Διαβάστε το κύριο άρθρο του τεύχους 38 της εφημερίδας ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ που κυκλοφορεί στα περίπτερα στα περίπτερα της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας, του Ηρακλείου, των Χανίων, των Ιωαννίνων, του Βόλου, της Λάρισας και της Ρόδου!
Την ώρα που μεγάλες περιοχές του πλανήτη στροβιλίζονται στη δίνη μιας πρωτοφανούς αστάθειας σαν αποτέλεσμα του βρώμικου ρόλου του ιμπεριαλισμού και γενικότερα των εκρηκτικών, συσσωρευμένων καπιταλιστικών αντιφάσεων με την Ουκρανία, το Ιράκ και την Παλαιστίνη να βρίσκονται στο επίκεντρο, στην Ελλάδα η κυβέρνηση του 2ου και του 4ου σε εκλογική απήχηση κόμματος, κλιμακώνει την επίθεση στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Τελευταίο δείγμα αυτής της ανελέητης επίθεσης αποτέλεσε η εμβάθυνση της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ, με το διαχωρισμό του «φιλέτου» της «μικρής ΔΕΗ» και την παράδοση του στα αρπακτικά του διεθνούς κεφαλαίου.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η διαδικασία της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ είχε ξεκινήσει ήδη από το 2004 όταν και ιδιωτικοποιήθηκε το 49% της εταιρείας με τη μέθοδο της μετοχοποίησης. Το αποτέλεσμα της μετοχοποίησης στην τριετία 2004 – 2007 ήταν αυξήσεις στην τιμή του ρεύματος που ξεπέρασαν το 25%, ενώ από το 2008 μέχρι σήμερα έχουν επιβληθεί στους καταναλωτές μια σειρά ανατιμήσεις που οδήγησαν σε αύξηση της τιμής κατά 44%.
Σύμφωνα με τα κυβερνητικά σχέδια, στη «μικρή ΔΕΗ» θα περιέλθουν λιγνιτικές και υδροηλεκτρικές μονάδες, μια μονάδα φυσικού αερίου, έξι ορυχεία και μια άδεια παραγωγής για μια νέα λιγνιτική μονάδα στη Φλώρινα, το 30% του πελατολογίου της εταιρείας και 2.500 εργαζόμενοί της. Με άλλα λόγια, η «καρδιά» του εθνικού φορέα της ηλεκτρικής ενέργειας θα περάσει στα χέρια του κεφαλαίου, με τους τομείς υψηλού κόστους για ευνόητους λόγους να παραμένουν στα χέρια του κράτους.
Η απάντηση των εργαζόμενων της ΔΕΗ με απεργιακές κινητοποιήσεις υπήρξε άμεση, παρά την απόφαση για επιστράτευσή τους από την κυβέρνηση. Δυστυχώς όμως, ανακόπηκε πρόωρα, εξαιτίας της απροθυμίας των παρατάξεων της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ να ανταποκριθούν στις αγωνιστικές διαθέσεις των εργαζόμενων και της ολιγωρίας των κεντρικών συνδικαλιστικών ηγεσιών, αλλά και των ηγεσιών ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ που δεν προέβαλαν ένα συγκεκριμένο σχέδιο πάλης για να «σπάσει» η επιστράτευση και να αποτραπεί η νέα ιδιωτικοποίηση.
Η κυβέρνηση στην περίπτωση της νέας ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ, έδειξε για μια ακόμα φορά ότι σε τελική ανάλυση διατηρείται στην εξουσία εξαιτίας της αποδιοργάνωσης και της απογοήτευσης που έχουν σπείρει στις τάξεις του εργατικού κινήματος οι συνδικαλιστικές και πολιτικές του ηγεσίες, με διαφορετικά μερίδια ευθύνης η καθεμιά, αλλά με κοινή συνισταμένη την παθητικότητα και τη σύγχυση.
Η κυβέρνηση, η άρχουσα τάξη και η «ανάπτυξη»
Η κυβέρνηση αξιοποιεί κάθε λεπτό στην εξουσία στην υπηρεσία του κεφαλαίου, προετοιμάζοντας νέες περικοπές μισθών και συντάξεων, νέες μαζικές απολύσεις και ακόμα περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις. Για να δημιουργήσει τεχνητές ελπίδες για μια επερχόμενη «ανάπτυξη» αξιοποιεί επικοινωνιακά την – συγκυριακή και χωρίς αντανάκλαση στο εισόδημα των πλατιών εργατικών μαζών – άνοδο της τουριστικής κίνησης και το κερδοσκοπικό ενδιαφέρον του ξένου κεφαλαίου για τις ελληνικές τράπεζες. Όμως κανένα πραγματικό στοιχείο δεν δικαιολογεί την αισιοδοξία για την «ανάπτυξη».
