*το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα socialistrevolution.org στις 11 Νοεμβρίου, όταν ακόμα ορισμένα εκλογικά αποτελέσματα δεν είχαν οριστικοποιηθεί
Οι αστικές εκλογές μας προσφέρουν ένα ατελές, αλλά κατατοπιστικό στιγμιότυπο της διάθεσης της κοινωνίας σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή. Μέσα στο πλαίσιο της αυξανόμενης αστάθειας και πόλωσης πρέπει να περιμένουμε να εκφραστούν μέσα από την κάλπη ανταγωνιστικές και αντικρουόμενες τάσεις της συνείδησης.
Αυτή η εκτίμηση είναι ιδιαίτερα ακριβής όταν η εργατική τάξη δέχεται επίθεση και δεν υπάρχει κάποια βιώσιμη, ταξικά ανεξάρτητη εναλλακτική διέξοδος. Το CNN συνόψισε τις διαθέσεις σε εθνικό επίπεδο, την Τρίτη (σ.: 8 Νοεμβρίου), με την ακόλουθη επικεφαλίδα: «Ένα αποθαρρυμένο έθνος, κουρασμένο από τις κρίσεις, πηγαίνει σήμερα να ψηφίσει».
Αναλυτές και από τις δύο πλευρές του «στενού» κυρίαρχου πολιτικού ρεύματος της Αμερικής, περίμεναν ότι αυτές οι ενδιάμεσες εκλογές θα ήταν κλασικές τέτοιες, με τον μη δημοφιλή εν ενέργεια πρόεδρο και τον ανεξέλεγκτο πληθωρισμό να οδηγούν σε μια ευρεία απόρριψη του κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία. Πίστευαν πως ένα ρεπουμπλικανικό «κύμα» ήταν σίγουρο. Όμως, η εικόνα η οποία έχει ξεπροβάλει από τα αποτελέσματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρη. Ενώ φαίνεται ότι είναι πιθανό πως οι Ρεπουμπλικάνοι θα κερδίσουν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων, αν κερδίσουν θα είναι με μικρή διαφορά. Εντωμεταξύ, ο έλεγχος της Γερουσίας παραμένει στον αέρα, αφού η μάχη στην Αριζόνα και τη Νεβάδα δεν έχει κριθεί ακόμα και οι επαναληπτικές εκλογές στη Τζώρτζια θα γίνουν τις 6 Δεκεμβρίου.
Οι δεκαετίες περικοπών και στασιμότητας των πραγματικών μισθών έχουν εξοργίσει τους εργαζομένους και εξαγριώσει τους μικροαστούς. Τα δυο μεγάλα κόμματα έχουν εκμεταλλευτεί την πολιτική των ταυτοτήτων, με τη μια πλευρά τα κηρύσσει πόλεμο στο «wokeness» και την άλλη να μιλά για το φάντασμα του «φασισμού». Η μετανάστευση, ο ρατσισμός, η εγκληματικότητα και το ζήτημα των εκτρώσεων χρησιμοποιούνται κυνικά για να μαζέψουν ψήφους και να συγκεντρώσουν χρήμα. Οι φιλελεύθεροι και οι συντηρητικοί προπαγανδιστικοί μηχανισμοί, για να εκμεταλλευτούν την διάθεση δυσαρέσκειας χρησιμοποιούν το «κουμπί πανικού» του πολέμου κουλτούρας για να κινητοποιήσουν τους ψηφοφόρους στις κάλπες. Κρίνονται πολλά χρήματα και μεγάλες εξουσίες, κάτι το οποίο εξηγεί το συγκλονιστικό ποσό των 16,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων το οποίο έχει δαπανηθεί μόνο για αυτό τον εκλογικό κύκλο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση Ρόου εναντίον Γουέιντ, κλέβοντας από εκατομμύρια ανθρώπους ένα βασικό δικαίωμα το οποίο υπήρχε για σχεδόν 50 χρόνια. O Μπάιντεν, αφού δεν έκανε τίποτα για δεκαετίες για να προστατεύσει ρητά μέσω του νόμου το δικαίωμα στην άμβλωση, είχε το θράσος να ανακοινώσει: «Αυτό το φθινόπωρο, η υπόθεση Ρόου είναι στο ψηφοδέλτιο», λες και εκλέγοντας κανείς τους Δημοκρατικούς με κάποιο τρόπο θα ξανακέρδιζε αυτό το δικαίωμα. Ο Ομπάμα στη καμπάνια των Δημοκρατικών επέμεινε σε αυτό το ζήτημα, ισχυριζόμενος πως μόνο το κόμμα του θα «πολεμήσει για την ελευθερία».
Όμως, πάρα τον εδραιωμένο κυνισμό τους, αυτά τα επιχειρήματα φαίνεται να είχαν κάποιο αποτέλεσμα. Η αυξανόμενη αυτοπεποίθηση του ακροδεξιού περιθωρίου των Τραμπικών αρνητών των εκλογών, των ταραχοποιών της 6ης Ιανουαρίου, και των τραμπούκων των εκλογικών κέντρων, οδήγησε σε μια αντίδραση και μείωσε σημαντικά τη στροφή προς τους Ρεπουμπλικάνους. Εκατομμύρια εργαζόμενοι καταλαβαίνουν ενστικτωδώς τι θα σημαίνει για αυτούς ο «Τραμπ 2.0» και έτσι «το άλλο κόμμα» ήταν ο βασικός ευεργετούμενος. O Τραμπισμός ζει και βασιλεύει, όμως εκατομμύρια Αμερικανοί δεν ήταν πρόθυμοι να αφήσουν τους παράφρονες που έχουν πάρει τον έλεγχο του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, να πάρουν τον έλεγχο όλης της χώρας.
