Απόσπασμα του προλόγου του Φρίντριχ Ένγκελς στη γερμανική έκδοση του έργου του Καρλ Μαρξ «Ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», η οποία κυκλοφόρησε το 1871. Ο Ένγκελς εξηγεί εδώ ότι η Παρισινή Κομμούνα αποτελεί ένα ζωντανό παράδειγμα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Στο πλαίσιο του αφιερώματός μας για τα 150 χρόνια από τη μεγάλη Παρισινή Κομμούνα. Πηγή είναι η ελληνική έκδοση του έργου από τις εκδόσεις «Στοχαστής», του 1976. Έχουν συμπεριληφθεί οι σημειώσεις αυτής της έκδοσης και έχει διατηρηθεί η αρίθμησή τους.
Αν σήμερα, ύστερα από είκοσι χρόνια, ρίξουμε μια ματιά πίσω στη δράση και την ιστορική σημασία της Κομμούνας του Παρισιού του 1871, θα δούμε ότι είναι ανάγκη να κάνουμε μερικές προσθήκες στην περιγραφή της που γίνεται στο «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία».
Τα μέλη της Κομμούνας χωρίζονται σε μια πλειοψηφία, τους μπλανκιστές που επικρατούσαν και στην Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφυλακής και σε μια μειοψηφία: μέλη της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών (27), κυρίως από οπαδούς της σοσιαλιστικής σχολής του Προυντόν (28). Οι μπλανκιστές, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ήταν την εποχή εκείνη σοσιαλιστές μόνο από επαναστατικό και προλεταριακό ένστικτο. Λίγοι μόνον είχαν αποκτήσει μεγαλύτερη σαφήνεια αρχών, χάρη στον Βαγιάν, που γνώριζε τον γερμανικό επιστημονικό σοσιαλισμό (29). Καταλαβαίνει κανείς, λοιπόν, ότι στον οικονομικό τομέα η Κομμούνα παράλειψε αρκετά πράγματα που, κατά τη σημερινή μας αντίληψη, έπρεπε να τα είχε κάνει. Δυσκολότερα βέβαια απ’ όλα μπορεί να κατανοηθεί το γεγονός ότι η Κομμούνα στάθηκε ευλαβικά, με ιερό σεβασμό μπροστά στις πόρτες της τράπεζας της Γαλλίας. Αυτό ήταν επίσης σοβαρό πολιτικό λάθος. Η τράπεζα στα χέρια της Κομμούνας – αυτό θα άξιζε περισσότερο από δέκα χιλιάδες ομήρους (30). Θα σήμαινε την πίεση που θα ασκούσε στην κυβέρνηση των Βερσαλλιών ολόκληρη η αστική τάξη, για να κλείσει ειρήνη με την Κομμούνα. Πιο αξιοθαύμαστα όμως ακόμα είναι τα τόσα σωστά πράγματα που έκανε η Κομμούνα, μόλο που αποτελούνταν από μπλανκιστές και προυντονιστές. Φυσικά, οι προυντονιστές ήταν κυρίως υπεύθυνοι για τα οικονομικά διατάγματα της Κομμούνας, τόσο για τις αξιέπαινες, όσο και για τις μη αξιέπαινες πλευρές τους, όπως οι μπλανκιστές ήταν υπεύθυνοι για τις πολιτικές της πράξεις και παραλείψεις. Και στις δυο περιπτώσεις, η ειρωνεία της Ιστορίας θέλησε – όπως συνήθως συμβαίνει, όταν έρχονται στην εξουσία οι δογματικοί – να κάνουν και οι δυο το αντίθετο απ’ ό,τι όριζε η θεωρία της σχολής τους.