Τα επίσημα στοιχεία για το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους παραπέμπουν σε μια ακόμα χρονιά ύφεσης. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το ΑΕΠ κατά το πρώτο τρίμηνο του 2014 περιορίστηκε σε 41,272 δισ. ευρώ, μειωμένο σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2013 που ήταν 42,501 δισ. ευρώ. Συνολικά τα τελευταία 6 χρόνια η Ελλάδα έχει χάσει σχεδόν το 25% του ΑΕΠ της. Ενδεικτικό για τη βασιμότητα που έχει η διαρκής κυβερνητική αναγγελία «αναπτυξιακών επενδύσεων», είναι το γεγονός ότι κατά το ίδιο τρίμηνο οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μειώθηκαν κατά 7,9% σε σχέση με το 1o τρίμηνο του 2013, παρότι η πλειονότητα των μεγάλων επιχειρήσεων το 2013 σημείωσε κερδοφορία.
Τις δυσοίωνες προοπτικές για μια πραγματική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας συνειδητοποιούν οι πιο σοβαροί αστοί αναλυτές, που φλερτάρουν με απελπισμένες και καθόλου τιμητικές για τα κυρίαρχα αστικά ήθη μεθόδους τόνωσης των επενδύσεων, μέσα από την παροχή κινήτρων για επαναπατρισμό των χρημάτων που βρίσκονται στο εξωτερικό για λόγους φοροδιαφυγής ή φοροαποφυγής. Ο υπερασπιστής αυτής της μεθόδου, διευθυντής της «Καθημερινής» Αλέξης Παπαχελάς μάλιστα, σε σχετικό άρθρο του στις 6/7 προσδιόρισε το ύψος αυτών των χρημάτων σε 100 δισ ευρώ! Η διατήρηση ενός τόσο μεγάλου ποσού στο εξωτερικό, που ισοδυναμεί με το 60% του ελληνικού ΑΕΠ, αποδεικνύει τον τρομακτικό παρασιτισμό του ελληνικού κεφαλαίου. Η υπεράσπιση της παροχής κινήτρων για την «αξιοποίησή» του, από έναν τόσο «έγκριτο» αστό δημοσιολόγο, εκφράζει το μέγεθος της ηθικής και πολιτικής παρακμής της σύγχρονης ελληνικής άρχουσας τάξης.
Είναι ξεκάθαρο ότι οι καπιταλιστές, έλληνες και ξένοι, δεν έχουν καμία διάθεση να προβούν σε ουσιαστικές επενδύσεις στη χώρα. Αυτή άλλωστε είναι και η επικρατούσα τάση στην παγκόσμια οικονομία, όπου ο παρασιτισμός και η κερδοσκοπία κυριαρχούν και οι επενδύσεις στην παραγωγή είναι όλο και πιο ισχνές, αντανακλώντας το ιστορικό αδιέξοδο και τον προχωρημένο βαθμό αντιδραστικότητας του καπιταλισμού.
Η τάση αυτή στην Ελλάδα πολλαπλασιάζεται, από την ύπαρξη του υπέρογκου κρατικού χρέους και της βάσιμης πολιτικής προοπτικής της εκλογής μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, που ανησυχεί βαθύτατα τους καπιταλιστές Οι δύο αυτοί παράγοντες, το χρέος και η πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ σε εκλογική απήχηση, αποτελούν τα μεγαλύτερα εμπόδια για την ελληνική άρχουσα τάξη.
Σχετικά με το πρώτο, η διαπραγμάτευση με την τρόικα δεν είναι δυνατό να οδηγήσει σε ένα «γενναιόδωρο» αποτέλεσμα, καθώς όπως έχουμε επανειλημμένα τονίσει, οι υπερχρεωμένοι εντός Ευρωζώνης είναι πολλοί και θα εγείρουν αυτόματα ανάλογες απαιτήσεις από την Γερμανία, το πραγματικό «αφεντικό» του ελληνικού προγράμματος «διάσωσης».
