Αγαπητέ κ. Μέρινγκ,
Μόλις σήμερα έχω επιτέλους την ευκαιρία να σας ευχαριστήσω για τo “Lessing-Legende”(1) που είχατε την καλοσύνη να μου στείλετε. Δεν ήθελα να σας απαντήσω απλά με μια τυπική βεβαίωση ότι παρέλαβα το βιβλίο, αλλά και να σας πω ταυτόχρονα κάτι γι’ αυτό – για το περιεχόμενό του. Γι’ αυτό καθυστέρησα.
Θα αρχίσω από το τέλος – από το παράρτημα, «Über den historischen Materialismus» όπου έχετε περιγράψει, υπέροχα και πειστικά για τον κάθε απροκατάληπτο, τα απαραίτητα. Αν έχω κάτι να αντιτείνω είναι ότι μου αποδίδετε περισσότερο έπαινο απ’ ό,τι μου αξίζει, έστω κι αν συμπεριλάβω το κάθε τι που ίσως θα είχα –με τον καιρό– ανακαλύψει μονάχος, αλλά που ο Μαρξ, με τη γοργότερή του ματιά και την πλατύτερη εποπτεία του το ανακάλυπτε πολύ πιο γρήγορα. Όταν κανείς έχει την καλή τύχη, να συνεργάζεται σαράντα ολόκληρα χρόνια μ’ έναν άνθρωπο σαν τον Μαρξ, συνήθως δεν απολαμβάνει σε αυτό το διάστημα της ζωής του την αναγνώριση που νομίζει ότι του αξίζει. Όταν όμως πεθάνει ο μεγαλύτερος, εύκολα υπερεκτιμούν τον κατώτερο – κι αυτό ακριβώς μου φαίνεται να συμβαίνει τώρα με έμενα. Η ιστορία τελικά θα τα τακτοποιήσει όλα αυτά, μα ως τότε θα έχει κανείς αισίως φύγει από τη μέση και δε θα ξέρει πια τίποτε για οτιδήποτε.
Κατά τα άλλα, λείπει μόνο ένα ακόμη σημείο, που ο Μαρξ και εγώ αποτύχαμε να τονίσουμε επαρκώς στα έργα μας, και που σχετικά μ’ αυτό μας βαρύνει όλους το ίδιο φταίξιμο. Συγκεκριμένα όλοι μας δώσαμε, και έπρεπε να δώσουμε, πρώτα τη μεγαλύτερη βαρύτητα στην παραγωγή των πολιτικών, νομικών και άλλων ιδεολογικών παραστάσεων και των πράξεων που καθορίζονται απ’ αυτές τις παραστάσεις από τα οικονομικά θεμελιακά γεγονότα. Κάνοντάς το αυτό αμελήσαμε για χάρη του περιεχομένου το ζήτημα της μορφής: με ποιο τρόπο γεννιούνται αυτές οι παραστάσεις κλπ. Αυτό έδωσε στους αντιπάλους μας ευπρόσδεκτη αφορμή για παρανοήσεις, ή για διαστρεβλώσεις. Χτυπητό παράδειγμα γι’ αυτό είναι ο Πάουλ Μπαρτ(2).