Ο Προυντόν, ο σοσιαλιστής του μικροχωρικού και του βιοτέχνη μάστορα, μισούσε την οργάνωση με θετικό μίσος. Έλεγε γι’ αυτήν ότι περικλείνει περισσότερο κακό παρά καλό, ότι από τη φύση της είναι άγονη, ακόμα και βλαβερή, γιατί αποτελεί ένα είδος δέσμευσης στην ελευθερία του εργάτη, ότι είναι ένα καθαρά στείρο και οχληρό δόγμα που βρίσκεται σε διάσταση, τόσο με την ελευθερία του εργάτη, όσο και με την οικονομία της εργασίας, ότι τα μειονεκτήματά της μεγάλωναν γρηγορότερα από τα πλεονεκτήματά της, ότι απέναντι σ’ αυτήν ο ανταγωνισμός, ο καταμερισμός της δουλειάς, η ατομική ιδιοκτησία, αποτελούν οικονομικές δυνάμεις. Μόνο στις εξαιρετικές περιπτώσεις – όπως τις αποκαλεί ο Προυντόν – της μεγάλης βιομηχανίας και των μεγάλων επιχειρήσεων, όπως οι σιδηρόδρομοι, έχει θέση οργάνωση των εργατών (βλέπε: «Idee generale de la revolution, 3eme etude. Γενική ιδέα της επανάστασης», 3η μελέτη. Σημείωση 31).
Στα 1871, η μεγάλη βιομηχανία, ακόμη και στο Παρίσι, σ’ αυτό το κέντρο της χειροτεχνίας, είχε τόσο πολύ πάψει να αποτελεί εξαίρεση, που το πιο σημαντικό διάταγμα της Κομμούνας θέσπιζε μια οργάνωση της μεγάλης βιομηχανίας, ακόμα και της χειροτεχνίας, που έπρεπε να βασίζεται όχι μόνο στην οργάνωση των εργατών μέσα σε κάθε εργοστάσιο, μα και που έπρεπε να συνενώσει όλους αυτούς τους συνεταιρισμούς σε μια μεγάλη ένωση, με λίγα λόγια, μια οργάνωση που, όπως πολύ σωστά λέει ο Μαρξ στον «Εμφύλιο πόλεμο», τελικά θα έπρεπε να καταλήξει στον κομμουνισμό, δηλαδή ακριβώς το αντίθετο της προυντονικής θεωρίας. Και γι’ αυτό η Κομμούνα έγινε επίσης ο τάφος της σοσιαλιστικής σχολής του Προυντόν. Σήμερα, η σχολή αυτή έχει εξαφανιστεί από τους γαλλικούς εργατικούς κύκλους. Τώρα σ’ αυτούς επικρατεί αναντίρρητα η θεωρία του Μαρξ, όχι λιγότερο ανάμεσα στους ποσιμπιλιστές (32), απ’ ό,τι ανάμεσα στους «μαρξιστές». Μόνο ανάμεσα στη «ριζοσπαστική» αστική τάξη υπάρχουν ακόμα προυντονιστές.
Οι μπλανκιστές δεν είχαν καλύτερη τύχη. Διαπαιδαγωγημένοι στη σχολή της συνωμοσίας κι ενωμένοι με την αυστηρή πειθαρχία που ανταποκρίνεται σ’ αυτήν, ξεκινούσαν από την άποψη ότι ένας σχετικά μικρός αριθμός από αποφασισμένους, καλά οργανωμένους ανθρώπους είναι ικανοί σε μια δοσμένη ευνοϊκή στιγμή, όχι μόνο να πάρουν το πηδάλιο του κράτους στα χέρια τους, μα ακόμα και, με μια δραστήρια και ανελέητη δράση, να το κρατήσουν τόσο, ώσπου να κατορθώσουν να τραβήξουν τη μάζα του λαού στην επανάσταση και να τη συσπειρώσουν γύρω από την καθοδηγητική μικρή ομάδα. Για το σκοπό αυτό, χρειαζόταν πριν απ’ όλα αυστηρότατα δικτατορική συγκέντρωση όλης της εξουσίας στα χέρια της νέας επαναστατικής κυβέρνησης. Και τι έκανε η Κομμούνα, που στην πλειοψηφία της αποτελείτο από τέτοιους ακριβώς μπλανκιστές; Σ’ όλες της τις διακηρύξεις προς τους Γάλλους των επαρχιών, τους καλούσε να σχηματίσουν μια ελεύθερη ομοσπονδία από όλες τις γαλλικές κοινότητες μαζί με το Παρίσι, μια εθνική οργάνωση που για πρώτη φορά θα δημιουργείτο πραγματικά από το ίδιο το έθνος. Και ίσα-ίσα, η καταπιεστική δύναμη της προηγούμενης συγκεντρωτικής κυβέρνησης – στρατός, πολιτική αστυνομία και γραφειοκρατία – που είχε δημιουργήσει ο Ναπολέων στα 1798 και που από τότε την παραλάμβανε σαν βολικό όργανο κάθε καινούρια κυβέρνηση και τη χρησιμοποιούσε ενάντια στους αντιπάλους της, ακριβώς αυτή η δύναμη έπρεπε παντού να πέσει, όπως είχε κιόλας γκρεμιστεί στο Παρίσι.