Σχετικά με το δεύτερο, είναι εμφανές ότι τα αστικά ΜΜΕ και οι αστοί πολιτικοί – όπως δείχνουν και οι τελευταίες σχετικές δηλώσεις Αβραμόπουλου – επιδιώκουν συστηματικά να βάλουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» και να τον δυσφημίσουν έτσι στα μάτια της εργατικής τάξης και της νεολαίας, διαλύοντας τα εναπομείναντα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά του. Σε αυτό το σχέδιο είναι βέβαιο ότι θα συνηγορήσει το επόμενο διάστημα έμπρακτα και η τρόικα, που θα πιέζει τον ΣΥΡΙΖΑ να δεσμευτεί ότι θα τηρήσει τα «προαπαιτούμενα» (βλέπε Μνημόνια) ώστε να επέλθει συμφωνία για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού των επόμενων χρόνων και για μια σχετικά μόνιμη «διευθέτηση» του χρέους με μια ενδεχόμενη επιμήκυνση της αποπληρωμής του.
Λαθεμένη η πολιτική της ηγεσίας
Πως όμως απαντά σε αυτές τις πιέσεις ο ΣΥΡΙΖΑ; Η ηγεσία είναι προσηλωμένη σε μια τακτική κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση, με ορίζοντα τον Φλεβάρη και το μπλοκάρισμα της εκλογής προέδρου της Δημοκρατίας. Μια πρόβα αυτής της τακτικής είδαμε με την κοινοβουλευτική πρωτοβουλία για δημοψήφισμα γύρω από το θέμα της ΔΕΗ.
Η τακτική της υπερεπένδυσης στην «κοινοβουλευτική ανατροπή» της κυβέρνησης είναι λαθεμένη. Από τη μια πλευρά προεξοφλεί την αδυναμία να πέσει η κυβέρνηση μέσα από τους αγώνες των εργαζόμενων και της νεολαίας, υποτιμώντας στην πράξη τις δυνατότητες των κινημάτων τους και από την άλλη πλευρά, υπερτιμά τις «ανατρεπτικές» διαθέσεις βουλευτών προερχόμενων από τους ΑΝΕΛ, τη ΔΗΜΑΡ (και τη Χρυσή Αυγή…), οι οποίοι όμως, σαν αστοί και μικροαστοί πολιτικοί καριερίστες δεν ενδιαφέρονται παρά μόνο για το προσωπικό τους πολιτικό μέλλον.
Η υπερτίμηση της «κοινοβουλευτικής οδού» για την ανατροπή της κυβέρνησης, ανεξάρτητα από τις καλές προθέσεις της ηγεσίας, βοηθά τα σχέδια των αστών για να στιγματιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ στα μάτια της κοινωνικής του βάσης, γιατί τον ωθεί στην επιδίωξη συνεργασιών με μελλοντικά «ανταλλάγματα», με κόμματα ή βουλευτές που έχουν ψηφίσει Μνημονιακά μέτρα και υπερασπίζουν αντιδραστικές πολιτικές.
Αυτό φυσικά, κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι η επιδίωξη της αξιοποίησης της προεδρικής εκλογής για να πέσει η κυβέρνηση είναι μια λάθος τακτική από μόνη της. Αλλά δεν πρέπει να γίνει ο άξονας που θα καθορίσει τα βασικά πολιτικά καθήκοντα του ΣΥΡΙΖΑ για το επόμενο διάστημα. Θα οδηγήσει σε παράλυση τη βάση του κόμματος στις γειτονιές και τους εργατικούς χώρους και θα δώσει περαιτέρω «έδαφος» για μετατόπιση της ηγεσίας προς την κατεύθυνση της σοσιαλδημοκρατίας, με άλλοθι την ανάγκη συμφωνίας με τους ευκαιριακούς, «αντικυβερνητικούς» συμμάχους.
Το αδιέξοδο του σεχταρισμού
Αλλά δυστυχώς, ούτε η πολιτική του άλλου μαζικού κόμματος της εργατικής τάξης, του ΚΚΕ, είναι η κατάλληλη για τις περιστάσεις. Οι βασικές πρωτοβουλίες της ηγεσίας του στο εργατικό κίνημα έχουν μόνο συμβολικό χαρακτήρα και κριτήριο, όχι την επιδίωξη της ευρύτερης δυνατής ενότητας στον ταξικό αγώνα, αλλά την περιχαράκωση των υποστηρικτών του κόμματος από τις πλατύτερες μάζες της εργατικής τάξης.
