Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΑναλύσειςΠανελλαδική Συνάντηση Κομ. Τάσης (20 - 21/12): σύνοψη του πολιτικού κειμένου "Ελληνικές...

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Πανελλαδική Συνάντηση Κομ. Τάσης (20 – 21/12): σύνοψη του πολιτικού κειμένου “Ελληνικές Προοπτικές”

Το ερχόμενο Σαβ/κο 20 – 21 Δεκεμβρίου, η Κομμουνιστική Τάση διοργανώνει την ετήσια Συνάντηση των μελών και φίλων της. Δημοσιεύουμε σήμερα μια σύνοψη του πολιτικού ντοκουμέντου που θα συζητηθεί στη Συνάντηση με τίτλο “Ελληνικές Προοπτικές”.

Η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού και οι πολιτικές προοπτικές

Το κείμενο ανάλυσης της ελληνικής οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης που ακολουθεί, είναι τμήμα ενός μεγαλύτερου κειμένου που γράφτηκε ενόψει της πανελλαδικής συνάντησης της Κομμουνιστικής Τάσης του ΣΥΡΙΖΑ (20 και 21 Δεκέμβρη 2014 στην Αθήνα).

Η οξεία και βαθειά κρίση του ελληνικού καπιταλισμού μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο μέσα στο πλαίσιο της συνολικής, ιστορικής, οργανικής κρίσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος.

Η Ελλάδα μπήκε στην κρίση το 2009 με συμπτώματα τη βαθειά ύφεση και τη διολίσθηση στην κρατική χρεοκοπία, επειδή αποτελεί έναν από τους πιο αδύναμους κρίκους στην αλυσίδα του ευρωπαϊκού και γενικότερα, του αναπτυγμένου δυτικού καπιταλισμού. Ο απότομος οικονομικός και κοινωνικός ξεπεσμός μιας χώρας της αναπτυγμένης καπιταλιστικής Δύσης όπως η Ελλάδα, αποδεικνύει το μέγεθος των αντιδραστικών συνεπειών που έχει παγκόσμια η διατήρηση στη ζωή αυτού του παρηκμασμένου και ιστορικά ξεπερασμένου συστήματος.

«Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη της Ιστορίας, ο καθοριστικός παράγοντας στην Ιστορία σε τελευταία ανάλυση, είναι η παραγωγή και η αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής.» (Γράμμα του Ένγκελς στον Μπλοχ, 21 Σεπτέμβρη 1890). Με κριτήριο αυτό το θεμελιώδες μαρξιστικό αξίωμα, ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται σε μια απόλυτα αντιδραστική φάση, καθώς γίνεται ένα απόλυτο εμπόδιο στην υπόθεση της ίδιας την αναπαραγωγής της ζωής. Ορισμένοι γνωστοί αστοί δημοσιολόγοι δεν «μασάνε» τα λόγια τους σε αυτό το ζήτημα.

«..Η φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού επιδρά καταλυτικά στη γεννητικότητα, η οποία είχε περάσει τα όρια συναγερμού ήδη πριν από την κρίση: ο δείκτης γονιμότητας σήμερα είναι 1,3 (παιδιά ανά μητέρα σε αναπαραγωγική ηλικία) έναντι του επιθυμητού δείκτη 2,3 και του απολύτως αναγκαίου 2,1. Ποιος θα φέρει στον κόσμο παιδιά, όταν δεν μπορεί να εξασφαλίσει ούτε τους δικούς του όρους επιβίωσης; Η υπογεννητικότητα και η σύστοιχη γήρανση, μαζί με τη φτωχοποίηση και την έλλειψη προοπτικής, απειλούν τον ελληνικό λαό πολλαπλώς, όχι μόνο βραχυπρόθεσμα, βιολογικά, αλλά και ιστορικά, στη μέση διάρκεια…Στα χρόνια της αμεριμνησίας του λαϊφστάιλ κυριάρχησε η ρηχή νεολαγνεία, στα χρόνια της Ύφεσης τη διαδέχτηκαν η γεροντίλα και ο μαρασμός.» (Νίκος Ξυδάκης «Καθημερινή», 19/10/2014).

Το αδιέξοδο της ελληνικής οικονομίας

Στη βάση της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού βρίσκεται το διαρκώς εντεινόμενο αδιέξοδο της ελληνικής οικονομίας. Το αδιέξοδο αυτό, εκφράζει την οργανική αδυναμία του ελληνικού καπιταλισμού, μέσα σε συνθήκες διεθνούς οικονομικής στασιμότητας να επιτύχει μια ουσιαστική ανάκαμψη και να βγει από το φάσμα της κρατικής χρεοκοπίας.

Από την πρώτη στιγμή της κρίσης, οι μαρξιστές τονίσαμε ότι καμία από τις βασικές αστικές συνταγές διαχείρισης, ούτε ο «νεοφιλελευθερισμός», ούτε ο κεϋνσιανισμός θα μπορούσαν να βγάλουν τον ελληνικό καπιταλισμό από το αδιέξοδο.

Ο κεϋνσιανός δρόμος ενός νέου «Νιού Ντήλ» (η οικονομική πολιτική του Ρούσβελτ στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1930), ο δρόμος των μαζικών κρατικών επενδύσεων και της αύξησης των μισθών πάνω στο σαθρό έδαφος του ελληνικού καπιταλισμού, είναι ένας φανταστικός δρόμος, που υπάρχει μόνο στα μυαλά των ρεφορμιστών.

Όπως τόνιζε ο Τρότσκι στο θαυμάσιο δοκίμιο του 1937 με τίτλο ο «Μαρξισμός και η Εποχή μας», «..Η πολιτική του «Νιου Ντήλ», που προσπαθεί να σώσει την ιμπεριαλιστική δημοκρατία με φιλοδωρήματα στην εργατική και την αγροτική αριστοκρατία, είναι σ’ όλη της την έκταση προσιτή μονάχα στα πολύ πλούσια έθνη.. Αλλά το ίδιο το Νιου Ντήλ δεν ήταν δυνατό παρά στη βάση του αμύθητου πλούτου που συσσωρεύτηκε από τις προηγούμενες γενιές. Μόνο ένα πολύ πλούσιο έθνος μπορούσε να ακολουθήσει μια τόσο σπάταλη πολιτική. Αλλά ακόμα κι ένα τέτοιο έθνος δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει επ’ αόριστο σε βάρος των περασμένων γενιών..».

Όμως και ο άλλος, ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος διαχείρισης της κρίσης πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, ο «νεοφιλελεύθερος», δηλαδή η πολιτική της περικοπής των κρατικών δαπανών, των δραστικών μειώσεων στους μισθούς και της υπερφορολόγησης της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, αποδείχθηκε εντελώς αναποτελεσματικός για να αντιμετωπίσει τα δυο βασικά συμπτώματα της κρίσης, τη βαθειά ύφεση και τη διόγκωση του χρέους.

Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, την τετραετία 2010 – 2013 το ελληνικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 43,7 δισ. ευρώ, καθώς από τα 226,2 δισ. ευρώ διαμορφώθηκε στα 182,4 δισ. ευρώ. Η μείωση αυτή ταιριάζει σε χώρα που υπέστη καταστροφή από παρατεταμένη πολεμική σύρραξη.

Φυσικά τα θύματα αυτού του «πολέμου», προέρχονται μόνο από την πλευρά της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Σύμφωνα με τη Eurostat σχεδόν 4 εκατομμύρια Έλληνες ζουν κάτω από το όριο της φτώχιας. Σύμφωνα με την Unisef, 1 στα 3 παιδιά αντιμετωπίζουν το φάσμα της πείνας. Η τελευταία έκθεση του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ ανέφερε ότι η ανεργία επέστρεψε στα επίπεδα του 1961 και ότι μέχρι το τέλος του έτους θα διαμορφωθεί σε 31,5%.

Το Ινστιτούτο στην έκθεσή του ανέφερε ακόμα, ότι οι μισθωτοί την τελευταία τριετία έχασαν από μειώσεις μισθών και φορολογικές επιβαρύνσεις συνολικά 39 δισ. ευρώ και ότι οι «κοινωνικές δαπάνες», δηλαδή οι συντάξεις, οι δαπάνες υγείας και οι προνοιακές μεταβιβάσεις μειώθηκαν κατά 33% από το 2009 ως το 2014 (από 55,2 δισ. ευρώ σε 40,3 δισ. ευρώ). Επίσης, σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσε το Υπουργείο Εργασίας, το 93% των εργαζόμενων της χώρας εργάζονται πλέον χωρίς συλλογικές συμβάσεις.

Στην αντίπερα κοινωνική όχθη, τα κέρδη των 200 μεγαλύτερων καπιταλιστικών ομίλων για το 2013 σύμφωνα με την ICAP ανήλθαν σε 7 δις ευρώ, ενώ η Eurostat ανακοίνωσε πρόσφατα ότι το πλουσιότερο 10% του ελληνικού πληθυσμού αύξησε τα εισοδήματά του από την αρχή της κρίσης.

Όλα αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι η συνέχιση της ύπαρξης του καπιταλισμού αποτελεί μια διαρκή, «ασύμμετρη» απειλή για τη μόνη αληθινά προοδευτική τάξη της ελληνικής κοινωνίας, την εργατική τάξη, αλλά και τα αντικειμενικά συμμαχικά σε αυτή, εργαζόμενα μικροαστικά στρώματα.

Παρά την άγρια λιτότητα, τόσο το κρατικό χρέος όσο και το δημοσιονομικό έλλειμμα μεγάλωσαν. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το χρέος «εκτινάχθηκε» στο 174,9% του ΑΕΠ, από 146% που ήταν το 2010, φτάνοντας στα 319,1 δισ. ευρώ. Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε σε 12,2% του ΑΕΠ το 2013, από 11,1% του ΑΕΠ που ήταν το 2010.

