Ο καθοριστικός ρόλος της εργατικής τάξης και η σημερινή της κατάσταση
Ο Φρίντριχ Ένγκελς, σε μια σημείωση στη βρετανική έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου του 1888, έδωσε το συνοπτικό ορισμό της εργατικής τάξης ή αλλιώς, προλεταριάτου: «Με τη λέξη προλεταριάτο εννοούμε την τάξη των σύγχρονων μισθωτών εργατών, οι οποίοι επειδή δεν κατέχουν καθόλου δικά τους μέσα παραγωγής, είναι αναγκασμένοι να πουλούν την εργατική τους δύναμη για να μπορούν να ζήσουν». (Κ. Μαρξ – Φρ. Ένγκελς: «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», «Μ.Φ», σελ. 47).
Η εργατική τάξη αποτελεί τη μοναδική τάξη της καπιταλιστικής κοινωνίας που μπορεί να ηγηθεί στη σοσιαλιστική επανάσταση, λόγω της θέσης της στο επίκεντρο της κοινωνικής παραγωγής, στη σύγχρονη βιομηχανία και της απασχόλησής της σε μαζικούς χώρους δουλειάς, της συγκέντρωσής της στις μεγάλες πόλεις και των δυνατοτήτων συλλογικής οργάνωσης που της παρέχουν αυτά τα χαρακτηριστικά. Η εμπροσθοφυλακή της προλεταριακής επανάστασης είναι η βιομηχανική εργατική τάξη. Ο Φρίντριχ Ένγκελς έγραφε σχετικά με το βιομηχανικό προλεταριάτο: «..οι εργάτες των εργοστασίων, αυτοί οι πρωτότοκοι γιοι της βιομηχανικής επανάστασης, υπήρξαν από την αρχή ως τις μέρες μας ο πυρήνας του εργατικού κινήματος…» («Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία», μέρος 1ο, εκδόσεις «Μπάιρον», σελ. 59).
Η ιδιότητα της εργατικής τάξης ως ηγέτιδας δύναμης της σοσιαλιστικής επανάστασης δεν καθορίζεται από το αριθμητικό της μέγεθος, αλλά από τη θέση της στο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής. Ο Λένιν έγραφε σχετικά με αυτό το ζήτημα τα ακόλουθα : «..Η δύναμη του προλεταριάτου σε οποιαδήποτε καπιταλιστική χώρα είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη απ’ ό,τι το ποσοστό του προλεταριάτου στο σύνολο του πληθυσμού. Αυτό συμβαίνει, γιατί το προλεταριάτο κυριαρχεί στα οικονομικά κέντρα και στα νευραλγικά σημεία ολόκληρου του οικονομικού συστήματος του καπιταλισμού και γιατί το προλεταριάτο, οικονομικά και πολιτικά, εκφράζει τα πραγματικά συμφέροντα της τεράστιας πλειονότητας των εργαζομένων στον καπιταλισμό…» («Άπαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 40, σελ. 23). Ωστόσο, μελετώντας την ταξική διαστρωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας, διαπιστώνουμε ότι και στην Ελλάδα ισχύει σήμερα ό,τι και στη συντριπτική πλειονότητα των καπιταλιστικών κρατών του πλανήτη: η εργατική τάξη είναι και από αριθμητική άποψη η αποφασιστική δύναμη στον πληθυσμό.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (γ’ τρίμηνο) για την ταξική διαστρωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας (με κατά προσέγγιση εκτιμήσεις και σε συνδυασμό με διασταυρώσεις με τα σχετικά στοιχεία που είχαμε παραθέσει στην πολιτική απόφαση του συνεδρίου μας το 2016, γιατί οι ταξικές κατηγοριοποιήσεις των κρατικών στατιστικών υπηρεσιών δεν είναι εντελώς ακριβείς) η έχουσα εργασία εργατική τάξη αριθμεί συνολικά πάνω από 2,2 εκατομμύρια ανθρώπους. Η βιομηχανική εργατική τάξη στην Ελλάδα (συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων σε κλάδους όπως η πληροφορική, οι τηλεπικοινωνίες και οι μεταφορές, που η αστική στατιστική σήμερα κακώς κατατάσσει στις υπηρεσίες) προσεγγίζει τους 500.000 ανθρώπους. Αν στο συνολικό αριθμό της εργατικής τάξης συμπεριλάβουμε τους ανέργους που προέρχονται από την εργατική τάξη και όσους απασχολούνται ως μισθωτοί αλλά με δελτίο παροχής υπηρεσιών, ο αριθμός της εργατικής τάξης προσεγγίζει τα 3 εκατομμύρια. Μαζί με τα εξαρτημένα μέλη των οικογενειών των ανθρώπων της εργατικής τάξης, τους συνταξιούχους που προέρχονται από την εργατική τάξη (με στοιχεία του Ενιαίου Συστήματος Ελέγχου και Πληρωμών Συντάξεων «ΗΛΙΟΣ»), τότε σε σύνολο 10,8 εκατομμυρίων που είναι ο μόνιμος πληθυσμός της Ελλάδας στην τελευταία απογραφή (2011), συμπεραίνουμε ότι η εργατική τάξη και τα εξαρτημένα ή κοντινά σε αυτήν τμήματα της κοινωνίας είναι η μεγάλη πλειονότητα του συνολικού πληθυσμού της ελληνικής κοινωνίας, πάνω από το 65% ή πάνω από 7 εκατομμύρια άτομα.
Τα στοιχεία αυτά γελοιοποιούν τις αστικές και ρεφορμιστικές θεωρίες περί «εξαφάνισης», «συρρίκνωσης» ή «διάχυσης» της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη, όχι απλά υπάρχει, αλλά μεγαλώνει διαρκώς. Αρκεί μόνο να αναφέρουμε ότι 30 χρόνια πριν, το 1989, ο συνολικός αριθμός της έχουσας εργασία εργατικής τάξης στην Ελλάδα προσέγγιζε το 1,5 εκατομμύριο. Επιπλέον, αυτά τα στοιχεία φανερώνουν έναν συντριπτικό αντικειμενικό συσχετισμό δύναμης στην κοινωνία υπέρ της εργατικής τάξης. Η πιο αυθεντική πρόσφατη επιβεβαίωση αυτού του συσχετισμού δύναμης ήρθε με το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου του 2015, όπου η ψήφος, όπως σημείωσαν όλοι οι σοβαροί αναλυτές, συμπεριλαμβανομένων των αστών, ήταν πιο ταξική από κάθε άλλη φορά. Το 61,3% του «Όχι», που έγινε 70% στις μεγάλες πόλεις, αντανακλά την μαζική δύναμη που μπορεί να κινητοποιήσει το κίνημα της εργατικής τάξης και δείχνει απόλυτα ξεκάθαρα τα τεράστια περιθώρια υποστήριξης που μπορεί να συγκεντρώσει μέσα στην ελληνική κοινωνία ένα μαζικό επαναστατικό εργατικό κόμμα.