Η Κομμούνα αναγκάστηκε αμέσως από την αρχή να αναγνωρίσει ότι, όταν η εργατική τάξη έρθει πια στην εξουσία, δεν μπορεί να εξακολουθεί να διοικεί με την παλιά κρατική μηχανή, ότι η εργατική αυτή τάξη, για να μην ξαναχάσει την κυριαρχία που μόλις είχε κατακτήσει, πρέπει, από τη μια, να παραμερίσει όλη την παλιά καταπιεστική μηχανή που ως τότε είχε χρησιμοποιηθεί εναντίον της, κι από την άλλη να εξασφαλίσει τον εαυτό της από τους ίδιους της τους βουλευτές και υπαλλήλους, ορίζοντας ότι όλοι, δίχως καμιά εξαίρεση, μπορούν να ανακληθούν σ’ οποιαδήποτε στιγμή. Ποια ήταν η χαρακτηριστική ιδιομορφία του ως τα τώρα κράτους; Για την εξυπηρέτηση των κοινών συμφερόντων, η κοινωνία είχε αρχικά δημιουργήσει δικά της όργανα με τον απλό καταμερισμό της δουλειάς. Τα όργανα όμως αυτά, που η κορυφή τους είναι η κρατική εξουσία, εξυπηρετώντας τα δικά τους ειδικά συμφέροντα, είχαν με τον καιρό μετατραπεί από υπηρέτες της κοινωνίας σε αφέντες της, όπως το βλέπουμε, λ.χ, όχι μόνο στην κληρονομική μοναρχία, μα και στην αστική δημοκρατία. Πουθενά οι «πολιτικοί» δεν αποτελούν ένα πιο ξεχωριστό και πιο ισχυρό τμήμα του έθνους, όσο ακριβώς στη Βόρεια Αμερική. Εδώ το καθένα από τα δύο μεγάλα κόμματα, που διαδέχονται το ένα το άλλο στην εξουσία, διευθύνεται με τη σειρά του από ανθρώπους που κάνουν την πολιτική προσοδοφόρα υπόθεση, που κερδοσκοπούν πάνω στις έδρες της νομοθετικής συνέλευσης, τόσο της Ομοσπονδίας όσο και των ξεχωριστών Πολιτειών ή που ζουν από τη ζύμωση που κάνουν για το κόμμα τους και που όταν το κόμμα τους νικήσει ανταμείβονται με θέσεις. Είναι γνωστό πως οι Αμερικανοί τριάντα χρόνια τώρα προσπαθούν να αποτινάξουν το ζυγό αυτό, που έγινε αφόρητος και πως, παρ’ όλα αυτά, βουλιάζουν όλο και πιο βαθιά μέσα στο βάλτο της διαφθοράς. Ακριβώς στην Αμερική μπορούμε να δούμε καλύτερα πώς συντελείται αυτή η ανεξαρτητοποίηση της κρατικής εξουσίας από την κοινωνία, που αρχικά ήταν προορισμένη να γίνει απλό όργανό της. Εδώ δεν υπάρχει καμιά δυναστεία, δεν υπάρχουν ευγενείς, ούτε μόνιμος στρατός, εκτός από τους λίγους άνδρες για την επίβλεψη των Ινδιάνων, δεν υπάρχει ούτε γραφειοκρατία με μόνιμες θέσεις ή με δικαίωμα σύνταξης. Κι όμως, έχουμε εδώ δυο μεγάλες συμμορίες από πολιτικούς κερδοσκόπους, που παίρνουν διαδοχικά στα χέρια τους την κρατική εξουσία και την εκμεταλλεύονται με τα πιο διεφθαρμένα μέσα και για τους πιο διεφθαρμένους σκοπούς, ενώ το έθνος είναι ανίσχυρο μπροστά στους δυο μεγάλους αυτούς συνασπισμούς των πολιτικών, που βρίσκονται δήθεν στην υπηρεσία του, μα που στην πραγματικότητα το εξουσιάζουν και το καταληστεύουν.
