Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας: ποιος έχει το πάνω χέρι;

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας: ποιος έχει το πάνω χέρι;

Ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας, το αδιέξοδο του καπιταλισμού, η αυξανόμενη λαϊκή οργή και ο αναγκαίος αγώνας της εργατικής τάξης για τα δικά της συμφέροντα.

Ο παγκόσμιος εμπορικός πόλεμος που κήρυξε ο Τραμπ έχει ήδη εξελιχθεί σε έναν πόλεμο μεταξύ των δύο κυρίαρχων παραγόντων της παγκόσμιας οικονομίας, των ΗΠΑ και της Κίνας. Τίθεται το ερώτημα: ποιος κρατά τα χαρτιά; Ποιος θα υποχωρήσει πρώτος; Αυτό το ερώτημα καθορίζει την τύχη της παγκόσμιας οικονομίας.

Ο Τραμπ πιστεύει ότι εισερχόμενος πολύ επιθετικά σε αυτόν τον εμπορικό πόλεμο θα εκφοβίσει και θα σοκάρει την Κίνα να δεχθεί μια συμφωνία. Βλέπει τους δασμούς ως διαπραγματευτική τακτική και όσο πιο τολμηρά ενεργεί, σε τόσο καλύτερη συμφωνία (για τις ΗΠΑ) θα αναγκάσει την Κίνα. Αλλά δεν έχει καταλάβει τα δυνατά σημεία της Κίνας, ούτε τις αδυναμίες των ΗΠΑ.

Την Πέμπτη 3 Απριλίου – την ημέρα μετά την έναρξη του εμπορικού πολέμου της κυβέρνησής του, τη λεγόμενη Ημέρα της Απελευθέρωσης – ο Τζ. Ντ. Βανς θεώρησε φρόνιμο να δηλώσει στο Fox News: «Δανειζόμαστε χρήματα από Κινέζους αγρότες για να αγοράσουμε τα πράγματα που κατασκευάζουν αυτοί οι Κινέζοι αγρότες». Αναμφίβολα αυτή η δήλωση είχε στόχο τους υποστηρικτές του στο εσωτερικό, αλλά με τον ίδιο τρόπο το λαϊκό αίσθημα στην Κίνα μπορεί να παίξει ρόλο στο πώς η Κίνα ανταποκρίνεται στις απειλές των ΗΠΑ.

Φυσικά, η κινεζική κυβέρνηση άδραξε την ευκαιρία, βοηθώντας στη διάδοση αυτών των προσβλητικών σχολίων στα κινεζικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο Κινέζικος λαός έχει πλήρη επίγνωση του «Αιώνα της ταπείνωσης», όπως σωστά τον αποκαλεί, που υπέφερε στα χέρια αλαζονικών δυτικών ιμπεριαλιστών, και εξοργίζεται με τέτοιου τύπου υποτιμητικές αναφορές. Χωρίς να προσπαθήσει πολύ, η κινεζική κυβέρνηση μπορεί και θα συσπειρώσει τον πληθυσμό στην βάση του «ποιοι είναι αυτοί οι αλαζονικοί, τεμπέληδες Αμερικανοί που μας αποκαλούν αγρότες; Θα τους δείξουμε ποιοι είναι οι πραγματικοί αγρότες».

Ξεκινώντας όχι μόνο τον εμπορικό πόλεμο –ο οποίος ήδη έφερε το κινεζικό καθεστώς σε θέση να μπορεί να κατηγορήσει τους αμερικανούς ιμπεριαλιστές για τα οικονομικά προβλήματα– αλλά και κάνοντας τέτοιες άστοχες παρατηρήσεις, η κυβέρνηση Τραμπ αύξησε την αποφασιστικότητα της Κίνας σε αυτόν τον δραματικό εμπορικό πόλεμο.

Ωστόσο, η κινεζική οικονομία θα δεχθεί ένα σημαντικό πλήγμα. Αντιμετωπίζει την πλήρη αποκοπή από τη μεγαλύτερη αγορά της. Επομένως, έχει ένα πολύ ισχυρό κίνητρο να διαπραγματευτεί με τον Τραμπ, να κάνει παραχωρήσεις και να καταλήξει σε συμφωνία. Από την άλλη, ο Σι Τζινπίνγκ κινδυνεύει να φανεί αδύναμος αν το κάνει.

Ο Γιάνης Βαρουφάκης, φαίνεται να πιστεύει ότι η Αμερική έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα σε αυτόν τον εμπορικό πόλεμο. Αναφερόμενος στην Ευρώπη, ανάρτησε στις 8 Απριλίου ότι, «Όταν έχεις πλεόνασμα 240 δισεκατομμυρίων δολαρίων με την Αμερική ετησίως, δεν μπορείς να κερδίσεις έναν εμπορικό πόλεμο.» Το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας ήταν 295 δισεκατομμύρια δολάρια πέρυσι, σύμφωνα με το Reuters. Σύμφωνα με τη λογική του Βαρουφάκη, είναι επομένως σε πολύ αδύναμη θέση: απειλώντας να την αποκόψει από την μεγαλύτερη αγορά της, οι ΗΠΑ μπορούν να αναγκάσουν την Κίνα να υποχωρήσει.

Είναι αλήθεια ότι η χώρα με το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα, δηλαδή η χώρα που παρέχει μεγάλη αγορά στην άλλη, βρίσκεται στην ισχυρότερη διαπραγματευτική θέση; Η αλήθεια είναι πολύ πιο σύνθετη και πολύπλευρη από ό,τι προτείνει ο Βαρουφάκης, τουλάχιστον για την Κίνα. Πάνω απ’ όλα, μια χώρα με τεράστιο εμπορικό έλλειμμα δεν βρίσκεται σε θέση ισχύος γενικά, ακόμα κι αν η αγορά της είναι καθοριστική για τη χώρα που εξάγει.