Η ισχνή ανάκαμψη των 2-3 τελευταίων χρόνων, μειώνοντας τον αριθμό των ανέργων, έχει απλώς συγκρατήσει την αύξηση της εργατικής εξαθλίωσης, χωρίς να έχει επιφέρει ουσιαστική βελτίωση στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης. Η αύξηση του κατώτατου μισθού συνιστά μία πολύ μικρή τόνωση στο εργατικό εισόδημα, το οποίο όμως συνεχίζει να βρίσκεται πολύ κάτω από τα όρια της αξιοπρεπούς διαβίωσης για τη μεγάλη μάζα των εργαζόμενων και ιδίως των νέων. Η γενική κατάσταση στο βιωτικό επίπεδο της εργατικής συνεχίζει να είναι ζοφερή και πλέον, η δημιουργία οικογένειας με πάνω από τρία μέλη είναι εντελώς απαγορευτική για τη μεγάλη πλειονότητα των νέων εργαζόμενων που έχουν μοναδικό εισόδημα το εισόδημα από τη δουλειά τους. Αυτό το φαινόμενο είναι η πιο γλαφυρή αντανάκλαση της σήψης και παρακμής του ελληνικού καπιταλισμού.
Οι λεγόμενες «δημογραφικές συνέπειες» που αυτό το φαινόμενο έχει, δηλαδή οι συνέπειες στην υπόθεση της διατήρησης από την ελληνική άρχουσα τάξη του σημερινού εθνικού συσχετισμού μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους σε σύγκριση με τις δημογραφικές τάσεις των ανταγωνιστικών σε αυτό, γειτονικών αστικών κρατών, και ιδιαίτερα της Τουρκίας, έχουν προκαλέσει μεγάλη ανησυχία στους αστούς, που προσπαθούν να τις μετριάσουν με επιδόματα όπως αυτό των 2.000 ευρώ που εξήγγειλε για κάθε νέα γέννηση η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αυτά τα μέτρα, εκτός από εντελώς ανεπαρκή για να αντιμετωπίσουν ουσιαστικά τα προβλήματα επιβίωσης της εργατικής οικογένειας, αποτελούν την πιο επίσημη ομολογία ότι ο καπιταλισμός είναι σήμερα ανίκανος να εξασφαλίσει στους μισθωτούς του σκλάβους ακόμα και μια άθλια διαβίωση μέσα στη σκλαβιά τους. Συνιστούν την πιο επίσημη ομολογία ότι η ανατροπή του καπιταλισμού και η εργατική εξουσία για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας δεν είναι ένα «όραμα», αλλά ένα ένα ζήτημα επιβίωσης για την εργατική τάξη.
Τα στοιχεία της τελευταίας διαθέσιμης έρευνας του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ (Μάιος 2019) αποκαλύπτουν τις μεγάλες διαστάσεις της εργατικής εξαθλίωσης. Αφορούν την περίοδο πριν την εφαρμογή της αύξησης του κατώτατου μισθού, αλλά δείχνουν τη γενική τάση των τελευταίων χρόνων. Σύμφωνα με αυτά, το 2018 στον ιδιωτικό τομέα 571 χιλιάδες άτομα, το 25,3% των εργαζομένων, αμείβονταν με μισθό κάτω των 500 ευρώ, ενώ 251 χιλιάδες άτομα, το 11,1%, αμείβονταν με μισθό κάτω των 250 ευρώ. Το 2010, μισθό κάτω των 500 ευρώ λάμβανε το 11,3%, ενώ μισθό κάτω των 250 ευρώ λάμβανε μόλις το 3,5%. Το 2018 ο μέσος μισθός ήταν 793 ευρώ, ενώ το 2010 ανερχόταν σε 1.140 ευρώ.
Το β’ τρίμηνο του 2019 το επίσημο ποσοστό ανεργίας ανήλθε σε 16,9% από 19,3% το 2018, με 805 χιλιάδες άνεργους σε αυτό το διάστημα έναντι 906 χιλιάδων στο τέλος του 2018. Ωστόσο, πάνω από 50% των νέων προσλήψεων τα 5 τελευταία έτη (2014-2018) είναι με σύμβαση μερικής και εκ περιτροπής εργασίας. Έτσι πλέον, το 2018, το 29% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα ή 696.825 άτομα, είχε σχέση μερικής απασχόλησης με μέσο μισθό 375,53 ευρώ. Σαν αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, το 2018, το 50,4% των νοικοκυριών αδυνατούσε να καλύψει έκτακτες ανάγκες και το 43%των νοικοκυριών εμφάνιζαν καθυστέρηση στην αποπληρωμή λογαριασμών ΔΕΚΟ, τόκων, δανείων και δόσεων.
Από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης και της ενδυνάμωσης του κινήματός της, η διατήρηση της παρούσας ανάκαμψης, έστω με τη δημιουργία κατά κανόνα κακοπληρωμένων νέων θέσεων υπερεκμετάλλευσης, θα είναι αυτονόητα ένα θετικό στοιχείο. Και μόνο το γεγονός της εισόδου για πρώτη φορά ή της επιστροφής μετά από πολύχρονο βάλτωμα στην ανεργία χιλιάδων εργαζόμενων στους χώρους δουλειάς, προσδίδει περισσότερη αυτοπεποίθηση στην εργατική τάξη συνολικά και αντικειμενικά δίνει μια νέα ώθηση στο εργατικό κίνημα. Αναπόφευκτα, τα πληβειακά αυτά στρώματα εργατών μέσα από την πείρα τους θα αρχίσουν να αναζητούν τον δρόμο της συλλογικής διεκδίκησης. Ένα πρώτο δείγμα αυτών των διεργασιών παρακολουθήσαμε με την μαχητική και αρκετά μαζική απεργία των «ντελιβεράδων» των περασμένο Απρίλιο.