Ενάντια σ’ αυτή τη μετατροπή του κράτους και των κρατικών οργάνων από υπηρέτες της κοινωνίας σε αφέντες της, μια μετατροπή που είναι αναπόφευκτη σ’ όλα τα ως τώρα κράτη, η Κομμούνα χρησιμοποίησε δυο αλάνθαστα μέσα. Πρώτα, σ’ όλες τις θέσεις – διοικητικές, δικαστικές και εκπαιδευτικές – έβαλε υπαλλήλους εκλεγμένους με βάση την καθολική ψηφοφορία όλων των ενδιαφερομένων, και μάλιστα με το δικαίωμα των ίδιων των ενδιαφερομένων να ανακαλούν τον αντιπρόσωπό τους οποιαδήποτε στιγμή. Και δεύτερο, πλήρωνε στους υπαλλήλους της, στους ανώτερους και στους κατώτερους, μονάχα το μισθό που έπαιρναν οι άλλοι εργάτες. Ο μεγαλύτερος μισθός που γενικά πλήρωνε η Κομμούνα ήταν 6.000 φράγκα. Έτσι, μπήκε ένα σίγουρο εμπόδιο στη θεσιθηρία και τον αριβισμό, ακόμα και χωρίς τις δεσμευτικές εντολές (33) που έπαιρναν, χώρια απ’ όλα τα άλλα, οι εκλεγμένοι στα αντιπροσωπευτικά σώματα.
Αυτό το τσάκισμα της παλιάς κρατικής εξουσίας και η αντικατάστασή της από μια καινούρια, αληθινά δημοκρατική εξουσία, περιγράφεται διεξοδικά στο τρίτο μέρος του «Εμφυλίου πολέμου». Ήταν όμως απαραίτητο να σταματήσουμε εδώ με συντομία για άλλη μια φορά σ’ ορισμένα χαρακτηριστικά του, γιατί ακριβώς στη Γερμανία η δεισιδαιμονία για το κράτος πέρασε από τη φιλοσοφία στην κοινή συνείδηση της αστικής τάξης και ακόμα και σε πολλούς εργάτες. Σύμφωνα με τη φιλοσοφική άποψη, το κράτος είναι: η «πραγματοποίηση της ιδέας» (34) ή η βασιλεία του θεού πάνω στη γη, μεταφρασμένη σε φιλοσοφική γλώσσα, το πεδίο όπου η αιώνια αλήθεια και η δικαιοσύνη πραγματοποιούνται ή πρόκειται να πραγματοποιηθούν. Κι από δω πηγάζει ένας δεισιδαιμονικός σεβασμός προς το κράτος και προς το καθετί που συνδέεται με το κράτος, ένας σεβασμός που ριζώνει τόσο πιο εύκολα, όσο έχουμε συνηθίσει από τα πιο μικρά μας χρόνια να φανταζόμαστε ότι όλες οι υποθέσεις και τα συμφέροντα που είναι κοινά για ολόκληρη την κοινωνία δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν αλλιώς, παρά όπως εξυπηρετούνταν ως τώρα, δηλαδή από το κράτος και τα καλοδιορισμένα όργανά του. Και οι άνθρωποι φαντάζονται ότι κάνουν κιόλας ένα εξαιρετικά τολμηρό βήμα προς τα μπρος όταν απολυτρώνονται από την πίστη στην κληρονομική μοναρχία κι ορκίζονται στο όνομα της αστικής δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα όμως, το κράτος δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μηχανή για την καταπίεση μιας τάξης από μια άλλη και μάλιστα όχι λιγότερο στην αστική δημοκρατία απ’ ό,τι γίνεται στη μοναρχία! Και στην καλύτερη περίπτωση, το κράτος είναι ένα κακό που κληροδοτείται στο προλεταριάτο, που νίκησε στον αγώνα για την ταξική κυριαρχία και που τις χειρότερες πλευρές του, όπως το έκανε η Κομμούνα, δεν μπορεί να μην τις περικόψει όσο το δυνατό γρηγορότερα, ωσότου μια γενιά, μεγαλωμένη μέσα σε νέες και ελεύθερες κοινωνικές συνθήκες, θα είναι σε θέση να πετάξει όλα αυτά τα παλιοπράγματα που αποτελούν το κράτος.