Ειδικά η αντιμετώπιση του ΣΥΡΙΖΑ σαν να πρόκειται για ένα αστικό κόμμα, είναι από όλες τις πλευρές λαθεμένη και επιζήμια. Η σωστή ανάλυση της ταξικής φύσης των μαζικών κομμάτων είναι απαραίτητο στοιχείο για την πολιτική ενός γνήσιου μαρξιστικού κόμματος. Η ταξική φύση ενός μαζικού κόμματος προσδιορίζεται από τις ιδρυτικές του διακηρύξεις και από την κοινωνική του βάση. Τα αστικά κόμματα έχουν σαν ιδρυτικές τους αρχές τις αστικές ιδέες, διακηρύσσοντας ανοικτά ότι σκοπεύουν στην υπεράσπιση και μακροημέρευση του αστικού καθεστώτος. Η κοινωνική τους βάση είναι εκτός από την αστική τάξη, οι μικροαστικές μάζες, καθώς και τα πιο καθυστερημένα τμήματα των εργατών. Τα μαζικά εργατικά κόμματα διακηρύσσουν στις ιδρυτικές τους αρχές ότι θέλουν να εκφράσουν τα συμφέροντα των εκμεταλλευόμενων της αστικής κοινωνίας και δηλώνουν πίστη στη σοσιαλιστική προοπτική. Είναι κόμματα που έχουν σαν κύρια κοινωνική βάση την εργατική τάξη και ιδιαίτερα τα πιο προχωρημένα και ενεργά της στρώματα.
Με βάση αυτά τα γενικά κριτήρια, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ξεκάθαρο ότι αποτελεί ένα εργατικό κόμμα. Αυτή είναι μια στοιχειώδης μαρξιστική διάγνωση της ταξικής του φύσης και όχι μια αξιολόγηση της τρέχουσας πολιτικής και του προγράμματός του. Οι πολιτικές και τα προγράμματα των εργατικών κομμάτων μεταβάλλονται υπό την επίδραση της αντικειμενικής κατάστασης στην κοινωνία και του συσχετισμού δύναμης μεταξύ των βασικών τάξεων και ανάμεσα στα διαφορετικά στρώματα στο εσωτερικό της εργατικής τάξης. Έτσι η τρέχουσα σοσιαλδημοκρατική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, παρότι σε τελική ανάλυση αντανακλά της επιρροές της άρχουσας τάξης στα ηγετικά κλιμάκια του κόμματος, δεν αρκεί για να μεταβάλει και την ταξική του φύση.
Ποια είναι όμως η πρακτική σημασία αυτής της διάγνωσης; Είναι η συνειδητοποίηση ότι καμία σημαντική ταξική μάχη δεν μπορεί να δοθεί χωρίς τις εργατικές μάζες που υποστηρίζουν πολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ. Καμία σημαντική κατάκτηση δεν μπορεί να προκύψει για την εργατική τάξη χωρίς την ενεργή τους κινητοποίηση. Και για να μιλήσουμε συγκεκριμένα για το μέλλον του κομμουνιστικού κινήματος, καμία πραγματική πρόοδο δεν μπορεί να κάνει η απήχησή του κομμουνισμού στις μάζες, χωρίς μια επεξεργασμένη τακτική για διείσδυση σε αυτές διαμέσου της κοινής δράσης με όλα τα πολιτικά τους τμήματα, που θα αποδείξει στην πράξη την ανωτερότητα των κομμουνιστικών ιδεών και μεθόδων.
Ο Λένιν στα πρώτα συνέδρια της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ) είχε επεξεργαστεί μια συγκεκριμένη τακτική για να συνδεθούν τα Κομμουνιστικά Κόμματα με τις εργατικές μάζες που ακολουθούσαν τη σοσιαλδημοκρατία. Αυτή η τακτική προέβλεπε την επιδίωξη του Ενιαίου Μετώπου όλων των μαζικών εργατικών κομμάτων στον ταξικό αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο. Συμμετέχοντας σε αυτό το μέτωπο και μέσα στον αγώνα, οι κομμουνιστές θα είχαν τη δυνατότητα να πείσουν τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες για τη σωστή πολιτική και τις μεθόδους τους, πάντοτε καθαρά διαχωρισμένοι, πολιτικά και προγραμματικά από τη σοσιαλδημοκρατία.