Η μέθοδος της άγριας φορολόγησης της εργατικής τάξης και των μικροαστών ουσιαστικά απέβη άκαρπη, καθώς σαν αποτέλεσμα της βαθειάς ύφεσης, τα κρατικά έσοδα στην τετραετία 2010-2013 μειώθηκαν κατά 7 δισ. ευρώ (από 92,7 δισ. ευρώ το 2010 σε 85,7 δισ. ευρώ το 2013).

Υποτίθεται ότι η χώρα μπήκε στο «πρόγραμμα Στήριξης» της τρόικας και υπέγραψε τα Μνημόνια για να βγει από το φάσμα της χρεοκοπίας και να ξεκινήσει να δανείζεται και πάλι από τις «αγορές». Όμως αντίθετα, το φάσμα της χρεοκοπίας συνεχίζει να ρίχνει τη σκιά του πάνω από την οικονομία, ενώ για τη δυνατότητα να λυθεί το χρηματοδοτικό πρόβλημα του κράτους με μια «έξοδο στις αγορές» η σημερινή πραγματικότητα των υψηλών επιτοκίων μιλάει από μόνη της.

Οι «αγορές», δηλαδή οι διεθνείς κερδοσκοπικές – τοκογλυφικές εταιρείες, θεωρούν ότι η επένδυση στο ελληνικό κρατικό χρέος εμπεριέχει ακόμα πολύ σοβαρό ρίσκο. Το ελληνικό κράτος είχε δανειστεί για τελευταία φορά πριν υπογραφούν τα Μνημόνια με επιτόκιο περίπου 6% για το δεκαετές ομόλογο. Τότε μάλιστα, εκτός από αυξανόμενη δυσπιστία για τα μεγάλα ελλείμματα του ελληνικού κράτους υπήρχε και έλλειψη κεφαλαίων διεθνώς, εξαιτίας της μεγάλης ύφεσης του 2008. Σήμερα, ύστερα από 5 χρόνια, παρότι υπάρχει υπεραφθονία κεφαλαίων παγκόσμια και παρότι το 85% ελληνικού χρέους κατέχεται από κρατικούς φορείς του εξωτερικού (είναι δηλαδή δυσκολότερο να «κουρευτεί» μονομερώς από μια αστική κυβέρνηση), η Ελλάδα δανείζεται με υψηλότερα επιτόκια. Ενδεικτικά, τα επιτόκια του 10ετούς ελληνικού ομολόγου έχουν ανέβει σταθερά πάνω από το 8%.

Η κυβέρνηση συνεχίζει να επαίρεται για την επίτευξη πρωτόγεννους πλεονάσματος, υποστηρίζοντας ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο για την αποπληρωμή του χρέους. Ο όρος πρωτογενές πλεόνασμα σημαίνει ότι η σχέση εσόδων – εξόδων του κράτους, αν αφαιρεθούν οι δαπάνες για τόκους, είναι πλεονασματική. Όμως αυτό που έχει ουσία όταν μια χώρα σαν την Ελλάδα είναι υπερχρεωμένη και δαπανά κάθε χρόνο πολλά δισ. ευρώ για τόκους, δεν είναι το πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά το δημοσιονομικό πλεόνασμα, δηλαδή η δυνατότητα μιας θετικής σχέσης μεταξύ των εσόδων και των συνολικών κρατικών εξόδων, συμπεριλαμβανομένων δηλαδή των τόκων.

Η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος πέρσι και φέτος δεν αποτελεί κανένα ουσιαστικό βήμα για την αντιμετώπιση του χρέους, γιατί ο όγκος του χρέους είναι τεράστιος και η φοροδοτική ικανότητα των λαϊκών μαζών έχει εξαντληθεί. Τα έσοδα από φόρους όπως ήδη αναφέραμε μειώνονται και τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το κράτος, συμπεριλαμβανομένων των χρεών προς τα ασφαλιστικά ταμεία, ανέρχονται σε 95 δισ. ευρώ, δηλαδή βρίσκονται πάνω από το 50% του ΑΕΠ!

Η ύπαρξη πρωτόγεννους πλεονάσματος δίνει απλά λίγο περισσότερο χρόνο σε μια κυβέρνηση που αναγνωρίζει το χρέος, για να διαπραγματευτεί καλύτερους όρους αποπληρωμής. Χωρίς αποφασιστική αύξηση των κρατικών εσόδων και δραστική μείωση του όγκου του χρέους κανένα «πρωτόγεννες πλεόνασμα» δεν μπορεί να οδηγήσει στην εξάλειψη του προβλήματος του ελληνικού χρέους.

Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σήμερα σε τέλμα. H αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,3% στο τρίτο τρίμηνο του έτους, οφείλεται αποκλειστικά στην άνοδο της τουριστικής κίνησης, την ώρα που όλοι οι υπόλοιποι κλάδοι της οικονομίας είναι σε μια προβληματική κατάσταση. Ποτέ στην Ιστορία δεν υπήρξε καπιταλιστική οικονομία που να γνωρίζει μια αδιάλειπτη πτώση του ΑΕΠ. Κάποια στιγμή έρχεται μια φάση στην οποία ακόμα και η πιο προβληματική οικονομία αρχίζει να ανακάμπτει. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η τρέχουσα τάση ανάκαμψης είναι πολύ αδύναμη και θα μπορούσε κάποιος να την παρομοιάσει με τη στιγμιαία αναλαμπή ενός ασθενούς που πάσχει από μια ανίατη ασθένεια.

Σε πρόσφατη έκθεσή της για την ελληνική οικονομία που δημοσιοποιήθηκε στις 30/11, η τράπεζα «Eurobank» αποτυπώνει με στοιχεία και συμπεράσματα μια ζοφερή εικόνα για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, η ελληνική οικονομία στηρίζεται αποφασιστικά στην κατανάλωση και όχι την παραγωγή, καθώς η τελική καταναλωτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, τόσο ως απόλυτο ποσοστό (περίπου 90%!), όσο και σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης.

Η συνολική δαπάνη για επενδύσεις έχει ήδη υποστεί σημαντική μείωση και βρίσκεται στο 11,5% του ΑΕΠ το 2013 έναντι 18% του ΑΕΠ για το σύνολο της Ευρωζώνης, ενώ στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων η Ελλάδα συνεχίζει να παρουσιάζει σημαντική υστέρηση.

Οι ελληνικές εξαγωγές που υποτίθεται ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια διέξοδο από την κατάρρευση της εσωτερικής αγοράς, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ κατέγραψαν πτώση 4,6% το πρώτο εξάμηνο του 2014 συγκριτικά με το αντίστοιχο διάστημα του 2013, ενώ υπολείπονται ως ποσοστό του ΑΕΠ σημαντικά σε σχέση με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το τεχνολογικό περιεχόμενο δε, των ελληνικών εξαγωγών, παραμένει χαμηλό σε σχέση με τους κύριους ευρωπαίους εμπορικούς ανταγωνιστές.

Η βιωσιμότητα μιας σειράς μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων είναι οριακή. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύθηκαν στην «Καθημερινή της Κυριακής» στις 9/11, αυτή τη στιγμή περίπου 50 εισηγμένες στη Χρηματιστήριο μεγάλες επιχειρήσεις, δηλαδή το 1/5 του συνόλου των εισηγμένων εταιρειών είναι «εγκλωβισμένες στη μέγγενη του υπερδανεισμού», που σε πολλές περιπτώσεις, είναι ακόμη και 7 ή 8 φορές πάνω από τα ίδια κεφάλαιά τους, ενώ υπάρχουν εισηγμένες που ο καθαρός δανεισμός τους ( αν δηλαδή αφαιρέσουμε τα μετρητά από το ταμείο τους) είναι έως και 34 φορές υψηλότερος από τα ίδια κεφάλαια! Ο συνολικός δανεισμός των 234 εισηγμένων επιχειρήσεων το α΄ εξάμηνο του 2014 ανήλθε στα 32,816 δισ. ευρώ. Ολόκληροι κλάδοι όπως είναι οι ιχθυοκαλλιέργειες, τα διαγνωστικά κέντρα και η μεταλλουργία, αναζητούν επειγόντως χρηματοδότηση και φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να μην χρεοκοπήσουν τη νέα χρονιά.

Το τραπεζικό σύστημα, που διατηρείται στη ζωή με τις πολλές δεκάδες δισεκατομμυρίων ευρώ που έχουν δώσει ή εγγυηθεί οι εργαζόμενοι φορολογούμενοι, συνεχίζει να βρίσκεται στο επίκεντρο της κρίσης. Το συνολικό ποσό που είχε δοθεί στις ελληνικές τράπεζες μέχρι τα μέσα του 2014 σύμφωνα με το γνωστό περιοδικό «Unfollow» ήταν 211,5 δις ευρώ, με τα περίπου 48 δις ευρώ να είναι άμεσες χρηματοδοτήσεις και τα υπόλοιπα εγγυήσεις, που (όπως συνέβη ήδη με το περίφημο ομόλογο Αλογοσκούφη των 4,4 δις ευρώ την περασμένη Άνοιξη), το ελληνικό κράτος θα πρέπει να καταβάλει αν οι τράπεζες αδυνατούν να το κάνουν.

Το επιστέγασμα αυτού του σκανδάλου είναι το γεγονός ότι παρά τις τρομακτικές κρατικές χρηματοδοτήσεις οι τράπεζες διοικούνται ακόμα από τους καπιταλιστές ιδιοκτήτες τους, καθώς με εξαίρεση την «Eurobank», το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), το ειδικό εποπτικό – χρηματοδοτικό σχήμα που έφτιαξε η τρόικα σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση για τις τράπεζες, έχει απλά έναν επίτροπο στις διοικήσεις των τραπεζών.