Η κρίση των συνδικάτων και οι προοπτικές του εργατικού κινήματος
Οι εκτιμήσεις μας για το εργατικό κίνημα και τα συνδικάτα να στηρίζονται στα ακλόνητα θεμέλια των θεμελιωδών αντιλήψεων του επαναστατικού μαρξισμού. Οι καλύτερες και πιο αυθεντικές πηγές για αυτές τις αντιλήψεις είναι τα σχετικά γραπτά του Λένιν, οι αποφάσεις των τεσσάρων πρώτων συνεδρίων της Κομουνιστικής Διεθνούς για τα συνδικάτα και η επικαιροποίησή τους από τα κείμενα του Τρότσκι, αλλά και της Διεθνούς μας μετά τον πόλεμο.
Με τον όρο «εργατικό κίνημα» προσδιορίζουμε όλες τις μορφές πάλης της εργατικής τάξης, από την οικονομική έως την πολιτική. Τα συνδικάτα δημιουργήθηκαν από την εργατική τάξη σαν όργανα στο συλλογικό αγώνα της για οικονομικές διεκδικήσεις και δικαιώματα στους χώρους δουλειάς. Το καθήκον των επαναστατών μαρξιστών είναι να προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν την ιδεολογική και πολιτική επιρροή τους στα συνδικάτα προκειμένου να τα ενώσουν με το πρωτοπόρο πολιτικά, επαναστατικό τμήμα του προλεταριάτου, στον κοινό αγώνα για το σοσιαλισμό. Οι επαναστάτες μαρξιστές, κάνοντας τα συνδικάτα ισχυρά όπλα της επανάστασης, τα προετοιμάζουν για το μελλοντικό καθήκον να αποτελέσουν το κύριο στήριγμα της νέας οργάνωσης της οικονομικής ζωής στο σοσιαλισμό, σαν ενώσεις παραγωγής που θα πληροφορούν τις εργαζόμενες μάζες για τις εκάστοτε παραγωγικές ανάγκες, θα προτείνουν τους πιο έμπειρους και καταρτισμένους εργάτες για τις ηγετικές θέσεις στη διοίκηση της παραγωγής, θα ελέγχουν τη δουλειά των ειδικευμένων τεχνικών και τα οποία, μαζί με τους αντιπροσώπους της εργατικής εξουσίας, θα καταρτίζουν δημοκρατικά και θα εκτελούν το συνολικό, κεντρικό σχέδιο της σοσιαλιστικής οικονομικής οικοδόμησης.
Τα συνδικάτα είναι από τη φύση τους λοιπόν, κύτταρα της νέας κοινωνίας μέσα στην παλιά και γι’ αυτό υπόκεινται σε όλων των ειδών τις πιέσεις από την αστική κοινωνία, ιδιαίτερα κατά τις περιόδους οικονομικής άνθισης του καπιταλισμού και στις φάσεις που μεσολαβούν από μεγάλες ήττες του εργατικού κινήματος. Το αποτέλεσμα αυτών των πιέσεων είναι η γραφειοκρατικοποίηση, το πέρασμα του ελέγχου από τη βάση των συνδικάτων στα χέρια μιας καριερίστικης εργατικής γραφειοκρατίας-αριστοκρατίας, η οποία συγκεντρώνει μικρότερα ή μεγαλύτερα υλικά προνόμια στα χέρια της και διαβιεί αποξενωμένη από τη ζωή και τα καθημερινά προβλήματα των εργατών.
Σε χώρες της αναπτυγμένης καπιταλιστικής Δύσης όπως η Ελλάδα, σε ειρηνικές κοινωνικά περιόδους, τα συνδικάτα στελεχώνονται κυρίως από ειδικευμένους και καλύτερα αμειβόμενους εργάτες, η πολιτική αντίληψη των οποίων είναι περιορισμένη λόγω της συντεχνιακής τους στενοκεφαλιάς και του γραφειοκρατικού συνδικαλιστικού μηχανισμού που τους απομονώνει από τις μάζες. Σε αυτές τις περιόδους τα συνδικάτα κάτω από τον έλεγχο της γραφειοκρατίας έχουν την τάση να εγκαταλείπουν τον αγώνα ενάντια στα αφεντικά, επιδιώκοντας τη διατήρηση της ειρήνης και συμφωνίες με τους καπιταλιστές με οποιοδήποτε κόστος.
Στο κείμενό του το 1940 με τίτλο «Τα συνδικάτα στην εποχή της ιμπεριαλιστικής παρακμής», ο Τρότσκι εξήγησε ότι από τις αρχές του 20ου αιώνα τα συνδικάτα έχουν ένα κοινό γνώρισμα στην εκφυλιστική τους εξέλιξη σε όλον τον κόσμο. Αυτό είναι η προσέγγιση και η συγχώνευσή τους με την κρατική εξουσία. Η εξελικτική αυτή διαδικασία, όπως τόνιζε ο Τρότσκι, ισχύει για όλα τα συνδικάτα, για τα «ουδέτερα», τα σοσιαλδημοκρατικά, τα σταλινικά και τα «αναρχικά». Αυτή η τάση για «συγχώνευση» με το κράτος, υποστήριζε ότι δεν είναι συνυφασμένη με τούτη ή την άλλη θεωρία, αλλά πηγάζει από τις κοινωνικές συνθήκες του ιστορικού αδιεξόδου του καπιταλισμού που είναι κοινές για όλα τα συνδικάτα. Γεννιέται από την απόσταση που χωρίζει την εργατική αριστοκρατία από τις πλατιές εργατικές μάζες και από την ανάγκη της να εξασφαλίζει μικροπαραχωρήσεις για να εδραιώνεται σαν εργατική αριστοκρατία, ανάγκη που την ωθεί να βρει προστασία στην αγκαλιά του αστικού κράτους. Αλλά μέσω αυτού, πρακτικά συνδέεται με τις κλίκες που διοικούν τα μεγάλα καπιταλιστικά μονοπώλια και ελέγχουν το κράτος.