Τον τελευταίο καιρό, το σοσιαλδημοκράτη φιλισταίο (35) τον πιάνει ξανά ένας ιερός τρόμος, όταν ακούει τις λέξεις «δικτατορία του προλεταριάτου». Ε, λοιπόν, κύριοι, θέλετε να μάθετε τι λογής είναι αυτή δικτατορία; Κοιτάξτε την Παρισινή Κομμούνα. Αυτή ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου.
Λονδίνο, στην εικοστή επέτειο της Παρισινής Κομμούνας, 18 του Μάρτη 1891.
Σημειώσεις
27. Μπλανκί Λουί Ογκύστ (1805-1881): Ένας από τους διασημότερους Γάλλους επαναστάτες. Πήρε μέρος σε όλες σχεδόν τις εξεγέρσεις και επαναστάσεις που έγιναν στη Γαλλία στα χρόνια του. Γι’ αυτό και κυνηγήθηκε αλύπητα από το αστικό κράτος που τον εξόρισε και τον φυλάκισε πάνω από 36 χρόνια. Το απέραντο θάρρος του, η επαναστατική του αδιαλλαξία και η ολοκληρωτική του αφοσίωση στην υπόθεση της επανάστασης και του προλεταριάτου τον ανάδειξαν σε σεβαστό ηγέτη της γαλλικής εργατιάς. Η ταύτιση της θεωρητικής αντίληψης με την πρακτική δράση υπήρξε γι’ αυτόν αδιαίρετη και εφαρμόστηκε πιστά σε όλη του τη ζωή, μια και όπως είπε «το καθήκον ενός επαναστάτη είναι να αγωνίζεται πάντοτε, να αγωνίζεται παρ’ όλα αυτά, να αγωνίζεται μέχρι θανάτου». Οι θεωρίες του, όμως μείγμα ουτοπικού κομμουνισμού και επαναστατικού βολονταρισμού, υποτιμούσαν κατά κανόνα την αναγκαιότητα της μαζικής δουλειάς, την αναγκαιότητα της κινητοποίησης ολόκληρης της τάξης, την ίδια την ταξική πάλη τελικά. Έτσι ο Μπλανκισμός έτεινε να αντικαταστήσει την ταξική σύγκρουση με τη βίαιη αναμέτρηση μιας μικρής ομάδας αποφασισμένων επαναστατών ενάντια σε ολόκληρη την αστική τάξη. Γι’ αυτό και οι Μαρξ-Ένγκελς και Λένιν, με όλο το σεβασμό και εκτίμηση που είχαν στο πρόσωπό του, δεν παραιτήθηκαν ποτέ από μια αυστηρή κριτική των βασικών του λαθών. (Βλ. Β.Ι. Λένιν «Άπαντα», 4η ρωσ, εκδ., τόμος 10ος, σελ. 360, σελ.22)
28. Προυντόν Πιέρ Ζοζέφ (1809-1865): Γάλλος οικονομολόγος και κοινωνιολόγος, ένας από τους σημαντικότερους αναρχικούς στοχαστές με σημαντική επίδραση στο Λατινικό, κυρίως εργατικό κίνημα. Κατέκρινε με μεγάλη σφορδρότητα την καπιταλιστική ιδιοκτησία, αλλά όχι τον καπιταλισμό, μια και στη θέση του σύγχρονου αστικού κράτους, έβαζε την ουτοπική κοινωνία των μικρών ιδιοκτητών, τις αντιθέσεις της οποίας θα έλευνε μια «Τράπεζα του Μαού» που θα διέθετε «δωρεάν πιστώσεις» σε όλους τους εργαζόμενους δίνοντάς τους έτσι την ευκαιρία να αποκτήσουν παραγωγικά μέσα. Ο Προυντόν είναι συγγραφέας πολλών έργων. Το γνωστότερο του από όλα είναι η «Φιλοσοφία» της Αθλιότητας», έργο στο οποίο άσκησε συντριπτική κριτική ο Καρλ Μαρξ με το διάσημο έργο του «Η αθλιότητα της Φιλοσοφίας» (1847). Από τότε η ιδεολογική επιροή του Προυντονισμού μειώνεται βαθμιαία ώσπου εξαφανίζεται οριστικά στις αρχές του αιώνα μας.