Δυστυχώς αυτή η λενινιστική πολιτική αγνοείται επιδεικτικά από την ηγεσία του ΚΚΕ, που δεν διαθέτει σήμερα καμία συγκεκριμένη στρατηγική κοινής δράσης με τις εργατικές μάζες που υποστηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ, περιοριζόμενη να τους στέλνει «αφ’ υψηλού» τελεσίγραφα. Το αποτέλεσμα είναι πολλαπλά επιζήμιο. Η υποτίμηση της ενότητας στον ταξικό αγώνα δημιουργεί αισθήματα απογοήτευσης σε χιλιάδες πρωτοπόρους αγωνιστές της εργατικής τάξης και της νεολαίας, που κατανοούν τη σημασία της ταξικής ενότητας σε μια εποχή ολομέτωπης επίθεσης του κεφαλαίου.
Επιπρόσθετα, υπονομεύεται η ζωτική υπόθεση του κερδίσματος των μαζών στον κομμουνισμό, αφού με την αντιμετώπιση του ΣΥΡΙΖΑ σαν ένα αστικό κόμμα η ηγεσία του ΚΚΕ ορθώνει τεχνητά τείχη ανάμεσα στους υποστηρικτές του κόμματος και τα άλλα τμήματα του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς. Τέλος κακοεκπαιδεύει τα ίδια τα μέλη και τα στελέχη του κόμματος, δημιουργώντας μια παρακαταθήκη αριστερισμού που επηρεάζει και θα επηρεάσει γενιές κομμουνιστών.
Πάνω σε αυτή τη βάση, είναι κρίσιμο πολιτικό καθήκον σήμερα για κάθε κομμουνιστή να ανακαλύψει ξανά την λενινιστική πολιτική του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου που αποτυπώνεται στα ντοκουμέντα του 3ου και 4ου συνεδρίου της ΚΔ και να αποκτήσει μια μαρξιστική κατανόηση για τον χαρακτήρα και τις μεθόδους της επαναστατικής δουλειάς μέσα στις μάζες και τις οργανώσεις τους, όπως αναλύονται αξεπέραστα στην μπροσούρα του Λένιν με τίτλο «Αριστερισμός: η παιδική ασθένεια του κομμουνισμού».
Οργανωθείτε στην Κομμουνιστική Τάση!
Η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα έχουν ανάγκη μια εντελώς διαφορετική πολιτική από τα μαζικά αριστερά κόμματα που μιλούν στο όνομα των συμφερόντων τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να βγει επειγόντως από το σοσιαλδημοκρατικό δρόμο που τον οδηγεί στην αγκαλιά της άρχουσας τάξης και στην επανάληψη του ολέθριου ιστορικού παραδείγματος του ΠΑΣΟΚ. Το ΚΚΕ πρέπει να βγει από τον δρόμο του αριστερισμού και των ποικιλόμορφων σταλινικών διαστρεβλώσεων του γνήσιου κομμουνισμού. Και τα δύο μαζικά εργατικά κόμματα της Αριστεράς πρέπει να προσανατολιστούν πολιτικά και προγραμματικά στον δρόμο του επαναστατικού μαρξισμού, στο δρόμο των ιδεών του Μαρξ, του Ένγκελς, του Λένιν και του Τρότσκι, που διαστρεβλώθηκαν και συκοφαντήθηκαν από τις σοσιαλδημοκρατικές και σταλινικές «αναθεωρήσεις».
Αυτόν τον ζωτικό αγώνα διεξάγει η Κομμουνιστική Τάση (ΚΤ) του ΣΥΡΙΖΑ και σας καλεί να τον δώσουμε οργανωμένα μαζί. Η βαθειά ιστορική κρίση του καπιταλισμού κάνει σήμερα τον αγώνα για το σοσιαλισμό, όχι μια αφηρημένη ηθική και ιδεολογική υπόθεση, αλλά μια υπόθεση ζωής και θανάτου για τη μοναδική αληθινά προοδευτική τάξη της κοινωνίας, την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους συμμάχους της από τα τσακισμένα μικροαστικά στρώματα. Στις σημερινές συνθήκες στην Ελλάδα, ένα αποφασιστικό βήμα για τη νίκη του σοσιαλισμού είναι απόλυτα εφικτό και θα μπορούσε να γίνει συγκεκριμένα μέσα από την πάλη για την εκλογή μιας σοσιαλιστικής συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΚΚΕ, που θα εγκαθιδρύσει μια δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία, κοινωνικοποιώντας τους βασικούς της μοχλούς.
Οργανωθείτε στην Κομμουνιστική Τάση, παλέψτε για τις ιδέες που ο καιρός τους έχει φτάσει, για τις ιδέες του γνήσιου μαρξισμού!
{fcomment}