Οι ενδιάμεσες εκλογές τείνουν να έχουν φοβερά χαμηλή προσέλευση ψηφοφόρων. To κόμμα που βρίσκεται στον Λευκό Οίκο έχει χάσει θέσεις στη Βουλή των Αντιπροσώπων σε όλες τις ενδιάμεσες εκλογές από τη δεκαετία του 1930, με τις εξαιρέσεις του 1996 και του 2002. Σε αυτές τις δύο εκλογές ο πρόεδρος είχε 60% υποστήριξη. Στο «κόκκινο κύμα» του 1994 οι Δημοκρατικοί έχασαν 54 θέσεις και το 2010 έχασαν 63. Σε πιο «κανονικά» χρόνια το κόμμα στον Λευκό Οίκο θα έχανε 20 ή περισσότερες θέσεις από τις 435 που υπάρχουν στη Βουλή.
To 2022 πήγε κόντρα στην ιστορική παράδοση και κάποιες πολιτείες είχαν κάποιες από τις ψηλότερες συμμετοχές σε μη προεδρικές εκλογές. Παρόλο που η δημοτικότητα του Μπάιντεν βρίσκεται γύρω στο 40%, φαίνεται ότι οι Δημοκρατικοί θα χάσουν λιγότερες από 10 θέσεις. Η νεολαία και οι γυναίκες προσήλθαν σε σημαντικούς αριθμούς για να πολεμήσουν για το δικαίωμα στις αμβλώσεις και να ψηφήσουν εναντίον των «MΑGA Ρεπουμπλικάνων» (σ.: αναφέρεται στους Τραμπικούς Ρεπουμπλικάνους, από το σλόγκαν “Make America Great Again” του Τραμπ). Σε μια έκπληξη της βραδιάς, η Λόρεν Μπόμπερτ, μια από τους πιο ΜΑGA Ρεπουμπλικάνους, μπορεί να έχει χάσει τη «σίγουρη θέση» της στο Κολοράντο.
Όταν στο podcast των Νew York Times ρωτήθηκαν ψηφοφόροι για το πώς διαφέρουν αυτές οι εκλογές, κάποιος απάντησε: «Είμαι λίγο πιο απελπισμένος τώρα, μια νευρική απελπισία, νιώθω ότι αν δεν αλλάξουν τα πράγματα τώρα, ξέρετε…». Όταν ρωτήθηκε τι διακυβεύεται, κάποιος άλλος απάντησε: «Οι ζωές των παιδιών μας». Ένας νεαρός ψηφοφόρος είπε: «Ως νέο άτομο, αν θέλω να δω αλλαγή πρέπει να ψηφίσω περισσότερους νέους ανθρώπους, πρέπει να διώξω όλους αυτούς τους μεγάλους… ελπίζω πραγματικά να δω κάποια αλλαγή μέχρι να γίνω 30».
Εκατοντάδες χιλιάδες ψήφοι δεν έχουν ακόμα καταμετρηθεί αλλά τα αρχικά αποτελέσματα δείχνουν ότι η προσέλευση δεν ήταν τόσο ψηλή όσο αυτή στις ενδιάμεσες εκλογές του 2018, όταν οι Δημοκρατικοί αξιοποίησαν το συναίσθημα εναντίον του Τραμπ στα προάστια. Σύμφωνα με την Washington Post, η συμμετοχή το 2022 στην Πενσυλβάνια κινείται προς το να ξεπεράσει εκείνη του 2018 κατά 4%. Και σχεδόν 6 στα 10 άτομα με δικαίωμα ψήφου στο Γουισκόνσιν και το Μίσιγκαν έχουν ψηφίσει. «Όμως σε μερικές πολιτείες, ο ενθουσιασμός των ψηφοφόρων έπεσε πολύ κάτω από τα επίπεδα του 2018 και είναι περισσότερο αντίστοιχος με το ιστορικό χαμηλό του 2014. Στο Μισσισσίπι και τη Δυτική Βιρτζίνια συμμετείχαν λιγότεροι από το 35% όσων έχουν δικαίωμα ψήφου. Στο Νιού Τζέρζι και το Μέριλαντ η συμμετοχή αναμένεται να είναι 10% χαμηλότερη από το 2018.
Και παρόλο που γιορτάστηκε σαν νίκη από τους αναλυτές, μόνο το 27% των ψηφοφόρων ηλικίας 18-29 ψήφησαν φέτος. Η τεράστια πλειοψηφία του 73% των νέων δεν ασχολήθηκε με το να πάει να ψηφίσει. Εκατομμύρια νέοι και νέες δεν έχουν καμία αυταπάτη για τη φάρσα της αμερικανικής δημοκρατίας με τη δυσανάλογη αντιπροσώπευση, την εκλογική νοθεία, την καταστολή ψηφοφόρων, και τα δύο κόμματα των δισεκατομμυριούχων. Η μαζική αποχή σε αυτή την κλίμακα δείχνει τις τεράστιες δυνατότητες για ένα νέο κόμμα, που θα εκφράζει τα συμφέροντα της εργαζόμενης πλειοψηφίας της κοινωνίας.