29. Κατά τον Λονγκέ την ιδεολογική του αυτή επιρροή πάνω στους μπλανκιστές την άσκησε ο Εντουάρ Βαγιάν (1840-1915) μετά την πτώση της Κομμούνας. Τότε – πάντα κατά τον Λονγκέ – είναι που ο Βαγιάν συνδέθηκε με τον Μάαξ, ήλθε σε επαφή με τον επιστημονικό σοσιαλισμό και άρχισε να απαγκιστρώνεται από τις καθαρά μπλανκιστικές απόψεις.
30. Ο Λονγκέ αναφέρει ότι κανένας από τους κομμουνάρους δεν γνώριζε ότι η τράπεζα είχε σε διάφορες αξίες μέσα στα θησαυροφυλάκιά της 3.323.000.000 χρυσά φράγκα. Εκτός δε από αυτό καταλογίζει στην Κομμούνα και ένα βαρύ πολιτικό σφάλμα: ότι δεν έκλεισε τις πύλες του Παρισιού και έτσι άφησε την κυβέρνηση των αντεπαναστατών να φύγει ανενόχλητη.
31. Η αναφορά γίνεται εδώ για το έργο του Προυντόν «Γενική ιδέα της Επανάστασης του 1ου Αιώνα», Παρίσι 1851. Μια κριτική θεώρηση των απόψεων που εκφράζει ο Προυντόν σ’ αυτό του το έργο, δόθηκε από τον Καρλ Μαρξ σ’ ένα γράμμα του στον Ένγκελς με ημερομηνία 8 Αυγούστου 1851. Συστηματική όμως κριτική υπάρχει στο έργο του Ένγκελς: Αναλυτική κριτική πάνω στη «Γενική ιδέα της Επανάστασης του 1ου Αιώνα».
32. Ποσιμπιλιστές (Μπ. Μαλόν, Π. Μπρους κ.α).Οπορτουνιστική, μικροαστική – ρφορμιστική τάση στους κόλπους του γαλλικού εργατικού κινήματος στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι ποσιμπιλιστές αρνιόντουσαν το επαναστατικό πρόγραμμα, την επαναστατική τακτική και στρατηγική του προλεταριακού κινήματος προπσαθώντας να περιορίσουν την εργατική πάλη στα πλαίσια του «δυνατού» (possible).
33. Δεσμευτική εντολή ονομάστηκε ο θεσμός σύμφωνα με τον οποίο οι εκλεγόμενοι (αντιπρόσωποι, βουλευτές κ.λ.π)δεν είχαν το δικαίωμα να ακολουθούν τη δικιά τους κρίση, αλλά όφειλαν να ψηφίζουν σύμφωνα με τις εντολές που τους έδιναν οι εκλογείς τους.
34. Εννοεί τη φιλοσοφία του Χέγγελ.
35. Βλέπε σημείωση 2, τελευταία παράγραφος: «Αρχικά η εισαγωγή του Ένγκελς δημοσιεύθηκε στο θεωρητικό όργανο του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος “Die Neue Zeit” (Νέοι Καιροί), Νο 28, Τομ 2, 1890-91. Από επέμβαση της σύνταξης του περιοδικού, αλλοιώθηκε η τελευταία παράγραφος του κειμένου μια και οι συντάκτες έκριναν σκόπιμο να μετατρέψουν το «σοσιαλδημοκράτες φιλισταίοι» σε «Γερμανοί φιλισταίοι». Είναι πια γνωστή η αποδοκιμασία του Ένγκελς για την αυθαίρετη αυτή αλλαγή. (Γράμμα του Ρ. Φίσερ στον Ένγκελς 17 Μάρτη 1891). Παρ΄όλα αυτά, ο Ένγκελς, διατήρησε στο φυλλάδιο τις αλλαγμένες λέξεις, πιθανά γιατί δεν ήθελε να κυκλοφορούν ταυτόχρονα δυο διαφορετικές παραλλαγές τις δουλειάς του. Η σημερινή έκδοση αποκαθιστά το πρωτότυπο.