Στις περιόδους, όμως, που εκδηλώνεται η καπιταλιστική κρίση, η κατάσταση στα συνδικάτα τείνει να αλλάζει. Πάνω στη βάση της εξάπλωσης των συμπτωμάτων της κρίσης με το χτύπημα του εργατικού εισοδήματος και την γενική επιδείνωση των συνθηκών εργασίας και ζωής, οι πλατιές μάζες του προλεταριάτου στρέφονται στα συνδικάτα ελπίζοντας ότι θα τα χρησιμοποιήσουν σαν όπλο να αλλάξουν τη ζωή τους. Οι παλιές αυξήσεις μισθών και κάθε τι που κατακτήθηκε με τον οικονομικό αγώνα του ενός ή του άλλου τμήματος της εργατικής τάξης, εξανεμίζεται πάνω στο έδαφος της εκδήλωσης της κρίσης και η πάλη των εργατών μέσα από τα συνδικάτα τείνει να παίρνει το χαρακτήρα επαναστατικής πάλης, πάλης για την ανατροπή του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Οι πλατιές εργατικές μάζες αναγκάζουν τα συνδικάτα να οργανώσουν μαζικές απεργίες που διακόπτουν διαρκώς τη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής και υπονομεύουν την καπιταλιστική οικονομία. Έτσι τα συνδικάτα, τα οποία σε ειρηνικές περιόδους επηρέαζαν τις εργατικές μάζες προς την κατεύθυνση της υπηρέτησης των συμφερόντων της αστικής τάξης, τώρα γίνονται όργανα για την ανατροπή της.
Κατά την περίοδο 2010-2016 παρακολουθήσαμε στην Ελλάδα της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης αυτήν τη γενική διαδικασία. Τα (γραφειοκρατικοποιημένα) μαζικά εργατικά συνδικάτα έγιναν από την πρώτη στιγμή της επίθεσης του κεφαλαίου βασικό σημείο αναφοράς στον αγώνα των εργατικών μαζών ενάντια στα Μνημόνια. Μπορεί να μην είδαμε μια αύξηση των οργανωμένων μελών στα συνδικάτα, όμως σαν αποτέλεσμα του αναβρασμού και της μαχητικής διάθεσης που κυριάρχησε στις εργατικές μάζες, η βάση των συνδικάτων πίεσε τις ηγεσίες να αναλάβουν δράση και τα καλέσματα δράσης των συνδικάτων είχαν μαζική απήχηση. Ταυτόχρονα, σαν αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, στα συνδικάτα συντελέστηκε μια αξιοσημείωτη στροφή στ’ αριστερά, στο πλαίσιο της οποίας οι «κομμουνιστογενείς» ή άμεσα επικαλούμενες τον κομμουνισμό συνδικαλιστικές δυνάμεις ανέπτυξαν την επιρροή τους, ιδιαίτερα σε 2 συνδικαλιστικά κέντρα – κλειδιά για το ελληνικό εργατικό κίνημα, στο Εργατικό Κέντρο Αθήνας (Ε.Κ.Α) και τη συνομοσπονδία των δημοσίων υπαλλήλων, την ΑΔΕΔΥ.
Όμως αυτή η κινητοποίηση των εργατικών μαζών που εκφράστηκε με πάνω από 40 γενικές απεργίες, ορισμένες από τις οποίες ήταν πολύ μαχητικές και πραγματικά μαζικές, καθώς και η ριζοσπαστικοποίηση στα συνδικάτα, κατασπαταλήθηκαν από τις γραφειοκρατικές συνδικαλιστικές ηγεσίες. Οι σοσιαλδημοκράτες γραφειοκράτες σε μπλοκ με τις δυνάμεις του αστικού πολιτικού στρατοπέδου στα συνδικάτα με επίκεντρο την πλειοψηφία του Δ.Σ της ΓΣΕΕ, αφού συνειδητά εκτόνωσαν το κίνημα με επαναλαμβανόμενες αποσπασματικές, απροετοίμαστες και χωρίς κλιμάκωση 24ωρες απεργίες, στις ημέρες του δημοψηφίσματος του καλοκαιριού 2015 επιχείρησαν ανοικτά να συμφιλιώσουν τα συνδικάτα με την αστική τάξη, παίρνοντας επίσημα θέση στο αντιδραστικό μπλοκ του «Ναι». Οι σταλινικής πολιτικής αντίληψης συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ, από τη δική τους πλευρά, παρά την υπερεπαναστατική, «ταξική» τους φρασεολογία, έγιναν «ουρά» της πλειοψηφικής δύναμης της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και αποδείχθηκαν απρόθυμοι και ανίκανοι να δείξουν έναν διαφορετικό, επαναστατικό δρόμο στις μάζες. Έτσι, οδηγηθήκαμε φυσιολογικά στην πλήρη παράλυση των συνδικάτων και του εργατικού κινήματος από τον Φεβρουάριο του 2016 και μετά.
Όπως εξηγήσαμε στην πολιτική απόφαση του συνεδρίου του 2018, η συνδικαλιστική Αριστερά αμέσως μετά την ήττα του 2015 θα έπρεπε να διεξάγει μια καμπάνια υπομονετικής εξήγησης των αιτιών της ήττας μέσα στο εργατικό κίνημα, επιδιώκοντας για το σκοπό αυτό τη διεξαγωγή μιας πλατιάς συζήτησης στα συνδικάτα με κατάληξη ένα δημοκρατικό συνέδριο ίδρυσης μιας ενιαίας Γενικής συνομοσπονδίας σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα για την εκλογή μιας νέας, μαχητικής μη γραφειοκρατικής ηγεσίας. Με μια τέτοια καμπάνια η συνδικαλιστική Αριστερά θα μπορούσε να κρατήσει ένα στρώμα των αγωνιστών του κινήματος μακριά από τον κυνισμό και την απογοήτευση και να προετοιμάσει τη γρηγορότερη δυνατή επιστροφή των εργατικών μαζών στον αγώνα. Η απουσία από την πλευρά της συνδικαλιστικής Αριστεράς αυτής της αναγκαίας τακτικής (που μόνο εμείς από όλες τις τάσεις και τις συλλογικότητες που μιλούν στο όνομα του κομμουνισμού υποστηρίξαμε στο εργατικό κίνημα) εδραίωσε την παράλυση του κινήματος.