Κανένας δεν αντιπροσωπεύει τις ανάγκες της εργατικής τάξης
O παγκόσμιος καπιταλισμός είναι σε οργανική κρίση και σε μια κατάσταση παρακμής. Ο αμερικανικός καπιταλισμός δεν αποτελεί εξαίρεση. Οι οικονομικές κρίσεις είναι μέρος του συστήματος ακόμα και στις καλύτερες εποχές. Κάθε πολιτική που εφαρμόζεται από την άρχουσα τάξη για να αποφύγει ή να διορθώσει αυτές τις περιοδικές κρίσεις οδηγεί σε μεγαλύτερα προβλήματα στο μέλλον. Οι διακυβερνήσεις Μπους, Ομπάμα, Τραμπ, και Μπάιντεν χρησιμοποίησαν το κράτος για να διασώσουν και να στηρίξουν την οικονομία της αγοράς, χρησιμοποιώντας δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές. Όμως, αυτά τα μέτρα συνδυαζόμενα με την πανδημία και το χάος μιας όχι σχεδιασμένης οικονομίας, έχουν οδηγήσει σε υψηλό πληθωρισμό. Σε μια προσπάθεια να τιθασεύσουν τις αυξανόμενες τιμές, εφαρμόζουν μέτρα τα οποία θα οδηγήσουν σε ύφεση και περισσότερα βάσανα για την εργατική τάξη.
Οι εκλογές έγιναν μέσα σε αυτό τα πλαίσιο, και τα αποτελέσματα διαστρεβλώθηκαν από το γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποιο εργατικό κόμμα, που να αντιπροσωπεύει τα πιο προχωρημένα στρωματά της εργατικής τάξης. Χωρίς καμία καθοδήγηση από τους ηγέτες των συνδικάτων ή τους «σοσιαλιστές» στο Κογκρέσο προς μια ταξικά ανεξάρτητη κατεύθυνση, οι εργαζόμενοι διασπάστηκαν και αναγκάστηκαν ξανά να ψηφίσουν «εναντίον» των Δημοκρατικών ή «εναντίον» των Ρεπουμπλικάνων.
Στις εκλογές του 2020 οι Δημοκρατικοί κέρδισαν την προεδρία, διατήρησαν την πλειοψηφία τους στην Βουλή των Αντιπροσώπων και πήραν τον έλεγχο της Γερουσίας, καθώς εκατομμύρια ψήφισαν εναντίον του Τραμπ. Για δύο χρόνια είχαν τον έλεγχο της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Τι έκαναν για την εργατική τάξη; Μήπως έκαναν νόμο την απόφαση Ρόου εναντίον Γουέιντ, αυξήσαν τον κατώτατο μισθό, ή παρείχαν δωρεάν, ποιοτική εκπαίδευση, παιδική φροντίδα και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη; Φυσικά και όχι. Υπό τη διακυβέρνηση τους ο πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 8.2% μέσα σε 12 μήνες, ενώ οι μισθοί αυξήθηκαν μόνο κατά 4.7%. Το αποτέλεσμα ήταν η περικοπή της αγοραστικής δύναμης κατά 3.5% μέσα σε ένα χρόνο.
Κι όμως, στην προεκλογική περίοδο δεν υπήρχε ουσιαστική συζήτηση πάνω σε αυτά ή άλλα ζητήματα της εργατικής τάξης. Αντί γι’ αυτό, έριχναν την ευθύνη ο ένας στον άλλο, για κάτι που ουσιαστικά είναι το πρόβλημα του ίδιου του καπιταλισμού. Ενώ έκαναν έκκληση στους εργαζόμενους για τις ψήφους τους, κανένα κόμμα δεν έδωσε έμφαση στην εκστρατεία για οργάνωση των εργαζόμενων στην Amazon, τα Starbucks, και άλλους χώρους εργασίας. Δεν υπήρξε καμία πανεθνική εκστρατεία για να στηρίξει την απεργία των εργατών στα ορυχεία της Αλαμπάμα ούτε καμία αναφορά στην ενδεχόμενη απεργία των σιδηροδρομικών υπαλλήλων.
Δεν υπήρξε πανεθνική συζήτηση για αύξηση μισθών, για αναπροσαρμογής τους ανάλογα με τον πληθωρισμό, ή για μείωση της εργάσιμης εβδομάδας. Δεν υπήρξε τίποτα για την πάλη για δωρεάν εκπαίδευση και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ούτε για την ανάγκη για φτηνή στέγαση για όλους. Η αυξανόμενη εγκληματικότητα ήταν ένα καυτό ζήτημα, όμως κανένα κόμμα δεν αναφέρθηκε στο γεγονός ότι ο καπιταλισμός σε παρακμή αποτελεί τη βάση αυτού και άλλων κοινωνικών προβλημάτων. Αντ’ αυτού, οι προσωπικές επιθέσεις, οι αλληλοκατηγορίες με διαστρεβλωμένα επιχειρήματα, και η τρομολαγνεία, ήταν ο κανόνας. Όμως τα ταξικά ζητήματα είναι επίμονα πράγματα, και βρίσκουν τελικά τρόπο να επιβληθούν. Για παράδειγμα, το 56% των ψηφοφόρων στην παραδοσιακά Ρεπουμπλικάνικη πολιτεία της Νότιας Ντακότας ενέκριναν μέτρα για διεύρυνση του Medicare. Στη «βαθιά κόκκινη» Νεμπράσκα το εκλογικό σώμα υπερψήφισε με σχεδόν 60-40 την αύξηση του κατώτατου μισθού της πολιτείας. Οι ψηφοφόροι στη Νεβάδα επίσης ενέκριναν αύξηση του κατώτατου μισθού και πρόσθεσαν τα «ίσα δικαιώματα για όλους» στο Σύνταγμα της πολιτείας. Το δημοψήφισμα που οργανώθηκε κατά του δικαιώματος των αμβλώσεων ηττήθηκε με 53% στο Κεντάκι, την πολιτεία του Μιτς ΜακΚόνελ, ενώ στο Μίσιγκαν εγκρίθηκε το δικαίωμα στις αμβλώσεις με 56%.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν επίσης μια πλατιά υποστήριξη των συνδικάτων, καθώς οι εργαζόμενοι στα Starbucks, τα Trader Joe’s, την Apple και την Amazon προσπαθούν να οργανωθούν. Αυτό δείχνει την τεράστια δυνατότητα για ένα μαζικό σοσιαλιστικό κόμμα της εργατικής τάξης, που θα διεξάγει εκστρατεία γύρω από εργατικά ζητήματα και για μια εργατική κυβέρνηση.