Η ιδεολογία είναι μια διαδικασία, που γίνεται βέβαια από τον λεγόμενο στοχαστή συνειδητά, μα με ψεύτικη συνείδηση. Οι καθαυτό κινητήριες δυνάμεις που τον υποκινούν, του μένουν άγνωστες. Διαφορετικά δε θα ήταν ιδεολογική διαδικασία. Φαντάζεται λοιπόν ψεύτικες ή φαινομενικές κινητήριες δυνάμεις. Επειδή είναι διαδικασία σκέψης αντλεί τόσο το περιεχόμενό της, όσο και τη μορφή της από την καθαρή σκέψη, είτε τη δική του, είτε τη σκέψη των προκατόχων του. Εργάζεται μονάχα με υλικό ιδεών, που το αποδέχεται ανεξέταστα σαν προϊόν της σκέψης και δεν εξετάζει παραπέρα να βρει μια πιο μακρινή, ανεξάρτητη από τη σκέψη καταγωγή του· μάλιστα αυτό του είναι αυτονόητο γιατί κάθε πράξη του φαίνεται ότι σε τελευταία ανάλυση στηρίζεται στη σκέψη, επειδή γίνεται μέσω της σκέψης. Ο ιστορικός ιδεολόγος (το ιστορικός το παίρνουμε εδώ απλώς περιληπτικά για το πολιτικός, νομικός, φιλοσοφικός, θεολογικός, κοντολογίς για όλους τους τομείς που ανήκουν στην κοινωνία κι όχι μόνο στη φύση) – ο ιστορικός ιδεολόγος διαθέτει λοιπόν σε κάθε επιστημονικό τομέα ένα υλικό που έχει διαμορφωθεί αυτοτελώς από τη σκέψη προηγούμενων γενεών και που πέρασε ένα δικό του αυτοτελή τρόπο ανάπτυξης στον εγκέφαλο αυτών των διαδοχικών γενεών. Ασφαλώς, εξωτερικά γεγονότα που ανήκουν στον έναν ή τον άλλον τομέα, μπορεί να έχουν ασκήσει μια συγκαθοριστική επιρροή σ’ αυτή την εξέλιξη, τα γεγονότα αυτά όμως, σύμφωνα με τη σιωπηρή προϋπόθεση, είναι κι αυτά πάλι απλοί καρποί μιας διαδικασίας σκέψης, κι έτσι εξακολουθούμε να μένουμε πάντα στην περιοχή της καθαρής σκέψης που, όπως φαίνεται, έχει χωνέψει καλά, ακόμα και τα πιο σκληρά γεγονότα.
Αυτή η φαινομενικότητα μιας αυτοτελούς ιστορίας των μορφών της κρατικής συγκρότησης, των συστημάτων δικαίου, των ιδεολογικών παραστάσεων σε κάθε ειδικό τομέα, είναι που πάνω απ’ όλα ξεγελά τους περισσότερους ανθρώπους. Αν ο Λούθηρος και ο Καλβίνος “υπερνικούν” την επίσημη καθολική θρησκεία, ή ο Χέγκελ “υπερνικά” τον Φίχτε και τον Καντ, ή ο Ρουσσώ “υπερνικά” έμμεσα με το δημοκρατικό του “Κοινωνικό Συμβόλαιο” τον συνταγματικό Μοντεσκιέ, αυτό είναι μια διαδικασία που μένει μέσα στα όρια της θεολογίας, της φιλοσοφίας, της πολιτικής επιστήμης, που αντιπροσωπεύει ένα σταθμό στην ιστορία αυτών των τομέων της σκέψης και δεν βγαίνει καθόλου έξω από την περιοχή της σκέψης. Και αφότου προστέθηκε σ’ αυτά η αστική αυταπάτη για την αιωνιότητα και την απόλυτη τελειότητα της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, θεωρείται ακόμα και η υπερνίκηση των εμποροκρατών από τους φυσιοκράτες και τον Α. Σμιθ σαν απλή νίκη της σκέψης, όχι σαν αντανάκλαση στη σκέψη αλλαγμένων οικονομικών γεγονότων αλλά σαν η σωστή κατανόηση, που επιτεύχθηκε επιτέλους, των πραγματικών συνθηκών που υπάρχουν παντού και πάντα. Αν ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος(3) και ο Φίλιππος Αύγουστος(4) αντί να μπλεχτούν σε σταυροφορίες είχαν εισαγάγει την ελευθερία του εμπορίου, θα γλιτώναμε πεντακόσια χρόνια αθλιότητας και κουταμάρας.
Την πλευρά αυτή του ζητήματος, που εδώ μόνο να τη θίξω μπορώ, την έχουμε νομίζω όλοι μας παραμελήσει περισσότερο απ’ ό,τι επιτρέπεται. Είναι η παλιά ιστορία: στην αρχή παραμελείται πάντα η μορφή για χάρη του περιεχομένου. Όπως είπαμε κι εγώ το έκανα αυτό και το λάθος μού χτυπούσε στα μάτια πάντα μόνο κατόπιν εορτής. Γι’ αυτό λοιπόν δε θέλω καθόλου να σας μεμφθώ γι’ αυτό –απεναντίας, σαν παλιότερος συνένοχος δεν έχω καθόλου αυτό το δικαίωμα– θα ήθελα όμως να σας επιστήσω την προσοχή πάνω σε τούτο το σημείο για το μέλλον.