Η ηγεσία του ΠΑΜΕ μάλιστα, κλιμάκωσε τις τυχοδιωκτικές-διασπαστικές τακτικές της. Με αυτόν τον τρόπο συνέβαλε καθοριστικά στις ολέθριες εξελίξεις στα συνδικάτα που είχαμε την περασμένη άνοιξη με τη ματαίωση του 37ου συνεδρίου της ΓΣΕΕ και με κατάληξη τον διορισμό διοίκησης από το κράτος. Εκατό χρόνια μετά την ίδρυσή της, η ΓΣΕΕ, που η μαζική της ανάπτυξη και η ανεξαρτησία της έγινε πραγματικότητα με αμέτρητες θυσίες από την ελληνική εργατική τάξη, βυθίστηκε σε μία από τις μεγαλύτερες κρίσεις. Φυσικά η κρίση αυτή δε δημιουργήθηκε με τα γεγονότα του 2019. Αυτά τα γεγονότα ήταν το αποτέλεσμα του μακρόχρονου εκφυλισμού των συνδικάτων που τα οδήγησε στο να παίξουν το ρόλο του οργανωτή μεγάλων ηττών της εργατικής τάξης. Όμως, γι’ αυτόν τον εκφυλισμό η ηγεσία του ΠΑΜΕ έχει σοβαρές ευθύνες. Για 20 χρόνια και ιδιαίτερα μέσα στην περίοδο της κρίσης, το ΠΑΜΕ είχε την ευκαιρία να αλλάξει τους συσχετισμούς και να κάνει τα συνδικάτα νικηφόρα όργανα του εργατικού αγώνα, αλλά απέτυχε. Η αιτία γι’ αυτήν την αποτυχία είναι η γενικότερη πολιτική γραμμή της ηγεσίας του ΚΚΕ, στην οποία θα αναφερθούμε και στη συνέχεια του κειμένου.
Το 37° Συνέδριο της ΓΣΕΕ θα διεξαγόταν από τις 14 έως τις 17 Μαρτίου σε ένα απομονωμένο θέρετρο (κατά την πάγια εκφυλιστική πρακτική της πλειοψηφικής διοικούσας γραφειοκρατίας) στην Καλαμάτα, με την συμμετοχή 350 συνέδρων, που θα εκπροσωπούσαν 146 Εργατικά Κέντρα και Ομοσπονδίες και εν μέσω καταγγελιών για νοθεία στην εκλογή δεκάδων αντιπροσώπων και για εργοδοτική ανάμειξη στις εκλογικές διαδικασίες. Η βίαιη εισβολή συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ στο χώρο του συνεδρίου, χωρίς καμία σχετική εξουσιοδότηση από αποφάσεις σωματείων, ματαίωσε δύο φορές (μία στην Καλαμάτα και αργότερα στη Ρόδο) τη διεξαγωγή του 37ου συνεδρίου. Λίγες μόλις μέρες πριν, αντίστοιχη κατάληξη είχε το 38° Συνέδριο της ΟΙΥΕ (Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδας), της μεγαλύτερης ομοσπονδίας εργαζομένων της χώρας, ενώ με τον ίδιο τρόπο ματαιώθηκαν και τα συνέδρια σε μια σειρά Εργατικά Κέντρα (Εργατικό Κέντρο Πάτρας, Τρικάλων, κ.ά) και πρόσφατα στην Ομοσπονδία Μετάλλου.
Για να δικαιολογήσει την τακτική αυτή σχετικά με το συνέδριο της ΓΣΕΕ, το ΠΑΜΕ επικαλέστηκε την ύπαρξη 53 νόθων αντιπροσώπων, διευθυντών και εργοδοτών ανάμεσα στους συνέδρους. Όμως αυτά είναι φαινόμενα που δε συμβαίνουν για πρώτη φορά στα συνδικάτα και ανήκουν στην πρακτική και του ίδιου του ΠΑΜΕ. Στην πραγματικότητα, η ηγεσία του ΠΑΜΕ διαβλέποντας την πιθανότατη συρρίκνωση των δυνάμεών τους στα συνδικάτα ως αποτέλεσμα της αποτυχημένης γραμμής και τακτικής του, προχώρησε στη βίαιη ματαίωση του συνεδρίου, αδιαφορώντας για τις ολέθριες συνέπειες αυτής της ενέργειας πάνω στο ηθικό της εργατικής τάξης και το αξιόμαχο των συνδικάτων. Με αυτήν τη στάση βοήθησε τους γραφειοκράτες της ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ-ΕΑΚ (ΣΥΡΙΖΑ) να εδραιώσουν τη θέση τους, εμφανιζόμενοι ως προστάτες της νομιμότητας των διαδικασιών και να δικαιολογήσουν την έκκλησή τους στο κράτος να παρέμβει στις διαδικασίες του εργατικού κινήματος.
Ο ολέθριος ρόλος των γραφειοκρατών της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ στα συνδικάτα είναι γνωστός. Οδήγησαν συνειδητά την εργατική τάξη σε μεγάλες ήττες και δυσφήμισαν τα συνδικάτα στα μάτια της. Η κυριαρχία τους στα συνδικάτα είχε και έχει μια ισχυρή υλική βάση. Στον ιδιωτικό τομέα οι εργαζόμενοι που είναι εγγεγραμμένοι στα συνδικάτα είναι κάτω από το 10% του συνόλου και η συντριπτική πλειονότητα αυτών, εργάζεται στις πρώην κρατικές ΔΕΚΟ και τις τράπεζες. Εκεί, λόγω της ριζωμένης διαπλοκής με την αστική πολιτική εξουσία και με όπλο τις ρουσφετολογικές τους τακτικές, κυριαρχούν ακόμα οι παρατάξεις της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ. Στον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα και ειδικά στους εργαζόμενους με «ελαστικές» σχέσεις εργασίας δεν υπάρχουν ουσιαστικά συνδικάτα, με εξαίρεση ορισμένα επιχειρησιακά ή κλαδικά σωματεία. Επιπλέον, η κρατικά εγγυημένη χρηματοδότηση της γραφειοκρατίας της ΓΣΕΕ από τις εισφορές των εργαζομένων για την «Εργατική Εστία», σε συνδυασμό με ποικίλες κρατικές χρηματοδοτήσεις από κονδύλια της Ε.Ε με πρόσχημα διάφορους σκοπούς, είναι παράγοντες που ενισχύουν τον ρόλο αυτών των γραφειοκρατών, δημιουργώντας υλικούς δεσμούς εξάρτησης με το αστικό κράτος.