Το κατεστημένο παλεύει να ξαναπάρει τον έλεγχο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος
To Σύνταγμα των ΗΠΑ είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στις συντηρητικές περιοχές της υπαίθρου και μικρότερη στα αστικά κέντρα, όπου βρίσκεται συγκεντρωμένη η εργατική τάξη. Αυτό το γεγονός, το οποίο ήταν κάποτε πηγή κοινωνικής σταθερότητας, έχει γυρίσει μπούμερανγκ στην άρχουσα τάξη αφού οι περιοχές της υπαίθρου έχουν γίνει προπύργιο των υποστηρικτών του Τραμπ, και ο Τραμπ και μια μικρή ομάδα καπιταλιστών γύρω του έχουν γίνει ουσιαστικά ανεξέλεγκτοι. Αν και καπιταλιστής ο ίδιος, ο Τραμπ ενδιαφέρεται μόνο για τα δικά του εγωιστικά συμφέροντα. Δεν ενδιαφέρεται για τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης και του αμερικανικού καπιταλισμού στο σύνολο τους. O ακραίος του ατομικισμός είναι η τέλεια έκφραση των αξιών του καπιταλισμού.
Ο Τραμπ, ως πρόεδρος και τώρα πια ως πρώην πρόεδρος, έχει αυξήσει τον κυνισμό και την αστάθεια του συστήματος. Ένας από τους στόχους της άρχουσας τάξης σε αυτές τις εκλογές ήταν να αναπτύξει ένα μπλοκ Δημοκρατικών και παραδοσιακών Ρεπουμπλικάνων το οποίο θα λειτουργεί ως ανθεκτικός τοίχος εναντίον των «MAGA Ρεπουμπλικάνων». Αυτή η συμμαχία Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων του κατεστημένου όπως η Λιζ Τσένεϊ, φαίνεται να είναι τουλάχιστον εν μέρει αποτελεσματική. Θα χρησιμοποιήσουν αυτά τα εκλογικά αποτελέσματα για να ενισχύσουν την προσπάθεια τους να περιθωριοποιήσουν τον Τραμπ, ο οποίος φαίνεται έτοιμος να ανακοινώσει επίσημα την προεκλογική του εκστρατεία για το 2024 γύρω στις 15 Νοεμβρίου.
Οι Δημοκρατικοί κέρδισαν τις εκλογές του 2020 διεξάγοντας την καμπάνια τους εναντίον του Τραμπ, όμως τώρα παίρνουν την ευθύνη για τον ψηλό πληθωρισμό, κάτι το οποίο μπορεί να ενισχύσει την υποψηφιότητα του Τραμπ. Ο Τραμπ και οι υποστηρικτές του είναι τολμηροί και επιθετικοί, και είναι πρόθυμοι να πολεμήσουν ως «αουτσάιντερς» για το μαύρο όραμά τους για τον κόσμο, ενώ οι Δημοκρατικοί παραμένουν δειλοί και αποδυναμωμένοι, με ελάχιστο πολιτικό ταλέντο. Χρειάστηκε να σύρουν τον Μπαράκ Ομπάμα από την συνταξιοδότηση για να ανεβάσουν το ηθικό των ψηφοφόρων τους για τις ενδιάμεσες εκλογές. Το σημαντικότερο είναι ότι κυβερνούν ένα σύστημα και μια κοινωνία που βρίσκονται σε κρίση. Σε αυτή τη βάση, δεν μπορούν να εμπνεύσουν γνήσιο ενθουσιασμό και ελπίδα για το μέλλον, άσχετα με το τι υπόσχονται.
Από την δική τους πλευρά, οι Ρεπουμπλικάνοι είναι σε έναν ανοιχτό και δημόσιο εμφύλιο πόλεμο για το μέλλον του κόμματος τους. Αν υποθέσουμε ότι θα κερδίσουν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο ακόλουθος του Τράμπ, Κέβιν Μακάρθι, είναι πιθανό να είναι πρόεδρος της Βουλής – αν και αυτό δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένο. Με μόνο μια μικρή πλειοψηφία και ένα κόμμα διχασμένο μεταξύ της MΑGA φράξιας, εκείνους που «τα βρίσκουν» με τη MAGA για τις δικές τους πολιτικές σκοπιμότητες, και μερικούς καθαρά του κατεστημένου, δεν θα είναι εύκολο να διατηρηθεί ο έλεγχος της Ρεπουμπλικανικής ομάδας Αντιπροσώπων. Οι ημέρες του ισχυρού, δικτατορικού προέδρου της Βουλής – που βασίζονταν σε μια ισχυρή οικονομία και μια σταθερή πολιτική κατάσταση – έχουν παρέλθει εδώ και καιρό.