Με αυτό συνδέεται επίσης και η ανόητη αντίληψη των ιδεολόγων ότι επειδή αρνιόμαστε ότι οι διάφορες ιδεολογικές σφαίρες, που παίζουν κάποιο ρόλο στην ιστορία, έχουν αυτοτελή ιστορική εξέλιξη, τους αρνιόμαστε και κάθε ιστορική δράση. Στη βάση βρίσκεται εδώ, η κοινή αντιδιαλεκτική αντίληψη για την αιτία και το αποτέλεσμα σαν πόλους που αντιπαρατίθενται άκαμπτα ο ένας στον άλλο καθώς και το γεγονός ότι ξεχνούν την αλληλεπίδραση. Οι κύριοι αυτοί ξεχνούν συχνά σκόπιμα ότι ένας ιστορικός παράγοντας μόλις γεννηθεί από άλλα, σε τελευταία ανάλυση οικονομικά αίτια, αντιδρά κι αυτός, και μπορεί να αντεπιδράσει στο περιβάλλον του ακόμη και στα ίδια τα αίτια του. Όπως λ.χ. ο Μπαρτ σχετικά με τους παπάδες και τη θρησκεία στη σ. 475 του βιβλίου σας. Χάρηκα πολύ που βάλατε στη θέση του αυτόν τον τύπο, που είναι πιο ρηχός απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Κι αυτόν τον άνθρωπο τον κάνουν καθηγητή της ιστορίας στη Λειψία! Ε, τότε ο γέρο-Βάχσμουτ(5), ήταν ολότελα διαφορετικός άνθρωπος, γιατί παρότι ήταν κι αυτός στενοκέφαλος, είχε ωστόσο πολύ μεγάλη αίσθηση για τα γεγονότα.
Κατά τα άλλα μπορώ μόνο να επαναλάβω για το βιβλίο, ό,τι έχω κιόλας πει επανειλημμένα για τα άρθρα, όταν δημοσιεύονταν στη Neue Zeit: είναι η καλύτερη περιγραφή που υπάρχει για τη γέννηση του πρωσικού κράτους, μάλιστα, μπορώ να πω η μόνη καλή, που στα περισσότερα ζητήματα αναπτύσσει ως τις λεπτομέρειες σωστά τις συνάφειες. Λυπάται μόνον κανείς που δε μπορέσατε να περιλάβετε μια και καλή ολόκληρη την παραπέρα εξέλιξη ως τον Βίσμαρκ, και δεν μπορεί κανείς παρά να ελπίζει ότι θα το κάνετε αυτό άλλη φορά και ότι θα δώσετε μια γενική συνεκτική εικόνα από τον εκλέκτορα Φρειδερίκο Γουλιέλμο ως τον γέρο-Γουλιέλμο. Γιατί έχετε κάνει ήδη τις προκαταρκτικές μελέτες και, τουλάχιστον στην ουσία τους, τις τελειώσατε σχεδόν. Αυτή η δουλειά έτσι ή αλλιώς πρέπει βέβαια κάποτε να γίνει προτού σωριαστεί η παλιοκαρότσα. Η διάλυση των μοναρχο-πατριωτικών θρύλων, αν και δεν αποτελεί οπωσδήποτε μια αναγκαία προϋπόθεση για να παραμεριστεί η μοναρχία, που συγκαλύπτει την ταξική κυριαρχία (αφού μια καθαρή αστική Δημοκρατία [Republik] στη Γερμανία έχει ξεπεραστεί πριν ακόμα πραγματοποιηθεί), είναι ωστόσο ένας από τους πιο αποτελεσματικούς μοχλούς για να γίνει αυτό.
