτες πιστωτές (τις «αγορές») στο όνομα της ΕΕ των 27 κρατών μελών. Αυτά τα χρήματα θα δοθούν μετά στα κράτη για 3 χρόνια ως μη επιστρεπτέες επιχορηγήσεις, με κριτήριο το μέγεθος του ΑΕΠ τους αλλά και το ύψος των καταστροφών που το καθένα υπέστη από την πανδημία και την κρίση. Την αποπληρωμή του δανείου στις αγορές θα χρεωθούν τα κράτη – μέλη ανάλογα με το ποσοστό εισφοράς τους στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό.
Στο προηγούμενο, 5ο μέρος, αυτής της σειράς άρθρων, το οποίο γράφτηκε λίγο πριν γνωστοποιηθεί η πρόταση Μέρκελ και Μακρόν, σημειώναμε: «Ωστόσο, η σημερινή κατάσταση είναι έκτακτη και ιδιαίτερη. Η κρίση του καπιταλισμού είναι πολύ βαθιά. Η απελπισία των Ευρωπαίων αστών, λόγω της αδυναμίας τους να βρουν μια αληθινή διέξοδο είναι τόσο μεγάλη και, ταυτόχρονα, η ανάγκη των Γερμανών αστών να υπερασπίσουν το κεκτημένο της οικονομικής ενοποίησης της Ευρώπης υπό την κυριαρχία τους είναι ακόμα τόσο ισχυρή, που μπορούν να οδηγήσουν, αν όχι στην αποδοχή της εκτεταμένης μορφής ευρωομολόγων που ζητά ο ευρωπαϊκός Νότος, σε μια άλλη, πιο μετριοπαθή και λιγότερο εκτεταμένη εκδοχή “αμοιβαιοποίησης” χρέους. Άλλωστε, ποιος φανταζόταν μέχρι πριν λίγους μήνες ότι η Γερμανία θα αποδεχόταν εν μια νυκτί αυτά που αρνιόταν πεισματικά επί χρόνια, δηλαδή ένα ακόμα, νέο μεγάλο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» και κυρίως, τον (επισήμως «προσωρινό») ενταφιασμό του Συμφώνου Σταθερότητας;». Η πρόταση Μέρκελ-Μακρόν είναι στην ουσία της αυτή η «πιο μετριοπαθής και λιγότερο εκτεταμένη εκδοχή “αμοιβαιοποίησης” χρέους» στην οποία είχαμε αναφερθεί και οι αιτίες που βρίσκονται πίσω από αυτήν, επίσης, είναι εκείνες που είχαμε αναφέρει.
Η κρίση είναι πολύ βαθιά και η γερμανική αστική τάξη στο βαθμό που θέλει – και όπως δείχνει η στάση της Μέρκελ που εκπροσωπεί το κύριο τμήμα της, το θέλει – να εξαντλήσει κάθε δυνατότητα για να διατηρήσει το κεκτημένο της ενοποιημένης υπό την κυριαρχία της, καπιταλιστικής Ευρώπης, θα πρέπει να βάλει το χέρι στην τσέπη ή με άλλα λόγια, να δείξει μια ορισμένη (ιδιοτελέστατη στα βαθύτερα της κίνητρα) «αλληλεγγύη» στους «εταίρους» της. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το 60% των εξαγωγών της Γερμανίας κατευθύνονται προς χώρες της ΕΕ και έτσι, η εξελισσόμενη βαθιά ύφεση στον ευρωπαϊκό Νότο θα έχει άμεση αρνητική επίδραση στον γερμανικό καπιταλισμό. Επιπρόσθετα, τόσο η Γερμανία όσο και η Γαλλία δεν θέλουν να δώσουν ευκαιρίες στην Κίνα και τη Ρωσία να αυξήσουν την επιρροή τους στο εσωτερικό της ΕΕ.
Ποιο ακριβώς, όμως, αναμένεται να είναι σύμφωνα με την πρόταση το ύψος των ποσών της γερμανικής «αλληλεγγύης»; Σύμφωνα με ό,τι προβλέπεται για τον κοινοτικό προϋπολογισμό, η Γερμανία θα πρέπει να αποπληρώσει το 27% των χρημάτων του κοινού δανεισμού, δηλαδή ένα ποσό που θα ανέρχεται σε 135 δισ. ευρώ, προσαυξημένα με τόκους. Πριν χαρακτηρίσει κανείς αυτό το ποσό «τεράστιο», θα πρέπει να λάβει υπόψη του ότι το σύνολο των άμεσων ή έμμεσων κρατικών ενισχύσεων που έχει αποφασίσει να διαθέσει το γερμανικό κράτος στις μεγάλες επιχειρήσεις στο όνομα της αντιμετώπισης των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας, σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου «Μπρίγκελ», ανέρχεται σε σχεδόν 2 τρισ. ευρώ!