Τυπικά, οι ελληνικές τράπεζες πέρασαν επιτυχώς τα «τεστ αντοχής» στα οποία υποβλήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), με διάφορα λογιστικά τρυκ. Στην πραγματικότητα, λόγω του διαρκώς αυξανόμενου ποσοστού των «κόκκινων δανείων» που σήμερα αντιπροσωπεύουν το 1/3 των συνολικών δανείων (32,5 δις ευρώ), οι ελληνικές τράπεζες είναι ένα βήμα πριν τη χρεοκοπία. Μια απλή επιδείνωση της γενικής κατάστασης ύφεσης στην οικονομία, μπορεί να οδηγήσει τις τράπεζες σε απανωτά «κανόνια». Και αυτές οι τράπεζες, εμφανίζονται μάλιστα «έτοιμες» να διαχειριστούν 20 δις ευρώ από την ΕΚΤ, στο πλαίσιο του «πακέτου Ντράγκι» για την «τόνωση της ευρωπαϊκής ανάπτυξης»…

Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας συνεχίζουν να είναι εξαιρετικά δυσοίωνες. Η δυναμική ανάπτυξη που υπόσχεται η κυβέρνηση είναι απίθανη. Πλάι στους οικονομικούς παράγοντες που ήδη αναφέραμε, καθοριστική είναι πλέον η επίδραση ενός πολιτικού. Είναι η πολιτική αστάθεια που διαμορφώνει για το αστικό καθεστώς η διαφαινόμενη εκλογική επικράτηση ενός κόμματος που προέρχεται από το κομμουνιστικό κίνημα και είναι εξαιρετικά ευαίσθητο στις πιέσεις της εργατικής τάξης, δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ, σε συνδυασμό με τη γενικότερη πολιτική αστάθεια που διαμορφώνεται στην Ευρώπη από την άνοδο της Αριστεράς στο Νότο, με επίκεντρο την «εκτόξευση» του PODEMOS στην Ισπανία.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι στις επίσημες και «ανεπίσημες» εκτιμήσεις όλων των διεθνών καπιταλιστικών επιτελείων, η κύρια ανησυχία που εμφανίζεται για τις προοπτικές της Ελλάδας είναι ο «παράγοντας ΣΥΡΙΖΑ». Και όπως έχουμε εξηγήσει, ο φόβος τους δεν εντοπίζεται στην ανύπαρκτες επαναστατικές και αντικαπιταλιστικές προθέσεις της ηγεσίας του κόμματος, αλλά στις επαναστατικές πιέσεις που θα ασκήσει σε μια αυτοδύναμη κυβέρνησή του το κίνημα της εργατικής τάξης. Η διεθνής ανησυχία λοιπόν για την «πολιτική αστάθεια» που φέρνει η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, δεν αντιπροσωπεύει παρά τον τρόμο για τη σοσιαλιστική επανάσταση, εκφρασμένο στην υποκριτική διάλεκτο του κεφαλαίου.

Μέσα στις συνθήκες που διαμορφώνονται από τους παράγοντες που περιγράψαμε, δεν μπορεί να υπάρξει ένα μέλλον ανάπτυξης, πλεονασμάτων και κανονικής εξυπηρέτησης του χρέους όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση. Κανένα από τα θεμελιώδη οικονομικά προβλήματα που οδήγησαν στην κρίση του 2009 δεν έχει λυθεί. Αντίθετα ένα προς ένα, οξύνθηκαν. Έτσι μέσα σ’ ένα περιβάλλον διεθνούς ύφεσης, όξυνσης της ταξικής πάλης και πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης, ο ελληνικός καπιταλισμός οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια ξανά στα πρόθυρα της ανεξέλεγκτης κρατικής χρεοκοπίας και σε μια νέα, ακόμα πιο σοβαρή εκδήλωση της αδυναμίας του να παραμείνει στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα.

Οι ασφυκτικές πιέσεις της τρόικας και η άρχουσα τάξη

Σε αντίθεση με τις ηλίθιες θεωρίες συνομωσίας περί προδοτών της πατρίδας και πρακτόρων ξένων δυνάμεων που διακινούν οι μικροαστοί εθνικιστές, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε για μια ακόμα φορά, πως το 2010 η ένταξη στον Μηχανισμό Στήριξης και η υπογραφή των Μνημονίων ήταν η μόνη λύση για να σωθεί ο ελληνικός καπιταλισμός από την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία και την έξοδο από το ευρώ. Η τρόικα προμήθευσε το ελληνικό αστικό κράτος με ένα δανειακό πακέτο – «μαμούθ», πρωτοφανές στη σύγχρονη Ιστορία και με εξαιρετικά χαμηλό επιτόκιο για την πραγματική πιστοληπτική ικανότητα της καπιταλιστικής Ελλάδας.

Οι Έλληνες αστοί στη δεδομένη στιγμή δεν είχαν καμία άλλη πιο συμφέρουσα επιλογή, παρά τα όσα γραφικά λέγονται συχνά για την υποτιθέμενη δυνατότητα δανεισμού από την Ρωσία ή την Κίνα, που ήταν εντελώς απίθανο να διαθέσουν ένα τέτοιου μεγέθους και επιτοκίου δανειακό «πακέτο» : είτε θα χρεοκοπούσαν και θα επέστρεφαν στη δραχμή βιώνοντας έναν απότομο ξεπεσμό από τη θέση που είχαν κατακτήσει τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά και τη βίαιη αποσταθεροποίηση του αστικού καθεστώτος στη χώρα ή θα αποδέχονταν τη διάσωση με κηδεμονία από την τρόικα και θα προσπαθούσαν να αξιοποιήσουν τους όρους της για να αφαιρέσουν όλες τις βασικές κατακτήσεις της εργατικής τάξης. Μπροστά στο δίλλημα ξεπεσμός με «εθνική υπερηφάνεια» ή διάσωση με κηδεμονία, οι έλληνες αστοί, που είναι πολύ «πρακτικοί άνθρωποι» σε αντίθεση με τα ιδεολογικά ή ηθικά κίνητρα που αρέσκονται να τους αποδίδουν οι ρεφορμιστές και οι μικροαστοί συνομωσιολόγοι, επέλεξαν φυσικά τη δεύτερη και μόνη λύση.

Η τρόικα δεν έσπευσε να σώσει τον ελληνικό καπιταλισμό κινούμενη από κάποιου είδους ενδο-αστική αλληλεγγύη, αλλά από φόβο ότι μια ενδεχόμενη κατάρρευση της Ελλάδας θα συμπαρέσυρε στο χάος μέσα από χρεοκοπίες τραπεζών και γενικευμένη «πίεση» στο ευρώ ολόκληρη την Ευρωζώνη και πιθανά και την παγκόσμια οικονομία, που βρισκόταν τότε σε μια φάση εύθραυστης ανάκαμψης από το σοκ της κρίσης του 2008.

Η παρούσα σκληρή στάση της τρόικας έναντι της Ελλάδας οφείλεται στους ακόλουθους παράγοντες : α) Στην πίεση που δημιουργεί συνολικά στον δυτικό ιμπεριαλισμό η νέα εξάπλωση της ύφεσης στην Ευρωζώνη και την παγκόσμια οικονομία, που τον κάνει λιγότερο γενναιόδωρο έναντι των υπερχρεωμένων χωρών. β) Στην υποχώρηση του βαθμού επικινδυνότητας της Ελλάδας για τη διεθνή σταθερότητα συγκριτικά με την περίοδο πριν το «PSI». Το χρέος της Ελλάδας δεν είναι πλέον «διασπαρμένο» σε πολλές διαφορετικές ιδιωτικές τράπεζες, αλλά βρίσκεται κύρια σε «θεσμικά» – κρατικά χαρτοφυλάκια και είναι περισσότερο «δεμένο» με την υπαγωγή του στο δίκαιο των πιστωτών. γ) Στην ανάγκη το κύριο αφεντικό της τρόικας, η Γερμανία, να στείλει ένα μήνυμα σφιχτής δημοσιονομικής πειθαρχίας σε Γαλλία και Ιταλία, μια ενδεχόμενη χρεοκοπία των οποίων θα συμπαρέσυρε στο χάος τον γερμανικό καπιταλισμό και την Ευρωζώνη. δ) Στην ανάγκη οι ευρωπαίοι καπιταλιστές να στείλουν ένα μήνυμα αδιαλλαξίας στον ΣΥΡΙΖΑ και το PODEMOS, δείχνοντας ότι δεν πρόκειται να κάνουν παραχωρήσεις σε αριστερές κυβερνήσεις.

Για την ελληνική άρχουσα τάξη αυτό που προέχει είναι να κερδίσει χρόνο στην εξουσία και να αποφύγει ή έστω να απομακρύνει όσο γίνεται περισσότερο το ενδεχόμενο μιας αυτοδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ. Για αυτό η κυβέρνηση βιάστηκε να αναγγείλει το τέλος των Μνημονίων και της επιτήρησης, επιχειρώντας να χτίσει ένα επικοινωνιακό ανάχωμα στη ραγδαία άνοδο της εκλογικής απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ και στην κατρακύλα της δικής της.

Μετά από λίγες βδομάδες «υπερήφανης διαπραγμάτευσης» και μετά την ψυχρολουσία της επίμονης τροϊκανής σκληρότητας, η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου μοιάζει πλέον απλά να εκλιπαρεί την τρόικα για έλεος, αρχίζοντας να υποχωρεί στις απαιτήσεις της. Άλλωστε δεν μπορεί να δανειστεί από τις αγορές λόγω της νέας ανόδου των επιτοκίων, ενώ το πιεστικό κενό χρηματοδότησης για το 2015 είναι δεδομένο. Η ελληνική άρχουσα τάξη, συνειδητοποιώντας την ανυπαρξία περιθωρίων για ελιγμούς, προσπαθεί να πετύχει την ομαλότερη δυνατή υποχώρηση στις απαιτήσεις της τρόικας.