Μια εμπορική σχέση είναι ακριβώς αυτό – μια σχέση. Μια εμπορική σχέση όπως αυτή των ΗΠΑ και της Κίνας, δηλαδή η σχέση στην καρδιά της παγκόσμιας οικονομίας, είναι συμβιωτική: η μία χώρα εξαρτάται από την άλλη.

Η Κίνα προετοιμαζόταν για αυτήν τη στιγμή, αναπτύσσοντας αγορές και εμπορικές σχέσεις αλλού και αναπτύσσοντας περισσότερη εγχώρια τεχνολογία για να αυξήσει την ανεξαρτησία της από τις ΗΠΑ. Ωστόσο, δεν υπάρχει πραγματική εναλλακτική λύση στην αγορά των ΗΠΑ για την Κίνα. Η Κίνα παράγει πάρα πολλά για να απορροφηθεί από την υπόλοιπη παγκόσμια αγορά.

Για τις ΗΠΑ, δεν υπάρχει εναλλακτική λύση από τα κινέζικα προϊόντα, είναι πολύ φθηνά και πολύ υψηλής ποιότητας. Η απομάκρυνσή τους από την οικονομία των ΗΠΑ θα προκαλούσε δυσβάσταχτη οικονομική ζημιά πολύ πριν πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε αναγέννηση στην αμερικανική μεταποίηση, αν συνέβαινε ποτέ.

Η λογική των δασμών είναι ότι οι ΗΠΑ μπορούν να αναγκάσουν την Κίνα να υποχωρήσει, χάρη στη δεσπόζουσα θέση των ΗΠΑ ως τη μεγαλύτερη αγορά στον κόσμο. Αλλά αν οι ΗΠΑ είναι η μεγαλύτερη αγορά της Κίνας, αυτό σημαίνει ότι η αγορά των ΗΠΑ εξαρτάται από κινεζικά προϊόντα. Τι θα συμβεί στην αγορά των ΗΠΑ εάν αφαιρεθούν ξαφνικά;

Πάρα πολλά καταναλωτικά προϊόντα στα οποία βασίζονται οι Αμερικανοί για τα πάντα, από τα δευτερεύοντα έως τα βασικά, είτε θα εξαφανιστούν είτε θα αυξηθεί η τιμή τους. Το iPhone, για παράδειγμα, που κατασκευάζεται στην Κίνα, θα πάει από τα 1.000 δολάρια σε περίπου 1.800 δολάρια ή ακόμα και 2.000 δολάρια, ανάλογα με το τι μέρος του κόστους είναι έτοιμη να απορροφήσει η Apple. Σύμφωνα με το Economist, ένα iPhone αμερικανικής κατασκευής μπορεί να κοστίζει έως και 3.500 δολάρια. Δεν είναι περίεργο που ο Τραμπ έκανε μία καθυστερημένη παραχώρηση εξαιρώντας τα smartphone!

Η κατασκευαστική τεχνογνωσία, η τεχνολογία, η υποδομή και το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό της Κίνας σημαίνουν ότι απλώς δεν υπάρχει εναλλακτικός προμηθευτής, είτε τελικών καταναλωτικών ειδών όπως iPhone, είτε υλικών και εξαρτημάτων. Σύμφωνα με την Goldman Sachs, για το 36% των αγαθών που εισάγουν οι ΗΠΑ από την Κίνα, η Κίνα είναι ο κυρίαρχος προμηθευτής, καλύπτοντας πάνω από το 70 τοις εκατό της αμερικανικής ζήτησης.

Το αντίστροφο ποσοστό είναι μόλις 10% – δηλαδή μόνο το 10% των κινεζικών εισαγωγών που προέρχονται από τις ΗΠΑ μπορεί να προέρχεται μόνο από τις ΗΠΑ.

Ο στόχος του Τραμπ είναι προφανώς να πυροδοτήσει μια αναγέννηση της αμερικανικής μεταποίησης, οπότε ίσως απλώς δεν τον νοιάζει που οι αμερικανοί καταναλωτές θα έρθουν αντιμέτωποι με μεγάλο πληθωρισμό ή άδεια ράφια βραχυπρόθεσμα, εφόσον τα επόμενα χρόνια επιστρέψουν θέσεις εργασίας υψηλής ποιότητας στην Αμερική. Εάν αυτό συνέβαινε σε μεγάλο βαθμό, ίσως η εργατική τάξη των ΗΠΑ να ήταν διατεθειμένη να υποστεί τον προσωρινό πόνο.

Το πρόβλημα είναι ότι η υπάρχουσα αμερικανική παραγωγή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από κινεζικά εξαρτήματα. Έτσι, ό,τι απομένει από την αμερικανική παραγωγή θα υποφέρει πάρα πολύ επειδή είτε δεν θα μπορούν πλέον να λάβουν καθόλου αυτά τα ζωτικά εξαρτήματα, είτε θα πρέπει να πληρώσουν πολύ περισσότερα για αυτά, καθώς θα πληγούν από δασμούς. Αυτό θα καθιστούσε αυτούς τους κατασκευαστές πολύ λιγότερο ανταγωνιστικούς και ως εκ τούτου, πολλές θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ θα μπορούσαν να χαθούν – το ακριβώς αντίθετο από τον στόχο αυτών των δασμών.