Οι γραφειοκράτες των ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ έχουν αναδειχθεί σε πρωταγωνιστές της μαζικής νοθείας στα συνδικάτα μέσα από την ύπαρξη σωματείων-σφραγίδες, με μέλη-φαντάσματα που εμφανίζονται μόνο και μόνο για να ψηφίσουν και να στείλουν δεξιούς και σοσιαλδημοκράτες γραφειοκράτες στα ανώτερα συνδικαλιστικά όργανα ή έστω με υπαρκτά σωματεία που όμως έχουν χιλιάδες ανενεργά μέλη, τα οποία μόνο ψηφίζουν. Επίσης, στηρίγματα αυτών των γραφειοκρατών είναι ορισμένα συνδικάτα που ελέγχονται απευθείας από τους εργοδότες. Τέλος, στον θλιβερό κατάλογο πρέπει να προστεθούν και οι «εν ψυχρώ» νοθείες εκλογικών αποτελεσμάτων με περιφερόμενες κάλπες ή άλλες λαθροχειρίες για αλλοίωση του εκλογικού αποτελέσματος.
Ωστόσο, η σταλινικής αντίληψης ηγεσία του ΠΑΜΕ, ενώ επιχειρούν να αυτοπροβληθούν ως οι «ταξικές δυνάμεις» που αγωνίζονται ενάντια σε αυτές τις μεθόδους, στην πράξη τις μιμούνται. Την ώρα που επαναλαμβανόμενα διασπούν το κίνημα με χωριστές απεργιακές συγκεντρώσεις και πορείες, ακόμα και χωριστές «γενικές απεργίες», που είναι κατα κανόνα διαδηλώσεις μελών του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, συντηρούν διασπαστικά σωματεία ή «σωματεία-φαντάσματα» και προσπαθούν να ανεβάσουν τα ποσοστά τους χρησιμοποιώντας τα επιπλέον εγγεγραμμένα ψεύτικα μέλη στα συνδικάτα που ελέγχουν και κάποιες φορές εγγράφουν ακόμα και φοιτητές, αγρότες και συνταξιούχους. Στα σωματεία που ελέγχουν, έχουν προπηλακίσει και τραμπουκίσει μέλη άλλων αριστερών και κομμουνιστικών οργανώσεων.
Ας αναφέρουμε ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα. Στο Συνδικάτο Οικοδόμων Αθήνας που ελέγχει το ΠΑΜΕ, οι εργολάβοι, μικροί και μεγάλοι, αποτελούν ένα μεγάλο μέρος των μελών του, ενώ είναι κοινό μυστικό ότι στις εκλογές του γίνεται εκτεταμένη νοθεία. Σε ένα άλλο συνδικάτο που ελέγχει το ΠΑΜΕ, στο «Συνδικάτο οικοδόμων και συναφών επαγγελμάτων ν. Τρικάλων» στις εκλογές του 2013 έγινε ένα όργιο νοθείας, με εκατοντάδες πλαστές ψήφους, σύμφωνα με μαρτυρίες του δικαστικού αντιπροσώπου που παρέπεμψε την υπόθεση σε Εισαγγελέα. Όταν μετά από καιρό, πραγματοποιήθηκαν νέες εκλογές, προσήλθαν μόλις 75 οικοδόμοι. Πρόσφατα, στις 28/3/2018 στην εκλογοαπολογιστική γενική συνέλευση του συνδικάτου «ΠΑΣΕ–Vodafone», τα ηγετικά στελέχη του ΠΑΜΕ, όταν διαπίστωσαν ότι χάνουν τη συνέλευση και δεν θα μπορούν να ελέγχουν την εφορευτική επιτροπή, άρπαξαν την κάλπη και τις λίστες ψηφισάντων για να διαλύσουν τη συνέλευση και να ακυρώσουν το αποτέλεσμα, χτυπώντας με κλοτσιές και μπουνιές όσους επέμεναν να ολοκληρωθεί κανονικά η διαδικασία.
Αυτές οι μέθοδοι δεν μπορούν να δικαιολογηθούν στο όνομα του αγώνα ενάντια στη γραφειοκρατία, γιατί είναι από τη φύση τους γραφειοκρατικές. Όπως τονίζεται στις θέσεις του 2ου Συνεδρίου της Κ.Δ, οι κομμουνιστές δεν εκβιάζουν την επαναστατικοποίηση των συνδικάτων. Τα πλατύτερα στρώματα του προλεταριάτου πρέπει να κατανοήσουν μέσα από τη δική τους πείρα ότι είναι αντικειμενικά αδύνατο να κατακτήσουν ανθρώπινες συνθήκες ζωής υπό το καπιταλιστικό σύστημα. Οι κομμουνιστές, μαζί με την προπαγάνδιση των ιδεών τους, πρέπει να καθιερώνονται με φυσικό τρόπο σαν οι πιο ικανοί αρχηγοί του οικονομικού αγώνα στα συνδικάτα και μόνο έτσι θα μπορέσουν τα συνδικάτα να απαλλαγούν από τους οπορτουνιστές ηγέτες τους. Μόνο έτσι μπορούν να μπουν επικεφαλής του συνδικαλιστικού κινήματος, να το κάνουν ένα όργανο του επαναστατικού αγώνα για τον κομμουνισμό και να εξαλείψουν την γραφειοκρατία, αντικαθιστώντας την μ’ έναν μηχανισμό εργατικών αντιπροσώπων που θα αφήνει στο «κέντρο» μόνο τις εντελώς απαραίτητες λειτουργίες.
Όλα αυτά σημαίνουν υπομονετική δουλειά, καμία άσκηση βίας και χρήση μόνο της δύναμης της πειθούς. Οι κομμουνιστές πρέπει να μάθουν να πείθουν τους ίδιους τους εργάτες να νικήσουν τη γραφειοκρατία. Ο Λένιν έγραφε χαρακτηριστικά στον «Αριστερισμό» που γράφτηκε για το 2ο συνέδριο της ΚΔ, ότι οι κομμουνιστές πρέπει να είναι σε θέση να νικούν «τα πιο μεγάλα εμπόδια» για να διεξάγουν «μια συστηματική, επίμονη, σταθερή και υπομονετική προπαγάνδα και ζύμωση όπου υπάρχουν προλεταριακές και μισοπρολεταριακές μάζες».