Το αδιέξοδο των ελλήνων αστών είναι τεράστιο. Για να συνειδητοποιηθεί καλύτερα το μέγεθος του, αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, μέχρι το 2030 το ελληνικό κράτος οφείλει να καταβάλει συνολικά 291,23 δισ. ευρώ για την εξυπηρέτηση του χρέους σε χρεολύσια και τόκους! Από το ποσό αυτό, μόνο τα 138,85 δισ. ευρώ είναι χρεολύσια και τα υπόλοιπα 152,379 δισ. ευρώ είναι τόκοι! Και πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι σε αυτά τα ποσά δεν έχουν υπολογιστεί πολλά ακόμη δισ. ευρώ που θα διατεθούν για να καλυφτούν τα ελλείμματα των ετών 2015-2030.

Το ενδεχόμενο μιας πρόσκαιρης ρήξης με την τρόικα σήμερα, ώστε να πάνε τα κυβερνητικά κόμματα σε εκλογές με αντιμνημονιακή ρητορική για να αντιμετωπίσουν με μεγαλύτερες αξιώσεις τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι κάτι που φαίνεται να μπορεί να ρισκάρει η ελληνική αστική τάξη. Φοβάται την τρομερή αβεβαιότητα που θα τροφοδοτήσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, σε μια φάση κατά την οποία η ελληνική οικονομία έδειξε την τάση για μια ισχνή έστω, ανάπτυξη.

Οι έλληνες αστοί θέλουν επίσης, η συμφωνία για την καταβολή των υπολειπομένων χρημάτων του προγράμματος και τη λεγόμενη «προληπτική γραμμή πίστωσης» να κλείσει το συντομότερο δυνατό, για να μην μείνουν αυτά τα ζωτικά θέματα ανοικτά προς διευθέτηση από μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, που θα είναι ευαίσθητη στις πιέσεις της εργατικής τάξης. Άρα η κυβέρνηση δεν έχει άλλη επιλογή παρά να υποχωρήσει στις βασικές, σκληρές αξιώσεις της τρόικας και να βρει τρόπους για να γαντζωθεί όσο γίνεται περισσότερο στην εξουσία, πιθανά ακόμα και αυτό-ανασχηματιζόμενη με νέους επικεφαλής.

Το γεγονός ότι μετά από 5 χρόνια Μνημονίων η οικονομία είναι σε χειρότερο σημείο από την αρχή της κρίσης, είναι καθοριστικό. Αυτή είναι η αντικειμενική βάση της έλλειψης εμπιστοσύνης από την πλευρά της τρόικας, που κάνει απαγορευτικό ένα νέο μεγάλο χρηματοδοτικό πρόγραμμα για την Ελλάδα. Το ελληνικό κράτος σπρώχνεται προς την κατεύθυνση της υποχρέωσης να καλύπτει τα χρηματοδοτικά του κενά με τις δικές του δυνάμεις, δηλαδή με άλλα λόγια σπρώχνεται «προς το γκρεμό».

Αργά ή γρήγορα, αυτό που θα αποδειχθεί είναι ότι με το πρόγραμμα της τρόικας κερδήθηκε απλά λίγος χρόνος μέχρι να συμβεί το «μοιραίο». Η εκλογή μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ή μια αρνητική εξέλιξη στο πεδίο της ύφεσης στην Ευρωζώνη θα μπορούσαν να παίξουν το ρόλο του επιταχυντή αυτής της προοπτικής εγκατάλειψης της καπιταλιστικής Ελλάδας στην «τύχη της».

Η κατάσταση του αστικού πολιτικού στρατοπέδου και τα σχέδια της άρχουσας τάξης

Μετά από 5 χρόνια κρίσης το αστικό πολιτικό στρατόπεδο δέχθηκε τρομακτικά πλήγματα. Η άλλοτε ισχυρή στις καθυστερημένες μικροαστικές μάζες ΝΔ έχει χάσει πάνω από το μισό της εκλογικής της επιρροής. Η ελεγχόμενη από το κεφάλαιο δεξιά ρεφορμιστική ηγεσία του σοσιαλδημοκρατικού ΠΑΣΟΚ, κατάφερε μέσα σε μισή κυβερνητική θητεία να στείλει την εργατική του βάση στο στρατόπεδο του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, το οποίο μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ανέκτησε τα μεγάλα ποσοστά υποστήριξης που διέθετε στα μέσα του προηγούμενου αιώνα.

Όλα τα διαθέσιμα αστικά κόμματα – «αμορτισέρ» για την απορρόφηση των κραδασμών της κρίσης, είτε κατέρρευσαν, είτε βρίσκονται σε φθίνουσα πορεία. Το ακροδεξιό, λαϊκιστικό ΛΑΟΣ «κάηκε» σαν αποτέλεσμα της συμμετοχής του στην κυβέρνηση Παπαδήμου και της αποκάλυψης του μεγέθους της διαφθοράς του αρχηγού του. Οι δημαγωγικά αντι-μνημονιακοί ΑΝΕΛ και η ΔΗΜΑΡ εμφανίζουν την εικόνα κομμάτων – λειψάνων, με τους βουλευτές τους να παζαρεύουν την ψήφο τους στην κρίσιμη διαδικασία της προεδρικής εκλογής ψάχνοντας για την καλύτερη τιμή. Ακόμα και αυτό το νέο πολυδιαφημισμένο αστικό κομματικό κατασκεύασμα με το όνομα «Ποτάμι», δίνει την εικόνα ενός κόμματος «μιας χρήσης», με πολύ γκρίζο πολιτικό μέλλον.

Η Χρυσή Αυγή, διαψεύδοντας τους αριστερούς «αναλυτές» που προέβλεπαν περίπου τη βέβαιη ανάδειξή της σε πρώτο κόμμα στο πλαίσιο μιας υποτιθέμενης «φασιστικοποίησης» της κοινωνίας και της επανάληψης της περίπτωσης της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης», βρίσκεται σε κρίση, αδυνατώντας να κερδίσει την εμπιστοσύνη των τσακισμένων μικροαστών και να διευρύνει την επιρροή της στις τάξεις τους, μετά από την πλήρη αποκάλυψη της δράσης της με τη δολοφονία Φύσα και του ανοικτού διαύλου επαφής της με την κυβέρνηση, μέσω του εξ απορρήτων του Σαμαρά, Μπαλτάκου.

Όπως είχαμε τονίσει, η ψήφος στους φασίστες ήταν μια παθητική ψήφος διαμαρτυρίας ενάντια στο αστικό πολιτικό σύστημα. Η αλαζονεία και ανυπομονησία των φασιστών που πηγάζει από την χρόνια, απόλυτη περιθωριοποίηση τους μέσα στο αστικό στρατόπεδο και από την αδυναμία τους να κατανοήσουν τα πραγματικά αίτια της εκλογικής τους επιτυχίας, τους οδήγησε στην έξαρση της δολοφονικής δράσης με αποτέλεσμα οι αστοί να υποχρεωθούν για να τους τιθασεύσουν φυλακίζοντας την ηγεσία τους. Αυτό επιβεβαίωσε πλήρως την εκτίμησή μας ότι οι αστοί δεν βλέπουν στη Χρυσή Αυγή ένα στήριγμα εξουσίας, αλλά μια συμπληρωματική δύναμη στην επίσημη κρατική καταστολή.

Σήμερα η Χρυσή Αυγή εμφανίζει την εικόνα μια διαλυμένης οργάνωσης, με κλειστές τοπικές οργανώσεις και αποσυσπείρωση των μελών της. Ωστόσο, η διατήρηση της εκλογικής επιρροής της σε αξιοσημείωτα επίπεδα φανερώνει ότι ακόμα και χωρίς να δίνει την εικόνα μιας σφριγηλής και ανερχόμενης πολιτικής δύναμης, η ΧΑ αποτελεί ένα υπολογίσιμο παράγοντα μέσα στο αστικό πολιτικό στρατόπεδο. Οι αστοί κλιμακώνοντας την προσπάθεια να ελέγξουν τη δράση της θα επιχειρήσουν να την εντάξουν σαν συνιστώσα σε ένα νέο ακροδεξιό πολιτικό σχήμα.

Καθοριστική για την προοπτική των φασιστών θα είναι η θητεία μιας αριστερής κυβέρνησης στην εξουσία. Τότε οι φασίστες θα ξαναγίνουν ιδιαίτερα χρήσιμοι για την αστική τάξη, με τη σημερινή ή κάποια άλλη ονομασία τους, για να αντιμετωπίσουν την αντεπίθεση του εργατικού κινήματος. Αν οι ρεφορμιστές ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ γίνουν τελικά φορείς της κρίσης του συστήματος επιχειρώντας να το διαχειριστούν, οι φασίστες θα μπορούσαν να κερδίσουν μια ορισμένη αύξηση υποστήριξης μεταξύ των πιο καθυστερημένων στοιχείων της μικροαστικής μάζας. Όμως οι αστοί δεν πρόκειται να τους εμπιστευθούν έναν ανεξάρτητο, κεντρικό ρόλο στην εξουσία εξαιτίας της οργανικής τους αμετροέπειας, που θα μπορούσε προκαλέσει επαναστατική διέγερση στις εργατικές μάζες και να απειλήσει με αποσταθεροποίηση το αστικό καθεστώς. Ακόμα και η υπόνοια ότι οι φασίστες πλησιάζουν στην εξουσία με τη συμμετοχή έστω σε μια συμμαχική αστική κυβέρνηση, θα μπορούσε να οδηγήσει απότομα σε αυτή την επαναστατική διέγερση.

