Η ιστορική κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού και η Ελλάδα
Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, όπως έχουμε εξηγήσει, δεν αποτελούσε απλώς μια νέα φάση στον καπιταλιστικό οικονομικό κύκλο. Ανέδειξε το ιστορικό αδιέξοδο του καπιταλιστικού συστήματος και έβαλε τον πλανήτη σε μια νέα περίοδο μεγάλων ταξικών αγώνων. Οι θυελλώδεις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας που τελειώνει σε λίγες βδομάδες, ήταν μια αντιπροσωπευτική έκφραση του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού περιεχόμενου αυτής της νέας ιστορικής περιόδου.
Η βαθειά οικονομική κρίση στην Ελλάδα εκδηλώθηκε ως οργανικό τμήμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Η παγκόσμια αυτή κρίση, είναι μια κρίση υπερπαραγωγής (ή αλλιώς «υπερσυσσώρευσης») κεφαλαίων και εμπορευμάτων, η οποία οφείλεται στην οργανική αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στην τάση του καπιταλισμού για διαρκή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στα ασφυκτικά όρια που θέτει στις παραγωγικές δυνάμεις η ατομική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της παραγωγής ως αποτέλεσμα της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, του θεμελιώδους χαρακτηριστικού του καπιταλιστικού συστήματος.
Η εκδήλωση της παγκόσμιας κρίσης στον ευρωπαϊκό καπιταλισμό έγινε με τη μορφή της «εκτόξευσης» του κρατικού χρέους, ιδιαίτερα στους πιο αδύναμους «κρίκους» του, ένας από τους οποίους είναι η Ελλάδα. Η τάση για συσσώρευση κρατικού χρέους είναι μια διαχρονική τάση για τον ελληνικό καπιταλισμό και πηγάζει από τον καθυστερημένο του χαρακτήρα σε σύγκριση με τον δυτικοευρωπαϊκό καπιταλισμό. Ιστορικά, το ελληνικό κράτος έφθανε κοντά στη χρεοκοπία μετά το ξέσπασμα κάθε σοβαρής παγκόσμιας κρίσης. Έτσι συνέβη με την κρατική χρεοκοπία του 1932 επί πρωθυπουργίας Βενιζέλου, η οποία ήρθε μετά το ξέσπασμα της «Μεγάλης Ύφεσης» της περιόδου 1929-1933 και το ίδιο επαναλήφθηκε τον Απρίλιο του 2010 με την εκδήλωση της αδυναμίας εξυπηρέτησης του ελληνικού κρατικού χρέους, η οποία συνέβη μετά τον ερχομό της διεθνούς ύφεσης του 2008-09.
Η ύφεση φέρνοντας την τάση για εκτόξευση των κρατικών χρεών σε όλη την Ευρώπη, έκανε ακριβότερο τον δανεισμό ιδιαίτερα για τους πιο υπερχρεωμένους και πιο αδύναμους βιομηχανικά καπιταλιστικούς «κρίκους» της Ευρωζώνης, όπως η Ελλάδα. Η τάση για αύξηση στα επιτόκια δανεισμού οξύνθηκε από τη διεθνή κερδοσκοπία με τα ελληνικά κρατικά ομόλογα και κατέστησε γρήγορα το δανεισμό του ελληνικού κράτους από τις ιδιωτικές αγορές εντελώς απαγορευτικό, ξεκινώντας τον Μάιο του 2010 την εποχή των γιγάντιων δανείων από την τρόικα και των Μνημονίων. Από τότε η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά στην «πρώτη γραμμή» του διεθνούς καπιταλιστικού αδιεξόδου και διανύει μια ιστορική περίοδο μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας του αστικού καθεστώτος.
Η άνοδος της παγκόσμιας επανάστασης και η Ελλάδα
Οι επαναστάτες μαρξιστές δεν είναι δημοσιογραφικοί σχολιαστές της επικαιρότητας. Είναι ντετερμινιστές, αναζητούν δηλαδή τις βαθύτερες αιτίες για τα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα και φαινόμενα. Όμως δεν είναι «μηχανιστικοί», αλλά διαλεκτικοί ντετερμινιστές. Αυτό σημαίνει ότι δεν εξετάζουν τα γεγονότα και τα φαινόμενα στατικά και απομονωμένα το ένα από το άλλο, αλλά διαλεκτικά, δηλαδή στην κίνηση, την εξέλιξη, την αλλαγή και την αλληλεπίδρασή τους, Δύο βασικά καθήκοντα απορρέουν από αυτήν τη μέθοδο συγκεκριμένα για την εξέταση των ελληνικών προοπτικών: 1) Να τις εντάξουμε μέσα στο γενικότερο διεθνές τους πλαίσιο, στις γενικότερες προοπτικές που διαμορφώνονται για την παγκόσμια οικονομία και τη παγκόσμια ταξική πάλη. 2) Να τις αντιληφθούμε δυναμικά και όχι στατικά, να εστιάσουμε στις δυνατότητες που υπάρχουν για να αλλάζουν πάνω στη βάση της συνδυασμένης επενέργειας ειδικών εγχώριων τάσεων και γενικών διεθνών τάσεων.
Από τις αρχές του 2019 ο κόσμος δονείται από μεγάλα επαναστατικά κινήματα, τα οποία κορυφώθηκαν τον περασμένο Οκτώβριο. Ζούμε ένα διεθνές επαναστατικό κύμα που είναι το αυθεντικό αποτέλεσμα της νέας ιστορικής περιόδου μεγάλων ταξικών συγκρούσεων που ξεκίνησε με την κρίση του 2008. Το επαναστατικά κινήματα στη Χιλή, το Λίβανο, το Ιράκ κ.α είναι η συνέχεια μιας ενιαίας, αλλά ασφαλώς όχι ομοιόμορφης και ευθύγραμμα εξελισσόμενης, διεθνούς διαδικασίας. Μιας διαδικασίας που γέννησε επαναστατικά και προεπαναστατικά μαζικά κινήματα και σοβαρή αποσταθεροποίηση των αστικών καθεστώτων, με πρώτο αποφασιστικό σταθμό στον πρώην αποικιακό κόσμο την Αραβική επανάσταση του 2010-2012 και με χαρακτηριστική αντανάκλαση στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο τη μετάβαση της Ελλάδας στα «πρόθυρα» μια επαναστατικής κατάστασης.
Το παρόν διεθνές επαναστατικό κύμα φαίνεται να είναι το πιο εκτεταμένο και ισχυρό από την έναρξη της ιστορικής περιόδου που διανύουμε. Η αιτία γι’ αυτά του τα χαρακτηριστικά είναι το γεγονός ότι κανένα από τα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που ανέδειξε η κρίση του 2008 δεν λύθηκε κατά τη φάση της αναιμικής ανάκαμψης που ακολούθησε, ακόμα και στις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Αντίθετα, όλα διατηρήθηκαν ή και οξύνθηκαν: τα χρέη αυξήθηκαν, η ανεργία διατηρήθηκε σε μαζικά επίπεδα και όπου έπεσε, αυτό έγινε με νέες θέσεις εργασίας κακοπληρωμένες και κύρια μερικής απασχόλησης, η φτώχεια εξαπλώθηκε και η ταξική ανισότητα πολλαπλασιάστηκε. Αυτή είναι η κοινή πραγματικότητα που συνδέει τις χώρες που δονούνται σήμερα από μεγάλα επαναστατικά κινήματα με εκείνες στις οποίες η εργατική τάξη, η νεολαία και τα φτωχά λαϊκά στρώματα δεν έχουν μπει ακόμα μαζικά στο προσκήνιο κατά την παρούσα ιστορική περίοδο ή εκείνες όπως η Ελλάδα, που γνωρίζουν ένα προσωρινό διάλειμμα υποχώρησης των μαζικών ταξικών αγώνων.