Τότε θα έχετε και περισσότερο χώρο και ευκαιρία να περιγράψετε την πρωσική τοπική ιστορία σαν κομμάτι της γερμανικής γενικής αθλιότητας. Αυτό είναι ακριβώς το σημείο που αποκλίνω πού και πού από την άποψή σας, ιδιαίτερα από την άποψη σχετικά με τις αιτίες του διαμελισμού της Γερμανίας και της αποτυχίας της γερμανικής αστικής επανάστασης στη διάρκεια του 16ου αιώνα. Αν καταφέρω να επεξεργαστώ ξανά την ιστορική εισαγωγή στο έργο μου Ο Πόλεμος των Χωρικών(6), πράγμα που, όπως ελπίζω, θα γίνει τον ερχόμενο χειμώνα, τότε θα μπορέσω να αναπτύξω εκεί τα σχετικά σημεία. Όχι ότι θεωρώ σαν μη σωστά τα σημεία που αναφέρετε εσείς, αλλά βάζω πλάι σ’ αυτά κι άλλα και τα ταξινομώ κάπως διαφορετικά.
Στη μελέτη της γερμανικής ιστορίας –που είναι, αλήθεια, μια μοναδική συνεχής αθλιότητα– βρήκα πάντα ότι μονάχα η σύγκριση με τις αντίστοιχες γαλλικές εποχές μας δίνει μια σωστή αίσθηση του μέτρου, γιατί εκεί συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που γίνεται σε μας. Εκεί έχουμε τη συγκρότηση του εθνικού κράτους από τα σκόρπια μέρη του φεουδαρχικού κράτους, ακριβώς τον καιρό που σημειώνεται σε μας η κύρια παρακμή(7). Εκεί έχουμε μια σπάνια αντικειμενική λογική σ’ όλη την πορεία της διαδικασίας, ενώ σε εμάς έχουμε μια ολοένα και πιο άγονη διάλυση. Εκεί το Μεσαίωνα ο Άγγλος κατακτητής με την ανάμιξή του υπέρ της προβηγκιανής εθνότητας(8) ενάντια στη βορειο-γαλλική εθνότητα αντιπροσωπεύει την ξένη επέμβαση. Οι πόλεμοι με τους Άγγλους(9) αντιπροσωπεύουν, σα να λέμε, τον τριακονταετή πόλεμο(10), που τελειώνει όμως με το διώξιμο της ξένης επέμβασης και την καθυπόταξη του νότου στο βορρά. Ύστερα ακολουθεί ο αγώνας της κεντρικής εξουσίας με τον βουργουνδό υποτελή(11), που στηρίζεται στις κτήσεις του στο εξωτερικό(12) –που παίζει το ρόλο του Βρανδεμβούργου – Πρωσίας– ένας αγώνας που όμως τελειώνει με τη νίκη της κεντρικής εξουσίας και κάνει οριστική τη δημιουργία του εθνικού κράτους. Ακριβώς τη στιγμή αυτή(13) καταρρέει σε μας ολότελα το εθνικό κράτος (στο βαθμό που μπορεί κανείς να ονομάσει εθνικό κράτος το “γερμανικό βασίλειο” μέσα στα πλαίσια της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) και αρχίζει η λεηλασία των γερμανικών περιοχών σε μεγάλη κλίμακα. Είναι μια σύγκριση που ντροπιάζει στον ανώτατο βαθμό το Γερμανό, που γι’ αυτό όμως είναι πιο διδακτική, και από τότε που οι εργάτες μας ξαναβάλανε τη Γερμανία στην πρώτη γραμμή της ιστορικής κίνησης, μπορούμε κάπως πιο εύκολα να καταπίνουμε το αίσχος του παρελθόντος.