Αυτά τα γερμανικά 135 δισ. ευρώ (συν του τόκους) που προβλέπει η πρόταση Μέρκελ-Μακρόν για το «Ταμείο Ανάπτυξης» είναι το αναγκαίο κακό ενός «φερετζέ αλληλεγγύης» πίσω από τον οποίο επιχειρείται να κρυφτούν οι γιγαντιαίες και σκανδαλώδεις επιδοτήσεις του γερμανικού κράτους προς τους Γερμανούς καπιταλιστές, οι οποίες μάλιστα (όπως σημειώναμε και στο 4ο μέρος αυτής της σειράς άρθρων) έχουν φθάσει να προκαλέσουν την ανοικτή έκφραση δυσαρέσκειας ακόμα και από την πλευρά των γραφειοκρατών της Κομισιόν. Έτσι, η εκπρόσωπος της Κομισιόν, Α. Ποντέστα, επιβεβαιώνοντας το Ινστιτούτο Μπρίγκελ, δήλωσε ότι «οι κρατικές ενισχύσεις που έχει δώσει η Γερμανία ξεπερνούν το 50% των 1,95 τρισ. ευρώ και είναι συνολικά οι κρατικές ενισχύσεις που έχουν δοθεί από όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Σύμφωνα με την ίδια κυρία, στην Γερμανία αναλογεί το 51% όλων των κρατικών ενισχύσεων και δεύτερη έρχεται η έτερη πρωταθλήτρια της «αλληλεγγύης», η Γαλλία, στην οποία αναλογεί το 17% των ενισχύσεων, με το υπόλοιπο 32% να είναι οι κρατικές ενισχύσεις που έχουν δώσει όλα μαζί τα υπόλοιπα 25 κράτη. Από κοντά και η αρμόδια επίτροπος για τον ανταγωνισμό, Μ. Βεστάγκερ, δήλωσε σε γερμανική εφημερίδα ότι «οι γερμανικές κρατικές ενισχύσεις ίσως στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό και ότι μάλλον κάτι τέτοιο έχει ήδη συμβεί και «πρέπει να διορθωθεί».
Ποια είναι όμως αυτή η «διόρθωση»; Η Κομισιόν θα προτείνει, όπως ήδη ανακοίνωσε, τη δημιουργία ενός ειδικού Ταμείου μέσα στο πλαίσιο του «Ταμείου Ανάκαμψης», το οποίο θα χρηματοδοτεί την ανακεφαλαιοποίηση εταιρειών σε όλη την ΕΕ. Με άλλα λόγια, στο εξής, η γερμανική μέθοδος των τεράστιων κρατικών ενισχύσεων των καπιταλιστικών κερδών θα νομιμοποιηθεί και θα γενικευθεί με τρόπο «θεσμικό». Με αυτόν τον τρόπο, οι κυρίαρχοι στην ΕΕ, Γερμανοί και Γάλλοι αστοί, επιδιώκουν να εμποδίσουν τους καπιταλιστές από μη ευρωπαϊκές χώρες να αγοράσουν υπερχρεωμένες και προβληματικές μεγάλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις σε τιμή «ευκαιρίας».
Στο ίδιο προηγούμενο μέρος της παρούσας σειράς άρθρων από το οποίο παραθέσαμε πιο πάνω, γράφαμε επίσης τα εξής: «Όμως αυτή η πιθανή υιοθέτηση μιας μετριοπαθούς εκδοχής “αμοιβαιοποίησης” χρέους, με τη σειρά της, θα οξύνει ακόμα περισσότερο τις υφιστάμενες καπιταλιστικές αντιθέσεις και ανταγωνισμούς μεταξύ Βορά και Νότου στο εσωτερικό της ΕΕ, με αναπόφευκτα αποσταθεροποιητικές για τη συνοχή και την ενότητά της επιπτώσεις». Οι αντιθέσεις αυτές έκαναν πράγματι την εμφάνισή τους, με το που η «αμοιβαιοποίηση» χρέους τέθηκε στο τραπέζι. Έτσι, ο πρωθυπουργός της Αυστρίας δήλωσε ότι το κράτος του, μαζί με τη Σουηδία, την Ολλανδία και τη Δανία θα δώσουν μόνο δάνεια και όχι επιχορηγήσεις. Αν αυτές οι αντιδράσεις συνεχιστούν, τότε η πρόταση Μέρκελ και Μακρόν δεν πρόκειται να περάσει, αφού πρέπει να επικυρωθεί και από τα 27 κράτη-μέλη και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι οι αντιδράσεις στις παραχωρήσεις «αλληλεγγύης» που επιχειρεί η Μέρκελ το τελευταίο διάστημα, είναι ισχυρές και στη Γερμανία. Και δεν μιλάμε μόνο για το ακροδεξιό AfD. Στις 5 Μαΐου, το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο έθεσε θέμα αντισυνταγματικότητας του νέου προγράμματος «ποσοτικής χαλάρωσης», δίνοντας προθεσμία τριών μηνών στην ΕΚΤ ώστε να αποδείξει ότι οι αγορές χρέους είναι αναγκαίες, απειλώντας ότι σε διαφορετική περίπτωση θα θέσει την Bundesbank εκτός του νέου προγράμματος.