Παρόλα αυτά, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε το μέγεθος του ελέγχου που έχει ο Τραμπ και οι όμοιοί του πάνω στο κόμμα. Κοινωνιοπαθείς όπως η Μάρτζορι Τέιλορ Γκρην, μπορεί να αντιμετωπίζονται ακόμη ως ακραίες περιπτώσεις μέσα στον γενικό πληθυσμό, αλλά καθώς η κρίση του καθεστώτος έχει βαθύνει, έχουν χωθεί βαθύτερα μέσα στο κόμμα και έχουν την προσοχή της εξαγριωμένης βάσης των ψηφοφόρων του. Ακόμη και με μικρή πλειοψηφία, οι Ρεπουμπλικάνοι της Βουλής των Αντιπροσώπων θα έδιναν τον τόνο και, χρησιμοποιώντας τη βάση της σαν πολιορκητικό κριό, η Μάρτζορι Τέιλορ Γκρην είναι πιθανό να εξασφαλίσει κάποιες επικερδείς και ισχυρές θέσεις στις επιτροπές.
«Τραμπισμός» χωρίς τον Τραμπ;
Όλα αυτά είναι ήδη αρκετά χαοτικά, όμως υπάρχει ακόμα ένα πολιτικό στοιχείο στο μείγμα: η προσπάθεια από κάποιους να «παρέχουν» τον Τραμπισμό χωρίς τον Τραμπ, με τον κυβερνήτη της Φλόριντα Ρον ΝτεΣάντις να ηγείται αυτής της προσπάθειας. Ο ΝτεΣάντις προβάλλει πολιτικές τύπου Τραμπ και οργή εναντίον των φιλελευθέρων και το κατεστημένο, χωρίς να έχει την αφερεγγυότητα που χαρακτηρίζει τον ίδιο τον Τραμπ. Ο ΝτεΣάντις και αυτοί που τον υποστηρίζουν στοιχηματίζουν ότι αρκετοί άνθρωποι θα εγκαταλείψουν τον Τραμπ για κάποια κάπως πιο «καθαρά» και αξιόπιστα χέρια. Δεδομένου του εγωισμού του Τραμπ και τις προθέσεις του ΝτεΣάντις, ο πρώην πρόεδρος έχει ήδη σπάσει δημόσια από τον πρώην σύμμαχό του, θέτοντας τις βάσεις για μια βρώμικη τελική αναμέτρηση μεταξύ τους στις εσωκομματικές εκλογές του 2024.
Παρά κάποιες στερεές νίκες για υποψήφιους υποστηριζόμενους από τον Τραμπ, οι σημαντικές ήττες στην Πενσιλβάνια, και οι δυσκολίες στη Τζώρτζια, την Αριζόνα και αλλού, θα τροφοδοτήσουν τη φλόγα της υποψηφιότητας του ΝτεΣάντις. Με τον κλασικό «τρόπο» του, ο πρώην πρόεδρος έκανε την ακόλουθη πρόβλεψη πριν από τις εκλογές: «Πιστεύω ότι αν [οι υποψήφιοι που υποστήριξα] κερδίσουν πρέπει να πάρω όλα τα εύσημα, και αν χάσουν να μη φέρω καμία ευθύνη. Αλλά, πιθανόν θα γίνει ακριβώς το αντίθετο». Εντωμεταξύ, χωρίς την υποστήριξη του Τραμπ, συνέχισε να αυξάνεται η εμβέλεια του ΝτεΣάντις σε εθνικό επίπεδο, καθώς κέρδισε άνετα την επανεκλογή του με το 59% των ψήφων.
Ήδη πολλοί πρώην φανατικοί υποστηρικτές του Τραμπ τον εγκαταλείπουν για τον ΝτεΣάντις. Στον απόηχο των ενδιάμεσων εκλογών, ο Ρεπουμπλικάνος κυβερνήτης Τζεφ Ντάνκαν είπε στο CNN: «Δεν υπάρχει περίπτωση να αρνηθεί κανείς ότι ο Ντόναλντ Τραμπ απολύθηκε την Τρίτη το βράδυ. Η επιτροπή έχει προσθέσει μερικά ονόματα στην κορυφή της λίστας και ο Ρον ΝτεΣάντις είναι ένα από αυτά. Ο Ρον ΝτεΣάντις ανταμείβεται για έναν νέο τρόπο σκέψης για τους Ρεπουμπλικάνους και μια στιβαρή ηγεσία».
Η αυτοκρατορία των ΜΜΕ του Ρούπερτ Μέρντοχ έχει επίσης σπάσει με τον Τραμπ και χρησιμοποιεί τον ισχυρό μηχανισμό της προπαγάνδας της για να υποστηρίξει τον “αντι-wokeness” υποψήφιο της δικιάς της προτίμησης. H New York Post στόλισε τη λέξη “DeFUTURE” στο πρωτοσέλιδο της, μαζί με μια φωτογραφία του ΝτεΣάντις και της οικογένειας του να πανηγυρίζουν την νίκη τους. Και ως πρώην πρόεδρος της Βουλής, ο Νιούτ Γκίνγκριτς είπε στο Fox and Friends: «Πιστεύω ότι ο Κυβερνήτης ΝτεΣάντις είναι ο μοναδικός μεγάλος νικητής της βραδιάς. Σχεδόν σίγουρα θα γίνει ένα σημείο αναφοράς για όλους όσους στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα θέλουν να προχωρήσουν πέρα από τον Πρόεδρο Τραμπ».