Εντελώς χαρακτηριστικό για τη γερμανική εξέλιξη είναι ακόμα το γεγονός ότι και τα δύο μερικά κράτη, που τελικά μοίρασαν μεταξύ τους όλη τη Γερμανία, δεν ήταν καθαρά γερμανικά, αλλά ήταν αποικίες πάνω σε κατακτημένο σλαβικό έδαφος: η Αυστρία ήταν βαυαρική(14) και το Βρανδεμβούργο σαξονική αποικία(15), καθώς και το γεγονός ότι απόκτησαν δύναμη στη Γερμανία μόνο χάρη στο ότι στηρίζονταν σε ξένες, όχι γερμανικές κτήσεις: η Αυστρία στην Ουγγαρία (για να μην πούμε για τη Βοημία), και το Βρανδεμβούργο στην Πρωσία(16). Στα δυτικά σύνορα που απειλούνταν περισσότερο δεν έγινε κάτι τέτοιο, στα βόρεια σύνορα άφησαν τους Δανούς να υπερασπίζουν τη Γερμανία από τους Δανούς, και στο νότο είχαν τόσο λίγα να προστατεύσουν, που οι συνοριακοί φρουροί, οι Ελβετοί, μπόρεσαν μάλιστα να αποσπαστούν οι ίδιοι από τη Γερμανία!
Ωστόσο έπιασα να μιλώ για κάθε λογής αλλότρια ζητήματα – ας χρησιμέψει τουλάχιστον αυτή η φλυαρία σαν απόδειξη για το πόσο ευεργετική επίδραση είχε πάνω μου η εργασία σας.
Και πάλι σας στέλνω τις εγκάρδιες ευχαριστίες και τους χαιρετισμούς μου.
Επιστολή του Φρίντριχ Ένγκελς στον Φραντς Μέρινγκ, 14 Ιούλη 1893
Πηγή: Μαρξιστική Σκέψη, τόμος 13, σελ. 46-50.
Σημειώσεις
1. Ο Μύθος του Λέσινγκ, η Καταγωγή της Κουλτούρας της Γερμανικής Mεσαίας Τάξης.
2. Ο Π. Μπαρτ (1858-1922), Γερμανός κοινωνιολόγος, έγραψε μια μελέτη με τον τίτλο: Η Φιλοσοφία της Ιστορίας του Χέγκελ και οι Εγελιανοί μέχρι τον Μαρξ και τον Χάρτμαν (1890).
3. Ριχάρδος Α΄, γνωστός και ως Λεοντόκαρδος (1157-1199), βασιλιάς της Αγγλίας, βασικός διοικητής στρατευμάτων στην τρίτη Σταυροφορία.
4. Φίλιππος Β΄, γνωστός και ως Αύγουστος (1165-1223), βασιλιάς της Γαλλίας, συμμετείχε στην Τρίτη Σταυροφορία.
5. E. Wachsmuth (1784-1866), Γερμανός ιστορικός, καθηγητής Ιστορίας της Φιλοσοφίας στο Λάιμπνιτς.
6. Αναφορά στο έργο του Ένγκελς Ο Πόλεμος των Χωρικών στη Γερμανία. Σε αυτό του το έργο, ο Ένγκελς ασχολήθηκε με τη γερμανική αγροτική επανάσταση του 1525 με πρωταγωνιστή τον Τόμας Μίντσερ.
7. Από το 1350 ως το 1450 επικράτησε γενικευμένη αναρχία στη Γερμανία, J. Coffin, R. Stacey, R. Lerner, St. Mecham, Western Civilizations, εκδ. W. W. Norton & Company, σελ. 401.