Οι ίδιες οικονομικές και κοινωνικές αιτίες τείνουν να παράγουν τα ίδια πολιτικά αποτελέσματα. Η σημερινή Ελλάδα δεν είναι καθόλου μακριά από τη Χιλή και το Λίβανο. Μέσα στο ευρύ πεδίο της διεθνούς ταξικής πάλης, η Ελλάδα των μαζικών αντιμνημονιακών αγώνων και της μαζικής πολιτικής στροφής στ’ αριστερά ήταν ο προάγγελος των εκπληκτικών επαναστατικών κινημάτων που βλέπουμε σήμερα στη Χιλή, το Λίβανο κ.α, και εκείνα με τη σειρά τους, δείχνουν το μέλλον της Ελλάδας για τα επόμενα χρόνια. Με αυτήν την έννοια, πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα στην Ελλάδα σαν τμήμα της ενιαίας διαδικασίας εξέλιξης της ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού και ξεδιπλώματος της παγκόσμιας επανάστασης. Τα επαναστατικά κινήματα στη Χιλή, το Λίβανο κ.α παρέχουν πολιτικά διδάγματα που είναι το ίδιο πολύτιμα για την υπόθεση της προλεταριακής σοσιαλιστικής επανάστασης στην Ελλάδα με εκείνα που βγήκαν από τα εγχώρια μεγάλα γεγονότα της περιόδου 2010-2015.
Αυτή δεν είναι η σκοπιά ενός ρομαντικού διεθνισμού, όπως θα μπορούσαν να μας προσάψουν οι διάφοροι στενόμυαλοι έναντι της υπόθεσης της παγκόσμιας επανάστασης πατριώτες σκεπτικιστές από το πολιτικό στρατόπεδο της σοσιαλδημοκρατίας και του σταλινισμού. Είναι η μόνη ρεαλιστική πολιτική σκοπιά. Και η αξία της, δε συνίσταται μόνο στο ότι κατανοεί τις κοινές αιτίες οι οποίες παράγουν τα επαναστατικά κινήματα της ιστορικής περιόδου που διανύουμε, αλλά και στο ότι αναγνωρίζει την άμεση και αποφασιστική, παγκόσμια επίδραση που αυτά έχουν στην πολιτική συνείδηση των μαζών μέσα από τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας (παρά την αντεπαναστατική συνωμοσία σιωπής και διαστρεβλώσεων που επιχειρούν να επιβάλουν τα αστικά ΜΜΕ), τα οποία φέρνουν το επαναστατικό παράδειγμα χωρών όπως η Χιλή στο επίκεντρο της πολιτικής προσοχής, ιδιαίτερα της νεότερης γενιάς της εργατικής τάξης, σε κάθε χώρα.
Όπως επανειλημμένα τονίζουμε στα κείμενά μας των τελευταίων χρόνων, το (τετραετές πλέον) διάλειμμα απουσίας μαζικών ταξικών αγώνων στην Ελλάδα, υπήρξε μια απόλυτα φυσιολογική και αναμενόμενη εξέλιξη. Με προάγγελο τους μαζικούς φοιτητικούς αγώνες του 2006-2007 και τη μαθητική εξέγερση του 2008 και για έξι συνολικά χρόνια, από τις αρχές του 2010 έως τον Φλεβάρη του 2016, η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα της χώρας έδωσαν μεγάλες ταξικές και πολιτικές μάχες (γενικές απεργίες 2010-2014, μαζικό κίνημα των πλατειών 2011, μαζική ώθηση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία 2012-2015, κίνημα του προδομένου δημοψηφίσματος, μαζική 48 γενική απεργία ενάντια στην ψήφιση των μνημονιακών προαπαιτούμενων τον Φεβρουάριο του 2016). Χωρίς να διαθέτουν επαναστατική ηγεσία και παλεύοντας υπό το βάρος των δεινών της κρίσης (μαζική ανεργία και εξαθλίωση), οι εργατικές μάζες έκαναν ό,τι μπορούσαν μέσα στις δεδομένες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες για να αλλάξουν τη μοίρα που τους επιφυλάσσει ο καπιταλισμός.
Τα 4 τελευταία χρόνια απουσίας μαζικών ταξικών αγώνων στην Ελλάδα δε σηματοδοτούν την ύπαρξη μια καινούριας ιστορικής περιόδου, αλλά ένα διάλειμμα μέσα στην υπάρχουσα ιστορική περίοδο, όπως την έχουμε ήδη προσδιορίσει σε διεθνές και σε εθνικό επίπεδο. Μέσα στο γενικό πλαίσιο μιας ιστορικής περιόδου διεθνούς ανάδειξης του καπιταλιστικού αδιεξόδου και όξυνσης της ταξικής πάλης (που παράγει και πάλι μεγάλα επαναστατικά κινήματα), η Ελλάδα εδώ και μία δεκαετία βρίσκεται (και συνεχίζει να βρίσκεται) σύμφωνα με τη διατύπωση της πολιτικής απόφασης του συνεδρίου του Δεκεμβρίου του 2017 σε μια «μια ιστορική περίοδο κρίσης του αστικού καθεστώτος με αναπόφευκτες επαναστατικές συνέπειες». Όπως θα δούμε αναλυτικά στη συνέχεια του κειμένου, κανένας από τους βασικούς, διεθνείς ή εγχώριους, παράγοντες που είχαν οδηγήσει από το 2010 και μετά στην αποσταθεροποίηση του αστικού καθεστώτος δεν έχει εκλείψει: η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού συνεχίζει να είναι βαθειά και οι «μοριακές διεργασίες της επανάστασης» (σύμφωνα με τον περίφημο όρο του Τρότσκι) λειτουργούν αθόρυβα, αλλά εντατικά, προς την κατεύθυνση της γέννησης νέων μαζικών κινημάτων.
Ασφαλώς, τα 4 τελευταία χρόνια συντελέστηκαν ποσοτικές αλλαγές προς την κατεύθυνση μιας (εύθραυστης) εξομάλυνσης και σταθεροποίησης της κατάστασης προς όφελος της ελληνικής άρχουσας τάξης. Όμως αυτές δεν είναι ικανές να φέρουν μια ποιοτική αλλαγή στην κατάσταση, να μας εισάγουν δηλαδή σε μια νέα ιστορική περίοδο, γιατί εξουδετερώνονται από ακόμα ισχυρότερες ποσοτικές αλλαγές που ωθούν προς την κατεύθυνση μιας νέας όξυνσης.