Παρόλα αυτά, o Τραμπ έχει ακόμα ισχυρή επιρροή στη μανιασμένη βάση του κόμματος, καθώς και σε σημαντικά τμήματα των, μεγάλων και μικρών, χορηγών του κόμματος. Τα πάντα έχουν μια ημερομηνία λήξης, και ο Τραμπ θα εξαντλήσει τελικά τα περιθώρια να είναι ευπρόσδεκτος στο κόμμα το οποίο έχει διαλύσει. Όμως, έχει πάνω από «εννιά ζωές» και δεν πρέπει να πάψει να υπολογίζεται στην πολιτική. Είτε χάσει είτε κερδίσει, μπορεί να προκαλέσει τεράστια διαταραχή και καταστροφή. Δεν θα είχε ενοχές να γκρεμίσει το ίδιο το κόμμα του αν ως αποτέλεσμα επωφελούνταν οι προσωπικοί του σχεδιασμοί.
Η λογική του μικρότερου κακού: έχει προοδευτική πτέρυγα η άρχουσα τάξη;
Το 2016 και το 2020 ο Μπέρνι Σάντερς απέκτησε τεράστια δημοτικότητα όταν κάλεσε για μια «πολιτική επανάσταση εναντίον της τάξης των δισεκατομμυριούχων». Δυστυχώς, αντί να χρησιμοποιήσει αυτές τις εκστρατείες για να χτίσει ένα μαζικό, εργατικό σοσιαλιστικό κόμμα, υποστήριξε τη Χίλαρι Κλίντον και τον Τζο Μπάιντεν. Ακολουθώντας την ανύπαρκτη «προοδευτική αστική τάξη» , ο Σάντερς, η Αλεξάντρα Οκάσιο- Κορτέζ και το DSA (σ.: «Δημοκρατικοί Σοσιαλιστές της Αμερικής») έχουν παίξει έναν βαθιά αντιδραστικό ρόλο. Παραμένοντας κάθε άλλο παρά αντιπολιτευόμενοι στη διακυβέρνηση Μπάιντεν, την υποστηρίζουν και της δίνουν ένα «αριστερό» κάλυμμα. Μετά από χρόνια που ακολουθούν αυτή την στρατηγική, πρέπει να ρωτήσουμε: πώς ο η απολογητική τους για το «μικρότερο κακό» έχει βοηθήσει το χτίσιμο της υποστήριξης προς τον σοσιαλισμό;
Το καπιταλιστικό σύστημα δεν έχει τίποτα άλλο προοδευτικό να προσφέρει στην ανθρωπότητα. Ο ιστορικός ρόλος του καπιταλισμού ήταν να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις, να βελτιώσει την παραγωγικότητα της εργασίας, και να αναπτύξει το σύγχρονο προλεταριάτο, δηλαδή την εργατική τάξη. Μετά από αιώνες βασάνων, εκμετάλλευσης, και καταπίεσης, έχουν δημιουργηθεί οι αντικειμενικές συνθήκες για τον σοσιαλισμό, ο οποίος μπορεί να βάλει τέλος σε κάθε εκμετάλλευση και εθνικό διαχωρισμό, και να ανεβάσει την ανθρώπινη κοινωνία σε νέα ύψη.
Στον αγώνα για την εγκαθίδρυση του καπιταλισμού εναντίον των προ-καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής και εκμετάλλευσης, και των αντίστοιχων εποικοδομημάτων, υπήρχαν προοδευτικά στοιχεία μέσα στην αστική τάξη. Ασφαλώς, ο ρόλος του Λίνκολν στον Εμφύλιο Πόλεμο και η κατάργηση της δουλείας ήταν προοδευτικά. Όμως, οι μέρες της προοδευτικής αστικής τάξης τελείωσαν πριν πολύ καιρό με την έλευση του υψηλότερου σταδίου του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού.
Τα δεινά που πλήττουν την εργατική τάξη δεν είναι το αποτέλεσμα των πολιτικών της «αντιδραστικής πτέρυγας» της καπιταλιστικής τάξης, αλλά το υποπροϊόν των αντιφάσεων του ίδιου του συστήματος, που βρίσκεται σε ανίατη παρακμή. Και ακόμα και αν υπήρχε «προοδευτική αστική τάξη», δεν θα μπορούσε να λύσει τις αντιφάσεις του συστήματος, αφού ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό είναι να εξαλειφθεί ο ίδιος ο καπιταλισμός.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι παρόλο που υπάρχει μικρή διαφορά ανάμεσα στους Δημοκρατικούς και τους Ρεπουμπλικάνους σε οικονομικά ζητήματα, υπάρχουν σημαντικές διαφορές σε κοινωνικά ζητήματα. Όμως όταν αυτά τα ζητήματα αφήνονται στους πολιτικούς, τους δικηγόρους, τα δικαστήρια, και τους δικαστές, το τελικό ισοζύγιο είναι πάντα αρνητικό για την εργατική τάξη. Οι γνήσιοι σοσιαλιστές δεν πρέπει να σπέρνουν καμία αυταπάτη για τους Δημοκρατικούς, οι οποίοι είναι ανίκανοι να αντιμετωπίσουν τα κοινωνικά ζητήματα ή τα ζητήματα καταπίεσης με οποιονδήποτε ουσιαστικό τρόπο. Οι πραγματικές μεταρρυθμίσεις δεν έρχονται ψηφίζοντας για το «μικρότερο κακό», αλλά είναι υποπροϊόν της ταξικής πάλης. Αυτό το δείχνει ξανά και ξανά η Ιστορία.
Ή, ας δούμε το ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής, η οποία είναι η συνέχεια της εσωτερικής πολιτικής στην υπεράσπιση των συμφερόντων της άρχουσας τάξης. Μπορεί να υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους ηγέτες αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο ένας έχει πιο φιλεργατικές πολιτικές από τον άλλο. Το βλέπουμε αυτό με τον πόλεμο στην Ουκρανία ή τη συζήτηση για στρατιωτική επέμβαση στην Αϊτή. Η αμερικανική εργατική τάξη δεν έχει κανένα συμφέρον να στηρίξει τον αντιδραστικό ρόλο του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ, και πρέπει να αντιταχθούμε στην πολιτική της «δικής μας» άρχουσας τάξης.