Το πως πρέπει να παλεύουν οι κομμουνιστές όταν τους αποκλείουν οι γραφειοκράτες με νοθείες εξηγείται στις θέσεις της ΚΔ στο 4ο συνέδριο της Κ.Δ. Αναφέρεται ότι ο αποκλεισμός των κομμουνιστών από συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν πρέπει μόνο να προκαλέσει διαμαρτυρίες για την παραβίαση της θέλησης των εκλογέων αλλά να οδηγήσει «σε αποφασιστική και οργανωμένη αντίσταση». Μήπως όμως οι θέσεις της Κ.Δ εννοούσαν τις μπουνιές, τις κλοτσιές και τη βίαιη ματαίωση συνεδρίων που έχει υιοθετήσει το ΠΑΜΕ; Σίγουρα όχι. Οι Θέσεις αναφέρουν ότι το σημαντικότερο καθήκον των κομμουνιστικών κομμάτων είναι να μην επιτρέψουν στα στοιχεία που αποκλείστηκαν να παραμείνουν διαλυμένα. Πρέπει να οργανωθούν σε συνδικάτα αποκλεισμένων με ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα και με την απαίτηση να ξαναγυρίσουν στη θέση τους. Και οι θέσεις συνεχίζουν, αναφέροντας ότι οι κομμουνιστές πρέπει να υπερασπίζουν για την εσωτερική λειτουργία των συνδικάτων τα συνθήματα «πλήρης και χωρίς όρους ανεξαρτησία των συνδικάτων» και «δημοκρατία στα συνδικάτα».
Σε αυτό το ζήτημα όμως, δεν πρέπει να έχουμε καθόλου αυταπάτες. Όπως έδειξε χαρακτηριστικά και η πρόσφατη εμπειρία από τις αλληλοκατηγορίες, τη βίαιη ματαίωση συνεδρίων και την πρόκληση (πρακτικά πρόσκληση και από τη συνειδητά προδοτική, αλλά και από τη σταλινική πλευρά) της κρατικής παρέμβασης, η υπόθεση της ανεξαρτησίας από το κράτος και της δημοκρατίας στα συνδικάτα είναι ασυμβίβαστη με την ηγεσία των ρεφορμιστών και των σταλινικών. Ο Τρότσκι έγραφε χαρακτηριστικά στο κείμενο «Τα συνδικάτα στην εποχή της ιμπεριαλιστικής παρακμής»: «Είναι γεγονός αποδεδειγμένο ότι η ανεξαρτησία των συνδικάτων από ταξική άποψη, στις σχέσεις τους με το αστικό κράτος, δεν μπορεί να εξασφαλιστεί στις σημερινές συνθήκες, παρά μόνο κάτω από μια ηγεσία απόλυτα επαναστατική, όπως είναι η ηγεσία της 4ης Διεθνούς. Αυτή η ηγεσία, φυσικά, μπορεί και πρέπει να είναι λογική και να εξασφαλίζει στα συνδικάτα το μάξιμουμ της δυνατής δημοκρατίας κάτω από τις συγκεκριμένες σημερινές συνθήκες. Αλλά χωρίς την πολιτική ηγεσία της 4ης Διεθνούς, η ανεξαρτησία των συνδικάτων είναι αδύνατη.»
Τι θα έκαναν οι επαναστάτες μαρξιστές εάν βρίσκονταν στη θέση των σταλινικών τις παραμονές του συνεδρίου της ΓΣΕΕ; Θα μετέτρεπαν το συνέδριο σε ένα βήμα για την καταγγελία της γραφειοκρατίας και των μεθόδων της σε ολόκληρη την εργατική τάξη. Αντιμέτωποι με τον κίνδυνο πρόκλησης της κρατικής παρέμβασης και επιβολή μιας διορισμένης ηγεσίας στη ΓΣΕΕ θα μπορούσαν να δηλώσουν δημόσια και τεκμηριωμένα τις σοβαρές επιφυλάξεις τους για την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων και να ξεκινήσουν μια εκστρατεία στην εργατική τάξη για ένα αυθεντικό και δημοκρατικό συνέδριο. Θα έπρεπε οπωσδήποτε να μείνουν μακριά από κάθε πράξη φυσικής βίας για να μην δοθεί η δυνατότητα στους γραφειοκράτες να εμφανιστούν ως θύματα και να μην έρθει σε βοήθειά τους το αστικό κράτος, η αστυνομία και τα αστικά δικαστήρια και τέλος, να μην απαξιωθούν τα συνδικάτα στα μάτια των εργατών, οι οποίοι σκέφτηκαν ότι την ώρα που οι ίδιοι δεινοπαθούν από τα αφεντικά όλοι οι συνδικαλιστές ηγέτες «αδιαφορούν και σκοτώνονται για τις καρέκλες».
Τι κάνουν όμως, οι δυνάμεις της λεγόμενης «αντικαπιταλιστικής εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς»; Με τη σεχταριστική, αντι-λενινιστική τους στάση ενισχύουν τη διάσπαση των μαζικών συνδικάτων και βοηθούν τη γραφειοκρατία να διατηρήσει τον έλεγχο σε αυτά. Έτσι π.χ. το ΝΑΡ τοποθετείται όλο και πιο ανοιχτά ενάντια στην αναγκαιότητά της συμμετοχής και της δράσης μέσα στα υπάρχοντα μαζικά συνδικάτα, αρνούμενο να κάνει τον στοιχειώδη διαχωρισμό ανάμεσα στην ηγεσία και τη βάση. «Η ΓΣΕΕ, η ΑΔΕΔΥ, μια σειρά από μεγάλες ομοσπονδίες και εργατικά κέντρα, δεν είναι απλά μια γραφειοκρατία, αλλά αποτελούν φορείς εμπέδωσης και προώθησης της αστικής πολιτικής …. Είναι μηχανισμοί υποταγής, ταξικής ειρήνης και συνεργασίας με το κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις του και μπαίνουν εμπόδιο στην οργάνωση του ταξικού αγώνα» (Ανακοίνωση του ΝΑΡ για το συνέδριο της ΟΙΥΕ, 25/2/2019). Με αυτόν τον τρόπο, οι σεχταριστές του ΝΑΡ αγνοούν ως μία «λεπτομέρεια» το γεγονός ότι η συνδικαλιστική γραφειοκρατία κρατά ακόμα στα χέρια της τα πιο μαζικά και σημαντικά τμήματα της οργανωμένης εργατικής τάξης και υποτιμούν τις βαθιές ιστορικές ρίζες ρίζες της ΓΣΕΕ και των συνδικάτων μέσα στην οργανωμένη εργατική τάξη. Στην πραγματικότητα, δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη στην εργατική τάξη, τη θεωρούν ανίκανη να ξεπεράσει το εμπόδιο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και να πάρει τα συνδικάτα στα δικά της χέρια.