Έτσι, προς την κατεύθυνση της εξομάλυνσης έχει λειτουργήσει, σε κάποιο βαθμό, η ισχνή οικονομική ανάκαμψη των τριών τελευταίων χρόνων που έφερε μια μικρή μείωση της ανεργίας, η συνέχιση της εκδήλωσης του προδοτικού ρόλου των σοσιαλδημοκρατικών και σταλινικών πολιτικών και συνδικαλιστικών ηγεσιών που ενδυνάμωσε τις παραλυτικές τάσεις στο εργατικό κίνημα και τέλος, η εκλογή μιας νέας κυβέρνησης της άρχουσας τάξης που έχει συσπειρώσει στα πρώτα της βήματα στον μέγιστο βαθμό τις κοινωνικές δυνάμεις της αντίδρασης και έχει δώσει πολιτική αυτοπεποίθηση στην άρχουσα τάξη.
Ωστόσο, το γεγονός ότι η άρχουσα τάξη μπορεί να στηριχθεί σε μια κυβέρνηση του δικού της παραδοσιακού κόμματος με νωπή λαϊκή εντολή δεν της λύνει από μόνο του όλα τα προβλήματα. Για να αξιοποιήσει πλήρως την παράλυση του εργατικού κινήματος, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να κινηθεί γρήγορα με τη μορφή «επίθεσης σοκ». Αλλά η επίθεση με τη μορφή του σοκ, όπως δείχνουν οι φοιτητικές κινητοποιήσεις και η πρόσφατη μεγάλη συμμετοχή στην πορεία του Πολυτεχνείου, ήδη αρχίζει να αφυπνίζει το πιο φρέσκο και ευαίσθητο τμήμα των εργατικών μαζών, τη νεολαία.
Ακόμα, σημαντικότερες και ισχυρότερες είναι οι ποσοτικές μεταβολές που συντελούνται προς την κατεύθυνση της όξυνσης στο καθοριστικό διεθνές πεδίο. Από τη μία πλευρά, η παγκόσμια οικονομία, όπως όλα τα στοιχεία δείχνουν και όπως οι κάθε πολιτικής προέλευσης αναλυτές ομολογούν, βρίσκεται στο κατώφλι μιας νέας βαθιάς ύφεσης, η οποία δεν μπορεί παρά να έχει, όπως θα δούμε αναλυτικά στη συνέχεια, μια αποφασιστική επίδραση στην παρούσα οικονομική φάση του ελληνικού καπιταλισμού. Και από την άλλη, το κύμα της παγκόσμιας επανάστασης φουντώνει και γίνεται ένα πολιτικό παράδειγμα για την εργατική τάξη και τη ριζοσπαστικοποιημένη νεολαία στην Ελλάδα.
Σίγουρα η ακριβής χρονική διάρκεια του διαλείμματος απουσίας μαζικών ταξικών αγώνων στην Ελλάδα δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τις προαναφερθείσες τάσεις και παρακολουθώντας ήδη τη μαχητική επιστροφή του φοιτητικού κινήματος στο προσκήνιο και την επίδραση που αρχίζει να έχει η σύγκρουση του με την κυβέρνηση στη συνείδηση των πλατιών μαζών της εργατικής τάξης είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεράνουμε ότι το διάλειμμα αυτό βρίσκεται κοντά στο τέλος του.
Η επερχόμενη διεθνής ύφεση και ο ελληνικός καπιταλισμός
Από το 2015 μέχρι σήμερα η κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας υπήρξε βοηθητική για τον ελληνικό καπιταλισμό. Η όχι ισχυρή, αλλά παρ’ όλα αυτά παρατεταμένη ανάκαμψη που ξεκίνησε διεθνώς το 2010-2011 παρείχε την αναγκαία υλική βάση για να διασωθεί ο ελληνικός καπιταλισμός από την κρατική (και τραπεζική) χρεοκοπία με μεγάλα δανεικά κεφάλαια από την τρόικα, τα οποία αποπληρώνονται με το αίμα και τον ιδρώτα της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων μικροαστών της χώρας. Στις συνθήκες της έναρξης μιας εύθραυστης διεθνούς ανάκαμψης, η ελληνική κρατική χρεοκοπία (και η συνεπαγόμενη από αυτήν έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη) έπρεπε να αποφευχθεί, αφού θα αποσταθεροποιούσε το ευρώ και τον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο καπιταλισμό συνολικά. Όμως πλέον, ο προεξοφλημένος από όλους τους οικονομικούς αναλυτές ερχομός μιας νέας διεθνούς ύφεσης θα υπονομεύσει τον ελληνικό καπιταλισμό και θα κάνει παρελθόν τη σημερινή του (αδύναμη και προβληματική στη φύση της) ανάκαμψη.
α) Η φύση της ανάκαμψης.
Το 2019 θα είναι το τρίτο συνεχόμενο έτος ανάκαμψης για τον ελληνικό καπιταλισμό μετά από 9 συνεχή χρόνια ύφεσης. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, αυτά για το πρώτο εννιάμηνο του 2019, η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται τώρα με ετήσιο ρυθμό 2,1%. Δεδομένου ότι το ελληνικό ΑΕΠ από 249,9 δισ. ευρώ που είχε φθάσει στα τέλη του 2008, σύμφωνα με την ίδια πηγή, βρίσκεται τώρα στα 187.47 δισ. ευρώ, η ανάκαμψη αυτών των τριών τελευταίων χρόνων αξίζει προς το παρόν να χαρακτηριστεί «αναλαμπή».
Από μια ιστορική σκοπιά, το γεγονός ότι μια αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα – μέλος της Ευρωζώνης βυθίστηκε για 9 συνεχή χρόνια σε βαθιά ύφεση αντανακλά χαρακτηριστικά το πόσο αντιδραστικό και παρηκμασμένο είναι πλέον το καπιταλιστικό σύστημα. Το γεγονός της εμφάνισης μιας φάσης ανάκαμψης είναι απολύτως φυσιολογικό. Καμία καπιταλιστική οικονομία δεν είναι δυνατό να γνωρίζει συρρίκνωση για πάντα. Στην πραγματικότητα, το εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι η ανάκαμψη αυτή άργησε πάρα πολύ. Σημαντικό ρόλο για τον ερχομό της διαδραμάτισε η σχετική καθυστέρηση της εμφάνισης μιας νέας ύφεσης στην παγκόσμια οικονομία και η σταθερότητα που εξασφάλισε για το αστικό καθεστώς η κλίκα του Τσίπρα με την προδοσία της το καλοκαίρι του 2015.
Η φύση αυτής της ανάκαμψης είναι πολύ προβληματική. Δεν βασίζεται στην ύπαρξη μιας δυναμικής παραγωγικών επενδύσεων, πάνω στην οποία θα μπορούσε η άρχουσα τάξη (υποκριτικά) να στηριχθεί για να δικαιώσει το σύστημά της. Χαρακτηριστικά, το πρώτο εξάμηνο του 2019 ο γενικός δείκτης της βιομηχανικής παραγωγής αυξήθηκε μόλις κατά 1,2%. Αντίθετα, η ανάκαμψη είναι κυρίως το αποτέλεσμα της αύξησης της τουριστικής κίνησης στη χώρα ως συνέπεια της γενικευμένης αστάθειας στην Τουρκία και του πολεμικού εφιάλτη που κυριάρχησε μετά την ήττα της επανάστασης στον Αραβικό κόσμο. Έτσι, σύμφωνα με στοιχεία από τη μελέτη του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, με τίτλο «Η συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία το 2018» που δημοσιεύθηκαν στην «Καθημερινή» στις 30/5/2019, η μία ποσοστιαία μονάδα από την ανάπτυξη του 2018 συνολικού ύψους 1,9%, προήλθε από τον τουρισμό.