8. Ο Ένγκελς αναφέρεται στην εθνότητα του νότιου τρίτου της Γαλλίας όπου ομιλούνταν η Οξιτανική γλώσσα ή διάλεκτος. Πριν καθιερωθεί ο όρος Οξιτανική, στις αρχές του 20ού αιώνα, χρησιμοποιούνταν ευρέως ο όρος Προβηγκιανή για να περιγράψει αυτή τη γλώσσα/διάλεκτο. Η σύγχρονη επίσημη γαλλική γλώσσα βασίζεται στη γλώσσα που ομιλούνταν στη Βόρεια Γαλλία, ενώ παρεμφερής γλώσσα της Οξιτανικής της Νότιας Γαλλίας είναι η Καταλανική. Αναφορές για την προβηγκιανή ποίηση των τρουβαδούρων ως μια από τις πρώτες μορφές εξύμνησης του σεξουαλικού έρωτα θα κάνει ο Ένγκελς και στο Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ιδιοκτησίας και του Κράτους, εκδ. ΣΕ, σελ. 64, αλλά και ο Χέγκελ στη Φιλοσοφία της Ιστορίας του θα κάνει λόγο για μια ξεχωριστή αισθητική κουλτούρα. Η αντίθεση της Βόρειας με τη Νότια Γαλλία εκτός από γλωσσικό υπόβαθρο είχε πάρει και θρησκευτικό. Το θρησκευτικό κίνημα των Καθαρών ή Αλβιγήνων στη νότια Οξιτανική περιοχή της Γαλλίας προκάλεσε μια Σταυροφορία (1209-1229) από τη Βόρεια Γαλλία με τη στήριξη του Πάπα και του Αγίου Δομίνικου. Η λήξη της σταυροφορίας σήμανε την καταστολή των “αιρετικών” Οξιτανών με το νεοεμφανιζόμενο διαβόητο θεσμό της Ιεράς Εξέτασης που με τη σειρά της προκάλεσε εξεγέρσεις των Καθαρών. Ο Καθαρός κόμης της Οξιτανικής Τουλούζης Ρεϊμόνδος ο 7ος (με γενεαλογικές αγγλικές σχέσεις) το 1242 σύναψε μια ανεπιτυχή συμμαχία με τον Ερρίκο τον 3ο της Αγγλίας και το βαρόνο της Γασκώνης (νοτιοδυτική επαρχία της Γαλλίας φόρου υποτελής στο αγγλικό στέμμα) για να ανατρέψει τους Ρωμαιοκαθολικούς βορειο-Γάλλους.
9. Ο Εκατονταετής Πόλεμος (1337-1453) ήταν μια σειρά πολέμων μεταξύ των βασιλείων της Αγγλίας και της Γαλλίας. Ξεκίνησε ως φεουδαρχικός πόλεμος αλλά κατέληξε ως εθνικός οδηγώντας με τη νίκη της Γαλλίας στην εμφάνιση μιας ισχυρής εθνικής μοναρχίας στη Γαλλία. Ο Ένγκελς αντιπαραβάλλει τη διάλυση της εθνικής συνοχής στη Γερμανία με την ισχυροποίηση και συγκρότηση της εθνικής ενότητας στη Γαλλία στην ίδια περίοδο. Το γερμανικό έθνος βγαίνει διαιρεμένο ενώ το γαλλικό έχει αποκτήσει μια συγκεντρωτική κρατική υπόσταση.
10. Τριακονταετής Πόλεμος (1618-1648): Ευρωπαϊκός πόλεμος που διεξήχθη κυρίως στο έδαφος της Γερμανίας. Είχε θρησκευτικό υπόβαθρο στην εναντίωση Προτεσταντών και Καθολικών αλλά αποτελέσματα καθαρά πολιτικού χαρακτήρα. Ενεπλάκησαν οι προτεσταντικές δυνάμεις της Δανίας, της Σουηδίας, των προτεσταντών Γερμανών, Ολλανδών και Βοημών ενάντια στην Αψβουργική Ισπανία και Αυστρία. Η καθολική Γαλλία πήρε το μέρος των πρώτων για να αποτρέψει μια παντοδυναμία της δυναστείας των Αψβούργων. Η λήξη του πολέμου με τη συνθήκη της Βεστφαλίας σήμανε την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Προτεσταντικής Εκκλησίας, την ενίσχυση της Σουηδικής Αυτοκρατορίας, την πτώση της Ισπανίας ως ηγέτιδας δύναμης και την άνοδο της Δημοκρατίας των Ενωμένων Επτά Επαρχιών των Κάτω Χωρών, πρώην υποτελούς της Ισπανίας, ως του πρώτου κράτους του εμπορικού καπιταλισμού, την καθιέρωση του πολιτικού διαμελισμού, οικονομικής και πληθυσμιακής καθίζησης του γερμανικού έθνους, την ανάδειξη της Γαλλίας ως κυρίαρχης δύναμης στην ηπειρωτική Ευρώπη για τους επόμενους δυο αιώνες.