Για παράδειγμα, οι Financial Times προβλέπουν ότι οι δασμοί θα έχουν ως αποτέλεσμα να κάνουν την Tesla αποφασιστικά λιγότερο ανταγωνιστική από την κινεζική εταιρεία κατασκευής ηλεκτρικών οχημάτων BYD. Από τη μία πλευρά, η BYD άρχισε να ανεξαρτητοποιείται από την αγορά των ΗΠΑ μετά τους αρχικούς περιορισμούς του Τραμπ στα κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα κατά την πρώτη του προεδρία. Η Tesla θα αντιμετωπίσει τώρα το πρόβλημα να πρέπει να πληρώσει δασμούς στα εισαγόμενα εξαρτήματα. Ενώ το εμπόδιο στις κινεζικές εισαγωγές θα προστατεύσει την εγχώρια αγορά, αυτό το κόστος 25% στα εισαγόμενα εξαρτήματα θα την φέρει σε μειονεκτική θέση σε σχέση με την BYD στην παγκόσμια αγορά.

Η πραγματικότητα είναι ότι η σύγχρονη παραγωγή είναι γενικά τόσο περίπλοκη που η επιστροφή της κατασκευής όλων των εξαρτημάτων στις ΗΠΑ θα ήταν πράγματι πολύ δύσκολη. Θα χρειαζόταν πολύς χρόνος και ένα τεράστιες επενδύσεις για την εκπαίδευση των εργαζομένων και την ανοικοδόμηση της τεχνολογίας και των υποδομών. Μπορεί να μην είναι δυνατό να γίνει κάτι τέτοιο, και ακόμη και στις περιπτώσεις που είναι, θα χρειαστεί πολύ περισσότερος χρόνος από τη θητεία του Τραμπ για να δούμε αποτελέσματα. Για παράδειγμα, εκτιμάται ότι για να μεταφέρει η Apple το 10% της αλυσίδας εφοδιασμού της πίσω στις ΗΠΑ από την Κίνα, θα κόστιζε όχι λιγότερο από 30 δισεκατομμύρια δολάρια και θα χρειαζόταν τρία χρόνια. Και, εάν επιτυγχανόταν πραγματικά, θα είχε ως αποτέλεσμα αύξηση των τιμών για τους καταναλωτές λόγω των υψηλότερων μισθών στην Αμερική.

Αυτά τα προϊόντα που κατασκευάζονται εξ ολοκλήρου στις ΗΠΑ θα ήταν επίσης λιγότερο ανταγωνιστικά στην παγκόσμια αγορά, επομένως οι σχετικά μικρές εξαγωγές των Η.Π.Α. – ένα βασικό μέρος του γιατί οι ΗΠΑ έχουν μεγάλο εμπορικό έλλειμμα με την Κίνα και άλλες χώρες – θα παρέμενε.

Η Κίνα, από την άλλη πλευρά, αντιμετωπίζει απώλεια της μεγαλύτερης αγοράς της σε μια εποχή που πλήττεται από χρόνια υπερπαραγωγή. Σε πολλούς κλάδους, η παραγωγική ικανότητα της Κίνας από μόνη της υπερβαίνει την παγκόσμια ζήτηση. Σύμφωνα με το Reuters, «η ικανότητα παραγωγής ηλιακών κυψελών της Κίνας ανήλθε συνολικά σε 1.000 γιγαβάτ πέρυσι, υπερδιπλάσια της παγκόσμιας ζήτησης». Παρόμοιες καταστάσεις υπάρχουν σε πολλές βιομηχανίες.

Το οικονομικό μοντέλο της Κίνας μπορεί να είναι πολύ ανταγωνιστικό, αλλά παραμένει μέρος της ίδιας καπιταλιστικής παγκόσμιας αγοράς και δεν μπορεί να ξεφύγει από τους περιορισμούς της. Το μοντέλο βασίζεται σε μεγάλες επενδύσεις στη βιομηχανική παραγωγή, ώστε να παρέχει θέσεις εργασίας και να ξεπερνά τους ανταγωνιστές. Αλλά το τελικό σημείο αυτής της διαδικασίας, που τώρα έχει επιτευχθεί, είναι ότι ο κόσμος πλημμυρίζει από κινεζικά προϊόντα, κάτι το οποίο απειλεί να καταστρέψει βιομηχανίες και θέσεις εργασίας όχι μόνο στην Αμερική, αλλά παντού. Ακόμη και η Ρωσία, η οποία είναι φιλική με την Κίνα, θεωρεί απαραίτητο να επιβάλει δασμούς στα κινεζικά προϊόντα για να προστατεύσει τις δικές της βιομηχανίες.

Για αυτούς τους λόγους, η κινεζική οικονομία επιβραδύνεται, οι θέσεις εργασίας στερεύουν και ο πολύ σημαντικός κλάδος της στέγασης και των κατασκευών βρίσκεται σε βαθιά κρίση. Η Κίνα είναι επίσης υπερχρεωμένη, γιατί αυτή η επενδυτική έκρηξη έχει βασιστεί σε μία αντίστοιχη «φούσκα» που οδήγησε στην οικονομική κρίση του 2008 στις ΗΠΑ. Οι τεράστιοι δασμοί του Τραμπ αποτελούν σοβαρή απειλή για την κινεζική οικονομία, γιατί σημαίνουν ότι το υποκείμενο πρόβλημα – η μαζική υπερπαραγωγή – θα επιδεινωθεί, αναγκάζοντάς τους είτε να βρουν νέες αγορές αλλού είτε να κλείσουν εργοστάσια και να απολύσουν εκατομμύρια εργαζομένους.