Αξίζει να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο ότι κατά την τελευταία περίοδο που ο ελληνικός καπιταλισμός γνώρισε μια μακρά και αξιόλογη ανάπτυξη, δηλαδή την περίοδο 1997-2007 (με έναν ετήσιο μέσο όρο 4%), η «ατμομηχανή» δεν ήταν ο τουρισμός αλλά η αύξηση των επενδύσεων και η ιδιωτική κατανάλωση. Όπως ανέφερε η έρευνα της Alpha Bank που δημοσιεύθηκε στις 28/09/2018, «στη δεκαετία πριν από την έλευση της οικονομικής κρίσεως, οι συνιστώσες του ΑΕΠ που στήριζαν την άνθηση της οικονομίας ήταν κυρίως η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις, ιδιαίτερα οι επενδύσεις σε κατοικίες. Ειδικότερα, το 2007, πριν την έναρξη της υφέσεως, οι επενδύσεις συνέβαλαν κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες, ακολουθούμενες από την ιδιωτική κατανάλωση (2,6 εκατοστιαίες μονάδες), ενώ ο εξωτερικός τομέας είχε αρνητική συμβολή κατά 2,4 εκατοστιαίες μονάδες».
Αλλά τι συμβαίνει σήμερα με τις επενδύσεις; Είναι σημαντικό να θυμίσουμε ότι στην ετήσια έκθεσή του για την ελληνική οικονομία για το έτος 2018, το ΙΝΕ-ΓΣΣΕ υπολόγιζε ότι για να έχει «βιωσιμότητα» η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας απαιτείται «ο διπλασιασμός του όγκου των επιχειρηματικών επενδύσεων τα επόμενα 2 έτη, ώστε αυτές να προσεγγίσουν το 11%-12% του ΑΕΠ». Όμως τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τις επενδύσεις το 3ο τρίμηνο του 2019 έδειξαν τη αντίθετη πορεία. Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μειώθηκαν κατά 5% σε σχέση με το 2ο τρίμηνο (στο οποίο η μείωση σε σχέση σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2018 ήταν 5,8%). Με τέτοια επίπεδα επενδύσεων, ακόμα και χωρίς ύφεση στην παγκόσμια οικονομία, η ανάκαμψη δεν μπορεί να διατηρηθεί για πολύ.
Και στο πεδίο της ιδιωτικής κατανάλωσης όμως, οι εξελίξεις εμφανίζονται αρνητικές, καθώς σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ κατά το 2o τρίμηνο του 2019, για πρώτη φορά μετά το 4ο τρίμηνο του 2017, εμφανίστηκε πτώση κατά 0,7%, ενώ κατά το 3ο τρίμηνο σημειώθηκε μια οριακή αύξηση 0,5%. Σύμφωνα με το Δελτίο οικονομικών εξελίξεων που έδωσε στη δημοσιότητα το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ στις 16/10/19, «η εξασθένηση αυτή της ιδιωτικής κατανάλωσης προκαλεί προβληματισμό, γιατί έλαβε χώρα, παρά την ετήσια αύξηση της απασχόλησης κατά 2,4% το α΄ εξάμηνο και παρά την αντίστοιχη αύξηση των μισθών κατά 1,4% έως 1,9%, το ίδιο διάστημα». Αυτή η μείωση σύμφωνα με το Δελτίο οφείλεται κυρίως «στις υψηλές υποχρεώσεις των νοικοκυριών, στα ενυπόθηκα δάνεια και στο διογκούμενο κύμα κατασχέσεων και πλειστηριασμών, το οποίο, μάλιστα, αναμένεται να ενταθεί, από τη στιγμή που έληξε η προθεσμία ένταξης στις 120 δόσεις (μόλις το 30% του συνόλου των 1,8 εκατ. οφειλετών στο Δημόσιο εντάχθηκε τελικά σε αυτές) και τη δραστική επίσπευση ρευστοποίησης Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων, ύψους 30 δισ. ευρώ». Με άλλα λόγια, η αιτία της μειωμένης κατανάλωσης είναι η συντριβή της αγοραστικής δύναμης των εργατικών-λαϊκών μαζών για να εξυπηρετηθεί το ληστρικό χρέος και τα κέρδη των καπιταλιστών, που έχει καθηλώσει σε χαμηλά επίπεδα τη ζήτηση στην ελληνική οικονομία.
Η μόνη θετική εξέλιξη για την ελληνική οικονομία το τελευταίο διάστημα είναι η αύξηση της οικοδομικής δραστηριότητας, η οποία ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2018. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ κατά το 8μηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2019, η συνολική οικοδομική δραστηριότητα εμφανίζει αύξηση κατά 7,4% στον αριθμό των οικοδομικών αδειών, κατά 2,4% στην επιφάνεια και κατά 2,6% στον όγκο, σε σχέση με το αντίστοιχο 8μηνο του 2018. Ωστόσο, αυτό που βλέπουμε να τροφοδοτεί την άνοδο της οικοδομής δεν είναι οι μαζικές επενδύσεις στην κατασκευή νέων κατοικιών, οι οποίες είχαν τροφοδοτήσει τη «χρυσή» δεκαετία ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού πριν από την κρίση. Η παρούσα άνοδος της οικοδομικής δραστηριότητας οφείλεται κυρίως στον τουρισμό, μέσα από την ανακαίνιση ή τη δημιουργία νέων ξενοδοχειακών μονάδων, καθώς και στην αξιοποίηση κλειστών διαμερισμάτων για ενοικίαση με τη μέθοδο του “Airbnb”. Η εξάρτηση λοιπόν, αυτής της οικοδομικής δραστηριότητας από τον τουριστικό κλάδο, περιορίζει τη δυνατότητά της να συμβάλει με έναν ισχυρό τρόπο στους ρυθμούς ανάπτυξης την επόμενη περίοδο, όπως αντίθετα είχε συμβεί κατά την περίοδο της ανάπτυξης της δεκαετίας 1997-2007.
β) Τι δείχνει η πορεία των επιτοκίων των ομολόγων.
Με ποιους τρόπους θα εκδηλωθεί η αρνητική επίδραση μιας νέας διεθνούς ύφεσης στον ελληνικό καπιταλισμό; Καταρχάς, συμπτώματα αυτής της επίδρασης βλέπουμε ήδη πριν ακόμα έρθει η ύφεση και μάλιστα, εκεί που η αποπροσανατολιστική προπαγάνδα των αστικών ΜΜΕ βλέπει «οικονομικές επιτυχίες». Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η μεγάλη υποχώρηση της απόδοσης των ελληνικών ομολόγων, στο πλαίσιο της οποίας το δεκαετές ελληνικό ομόλογο έφθασε τον περασμένο Οκτώβριο στο 1,25% από 4,26% πριν ένα χρόνο, με τα τρίμηνα έντοκα γραμμάτια τον ίδιο μήνα να φτάνουν στο -0,02%! Τα αστικά ΜΜΕ εμφανίζουν ότι αυτό είναι τάχα, το αποτέλεσμα του «θετικού» οικονομικού κλίματος που διαμόρφωσε η εκλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Όμως η αλήθεια είναι διαφορετική. Η βεβαιότητα για τον ερχομό της ύφεσης που καθιστά ασύμφορες της επενδύσεις στην πραγματική οικονομία είναι η αιτία που έχει δημιουργήσει ένα πρόσκαιρο κερδοσκοπικό κύμα αγοράς κρατικών ομολόγων παγκόσμια. Αυτό το διεθνές κύμα ήταν η αιτία που παρέσυρε πτωτικά την απόδοση των ελληνικών ομολόγων και όχι μια κάποιου είδους «εμπιστοσύνη» προς τον ελληνικό καπιταλισμό.