11. Οι πόλεμοι της Βουργουνδίας (1474-1477) ήταν διαμάχες μεταξύ του Δουκάτου της Βουργουνδίας και του βασιλείου της Γαλλίας στις οποίες ενεπλάκη στο πλευρό του τελευταίου η Ελβετική Συνομοσπονδία. Το Δουκάτο της Βουργουνδίας υπήρξε σύμμαχος της Αγγλίας στον Εκατονταετή Πόλεμο (1337-1453), είχε μάλιστα συλλάβει και παραδώσει στους Άγγλους τη μνημειώδη μορφή του γαλλικού εθνικισμού, την Ιωάννα της Λωραίνης, το 1431.
12. Ενωμένες με τη Βουργουνδία, οι Κάτω Χώρες αύξησαν τον δυναμισμό τους και ενίσχυσαν τη θέση τους στον ανταγωνισμό με την Ιταλία. Η ακμή των πόλεων των Κάτω Χωρών με την αναπτυγμένη υφαντουργία τους, καθώς και των λιμανιών της Βόρειας Θάλασσας, η ανάπτυξη των συναλλαγών στις αγορές όπου συνέκλιναν οι χερσαίοι και θαλάσσιοι δρόμοι από την Ιταλία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Αγγλία και η προσοδοφόρα παραγωγή παστής ρέγκας, ήταν οι βάσεις πάνω στις οποίες οι μεγάλοι δούκες στήριξαν την ευημερία τους.
13. Ο Χέγκελ στη Φιλοσοφία της Ιστορίας του γράφει: «Μετά την πτώση των Χοενστάουφεν, μια γενική βαρβαρότητα επικράτησε στη Γερμανία, που διαιρέθηκε σε πολλά κέντρα δεσποτισμού», εκδ. Αναγνωστίδη, σελ. 407. Ο Οίκος των Χοενστάουφεν βασίλευσε από το 1138 ως το 1254 μ. Χ.
14. Στην επιστολή του προς τον Αυστριακό Β. Άντλερ, 11/10/1893, ο Ένγκελς αναφερόμενος στην Αυστρία γράφει, εύστοχα, για μια «…πρόσμιξη Κελτών, Σλάβων και Γερμανών όπου το τελευταίο στοιχείο επικρατεί». K. Marx και F. Engels, Collected Works, τόμ. 50, σελ. 201, εκδ. International Publishers, Νέα Υόρκη.
15. Το Βρανδεμβούργο είναι βορειοανατολικό κρατίδιο στο οποίο περιλαμβάνεται και το κρατίδιο-πόλη του Βερολίνου. Ανατολικό του σύνορο είναι ο ποταμός Όντερ (σημερινό σύνορο μεταξύ Γερμανίας και Πολωνίας) και δυτικό ο ποταμός Έλβας. Από τον 7ο αιώνα μ. Χ. είχαν εγκατασταθεί παγανιστικές σλαβικές φυλές (Πολάβοι, Βελέτοι κ.ά.) καθώς οι γερμανικές φυλές είχαν μεταναστεύσει δυτικά. Στις αρχές του 10ου αιώνα οι χριστιανοί πλέον Γερμανοί Σάξονες διεκδικούν την περιοχή και την κατακτούν. Το 983 μ. Χ. όμως οι Σλάβοι εξεγείρονται και οι Γερμανοί χάνουν τον έλεγχο της περιοχής. Κατά τον 12ο-13ο αιώνα μ. Χ. επανακτούν τον πλήρη έλεγχο οι Γερμανοί και οι Πολάβοι υποτάσσονται και εκγερμανίζονται. Τότε σημειώνεται μαζικός γερμανικός αποικισμός (π.χ. το Βερολίνο ιδρύθηκε μόλις στα τέλη του 12ου αιώνα μ. Χ). Οι Σλάβοι αφομοιώθηκαν σε συνδυασμό με τον εκχριστιανισμό τους. Η Πολαβική γλώσσα επιβίωσε όμως ως τον 18ο αιώνα.
16. Ο ιθαγενής πληθυσμός της Πρωσίας ομιλούσε μια βαλτική γλώσσα η εκγερμανοποίηση της οποίας έγινε με την επιτυχή έκβαση της Πρωσικής Σταυροφορίας το 1230 μ.Χ. μέχρι το 1300 μ.Χ. από τους Τεύτονες Ιππότες.