Εάν οι δασμοί παραμείνουν σε ισχύ, η οικονομία των ΗΠΑ, από την άλλη πλευρά, απειλείται με χρόνιες ελλείψεις, πληθωρισμό και απώλειες θέσεων εργασίας. Καμία πλευρά δεν θα «κερδίσει» αυτόν τον εμπορικό πόλεμο, επειδή αυτές οι οικονομίες είναι οι δύο πλευρές ενός καταδικασμένου καπιταλιστικού συστήματος. Στο ισοζύγιο, ωστόσο, η Κίνα έχει στην πραγματικότητα τα καλύτερα χαρτιά, όχι οι ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον Arthur Kroeber στους Financial Times, «η εξάρτηση των ΗΠΑ από τις κινεζικές βιομηχανικές εισροές είναι τριπλάσια από την εξάρτηση της Κίνας από εξαρτήματα των ΗΠΑ. Οι υψηλότερες τιμές των εισροών ήδη βλάπτουν τις επιχειρηματικές επενδύσεις».

Αυτές οι ελλείψεις απειλούν ολόκληρο το φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας στις ΗΠΑ, από παιχνίδια και ρούχα, έως σπάνιες γαίες, μαγνήτες υψηλής τεχνολογίας και οτιδήποτε αφορά ηλεκτρικά κυκλώματα και επεξεργαστές. Η πλήρης αποκοπή της αμερικανικής οικονομίας από την κινεζική θα προκαλούσε πολύ σοβαρή οικονομική ζημιά στις ΗΠΑ.

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει χρέος 36 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, που είναι περίπου το 124% του ΑΕΠ της. Είναι μακράν το μεγαλύτερο χρέος στον κόσμο. Ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι επίσης ένα από τα υψηλότερα.

Αυτό το χρέος συνδέεται στενά με το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ. Και τα δύο είναι προϊόντα μείωσης της ανταγωνιστικότητας στην παγκόσμια αγορά. Ένας λόγος που το χρέος είναι τόσο υψηλό είναι επειδή η είσπραξη φόρων δεν είναι αρκετά υψηλή. Το έσοδα με τους φόρους είναι αναλογικά με την πορεία της οικονομίας – εάν τα κέρδη και οι εξαγωγές ανθούν, μπορούν να φορολογηθούν περισσότερο.

Επειδή η κατανάλωση των ΗΠΑ είναι τόσο υψηλή, σε σχέση με την παραγωγή της και με άλλες καπιταλιστικές οικονομίες, η αγορά των ΗΠΑ είναι η νούμερο ένα αγορά στον κόσμο. Οι ΗΠΑ έχουν επίσης τα κυρίαρχα χρηματοπιστωτικά μονοπώλια στον κόσμο και τις μεγαλύτερες κεφαλαιαγορές. Μαζί, αυτά σημαίνουν ότι το αμερικάνικο δολάριο είναι, εδώ και πολλές δεκαετίες, το «αποθεματικό νόμισμα» του κόσμου, αντιπροσωπεύοντας ένα «ασφαλές καταφύγιο» για την παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Υπάρχει μια αντικειμενική ανάγκη στον καπιταλισμό για ένα «ασφαλές καταφύγιο» από την αναταραχή και την αβεβαιότητα της αγοράς. Μόλις ο αμερικανικός καπιταλισμός έγινε κυρίαρχος στην παγκόσμια οικονομία, το κράτος των ΗΠΑ θεωρήθηκε από τους καπιταλιστές ως θεμελιωδώς υγιές – δεν θα χρεοκοπούσε, επειδή ήταν τόσο ισχυρό οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά. Η αναγνώριση του ως τέτοιο λειτούργησε ως μηχανισμός ανατροφοδότησης και το καθεστώς του «ασφαλούς καταφυγίου» ενισχύθηκε περαιτέρω. Επειδή οι καπιταλιστές γνώριζαν ότι είχε αυτό το καθεστώς, ήξεραν ότι άλλοι καπιταλιστές θα συνέχιζαν να το εμπιστεύονται ως δανειολήπτη, γεγονός που το έκανε ακόμη λιγότερο πιθανό το να δυσκολευόταν ποτέ να πληρώσει τα χρέη του.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το μερίδιο των ΗΠΑ στην «παγκόσμια κεφαλαιοποίηση της αγοράς μετοχών», δηλαδή το ποσοστό των μετοχών που προέρχονται από την οικονομία των ΗΠΑ επί του συνόλου των μετοχών παγκοσμίως, είναι περίπου 65 τοις εκατό, ενώ το μερίδιό τους στο παγκόσμιο ΑΕΠ είναι μόλις 25 τοις εκατό. Γιατί το μερίδιό της στα παγκόσμια χρηματιστήρια είναι τόσο δυσανάλογο με την οικονομία της; Κυρίως επειδή το παγκόσμιο εμπορικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα χρειάζονται αυτό το «ασφαλές καταφύγιο» που αντιπροσωπεύουν τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα (δηλαδή τα ομοσπονδιακά ομόλογα χρέους) και το δολάριο ΗΠΑ. Αλλά τα οικονομικά θεμέλια που στηρίζουν αυτό τον μηχανισμό έχουν ατροφήσει σημαντικά.

Αυτή η κατάσταση έδωσε επίσης στην κυβέρνηση των ΗΠΑ το «υπερβολικό προνόμιο» (Exorbitant Privilege) να μπορεί να δανείζεται πολύ περισσότερα από όσα θα μπορούσε διαφορετικά, με πολύ χαμηλά επιτόκια. Μπόρεσε να εκμεταλλευτεί το καθεστώς του ασφαλούς καταφυγίου για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ είναι υπέρογκο. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ ήταν σε θέση να ζήσει πέρα ​​από τις δυνατότητές της για δεκαετίες λόγω της μοναδικής της θέσης να είναι το κέντρο του παγκόσμιου εμπορίου και η μεγαλύτερη αγορά στον κόσμο.