Ασφαλώς, η παρούσα μεγάλη πτώση των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων επιτρέπει τον φθηνό δανεισμό του κράτους και σε έναν ορισμένο βαθμό και των επιχειρήσεων. Όμως δεν πρόκειται να διαρκέσει για πολύ. Στις αρχές Νοεμβρίου το παγκόσμιο κερδοσκοπικό πάρτι στην αγορά κρατικών ομολόγων φάνηκε να τελειώνει και το κύμα αγορών άρχισε να διαδέχεται ένα κύμα πωλήσεων. Έτσι, αυτό που συνέβη τις προηγούμενες βδομάδες, με τα ελληνικά ομόλογα να είναι φθηνότερα από τα αμερικανικά, με το μηδενισμό του ελληνοϊταλικού «σπρεντ» (η διαφορά στην απόδοση του μεταξύ ελληνικού και ιταλικού 10ετούς ομολόγου) και τα αρνητικά επιτόκια βραχυπρόθεσμου δανεισμού του ελληνικού κράτους (βλέπε αρνητικό επιτόκιο στα τρίμηνα έντοκα γραμμάτια, δηλαδή οι δανειστές πληρώνουν για να δανείζουν το ελληνικό κράτος!) αρχίζει να αποδεικνύεται ότι ήταν μια κερδοσκοπική υπερβολή στο πλαίσιο μιας ανάλογης, γενικότερης διεθνούς τάσης. Ήδη από τη δεύτερη βδομάδα του Νοεμβρίου οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων αρχίζουν και πάλι να αυξάνονται.
Όσο η διεθνής ύφεση θα πλησιάζει, θα αυξάνεται και η αβεβαιότητα και η ανησυχία σχετικά με τη δυνατότητα του ελληνικού κράτους να πραγματοποιεί τους συμφωνημένους με την τρόικα δημοσιονομικούς στόχους. Αυτό θα φέρνει μαζικές πωλήσεις των ελληνικών ομολόγων στην δευτερογενή αγορά και έτσι τα επιτόκια δανεισμού θα εκτοξευθούν και πάλι στα ύψη. Διαβλέποντας μάλιστα την τάση αυτή, στις φθινοπωρινές εκθέσεις του δύο μεγάλες «επενδυτικές» τράπεζες, οι UBS και της Societe Generale, ουσιαστικά πρότειναν στους «επενδυτές» να απομακρυνθούν από τα ελληνικά κρατικά ομόλογα.
γ) Το επερχόμενο υφεσιακό «ντόμινο».
Ενδεικτικές για τις καταλυτικές συνέπειες του επικείμενου ερχομού της ύφεσης στην ελληνική οικονομία είναι οι τεράστιες απώλειες που έχει φέτος και θα έχει και το 2020 ο ελληνικός τουρισμός από την πρόσφατη χρεοκοπία του τουριστικού κολοσσού, “Τhomas Cook”. Αυτές, σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων, θα προσεγγίσουν το 1 δισεκατομμύριο ευρώ! Με τον ερχομό της διεθνούς ύφεσης, περισσότερες τέτοιες χρεοκοπίες μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών με δραστηριότητες στην Ελλάδα θα κάνουν αναπόφευκτα την εμφάνισή τους, μεταφέροντας ζημιές στον ελληνικό καπιταλισμό και υπονομεύοντας την παρούσα αδύναμη ανάκαμψη του.
Η αρνητική επίδραση της διεθνούς ύφεσης θα εκφραστεί επίσης με μια πτώση στην τουριστική κίνηση, αφού το διαθέσιμο για διακοπές εισόδημα στις χώρες τουριστικής προέλευσης θα μειωθεί. Η πτώση στον τουρισμό θα συμπαρασύρει την οικοδομική δραστηριότητα, η αύξηση της οποίας όπως είδαμε «περιστρέφεται» κύρια γύρω από αυτόν. Επιπλέον, με τη διεθνή ύφεση και την υποχώρηση της ζήτησης εμπορευμάτων που αυτή θα σηματοδοτήσει, αναπόφευκτα θα έχουμε πτώση στις ελληνικές εξαγωγές, οι οποίες το πρώτο εξάμηνο του 2019 σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ αυξήθηκαν κατά 362,3 εκατ. ευρώ ή κατά 2,2%. Αυτό θα φέρει επιβάρυνση στο ήδη ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (έλλειμμα 3,9 δισ. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο του 2019), η οποία με τη σειρά της θα δημιουργήσει τη βάση για μια αύξηση του εξωτερικού χρέους της χώρας.
Η μείωση των εξαγωγών, η πτώση του τουρισμού και η νέα επιβράδυνση της οικοδομικής δραστηριότητας θα συρρικνώσουν ακόμα περισσότερο τις επενδύσεις στη βιομηχανία και τις συνολικές επενδύσεις και όλα αυτά, αναπόφευκτα θα αποτυπωθούν σε αρνητικούς ρυθμούς εξέλιξης του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια, δηλαδή σε επιστροφή στην ύφεση. Και φυσικά, ο ερχομός της νέας ύφεσης θα επαναφέρει στο προσκήνιο τους δύο μεγάλους οικονομικούς εφιάλτες του ελληνικού καπιταλισμού, την κρατική χρεοκοπία και την έξοδο από την Ευρωζώνη.
δ) Ο εφιάλτης της χρεοκοπίας και του Grexit θα αναβιώσει.
Το ελληνικό κρατικό χρέος σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ, αυτά για το πρώτο εξάμηνο του 2019, έφθασε τα 335,518 δισ. ευρώ και στο 180,2% του ΑΕΠ. Τον Μάρτιο του 2010, πριν δηλαδή υπογραφούν τα Μνημόνια, σύμφωνα με το Δελτίο Δημοσίου Χρέους το ελληνικό κρατικό χρέος ανερχόταν σε 310,3 δισ. ευρώ, και στο 146% του ΑΕΠ της χώρας. Σχεδόν μια δεκαετία μετά την έναρξη της ελληνικής κρίσης, το κρατικό χρέος είναι μεγαλύτερο και αυτό είναι η πιο χαρακτηριστική απόδειξη για το ότι η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού κάθε άλλο παρά έχει ξεπεραστεί.