Ακόμα και η δήθεν προοδευτική φράξια των Δημοκρατικών, καθοδηγούμενη από τη Τζαγιαπάλ, μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων, έχει παίξει έναν αντιδραστικό ρόλο. Ακολούθησαν την πολεμική πολιτική του Μπάιντεν, και όταν τελικά ψέλισαν μια ανεπαίσθητη κριτική, την ανακάλεσαν για το καλό της «ενότητας» του κόμματος. Η μόνη ενότητα που εκφράζει αυτό, είναι η ενότητα των καπιταλιστών εναντίον των εργαζομένων της Αμερικής και του κόσμου.
Οι Δημοκρατικοί θα χρησιμοποιήσουν τα αποτελέσματα των ενδιάμεσων εκλογών για να ισχυριστούν ότι οι ίδιοι είναι, στην πράξη, οι μόνοι που μπορούν να σταματήσουν τον Τραμπισμό – παρότι ήταν οι πολιτικές τους και οι αποτυχίες τους που οδήγησαν στην ανάδειξη αυτού του τέρατος. Οι Δημοκρατικοί στο τσακ απέφυγαν μια ολική καταστροφή, χάρη σε όσους τους ψήφισαν «με κλειστή μύτη» και πάρα την δυσαρέσκεια τους για τον Πρόεδρο. Η αντίδραση του Μπάιντεν μετά τις εκλογές ήταν να καλέσει για περισσότερους συμβιβασμούς με τους Ρεπουμπλικάνους εκεί όπου «έχει νόημα». Με άλλα λόγια, εκεί όπου έχει νόημα για τα συνολικά συμφέροντα του καπιταλισμού ως σύνολο. Αυτό ξεκάθαρα αποκαλύπτει την πραγματική φύση αυτής της «συμμαχίας των αστών» που αποτελεί η κρατική κυβέρνηση των ΗΠΑ. Όπως εξήγησε ο Μαρξ, «η σύγχρονη κρατικής εξουσία δεν είναι παρά μια επιτροπή που διαχειρίζεται τα κοινά ζητήματα ολόκληρης της αστικής τάξης».
Το όραμα των Δημοκρατικών δεν εμπνέει καθόλου, ούτε είναι βιώσιμο για το μέλλον. Με ένα πιθανά διχασμένο Κογκρέσο και έναν αντιδημοφιλή πρόεδρο, οι Δημοκρατικοί θα είναι ακόμα πιο αδύναμοι βαδίζοντας προς το 2024. Να ποια είναι η τωρινή πολιτική κατάσταση, μιας κοινωνίας η οποία βρίσκεται σε αδιέξοδο. Πολλοί θα πέσουν στην απογοήτευση και την αποθάρρυνση. Όμως αυξανόμενα στρωματά του πληθυσμού, ειδικά η νεολαία, κοιτάζουν στον Μαρξισμό και τον κομμουνισμό ως εναλλακτική λύση. Θυμούνται το καλοκαίρι του 2020 και καταλαβαίνουν ότι μόνο η σοσιαλιστική επανάσταση προσφέρει μια λύση. Εδώ είναι που η Διεθνής Μαρξιστική Τάση μπορεί να χτίσει για το μέλλον.
Οι επερχόμενες μάχες και ο δρόμος προς τα εμπρός
Δεν υπάρχει διαφυγή από την παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού, και η μελλοντική ζωή στην καπιταλιστική Αμερική θα είναι πολύ ταραχώδης. Όπως η Βρετανία, οι ΗΠΑ ήταν κάποτε κεντρικός πυλώνας της παγκόσμιας καπιταλιστικής σταθερότητας, και τώρα αυτό έχει μετατραπεί στο αντίθετό του. Δεν θα υπάρξει καμία μακροχρόνια οικονομική, κοινωνική, και πολιτική σταθερότητα ή ασφάλεια για τους εργαζόμενους. Το καπιταλιστικό σύστημα απαιτεί λιτότητα, συμπεριλαμβανομένων και επιθέσεων στην ασφάλιση και την περίθαλψη, κάτι το οποίο οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν υποσχεθεί να ξεκινήσουν. Οι εργαζόμενοι δεν θα έχουμε άλλη επιλογή από το να αντεπιτεθούμε, στους χώρους εργασίας, στους δρόμους, και τελικά μέσω ενός δικού μας πολιτικού κόμματος.
Οι επιθέσεις ενάντια στις φυλετικές μειονότητες, τους μετανάστες, τις γυναίκες, τα LGBTQ άτομα, θα ενταθούν. Η αύξηση της εγκληματικότητας θα χρησιμοποιηθεί για να κορυφωθούν οι επιθέσεις στους φτωχούς, ως μέρος της ρατσιστικής αντίδρασης που ακολούθησε την αποτυχία του κινήματος μετά τη δολοφονία του Τζωρτζ Φλόιντ, να αλλάξει θεμελιωδώς την κοινωνία. Και η επιδείνωση της κλιματικής κρίσης θα συνεχίσει να απειλεί την ύπαρξη της σύγχρονης κοινωνίας.