Αυτό το «προνόμιο» είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ για αυτούς τους λόγους. Οι ΗΠΑ έχουν ουσιαστικά δανειστεί από τις χώρες που τους πωλούν αγαθά (κυρίως την Κίνα) και χρησιμοποιούν αυτά τα δανεισμένα χρήματα για να αγοράσουν περισσότερα αγαθά από τις ίδιες χώρες. Αυτό δεν είναι βιώσιμο μακροπρόθεσμα και αποτελεί κεντρική αντίφαση της παγκόσμιας οικονομίας.

Αυτός είναι επίσης ο λόγος που το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ έχουν το πάνω χέρι σε έναν εμπορικό πόλεμο.

Φαίνεται ότι αυτή ακριβώς η αντίφαση ήταν που έκανε τον Τραμπ να μειώσει τους δασμούς του για την «Ημέρα της Απελευθέρωσης» στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου την περασμένη εβδομάδα. Με την επιβολή τεράστιων δασμών στον υπόλοιπο κόσμο, οι ΗΠΑ απειλούσαν την κατάστασή τους ως το οικονομικό καταφύγιο, για διάφορους λόγους.

Αυτό σήμαινε ότι οι καπιταλιστές δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν τη σταθερότητα και την εξωστρέφεια του κράτους των ΗΠΑ. Θυμηθείτε ότι οι αμερικανικές μετοχές ήταν περίπου το 65 % της παγκόσμιας αγοράς για αυτούς – επειδή οι καπιταλιστές αισθάνονται ότι η αμερικανική οικονομία είναι σταθερή, το «κράτος δικαίου» είναι ιερό, δηλαδή η κυβέρνηση δεν θα εφαρμόσει ξαφνικά πολιτικές που είναι αντίθετες για τα συμφέροντα των καπιταλιστών, επειδή «σέβεται» τόσο πολύ την ιδιωτική ιδιοκτησία. Ξαφνικά, όλα βρέθηκαν εν αμφιβόλω. Για παράδειγμα, την τελευταία εβδομάδα, μεγάλα καναδικά και δανικά συνταξιοδοτικά ταμεία ανακοίνωσαν ότι αποσύρονται από την αγορά των ΗΠΑ ακριβώς λόγω της πολιτικής αστάθειας της χώρας.

Η επίδραση στο δολάριο, στις αμερικανικές χρηματιστηριακές αγορές και στην αγορά ομολόγων «μοιάζει με παλιά καλή φυγή κεφαλαίων». Το παγκόσμιο κεφάλαιο, για πρώτη φορά μετά από πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν συρρέει προς την αμερικανική οικονομία –όπως συνέβαινε πάντα στο παρελθόν όταν οι καπιταλιστές αντιμετώπιζαν ταραγμένα νερά– αλλά μακριά από αυτήν. Από την «Ημέρα της Απελευθέρωσης» το δολάριο πέφτει σε αξία και συνεχίζει να υποχωρεί.

Ο Τραμπ μπορεί να επιθυμεί ένα ασθενέστερο δολάριο, γιατί αυτό θα έκανε τις αμερικανικές εξαγωγές φθηνότερες και ως εκ τούτου θα ενίσχυε την αμερικανική παραγωγή. Αλλά δεν θέλει, και σίγουρα δεν θα έπρεπε να θέλει, το δολάριο να χάσει την ιδιότητά του ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος. Στις 30 Νοεμβρίου του περασμένου έτους, έκανε πολύ σαφές ότι καταλαβαίνει πόσο ζωτικής σημασίας είναι να διατηρεί το δολάριο την κατάστασή του, όταν έγραψε στο Twitter τα εξής:

«Η ιδέα ότι οι χώρες BRICS προσπαθούν να απομακρυνθούν από το δολάριο ενώ καθόμαστε και παρακολουθούμε έχει ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ. Απαιτούμε μια δέσμευση από αυτές τις χώρες ότι δεν θα δημιουργήσουν ένα νέο νόμισμα BRICS, ούτε θα υποστηρίξουν οποιοδήποτε άλλο νόμισμα για να αντικαταστήσουν το πανίσχυρο δολάριο ή θα αντιμετωπίσουν δασμούς 100%, και θα πρέπει να είναι έτοιμες να αποχαιρετήσουν τις πωλήσεις στην υπέροχη οικονομία των ΗΠΑ. Μπορούν να πάνε να βρουν άλλο «κορόιδο!» Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα οι BRICS να αντικαταστήσουν το δολάριο των ΗΠΑ στο διεθνές εμπόριο και οποιαδήποτε χώρα επιχειρήσει θα πρέπει να αποχαιρετήσει την Αμερική».

Το δολάριο δεν επίκειται να αντικατασταθεί από κάποιο άλλο νόμισμα ως το παγκόσμιο αποθεματικό. Αλλά μπορεί να βρίσκεται στο κατώφλι της απώλειας της θέσης της απόλυτης κυριαρχίας και ως αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ θα γίνει πολύ πιο ακριβό.