Το στοιχείο που κυριαρχεί σήμερα στο αστικό πολιτικό στρατόπεδο είναι η σύγχυση και οι αυτοσχεδιασμοί στο πλαίσιο μιας τακτικής «βλέποντας και κάνοντας», αναμεμειγμένης με το παραδοσιακό «επαρχιώτικο», κοντόθωρο και αρπακτικό πνεύμα της ελληνικής αστικής τάξης. Η ψυχολογία της καθορίζεται βασικά από το γεγονός της χρηματοδοτικής της εξάρτησης από την τρόικα, από την κρίση του πολιτικού της στρατοπέδου και από τον αυξανόμενο φόβο της προλεταριακής επανάστασης, διαμορφώνοντας αισθήματα φόβου και αβεβαιότητας για το μέλλον.

Παλεύοντας να διατηρήσει και να αυξήσει τα πλούτη και την κοινωνική του δύναμη μέσα σε μια θάλασσα αυξανόμενης δυστυχίας και πολιτικής δυσαρέσκειας για το σύστημα, ο έλληνας αστός γίνεται όλο και πιο ανασφαλής και έχει την τάση να επιστρέφει στις παλιές «πατροπαράδοτες» αντιλήψεις και μεθόδους διακυβέρνησης. Αυτή η ψυχολογία που αναπτύσσει σήμερα η ελληνική αστική τάξη αποτελεί την τέλεια συνταγή για την έξαρση της κρατικής βίας και καταπίεσης. Το ένστικτό της την οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρέπει να δράσει προληπτικά για να αποφύγει την επαναστατική ανατροπή και γι’ αυτό, είναι ικανή να υιοθετήσει την κλασσική ρητορική της αντίδρασης και να καταφύγει σε σκληρά μέτρα βοναπαρτιστικής διακυβέρνησης.

Μια καλή γεύση από αυτή την τάση παίρνουμε αυτές τις μέρες με την υπόθεση του αναρχικού απεργού πείνας Ρωμανού. Σε επίπεδο ρητορικής είναι εντυπωσιακό το πόσο αντιδραστικό μίσος εκφράστηκε ενάντια σε ένα ετοιμοθάνατο νεαρό παιδί από τους εκπροσώπους και τους υπηρέτες του αστικού καθεστώτος. Σε επίπεδο κρατικής βίας και τρομοκρατίας, οι μέρες του φετινού Νοέμβρη και του Δεκέμβρη θα μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένες στα μυαλά χιλιάδων νέων αγωνιστών σαν ζωντανά μαθήματα για την βάρβαρη φύση της αστικής εξουσίας και των αστυνομικών μηχανισμών της.

Η τρέχουσα πολιτική ανάγκη που δημιουργεί την έξαρση της κρατικής τρομοκρατίας είναι ο προληπτικός παραδειγματισμός για τα μαζικά κινήματα που έρχονται. Η άρχουσα τάξη είναι υποχρεωμένη να λάβει νέα πολύ σκληρά μέτρα για να σώσει το σύστημά και το καθεστώς της στη χώρα. Θέλει από τώρα να ταυτίσει απόλυτα στη συνείδηση των μελλοντικών συμμετεχόντων σε επαναστατικά γεγονότα τη συμμετοχή σε αυτά με τις συλλήψεις, το ξύλο και το αίμα. Στην πράξη όμως, όπως κάθε κοντόθωρη αντιδραστική δύναμη, αυτό που καταφέρνει και θα καταφέρει είναι να αυξήσει το μίσος των μαζών για την ίδια και να διαπαιδαγωγήσει επαναστατικά μια ολόκληρη νέα γενιά.

Η έξαρση της κρατικής τρομοκρατίας έχει όμως και μια άλλη ιδιαίτερη αιτία. Τα υψηλόβαθμα και μεσαία στελέχη του αντιδραστικού, διεφθαρμένου και παρασιτικού πυρήνα του κρατικού μηχανισμού (αστυνομία, στρατός, δικαστικό σώμα) φοβούνται για το μέλλον τους, καθώς οι «κομμουνιστές του ΣΥΡΙΖΑ» πλησιάζουν στην εξουσία. Ο φόβος ειδικά των πιο εξαχρειωμένων και διεφθαρμένων από αυτά τα στοιχεία, τα σπρώχνει στην αγκαλιά των φασιστών και τα κάνει πρόθυμα για συμμετοχή σε κάθε αντεπαναστατική προβοκάτσια. Και πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι όσο πλησιάζει η ώρα μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ τόσο αυτού του είδους οι προβοκάτσιες θα αυξάνονται.

Σε αυτές τις συνθήκες είναι πραγματικά κωμικός ο ισχυρισμός των ρεφορμιστών ότι μπορούν να «εκδημοκρατίσουν» αυτό τον στρατό από έμμισθους πωρωμένους και διεφθαρμένους χαφιέδες και τσανακογλείφτες της άρχουσας τάξης.

Ωστόσο η ανοικτή σημερινή χρησιμοποίηση των μεθόδων βοναπαρτιστικής διακυβέρνησης δεν σημαίνει ότι οι αστοί θα κινηθούν εύκολα και προς την επιβολή ενός ανοικτά βοναπαρτιστικού καθεστώτος. Όπως επανειλημμένα έχουμε εξηγήσει, η επιβολή ενός στρατιωτικού – αστυνομικού καθεστώτος εγκυμονεί τρομερό πολιτικό ρίσκο, αλλά και …τρομερές δαπάνες, που δύσκολα μπορεί να σηκώσει στις πλάτες του σήμερα ο ελληνικός καπιταλισμός.

Η εγκαθίδρυση στρατιωτικής – αστυνομικής δικτατορίας συνεπάγεται αργά ή γρήγορα μια τρομερή ώθηση της κοινωνικής συνείδησης προς τ’ αριστερά, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός εξαιρετικά εύθραυστου καθεστώτος. Επιπρόσθετα, συνεπάγεται τη γεωμετρική αύξηση των δαπανών για νέες στρατιές μπάτσων και χαφιέδων, ενώ δεν θα είναι λιγότερα τα χρηματικά ποσά που θα τσεπωθούν στα «μουλωχτά» από τους ανεξέλεγκτους κυβερνήτες, όπως συμβαίνει κάθε φορά σε όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα.

Έτσι η πρώτη επιλογή της άρχουσας τάξης είναι η εξάντληση κάθε θεσμικού μέσου διακυβέρνησης στο πλαίσιο της (βαθειά αντιδραστικής και ψευδεπίγραφης) αστικής «δημοκρατίας» και μετά η επιβολή ενός δημοκρατικοφανούς βοναπαρτισμού, ενός βοναπαρτισμού με κοινοβουλευτικό μανδύα, που τυπικά θα έχει την έγκριση ενός ορισμένου τμήματος του εκλογικού σώματος.

Ας δούμε πως περιέγραψε χαρακτηριστικά μια τέτοια πορεία εξέλιξης του αστικού καθεστώτος ο διευθυντής της «Καθημερινής» Αλέξης Παπαχελάς: «…Πώς θα φύγουμε από το σημερινό αδιέξοδο; Αυτό θα συμβεί μόνο όταν σχηματισθεί μία κρίσιμη μάζα Ελλήνων πολιτών που θα στηρίξουν μια γενναία μεταρρύθμιση, μια σαρωτική μεταρρύθμιση σαν και αυτές που γνωρίζει ο τόπος κάθε 40-50 χρόνια. Ακόμη δεν έχουμε συνειδητοποιήσει τι μας έχει συμβεί και γι’ αυτό αργούν να φανούν οι ηγετικές φυσιογνωμίες που θα εκφράσουν αυτή την ιστορική ανάγκη. Μπορεί να χρειασθούν και μία και δύο εκλογικές αναμετρήσεις, μερικές κυβερνήσεις και αρκετές… περιπέτειες για να βρούμε τον δρόμο μας. …» («Κ», 10/11/2014).

Αυτό είναι το άμεσο πολιτικό μέλλον που μεθοδεύουν οι αστοί: «μερικές κυβερνήσεις» ακόμα, αρκετές περιπέτειες (μαζικά κινήματα), ώσπου να εμφανιστεί η «ηγετική φυσιογνωμία» που θα βάλει τάξη, υποστηριζόμενη από μια «κρίσιμη μάζα Ελλήνων πολιτών» (sic).

Επιστρέφοντας στην άμεση πολιτική συγκυρία, η απόφαση της κυβέρνηση για επίσπευση της προεδρικής εκλογής επιβλήθηκε από την ανάγκη να αποφευχθούν με κάθε τρόπο οι πρόωρες εκλογές. Αν η εκλογή Προέδρου γινόταν στην ώρα της, η κυβέρνηση θα ρίσκαρε περισσότερο, καθώς θα πήγαινε σε αυτή τη διαδικασία αποδυναμωμένη, έχοντας υποχρεωθεί να περάσει προηγουμένως τα σκληρά μέτρα που απαιτεί άμεσα η τρόικα.

Η άρχουσα τάξη θα εξαντλήσει κάθε δυνατότητα και μέσο για να εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας τις επόμενες μέρες. Θέλει να κερδίσει χρόνο για να διαχειριστεί με μια απόλυτα έμπιστη, δική της κυβέρνηση το δύσκολο διάστημα μέχρι το τέλος του προγράμματος της τρόικας και για να φρεσκάρει το πολιτικό της στρατόπεδο και να ελέγξει ένα μεγάλο κομμάτι της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, φιλοδοξώντας να τον οδηγήσει ακόμα και σε μια διάσπαση για να τον αποδυναμώσει. Αν η απόπειρα για εξαγορές «ανεξάρτητων» ή προερχόμενων από τους ΑΝΕΛ, τη ΔΗΜΑΡ και τη ΧΑ βουλευτών δεν αποδώσει στην πρώτη ψηφοφορία, τότε οι Σαμαράς – Βενιζέλος προορίζονται να θυσιαστούν, ώστε να προκύψει μια νέα συμμαχική κυβέρνηση, που θα επιχειρήσει να λάβει διευρυμένη κοινοβουλευτική στήριξη, όπως συνέβη και με την κυβέρνηση Παπαδήμου. Μόνο η αποφασιστική παρέμβαση του εργατικού κινήματος μπορεί να αποτρέψει αυτές τις εξελίξεις και να οδηγήσει άμεσα σε εκλογές.