Στην πραγματικότητα, με τα «προγράμματα διάσωσης» της τρόικας η ελληνική κρατική χρεοκοπία απλά έχει αναβληθεί για το μέλλον. Η πιο πρόσφατη ενέργεια προς αυτήν την κατεύθυνση ήταν η λεγόμενη «λύση για το χρέος», η οποία συμφωνήθηκε ανάμεσα σε τρόικα και κυβέρνηση Τσίπρα το καλοκαίρι 2018 και οδήγησε σε μετάθεση για μετά το έτος 2032 (αλλά με αυξημένα επιτόκια) πληρωμών ύψους 96,6 δισ. ευρώ, που με βάση όσα ίσχυαν πριν, θα έπρεπε να ξεκινήσουν το έτος 2023 . Όμως παρά τις μεταθέσεις πληρωμών για το μέλλον, που επιχειρούν να κρύψουν το πρόβλημα κάτω από το χαλί, ο ερχομός μιας νέας διεθνούς ύφεσης θα διαταράξει τη σημερινή κανονικότητα στην εξυπηρέτηση του χρέους.
Η υπόθεση της κανονικής εξυπηρέτησης του γιγάντιου ελληνικού κρατικού χρέους εξαρτάται από τη δυνατότητα των ελληνικών κυβερνήσεων να πραγματοποιούν τους ετήσιους συμφωνημένους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα (3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2% μέχρι το 2060). Το πρωτογενές πλεόνασμα είναι η διαφορά μεταξύ κρατικών δαπανών και εσόδων, χωρίς τους τόκους και τα χρεολύσια που πληρώνονται για την εξυπηρέτηση του κρατικού χρέους. Αυτό που ενδιαφέρει του δανειστές είναι να επιτυγχάνονται όσο γίνεται μεγαλύτερα πρωτογενή πλεονάσματα για να εξυπηρετείται κανονικά το χρέος. Η ανακοπή της ύφεσης από το 2016 και μετά, σε συνδυασμό με την άγρια λιτότητα των Μνημονίων έφερε την επίτευξη υπερπλεονασμάτων, πλεονάσμάτων δηλαδή που ξεπέρασαν τους μνημονιακούς στόχους, όπως συνέβη το 2018, με ένα τελικό πρωτογενές πλεόνασμα που ανήλθε στο 4,3% του ΑΕΠ (έναντι στόχου 3,5%) και σε 7,9 δισ. ευρώ .
Ο ερχομός της διεθνούς ύφεσης όμως, μειώνοντας τα κρατικά έσοδα από φόρους (όπως άλλωστε συνέβη και μετά το 2009) θα κάνει απραγματοποίητους τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα (το ΔΝΤ μάλιστα, στην τελευταία έκθεσή του στις 13/11 συνεχίζει να προβλέπει ότι αυτή η αποτυχία θα εμφανιστεί από τη φετινή χρονιά, ακόμα δηλαδή και χωρίς ύφεση) και θα τείνει στη θέση τους να βάζει ελλείμματα. Μια τέτοια αποτυχία, με τη σειρά της θα οδηγήσει στη λήψη νέων μέτρων λιτότητας, ξεκινώντας από τη ματαίωση των φοροελαφρύνσεων που έχουν εξαγγελθεί από την κυβέρνηση (φυσικά όχι των «αναπτυξιακών», δηλαδή εκείνων που αυξάνουν τα κέρδη για τους καπιταλιστές, όπως η μείωση στη φορολογία των επιχειρήσεων στο 20% από το 28% και τον φόρο στα διανεμόμενα κέρδη στο 5% από 10%, τα «παράθυρα» μηδενικής φορολόγησης σε «ζημιογόνες» εταιρείες κ.λπ) και προχωρώντας στην πραγματοποίηση της περικοπής των συντάξεων και του αφορολογήτου ορίου που είχε αναβληθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση, ενώ στο στόχαστρο μειώσεων, πάντα για «αναπτυξιακούς» λόγους, θα ξαναμπεί ο κατώτατος μισθός.
Επιπλέον, η αδυναμία επίτευξης των πλεονασμάτων θα αυξήσει και πάλι το κόστος δανεισμού. Το περίφημο «μαξιλάρι ρευστότητας» που σήμερα μένει ανενεργό στην Τράπεζα της Ελλάδας ως εγγύηση για χαμηλότοκο δανεισμό από τις αγορές (κοστίζοντας 500 εκ. ευρώ το χρόνο στο ελληνικό κράτος λόγω των σημερινών αρνητικών επιτοκίων καταθέσεων) και το οποίο τον Οκτώβριο ανερχόταν στο ποσό των 31 δισ, ευρώ (15,6 δισ. ευρώ από το δάνειο του τρίτου μνημονίου και τα υπόλοιπα από εγχώρια έσοδα από τη λιτότητα σε συνδυασμό με ταμειακά διαθέσιμα κρατικών φορέων) δεν θα μπορέσει να αποτελέσει μια σοβαρή ασπίδα προστασίας από τις επιπτώσεις της ύφεσης. Ένα σημαντικό μέρος του, όπως φαίνεται, πιθανότατα θα καταναλωθεί για την αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ (8,8 δισ ευρώ), ενώ και οι τράπεζες είναι έτοιμες να ανακεφαλοποιηθούν από αυτό. Αργά ή γρήγορα, η άνοδος του κόστους δανεισμού θα επαναφέρει στο προσκήνιο την ανάγκη για ένα νέο δάνειο από την τρόικα, (για την ακρίβεια από την ΕΕ και την ΕΚΤ, γιατί το ΔΝΤ εδώ και καιρό δείχνει να μην επιθυμεί ξανά μια τέτοιου είδους «εμπλοκή» στις ευρωπαϊκές-γερμανικές υποθέσεις), πιθανότατα αρχικά με τη μορφή ενεργοποίησης μιας «πιστοληπτικής γραμμής πίστωσης», που φυσικά θα συνοδευτεί από την υπογραφή ενός νέου μνημονίου.
Αυτή η πορεία θα αναβιώσει τον εφιάλτη της χρεοκοπίας και του “Grexit”. Βέβαια, το ενδεχόμενο της αδυναμίας εξυπηρέτησης του ελληνικού κρατικού χρέους, σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις της τρόικας και των αστών οικονομικών αναλυτών έχει απομακρυνθεί πολύ. Στην πιο πρόσφατη από αυτές τις εκτιμήσεις που περιέχεται στην τελευταία έκθεση του ΔΝΤ, το ελληνικό κρατικό χρέος χαρακτηρίζεται «μη βιώσιμο» μόνο για την περίοδο μετά το 2032 και ο κίνδυνος χρεοκοπίας μετατίθεται στο 2038. Ωστόσο, όλα αυτά είναι υποθέσεις εργασίας, που λαμβάνουν υπόψη το ύψος των προγραμματισμένων πληρωμών για το υπάρχον χρέος (υποτιμούν δηλαδή τη δυνατότητα δημιουργίας νέου βραχυπρόθεσμου χρέους), παίρνοντας ως δεδομένη μια ομαλή και σταθερή εξέλιξη των πραγμάτων στον ελληνικό, τον ευρωπαϊκό και τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Αντίθετα όμως, το τοπίο ειδικά μετά τον ερχομό μιας νέας ύφεσης προβλέπεται εξαιρετικά ρευστό και ταραχώδες, περιλαμβάνοντας την πρόσθεση νέου χρέους και τη δυσκολότερη την εξυπηρέτηση του παλιού.
Μέχρι το 2032 προβλέπονται ετήσιες πληρωμές για το χρέος που κυμαίνονται από 3,196 δισ. ευρώ εώς και 9,799 δισ ευρώ. Τυπικά, για ένα ελληνικό κράτος που φέτος πληρώνει για το χρέος συνολικά 12,763 δισ. ευρώ και ετοιμάζεται να δώσει και «κοινωνικό μέρισμα στους συνταξιούχους, αυτού του ύψους οι πληρωμές δεν φαίνεται να αποτελούν μεγάλο πρόβλημα. Όλα αυτά όμως, συμβαίνουν με έναν ρυθμό ανάπτυξης που αναμένεται να προσεγγίσει το 2% και με την ύπαρξη του προαναφερθέντος «μαξιλαριού ρευστότητας». Η ύφεση, με τη σημαντική πτώση στα φορολογικά έσοδα, με τα ελλείμματα στη θέση των πλεονασμάτων και την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού θα κάνει δύσκολες ακόμα και αυτές τις πληρωμές.
Επιπλέον, τα ελλείμματα θα δημιουργούν ανάγκη για νέο δανεισμό, είτε από την τρόικα (με νέα Μνημόνια), είτε από τις αγορές με βραχυπρόθεσμη διάρκεια και με υψηλά επιτόκια, αυξάνοντας έτσι το χρέος και προσθέτοντας νέες πληρωμές μέχρι το 2032. Μέσα από αυτόν τον δρόμο μπορεί να αποδειχθεί ότι το χρέος δεν είναι καθόλου βιώσιμο τα επόμενα χρόνια. Και αν τα 5 δισ. περίπου που απαιτούνται ετησίως για την εξυπηρέτησή του χρέους το 2020 και το 2021 θα μπορούσαν να βρεθούν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (με τη βοήθεια και του μαξιλαριού), το 2023 με 9,848 δισ ευρώ που θα απαιτηθούν για πληρωμές του παλιού χρέους, είναι πιθανό να αποτελέσει μια χρονιά – ορόσημο για τη διολίσθηση προς την ανοικτή αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους.
Σε αυτήν την περίπτωση, όπως τονίζουμε επανειλημμένα από το 2015, η ΕΕ και η Γερμανία που καθοδηγεί τις αποφάσεις της (αλλά και τα υπόλοιπα, δορυφορικά σε αυτήν ή μη, κράτη – μέλη) θα είναι λιγότερο από ποτέ ανοικτές σε ένα ακόμα σχέδιο φτηνής δανειοδότησης της Ελλάδας. Η πίεση στους ευρωπαϊκούς προϋπολογισμούς από την ύφεση και η λαϊκή δυσαρέσκεια για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που θα είναι υποχρεωμένες να επιβάλουν νέα μέτρα λιτότητας, θα είναι το πλέον ακατάλληλο περιβάλλον για να εγκριθεί από τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια μια νέα ελληνική «διάσωση». Σε αυτές τις συνθήκες, αντί για νέο χρήμα μπορεί να προσφερθεί από την τρόικα μια ακόμα αναδιάρθρωση – μετάθεση πληρωμών, πιθανότατα και με περικοπή χρέους και είναι πιθανό να απαιτηθεί ως όρος από την Ελλάδα όχι μόνο νέα άγρια λιτότητα, αλλά και η «συναινετική» έξοδός της από την Ευρωζώνη. Κι αυτό είναι μόνο το καλό σενάριο. Γιατί, όπως έχουμε επανειλημμένα τονίσει, μέσα στις συνθήκες μιας βαθιάς ύφεσης και μιας γενικευμένης αναβίωσης του προστατευτισμού, η ίδια η ύπαρξη της Ευζωζώνης και της ΕΕ με τη μορφή και τη σύνθεση που έχουν σήμερα θα τεθεί σε αμφισβήτηση, με αποτέλεσμα η ελληνική κρατική χρεοκοπία και ένα συνεπαγόμενο Grexit (σε αυτή την περίπτωση πιθανότατα και από την ΕΕ) να πάρουν μια μη συναινετική, «άτακτη» μορφή.
ε) Τράπεζες-«βδέλλες».
Στις δυσοίωνες γενικές προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού θα πρέπει να συνυπολογίσουμε την απόλυτα προβληματική – παρασιτική κατάσταση που επικρατεί σήμερα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Οι πρόσφατες ληστρικές αυξήσεις των τραπεζών στις προμήθειες επανέφεραν στο προσκήνιο τον σκανδαλώδη ρόλο που παίζουν οι ελληνικές τράπεζες από την αρχή της κρίσης, ο οποίος αντανακλά αυθεντικά την αντικοινωνική και διεφθαρμένη φύση του καπιταλισμού. Σύμφωνα με τα επίσημα κυβερνητικά στοιχεία, το σύνολο των κεφαλαιακών ενισχύσεων που δόθηκαν από το αστικό κράτος με χρήματα των τσακισμένων από την κρίση φορολογουμένων ανθρώπων της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων μικροαστών προς τις τράπεζες, από το Νοέμβριο του 2008 έως σήμερα, με τη μορφή «ρευστού» χρήματος είναι 45,4 δισ. ευρώ, ενώ αν συμπεριλάβουμε και τη χορήγηση εγγυήσεων και ομολόγων του Δημοσίου για δανεισμό από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και τον μηχανισμό ELA, τότε το ποσό ξεπερνά τα 170 δισ. ευρώ!
Το σκάνδαλο γίνεται ακόμα μεγαλύτερο από το γεγονός ότι μετά από όλον αυτό τον «πακτωλό» άμεσων και έμμεσων κρατικών χρηματοδοτήσεων, με την 3η κεφαλαιοποίηση που πραγματοποίησε σε συνεργασία με την τρόικα η κυβέρνηση Τσίπρα, η ιδιοκτησία των μεγάλων ελληνικών τραπεζών παραδόθηκε στο έλεγχο πολυεθνικών κερδοσκοπικών “funds” και εγχώριων, εξίσου αρπακτικών, καπιταλιστικών ομίλων. Τα καπιταλιστικά αυτά παράσιτα, ενώ διαχειρίζονται σήμερα σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας καταθέσεις ύψους 151,1 δισ. ευρώ, δεν βάζουν στις τράπεζες κεφάλαια, παρακολουθώντας παθητικά την πτώση της χρηματιστηριακής τους αξίας, καθώς μόνο την περίοδο 2015-2018 η χρηματιστηριακή αξία των συστημικών τραπεζών έπεσε από τα 16,510 δισ. ευρώ στα 5,431 δισ. ευρώ. Παρά τα όμορφα λόγια της άρχουσας τάξης για την ανάγκη «οι ελληνικές τράπεζες να παίξουν τον αναπτυξιακό τους ρόλο», αυτό που άμεσα και πάνω από όλα ενδιαφέρει τους ιδιοκτήτες τους και το ντόπιο και ξένο μεγάλο κεφάλαιο συνολικά σήμερα είναι η συμμετοχή στο κερδοσκοπικό πάρτι που έχει στηθεί γύρω από την αγοραπωλησία και εκμετάλλευση των μη εξυπηρετούμενων, «κόκκινων» δανείων. Δεκάδες είναι οι εταιρείες και τα funds που διεκδικούν ή έχουν λάβει μερίδιο, με πολλές μάλιστα να είναι θυγατρικές των ίδιων των ιδιοκτητών των τραπεζών ή συνεργαζόμενες σε ειδικά σχήματα με αυτούς.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε το ότι κάτω από την «ομπρέλα» του όρου «κόκκινα» δάνεια που περιλαμβάνει δάνεια προς φτωχά νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις που καταστράφηκαν από την καπιταλιστική κρίση, κρύβονται και τα θαλασσοδάνεια πολλών εκατομμυρίων προς μεγάλες επιχειρήσεις, τα οποία δόθηκαν με αδιαφανείς και χαριστικούς όρους. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας για το 2018, τα κόκκινα δάνεια των μεγάλων εταιρειών αντιπροσωπεύουν περίπου το 33% των υπαρχόντων κόκκινων δανείων των επιχειρήσεων συνολικά. Το Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων ερευνά σήμερα περίπου 100 εταιρείες που από το 2009 έλαβαν δάνεια πάνω από 3 δισ. ευρώ, ενώ στο στόχαστρο της Οικονομικής Εισαγγελίας έχουν μπει άλλες 54 επιχειρήσεις με κόκκινα δάνεια, ορισμένες από τις οποίες μάλιστα διαθέτουν και εξωχώριες εταιρείες. Μεγάλο σκάνδαλο αποτελούν οι χορηγήσεις δανείων δεκάδων δισ. ευρώ χωρίς εξασφαλίσεις προς εταιρείες ΜΜΕ, αλλά και προς τα καθεστωτικά κόμματα με το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ στις αρχές του 2018 να οφείλουν στις τράπεζες 225,9 εκατ. ευρώ και 250 εκατ. ευρώ αντίστοιχα.