Πράγματι, την περασμένη εβδομάδα, τα επιτόκια του αμερικανικού δημόσιου χρέους αυξήθηκαν με τον ταχύτερο ρυθμό από τη δεκαετία του 1980. Η ιαπωνική κυβέρνηση απ’ ότι φαίνεται πουλούσε ομόλογα των ΗΠΑ σε μεγάλους αριθμούς, γεγονός που αύξανε τα επιτόκια για τις ΗΠΑ. Υπάρχει η διαφαινόμενη απειλή ότι η Κίνα μπορεί να αρχίσει να κάνει το ίδιο και είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος κάτοχος αμερικανικού χρέους εκτός Αμερικής. Ίσως να μην χρειάζεται καν να αρχίσει να πουλάει για να έχει αυτό το αποτέλεσμα: μπορεί απλώς να σταματήσει να αγοράζει περισσότερο χρέος της αμερικανικής κυβέρνησης, κάτι που μακροπρόθεσμα θα ήταν καταστροφικό για τις ΗΠΑ.

Το Σάββατο 12 Απριλίου, το Forbes επικαλέστηκε έναν αναλυτή συναλλάγματος στην ολλανδική πολυεθνική τράπεζα ING που είπε: «Το ερώτημα μιας πιθανής κρίσης εμπιστοσύνης στο δολάριο έχει πλέον οριστικά απαντηθεί – βιώνουμε μια κρίση σε πλήρη ισχύ».

Η οικονομία των ΗΠΑ, και κατ’ επέκταση, η παγκόσμια οικονομία, επιβιώνει εδώ και δεκαετίες με ένα είδος τεχνάσματος εμπιστοσύνης. Όσο μπορεί να συνεχίσει να δανείζεται για να διατηρήσει την αγορά της στο κέντρο της παγκόσμιας οικονομίας, μπορεί να συνεχίσει να δανείζεται για να διατηρήσει την αγορά της σε λειτουργία. Η στιγμή που αυτό το κόλπο θα σταματήσει να λειτουργεί είναι σαν τη στιγμή που ο το κογιότ, στο γνωστό κινούμενο της Disney, κοιτάζει κάτω και συνειδητοποιεί ότι έχει τρέξει πέρα από την άκρη του γκρεμού. Και μετά ακολουθεί η αναπόφευκτη απότομη πτώση.

Εάν οι ΗΠΑ δεν μπορούν πλέον να δανείζονται με χαμηλά επιτόκια, θα αντιμετωπίσουν μια σοβαρή οικονομική κρίση, με τον κίνδυνο χρεωκοπίας ορατό, εκτός και αν ξεκινήσει μια τεράστια λιτότητα. Και όμως, το πρόγραμμα του Τραμπ είναι να ξεκινήσει μεγάλες φορολογικές μειώσεις σε λίγους μήνες, οι οποίες θα ασκούσαν ακόμη μεγαλύτερη πίεση στο έλλειμμα και πιθανότατα θα οδηγούσαν σε περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου που πρέπει να πληρώσει η κυβέρνηση.

Μια χρεοκοπία των ΗΠΑ θα πυροδοτούσε με τη σειρά της μια παγκόσμια κρίση που θα μπορούσε γρήγορα να εξελιχθεί σε νέα ύφεση και οι ΗΠΑ δεν θα είχαν πλέον τα χρηματοοικονομικά εργαλεία για να διασώσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως το 2008. Μια χρεοκοπία μπορεί να αποφευχθεί, αλλά τα μέσα για την αποφυγή της, όπως η εκτύπωση χρημάτων, θα είχαν τις δικές τους πολύ σοβαρές συνέπειες για τις ΗΠΑ και την παγκόσμια οικονομία, όπως ο τεράστιος πληθωρισμός και η κατάρρευση της εμπιστοσύνης στον αμερικάνικο καπιταλισμό.

Η κρίση που φαίνεται να πυροδότησε θεωρήθηκε από τους φιλελεύθερους ως απόδειξη ότι ο Τραμπ δεν έχει σχέδιο, δεν καταλαβαίνει τίποτα και ότι έχει κάνει ένα τεράστιο «αχρείαστο λάθος».

Δεν ήταν ένα ανεξήγητο λάθος, αλλά μια επιτάχυνση αντικειμενικών πολιτικών και οικονομικών διαδικασιών που βρίσκονται σε εξέλιξη, που αντανακλά το αδιέξοδο του καπιταλισμού γενικά και, ειδικότερα, τη σχετική παρακμή του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.

Είναι γνωστό ότι η πιο «δικομματική» πολιτική στην Ουάσιγκτον είναι αυτή της χρήσης δασμών και εμπορικών περιορισμών για να συγκρατήσει την Κίνα. Και οι δύο πτέρυγες της άρχουσας τάξης των ΗΠΑ είναι υπέρ και η κυβέρνηση του Μπάιντεν διεξήγαγε οικονομικό πόλεμο στην Κίνα. Ήταν οι περιορισμοί του Μπάιντεν στις εξαγωγές στην Κίνα που είχαν την ακούσια συνέπεια να αποδυναμώσουν την θέση του Τραμπ σε αυτόν τον εμπορικό πόλεμο. Αυτό έκανε τους Κινέζους να αφιερώσουν τεράστιους πόρους τα τελευταία τέσσερα χρόνια για να εμπορεύονται περισσότερο με άλλες χώρες και να αναπτύξουν εγχώρια τεχνολογία (για να παρακάμψουν τους περιορισμούς στην πώληση ορισμένων τεχνολογιών στην Κίνα). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την καλύτερη προστασία της Κίνας απέναντι ακριβώς στο είδος του εμπορικού πολέμου που διεξάγει τώρα ο Τραμπ.