Το εργατικό κίνημα και τα συνδικάτα

Μετά από μια τριετία μεγάλων, μαζικών μαχών (γενικές απεργίες, «πλατείες» και εκατοντάδες απεργίες κατά χώρους) το εργατικό κίνημα εισήλθε σε μια φάση παράλυσης από τις αρχές του 2013, για τους λόγους που έχουμε επανειλημμένα εξηγήσει: εξάντληση από τις απανωτές μάχες χωρίς αποτέλεσμα, απογοήτευση από τον ρόλο των ηγεσιών του, τρομακτική πίεση από την ανεργία και τη φτώχεια.

Η μονότονα επαναλαμβανόμενη από ορισμένους αναλυτές μεταφυσική θεωρία της «ανάθεσης» δεν εξηγεί τίποτα. Οι εργατικές μάζες δεν έχουν αναθέσει τίποτα και σε κανέναν. Έχουν κουραστεί από τις ήττες και έχουν (σωστά) κατανοήσει ότι με συμβολικές απεργίες και διαδηλώσεις δεν πρόκειται να προκύψει κανενός είδους «ανατροπή».

Η απουσία κινητοποιήσεων δεν σημαίνει καθόλου και απουσία ριζοσπαστικής διάθεσης. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Μέσα σε μια κατάσταση αγωνιστικής άπνοιας, οι εργαζόμενοι έχουν τη δυνατότητα να κάνουν απολογισμό, να βγάλουν συμπεράσματα για τις ήττες και τον ρόλο των ηγετών τους. Αυτή η διαδικασία ήδη αντανακλάται έντονα με μια διαρκή στροφή στ΄ αριστερά που συντελείται στους κόλπους των συνδικάτων τα τελευταία 3 χρόνια, όπου αυτά υπάρχουν και είναι βιώσιμα. Είναι θέμα χρόνου πλέον, αυτή η στροφή να αντανακλαστεί πιο αποφασιστικά και στην κεντρική συνδικαλιστική ηγεσία και μετά την αριστερή πλειοψηφία στις διοικήσεις της ΑΔΕΔΥ και του Εργατικού Κέντρου Αθήνας, να πάρει σειρά η ΓΣΕΕ.

Το πρόβλημα είναι ότι οι νέες αριστερές συνδικαλιστικές πλειοψηφίες που προέρχονται από τις συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και σε ορισμένες περιπτώσεις και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δεν διαθέτουν το κατάλληλο σχέδιο δράσης για την αντεπίθεση του εργατικού κινήματος. Γι’ αυτό τελικά καταλήγουν, λιγότερο ή περισσότερο η κάθε μια, απλά να σύρονται πίσω από τις συμβολικές κινητοποιήσεις – «άσφαιρα πυρά», χωρίς να αντιπροτείνουν ένα συγκεκριμένο, εναλλακτικό σχέδιο αγώνα, περιοριζόμενες σε αφηρημένη αγωνιστική ρητορική και επικρίνοντας τους εργάτες για τη (φυσιολογική) έλλειψη διάθεσης συμμετοχής σε αυτές της κινητοποιήσεις.

Οι εργαζόμενοι σήμερα δεν έχουν κανέναν ενθουσιασμό για τα συνδικάτα. Είναι απόλυτα φυσιολογικό να συμβαίνει αυτό από τη στιγμή που ο συνδικαλιστικός αγώνας τα τελευταία χρόνια δεν οδήγησε πουθενά σε νίκες. Στα μάτια της νεότερης γενιάς εργαζομένων, τα υπάρχοντα συνδικάτα είναι ταυτισμένα με την γραφειοκρατική ρουτίνα και το ξεπούλημα των αγώνων. Ωστόσο, η ασφυκτική εργοδοτική εκμετάλλευση δημιουργεί διαρκώς την ανάγκη για οργάνωση στους χώρους δουλειάς και για τη δημιουργία νέων μαχητικών συνδικάτων εκεί όπου σήμερα δεν υπάρχουν, με την ανάδειξη νέων εργατικών ηγετών.

Τώρα οι εργαζόμενοι έχουν στραμμένο το βλέμμα τους κύρια στο πολιτικό πεδίο, κατανοώντας ότι για να εκλείψουν οι επιθέσεις και τα δεινά του καπιταλισμού απαιτείται μια πολιτική λύση. Είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι αυτό σημαίνει πως οι εργαζόμενοι επιθυμούν να περιμένουν παθητικά την ώρα των εκλογών. Αν οι ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ πρότειναν ένα σχέδιο μαζικής δράσης για την ανατροπή της κυβέρνησης και καλούσαν την εργατική τάξη να συμμετάσχει, οι εργαζόμενοι θα ανταποκρίνονταν στο κάλεσμα με ενθουσιασμό. Όμως η απουσία ενός τέτοιου σχεδίου κάνει τους εργαζόμενους να τηρούν αναγκαστικά μια στάση αναμονής μέχρι τις εκλογές για να φέρουν τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση.

Όμως κάπου εκεί θα σταματήσει και τυπικά η παράλυση του εργατικού κινήματος και οι αναλυτές που επικαλούνται τη θεωρία της «ανάθεσης», θα τρίβουν τα μάτια τους. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα γίνει αντιληπτή από την εργατική τάξη σαν μια δική της κυβέρνηση, με πολιτικά στελέχη που μπορούν να τα πιέσουν για να κινηθούν στην κατεύθυνση της υπηρέτησης των αναγκών της.

Κάθε δισταγμός από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να τηρήσει τις υποσχέσεις της και να καταργήσει τα Μνημόνια, να επαναφέρει τους μισθούς και τις συλλογικές συμβάσεις στα προ κρίσης επίπεδα, θα προκαλέσει μια γενικευμένη, αυθόρμητη διάθεση για κινητοποιήσεις με σκοπό οι προεκλογικές δεσμεύσεις να γίνουν πράξη. Ταυτόχρονα, κάθε επίθεση στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ από το ντόπιο και το ξένο κεφάλαιο και τους εκφραστές τους, θα προκαλεί μια επίσης αυθόρμητη διάθεση υπεράσπισης της κυβέρνησης από τα χτυπήματα της αντίδρασης. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η εργατική τάξη, ξεκινώντας από τα πιο προχωρημένα της τμήματα θα αναζητήσει ενστικτωδώς και εντατικά μια σοβαρή και αξιόπιστη επαναστατική λύση, στρέφοντας το βλέμμα στις μαζικές της οργανώσεις.

Τελείωσε η προεπαναστατική περίοδος;

Από τα μέσα του 2011 είχαμε χαρακτηρίσει την περίοδο στην ελληνική κοινωνία σαν προεπαναστατική. Μια περίοδο δηλαδή, κατά την οποία αρχίζουν να ωριμάζουν οι αντικειμενικοί όροι για μια νικηφόρα επανάσταση όπως τους είχαν προσδιορίσει ο Λένιν και ο Τρότσκι, δηλαδή η αποφασιστικότητα της εργατικής τάξης να αλλάξει τη μοίρα της μέσα από έναν μαζικό αγώνα με αυτοθυσία, ο αναβρασμός στις μικροαστικές μάζες, η αδυναμία της άρχουσας τάξης να κυβερνά με τον τρόπο που το έκανε στο παρελθόν. Είχαμε εξηγήσει ότι δεν υπάρχει κανένα τείχος που να χωρίζει την προεπαναστατική από την επαναστατική περίοδο και ότι ανά πάσα στιγμή, ακόμα και ένα τυχαίο γεγονός, θα μπορούσε να προκαλέσει μια μεγάλη επαναστατική κρίση στην κοινωνία.

Στο διάστημα που μεσολάβησε, κανένα από τα θεμελιώδη προβλήματα δεν λύθηκαν. Η προσωρινή απόσυρση των μαζών από το πεδίο των αγώνων, δεν συνοδεύτηκε από μια γενικευμένη αποθάρρυνση, αλλά από τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος των στο πολιτικό πεδίο και την ανοδική τάση της υποστήριξης στον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η τάση αποδεικνύει ότι οι εργατικές μάζες δεν συντηρητικοποιήθηκαν, αλλά αντίθετα διατηρούν στη συνείδησή τους τη ριζοσπαστικοποίηση από την εμπειρία της κρίσης και των κινημάτων ενάντια στα Μνημόνια και αναζητούν την κατάλληλη ευκαιρία να την εκφράσουν. Από αυτή την άποψη, η περίοδος, παρά το διάλειμμα μιας προσωρινής κάμψης της ταξικής πάλης, συνεχίζει να είναι στη φύση της προεπαναστατική.

ΣΥΡΙΖΑ: κατάσταση και προοπτικές

Η απότομη άνοδος της εκλογικής υποστήριξης του ΣΥΡΙΖΑ στις τάξεις των εργατικών μαζών και της νεολαίας, όπως έχουμε εξηγήσει, είχε πρωτίστως ταξικά αίτια. Μέσα από την εκλογική συσπείρωση στον ΣΥΡΙΖΑ η εργατική τάξη έσπευσε να καλύψει το τεράστιο κενό πολιτικό κενό που δημιούργησε η οριστικοποίηση της δεξιάς, αστικής χρεοκοπίας του ΠΑΣΟΚ. Χωρίς κανέναν ιδιαίτερο ενθουσιασμό για την πολιτική και τις ιδέες του «ευρω-κομμουνιστικού» ρεφορμισμού πάνω στις οποίες δομήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, η πλειονότητα της εργατικής τάξης συσπειρώθηκε εκλογικά σ’ αυτόν, γιατί η ηγεσία του, σε αντίθεση με την ηγεσία του ΚΚΕ, έδειξε την πρόθεση να προσφέρει μια ορατή λύση εξουσίας για την έξοδο από τον εφιάλτη της άγριας επίθεσης του κεφαλαίου.