Εκτός από ανίκανη να διαφυλάξει την εύθραυστη συνοχή της καπιταλιστικής ΕΕ, η πρόταση Μέρκελ-Μακρόν για το «Ταμείο Ανάκαμψης» είναι επίσης, από τη φύση της εντελώς ανεπαρκής για να αντιμετωπίσει την ύφεση. Το ύψος των επιχορηγήσεων που προβλέπει είναι λίγο πάνω από το 1% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ ετησίως για μια τριετία, όταν η πτώση του ΑΕΠ στις χώρες του Νότου αναμένεται να κυμανθεί φέτος κοντά σε διψήφια ποσοστά. Αυτό που θα καταφέρει είναι μόνο να συγκρατήσει τις ζημιές μεγάλων εταιρειών και των τραπεζών με γενναίες επιδοτήσεις, την ώρα που οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι θα βυθίζονται αβοήθητοι στο βάλτο της μαζικής ανεργίας και εξαθλίωσης. Με αυτά τα εκατοντάδες δισ. ευρω του «Ταμείου Ανάκαμψης» θα μπορούσαν να απαλλοτριωθούν μεγάλα και καθοριστικά για την ευρωπαϊκή οικονομία καπιταλιστικά μονοπώλια, με αποζημιώσεις μάλιστα, για όσους μετόχους τους έχουν εξακριβωμένα και διαπιστωμένα μετά από εργατικό έλεγχο πραγματική ανάγκη και ταυτόχρονα, να «προικοδοτηθούν» με τα απαραίτητα ποσά ώστε να πραγματοποιήσουν επενδυτικά προγράμματα για να βρουν θέση εργασίας εκατοντάδες χιλιάδες Ευρωπαίοι άνεργοι.
Για να επιλεχθεί όμως αυτός ο κοινωνικά ορθολογικός δρόμος απαιτείται η επαναστατική εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας, η οποία, παρότι, αναπόφευκτα, αρχικά θα πραγματοποιηθεί σε μία ευρωπαϊκή χώρα, θα τείνει να έχει άμεση εξάπλωση σε μια ομάδα ευρωπαϊκών χωρών. Οι εργατικές σοσιαλιστικές κυβερνήσεις στη βάση ενός κοινού, δημοκρατικά ελεγχόμενου σχεδίου της παραγωγής, της διανομής και των πιστώσεων θα είναι σε θέση να καταργήσουν πραγματικά κάθε ανισότητα ανάμεσα σε Βορά και Νότο, αφού οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι δεν έχουν ανταγωνιστικά συμφέροντα μεταξύ τους, όπως αντιθέτως συμβαίνει με τους καπιταλιστές. Θα μπορούν έτσι να θεμελιώσουν τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης, τις οποίες τα εργατικά αριστερά κόμματα, οφείλουν να θέσουν ως κεντρικό προγραμματικό σκοπό στον πολιτικό αγώνα του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος, υιοθετώντας το σχετικό σύνθημα της πιο μαζικής επαναστατικής οργάνωσης στην Ιστορία, της Κομμουνιστικής Διεθνούς της περιόδου του Λένιν και του Τρότσκι.
Οι «ευρωπαϊκοί δρόμοι προς την πρόοδο» πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού που προτείνει η σοσιαλδημοκρατία και οι «εθνικοί δρόμοι προς τον σοσιαλισμό» που προτείνει ο παραδοσιακός σταλινισμός, είναι ουτοπικοί και αδιέξοδοι. Η υπόθεση της αρμονικής οικονομικής ενοποίησης της ευρωπαϊκής ηπείρου στη βάση μιας διαρκούς πορείας ανάπτυξης και ευημερίας για τους λαούς της είναι μια ιστορικά προοδευτική υπόθεση, την οποία όμως ο καπιταλισμός, παρότι δημαγωγικά έχει διακηρύξει, είναι οργανικά ανίκανος να φέρει σε πέρας. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να ενώσει πραγματικά και με προοδευτικό περιεχόμενο την Ευρώπη. Τείνει να την κατακερματίζει στη βάση του αδυσώπητου ανταγωνισμού των εθνικών αστικών τάξεων και των εθνικών αστικών κρατών, ο οποίος διαρκώς οξύνεται με την εμφάνιση των καπιταλιστικών κρίσεων υπερπαραγωγής. Μόνο οι εργαζόμενοι και ο σοσιαλισμός μπορούν να ενώσουν πραγματικά την Ευρώπη, χωρίς Μνημόνια άγριας λιτότητας, ληστρικά χρέη και σκανδαλώδεις επιδοτήσεις κερδών, αλλά με τους δεσμούς της ειλικρινούς προλεταριακής αλληλεγγύης.
(Τέλος αυτής της σειράς άρθρων)
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος
Μέρος 5ο |