Όπως σημειώναμε και στην πολιτική απόφαση του συνεδρίου του 2018 «κανενός είδους αγωνιστική αναγέννηση δεν μπορεί να προκύψει από τις πρωτοβουλίες της υπάρχουσας συνδικαλιστικής Αριστεράς. Στην πραγματικότητα, όταν το εργατικό κίνημα θα μπει ξανά μαζικά στο προσκήνιο, οι δυνάμεις αυτές θα εκπλαγούν και θα τείνουν να παραμεριστούν από αυτή την είσοδο, η οποία θα τους βρει εντελώς απροετοίμαστους».
Στο ίδιο κείμενο σημειώναμε επίσης ότι μετά από την εκλογή μιας δεξιάς κυβέρνησης και την έναρξη της επίθεσής της στην εργατική τάξη «δεν θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας μια αυτόματη διαδικασία ξεσπάσματος μαζικών αγώνων με το που θα ξεκινήσει αυτή η επίθεση. Το πιθανότερο είναι να μεσολαβήσει ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, ώστε να αρχίζουν να δίνουν τον “τόνο” μέσα στο κίνημα τα πιο φρέσκα και λιγότερο απελπισμένα τμήματα, αλλά και για να συνειδητοποιήσουν τα παλιότερα ότι δεν υπάρχει καμία άλλη λύση έξω από τον αγώνα». Πράγματι, μετά την έναρξη της ολομέτωπης επίθεσης της Ν.Δ στο εισόδημα και τα εργατικά-δημοκρατικά δικαιώματα δεν βλέπουμε μαζικούς εργατικούς αγώνες. Ασφαλώς, τα απεργιακά καλέσματα των συνδικάτων ήταν για μία ακόμα φορά συμβολικά και ανούσια. Ωστόσο, αναμφίβολα, στη βάση των συνδικάτων και στους εργατικούς χώρους αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή δεν υπάρχει διάθεση για αγώνα. Κυριαρχεί η κούραση και η απογοήτευση από τις ήττες, με πιο πρόσφατη την ίδια την εκλογική νίκη της Ν.Δ στις 7 Ιουλίου.
Με μια διαφορετική, μη γραφειοκρατική και μαχητική συνδικαλιστική ηγεσία και με την απόπειρα οργάνωσης πραγματικών αγώνων με συντονισμό, προετοιμασία και πρόγραμμα κλιμάκωσης, αναμφίβολα η σημερινή κατάσταση παράλυσης θα άρχιζε να αλλάζει, ξεκινώντας από τα πιο φρέσκα στρώματα του κινήματος. Ωστόσο, ακόμα και έτσι, δεν θα είχαμε μια αυτόματη μεταμόρφωση του κινήματος. Ακόμη και τότε, θα χρειαζόταν χρόνος για να αποκατασταθεί η βαθιά κλονισμένη από την εκτονωτική τακτική της γραφειοκρατίας, εμπιστοσύνη των εργατικών μαζών στα συνδικάτα και στις παραδοσιακές μεθόδους πάλης του εργατικού κινήματος.
Ακόμα περισσότερος χρόνος – και πάνω απ’ όλα, περισσότερα γεγονότα – θα χρειαστούν τώρα που μια τέτοια ηγεσία δεν υπάρχει. Μια απότομη επιδείνωση της κρίσης που θα οδηγήσει σε έκτακτα, νέα μέτρα, μια σημαντική επιτυχία στο πεδίο της παγκόσμια επανάστασης, το ξέσπασμα μαζικών κινημάτων από τη νεολαία της Εκπαίδευσης και η επίδειξη ακραίου αστυνομικού αυταρχισμού εναντίον της με την ύπαρξη κάποιου νεκρού, όλα αυτά είναι πιθανά γεγονότα που θα μπορούσαν να «κεντρίσουν» τα αντανακλαστικά των μαζών της εργατικής τάξης και να τις κινητοποιήσουν ξανά.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που είναι σίγουρο είναι πως η σημερινή παράλυση του κινήματος είναι αδύνατο να διαρκέσει για πολύ. Η πρόβλεψη που μας επιτρέπεται να διακινδυνεύσουμε τώρα είναι ότι το τέλος της θα έρθει μέσα στη θητεία της παρούσας κυβέρνησης. Η επιθετικότητα και η αλαζονεία της κυβέρνησης Μητσοτάκη στην ανάγκη της να αξιοποιήσει τη σημερινή αρνητική φάση του εργατικού κινήματος, θα παίξουν σημαντικό ρόλο.
Παρά τις απανωτές ήττες, τους συνδικαλιστικούς νόμους που δυσκόλεψαν την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας και τη σημερινή κρίση στα συνδικάτα, ο παραδοσιακός, οργανωμένος «κορμός» του κινήματος παραμένει άθικτος. Η εργατική τάξη συνεχίζει να έχει στη διάθεσή της μαζικές συνδικαλιστικές οργανώσεις: 2 συνομοσπονδίες σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα (ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ) με πάνω από 500.000 εγγεγραμμένα μέλη συνολικά, 81 Εργατικά Κέντρα με 74 ομοσπονδίες στον ιδιωτικό τομέα, 50 Ομοσπονδίες εργαζόμενων στο κράτος και εκατοντάδες πρωτοβάθμια σωματεία. Κανένας αντιδραστικός νόμος και κανένας εργοδοτικός, δικαστικός, αστυνομικός ή γραφειοκρατικός μηχανισμός δεν μπορεί να εμποδίσει αυτή την πανίσχυρη οργανωμένη δύναμη να ξανατεθεί σε κίνηση όταν οι εργατικές μάζες αφυπνιστούν και μπουν στο προσκήνιο. Κι όταν αυτό συμβεί, θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να παραμεριστούν όλες οι ηγεσίες που είναι ταυτισμένες με την κρίση των συνδικάτων μαζί με την ίδια τη σημερινή κρίση και γραφειοκρατική τους παράλυση.
Συνεχίζεται
(«Ε»: Το προσχέδιο του κειμένου γράφτηκε από τον σ. Σταμάτη Καραγιαννόπουλο)