Η κρίση του καθεστώτος του αμερικανικού καπιταλισμού θα συνεχίσει να αντανακλάται στην πολιτική, και το 2024 προβλέπεται να είναι μια πολύ σημαντική και ταραχώδης χρονιά, ανεξαρτήτως του εκλογικού αποτελέσματος. Με τις ενδιάμεσες εκλογές του 2022 πίσω μας, βλέπουμε ήδη τα αρχικά στάδια της προεκλογικής περιόδου για τις επόμενες προεδρικές εκλογές. Ενώ τα αποτελέσματα ήδη φανερώνουν κάποιες συντελούμενες διαδικασίες, η πολιτική κατάσταση είναι ακόμα πιο θολή από πριν.
Ένα πράγμα είναι όμως σίγουρο: εκτός αν, και μέχρι, οι Αμερικανοί εργαζόμενοι να χτίσουν το δικό τους ταξικά ανεξάρτητο πολιτικό κόμμα για να παλέψουν για τα συμφέροντα τους, η ταξική πόλωση και το αποθαρρυντικό «πινγκ-πονγκ» μεταξύ του «Κακού-ένα» και του «Κακού-δύο» θα συνεχίσει. Είναι καθήκον των Μαρξιστών σήμερα, να χτίσουν τις δυνάμεις οι οποίες μπορούν να παρέχουν ξεκάθαρες ιδέες και ένα τολμηρό επαναστατικό πρόγραμμα για αυτό το μελλοντικό κόμμα.
Ο προβληματισμός για το μέλλον της χώρας είναι εκτεταμένος, όμως πρέπει να αναρωτηθούμε: για τι είδους χώρα πρέπει να αγωνιστούμε; Για μια χώρα ελεγχόμενη από μερικά υπερ-πλούσια κοινωνικά παράσιτα; Ή για μια χώρα όπου η εργαζόμενη πλειοψηφία διοικεί δημοκρατικά για τα συμφέροντα όλων; Στην ουσία, είναι το ερώτημα του αν ο καπιταλισμός μπορεί να επιβιώσει μέσα στην επόμενη ιστορική περίοδο. Είναι πολύ ασταθής και γεμάτος αντιφάσεις για να συνεχίσει με τον παλιό τρόπο, κάτι το οποίο εξηγεί τις σκληρές διασπάσεις στην κορυφή και τη διαστρεβλωμένη πόλωση μεταξύ των εργαζομένων.
Παρά το τεράστιο επίπεδο αποχής, και τις σημαντικές αμφιβολίες και ενδοιασμούς των δύο πλευρών, οι ενδιάμεσες εκλογές δείχνουν ότι εκατομμύρια άνθρωποι θέλουν να εκφράσουν την γνώμη τους και να ψηφίσουν για το πώς θέλουν να διοικείται η κοινωνία. Όμως, οι διαδικασίες των αστικών εκλογών ενισχύον την ιδέα ότι το άτομο απομονωμένη μονάδα μπορεί να έχει κάποια επίδραση. Στην πραγματικότητα, η αληθινή δύναμη είναι στα χέρια εκείνων που κατέχουν τον μεγάλο πλούτο και οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να έχουν καμία επίδραση ως άτομα και ανεξάρτητα από ένα συλλογικό σύνολο.
Οι εκλογές έδειξαν και το ότι η μαζικότητα της εργατικής τάξης είναι μια αναγνωρίσιμη δύναμη. Όμως, πρέπει να οργανωθεί και να της δοθεί συνειδητή έκφραση – τότε τίποτα δεν θα μπορεί να την σταματήσει! Μόνο ένα μαζικό εργατικό κόμμα και μια εργατική κυβέρνηση μπορούν να δώσουν στην πλειοψηφία μια αληθινή φωνή για το συλλογικό μας μέλλον. Το 2021 οι εργαζόμενοι παρήγαν κατά μέσο όρο περίπου 208 χιλιάδες δολάρια σε αγαθά και υπηρεσίες ανά υπάλληλο, αλλά ο περισσότερος από αυτόν τον πλούτο πήγε στις τσέπες του πλουσιότερου 10% της κοινωνίας. Μια εργατική κυβέρνηση θα έπαιρνε τα τρισεκατομμύρια δολάρια που παράγονται από την συλλογική εργασία κάθε χρόνο, και θα τα χρησιμοποιούσε για να εξασφαλίσει ότι καλύπτονται οι ανάγκες όλων.
Είτε μας αρέσει είτε όχι, η επαναστατική αριστερά δεν είναι ακόμα αρκετά δυνατή για να κερδίσει μαζική υποστήριξη. Πρέπει να γεφυρώσουμε το χάσμα ανάμεσα στην εμφανή δυνατότητα για ένα ταξικά ανεξάρτητο μαζικό κόμμα, και τις μικρές δυνάμεις του Μαρξισμού. Πρέπει να πούμε την αλήθεια στην εργατική τάξη: δεν υπάρχει λύση μέσα στον καπιταλισμό και η εργατική τάξη πρέπει να στηριχτεί μόνο στις δικές της δυνάμεις. Σε αυτό το στάδιο η μάχη είναι κυρίως μάχη ιδεών, όμως καθώς αντανακλούν με ακρίβεια τη ζωντανή εμπειρία της εργατικής τάξης, οι ιδέες μας θα κερδίσουν υποστήριξη με τον καιρό.
Η Διεθνής Μαρξιστική Τάση (IMT) αγωνίζεται για να χτίσει μια πραγματική εργατική εναλλακτική λύση, και ξέρουμε ότι δεν υπάρχουν σύντομοι δρόμοι. Εκείνοι και εκείνες που ψάχνουν μια σοβαρή λύση πρέπει να γίνουν μέλη της οργάνωσης. Ο χρόνος κυλάει και δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο.
Μετάφραση από την ιστοσελίδα socialistrevolution.org: Γεωργία Τζιρκαλλή