Παρά την πώληση σε κερδοσκοπικά “funds” τα 2 τελευταία χρόνια «κόκκινων» δανείων ύψους 17,5 δισ. ευρώ, οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να έχουν τα υψηλότερα ποσοστά «κόκκινων δανείων» στην Ευρώπη με 39,2%, και την αξία τους να ανέρχεται σε 80 δισ. ευρώ! Αξίζει να σημειωθεί ότι ο σχετικός κανόνας της ΕΕ κάνει λόγο για ένα ποσοστό που πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 1% και 5%! Η κυβέρνηση για να βοηθήσει τους τραπεζίτες να ξεφορτωθούν εν δυνάμει ζημιές από τους ισολογισμούς τους και να αποκτήσουν ρευστότητα διαμόρφωσε για τα «κόκκινα» δάνεια το περιβόητο σχέδιο Ηρακλής, ένα σχέδιο τιτλοποίησης (μετατροπής σε ομόλογα) «κόκκινων» δανείων ύψους 30 δισ.. Αυτά τα «κόκκινα» δάνεια θα χωριστούν σε 3 κατηγορίες ανάλογα με την «ποιότητα» και τα «ποιοτικότερα» θα μείνουν στον έλεγχο των τραπεζών, λαμβάνοντας και κρατικές εγγυήσεις 9 δισ. ευρώ. Αυτό θα συνδυάζεται με ανελέητη πίεση σε χιλιάδες φτωχούς δανειολήπτες, χωρίς πλέον προστασία της πρώτης κατοικίας, με κατασχέσεις κ.α. Ο σκανδαλώδης χαρακτήρας αυτού του σχεδίου βοηθά την τσέπη συγκεκριμένων καπιταλιστών, δεν βοηθά όμως καθόλου την ίδια την καπιταλιστική οικονομία ως σύνολο, αφού η κλιμάκωση των κατασχέσεων και της πίεσης στους φτωχούς δανειολήπτες αποτελεί παράγοντα που ωθεί προς την κατεύθυνση της ύφεσης.
Γενικότερα, σήμερα οι ελληνικές τράπεζες, λειτουργώντας ως το κέλυφος της πιο αχαλίνωτης κερδοσκοπίας με τις πλάτες του κράτους και τα χρήματα των εργαζόμενων φορολογουμένων, αποτελούν μόνιμο παράγοντα αποσταθεροποίησης, κάτι που θα αποκαλυφθεί εκ νέου με τον ερχομό της ύφεσης (υπέρ της οποίας ο σημερινός ρόλος τους αντικειμενικά «εργάζεται»). Ο ερχομός της ύφεσης θα δημιουργήσει νέα «κόκκινα δάνεια» που θα ωθήσουν τους νέους ιδιοκτήτες των ελληνικών τραπεζών, αργά ή γρήγορα, να τις εγκαταλείψουν. Οι ελληνικές τράπεζες αναπόφευκτα θα χρειαστούν μια νέα μεγάλη «ανακεφαλαιοποίηση», με την προοπτική ενός «κουρέματος» καταθέσεων να επανέρχεται στο προσκήνιο.
Οι εκτιμήσεις μας για τις οικονομικές εξελίξεις και προοπτικές δεν γίνονται από οικονομολογικό ή δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Οι μαρξιστές εξετάζουν την οικονομία από τη σκοπιά της επίδρασής της στην ταξική πάλη και τη συνείδηση της εργατικής τάξης, καθώς επίσης και τη σκοπιά του βαθμού ανάδειξης της δυνατότητας και της αναγκαιότητας για τον επαναστατικό σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Ο αναπόφευκτος ερχομός της διεθνούς ύφεσης, οξύνοντας τα χρονίζοντα και άλυτα αδιέξοδα του ελληνικού καπιταλισμού θα δημιουργήσει οικονομικά γεγονότα και εξελίξεις που θα προμηθεύσουν με άφθονο «εύφλεκτο υλικό» την αντικειμενική κατάσταση στη χώρα, με εκρηκτική αντανάκλαση στη συνείδηση των εργατικών μαζών και της νεολαίας. Ταυτόχρονα, η επιστροφή στο προσκήνιο του «φαύλου κύκλου» άγριας λιτότητας-βαθειάς ύφεσης, θα εξανεμίσει τις ήπιες αλλά υπαρκτές αυταπάτες των μαζών για «επιτυχή έξοδο από τα μνημόνια και την κρίση», θα πολλαπλασιάσει την απουσία εμπιστοσύνης στον καπιταλισμό στις τάξεις τους και θα ανοίξει, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους, ένα πλατύ πεδίο για επαναστατική-σοσιαλιστική προπαγάνδα.
Η νέα ύφεση και η επιστροφή στην άγρια λιτότητα θα αποδείξει στην πράξη ότι ο «ρεαλιστικός»-συμφιλιωτικός με τα μνημόνια και τον καπιταλισμό «εθνικός δρόμος» διεξόδου από την κρίση που υπηρέτησε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι εντελώς αναποτελεσματικός και θα αναπτυχθεί η τάση αναζήτησης επαναστατικής εναλλακτικής λύσης, διεθνούς περιεχομένου και προοπτικής. Σε αυτές τις συνθήκες, το διεθνιστικό σοσιαλιστικό πρόγραμμα του επαναστατικού μαρξισμού, το πρόγραμμά μας, θα αποδειχθεί ότι αντιπροσωπεύει τη μόνη ρεαλιστική λύση, ξεκινώντας να προσελκύει πιο αποφασιστικά τα πιο πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας.
Συνεχίζεται
(«Ε»: Το προσχέδιο του κειμένου γράφτηκε από τον σ. Σταμάτη Καραγιαννόπουλο)