Ο νόμος του Μπάιντεν για τη μείωση του πληθωρισμού έγινε επίσης ευρέως κατανοητός ως μια μορφή οικονομικού πολέμου προστατευτισμού κατά της Ευρώπης. Ήταν η κυβέρνηση Μπάιντεν που προκάλεσε τον πόλεμο με τη Ρωσία στην Ουκρανία, επιμέρους στόχος του οποίου ήταν να αποδυναμώσει την Ευρώπη (ιδίως τη Γερμανία) διαλύοντας τις οικονομικές γέφυρες μεταξύ αυτής και της Ρωσίας. Αυτό είχε πλέον τρομερές συνέπειες για την Ευρώπη αλλά και για τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ, αφού η Ρωσία κερδίζει αυτόν τον πόλεμο.

Η μία αμερικανική κυβέρνηση μετά την άλλη χρησιμοποίησε και καταχράστηκε την θέση του δολαρίου επιβάλλοντας κυρώσεις σε όλους τους εχθρούς τους. Αυτές λειτουργούν μόνο (στο βαθμό που λειτουργούν) λόγω της κεντρικής θέσης της αγοράς και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων των ΗΠΑ: όταν οι ΗΠΑ επιβάλλουν κυρώσεις, μπορούν να βασίζονται στη συμμόρφωση των επιχειρήσεων σε όλο τον κόσμο. Αν αγνοήσουν τις κυρώσεις, που είναι δικαίωμά τους να το κάνουν, θα αποκοπούν από την αμερικανική αγορά και ολόκληρο το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο ελέγχουν οι ΗΠΑ μέσω του SWIFT. Η προαναφερθείσα απειλή του Τραμπ για τις χώρες BRICS είναι απλώς μια πιο ωμή έκφραση της ίδιας τακτικής που χρησιμοποιούν οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ εδώ και δεκαετίες.

Το πρόβλημα είναι ότι το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα της συνεχούς επιβολής κυρώσεων ως τιμωρίας είναι ότι τελικά ενθαρρύνει άλλες χώρες να αρχίσουν να ψάχνουν για εναλλακτικές λύσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Κίνα και η Ρωσία αναπτύσσουν εναλλακτικά χρηματοπιστωτικά μέσα που θα επιτρέπουν στις επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις να πραγματοποιούν πληρωμές που παρακάμπτουν πλήρως το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ.

Στην πραγματικότητα, η κυριαρχία του δολαρίου είχε ήδη αρχίσει να αμφισβητείται πριν ο Τραμπ επανέλθει στην εξουσία, και μαζί της, το επιτόκιο για το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ ανέβαινε.

Όπως τόνισε το Ινστιτούτο Έρευνας Οικονομικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ:

«Η αξία των εκκρεμών ομολόγων μειώθηκε κατά 26% από το 2020 έως το 2023, μια από τις μεγαλύτερες πτώσεις από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Για να προσπαθήσει να σταθεροποιήσει την αγορά ομολόγων κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η Fed παρενέβη με αυτό που ο Lustig αποκαλεί “καταπληκτικές” αγορές ομολόγων Για αρκετά τρίμηνα από το 2020 έως το 2022, η Fed αγόρασε όλα τα μακροπρόθεσμα ομόλογα που εξέδωσε η κυβέρνηση των ΗΠΑ. Αλλά όταν σταμάτησε να αγοράζει, οι αποδόσεις αυξήθηκαν – και οι τιμές έπεσαν».

Ο Τραμπ κέρδισε τις εκλογές επειδή ο καπιταλισμός των ΗΠΑ βρίσκεται σε κρίση. Υπάρχει εκτεταμένο μίσος για το κατεστημένο και το status quo, και η αμερικανική εργατική τάξη μισεί την παγκοσμιοποίηση και την αποβιομηχάνιση την οποία προκάλεσε. Αυτή η διάθεση έχει μακροπρόθεσμες αντικειμενικές αιτίες και δεν μπορεί να αγνοηθεί. Οι φαινομενικά «ορθολογικοί» φιλελεύθεροι δεν έχουν απαντήσεις σε αυτή την ταξική οργή και είναι υπεύθυνοι για την άνοδό της.

Οι ιδέες του Τραμπ σχετικά με τις εμπορικές διαπραγματεύσεις, για τις οποίες υπάρχει τεράστιος όγκος εικασιών, είναι δευτερεύουσας σημασίας. Ο Τραμπ ανήλθε στην εξουσία υποσχόμενος σε αυτή την οργισμένη εργατική τάξη μια θεμελιώδη ρήξη με τις πολιτικές που οδήγησαν σε δεκαετίες στάσιμων μισθών, αποβιομηχάνισης, χρέους και αυξανόμενης ανισότητας.

Σε αντίθεση με τους συστημικούς φιλελεύθερους πολιτικούς, ο Τραμπ στην πραγματικότητα δείχνει να προσπαθεί να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις του, χωρίς να τις αλλάζει μετά την εκλογή του. Εάν τώρα υποχωρήσει από αυτόν τον εμπορικό πόλεμο, οι ελπίδες που έχει γεννήσει θα διαψευσθούν. Το status quo, το βαθύ κράτος των οπαδών της παγκοσμιοποίησης όπως τους αποκαλεί, θα είχαν κερδίσει. Ο μεγάλος άντρας που λέει στους ανθρώπους να «πολεμήσουν κολασμένα» θα είχε συνθηκολογήσει στην πρώτη μάχη. Όλος ο κόσμος θα ήξερε ότι η προβολή της δύναμης και της εμπιστοσύνης πάνω στην οποία βασίζεται η διαπραγματευτική του θέση, είναι μπλόφα. Δέχεται λοιπόν τεράστια πίεση να μην το κάνει.

Ωστόσο, στον Σι Τζινπίνγκ και στην κινεζική οικονομία, η «ασταμάτητη δύναμη» του Τραμπ συναντά ένα ακλόνητο εμπόδιο. Εάν ο Σι Τζινπίνγκ υποχωρούσε για να αποκτήσει ξανά πρόσβαση στην αγορά των ΗΠΑ, θα έλεγε στον κόσμο ότι η Κίνα μπορεί να εκφοβιστεί. Θα σήμαινε παραίτηση από οποιονδήποτε ισχυρισμό ότι είναι μια εναλλακτική δύναμη των ΗΠΑ στην περιοχή του Ειρηνικού.

Η πολιτική αξιοπιστία του Σι Τζινπίνγκ εντός της Κίνας βασίζεται στην ικανότητά του να οδηγήσει επιτέλους την Κίνα σε θέση να αμφισβητήσει τις ΗΠΑ. Η εθνικιστική ρητορική προωθείται από το καθεστώς του εδώ και αρκετό καιρό, για να δημιουργήσει μια βάση υποστηρικτών. Οι προετοιμασίες για μια τέτοια αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ έχουν ξεκινήσει εδώ και καιρό και ο κινεζικός λαός το γνωρίζει αυτό.

Στην Κίνα, υπάρχει ένα πολύ βαθύ αίσθημα ταπείνωσης στα χέρια των αλαζονικών δυτικών. Οι ενέργειες της Αμερικής γίνονται αντιληπτές ως απόπειρες μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης να συγκρατήσει την άνοδο της Κίνας και να την κρατήσει φτωχή. Το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα βάσιζε πάντα την αξιοπιστία του στον ισχυρισμό ότι είναι αντιιμπεριαλιστικό (παρά το γεγονός ότι η Κίνα είναι στην πραγματικότητα τώρα μια ιμπεριαλιστική δύναμη) και στο να οδηγήσει την Κίνα σε μια θέση ισχύος και ανεξαρτησίας.

Εάν, σε αυτό το πλαίσιο, ο Σι δώσει στον Τραμπ λίγο πολύ αυτό που θέλει, θα έβλαπτε σοβαρά το καθεστώς του, ειδικά δεδομένου ότι είναι οι Αμερικανοί που ξεκίνησαν αυτόν τον εμπορικό πόλεμο και έχουν την ευθύνη. Τα παραπάνω σχόλια του Βανς βοηθούν να ισχυροποιηθεί η πολιτική θέση του Σι, προωθώντας την ιδέα της προσωρινής οικονομικής δυσπραγίας εντός της Κίνας – για την οποία τελικά θα φταίνε αυτοί οι αλαζονικοί δυτικοί – ώστε η Κίνα να μπορεί να καταφέρει ισχυρό πλήγμα στον εχθρό.

Μια συμφωνία μεταξύ Κίνας και Αμερικής πιθανότατα θα επιτευχθεί τελικά – διακυβεύονται πάρα πολλά για να μην γίνει. Αλλά οι ενέργειες του Τραμπ και η σχετική αδυναμία των ΗΠΑ σε αυτήν την συγκυρία έχουν κάνει πολύ πιο δύσκολο να βρεθεί ένας τρόπος για αυτή τη συμφωνία χωρίς να εμφανίζεται να υπαναχωρεί σημαντικά.

Όταν η εργατική τάξη των ΗΠΑ δει ότι το πολυδιαφημισμένο πρόγραμμα «Πρώτα η Αμερική» σημαίνει όχι την επιστροφή καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας και «μια νέα χρυσή εποχή της Αμερικής», όπως υποσχέθηκε πρόσφατα ο Τραμπ, αλλά είτε μια σοβαρή οικονομική κρίση είτε μια ντροπιαστική συνθηκολόγηση με την Κίνα – ή κάποιο συνδυασμό των δύο – θα θυμώσει ακόμα περισσότερο από πριν.

Η παρακμή του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και η οξεία κρίση του καπιταλισμού που συνεπάγεται αυτό σημαίνει ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η εργατική τάξη δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να παλέψει για τα δικά της συμφέροντα. Όχι το «Πρώτα η Αμερική», αλλά το «Πρώτα η Εργατική Τάξη» θα είναι το σύνθημα της ημέρας.

Αυτός είναι ο πιο σοβαρός εμπορικός πόλεμος από τη δεκαετία του 1930, αν όχι στην ιστορία. Δεν υποδηλώνει την τρέλα του Τραμπ, αλλά το αδιέξοδο του καπιταλισμού. Ο κόσμος δεν είναι αρκετά μεγάλος για τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Αμερικής και της Κίνας. Η σύγκρουση τους απειλεί τώρα ολόκληρο το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Δεν υπάρχει λύση σε καπιταλιστική βάση. Ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός είναι να πάρουμε την παγκόσμια οικονομία από τα χέρια των παρασιτικών δισεκατομμυριούχων και να την βάλουμε στα χέρια των εργαζομένων όλου του κόσμου.

Ντάνιελ Μόρλεϋ

Μετάφραση από marxist.com: Αλέξανδρος Καραγκούνης

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα

ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Ανασκόπηση

Η παρούσα ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies, ώστε να παρέχει στο χρήστη την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Τα δεδομένα αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησής σας και χρησιμοποιούνται για την υλοποίηση ενεργειών, όπως την αναγνώρισή σας, όταν επιστρέφετε στην ιστοσελίδα μας, και για να κατανοήσουμε ποια τμήματα της ιστοσελίδας μας θεωρείτε πιο ενδιαφέροντα και χρήσιμα.

Μπορείτε να προσαρμόσετε όλες τις ρυθμίσεις για τα cookies από τις καρτέλες στα αριστερά σας.