Η πορεία της πλειοψηφίας της ηγεσίας μετά από τη μεγάλη εκλογική επιτυχία του 2012 είναι σταθερά προς τα δεξιά, προς την κατεύθυνση των κλασσικών χρεοκοπημένων ιδεών της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό το γεγονός βασικά αντανακλά τις μεγάλες πιέσεις της αστικής τάξης πάνω στο κόμμα.

Η αστική τάξη, μέσα στο κλίμα εφησυχασμού που δημιουργούσε ο πλήρης έλεγχος της δεξιάς ηγεσίας του κραταιού στις εργατικές μάζες ΠΑΣΟΚ, δεν είχε προβλέψει και δεν είχε προετοιμαστεί για την αλματώδη άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό, μπροστά σε αυτή την άνοδο αντέδρασε σπασμωδικά και χωρίς ενιαία στρατηγική. Η στάση της έναντι του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα μείγμα εμφυλιοπολεμικής υστερίας και αμηχανίας, η οποία εκφράστηκε με την ηλίθια θεωρία του υποτιθέμενου «ταβανιού» στην εκλογική επιρροή του κόμματος, που έδειχναν να την πιστεύουν και οι ίδιοι οι εκφραστές της.

Τώρα η υστερία και η αμηχανία αρχίζει να γίνεται πανικός, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ πλησιάζει στην αυτοδυναμία σαν αποτέλεσμα της απουσίας οποιασδήποτε άλλης εναλλακτικής επιλογής για την εργατική τάξη. Η αιτία αυτού του πανικού όπως ήδη αναφέραμε δεν είναι οι ανύπαρκτες επαναστατικές προθέσεις της ηγεσίας του κόμματος, αλλά το γεγονός ότι η άνοδός της στην κυβέρνηση θα σηματοδοτήσει αντικειμενικά ένα νέα στάδιο εκρηκτικής ανάπτυξης της ταξικής πάλης.

Το βασικό πρόβλημα της αστικής τάξης είναι ότι δεν διαθέτει τον απαιτούμενο χρόνο για να δημιουργήσει στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μια ισχυρή, ελεγχόμενη ηγετική ομάδα, που είτε θα πάρει την πλειοψηφία στρέφοντας το κόμμα στον δεξιό ρεφορμισμό και στον ανοικτό συμβιβασμό με τον καπιταλισμό και τις άγριες πολιτικές που χρειάζονται για την επιβίωσή του, είτε θα προκαλέσει μια σοβαρή διάσπαση που θα αποδυναμώσει για μια περίοδο το κόμμα.

Οι πιο σοβαροί αστοί καταλαβαίνουν ότι η υστερική στάση έναντι του ΣΥΡΙΖΑ δεν τους ωφελεί, καθώς μη μπορώντας να επιβάλουν ένα ανοικτά βοναπαρτιστικό καθεστώς, είναι υποχρεωμένοι σύντομα να ανεχτούν μια κυβέρνησή του. Διαβάζουμε τις σχετικές σκέψεις του Αλέξη Παπαχελά όπως αποτυπώθηκαν σε άρθρο του στην «Καθημερινή» στις 23/11: «..Ζημιά κάνουν και εκείνοι που πολώνονται με ακραίο τρόπο από την άλλη πλευρά. Όσο ανεύθυνη και αν είναι η ρητορεία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί κάποιοι να την εμφανίζουν σαν έναν τρίτο γύρο εκ μέρους όσων θέλουν να πάρουν την εκδίκησή τους για τη Βάρκιζα…».

Στην πραγματικότητα, τα περισσότερα βήματα στην κατεύθυνση της εύρεσης ενός πλαισίου «συνεννόησης» με την αστική τάξη, τα έχει κάνει η ίδια η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα, με έναν ιδιαίτερα εντατικό τρόπο. Ο πρόεδρος και η ηγετική ομάδα, προσεγγίζουν την υπόθεση της πολιτικής προετοιμασίας τους για την εξουσία όχι σαν ηγέτες του εργαζόμενου λαού που οφείλουν με υπομονή και επιμονή να τον προετοιμάσουν να κινητοποιηθεί για να κατακτήσει την εξουσία, αλλά δυστυχώς σαν μικροαστοί επαρχιώτες πολιτικοί, που πασχίζουν να δώσουν εξετάσεις «υπευθυνότητας» στο μεγάλο κεφάλαιο. Έτσι σε αγαστή συνεργασία με την τάση Μπαλάφα έχουν επιδοθεί σε μια ντε φάκτο δημόσια αμφισβήτηση των πιο ριζοσπαστικών σημείων των ψηφισμένων θέσεων του συνεδρίου του κόμματος για το χρέος, τα Μνημόνια και τις τράπεζες, με δηλώσεις, ομιλίες στα διάφορα αστικά φόρουμ, συνομιλίες με εκπροσώπους του διεθνούς κεφαλαίου και της τρόικας, συναντήσεις αμοιβαίας κατανόησης με την αντιδραστική Εκκλησιαστική ιεραρχία, ακόμα και με φιλικές συναντήσεις με μισητές φυσιογνωμίες της ελληνικής άρχουσας τάξης, όπως η διαβόητη Γιάννα Αγγελοπούλου.

Η δεξιά στροφή στις πολιτικές θέσεις από την ηγετική ομάδα είχε σαν φυσικό συμπλήρωμα από την πλευρά της, την καταδίκη του κόμματος σε πλήρη αδράνεια, χωρίς ουσιαστικές διαδικασίες πολιτικής συζήτησης και συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων, χωρίς σχέδιο πολιτικής δράσης στις γειτονιές, στους εργατικούς χώρους και στα συνδικάτα, στα πρότυπα ενός κόμματος – εκλογικού μηχανισμού που εξαντλείται σε έναν ανούσιο, συμβολικό ακτιβισμό.

Με αυτή τη γενική δεξιά πολιτική κατεύθυνση, η ηγεσία υπονόμευσε από τα πρώτα βήματα του ΣΥΡΙΖΑ τη σχέση του με την εργατική τάξη και τη νεολαία, δημιουργώντας χαλαρούς δεσμούς, έντονης δυσπιστίας.

Η δεξιά στροφή της ηγετικής ομάδας έχει οδηγήσει σε μια εμβρυακή διάσπαση στις γραμμές της πλειοψηφίας, με την εμφάνισή της αποκαλούμενης «Αριστερής ΑΡΕΝ» στο προσκήνιο με το κείμενο των «53». Αυτή η νέα συσπείρωση εξέφρασε τη δυσαρέσκεια μιας ομάδας αριστερών παραγόντων του κομματικού μηχανισμού που αισθάνονται παραγκωνισμένοι από την απόπειρα της ηγετικής ομάδας να χτίσει απευθείας σχέσεις συνεννόησης με το μεγάλο κεφάλαιο. Η ανάγκη τους όμως να μην «χάσουν το τρένο» της συμμετοχής στην κυβέρνηση και στον κρατικό μηχανισμό, τους οδήγησε το τελευταίο διάστημα στην υποστολή της σημαίας της κριτικής. Παρ’ όλα αυτά, η κίνησή τους αποτελεί τον προάγγελο μιας σοβαρής διάσπασης μέσα στη σημερινή ηγετική πλειοψηφία, που θα έρθει αναπόφευκτα μετά την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, όταν οι πιέσεις από τα δυο βασικά ταξικά στρατόπεδα της κοινωνίας πολλαπλασιαστούν πάνω στο κόμμα.

Ο κύριος κορμός της αριστεράς του κόμματος, η «Αριστερή Πλατφόρμα» («Αριστερό Ρεύμα» με συνοδοιπόρους τις συνιστώσες του «Κόκκινου Δικτύου) δεν εμφανίζει την εικόνα μιας ανερχόμενης, υποψήφιας πλειοψηφικής τάσης και έχει αυτοπεριοριστεί στην υπεράσπιση των συνεδριακών θέσεων.

Η συνολική αυτή μετατόπιση προς τα δεξιά όλων των βασικών ηγετικών μερίδων προετοιμάζει μια ακόμα μεγαλύτερη κίνηση προς τα δεξιά στην κυβέρνηση. Για να μπορέσει η ηγεσία να σταθεροποιηθεί στοιχειωδώς στην κυβέρνηση, είναι υποχρεωμένη να ξεκινήσει τη σταδιακή έστω εφαρμογή των μέτρων που εξήγγειλε στη ΔΕΘ (επαναφορά μισθών, συλλογικών συμβάσεων κλπ). Αυτό θα αποτελέσει «casus belli» για την τρόικα και την αστική τάξη, που δεν πρόκειται να ανεχθούν ένα ειρηνικό «ξήλωμα» των Μνημονίων.

Η τρόικα και συγκεκριμένα το αληθινό αφεντικό του ελληνικού προγράμματος, η Γερμανία, θα επιχειρήσει να δείξει παραδειγματική σκληρότητα στις απαιτήσεις της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, στέλνοντας έτσι ένα μήνυμα στις υπόλοιπες κυβερνήσεις του Νότου, στην ηγεσία του PODEMOS, αλλά και συνολικά στην εργατική τάξη της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της γερμανικής. Η ελληνική αστική τάξη χρησιμοποιώντας τα ελεγχόμενα ιδιωτικά ΜΜΕ θα εξαπολύσει μια φανερή, μανιασμένη επίθεση κατηγορώντας την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ότι θέτει σε αμφισβήτηση τη διεθνή θέση της χώρας, αλλά και μια «υπόγεια», με υπονομευτικές πράξεις σαμποτάζ, αξιοποιώντας την κυρίαρχη θέση της οικονομία και τον κρατικό μηχανισμό.

Από την άλλη πλευρά, η εργατική τάξη, ενθαρρυμένη από την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ, θα κινητοποιηθεί για να πιέσει την κυβέρνηση να μην υποχωρήσει και να στείλει το δικό της μήνυμα πυγμής σε κεφάλαιο και τρόικα. Αυτή η πίεση θα δημιουργήσει μια πολύ τεταμένη εσωκομματική κατάσταση στον ΣΥΡΙΖΑ. Στην ηγεσία θα σχηματιστεί αναπόφευκτα ένα τμήμα στελεχών που θα ζητούν υποχωρήσεις από τις δεσμεύσεις και θα απαιτήσουν τη συνεννόηση με τα αστικά κόμματα για να αντιμετωπιστεί «από κοινού» η αδιαλλαξία της τρόικας. Ένα άλλο τμήμα της ηγεσίας, πιθανότατα ο κύριος κορμός, θα προσπαθήσει να κρυφτεί πίσω από το τέχνασμα της προσφυγής σε ένα δημοψήφισμα. Αναπόφευκτα όμως, ένα τρίτο ηγετικό τμήμα, σπρωγμένο από την πίεση της βάσης θα υποστηρίξει της γραμμή μιας σύγκρουσης.

Πάνω σε αυτή τη βάση, θα ανοίξει σε όλο το φάσμα του κόμματος μια διαδικασία συζήτησης για το τι πρέπει να γίνει. Το ενδιαφέρον της εργατικής τάξης και της νεολαίας για τη συζήτηση αυτή θα ανέβει στο κατακόρυφο. Μια θυελλώδης διαδικασία αναδιάταξης των συσχετισμών ανάμεσα στις τάσεις θα λάβει χώρα στο κόμμα, με την κύρια κατεύθυνση της βάσης κάτω από την πίεση της εργατικής τάξης να βρίσκεται προς τ’ αριστερά. Η δημιουργία νέων κεντριστικών ρευμάτων από τα σπλάχνα της αριστεράς του κόμματος θα είναι πολύ πιθανή. Σε αυτές τις συνθήκες, μια μικρή αλλά διακριτή μαρξιστική, επαναστατική τάση, με ξεκάθαρες ιδέες μπορεί να γίνει σημείο αναφοράς για χιλιάδες αγωνιστές, μέλη και υποστηρικτές του κόμματος.

ΚΚΕ: η ηγετική πολιτική «κόβει» τις γέφυρες με τις μάζες

Η ηγεσία του ΚΚΕ επιχείρησε με μια αριστερή στροφή στο πρόγραμμα του κόμματος στο συνέδριο του 2013 να διασκεδάσει την ολοκληρωτική της αδυναμία να αξιοποιήσει την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και την εμφάνιση μιας προεπαναστατικής περιόδου στην κοινωνία. Όμως άθελά της, σαν τον μαθητευόμενο μάγο, έφερε στην επιφάνεια δυνάμεις που δεν μπορεί να ελέγξει.

Με την τυπική εγκατάλειψη της «θεωρίας των σταδίων», ουσιαστικά και ανεξάρτητα από τις προθέσεις της, έχει αντικειμενικά θέσει στο προσκήνιο την ανάγκη κριτικής απόρριψης ολόκληρης της πολιτικής του σταλινισμού από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και μετά.

Ο τυπικός εκτοπισμός της «θεωρίας των σταδίων» από το πρόγραμμα του ΚΚΕ δεν συνοδεύεται από τον εκτοπισμό και της επιζήμιας αντανάκλασής της στις αναλύσεις, την κεντρική πολιτική γραμμή και την τακτική του κόμματος. Η ρίζα της «θεωρίας των σταδίων» που αναβάλει την εργατική εξουσία και το σοσιαλισμό για ένα ενδιάμεσο στάδιο δημοκρατικού – φιλολαϊκού καπιταλισμού, είναι σε τελική ανάλυση η απουσία εμπιστοσύνης στη δυνατότητα της εργατικής τάξης να αλλάξει την κοινωνία. Αυτή την απουσία τη βλέπουμε διάχυτη σε όλο το φάσμα της πολιτικής της ηγεσίας του ΚΚΕ σήμερα.

Σύμφωνα με την ηγεσία του ΚΚΕ, η εργατική τάξη εμφανίζεται να βρίσκεται σε μόνιμη κατάσταση πολιτικής ανωριμότητας. Πέφτει συνέχεια θύμα των πολιτικών ελιγμών και της δημαγωγίας του κεφαλαίου, έχει ακλόνητες αυταπάτες για τον καπιταλισμό, είναι ανίκανη να καταλάβει τη σωστή πολιτική γραμμή του ΚΚΕ. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον της βαθειά ριζωμένης πολιτικής ανωριμότητας η «μαρξιστική» πολιτική του ΚΚΕ εμφανίζεται από την ηγεσία σαν φυσιολογικά απομονωμένη. Για κάθε σοβαρή εκλογική ήττα, για κάθε εκδήλωση της αδυναμίας του κόμματος να συσπειρώσει ευρύτερα τμήματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας επαναλαμβάνεται αυτή η έτοιμη, επίσημη ηγετική δικαιολογία.

Η επίμονη άρνηση της υιοθέτησης της λενινιστικής γραμμής του ενιαίου μετώπου στην προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ και η πλήρης ταύτιση του με τα αστικά κόμματα έχει καταστροφικές συνέπειες για το κόμμα, καθώς προετοιμάζει από τώρα όχι μόνο μια νέα σοβαρή εκλογική ήττα, αλλά και την αδυναμία του κόμματος να ωφεληθεί αποφασιστικά από την αναμενόμενη δεξιά στροφή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Ο επίμονος σεχταρισμός της ηγεσίας κόβει όχι μόνο τις σημερινές, αλλά και της αυριανές γέφυρες επικοινωνίας με την αριστερή βάση του ΣΥΡΙΖΑ.

Η μικρή, από τα δεξιά, διάσπαση του «Εργατικού Αγώνα» και η ημιεπίσημη ρήξη με τον δημοφιλή Ν. Μπογιόπουλο, είναι μόνο το πρελούδιο νέων εσωκομματικών «αναταράξεων». Σε αυτές, η ηγεσία θα βρεθεί αντιμέτωπη με την αμφισβήτηση όλων των πτυχών της πολιτικής της.

Σε κάθε περίπτωση, το ΚΚΕ έχει αντικειμενικά να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στις ταξικές και πολιτικές εξελίξεις. Με μια γνήσια λενινιστική πολιτική και τακτική, το ΚΚΕ ήδη θα μπορούσε να έχει δημιουργήσει όλες τις πολιτικές προϋποθέσεις για μια νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση στη χώρα. Αντίθετα με την πολιτική της σταλινικής του ηγεσίας, έχει καταφέρει να μετατρέψει μια μεγάλη ιστορική ευκαιρία σε αφορμή εκδήλωσης μια μόνιμης κρίσης και πολιτικής αδυναμίας για το κόμμα.

Ασφαλώς η δεξιά πορεία του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση θα αποτελέσει μια σημαντική ευκαιρία για την ανάπτυξη της επιρροής του ΚΚΕ. Αναμφίβολα ένα τμήμα της εργατικής τάξης μετά την απογοήτευση από τον ΣΥΡΙΖΑ θα κοιτάξει προς την κατεύθυνση του ΚΚΕ. Όμως με δεδομένη την έμπρακτη απόδειξη της οργανικής αδυναμίας της σεχταριστικής σταλινικής ηγεσίας να αξιοποιήσει τις μεγάλες πολιτικές ευκαιρίες, κανείς δεν μπορεί με βεβαιότητα να μιλήσει για το μέγεθος αυτής της αυξημένης επιρροής.

Ο κρίσιμος, ιστορικός ρόλος του επαναστατικού μαρξισμού

Η σημερινή εποχή χαρακτηρίζεται από την κίνηση της κοινωνικής συνείδησης στα άκρα. Τις παραμονές μιας πολύ σφοδρής σύγκρουσης ανάμεσα στις τάξεις, παλιές, ξεχασμένες ιδέες έρχονται στο προσκήνιο στα δυο βασικά ταξικά στρατόπεδα. Η αστική τάξη, τόσο τα ισχυρά όσο και τα ξεπεσμένα της τμήματα, ανακαλύπτει ξανά τη γοητεία των ιδεών της βοναπαρτιστικής αντίδρασης, με ένα τμήμα της να φλερτάρει με τον φασισμό. Στην άλλη όχθη, στο στρατόπεδο της εργατικής τάξης, η κίνηση προς τα ριζοσπαστικά άκρα αναπόφευκτα θα δημιουργήσει τις ευνοϊκότερες δυνατές συνθήκες για την ανάπτυξη του ρεύματος του επαναστατικού μαρξισμού.

Οι αντικειμενικές συνθήκες που οδήγησαν στον περιορισμό των δυνάμεων του γνήσιου μαρξισμού στο πολιτικό περιθώριο, έχουν ήδη αρχίσει να εκλείπουν. Οι μάζες μαθαίνουν μέσα από την εμπειρία τους. Η εργατική τάξη είναι καταδικασμένη να ξαναπεράσει από το «σχολείο» του ρεφορμισμού, που θα το ενσαρκώσει σε αυτή την ιστορική συγκυρία μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Μέσα από τη ζωντανή της πολιτική εμπειρία η τάξη θα προσεγγίσει τις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού.

Ο κρίσιμος ιστορικός ρόλος του επαναστατικού μαρξισμού είναι να συντομεύσει τη διάρκεια αυτού του διαστήματος και να δείξει το δρόμο για την κατά το δυνατό, λιγότερο επώδυνη για την εργατική τάξη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Αθήνα, 15/12/2014

(Το προσχέδιο του κειμένου γράφτηκε από τον σ. Σταμάτη Καραγιαννόπουλο)

{fcomment}

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα