Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΑναλύσειςΕλληνικές Προοπτικές 2013

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Ελληνικές Προοπτικές 2013

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί την ετήσια αναλυτική εκτίμηση της Συντακτικής μας Επιτροπής για την οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση και τις προοπτικές στην Ελλάδα.

[nextpage title=”Μέρος 1ο” ]

Εισαγωγή

Το σημερινό λίμνασμα των παραγωγικών δυνάμεων με επίκεντρο τις παραδοσιακές δυνάμεις του δυτικού καπιταλισμού, το εφιαλτικό μεγάλωμα των κοινωνικών ανισοτήτων, η μαζική αύξηση της φτώχειας και της ανεργίας, η συντριβή όλων των μεταπολεμικών εργατικών κατακτήσεων και η όξυνση των διαφόρων ειδών περιβαλλοντικής καταστροφής είναι μερικά από τα συμπτώματα που μαρτυρούν την εκδήλωση της βαθιάς ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού.

Το φαινόμενο που στην αρχή εμφανίστηκε σαν «κρίση του τραπεζικού συστήματος» και αργότερα σαν «κρίση χρέους», στην πραγματικότητα αποτελεί κρίση του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Είναι μια κρίση που οφείλεται στο γεγονός ότι οι υπερώριμες για το σοσιαλισμό παραγωγικές δυνάμεις ασφυκτιούν μέσα στο «ζουρλομανδύα» των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας.

Συνεπώς, δεν είμαστε αντιμέτωποι απλά με μια ακόμα φάση στην εναλλαγή του καπιταλιστικού οικονομικού κύκλου. Ζούμε την έκφραση του ιστορικού αδιεξόδου του καπιταλιστικού συστήματος και την είσοδο σε μια περίοδο παρατεταμένης συρρίκνωσης του βιοτικού επιπέδου των μαζών, που ήδη έχει αρχίσει να οδηγεί σε πρωτοφανή όξυνση της ταξικής πάλης, με «καρπούς» το ξέσπασμα της Αραβικής επανάστασης και την έναρξη μιας προεπαναστατικής περιόδου στη Νότια Ευρώπη.

Σε αυτή τη νέα κοινωνική πραγματικότητα το ζήτημα της εξουσίας θα αρχίζει να τίθεται ολοένα και πιο αποφασιστικά στη μια χώρα μετά την άλλη, συμπεριλαμβανομένων και των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών της Δύσης, οι οποίες μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο γνώρισαν μακροχρόνια διαστήματα κοινωνικής ειρήνης και μεταρρυθμίσεων. Η άγρια και παρατεταμένη λιτότητα που έχει γίνει το παγκόσμιο πρόγραμμα της άρχουσας τάξης, φανερώνει ότι οι «παλιές καλές μέρες» μιας υποφερτής εργατικής διαβίωσης στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες ανήκουν οριστικά στο παρελθόν. Τις διαδέχεται πλέον μια ιστορική περίοδος «ωμής» και γενικευμένης καπιταλιστικής βαρβαρότητας από τη μια πλευρά και ξεδιπλώματος – με άλματα, υποχωρήσεις, ανόδους, καθόδους, ακόμα και διαλείμματα αντίδρασης – της διαδικασίας της παγκόσμιας επανάστασης, από την άλλη.

Τα γιγάντια χρέη και η πηγή τους

Παρά τα τεράστια ποσά που διοχετεύτηκαν από τα αστικά κράτη σε τράπεζες και άλλες μεγάλες επιχειρήσεις, το μόνο που κατάφεραν οι αστοί ήταν μια αναιμική και αμφίβολη ανάκαμψη. Ουσιαστικά, η παγκόσμια οικονομία δεν έχει συνέλθει από την ύφεση του 2008. H Ευρωπαϊκή Ένωση, σχεδόν στο σύνολό της, είναι βυθισμένη στην ύφεση, η Ιαπωνία έχει εισέλθει στην τρίτη διαδοχική ύφεση από το 2008, στις ΗΠΑ έχουμε σχεδόν μηδενική ανάπτυξη, ενώ στην Κίνα, την Ινδία και τη Βραζιλία, οι ρυθμοί ανάπτυξης έχουν μειωθεί στο μισό.

Οι αστοί με το κρατικό χρήμα απέτρεψαν μια μαζική κατάρρευση των τραπεζών τα προηγούμενα χρόνια, αλλά έτσι δημιούργησαν τους όρους για την χρεοκοπία ολόκληρων κρατών. Μόνο μέσα στο 2013, τα κράτη όλου του κόσμου πρέπει να πληρώσουν πάνω από 8 τρισεκατομμύρια δολάρια για την αποπληρωμή των χρεών τους!

Γενικότερα, η αιτία δημιουργίας των τεράστιων σημερινών χρεών ήταν η απόπειρα των αστών να παρατείνουν τεχνητά την ανάπτυξη κατά τις δυο προηγούμενες δεκαετίες και να αποτρέψουν την εμφάνιση μιας βαθιάς ύφεσης από το 2008 και μετά. Χαρακτηριστικά, πριν από 20 χρόνια το δημόσιο χρέος των βιομηχανικών κρατών ανερχόταν μόλις στο 60,3% του ΑΕΠ τους, ενώ σήμερα έχει ξεπεράσει το 100%. Στο παρελθόν, οι χώρες αυτές ήταν οι μεγάλοι δανειστές του κόσμου, ενώ σήμερα έχουν μετατραπεί στους μεγαλύτερους οφειλέτες. Ενδεικτικό για το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει ο παγκόσμιος καπιταλισμός είναι το γεγονός ότι οι δύο ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία, χρωστούν συνολικά 29,5 τρισεκατομμύρια δολάρια (16,5 τρις οι ΗΠΑ και 13 τρις η Ιαπωνία), ποσό που ισούται με το μισό του χρέους όλων των κρατών του πλανήτη (56 τρισεκατομμύρια δολάρια).

Η κρίση και οι προοπτικές του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού

Στο επίκεντρο του καπιταλιστικού αδιεξόδου όμως, βρίσκεται σήμερα η Ευρώπη και η Ευρωζώνη, που γνωρίζουν την πιο σοβαρή κρίση στην ιστορία τους, η οποία θέτει σε αμφισβήτηση την ίδια την ύπαρξή τους. Οι μαρξιστές πριν ακόμα την εισαγωγή του ευρώ, είχαν τονίσει ότι είναι αδύνατο να ενοποιηθούν στέρεα οικονομίες που κινούνται προς διαφορετικές κατευθύνσεις και είχαν θέσει την προοπτική της κατάρρευσης του ευρώ μέσα από μια διαδικασία συγκρούσεων των ευρωπαϊκών αστικών κρατών, πάνω στο έδαφος μιας βαθιάς ύφεσης. Σοβαρά στοιχεία επαλήθευσης αυτής της πρόβλεψης αρχίζουν πλέον να αναδεικνύονται μπροστά στα μάτια μας, με τους ίδιους τους αστούς να κάνουν λόγο για αυτή την προοπτική.

Η Ευρωζώνη βρίσκεται ήδη σε μια δεύτερη απανωτή ύφεση. Οκτώ από τις δεκαεπτά χώρες-μέλη της στο τελευταίο τρίμηνο του 2012 είδαν το ΑΕΠ τους να συρρικνώνεται συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2011. Το πιο σημαντικό στοιχείο είναι ότι εκτός από τις υπερχρεωμένες χώρες (Ελλάδα με – 6%, Ιταλία με -2,7%, Κύπρος με -3%, Πορτογαλία με -3,8%, Ισπανία με -1,9%) στον κατάλογο αυτό βρίσκονται ακόμα η Σλοβενία (-2,8%) και 2 από τις 4 χώρες με τα περίφημα τρία Α (αυξημένη πιστοληπτική ικανότητα, οι άλλες 2 χώρες είναι η Γερμανία και το Λουξεμβούργο), δηλαδή η Φινλανδία (-1,4%) και η Ολλανδία (0,9%).

Η επίσημη πρόβλεψη της ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) στις 7/3 έκανε λόγο για μέσο όρο συρρίκνωσης του ΑΕΠ κατά 0,5% στο 2013, την ώρα που άλλοι αστοί αναλυτές, όπως ο Andrew Kenningham, της «Capital Economics», τοποθετούν την ύφεση της Ευρωζώνης στο 2%. Σε αντίθεση όμως με τον πρόεδρο της ΕΚΤ που κατά την αναγγελία των προβλέψεών της προσπαθούσε να γίνει καθησυχαστικός λέγοντας ότι το 2014 θα είναι χρονιά ανάκαμψης, ο ίδιος αναλυτής ανέφερε ότι «το πιο πιθανό είναι πως από εδώ και στο εξής η κατάσταση της Ευρωζώνης και της ευρωπαϊκής οικονομίας θα επιδεινώνεται παρά θα βελτιώνεται». Σύμφωνα δε με την πρόβλεψη του ΟΟΣΑ η ύφεση φέτος θα ακουμπήσει και την Γερμανία, με το ΑΕΠ της να αυξάνεται μόλις κατά 0,5%.

Η ύφεση επιβαρύνεται από τα τεράστια κρατικά χρέη και ταυτόχρονα τα κάνει πιο δυσβάσταχτα. Με τη σειρά τους τα τεράστια κρατικά χρέη δημιουργούν ακόμα μεγαλύτερες επισφάλειες στις τράπεζες, πολλές από τις οποίες διασώθηκαν τα προηγούμενα χρόνια με κρατικό χρήμα και με τίμημα την υπερδιόγκωση των κρατικών χρεών. Ένας «φαύλος κύκλος» ύφεσης, κρατικών και τραπεζικών χρεών παρασέρνει τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό σε μια σπειροειδή καθοδική πορεία και συντρίβει το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.

Οι αστικές κυβερνήσεις μεταφέρουν με περικοπές το βάρος της κρίσης πάνω στους φτωχούς, την ώρα που οι τράπεζες συνεχίζουν προκλητικά να επιδοτούνται με κρατικό χρήμα για να διασώζονται τα κέρδη των μεγαλομετόχων τους. Μόνο πέρσι δόθηκαν από την ΕΚΤ στις υπερχρεωμένες ιδιωτικές τράπεζες πάνω από ένα τρισεκατομμύριο ευρώ! Πολλά δισεκατομμύρια ευρώ ακόμα δίνονται ως δάνεια σε 5 κράτη της Ευρωζώνης στο πλαίσιο των «Μηχανισμών Στήριξης», με τον όρο να διοχετευθούν και αυτά στις μεγάλες τράπεζες (που κατέχουν ομόλογά τους ή κινδυνεύουν με πτώχευση) και η αποπληρωμή τους να γίνει μέσα από την υπερφορολόγηση και την άγρια λιτότητα στους φτωχούς.

Αυτή η προκλητική αδικία δεν πηγάζει από κάποιο ιδεολόγημα (νεοφιλελευθερισμός) ή από μια «λάθος συνταγή», όπως συνηθίζουν να υποστηρίζουν οι ρεφορμιστές. Είναι η αποτύπωση του σύγχρονου βαθμού αντιδραστικότητας του καπιταλισμού. Στη σημερινή φάση της βαθειάς ιστορικής του κρίσης, ο καπιταλισμός δεν μπορεί να ανεχθεί οτιδήποτε εξασφαλίζει μια υποφερτή ζωή στην εργατική τάξη.

Οι ρεφορμιστές φαντάζονται ότι σε κάθε χώρα θα μπορούσε να εφαρμοστεί μια πολιτική όπως το «Κεϋνσιανής» έμπνευσης «Νιού Ντηλ» του Ρούσβελτ, τη δεκαετία του 1930 στις ΗΠΑ, με τις μαζικές επενδύσεις σε δημόσια έργα με σκοπό να τονωθεί η ζήτηση. Αφήνοντας κατά μέρος το γεγονός ότι όπως έχουμε εξηγήσει δεν ήταν τον «Νιού Ντιλ» που έβγαλε την αμερικάνικη οικονομία από την κρίση αλλά ο ερχομός του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, αξίζει εδώ να παραθέσουμε τα λόγια του Τρότσκι από ένα θαυμάσιο δοκίμιό του που γράφτηκε το 1937, με τίτλο ο «Μαρξισμός και η Εποχή μας»: «Η πολιτική του «Νιου Ντιλ», που προσπαθεί να σώσει την ιμπεριαλιστική δημοκρατία με φιλοδωρήματα στην εργατική και την αγροτική αριστοκρατία, είναι σ’ όλη της την έκταση προσιτή μονάχα στα πολύ πλούσια έθνη, και μ’ αυτήν την έννοια είναι η κατ’ εξοχήν αμερικανική πολιτική…» Κι ο Τρότσκι συνέχιζε: «…Αλλά το ίδιο το Νιου Ντιλ δεν ήταν δυνατό παρά στη βάση του αμύθητου πλούτου που συσσωρεύτηκε από τις προηγούμενες γενιές. Μόνο ένα πολύ πλούσιο έθνος μπορούσε να ακολουθήσει μια τόσο σπάταλη πολιτική. Αλλά ακόμα κι ένα τέτοιο έθνος δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει επ’ αόριστο σε βάρος των περασμένων γενιών».

Όμως ακόμα και έτσι, ο Τρότσκι μιλούσε για τις στιβαρές ΗΠΑ του μεσοπολέμου και όχι για τις υπερχρεωμένες ΗΠΑ του σήμερα. Όταν ο Ρούσβελτ ξεκίνησε το «Νιού Ντηλ» το 1933, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ ήταν στο 20% του ΑΕΠ, ενώ σήμερα πλησιάζει το 100%. Και αν ο δρόμος για ένα νέο «Νιού Ντηλ» είναι σήμερα κλειστός ακόμα και για τις ΗΠΑ, αυτό ισχύει στο πολλαπλάσιο για τον υπερχρεωμένο ευρωπαϊκό Νότο.

Οι ρεφορμιστές έχουν βέβαια μια ακόμα μαγική λύση να προτείνουν: εκτύπωση χρήματος! Η ΕΚΤ λένε, πρέπει να αγοράσει τα χρέη του Νότου τυπώνοντας αφειδώς χαρτονομίσματα. Η «λύση» αυτή όμως, δεν ενθουσιάζει καθόλου τους αστούς, καθώς ισοδυναμεί με μια μέθοδο απελπισίας που θα δημιουργήσει νέα αδιέξοδα. Αν την υιοθετήσουν θα δουν τον πληθωρισμό της Ευρωζώνης να εκτοξεύεται στα ύψη, σε συνδυασμό πιθανότατα με μια χρόνια ύφεση (στασιμοπληθωρισμός), ενώ ειδικά οι αστοί του Βορά θα δουν τα επιτόκια δανεισμού τους να εξισώνονται προς τα πάνω με εκείνα των χωρών του Νότου και την συνεπαγόμενη πτώση της τιμής του ευρώ να συρρικνώνει την αξία των αποθεματικών των ισχυρών τραπεζών τους και ταυτόχρονα, να μειώνει τη ζήτηση του ευρωπαϊκού νομίσματος ως αποθεματικού μέσου σε βάρος άλλων ανταγωνιστικών νομισμάτων.

Όσο η μια ευρωπαϊκή χώρα μετά την άλλη θα βυθίζεται στην ύφεση, τα τεράστια χρέη θα γίνονται η συνταγή γι’ αυτό που οι αστοί δημοσιολόγοι ονομάζουν «η τέλεια καταιγίδα». Το «ντόμινο» με το οποίο απειλείται η ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία από μια κρατική χρεοκοπία στις τάξεις του ευρωπαϊκού Νότου, θα μπορούσε να προκαλέσει ένα ακόμα πιο καταστροφικό αποτέλεσμα από την κατάρρευση της αυστριακής τράπεζας «Credit-Anstalt» τον Μάιο του 1931, που είχε προκαλέσει διαδοχή χρεοκοπιών σε ολόκληρη την Ευρώπη και ένα κύμα πανικού που έγινε αισθητό μέχρι τις ΗΠΑ.

Αυτοί ακριβώς οι κίνδυνοι του ντόμινο που εγκυμονεί μια κρατική χρεοκοπία είναι ο λόγος που εξηγεί τα μεγάλα δανειακά «πακέτα» των Μηχανισμών Στήριξης στις υπερχρεωμένες χώρες του Νότου. Τα «πακέτα» αυτά αποτελούν τη φυσική συνέχεια μιας μεθόδου δεκαετιών, με την οποία οι αστοί αναβάλουν με τεχνητά μέσα την ανάδειξη της κρίσης του συστήματός τους, προετοιμάζοντας όμως με αυτά μια ακόμα μεγαλύτερη και πιο επιζήμια εμφάνισή της στο μέλλον.

Οι πολιτικοί όροι για άγρια λιτότητα που συνοδεύουν τα «πακέτα» – εύλογοι σύμφωνα με την ψυχρή λογική των δανειστών που για να διασφαλίσουν την αποπληρωμή των δανείων τους απαιτούν δραστικές περικοπές στους κρατικούς προϋπολογισμούς των δανειζόμενων – αποτελούν οι ίδιοι παράγοντα, ο οποίος μέσα από την όξυνση της ύφεσης που επιφέρει, διογκώνει το πρόβλημα του χρέους αντί να το επιλύει.

Επιπρόσθετα οι αληθινές διαστάσεις και το βάθος της κρίσης, με έναν κοντόφθαλμο τρόπο υποτιμήθηκαν από τους Ευρωπαίους αστούς. Στην αρχή αντιμετώπισαν την Ελλάδα σαν μια μεμονωμένη περίπτωση και τώρα συνειδητοποιούν οδυνηρά ότι οι συνθήκες μιας χρεοκοπίας «αλά Ελληνικά» αρχίζουν να ωριμάζουν σε ολόκληρη την Ευρωζώνη. Ήδη ο «αναπνευστικός» σωλήνας των Μηχανισμών έχει τοποθετηθεί σε 5 συνολικά ασθενείς, με την Ιταλία να βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού, ως η υποψήφια 6η σε αναμονή.

Οι Σύνοδοι Κο­ρυφής του τελευταίου ενάμιση χρόνου έφθασαν σε εύθραυστους και ασταθείς συμβιβασμούς, που απλά ανέβαλαν με ημίμετρα (PSI, μειώσεις επιτοκίων και μικρή επαναγορά ομολόγων) την χρεοκοπία του πιο εκτεθειμένου ασθενή, δηλαδή της Ελλάδας και έδωσαν μόνο θολές υποσχέσεις για μια πιο δραστική αντιμετώπιση του προβλήματος του χρέους των υπολοίπων (ανακοινώσεις Ντράγκι το Φθινόπωρο για την προοπτική απεριόριστης αγοράς ομολόγων των υπερχρεωμένων). Αυτές οι μέθοδοι, χωρίς να λύσουν τίποτα το θεμελιώδες, απλά προσέφεραν μια πρόσκαιρη αποκλιμάκωση στα επιτόκια δανεισμού Ιταλίας και Ισπανίας, τα οποία ωστόσο παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα, επιβαρύνοντας διαρκώς το διογκωμένο χρέος τους.

Είναι πασιφανές ότι η Ιταλία και η Ισπανία ακολουθούν σήμερα μια παρόμοια πορεία με εκείνη της Ελλάδας. Η ύφεση βαθαίνει, η λιτότητα οξύνει την ύφεση και εκείνη μεγαλώνει ακόμα πιο πολύ το χρέος τους σαν ποσοστό του ΑΕΠ τους. Η συνέχιση αυτού του δρόμου δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε μια νέα αύξηση των επιτοκίων δανεισμού των δυο αυτών χωρών, φέρνοντάς τες στον προθάλαμο αντίστοιχου Μηχανισμού με εκείνου της Ελλάδας (Η Ισπανία είναι σήμερα με το «ένα πόδι» στο Μηχανισμό, καθώς λαμβάνει χρήματα μόνο για τις τράπεζές της).

Όμως η Ισπανία και η Ιταλία δεν είναι Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία ή Κύπρος. Στην ΕΚΤ και την ΕΕ δεν υπάρχουν τα διαθέσιμα ποσά για να «διασωθούν» αυτοί οι υπερχρεωμένοι «κολοσσοί». Η Ισπανία έχει χρέος που ανέρχεται σε 882 δισ. ευρώ και η Ιταλία 1,99 τρις αντίστοιχα (127% του ΑΕΠ, το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό μετά την Ελλάδα). Εδώ χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι πλάι στα κρατικά χρέη θα πρέπει να υπολογίσουμε και τα αδιευκρίνιστου ακριβούς ύψους τραπεζικά χρέη, τα οποία επίσης θα συνεχίζουν να αποτελούν αντικείμενο των Μηχανισμών «στήριξης».

Αυτό που δεν απάντησαν λοιπόν ως τώρα οι Σύνοδοι Κορυφής είναι το ποιος από τους «ενδιαφερόμενους» στην Ευρωζώνη θα βάλει το χέρι στην τσέπη για να επωμιστεί το κόστος των πακέτων «διασώσεων», που μεγαλώνει μαζί με την ύφεση. Και η αιτία για αυτή την απουσία απάντησης είναι όχι μόνο το φυσιολογικό γεγονός ότι κανείς δεν είναι διατεθειμένος να πληρώσει, αλλά και το ότι τα τρομακτικά ποσά που θα απαιτηθούν, απλά δεν υπάρχουν.

Παρά τις ελπίδες των αστών του Νότου ότι στο τέλος η Γερμανία θα φανεί γενναιόδωρη, το πιθανότερο είναι ότι καθώς αναπτύσσεται η κρίση, θα συμβαίνει το αντίθετο. Πάνω στο έδαφος μιας κρίσης που οι ίδιοι οι αστοί ομολογούν ότι θα κρατήσει πολλά χρόνια, οι εθνικοί καπιταλιστικοί ανταγωνισμοί θα αναζωπυρωθούν και όχι μόνο το ευρώ, αλλά και το ίδιο το «κοινό σπίτι» του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, η ΕΕ, θα κινδυνεύσει με κατάρρευση. Κάτω από αυτό το πρίσμα θα πρέπει να προσεγγίσουμε τις πρόσφατες απειλές του Μπερλουσκόνι για έξοδο της Ιταλίας από το ευρώ (που ασφαλώς απηχούν τις διαθέσεις ενός τμήματος της Ιταλικής αστικής τάξης) και την ξαφνική αναγγελία δημοψηφίσματος από τον Κάμερον για την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ.

Οι περισσότεροι αστοί αναλυτές δεν χάνουν πλέον την ευκαιρία να μιλούν για μακροχρόνια περίοδο κρίσης και λιτότητας. Διστάζουν όμως να προσδιορίσουν τι ακριβώς σημαίνει αυτό για τη συνοχή της Ευρωζώνης και της ΕΕ. Οι μαρξιστές δεν έχουν λόγο να κάνουν το ίδιο. Η συνέχιση μιας κρίσης που θα οξύνεται από τα ίδια τα αντιφατικά και ανεπαρκή μέσα «επίλυσής» της, θα κάνει τις χρεοκοπίες αναπόφευκτες και θα δημιουργήσει συνθήκες στις οποίες η Ευρωζώνη και η ΕΕ θα είναι αδύνατο να διατηρήσουν τη σημερινή μορφή και συνοχή τους. Η προοπτική της αναβίωσης του προστατευτισμού, των εθνικών νομισμάτων και των ανταγωνιστικών υποτιμήσεων θα επανέρθει αργά ή γρήγορα στο ιστορικό προσκήνιο, αποδεικνύοντας ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να ενώσει με σταθερό τρόπο την ευρωπαϊκή ήπειρο.

Η μόνη δύναμη που μπορεί να επιτελέσει αυτό το προοδευτικό ιστορικό καθήκον είναι η ευρωπαϊκή εργατική τάξη, ο αγώνας της οποίας δυναμώνει στη μια χώρα μετά την άλλη, σπρώχνοντας το εκκρεμές της κοινωνίας προς τ’ αριστερά και αναβιώνοντας για τους αστούς τον εφιάλτη των παλιών φαντασμάτων του κομμουνισμού. Σε αυτές τις συνθήκες, το παραγκωνισμένο και συκοφαντημένο σύνθημα των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης, που μόνοι οι επαναστάτες μαρξιστές υποστηρίζουν με συνέπεια, θα αρχίζει να κερδίζει την προσοχή των μαζών, πλησιάζοντας στην ιστορική του δικαίωση.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 2ο” ]

Ο ελληνικός καπιταλισμός δε σώθηκε από τη χρεοκοπία και την έξοδο από το ευρώ

Η απόφαση για τη χορήγησης της μεγάλης δόσης των 49,2 δις ευρώ από την τρόικα και η συνεπακόλουθη παράταση της παραμονής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, έγινε η αφορμή για μια αποπροσανατολιστική εκστρατεία κυβέρνησης και αστικών ΜΜΕ που παρουσίασε τη θέση της χώρας στο ευρώ σαν «οριστική» και την κρίση σαν να έχει πλέον ολοκληρωθεί. Η πραγματικότητα όμως είναι διαμετρικά αντίθετη από τους ψεύτικους αυτούς ισχυρισμούς.

Καταρχήν είναι ανάγκη να ξεκαθαρίσουμε ότι η χορήγηση της δόσης δεν «έδωσε ανάσα στη χώρα», όπως ψευδεπίγραφα ισχυρίστηκε η κυβέρνηση, αλλά κύρια στους τραπεζίτες. Από το συνολικό ποσό, 23,2 δις ευρώ διατίθενται για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, 11,3 δις ευρώ για την επαναγορά ομολόγων και 14,6 και «για τις ανάγκες του Προϋπολογισμού και την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων χρεών». Η «μερίδα του λέοντος» δηλαδή, κατευθύνεται στις τράπεζες και στους κερδοσκόπους κατόχους ομολόγων, ενώ τα υπόλοιπα κατά κύριο λόγο θα κατευθυνθούν στις τσέπες μεγαλοεπιχειρηματιών, που είτε τους χρωστά το κράτος, είτε περιμένουν κρατικές ενισχύσεις. Με άλλα λόγια, η «θαυματουργή» δόση επιβαρύνει για μια ακόμα φορά τους εργαζόμενους φορολογούμενους με νέους τόκους και νέες περικοπές για να εξασφαλιστεί η «ρευστότητα» των καπιταλιστών.

Η παροχή της δόσης συνοδεύτηκε από μια πολύ μικρή περικοπή του ελληνικού χρέους, που αφορούσε αποκλειστικά σ’ ένα μέρος μόνο από το τμήμα του χρέους που κατέχουν ιδιώτες. Όμως το τμήμα που κατέχουν οι ιδιώτες ήταν στα τέλη του περασμένου χρόνου λιγότερο από το 1/5 του συνολικού όγκου του χρέους της χώρας (το υπόλοιπο αφορά πλέον στα δάνεια της τρόικας). Πιο συγκεκριμένα, η επαναγορά ομολόγων επέφερε μια μείωση του χρέους κατά περίπου 20 δις ευρώ, η πτώση των επιτοκίων του 1ου Μνημονίου κατά 1% μειώνει το χρέος μόλις κατά 2 δις και η απόδοση στο ελληνικό κράτος μέρους από τα κέρδη που εξάγει η ΕΚΤ από την κατοχή ομολόγων του, θα συνεισφέρει τα επόμενα χρόνια γύρω στα 7 δισ ευρώ. Στην καλύτερη περίπτωση δηλαδή μιλάμε για μια περικοπή σχεδόν 30 δις σε ένα κρατικό χρέος που το 2013, η κυβέρνηση προέβλεπε ότι θα ξεπεράσει τα 350 δις ευρώ. Δικαίως λοιπόν, χαρακτηρίσαμε από την πρώτη στιγμή τα μέτρα αυτά σαν χορήγηση ασπιρίνης σε ασθενή που νοσεί από ανίατη ασθένεια.

Το πιο σκανδαλώδες στοιχείο σχετικά με την επαναγορά ομολόγων είναι κάτι που φυσικά δεν αναδείχθηκε στα αστικά ΜΜΕ. Η Ελλάδα που στα ταμεία της δεν έχει καθόλου χρήματα, υποχρεώθηκε να δανειστεί για να επαναγοράσει ομόλογα που λήγουν στη πλειονότητά τους μετά από 10 έως και 30 χρόνια. Με άλλα λόγια, ο ελληνικός λαός υποφέρει για να πληρώσει σήμερα κερδοσκόπους για απαιτήσεις τους που κανονικά θα έπρεπε να πληρωθούν ακόμα και το 2042 – χρονιά που κανείς δεν ξέρει αν θα υπάρχει καν η ΕΕ και το ευρώ – έτσι ώστε αυτοί να είναι διασφαλισμένοι από κάθε είδους απρόοπτα….

Η ανάγκη να δοθεί από την τρόικα και την ελληνική άρχουσα τάξη ένας ορίζοντας μείωσης του χρέους που να δικαιολογεί τα μέτρα που επιβάλουν στους εργαζόμενους, κατέληξε σε ένα προκλητικά μετέωρο χρονοδιάγραμμα. Σύμφωνα με αυτό, το ελληνικό χρέος προβλέπεται να βρεθεί το 2020 στο 124% του ΑΕΠ και το 2022 στο 115% του ΑΕΠ.

Η πρόβλεψη αυτή έγινε αντικείμενο χλευασμού από σοβαρούς αστούς αναλυτές. Ένας από αυτούς, ο Τζέικομπ Κίρκεγκααρντ, υπεύθυνος Ευρώπης στο Ινστιτούτο «Πίτερσον», μιλώντας στην «Καθημερινή» στις 9/12, την χαρακτήρισε «οικονομική ηλιθιότητα», λέγοντας ότι κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει ποια θα είναι η σχέση του χρέους με το ΑΕΠ σε 8 ή 10 χρόνια και συμπλήρωσε: «Κοιτάξτε πόσο εσφαλμένες ήταν οι μέχρι τώρα προβλέψεις της τρόικας για την πορεία του ελληνικού ΑΕΠ. Πρόκειται απλώς για πολιτική διαδικασία». Με άλλα λόγια, εννοεί ότι οι προβλέψεις δεν είναι τίποτα λιγότερο από ωμά ψεύδη.

Το βασικό πρόβλημα που καθορίζει την αδυναμία πρόβλεψης δεν είναι ο αριθμητής του κλάσματος (μέγεθος του χρέους), αλλά ο παρανομαστής, δηλαδή το μέγεθος του ΑΕΠ. Η παρατεταμένη ύφεση έχει ήδη συρρικνώσει το ελληνικό ΑΕΠ σε πρωτοφανή επίπεδα. Σε ετήσια βάση (συγκριτικά με το προηγούμενο κάθε φορά έτος) το ΑΕΠ της Ελλάδος έπεσε διαδοχικά το 2008 κατά 0.2%, το 2009 κατά 3.1%, το 2010 κατά 4.9%, το 2011 κατά 7.1%, το 2012 κατά 7,1%, ενώ η επίσημη πρόβλεψη της Κομισιόν για φέτος είναι πτώση 4.2%. Η συνολική πτώση του ΑΕΠ από το 2008 μέχρι τα τέλη του 2013 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 25% περίπου, δηλαδή από τα 240 δις ευρώ στα 180 δισ ευρώ. Με άλλα λόγια, μέσα σε έξι χρόνια η Ελλάδα θα έχει χάσει του 1/4 του μεγέθους του ΑΕΠ της. Η καταστροφή αυτή μπορεί να συγκριθεί μόνο με τις επιπτώσεις της Μεγάλης Ύφεσης στις ΗΠΑ του 1929-33 και τις περιόδους παρατεταμένων πολέμων.

Το 2012 η βιομηχανική παραγωγή έκλεισε με μια μείωση 3,2%, μετά από μια ακόμα χειρότερη πτώση κατά 7,8% που είχε σημειώσει το 2011. Η οικοδομική δραστηριότητα μειώθηκε κατά 40% (αριθμός νέων αδειών). Ο όγκος των λιανικών πωλήσεων υποχώρησε κατά 11,8%, ενώ έκλεισαν συνολικά 68.000 επιχειρήσεις. Το μέγεθος της ύφεσης έχει τρομάξει ακόμα και τους ψυχρούς τεχνοκράτες της τρόικας. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του «Βήματος» στις 10/3, ο ελεγκτής του ΔΝΤ Μπομπ Τράα  κατά την επίσκεψή του στο ΚΕΠΕ ομολόγησε ότι στην (βρώμικη) καριέρα του δεν έχει ξαναδεί πιο μακροχρόνια ύφεση και εξέφρασε τους φόβους του για τις οικονομικές και πολιτικές της συνέπειες.

Οι οικονομικές συνέπειες της παρατεταμένης ύφεσης συνέχισαν να γιγαντώνονται τους πρώτους δυο μήνες του έτους, γελοιοποιώντας τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς ότι δήθεν, μετά την παροχή της τελευταίας δόσης «τα χειρότερα πέρασαν». Σαν αποτέλεσμα των νέων περικοπών, από τις αρχές του χρόνου η ζήτηση καταρρέει, καθώς τα νοικοκυριά αναγκάστηκαν να περιορίσουν ακόμη και τις αγορές στα σουπερμάρκετ κατά 12% τον Ιανουάριο. Τα φορολογικά έσοδα επίσης σημειώνουν μια νέα και άκρως ανησυχητική πτώση. Κατά το πρώτο δίμηνο του 2013 τα έσοδα από ΦΠΑ μειώθηκαν κατά 17%. Η μεγάλη συστολή ζήτησης και κρατικών εσόδων, συμπληρώθηκε από μια κάθετη πτώση στα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων, επίσης το πρώτο δίμηνο.

Η άμεση πολιτική συνέπεια αυτού του δραματικού εκτροχιασμού δεν μπορεί παρά να είναι η λήψη νέων μέτρων για το κλείσιμο μιας «μαύρης τρύπας» που υπολογίζεται έως τώρα σε 4,5 δις. Τα μέτρα αυτά θα δοκιμάσουν ξανά την εύθραυστη σταθερότητα της συγκυβέρνησης και θα εκθέσουν ανεπανόρθωτα τον πολιτικό αγύρτη Σαμαρά, που με στόμφο διαβεβαίωνε τους εργαζόμενους ότι τα πρόσφατα σκληρά μέτρα ήταν «τα τελευταία». Ήδη η τρόικα ζητάει «νέο αίμα», απαιτώντας σύμφωνα με το δίκτυο «Bloomberg» (12/3) ακόμα και την απόλυση 150.000 υπαλλήλων, αντί για τον συμφωνημένο αριθμό των 25.000.

Όπως έχουμε εξηγήσει, η ύφεση στην Ελλάδα ξέσπασε το 2008 σαν αντανάκλαση της διεθνούς ύφεσης στον πιο αδύναμο κρίκο της καπιταλιστικής αλυσίδας της Ευρωζώνης. Όμως το τρομακτικό βάθος και η μεγάλη διάρκειά της, είναι το άμεσο αποτέλεσμα της απόπειρας τα 4 τελευταία χρόνια να αφαιρεθεί βίαια και μαζικά εισόδημα από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα της χώρας, με σκοπό την κανονικότερη δυνατή εξυπηρέτηση του ληστρικού κρατικού χρέους. Αυτή δεν είναι απλά μια «λαθεμένη και αναποτελεσματική συνταγή», όπως συχνά την χαρακτηρίζουν οι αστοί μέσα από τα ΜΜΕ, αλλά ένας σίγουρος δρόμος για την χρεοκοπία.

Η τρόικα και η κυβέρνηση έχουν τυπικά την εξουσία να επιβάλλουν όσες μαζικές περικοπές επιθυμούν. Όμως για να σταματήσουν την ύφεση θέλουν τη βοήθεια των τυφλών δυνάμεων της αγοράς στις οποίες ορκίζονται. Αλλά αυτές οι δυνάμεις – δηλαδή οι ισχυροί Έλληνες και ξένοι καπιταλιστές – προτιμούν να κάθονται πάνω σε ένα βουνό κερδών από την προηγούμενη περίοδο, περιμένοντας ευκαιρίες για σίγουρα κέρδη. Δεν πρόκειται να προχωρήσουν σε μεγάλες επενδύσεις όσο η Ελλάδα στροβιλίζεται στην αβεβαιότητα της κρίσης, οι απεργίες δεν λένε να κοπάσουν και καθώς, προ των πυλών της εξουσίας, βρίσκεται ένα κόμμα που προέρχεται από το κομμουνιστικό κίνημα.

Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι αποκλείεται κάθε είδους ανάκαμψη την επόμενη περίοδο για την Ελλάδα. Ακόμα και μετά από τη μεγαλύτερη οικονομική καταστροφή, μια χώρα δείχνει αργά ή γρήγορα σημάδια οικονομικής ανάκαμψης.

Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί εδώ, είναι το πότε θα έρθει η ανάκαμψη. Σε αυτό το ερώτημα η απάντηση είναι απλή: κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Η κυβέρνηση και η τρόικα μιλούν με βεβαιότητα για το 2014. Κανείς όμως δεν μπορεί να πάρει στα σοβαρά τις προβλέψεις κάποιου που μονίμως διαψεύδεται. Αρκεί να θυμίσουμε ότι την προηγούμενη τετραετία η ύφεση στην Ελλάδα ήταν «μόνο» κατά 12,3 ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερη από αυτήν που προέβλεπε η κυβέρνηση και το ΔΝΤ….

Για υπάρξει επιστροφή στην ανάπτυξη το 2014, το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ στην πιο πρόσφατη έκθεσή του σημειώνει ότι θα πρέπει: α) τα μέτρα λιτότητας να μην επηρεάσουν σημαντικά την κατανάλωση, β) να πραγματοποιηθεί μεγάλος όγκος επενδύσεων, γ) να αυξηθεί η χορήγηση δανείων από τις τράπεζες και δ) η παγκόσμια και η ευρωπαϊκή οικονομία να ανακάμψουν προκειμένου να καταστεί εφικτή η αύξηση των εξαγωγών. Δυστυχώς για τις προβλέψεις τις κυβέρνησης και της τρόικας, δεν έχει ακόμα εφευρεθεί η μέθοδος που θα κάνει τους αυξημένους φόρους και τις περικοπές να αφήνουν άθικτη την κατανάλωση. Όπως προαναφέραμε επίσης, ένας μεγάλος όγκος επενδύσεων στις παρούσες συνθήκες δεν μπορεί να αναμένεται, ενώ το τοπίο ύφεσης και επιβράδυνσης στην παγκόσμια οικονομία δεν δημιουργεί σε καμία περίπτωση αισιοδοξία για μια μεγάλη αύξηση των ελληνικών εξαγωγών.

Τέλος, η χορήγηση των αναγκαίων δανείων από τις τράπεζες, είναι μια υπόθεση άκρως προβληματική. Για να χρησιμοποιήσουμε τον χαρακτηριστικό τίτλο σχετικού άρθρου του «Βήματος» στις 10/3, οι ελληνικές τράπεζες είναι σήμερα «ζωντανές-νεκρές». Αυτό ξεκαθαρίζουμε ότι δεν σημαίνει καθόλου πως οι τραπεζίτες είναι ζημιωμένοι. Αντίθετα παραμένουν προκλητικά ευνοημένοι, καθώς οι χρηματοδοτήσεις και οι εγγυήσεις που έλαβαν σύμφωνα με τον σύλλογο των «Δανειοληπτών Βορείου Ελλάδας» από τις κυβερνήσεις της τελευταίας δεκαετίας, ξεπερνούν τα 233 δις ευρώ, την ώρα που οι ανακεφαλαιοποιήσεις τους που επιβαρύνουν τις τσέπες των φορολογουμένων με πολλά δισεκατομμύρια ευρώ συνεχίζονται. Με τον όρο τράπεζες «ζωντανές-νεκρές» εννοείται ότι καθώς η ύφεση βαθαίνει, ο ιδιοκτησιακός έλεγχος των τραπεζών γίνεται μια υπόθεση περισσότερο ασύμφορη και πολύ πιο επισφαλής συγκριτικά με το παρελθόν. Αυτό είναι που κάνει τους μεγαλομετόχους τους σκεπτικιστές και ολοένα και πιο απαιτητικούς από την κυβέρνησή (τους) και την τρόικα.

Σύμφωνα με τις απαιτήσεις των όρων για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, για να ενισχυθούν με τα προβλεπόμενα κεφάλαια ύψους 28 δις ευρώ, οι τέσσερις μεγαλύτερες («συστημικές») ελληνικές τράπεζες (Εθνική, Eurobank, Πειραιώς, Alpha Βank), θα πρέπει οι ιδιώτες μέτοχοί τους να συμβάλουν με 2,8 δις ευρώ. Αυτά όμως φαίνονται πάρα πολλά για τους άπληστους τραπεζίτες, καθώς πλέον βλέπουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια να αποτελούν το 25% του συνόλου των δανείων, 8 στα 10 νοικοκυριά να δηλώνουν ότι δυσκολεύονται να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους και τη γενικότερη προοπτική για άντληση κεφαλαίων από τις διεθνείς αγορές να γίνεται δύσκολη και αβέβαιη. Αυτές οι συνθήκες αποτυπώνονται στην πρόσφατη έκθεση της διεθνούς συμβουλευτικής εταιρίας των τραπεζών, «Nomura», σύμφωνα με την οποία προβλέπεται πτώση της αξίας των ελληνικών τραπεζών από 10% έως και 50%.

Αν οι τράπεζες δεν προχωρήσουν στην τοποθέτηση των αναγκαίων ποσών για να ανακεφαλαιοποιηθούν, τότε ο έλεγχός τους θα περάσει στο ΤΧΣ (Ταμείο Χρηαματοπιστωτικής Σταθερότητας) και μέσα σε τρία χρόνια θα πρέπει να πωληθούν. Ο φόβος που εκφράζει πλέον η κυβέρνηση και οι λοιποί απολογητές της ελληνικής άρχουσας τάξης, είναι ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία το εγχώριο τραπεζικό σύστημα θα «αφελληνιστεί». Στο επίκεντρο του προβληματισμού τους είναι η προοπτική απώλειας της «ναυαρχίδας» των ελληνικών τραπεζών, της «Εθνικής», που είναι σήμερα η μεγαλύτερη τράπεζα των Βαλκανίων, με ενεργητικό 180 δις ευρώ. Αν αυτό συμβεί, τότε στο εξής καμία τράπεζα ελληνικών συμφερόντων δεν θα είναι σε θέση να ανταγωνιστεί τους ευρωπαϊκούς τραπεζικούς κολοσσούς στην ευρύτερη περιοχή.

Συνεπώς, αυτή η άσχημη κατάσταση στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα καθιστά την αυξημένη χορήγηση δανείων για να τροφοδοτηθεί η ανάπτυξη το επόμενο έτος, απλά μια όμορφη, αλλά απραγματοποίητη φαντασίωση στα «αναπτυξιακά» όνειρα του Στουρνάρα και του Σαμαρά.

Αντί για αυθαίρετες ημερολογιακές προβλέψεις, το σημαντικότερο είναι να δούμε προσεκτικά τις συνθήκες και τα δεδομένα. Σύμφωνα με το πρόγραμμα λιτότητας που εφαρμόζεται στη χώρα, το ελληνικό κράτος έχει δεσμευθεί μέσα από περικοπές και νέους φόρους να μετατρέψει το πρωτογενές έλλειμμα 1.5% του ΑΕΠ που είχε το 2012 σε πρωτογενές πλεόνασμα 4.5% το 2016. Η δημοσιονομική αυτή μεταβολή, αν επιτευχθεί, θα είναι ίσου μεγέθους με εκείνη που έλαβε χώρα την περίοδο 2009-2012 και η οποία όμως οδήγησε σε μια καταστροφική ύφεση. Άρα η έναρξη της ανάπτυξης το 2014 και η πιστή εφαρμογή του υφιστάμενου προγράμματος είναι πράγματα ασυμβίβαστα.

Επιπρόσθετα, η μεγάλη ύφεση αλληλεπιδρώντας με το τεράστιο βάρος του χρέους είναι δυνατό να οδηγήσει – και στην πραγματικότητα εκεί τείνει ολοταχώς – σε μια άτακτη χρεοκοπία και στο φάσμα της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα. Σε αυτή την περίπτωση, όπως έχουμε εξηγήσει, την παρούσα μεγάλη ύφεση δεν θα διαδεχθεί μια φάση ανάκαμψης, αλλά μια ακόμα μεγαλύτερη και πιο απότομη καθίζηση του ΑΕΠ.

Από την άλλη πλευρά, ακόμα και αν αποτραπεί με οποιοδήποτε τρόπο μια άτακτη χρεοκοπία και η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, αποφασιστικό ρόλο θα παίξει η κατεύθυνση της διεθνούς και ευρωπαϊκής οικονομίας. Όλα τα στοιχεία – όπως προαναφέραμε – δείχνουν αβεβαιότητα και γενικευμένη διολίσθηση στην ύφεση. Η αναζωπύρωση της διεθνούς ύφεσης σε μια στιγμή που σύμφωνα με τις προβλέψεις της τρόικας η ελληνική οικονομία θα πρέπει να ανακάμψει, είναι δυνατό να της δώσει μια νέα πτωτική ώθηση, επιβαρύνοντας δραματικά και το πρόβλημα του χρέους. Συνεπώς – ανεξάρτητα από τις προβλέψεις των αστών τεχνοκρατών – τα δεδομένα είναι εξαιρετικά αρνητικά για τη δυνατότητα σύντομης εμφάνισης ακόμα και μιας αναιμικής ανάκαμψης.

Ακόμα πιο κρίσιμο όμως, είναι το ερώτημα τι είδους ανάκαμψη μπορούμε να περιμένουμε. Στην ίδια έκθεσή του το ΙΝΕ ΓΣΕΕ, αφού υποστηρίζει σε αντίθεση με την κυβέρνηση και την τρόικα ότι η ύφεση θα συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι το 2016, αναφέρει ότι η όποια ανάκαμψη έρθει αργότερα, θα συνοδεύεται από υψηλότατη ανεργία, που δεν προβλέπεται να αποκλιμακωθεί νωρίτερα από το 2020. Και πρέπει να σημειωθεί ότι όσες νέες θέσεις εργασίας θα φέρει αυτή η ανάκαμψη θα είναι με μισθούς πείνας και όρους που θα κάνουν τη σκληρή εκμετάλλευση των ημερών της προηγούμενης μακροχρόνιας ανάπτυξης στην Ελλάδα (δεκαετία 1997-2007) να μοιάζουν με όαση εργασιακών δικαιωμάτων. Συνεπώς, η «ανάπτυξη» που ευαγγελίζονται και προσδοκούν οι αστοί θα είναι μια ακόμα περίοδος μαζικής ανεργίας και εξαθλίωσης για την εργατική τάξη.

Ο μύθος της επερχόμενης ανάπτυξης, συνοδεύεται και από το παραμύθι των πρωτογενών πλεονασμάτων. Είναι ανάγκη λοιπόν εδώ, να ξεκαθαρίσουμε ότι η άρχουσα τάξη και η τρόικα δεν στοχεύουν σε ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα που θα επενδυθούν στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου του λαού, αλλά σε πλεονάσματα που θα εξυπηρετούν για πολλές δεκαετίες το τεράστιο χρέος. Τα πλεονάσματα για τα οποία πασχίζουν στο όνομα ενός «νοικοκυρεμένου κράτους», θα καταλήξουν σαν τοκοχρεολύσια στις τσέπες των κερδοσκόπων ομολογιούχων και στα ταμεία των «επίσημων» δανειστών της τρόικας.

Ακόμα και τα στοιχεία από τις επίσημες προβλέψεις της τρόικας για την ελληνική οικονομία, που αποτελούν αυτοσχεδιασμούς πολιτικής σκοπιμότητας χωρίς καμία αξία, φανερώνουν τις βαθειά δυσοίωνες προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού. Στην πιο πρόσφατη έκθεσή του τον Γενάρη, το ΔΝΤ ισχυρίζεται πως από το 2014 ως το 2020 θα έχουμε ανάπτυξη με μέσο ετήσιο ρυθμό 2.8%. Αυτό σημαίνει ότι το 2020 η ελληνική οικονομία θα έχει επεκταθεί περίπου κατά 20%. Όμως ακόμα και αν αυτό το σενάριο πραγματοποιηθεί, ούτε τότε θα έχουν καλυφθεί οι απώλειες από την ύφεση, που θα είναι σύμφωνα με το σενάριο αυτό αθροιστικά κοντά στο 25%. Δηλαδή ακόμα και μια 6ετής «ανάπτυξη» δεν θα μπορέσει να οδηγήσει το ΑΕΠ στα επίπεδα που βρισκόταν πριν από την κρίση.

Η πραγματικότητα είναι ότι η υπερχρεωμένη Ελλάδα ερωτοτροπεί διαρκώς με την άτακτη χρεοκοπία και η Ευρωζώνη διαμέσου μιας ενδεχόμενης ελληνικής χρεοκοπίας, συνεχίζει να απειλείται με ένα ολέθριο ντόμινο. Η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού είναι τόσο βαθειά που σήμερα, μετά από 2 Μνημόνια, Μεσοπρόθεσμα, «PSI» και ένα «επιτυχημένο» πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων, το κρατικό χρέος είναι μεγαλύτερο από τη στιγμή εμφάνισης της κρίσης, τόσο σε απόλυτους αριθμούς, όσο και σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ. Το 2009 το κρατικό χρέος της Ελλάδας βρισκόταν στα 298,5 δισ. ευρώ και στο 128,9% του ΑΕΠ. Στο τέλος του 2013 με βάση τις προβλέψεις του ΔΝΤ αναμένεται να διαμορφωθεί στα 330 δισ ευρώ και στο 178,5% του ΑΕΠ .

Αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι χωρίς τη δραστική περικοπή του χρέους των δανείων από τον «επίσημο τομέα», δηλαδή των δανείων της τρόικας, το ελληνικό χρέος δεν μπορεί να γίνει βιώσιμο. Ο Σαμαράς, οι κυβερνητικοί συνεταίροι του και οι λοιποί απολογητές της άρχουσας τάξης εκφράζουν (για την ακρίβεια, θαρραλέοι όπως πάντα έναντι της τρόικας, «διαρρέουν») τους τελευταίους μήνες την προσδοκία τους για μια «πολιτική λύση», δηλαδή για μια δραστική περικοπή του χρέους προς την τρόικα αμέσως μετά από τις Γερμανικές εκλογές του Φθινοπώρου. Την προσδοκία αυτή, φαίνεται να συμμερίζεται και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, που είχε μάλιστα την έμπνευση να κάνει μια επίσκεψη – πρόβα διαπραγμάτευσης στη Γερμανία, για το ενδεχόμενο που θα βρεθεί εκείνη στην εξουσία επιφορτισμένη με το καθήκον να διεκδικήσει την «πολιτική λύση».

Αλλά για να δοθεί όμως μια τέτοια γενναιόδωρη «πολιτική λύση» από τους Γερμανούς αστούς μετά το Φθινόπωρο, θα πρέπει να συμβούν απαραίτητα δυο πράγματα: η Ελλάδα να αποφύγει μια άτακτη χρεοκοπία μέχρι τότε και φυσικά, οι Γερμανοί αστοί πραγματικά να έχουν συμφέρον από αυτή τη «λύση». Και για τα δύο αυτά όμως – και ιδιαίτερα για το δεύτερο – υπάρχουν πολύ σοβαρές αμφιβολίες.

Η άτακτη χρεοκοπία που αναπόφευκτα θα σημάνει την έξοδο της χώρας από το ευρώ και θα απειλήσει με κατάρρευση την Ευρωζώνη, είναι μια προοπτική που συνεχίζει να υφίσταται, όσο η ύφεση βαθαίνει σε Ελλάδα και Ευρώπη. Μια σειρά εκπροσώπων της αστικής οικονομικής σκέψης σε διεθνές επίπεδο, δεν δείχνουν να συμμερίζονται την καθησυχαστική προπαγάνδα Σαμαρά περί «οριστικής παραμονής στο ευρώ» και «αρχής της ανάκαμψης».

Ο γνωστός οίκος αξιολόγησης «Moody’s», προειδοποίησε τον Γενάρη ότι «ο κίνδυνος νέας χρεοκοπίας στο υπόλοιπο ελληνικό χρέος που κατέχει ο ιδιωτικός τομέας παραμένει υψηλός». Πράγματι, καθώς τα φορολογικά έσοδα γκρεμίζονται από την ύφεση και οι δόσεις που απομένουν να δοθούν από την τρόικα είναι περίπου 40 δις ευρώ μέχρι το 2015, μια αδυναμία πληρωμής του ποσού των 55,5 δις ευρώ που πρέπει να καταβληθούν από το ελληνικό κράτος τη διετία 2013- 2014 για τις λήξεις των ομολόγων και των δανείων του, σε συνδυασμό με μια αδυναμία καταβολής στοιχειωδών λειτουργικών κρατικών δαπανών, είναι πολύ πιθανή. Σε αυτή την περίπτωση το φάσμα της άμεσης επιστροφής στο εθνικό νόμισμα θα επιστρέψει.

Ο Κριστιάν Μενεγκάτι, συνεργάτης του γνωστού οικονομολόγου Νουριέλ Ρουμπινί, δήλωσε στα τέλη Γενάρη ότι ο κίνδυνος εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ το 2013 παραμένει και απλά μειώθηκε από το 50% στο 30%, τονίζοντας με έμφαση ότι η ελληνική κρίση, δεν έχει ξεπεραστεί. Πριν από λίγες μέρες μάλιστα, ο Αλεξάντερ Ντόμπριντ, γενικός γραμματέας του βαυαρικού CSU (αδελφού κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών της Μέρκελ) σε συνέντευξή του στην «Welt» εκτίμησε ότι «ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το ευρώ εξακολουθεί να προέρχεται από την Ελλάδα» και υποστήριξε ότι σωστά το κόμμα του είχε κατονομάσει την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ σαν μία δυνατότητα αντιμετώπισης της δύσκολης κατάστασης. Και συνέχισε: «Εξακολουθώ να πιστεύω, όπως και πριν, ότι μακροπρόθεσμα η έξοδος της Ελλάδας θα ήταν μία πιθανή εναλλακτική λύση, και για την Ευρώπη και για την ίδια την Ελλάδα».

Αυτές δεν είναι οι σκέψεις ενός μεμονωμένου Γερμανού αστού πολιτικού, αλλά εκφράζουν τις διαθέσεις ενός τμήματος της γερμανικής αστικής τάξης. Αυτό το γεγονός, ενισχύει την εκτίμηση ότι η προσδοκία μιας «γενναιόδωρης» πολιτικής λύσης από τη Γερμανία στο θέμα του χρέους με διατήρηση της Ελλάδας στο ευρώ, δεν είναι καθόλου βάσιμη. Όπως έχουμε εξηγήσει, μια γενναιόδωρη περικοπή χρέους της Ελλάδας με ταυτόχρονη παραμονή της στο ευρώ, θα σηματοδοτούσε έμπρακτα την πρόθεση της ανάληψης του κόστους των χρεών όλων των υπερχρεωμένων κρατών της Ευρωζώνης από τη Γερμανία. Αυτό θα ήταν ανεύθυνο από τη σκοπιά των γερμανικών καπιταλιστικών συμφερόντων. Θα έδινε αμέσως το σήμα για ανάλογες απαιτήσεις από την Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Ισπανία και ακόμα θα δυνάμωνε την πίεση από την Ιταλία και την Γαλλία για την έκδοση των λεγόμενων «ευρωομόλογων» (δηλαδή πρακτικά τη δυνατότητα δανεισμού των υπερχρεωμένων χωρών με το χαμηλό επιτόκιο της Γερμανίας) και γενικότερα, για την απευθείας χρηματοδότηση του χρέους τους από την ΕΚΤ, με την εγγύηση του πλουσιότερου Βορά και της Γερμανίας. Αυτή η εξέλιξη θα αποδυνάμωνε τις γερμανικές τράπεζες και γενικότερα θα υπονόμευε την κυρίαρχη θέση του γερμανικού καπιταλισμού μέσα στην ΕΕ.

Όπως χαρακτηριστικά τόνισε ο Ντόμπριντ, η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ παραμένει για τους Γερμανούς καπιταλιστές μια «εναλλακτική λύση». Κι όπως εξηγούμε υπομονετικά εδώ και τρία χρόνια, οι Γερμανοί αστοί θα προωθήσουν ανοιχτά αυτή τη λύση όταν θα διαπιστώσουν οριστικά ότι η Ελλάδα αδυνατεί να ανταπεξέλθει στοιχειωδώς στην αποπληρωμή του χρέους της και ότι πλέον, αποτελεί ένα νεκρό βάρος για την Ευρωζώνη, που θα πρέπει να κρατιέται στη ζωή με δανεικά. Όταν πλέον, εκ των πραγμάτων – και αφού θα έχουν εξαντλήσει κάθε δυνατότητα να «στύψουν» τον ελληνικό λαό αποτυγχάνοντας να βγάλουν τα αναγκαία πλεονάσματα για να εξυπηρετείται το χρέος – θα έχουν πρακτικά να επιλέξουν ανάμεσα σε μια άτακτη χρεοκοπία και επιστροφή σε εθνικό νόμισμα και σε μια ελεγχόμενη χρεοκοπία με μια όσο το δυνατό πιο συναινετική έξοδο από το ευρώ.

Σε αυτή την περίπτωση, αν οι Γερμανοί αστοί έχουν στην Ελλάδα μια φιλική σε αυτούς κυβέρνηση όπως η σημερινή, το πιθανότερο είναι να επιχειρήσουν τη συναινετική έξοδο, συνοδεύοντάς την, από μια ορισμένη οικονομική βοήθεια, μια αναδιάρθρωση του χρέους, με αναπόφευκτη περικοπή μέρους του από τη στιγμή που αποδεδειγμένα η Ελλάδα θα αδυνατεί να το αποπληρώσει και με μια υπόσχεση επιστροφής στο μέλλον, αν όλα «πάνε καλά».

Διαφορετικά ασφαλώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, αν στην εξουσία βρεθεί μια αριστερή κυβέρνηση που θα πιέζεται από το εργατικό κίνημα και δεν θα δείχνει διάθεση υποταγής στους όρους των δανειστών. Στην περίπτωση αυτή, η έξοδος από το ευρώ και πιθανότατα και από την ΕΕ, θα είναι μέρος ενός οικονομικού πολέμου ενάντια στην αριστερή κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να υπονομευθεί η υποστήριξή της στο εσωτερικό και να δυσφημιστεί σαν «αντι-ευρωπαϊκό» το παράδειγμά της στο εξωτερικό.

Σε κάθε περίπτωση, αυτή η «εναλλακτική λύση» εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ δεν μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς συνέπειες για την τύχη των υπολοίπων υπερχρεωμένων της Ευρωζώνης. Μακριά από το να αποτελεί μια λύση θωράκισης της Ευρωζώνης από την κρίση, αναπόφευκτα θα κάνει ακόμα πιο ακριβό τον δανεισμό των χωρών με το μεγαλύτερο χρέος και έτσι μπορεί να συντελέσει ανά πάσα στιγμή στην έναρξη διαδοχικών χρεοκοπιών και εξόδου κι άλλων χωρών από το ευρώ, που θα καταλήξει τελικά πιθανότατα στη διάλυση της Ευρωζώνης.

Από την άλλη πλευρά, όσο οι Γερμανοί αστοί διστάζουν να προωθήσουν την επιλογή της «ελεγχόμενης» εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, αυξάνουν τις πιθανότητες για μια άτακτη ελληνική χρεοκοπία και έξοδο, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ακόμα πιο γρήγορη και ανεξέλεγκτη κατάρρευση της Ευρωζώνης.

Η άποψη που διακινεί όλο αυτό το διάστημα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ότι δηλαδή η Γερμανία «μπλοφάρει» με την απειλή της ελληνικής εξόδου από το ευρώ, είναι εντελώς λαθεμένη και επιπόλαιη. Υπέρ του «Grexit» έχει ταχθεί σταθερά ένα τμήμα της γερμανικής άρχουσας τάξης, και ένα τμήμα συνολικά της άρχουσας τάξης του Ευρωπαϊκού Βορά. Η προώθηση του «Grexit» δεν έγινε πράξη μετά το περσινό καλοκαίρι όχι επειδή ήταν μια «μπλόφα», αλλά εξαιτίας ενός συνδυασμού οικονομικών και πολιτικών παραγόντων όπως η αργή σχετικά ως τώρα εξάπλωση της ύφεσης στην Ευρώπη, η προσωρινή, τεχνητή αποκλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού της Ισπανίας και της Ιταλίας, ο σχηματισμός της συγκυβέρνησης Σαμαρά και η αντοχή της στα απανωτά χτυπήματα του εργατικού κινήματος. Αυτοί οι παράγοντες διαμόρφωσαν μια προσωρινή σταθερότητα, η οποία έδωσε τη βάση για να επιτευχθεί ένας προσωρινός συμβιβασμός για το ελληνικό χρέος, που έδωσε μια παράταση στη παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ.

Με κανένα στοιχείο όμως δεν μπορεί να τεκμηριωθεί η εκτίμηση ότι έχει συντελεστεί μια ποιοτική αλλαγή, δηλαδή μια σταθερή στροφή στη στάση της Γερμανίας υπέρ της μόνιμης ελληνικής παραμονής στο ευρώ, όπως προσπαθεί να πείσει ο αστικός τύπος και η κυβέρνηση για να καθησυχάσουν τις βασανισμένες από την κρίση μάζες. Αναπόφευκτα οι πιέσεις και οι εκβιασμοί από τη Γερμανία και την τρόικα για νέα μέτρα θα επανέλθουν, καθώς η ύφεση θα βαθαίνει και τα μόνιμα πλεονάσματα για την εξυπηρέτηση του χρέους θα αποδεικνύονται αδύνατα. Το φάντασμα της εξόδου από το ευρώ θα επιστρέψει μαζί με το φάντασμα της άτακτης χρεοκοπίας. Ο ελληνικός καπιταλισμός κάτω από το βάρος της ύφεσης και των χρεών, αργά ή γρήγορα, θα αποδειχθεί ότι δεν μπορεί να διατηρήσει τη θέση του στο ευρώ, μέσα σε μια πορεία συνολικής υπονόμευσης της Ευρωζώνης, στην οποία η Ελλάδα, σε τελική ανάλυση, απλά θα αποτελεί τον καθρέφτη του μέλλοντος του συνόλου του ευρωπαϊκού καπιταλισμού.

Τα δυο αλληλοτροφοδοτούμενα τρομακτικά δεινά που έχουν φορτωθεί στις πλάτες των μαζών, η βαθιά ύφεση και το δυσβάσταχτο χρέος, δεν μπορούν να εξαλειφθούν με «μεταρρυθμίσεις» πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού. Οι πολιτικοί που ισχυρίζονται ότι μπορούν να διατηρήσουν τη χώρα στο ευρώ, να πείσουν τους δανειστές να διαγράψουν μέρος του χρέους και παράλληλα να εφαρμόσουν πολιτικές προς όφελος της εργατικής τάξης πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, είτε επιχειρούν να εκμεταλλευτούν με συνειδητά πολιτικά ψεύδη τα βάσανά της, είτε από τυφλή ματαιοδοξία προσπαθούν να χτίσουν πολιτικές καριέρες πάνω στην «άμμο» οδυνηρών αυταπατών.

Η Ελλάδα είναι η χώρα της Ευρωζώνης στην οποία γρηγορότερα από οποιαδήποτε άλλη, γίνεται όλο και πιο φανερό σήμερα ότι η αξιοπρέπεια, η πρόοδος και τα δημοκρατικά δικαιώματα ταυτίζονται με την υπόθεση της σοσιαλιστικής επανάστασης. Ο μόνος δρόμος για μια σταθερή και επωφελή ανάπτυξη για τους εργαζόμενους είναι η μονομερής διαγραφή του χρέους και η εφαρμογή ενός σοσιαλιστικού προγράμματος, σαν το πρώτο βήμα για να οικοδομηθεί μια σοσιαλιστική Ελλάδα μέσα στις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης. Όσο πιο σύντομα το προλεταριάτο της χώρας επιβάλει με τον επαναστατικό του αγώνα αυτή, τη μόνη λύση, τόσο γρηγορότερα θα γίνουν παρελθόν τα ατέλειωτα βάσανα εκατομμυρίων ανθρώπων.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 3ο” ]

Αυξανόμενη εξαθλίωση

«Συσσώρευση του πλούτου στον έναν πόλο, σημαίνει, λοιπόν, ταυτόχρονα, συσσώρευση της αθλιότητας, του εφιαλτικού μόχθου, της σκλαβιάς, της άγνοιας, της κτηνωδίας, του πνευματικού εκφυλισμού στον άλλο, στον αντίθετο πόλο, δηλαδή στην πλευρά της τάξης που παράγει τα προϊόντα της με τη μορφή κεφαλαίου» (Κ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος 1ος). Αυτή η θέση του Μαρξ, γνωστή σαν «Η Θεωρία της Εξαθλίωσης», που έγινε ο στόχος διαχρονικών επιθέσεων από τους αστούς και τους ρεφορμιστές, βρίσκει την πιο γρήγορα αναπτυσσόμενη επιβεβαίωσή της στην Ελλάδα. Επιβεβαιώνοντας επίσης, τα γραφόμενα του Μαρξ και του Ένγκελς στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», ο ελληνικός καπιταλισμός αποδεικνύεται ανίκανος να συντηρήσει στη ζωή τους μισθωτούς σκλάβους του.

Ακούμε συχνά διάφορους απολογητές της άρχουσας τάξης να εκφράζουν μια «απλοϊκή» άποψη για το μέγεθος των βασάνων που βιώνει το προλεταριάτο της χώρας από τον ελληνικό καπιταλισμό. «Ο ελληνικός λαός» λένε, «έχει περάσει ξανά περιόδους μεγάλης φτώχειας και πείνας και κατάφερε να επιβιώσει». Η άποψη αυτή εκτός από ύπουλη απόπειρα να συμφιλιωθούν στωικά οι προλετάριοι με την ταξική τους μοίρα, είναι λαθεμένη και στην ουσία της. Το μέγεθος της κοινωνικής οπισθοχώρησης δεν μπορεί να μετρηθεί με μέτρο σύγκρισης περιόδους που οι παραγωγικές δυνάμεις είχαν μια ανάπτυξη κατά πάρα πολύ μικρότερη από τη σημερινή. Η απλοϊκή θέση «πείνα τότε – πείνα και τώρα», παραβλέπει την τρομακτική ανάπτυξη του πλούτου και τις θεαματικά μεγαλύτερες δυνατότητες των παραγωγικών δυνάμεων στη σύγχρονη Ελλάδα συγκριτικά με τις περιόδους της Μικρασιατικής Καταστροφής, της Κατοχής και του Εμφυλίου.

Ακόμα και η «αριστερή» εκδοχή αυτής της μοιρολατρικής άποψης, δηλαδή ο αφορισμός «καπιταλισμός τότε – καπιταλισμός και τώρα», λέει μόνο τη μισή αλήθεια. Αυτό που αντίθετα, πρέπει να τονίζεται στο πλαίσιο μιας αληθινά επαναστατικής προπαγάνδας, είναι ότι η επανεμφάνιση στοιχείων του κατοχικού χειμώνα του 1942 εν έτει 2013, δεν αποτελεί μια ακόμα «φυσιολογική» φάση στην πορεία του καπιταλισμού μέσα στο χρόνο, αλλά συνιστά την πιο κραυγαλέα απόδειξη ότι ο καπιταλισμός είναι τόσο αντιδραστικός και ιστορικά ξεπερασμένος, που μπορεί σήμερα με τα «ειρηνικά» μέσα της μαζικής φτώχειας και της ανεργίας να προκαλεί στην κοινωνία μια καταστροφή που στο παρελθόν για να εμφανιστεί χρειαζόταν η μεσολάβηση μιας σύγκρουσης με στρατιωτικά μέσα.

Το μέγεθος της κοινωνικής καταστροφής που προκαλεί ο καπιταλισμός με τη μορφή της ανεργίας στη χώρα είναι πρωτοφανές. Η Ελλάδα έχει αναρριχηθεί στη 13η χειρότερη θέση παγκοσμίως από πλευράς ποσοστού ανεργίας. Έχει υψηλότερο ποσοστό ανεργίας ακόμα και από το Ιράκ, την Παλαιστίνη, τη Δημοκρατία του Κονγκό, την Αγκόλα, τη Νιγηρία και το Τσαντ.

Το επίσημο ποσοστό ανεργίας σύμφωνα με τις τελευταίες ανακοινώσεις της ΕΛΛ.ΣΤΑΤ (7/3) τον Δεκέμβριο του 2012 ανήλθε σε 26,4%, έναντι 21,4% τον Δεκέμβριο του 2011. Οι επίσημα καταγεγραμμένοι άνεργοι ανήλθαν σε 1.321.236 άτομα και αυξήθηκαν κατά 263.596 άτομα σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2011. Το πραγματικό ποσοστό σύμφωνα με το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ είναι 30% και μέσα στο 2013 το Ινστιτούτο υπολογίζει ότι θα εκτοξευθεί στο 34%, κάτι που σημαίνει ότι ο αληθινός αριθμός των άνεργων θα ξεπεράσει τα 2 εκατομμύρια. Ο ισχυρισμός της άρχουσας τάξης ότι η πτώση του κατώτερου μισθού σε εξευτελιστικά επίπεδα ειδικά για τους νέους, θα έφερνε μείωση της ανεργίας, κατέρρευσε, καθώς το ποσοστό ανεργίας στις ηλικίες 15-24 εκτοξεύτηκε στο 57,5%. Το πιο ακραίο φαινόμενο σχετικά με την ανεργία, είναι το γεγονός ότι σήμερα 450.000 οικογένειες φυτοζωούν, χωρίς ούτε έναν εργαζόμενο. Αυτό σημαίνει με βάση σχετική εκτίμηση του Ο.Α.Ε.Δ, ότι υπάρχουν στη χώρα 1.300.000 άτομα που δεν έχουν κανένα εισόδημα.

Από το 2008 έως και το 2012 η ανεργία αυξήθηκε 3,5 φορές, από 7,5% σε 26,4%. Για να καταλάβουμε την καταστροφή που έχει συντελεστεί στην ελληνική κοινωνία, αξίζει να αναφέρουμε ότι το 1991 το σύνολο των απασχολουμένων ήταν 3,6 εκατ. εργαζόμενοι και το 2008 είχαν ανέλθει στα 4,6 εκατ. Στα τέλη 2012 όμως, ο αριθμός υποχώρησε πάλι στα 3,6 εκατ. εργαζόμενους. Αυτό σημαίνει πως μέσα σε 4 χρόνια χάθηκαν 1 εκατ. θέσεις εργασίας ή αλλιώς, οι θέσεις εργασίας που χρειάστηκε 17 χρόνια για να δημιουργηθούν.

Από την άλλη πλευρά, οι «τυχεροί» που εργάζονται βλέπουν τους μισθούς τους να εξευτελίζονται. Η διαδικασία κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων προχωρά ταχύτατα και έτσι 1,2 εκατ. εργαζόμενοι αμείβονται μέσω ατομικών συμβάσεων, με τις ενεργές κλαδικές συμβάσεις πλέον να μην ξεπερνούν τις 15 καλύπτοντας μόλις 300.000 εργαζόμενους και τις επιχειρησιακές να αυξάνονται σε βάρος τους, προβλέποντας τη συμπίεση των μισθών στα νέα κατώτερα όρια των 586 ευρώ και 510 ευρώ για τους νεοεισερχόμενους έως 25 ετών.

Συνολικά τα εισοδήματα των μισθωτών και των συνταξιούχων από τις αρχές του 2008 έχουν υποστεί καθίζηση κατά 50%. Η οπισθοδρόμηση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και των συνταξιούχων σύμφωνα με το ΙΝΕ ΓΣΕΕ, είναι τρομακτική και έχει φθάσει στα επίπεδα των μέσων της δεκαετίας του 1970. Βρίσκεται στα επίπεδα χωρών όπως η Εσθονία, η Τσεχία και η Κροατία και έπεσε κάτω από το 50% του μέσου όρου των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών.

Η ακραία φτώχεια εξαπλώνεται ταχύτατα και έχει αγκαλιάσει σχεδόν το μισό του πληθυσμού. Σήμερα σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ 3.900.000 Έλληνες βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας, όταν το 2011 ο αριθμός αυτός ήταν 3.100.000. Το 2009 σχεδόν καμία οικογένεια δεν είχε πρόβλημα με τους λογαριασμούς της ΔΕΗ, ενώ σήμερα 700.000 άνθρωποι στριμώχνονται στην ουρά για διακανονισμό και ακόμα χειρότερα, 300.000 ζουν χωρίς ρεύμα. Παράλληλα, μόνο τους 4 πρώτους μήνες του 2012 είχαμε αύξηση στα συσσίτια κατά 82%.

Η κοινωνική αυτή καταστροφή αντανακλάται και στην δραματική επιδείνωση της ψυχικής και σωματικής υγείας των κατοίκων της χώρας και στην τελική μείωση του ίδιου του προσδόκιμου ζωής. Σύμφωνα με έρευνα της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» στις 20/1, ο δείκτης βρεφικής θνησιμότητας, που την περίοδο 2001 – 2008 μειωνόταν 8,7% ετησίως, την τελευταία τετραετία αυξάνεται κατά 14%. Τέτοια αύξηση καταγράφεται πρώτη φορά μεταπολεμικά και οι ειδικοί προβλέπουν πως η επίπτωσή της θα είναι η μείωση του προσδόκιμου ζωής κατά 2 – 3 χρόνια. Επιπρόσθετα, στην ίδια έρευνα αναφέρεται ότι αν περιοριστεί σύμφωνα με τους στόχους των Μνημονίων η μηνιαία κατά κεφαλήν φαρμακευτική δαπάνη σε 23 ευρώ, τότε το προσδόκιμο ζωής στη χώρα θα πέσει κατά 5 χρόνια.

Στον αντίθετο πόλο της κοινωνίας όμως, υπάρχουν αυτοί που κερδίζουν από την τρομακτική εξαθλίωση των μαζών. Στην περίοδο της πιο βαθιάς ύφεσης, ο προϋπολογισμός που κατέθετε η κυβέρνηση προέβλεπε από τη μια πλευρά μόλις 17 δις ευρώ για μισθούς – συντάξεις εκατομμυρίων ανθρώπων και από την άλλη 67 δις ευρώ για μια χούφτα πάσης φύσεως κερδοσκόπους δανειστές του κράτους, δηλαδή ποσό ίσο με το 1/3 του ΑΕΠ της χώρας.

Ενώ οι Έλληνες ναυτικοί επιστρατεύονται για να δεχτούν την κατάργηση των συλλογικών τους συμβάσεων, οι Έλληνες εφοπλιστές επένδυσαν το 2012 συνολικά 9 δις δολ. σε αγορές πλοίων. Την ίδια χρονιά που το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης μειωνόταν στο μισό, το 1/3 των εισηγμένων στο ΧΑΑ επιχειρήσεων – ανάμεσά τους τα μονοπώλια ΟΠΑΠ, S&B, Jumbo, Folli Follie, Τέρνα Ενεργειακή, Motor Οil και ΟΤΕ – αύξαναν τα κέρδη τους με ορισμένα από αυτά να βρίσκονται στον κατάλογο των πιο κερδοφόρων εταιρειών στον κόσμο. Την ώρα που φοιτητές στη Λάρισα δολοφονούνταν από τη χρήση αυτοσχέδιων μεθόδων θέρμανσης λόγω ανέχειας, τρεις άλλοι Έλληνες, ο Σπύρος Λάτσης, ο Αριστοτέλης Μυστακίδης και ο Φίλιππος Νιάρχος βρίσκονταν στη διάσημη λίστα του περιοδικού «Forbes» με τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο. Οι περιουσίες τους, συνολικής αξίας 8,6 δις δολαρίων, είναι ίσες με το σύνολο σχεδόν του κόστους των μέτρων λιτότητας που προβλέπει ο φετινός κρατικός προϋπολογισμός για έναν ολόκληρο λαό.

Η έξοδος από το ευρώ και η θέση των μαρξιστών

Όπως έχουμε εξηγήσει επανειλημμένα, το ενδεχόμενο της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα είναι πολύ πιθανό, σαν αποτέλεσμα της κλιμάκωσης της κρίσης και της κίνησης προς μια ανοικτή χρεοκοπία. Ανεξάρτητα από την μορφή που θα πάρει η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα (συναινετική με τους δανειστές ή όχι, αποτέλεσμα άτακτης χρεοκοπίας), πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού θα έχει ολέθρια αποτελέσματα για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα.

Το νέο νόμισμα, σύμφωνα με δεκάδες μελέτες που έχουν κατά καιρούς δημοσιευθεί (π.χ από μεγάλες διεθνείς τράπεζες όπως η Citigroup, η ING και η UBS) θα τείνει να απαξιωθεί από την αρχή και θα υποτιμηθεί ραγδαία, χάνοντας τουλάχιστον το μισό της αξίας του. Αυτό θα έχει σαν συνέπεια μια μεγάλη μείωση του εισοδήματος της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Ο πληθωρισμός θα γιγαντωθεί σαν αποτέλεσμα της διοχέτευσης πληθωριστικού χρήματος στην κυκλοφορία για αναγκαίες πληρωμές (χρήμα που δεν θα αντανακλά πραγματικές παραγόμενες αξίες), αλλά και της ακρίβειας των χιλιάδων αναγκαίων εισαγόμενων εμπορευμάτων. Το κρατικό χρέος – ακόμα και αν η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα συνοδευτεί από μια δραστική του περικοπή – θα πολλαπλασιαστεί πολύ γρήγορα, καθώς ο δανεισμός του κράτους – αλλά και των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων – λόγω των υποτιμήσεων και του πληθωρισμού, θα γίνει πανάκριβος. Η συνέπεια όλων αυτών θα είναι μια ακόμα μεγαλύτερη ύφεση, με μια νέα απότομη πτώση του ΑΕΠ.

Η αναγνώριση από τους μαρξιστές των συνθηκών που θα δημιουργηθούν με την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, δεν ισοδυναμεί καθόλου με την υποστήριξη του ευρώ και των αντιδραστικών πολιτικών που συνοδεύουν την απόπειρα για τη διάσωσή του. Αυτό που πρέπει να έχουμε κατά νου, είναι ότι πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, σε τελική ανάλυση, είτε με ευρώ, είτε με εθνικό νόμισμα, η πτώση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης, θα διαφέρει κύρια στους ρυθμούς και τη μορφή και λιγότερο στην έκταση.

Όπως τονίζαμε στο αντίστοιχο περσινό μας κείμενο, η πιθανή επιστροφή στο εθνικό νόμισμα θα αποτελέσει κάποια στιγμή ένα «αναγκαίο κακό», που θα επιβληθεί στους Έλληνες αστούς, από την ταχύτατη ανάπτυξη της κρίσης και τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα του ελληνικού καπιταλισμού. Οι Έλληνες αστοί, μη έχοντας καμία πρόθεση να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού καπιταλισμού με σοβαρές επενδύσεις στη βιομηχανία, την τεχνολογία, την επιστήμη και την έρευνα, θα επιχειρήσουν να εκμεταλλευτούν την επιστροφή στο υποτιμημένο εθνικό νόμισμα για να αποκτήσουν ένα τεχνητό πλεονέκτημα στις εξαγωγές τους, τσακίζοντας έτσι επίσης, πιο αποτελεσματικά το εργατικό κόστος. Όμως καθώς το μεγαλύτερο τμήμα των ελληνικών εξαγωγών κατευθύνεται σε χώρες της ΕΕ, οι Ευρωπαίοι αστοί δεν πρόκειται να επιτρέψουν μια ανενόχλητη εισβολή φθηνών ελληνικών εμπορευμάτων στις αγορές τους. Έτσι, αναπόφευκτα η έξοδος από το ευρώ θα συνοδευτεί από μια σειρά μέτρων προστατευτισμού ενάντια στην Ελλάδα και πιθανότατα, από την έξωσή της και από την ίδια την Ε.Ε.

Οι υποστηρικτές της εξόδου από το ευρώ μέσα στην Αριστερά, επικαλούνται το παράδειγμα της Αργεντινής, η οποία έχοντας στα χέρια της το υποτιμημένο «πέσο», ανέκαμψε σχετικά γρήγορα μετά από την κατάρρευση του 2001. Όμως η οικονομία της Αργεντινής είχε ωφεληθεί τότε από την παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη και την αυξανόμενη ζήτηση για τα αγροτικά της προϊόντα, κύρια από την Κίνα. Αντίθετα μια ελληνική χρεοκοπία με υιοθέτηση εθνικού νομίσματος, θα λάβει χώρα μέσα σε εντελώς διαφορετικές διεθνείς συνθήκες, σε μια παγκόσμια ύφεση, με συρρικνωμένες αγορές και αυξανόμενο προστατευτισμό.

Οι Μαρξιστές δεν υποστηρίζουν τη μια ή την άλλη νομισματική πολιτική των αστών, το ένα ή το άλλο νόμισμα. Το καθήκον τους είναι να υπερασπίζουν την αναγκαιότητα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Η υπεράσπιση του ευρώ σημαίνει ταυτόχρονα και υπεράσπιση της μόνης πολιτικής που είναι εφικτή πάνω στο έδαφος της σημερινής καπιταλιστικής Ευρωζώνης, δηλαδή της άγριας λιτότητας. Η υπεράσπιση του ευρώ πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού δεν είναι καθόλου μια «διεθνιστική στάση». Ισοδυναμεί στην πράξη με την υποστήριξη του ευρωπαϊκού κεφαλαίου ενάντια στην ευρωπαϊκή εργατική τάξη.

Από την άλλη πλευρά, η υπεράσπιση του εθνικού νομίσματος σε καπιταλιστική βάση, ισοδυναμεί με την υπεράσπιση της αυταπάτης του εθνικού προστατευτισμού σαν λύση για τα προβλήματα της εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα, σημαίνει «ντε φάκτο» αποδοχή σαν αναγκαία λύση όλων των δεινών που θα φέρει για τις μάζες η νομισματική υποτίμηση και ο υπερπληθωρισμός. Αποτελεί υποστήριξη ενός πιο προχωρημένου σταδίου ανάπτυξης της καπιταλιστικής κρίσης έναντι του σημερινού.

Ασφαλώς μια επαναστατική σοσιαλιστική κυβέρνηση, θα υποχρεωθεί να τυπώσει νέο νόμισμα για να αντιμετωπίσει τη βέβαιη απόπειρα επιβολής «νομισματικής ασφυξίας» από την ΕΕ και να κάνει τις αναγκαίες πληρωμές. Όμως αυτή θα είναι μια αναγκαστική ενέργεια για να στηριχθεί το πρόγραμμα εγκαθίδρυσης μιας κοινωνικοποιημένης σχεδιασμένης οικονομίας. Η έκδοση νομίσματος δεν θα πραγματοποιηθεί σαν ένα μέτρο αστικού, εθνικού προστατευτισμού, αλλά στην υπηρεσία των σκοπών της σοσιαλιστικής επανάστασης, ενταγμένη στην υπόθεση της εξάπλωσής της στην Ευρώπη, που συνεπάγεται προοπτικά την ενοποίηση της ηπείρου γύρω από ένα νέο νόμισμα – σύμβολο της κοινωνικοποιημένης, σχεδιασμένης οικονομίας.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 4ο” ]

Η θέση του ελληνικού καπιταλισμού στο κόσμο – Έγινε η Ελλάδα αποικία;

Τα τελευταία χρόνια, εντός και εκτός Αριστεράς, έχει αναπτυχθεί η αντίληψη ότι η Ελλάδα, μετά την προσφυγή στον «Μηχανισμό στήριξης» και την υπογραφή των Μνημονίων με την τρόικα, έχει μεταβληθεί σε «αποικία». Αυτή η αντίληψη έχει σημασία, γιατί γεννά με φυσικό τρόπο την εκτίμηση ότι ο χαρακτήρας της επανάστασης στην Ελλάδα δεν είναι σοσιαλιστικός, αλλά εθνικοαπελευθερωτικός. Συνεπώς το πρώτιστο πολιτικό καθήκον, δεν είναι η ανεξάρτητη πάλη της εργατικής τάξης για την εργατική δημοκρατία, αλλά η συγκρότηση ενός μετώπου που θα στοχεύει στην εθνική απελευθέρωση, από κοινού με όλες τις «εθνικά σκεπτόμενες» κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, ανεξάρτητα από ταξική προέλευση. Με άλλα λόγια, ο προσδιορισμός της Ελλάδας σαν αποικίας καταλήγει στην υπεράσπιση της πολιτικής της ταξικής συνεργασίας, της πολιτικής των «Λαϊκών Μετώπων».

Ας δούμε όμως αρχικά τι σημαίνει αποικία και αποικιοκρατία. Η αποικιοκρατία ξεκίνησε τον 15ο αιώνα και αποτέλεσε παράγοντα που έδωσε μεγάλη ώθηση στο παγκόσμιο εμπόριο και συνακόλουθα, στην ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Δύση. Η αποικία ήταν μια οικονομικά καθυστερημένη επικράτεια, που οι πρώτες ύλες και η εργατική της δύναμη έγιναν αντικείμενο ληστείας και εκμετάλλευσης από τις μεγάλες μητροπόλεις της αναδυόμενης καπιταλιστικής Δύσης και για το σκοπό αυτό, υπέστη τη στρατιωτική κατοχή και την εθνική καταπίεση. Η αποικιοκρατία και οι αποικίες προϋπήρχαν της ιμπεριαλιστικής εποχής. Η έναρξη της ιμπεριαλιστικής εποχής στις αρχές του 20ού αιώνα, σηματοδοτήθηκε από την ολοκλήρωση του μοιράσματος των αποικιών ανάμεσα στις ισχυρές καπιταλιστικές χώρες και την έναρξη της αδυσώπητης πάλης για το ξαναμοίρασμά τους.

Αμέσως μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, το μεγάλο κίνημα της αποικιακής επανάστασης που κινητοποίησε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους, σε συνδυασμό με τον αλλαγμένο μεταπολεμικό διεθνή συσχετισμό δύναμης σε βάρος του ιμπεριαλισμού, οδήγησε στην κατάκτηση μιας τυπικής ανεξαρτησίας για τις πρώην πλέον, αποικιακές χώρες. Στην πραγματικότητα, οι πρώην αποικίες επιτυγχάνοντας τη δημιουργία νέων εθνικών αστικών κρατών, αποτίναξαν τη στρατιωτική κατοχή και την παλιά προσάρτηση τους στις μητροπόλεις της Δύσης, αλλά παρέμειναν, λιγότερο ή περισσότερο, οικονομικά ελεγχόμενες και εξαρτημένες από αυτές, με εξαίρεση εκείνες στις οποίες η επανάσταση έφτασε μέχρι και την κατάργηση του καπιταλισμού και στη δημιουργία καθεστώτων προλεταριακού βοναπαρτισμού, κατ’ εικόνα και ομοίωση της σταλινικής ΕΣΣΔ (Κίνα, Κούβα, Αιθιοπία, Μοζαμβίκη, Αγκόλα, Συρία κ.α). Επιπρόσθετα, η εκμετάλλευση τους βάθυνε παραπέρα, μέσα από το μηχανισμό του άνισου εμπορίου, καθώς εξήγαγαν στις συνεπτυγμένες χώρες φθηνά προϊόντα – κυρίως πρώτες ύλες και αγροτικά αγαθά – και εισήγαγαν από αυτές ακριβά βιομηχανικά εμπορεύματα. Αυτή η άνιση οικονομική σχέση τις οδήγησε στην υπερχρέωση και στην ακόμα μεγαλύτερη υποταγή στις παλιές τους μητροπόλεις, διαμέσου του χρέους τους.

Η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ μια αποικία. Δεν ακολούθησε τον ιστορικό δρόμο των αποικιών που προαναφέραμε. Παρότι από την ίδρυση του ελληνικού κράτους οι μεγάλες δυνάμεις της Δυτικής Ευρώπης κηδεμόνευαν οικονομικά και πολιτικά τη χώρα, δεν είχαμε στρατιωτική κατοχή, προσάρτηση και εθνική καταπίεση για μακρές περιόδους από κάποια ισχυρή καπιταλιστική δύναμη της Δύσης. Ενώ κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα ο αγώνας των αποικιακών λαών μόλις άρχιζε να αναπτύσσεται, το ελληνικό αστικό κράτος είχε ήδη εδραιωθεί, είχε διευρύνει τα σύνορά του, φανέρωνε στη Μικρασιατική εκστρατεία τον ιμπεριαλιστικό του ρόλο σαν ο μικρός, πιστός συνεταίρος του δυτικοευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού και γνώριζε την πρώτη φάση της βιομηχανικής του ανάπτυξης, ολοκληρώνοντας μια αργόσυρτη και διαστρεβλωμένη εκπλήρωση των αστικοδημοκρατικών καθηκόντων (κρατικός εκσυγχρονισμός, αναδασμός της γης, αστικοδημοκρατικοί θεσμοί κ.α).

Κατά την «εφηβική» φάση της ιμπεριαλιστικής εποχής, στον μεσοπόλεμο, η Ελλάδα ήταν μια καπιταλιστική χώρα με μέση ανάπτυξη και βιομηχανική βάση ήδη μεγαλύτερη από εκείνη των υπολοίπων κρατών της Βαλκανικής. Σωστά το νεαρό κομμουνιστικό κίνημα προσδιόρισε από τη γέννησή του τον αντικειμενικό χαρακτήρα της επανάστασης σαν σοσιαλιστικό και έθεσε σαν βασικό πολιτικό, προγραμματικό σκοπό τη δικτατορία του προλεταριάτου και την απαλλοτρίωση της μπουρζουαζίας. Αντίθετα, εκείνη την περίοδο το 2ο συνέδριο της ΚΔ αποφάσιζε για τον χαρακτήρα της επανάστασης στις αποικίες τα ακόλουθα: «Στο πρώτο της στάδιο, η επανάσταση στις αποικίες δεν μπορεί να είναι κομμουνιστική» («Θέσεις για το εθνικό και το αποικιακό ζήτημα»).

Ωστόσο, διασαφηνίζοντας ότι αυτό δεν σημαίνει την υπεράσπιση της μενσεβίκικης θεωρίας των σταδίων που υποστήριζε μηχανιστικά ότι οι καθυστερημένες χώρες πρέπει απαραίτητα να περάσουν από τα στάδια που πέρασαν οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, η απόφαση συνέχιζε: «..Στο πρώτο της στάδιο η επανάσταση στις αποικίες πρέπει να έχει πρόγραμμα με μικροαστικές μεταρρυθμίσεις, όπως είναι το μοίρασμα των χωραφιών. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η διεύθυνση της επανάστασης πρέπει να αφεθεί στα χέρια της αστικής δημοκρατίας. Αντίθετα, το προλεταριακό κόμμα πρέπει να αναπτύξει δυνατή και συστηματική προπαγάνδα υπέρ των σοβιέτ εργατών και χωρικών. Τα σοβιέτ αυτά πρέπει να συνεργαστούν στενά με τις σοβιετικές δημοκρατίες των προχωρημένων καπιταλιστικών χωρών και την τελική νίκη εναντίον του παγκόσμιου καπιταλισμού. Έτσι οι μάζες των καθυστερημένων χωρών οδηγούμενες από το συνειδητό προλεταριάτο των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών θα φθάσουν στον κομμουνισμό χωρίς να περάσουν από τα διάφορα στάδια της καπιταλιστικής εξέλιξης».

Ο ελληνικός καπιταλισμός των επομένων δεκαετιών, ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο, κλιμάκωσε την βιομηχανική του ανάπτυξη πάνω στο ευνοϊκό έδαφος της ήττας της προλεταριακής επανάστασης του 1944-49. Ταυτόχρονα, η άρχουσα τάξη διαισθανόμενη τη νέα μαχητική άνοδο του εργατικού κινήματος κούρνιασε πάνω στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό για να βρει οικονομικής στήριξη και προστασία σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν μετέβαλε την Ελλάδα σε αποικία. Αντίθετα αυτή την περίοδο η χώρα εδραιώθηκε μέσα στο «κλαμπ» των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών του κόσμου. Ο ελληνικός καπιταλισμός γλιτώνοντας την ανατροπή από την επαναστατική άνοδο των δεκαετιών του 1960 και του 1970, που αναγκάστηκε ενδιάμεσα να την ανακόψει με ένα στρατιωτικό καθεστώς, γνώρισε μια νέα ανοδική οικονομικά φάση από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μέχρι το 2007, κατά την οποία ανέδειξε ιδιαίτερα τον τοπικό ιμπεριαλιστικό του ρόλο, διεισδύοντας αποφασιστικά στις αγορές των πρώην σταλινικών κρατών, με επίκεντρο δράσης τα Βαλκάνια.

Κατά τον ερχομό της κρίσης, η Ελλάδα ήταν αναμφισβήτητα μια ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα. Το 2009 κατατασσόταν 30η χώρα στον κατάλογο της Παγκόσμιας Τράπεζας με κριτήριο το «κατά κεφαλήν» ΑΕΠ (ΑΕΠ κατά κάτοικο), 32η στον ίδιο κατάλογο με βάση το ονομαστικό ΑΕΠ (ΑΕΠ σε απόλυτους αριθμούς) και 21η με βάση τον Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης του ΟΗΕ ( με μέτρο σύγκρισης το προσδόκιμο ζωής, τον αλφαβητισμό, την εκπαίδευση και την ποιότητα ζωής).

Ωστόσο η κρίση, ασφαλώς μετέβαλε τα δεδομένα. Στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, η Ελλάδα παραμένει όπως και πριν ο πιο αδύναμος κρί­κος, με υστέρηση στη βιομηχανική παραγω­γή, αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο και το υψηλότερο κρατικό χρέος. Αλλά η απόστασή της από τις ισχυρές καπιταλιστικές χώρες της ΕΕ την τελευταία τετραετία μεγάλωσε και η χώρα είναι πλέον η πρώτη υποψήφια για έξοδο αν τεθεί θέμα συρρίκνωσης της σύνθεσης της Ευρωζώνης. Η τεράστια πτώση του ΑΕΠ έχει κλονίσει σοβαρά τη θέση της Ελλάδας γενικότερα μέσα στο «κλαμπ» των ανεπτυγμένων χωρών. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός, ότι πριν από λίγες μέρες είχαμε την πρώτη εταιρεία αξιολογήσεων οικονομιών κρατών, την «Russell Investments», να ανακοινώνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται πλέον σαν «αναπτυσσόμενη» και όχι σαν «ανεπτυγμένη» αγορά.

Αυτή η αλλαγή κατάταξης της Ελλάδας είναι πιθανότατα ακόμα βιαστική και λαθεμένη, αν λάβουμε υπόψη και τις σχετικές δηλώσεις του επικεφαλής του τμήματος ερευνών μιας άλλης αντίστοιχης εταιρείας, της «Ashmore» και ειδικευμένου στις αναπτυσσόμενες αγορές ονόματι Jan Dehn, ο οποίος δήλωσε χαρακτηριστικά: «Η Ελλάδα δεν είναι αναδυόμενη αγορά, διότι είναι πολύ πλούσια και το χρηματοοικονομικό της σύστημα πολύ αναπτυγμένο. Η Ελλάδα είναι απλώς κακός πιστωτής».

Όμως η συνέχιση της κρίσης και ειδικά η πιθανή κλιμάκωση της με την επιστροφή σ΄ ένα εθνικό νόμισμα, είναι δυνατό να φέρει την Ελλάδα από τη σκοπιά του μεγέθους του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της, κοντά στο επίπεδο των λεγόμενων αναπτυσσόμενων χωρών, όπως για παράδειγμα οι γειτονικές χώρες της Βαλκανικής. (σ.σ: Ωστόσο εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο όρος «αναπτυσσόμενες χώρες» είναι πολύ ελαστικός, καθώς με αυτόν χαρακτηρίζεται από τους διεθνείς αστικούς οργανισμούς και τον αστικό τύπο μια ευρύτατη γκάμα χωρών, από την Κίνα και την Βραζιλία που είναι στην πραγματικότητα πλέον βιομηχανικές υπερδυνάμεις, μέχρι την υπανάπτυκτη Κένυα). Ενδεικτικά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, σε περίπτωση επιστροφής σε εθνικό νόμισμα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας θα μειωθεί κατά 55%, σε επίπεδα δηλαδή, λίγο πάνω από την Τουρκία και τη Ρουμανία. Όμως ούτε ακόμα και αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να φέρει την Ελλάδα στο οικονομικό επίπεδο που απαιτείται για να χαρακτηριστεί όμοια μιας πρώην αποικιακής, υπανάπτυκτης χώρας. Συνεπώς ο χαρακτηρισμός της Ελλάδας σαν «αποικία», στην ουσιαστική, οικονομική του βάση, είναι ανυπόστατος.

Αυτό που απομένει στους «αποικιολόγους» ώστε να τεκμηριώσουν κάπως τη θέση τους, είναι η ύπαρξη μιας σχέσης πολιτικού αφεντικού και υπάκουου δούλου μεταξύ τρόικας και κυβέρνησης, καθώς και οι ειδικές διατάξεις των Μνημονίων που επιβάλουν την έγκριση της οικονομικής πολιτικής από τους δανειστές και προβλέπουν τη δικαίωμά τους να κατασχέσουν δημόσια περιουσία σε περίπτωση αθέτησης της εξυπηρέτησης του χρέους. Πράγματι, αυτά είναι στοιχεία που θυμίζουν στη μορφή τους, μεθόδους επιβολής πάνω σε μια αποικία. Αλλά μόνο στην μορφή.

Η Ελλάδα παραμένει ακόμα ένα αναπτυγμένο ανεξάρτητο κράτος. Δεν κατακτήθηκε από κάποια ξένη ιμπεριαλιστική δύναμη στο πλαίσιο γενικότερων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, για να προσαρτηθεί εδαφικά και να κλαπεί ο πλούτος της. Τέθηκε σε οικονομική κηδεμονία γιατί η ενδεχόμενη ανεξέλεγκτη κατάρρευση της θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα σε μια πολύ εύθραυστη φάση του. Για εκείνους που σήμερα χρησιμοποιούν μεθόδους που θυμίζουν αποικιοκρατία, η Ελλάδα δεν έχει μεγάλη οικονομική σημασία αυτή καθ’ αυτή, αλλά πάνω από όλα, είναι σημαντική σαν εστία πιθανής εξάπλωσης ενός καταστροφικού ντόμινο χρεοκοπιών.

Η λύση της παρέμβασης της τρόικας με τον «Μηχανισμό Στήριξης» ήταν μονόδρομος για τους Έλληνες καπιταλιστές, που έβλεπαν το κράτος και τις επιχειρήσεις τους να αποκλείονται από τις διεθνείς αγορές και το φάσμα της εξόδου από το ευρώ να πλανάται πάνω από τα κεφάλια τους. Ταυτόχρονα, έχουν αξιοποιήσει αυτή την παρέμβαση στο έπακρο για να περάσουν με την πίεση του τρομακτικού βάρους του συνασπισμένου δυτικού ιμπεριαλισμού που συμβολίζει η τρόικα, δεκάδες αντιδραστικά μέτρα που είχαν διστάσει ή αποτύχει να περάσουν τις προηγούμενες δεκαετίες. Για το υπερπολύτιμο αυτό δώρο, οι Έλληνες καπιταλιστές είναι πρόθυμοι να υποταχθούν στον άμεσο οικονομικό έλεγχο της τρόικας – από τη στιγμή που είναι και για το δικό τους όφελος – και να αποδεχθούν την παραχώρηση σε ξένα καπιταλιστικά συμφέροντα ενός μεγάλου μεριδίου από την ιδιοκτησία και εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου της χώρας και ορισμένων μεγάλων κερδοφόρων επιχειρήσεων.

Αυτή η κομπανία Ελλήνων και ξένων εκμεταλλευτών, με την τρόικα στο ρόλο του διοικητή και την κυβέρνηση Σαμαρά στο ρόλο του χωροφύλακα, επιτίθεται στο όνομα του χρέους καταπιέζοντας μανιασμένα την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα της χώρας. Ο χαρακτήρας αυτής της καταπίεσης είναι γυμνά ταξικός και όχι εθνικός. Η επερχόμενη επανάσταση στην Ελλάδα συνεπώς, δεν θα είναι μια εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση, δηλαδή η επανάσταση ενάντια σ’ έναν ξένο αποικιακό δυνάστη, αλλά μια προλεταριακή επανάσταση ενάντια σε ντόπιους και ξένους καπιταλιστές εκμεταλλευτές, ένα τμήμα της βαλκανικής, ευρωπαϊκής και διεθνούς προλεταριακής επανάστασης. Αυτή η επανάσταση θα στρέφεται αντικειμενικά ενάντια στα θεμέλια της καπιταλιστικής κοινωνίας, ενάντια στις ίδιες τις αστικές σχέσεις ιδιοκτησίας που έχουν προκαλέσει με τη μορφή της κρίσης μια μεγάλη καταστροφή στη χώρα και που απειλεί να επεκταθεί σε όλο τον κόσμο. Θα είναι δηλαδή μια επανάσταση σοσιαλιστική.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 5ο” ]

Tα μαθήματα της Κύπρου

Οι πρόσφατες δραματικές εξελίξεις στην Κύπρο ανέδειξαν πολύ σημαντικά διδάγματα σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Σε γενικές γραμμές αποδείχθηκε ότι τα αλληλένδετα και αλληλοτροφοδοτούμενα «βουνά» των κρατικών και τραπεζικών χρεών, έχουν λάβει έναν εκρηκτικό χαρακτήρα, απειλώντας την οικονομική και νομισματική ενοποίηση που έχουν πετύχει οι Ευρωπαίοι αστοί μέσα από την ΕΕ και την Ευρωζώνη.

Με το «κούρεμα» καταθέσεων πρακτικά, είδαμε από την τρόικα την αναπόφευκτη εισαγωγή της μεθόδου της «ελεγχόμενης» χρεοκοπίας για το υπερχρεωμένο τραπεζικό σύστημα, μετά από την υιοθέτηση αυτής της μεθόδου για τα υπερχρεωμένα κράτη, με το ελληνικό PSI. Αυτή η διαδικασία, αποσκοπεί στο κέρδισμα χρόνου έναντι της προοπτικής ενός ανεξέλεγκτου ντόμινο χρεοκοπιών με επίκεντρο τις τράπεζες, αλλά κάθε άλλο παρά ματαιώνει μια τέτοια προοπτική. Η μέθοδος του «κουρέματος» των καταθέσεων πάνω στο έδαφος της καπιταλιστικής αγοράς, σε γενικές γραμμές βαθαίνει την ύφεση, εξαφανίζοντας μέσα σε μια μέρα χρήμα που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην αγορά για κατανάλωση, πληρωμές επενδύσεις κλπ, και αποσταθεροποιεί παραπέρα το τραπεζικό σύστημα, δημιουργώντας την αιτία για μια τάση απόσυρσης των καταθέσεων και συνολικά, κεφαλαίων από τις υπερχρεωμένες χώρες. Με αυτό τον τρόπο ανοίγεται ο δρόμος για νέες χρεοκοπίες. Αυτή είναι η προοπτική για την Κύπρο και τις υπόλοιπες χώρες που θα εφαρμοστεί αυτή η μέθοδος.

Τα πρόσφατα κυπριακά γεγονότα επίσης, ανέδειξαν τα όρια της πολιτικής των «πακέτων διάσωσης» και της «γενναιοδωρίας» της Γερμανίας και του ευρωπαϊκού καπιταλιστικού Βορά έναντι των υπερχρεωμένων του Νότου. Όπως έχουμε εξηγήσει επανειλημμένα, όσο η ύφεση «ζυγώνει» στον Ευρωπαϊκό Βορά και μεγεθύνει το αδιέξοδο του Νότου, τόσο λιγότερο «γενναιόδωροι» θα γίνονται οι Γερμανοί αστοί. Η Κύπρος αποτέλεσε, όπως και η Ελλάδα, ένα ακόμα πεδίο επίδειξης πυγμής από τους Γερμανούς αστούς, με αποδέκτη το Νότο και όλη την Ευρωζώνη.

Στην Κύπρο κατέρρευσε το παραμύθι της «εθνικά υπερήφανης διαπραγμάτευσης» που διακινούν οι αστοί δημαγωγοί «αντιμνημονιακοί» στην Ελλάδα, καθώς και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Οι Κύπριοι αστοί αποφάσισαν να πουν αρχικά ένα «όχι» στην τρόικα, υπολογίζοντας να διεξάγουν μαζί της μια «σκληρή διαπραγμάτευση» με τις πλάτες της Ρωσίας, απειλώντας τη Γερμανία με έξοδο από το ευρώ. Από αστική σκοπιά, η στάση αυτή αποδείχθηκε ότι ήταν ηλίθια και «επαρχιώτικη». Τα ανταλλάγματα που πρόσφεραν για μια στήριξη οι Κύπριοι αστοί (πιθανότατα από την «πίττα» των κυπριακών υδρογονανθράκων) δεν έπεισαν τη Ρωσική κυβέρνηση. Οι Ρώσοι δεν είχαν καμία διάθεση να έρθουν σε μια ανοικτή ρήξη γύρω από το θέμα της Κύπρου με τη Γερμανία και την Ευρωζώνη. Από την άλλη πλευρά, η εθελοντική επιστροφή στην λίρα θα αποτελούσε τον συντομότερο δρόμο για την καταστροφή του κυπριακού καπιταλισμού, για τους ίδιους γενικά λόγους, που θα είχε παρόμοια κατάληξη μια επιστροφή της καπιταλιστικής Ελλάδας στη δραχμή. Η πικρή συνειδητοποίηση της πραγματικότητας έκανε τους Κύπριους αστούς να πετάξουν το προσωπείο της εθνικής υπερηφάνειας και να πέσουν στα πόδια της τρόικας, αποδεχόμενοι ένα πολύ σκληρότερο σχέδιο «κουρέματος» από το αρχικό.

Η άδοξη τύχη της τακτικής της «σκληρής εθνικής διαπραγμάτευσης» απέδειξε ότι περιθώρια για μια τέτοια διαπραγμάτευση δεν υπάρχουν. Ειδικά όταν ο διαπραγματευόμενος έχει το μέγεθος του κυπριακού ή του ελληνικού καπιταλισμού. Σε τελική ανάλυση όμως, κανένας δεν μπορεί να πείσει τους Γερμανούς καπιταλιστές ότι τους συμφέρει να χρηματοδοτούν εσαεί τα κρατικά και τραπεζικά χρέη των άλλων ευρωπαϊκών αστικών κρατών, γιατί γνωρίζουν ότι αυτός θα ήταν ο σίγουρος δρόμος και για τη δική τους χρεοκοπία.

Όποια κυβέρνηση υπερχρεωμένης χώρας στην Ευρωζώνη επιχειρεί σε συνθήκες βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού να αναζητήσει λύσεις χωρίς επαναστατικές αλλαγές, θα πρέπει να αποδεχθεί τις συνέπειες της κρίσης του συστήματος. Είτε θα μείνει στο ευρώ μέσα από τους μονόδρομους της σκληρής λιτότητας και των ελεγχόμενων χρεοκοπιών – που όμως οξύνουν την ύφεση και προετοιμάζουν νέες χρεοκοπίες – είτε θα κάνει το «άλμα στο κενό» με μια έξοδο από το ευρώ, για να προκαλέσει έτσι με απότομο τρόπο, την καταστροφή που μέσα στο ευρώ προετοιμάζεται σαν τηλεοπτική εικόνα «σε αργή κίνηση».

Οι κουτοπόνηροι «επαρχιώτες», Κύπριοι αστοί συνειδητοποίησαν αυτή την πικρή αλήθεια και έκαναν τελικά τη μόνη ενδεδειγμένη από αστική σκοπιά επιλογή. Οι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ αντίθετα, πιστεύουν ότι αυτό το σύστημα έχει κάπου μια «ζεστή γωνιά» για τα μεταρρυθμιστικά τους όνειρα και αρνούνται να δουν την πραγματικότητα που «φωνάζει» ότι πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού δεν υπάρχει καμία «προοδευτική» διέξοδος από την κρίση. Οι κύπριοι αστοί μπορούν να κατηγορηθούν για στιγμιαία ηλιθιότητα. Οι ρεφορμιστές ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ για διαρκή.

Στην περίπτωση την Κύπρου επίσης αποδείχθηκε ότι η απειλή της εξόδου των υπερχρεωμένων από το ευρώ δεν είναι μπλόφα, αλλά αληθινή, καθώς τέθηκε επίσημα στο Eurogroup. Ασφαλώς η πραγματοποίησή της για την Ελλάδα ή την Κύπρο, εκτός από καταστροφική για τις χώρες αυτές θα ήταν και ζημιογόνα για την Γερμανία και το σύνολο της Ευρωζώνης. Όμως το ευρώ για την Γερμανία είναι το μέσο για την εδραίωση της κυριαρχίας της και όχι αυτοσκοπός. Ακόμα χειρότερο θα ήταν για την Γερμανία, να αποδεχθεί εθελοντικά ότι στο εξής δεν θα επικρατεί η δική της θέληση, αλλά εκείνη των εξαρτημένων από εκείνη υπερχρεωμένων, στο όνομα της σταθερότητας του ευρώ. Έτσι η εκτόπιση τους από το ευρώ, όταν δεν αποδέχονται τη θέλησή της ή όταν έχουν φτάσει σε σημείο όπου πλέον δεν «διασώζονται» με τίποτα, θα είναι μια αναπόφευκτη επιλογή και θα αντιπροσωπεύει για τον Βορά το μικρότερο κακό.

Σε ειδικό άρθρο μας, εξηγήσαμε τι θα έπρεπε να κάνει μια εργατική κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει της απαιτήσεις της τρόικας στην Κύπρο. Παραθέτουμε εδώ ξανά στο σχετικό τμήμα του άρθρου: «..Θα έπρεπε να διαγράψει το χρέος και να μην αποδεχθεί νέα ληστρικά δάνεια σε βάρους του βιοτικού επιπέδου του λαού. Θα έπρεπε να κοινωνικοποιήσει το τραπεζικό σύστημα, δεσμεύοντας τις καταθέσεις το μεγαλοκαταθετών και επιβάλλοντας βαριές εισφορές σε αυτές για την αντιμετώπιση της κρίσης. Να κοινωνικοποιήσει τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων του νησιού, τις μεγάλες επιχειρήσεις ντόπιες και ξένες – συμπεριλαμβανομένων των όποιων μεγάλων βιομηχανικών μονάδων διαθέτει το νησί – και τις μεγάλες εκτάσεις αγροτικής καλλιέργειας, θεσμοθετώντας τον δημοκρατικό σχεδιασμό της οικονομίας για να εξασφαλιστεί ότι η κρίση θα αντιμετωπιστεί με πραγματικούς όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και δεν θα πεινάσει ο κυπριακός λαός. Να προχωρήσει σε κατασχέσεις των περιουσιών και των καταθέσεων των μεγαλομετόχων των τραπεζών και σε δήμευση της σκανδαλώδους εκκλησιαστικής περιουσίας. Να καλέσει τους εργαζόμενους να κινητοποιηθούν και να φτιάξουν επιτροπές εργατικού ελέγχου και λαϊκές πολιτοφυλακές για την αντιμετώπιση της αντίδρασης από τους αστούς. Να επιβάλει κρατικό έλεγχο στην κίνηση των κεφαλαίων και το κρατικό μονοπώλιο στο εξωτερικό εμπόριο. Να απευθύνει ένα κάλεσμα για αλληλεγγύη, υλική και πολιτική συμπαράσταση προς τους Έλληνες εργαζόμενους και προς τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους, στα εργατικά κόμματα και συνδικάτα σε όλο τον κόσμο. Να λάβει πρωτοβουλίες έτσι ώστε να συσπειρωθούν στη βάση της υπεράσπισης μιας τέτοιας πολιτικής όσο το δυνατό περισσότερες μαζικές εργατικές οργανώσεις και κόμματα στην Ευρώπη και στον κόσμο. Να καλέσει ιδιαίτερα τους εργαζόμενους στη Γερμανία, τη Γαλλία και τις άλλες ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες να κινητοποιηθούν για να εμποδιστεί ο πόλεμος ενάντια στην Κύπρο των εργαζομένων, την σοσιαλιστική Κύπρο. Να διακηρύξει την διεξαγωγή μιας διεθνούς πολιτικής εκστρατείας υπέρ μιας ενωμένης σοσιαλιστικής Ευρώπης που θα πρέπει να μπει το γρηγορότερο στη θέση της καπιταλιστικής ΕΕ των κερδοσκόπων εκβιαστών…»

Οι Κύπριοι εργαζόμενοι βγήκαν για πρώτη φορά μαζικά μετά από πολλά χρόνια στους δρόμους και ζήτησαν να φύγει η τρόικα και οι πολιτικές της από το νησί. Όπως είχε συμβεί και στην Ελλάδα με το κίνημα στις πλατείες, το πατριωτικό χρώμα στα συνθήματα και τα αιτήματα της πρώτης αυτής φάσης του κινήματος έκανε αναπόφευκτα την εμφάνισή του, σαν αποτέλεσμα της σύγχυσης που δημιούργησε η αρχική στάση των Κυπρίων αστών και η απουσία μιας ανεξάρτητης ταξικά στάσης από τα κυπριακά εργατικά κόμματα. Το μάθημα που έλαβαν οι Κύπριοι εργαζόμενοι μέσα από τα γεγονότα ήταν ανεκτίμητο: ποτέ δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι τους αστούς και τα πατριωτικά τους παραμύθια. Η μαχητική τους εναντίωση στα σχέδια της τρόικας είναι αντικειμενικά η πρώτη πράξη για μια μεγάλη άνοδο των ταξικών αγώνων στο νησί, που θα αφαιρέσουν από τα μυαλά τους τη «σκουριά» των αυταπατών που συσσώρευσε η πολυετής ανάπτυξη του παρασιτικού κυπριακού καπιταλισμού. Οι πλούσιες κομμουνιστικές παραδόσεις της κυπριακής εργατικής τάξης θα αναβιώσουν και το ΑΚΕΛ θα στραφεί αναπόφευκτα προς τ’ αριστερά. Οι συνθήκες για την ανάπτυξη του επαναστατικού μαρξισμού στην Κύπρο θα γίνουν εξαιρετικά ευνοϊκές.

Η γεωπολιτική θέση της Ελλάδας και η ανακάλυψη υδρογονανθράκων

Από γεωπολιτική σκοπιά, η Ελλάδα κατέχει κεντρική θέση στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου, η οποία αποτελεί κόμβο στη διαδρομή ενεργειακών δικτύων που εξασφαλίζουν την πρόσβαση των ανεπτυγμένων βιομηχανικών κρατών της Δύσης στους φυσικούς πόρους της Κεντρικής Ασίας.

Η πρόσφατη υπογραφή της διακρατικής συμφωνίας για την κατασκευή και λειτουργία του αγωγού «Trans Adriatic Pipeline» (TAP) μεταξύ της Ελλάδας, της Αλβανίας και της Ιταλίας είναι μια εξέλιξη ικανή να ξαναβάλει την Ελλάδα στον ενεργειακό «χάρτη», μετά την κατάρρευση της κατασκευής του αγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη. Ο ΤΑΡ θα έχει μήκος 800 χιλιομέτρων και θα μεταφέρει φυσικό αέριο από το Αζερμπαϊτζάν. Τα 500 από αυτά, θα βρίσκονται μέσα στην Ελλάδα, ξεκινώντας από την Κομοτηνή, διασχίζοντας τη Θράκη, τη Μακεδονία και την Ήπειρο. Η κατασκευή του αγωγού αυτού (ή του εναλλακτικού σε αυτόν «Nabucco West») προωθείται από τον δυτικό ιμπεριαλισμό σαν αντίβαρο στον ρωσικών ενεργειακών συμφερόντων αγωγό «South Stream», με στόχο να απεξαρτηθεί η Ευρώπη από το ρωσικό αέριο.

Η ελληνική άρχουσα τάξη, με την κατασκευή του αγωγού, προσδοκά τόσο οικονομικά οφέλη (επένδυση κεφαλαίων για την κατασκευή του ελληνικού τμήματος, εξυπηρέτηση ενεργειακών αναγκών, δυνατότητα σύνδεσης με μελλοντικά εγχώρια κοιτάσματα κ.α) όσο και στρατηγικά, καθώς η σημασία της Ελλάδας για την ενεργειακά εξαρτημένη Ε.Ε θα μεγαλώσει, σε μια στιγμή που η χώρα είναι αναγκασμένη να κάνει περικοπές στις αμυντικές δαπάνες. Αλλά για να γίνει πραγματικότητα ο TAP, θα πρέπει τελικά να επιλεγεί από την κοινοπραξία που διαχειρίζεται το συγκεκριμένο κοίτασμα φυσικού αερίου (όπου συμμετέχουν κολοσσοί όπως η βρετανική ΒΡ, η γαλλική Total και η νορβηγική Statoil) έναντι του «Nabucco West», που είναι σχεδιασμένος να παρακάμπτει την Ελλάδα.

Το ζήτημα που δεσπόζει από γεωπολιτική και γεωοικονομική σκοπιά είναι η διαφαινόμενη ανακάλυψη αδιευκρίνιστου ακόμα μεγέθους κοιτασμάτων υδρογονανθράκων σε Αιγαίο, Ιόνιο και Κρήτη. Οι αρχικές εκτιμήσεις της νορβηγικής εταιρείας «Petroleum Geo-Services» (PGS) που έχει αναλάβει τις έρευνες στο Ιόνιο και στα νότια της Κρήτης, έκαναν λόγο για «πολύ ελπιδοφόρες ενδείξεις» για κοιτάσματα υδρογονανθράκων, σημειώνοντας ότι ο Φθινόπωρο θα έχει ολοκληρωθεί η ανάλυση των στοιχείων και το 2014 αναμένεται να έχουν ορισθεί τα οικόπεδα που θα μπουν γεωτρύπανα. Είχε προηγηθεί τον περασμένο Δεκέμβριο μια έκθεση της Deutsche Bank, η οποία αποτίμησε – με έναν μη ασφαλή όπως ανέφερε και η ίδια υπολογισμό – στα 427 δισ. ευρώ τα κοιτάσματα φυσικού αερίου νότια της Κρήτης, επικαλούμενη έρευνες που έχουν γίνει στο παρελθόν. Η έκθεση υπολόγιζε πως αν αυτό το νούμερο επαληθευτεί από τις πραγματικές ανακαλύψεις, τότε το καθαρό όφελος για το «ελληνικό Δημόσιο θα μπορούσε να φθάσει μόνο στα μισά, δηλαδή σε περίπου 214 δις ευρώ από το 2022 και μετά, γιατί το 50% θα πρέπει να αφαιρεθεί σαν κόστος εξόρυξης μαζί με το σύνηθες περιθώριο κέρδους των εξορυκτικών εταιρειών.

Οι Έλληνες αστοί, εκμεταλλευόμενοι αυτές τις εκτιμήσεις, επιχειρούν να καλλιεργήσουν ένα κλίμα ευφορίας για να «χρυσώσουν το χάπι» της άγριας λιτότητας, δίνοντας ένα όραμα «ανάπτυξης» και «ευημερίας» στις μάζες. Η πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική. Κατά κανόνα στον καπιταλισμό, η εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων γίνεται αποκλειστικά από τα πολυεθνικά ενεργειακά μονοπώλια και δεν αποτελεί μοχλό ανάπτυξης προς όφελος της κοινωνίας.

Η παρούσα εμπειρία της Κύπρου, που την χρησιμοποιούσε μέχρι πρότινος σαν το νέο ενεργειακό πρότυπο η ελληνική άρχουσα τάξη είναι ενδεικτική. Ήδη εκεί βλέπουμε την απόπειρα να υποθηκευτούν τα μελλοντικά έσοδα του φυσικού αερίου για να πληρωθούν κανονικά οι κερδοσκόποι δανειστές της χώρας. Συνεπώς, η κατοχή ενός από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα φυσικού αερίου παγκοσμίως όπως αυτό της Κύπρου δεν αποτρέπει καθόλου την εκδήλωση της κρίσης και την υπογραφή Μνημονίων άγριας λιτότητας με την τρόικα.

Η σημερινή Ρωσία που έχει τα μεγαλύτερα αποθέματα φυσικού αερίου στον κόσμο, είναι ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, παρά τα τεράστια ενεργειακά αποθέματα της χώρας, δεν ωφελούνται στο ελάχιστο από τα μεγάλα κέρδη των εταιρειών ενέργειας, ενώ οι ίδιοι σαν καταναλωτές το πληρώνουν πανάκριβα. Η κατάσταση αυτή δεν έχει σύγκριση με την περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης όπου σαν αποτέλεσμα της κρατικοποιημένης, σχεδιασμένη οικονομίας, το φυσικό αέριο παρέχονταν δωρεάν και ένα μέρος των εσόδων – παρά τον παρασιτικό ρόλο της γραφειοκρατίας – χρησιμοποιούταν για την κοινωνική ανάπτυξη. Μια ματιά τέλος, στις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής (Αγκόλα, Αλγερία, Γκαμπόν, Ιράκ, Ιράν, Κατάρ, Κουβέιτ, Λιβύη, Νιγηρία, Σαουδική Αραβία), μας δείχνει επίσης ότι οι μεγάλες εταιρείες και οι εγχώριοι συνεργάτες τους εξάγουν υπερκέρδη την ώρα που οι λαοί τους είναι σε χρόνια εξαθλίωση.

Τα μόνα σύγχρονα παραδείγματα που ξεφεύγουν από αυτό τον κανόνα, είναι η Βολιβία και κυρίως η Βενεζουέλα, όπου μέρος των εσόδων από τους υδρογονάνθρακες έχουν διοχετευθεί για τις άνοδο του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Αυτό όμως είναι το αποτέλεσμα της πολιτικής των εθνικοποιήσεων των ενεργειακών εταιρειών. Στην Ελλάδα, το μοντέλο που προωθεί η άρχουσα τάξη είναι εντελώς το αντίθετο. Οι μεγάλες κρατικές ενεργειακές εταιρείες ΔΕΠΑ και ΔΕΣΦΑ ιδιωτικοποιούνται στον πλαίσιο των στόχων των Μνημονίων. Ταυτόχρονα, ήδη έχει ξεκινήσει η αντιπαράθεση συμφερόντων για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων της χώρας, πριν ακόμα αυτά ανακαλυφθούν και αποτιμηθούν.

Η έκθεση της «Deutsche Bank» που προαναφέραμε, καλεί τη γερμανική κυβέρνηση να δραστηριοποιηθεί πιο έντονα στο νέο ενεργειακό χάρτη της Ανατ. Μεσογείου. Στο πλαίσιο αυτού του ενδιαφέροντος, διαφαίνεται η αποχώρηση της Γερμανίας από την κατασκευή του αγωγού «Nabucco west» και η στήριξη του αγωγού TAP, έτσι ώστε η μεταφορά αέριου από το Αζερμπαϊτζάν στην Ευρώπη να γίνει μέσω του ελλαδικού εδάφους και να συνδυαστεί με μια πιθανή δραστηριοποίηση του γερμανικού κεφαλαίου γύρω από τα μελλοντικά ελληνικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων.

Στο παιχνίδι της διεκδίκησης μεριδίου με ακόμα πιο επίσημο τρόπο έχει μπει η Γαλλία. Έτσι στην πρόσφατη επίσκεψη του, ο Γάλλος Προέδρος Ολάντ εξέφρασε σχετικό ενδιαφέρον για λογαριασμό του γαλλικού μονοπωλίου «ΤΟΤΑL». Από τη δική τους πλευρά, οι Ρώσοι της Gaz Prom επιμένουν, προσφέροντας τα υψηλότερα έως σήμερα ποσά για να αποκτήσουν τη ΔΕΠΑ και τη ΔΕΣΦΑ, έτσι ώστε να αποκτήσουν μαζί με ένα πλεονέκτημα στο ενεργειακό δίκτυο προς την Ευρώπη, επίσης ένα πλεονέκτημα στην εκμετάλλευση των μελλοντικών ενεργειακών πηγών της χώρας. Ενεργά στο παιχνίδι είναι ασφαλώς και το Ισραήλ που έχει ήδη συμφωνήσει στη συνεκμετάλλευση του φυσικού αερίου με την Κύπρο και επίσης έχει πριν ένα χρόνο υπογράψει συμφωνία ενεργειακής (και γενικότερα εμπορικής, αλλά και στρατιωτικής) συνεργασίας με την Ελλάδα. Οι ΗΠΑ από τη δική τους πλευρά έχουν από καιρό εκφράσει την επιθυμία να πραγματοποιηθεί η συνεκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στο Αιγαίο ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, με συμμετοχή αμερικανικών πολυεθνικών.

Βλέποντας κανείς αυτή την αντιπαράθεση των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών και των μονοπωλίων μπορεί να αντιληφθεί το μέγεθος του οφέλους που θα υπάρξει για τον ελληνικό λαό από τα όποια κοιτάσματα υδρογονανθράκων τελικά ανακαλυφθούν στην Ελλάδα. Στα ενεργειακά μονοπώλια που διεκδικούν το μερίδιο τους από τους ελληνικούς υδρογονάνθρακες θα πρέπει να προσθέσουμε και τους κερδοσκόπους δανειστές, κράτη και ιδιώτες που θα επιχειρήσουν – όπως ήδη διαφαίνεται στην Κύπρο – να πάρουν μεγάλο μερίδιο από την πίττα στο βωμό της εξυπηρέτησης του κρατικού χρέους.

Για να ωφεληθεί η ελληνική κοινωνία από τον ορυκτό πλούτο θα πρέπει πρώτα ο ολόκληρος ο ορυκτός και φυσικός πλούτος της χώρας κοινωνικοποιηθεί, καθώς και η εκμετάλλευση του. Μόνο μια εργατική εξουσία θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι ούτε ένα ευρώ από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων δεν θα δοθεί για το χρέος. Εκτός από τα όποια κοιτάσματα υδρογονανθράκων, ο κεντρικός, δημοκρατικός σχεδιασμός της οικονομίας θα μπορούσε να αξιοποιήσει όλες τις άλλες διαθέσιμες μορφές ενέργειας (νερό, αέρας, λιγνίτης, ανανεώσιμες πηγές), διασφαλίζοντας σε σημαντικό βαθμό ενεργειακή επάρκεια στη χώρα, ελαχιστοποιώντας τις εισαγωγές, λειτουργώντας με χαμηλό κόστος τη βιομηχανική παραγωγή και τα μέσα μαζικής μεταφοράς και παρέχοντας δωρεάν ενέργεια σε κοινωφελείς υπηρεσίες και σε φτωχές εργατικές οικογένειες.

Οι σχέσεις με την Τουρκία

Η διαφαινόμενη ύπαρξη υδρογονανθράκων είναι ένας νέος αποφασιστικός παράγοντας στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας. Η ελληνική και η τουρκική αστική τάξη, παρότι τυπικά σύμμαχοι στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, για πολλές δεκαετίες έχουν εξοπλιστεί μέχρι τα «δόντια», σαν αποτέλεσμα του ανταγωνισμού τους για αυξημένη οικονομική επιρροή στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Από την κρίση των «Ιμίων» το 1996 και μετά, χωρίς να λυθούν βασικές ιστορικές διαφορές ανάμεσα στις δύο άρχουσες τάξεις σχετικά με την οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας – Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), το «Κυπριακό», το «μειονοτικό» στη Θράκη κλπ, εμφανίστηκε μια τάση «ομαλοποίησης» στις σχέσεις των δυο κρατών, στη βάση της ενδυνάμωσης των μεταξύ τους εμπορικών-οικονομικών σχέσεων που ήρθε σαν αποτέλεσμα της εμπορικής σύνδεσης Τουρκίας και ΕΕ, της μεγάλης περιόδου ανάπτυξης στην Ελλάδα και της διεκδίκησης της Τουρκικής αστικής τάξης να γίνει κανονικό μέλος της ΕΕ.

Δυο παράγοντες όμως, διαμορφώνουν καινούρια δεδομένα στις σχέσεις των δύο κρατών. Αυτοί είναι η βαθιά οικονομική κρίση, που προς το παρόν έχει πλήξει πιο αποφασιστικά την Ελλάδα και η διαφαινόμενη ανακάλυψη υδρογονανθράκων στο Αιγαίο, πριν ακόμα οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα – ΑΟΖ. Οι δυο αυτοί παράγοντες, αντικειμενικά οξύνουν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις δύο άρχουσες τάξεις. Ωστόσο, μέσα σε ένα σύνθετο συσχετισμό δύναμης που διαμορφώνεται από την ενεργή ανάμιξη του δυτικού και ρωσικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή, η οποία εντείνεται λόγω «ενεργειακών» εξελίξεων, μια άμεση πολεμική σύρραξη δεν είναι πιθανή σήμερα, χωρίς ασφαλώς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα συμβεί στο απώτερο μέλλον.

Η βαθιά κρίση έχει εξασθενίσει την Ελλάδα, μεταξύ άλλων και σε στρατιωτικό επίπεδο, με τους εξοπλισμούς να είναι ουσιαστικά παγωμένοι και τις μειώσεις μισθών αξιωματικών και του αριθμού του επαγγελματικού στρατιωτικού προσωπικού να έχουν πλήξει το ηθικό του στρατεύματος . Το τελευταίο πράγμα που θα επιθυμούσε σήμερα η συντριπτική πλειονότητα της ελληνικής άρχουσας τάξης είναι ένας πόλεμος με την Τουρκία. Η κρίση ασφαλώς, δεν είναι «προνόμιο» της Ελλάδας. Η Τουρκική οικονομία αντιμετωπίζει επιβράδυνση. Τα τελευταία στοιχεία για την πορεία της οικονομίας που ανακοίνωσε η τουρκική κυβέρνηση ήταν σημαντικά χαμηλότερα των προβλέψεων, με το ΑΕΠ να αναμένεται να αυξηθεί φέτος περίπου κατά 3%. Ωστόσο η πολύ μεγάλη εξασθένιση της Ελλάδας από την κρίση, φέρνει αναμφίβολα την Τουρκία από οικονομική σκοπιά σε πιο πλεονεκτική θέση έναντι της Ελλάδας συγκριτικά με το παρελθόν.

Όμως αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι θα μπορούσε να αποτολμηθεί εύκολα από τους Τούρκους αστούς σήμερα η έναρξη ενός πολέμου. Μια επιθετική στρατιωτική ενέργεια έναντι της Ελλάδας, εκτός από στρατιωτικό και οικονομικό ρίσκο, θα μπορούσε – πάντα στη βάση της τωρινής πολιτικής κατάστασης και των υφισταμένων διεθνών συσχετισμών – να οδηγήσει στη διεθνή απομόνωση της Τουρκίας από τον δυτικοευρωπαϊκό και αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Επίσης, η αναζωπύρωση του κουρδικού ζητήματος μετά από την ντε φάκτο δημιουργία ανεξάρτητων κουρδικών επικρατειών σε Συρία και Ιράκ, έχει επαναφέρει στο προσκήνιο έναν επικίνδυνο «εσωτερικό εχθρό» για τον τουρκικό καπιταλισμό, που τον κάνει ευάλωτο σε μια ενδεχόμενη πολεμική αντιπαράθεση με γειτονική χώρα.

Αυτός ο εκατέρωθεν φόβος για τις επιπτώσεις μιας πολεμικής σύρραξης, σε συνδυασμό με τις παρεμβάσεις του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, έχουν κάνει τις δύο άρχουσες τάξεις να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι για να συζητήσουν τη συνεκμετάλλευση των ενεργειακών πηγών του Αιγαίου. Για να μην διαταράξει αυτό το κλίμα, η κυβέρνηση Σαμαρά, παρά τις προεκλογικές της εξαγγελίες κι ενώ τυπικά έχει το δικαίωμα σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, δεν προχωρά στην ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ.

Η πρόσφατη επίσκεψη του Σαμαρά στην Τουρκία επιβεβαιώνει τις παραπάνω εκτιμήσεις. Στις δηλώσεις του ο Ερντογάν μετά τη συνάντηση με τον Σαμαρά μίλησε για μια «στρατηγική συνεργασία»,  που πρέπει να θεμελιωθεί για να «είμαστε ήσυχοι». Ο Σαμαράς δεν διέψευσε ότι συζητήθηκε στη συνάντηση το θέμα της «συνεκμετάλλευσης». Ταυτόχρονα, μια σειρά ακόμα από στοιχεία αυτής της επίσκεψης φανερώνουν ότι η πρόθεση των αρχουσών τάξεων σε αυτή τη φάση δεν είναι ο πόλεμος, αλλά οι αμοιβαία επωφελείς «μπίζνες».

Πιο συγκεκριμένα, υπογράφηκαν 25 πρωτόκολλα συνεργασίας σε διάφορους οικονομικούς τομείς, ενώ επίσημα ανακοινώθηκε η στήριξη της Ελλάδας στη διεκδίκηση των Ολυμπιακών Αγώνων από την Τουρκία. Την αποστολή της ελληνικής κυβέρνησης συνόδευαν 100 εκπρόσωποι ελληνικών επιχειρηματικών ομίλων που συμμετείχαν στην 2η σύνοδο του «Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας» με τη συμμετοχή 200 εκπροσώπων τουρκικών ομίλων. Ο Σαμαράς κατά την επίσκεψη προέτρεψε τα τουρκικά μονοπώλια να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων που υλοποιείται από την ελληνική κυβέρνηση, όπως αντίστοιχα έκαναν και οι Έλληνες καπιταλιστές στις ιδιωτικοποιήσεις που έγιναν στην Τουρκία.

Ο αντιπρόεδρος του ΣΕΒ Θ. Λαβίδας, μιλώντας για τις επιδιώξεις των Ελλήνων καπιταλιστών δήλωσε χαρακτηριστικά: «Η παρουσία μας στην Τουρκία, με τη συμμετοχή του πρωθυπουργού, έχει για εμάς ένα μήνυμα: νέα έργα, νέες δουλειές», εξηγώντας ότι το ελληνικό επιχειρηματικό ενδιαφέρον είναι ποικίλο μεταξύ άλλων, στην προώθηση εξαγωγών στους τομείς των κατασκευών, τροφίμων, χημικών και φαρμακευτικών προϊόντων, στην αναζήτηση τουρκικών εταιρειών για συνεργασίες γύρω από τις αγορές των Βαλκανίων, για επέκταση σε αγορές της Μαύρης Θάλασσας, της Κασπίας και του Καυκάσου, συμμετοχές στο νέο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων που σχεδιάζει η τουρκική κυβέρνηση, αλλά και στην «αναζήτηση χρηματοδότησης για τα ενεργειακά projects στην Ελλάδα, στην Τουρκία ή σε άλλες χώρες της περιοχής».

Σε μια περίοδο που οι εμπορικές συναλλαγές Ελλάδας – Τουρκίας βαίνοντας αυξανόμενες ανέρχονται πλέον σε 6,5 δις ευρώ και στις παραμονές της οριστικοποίησης της ανακάλυψης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ελλάδα, οι σχέσεις των δύο τοπικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της περιοχής, κάτω και από τις σχετικές κατευθύνσεις του δυτικού ιμπεριαλισμού, θα βρίσκονται σε σχετική ύφεση.

Ωστόσο αυτό δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα. Ακόμα και μέσα σε αυτό το γενικότερο κλίμα ύφεσης, μια όξυνση των διπλωματικών σχέσεων, ακόμα και πρόσκαιρα επεισόδια στρατιωτικής έντασης εξαιτίας των διαχρονικών υπαρκτών διαφορών και συγκρούσεων συμφερόντων των δύο αρχουσών τάξεων σε διάφορα πεδία όπως το Κυπριακό, οι έρευνες για υδρογονάνθρακες από την Κύπρο, η πρόσφατη οικονομικο-στρατιωτική συνεργασία της Ελλάδας με το – ευρισκόμενο σε σύγκρουση με την Τουρκία – Ισραήλ, η Θράκη, η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας – ΑΟΖ κλπ, θα βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Η υπόθεση της συνεκμετάλλευσης στο Αιγαίο επίσης, δεν πρόκειται να είναι ένας «υγιεινός περίπατος», καθώς για τα μερίδια θα υπάρξει σφοδρή σύγκρουση, με τμήματα ή το σύνολο των αρχουσών τάξεων εκατέρωθεν να παίζουν το «χαρτί» του εθνικισμού ανάλογα με την τροπή των διαπραγματεύσεων.

Κάθε σοβαρή οικονομική και πολιτική μεταβολή σε Ελλάδα και Τουρκία θα μπορούσε να προκαλέσει ένα τέλος της σημερινής σχετικής ύφεσης στις μεταξύ τους σχέσεις και να φέρει στο προσκήνιο την άμεση απειλή μιας πολεμικής σύρραξης. Δυο τέτοιες πιθανές μεταβολές στην Ελλάδα θα ήταν, σε οικονομικό επίπεδο, η άτακτη χρεοκοπία και η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ και σε πολιτικό, η πιθανή εκλογή μιας αριστερής κυβέρνησης στην Ελλάδα. Στην πρώτη περίπτωση η Τουρκία θα γίνει πολύ πιο επιθετική στις διεκδικήσεις της και θα μπορούσε να προκαλέσει σκόπιμα στρατιωτικό επεισόδιο στο Αιγαίο αναγκάζοντας την Ελλάδα σε υποχωρήσεις. Στη δεύτερη, η Τουρκία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τον δυτικό ιμπεριαλισμό όπως η Κολομβία σε σχέση με την Βενεζουέλα, δηλαδή σαν ο τοπικός χωροφύλακας της καπιταλιστικής σταθερότητας, με διαρκείς στρατιωτικές εντάσεις και επεισόδια που θα μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμα και σε σύρραξη.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 6ο” ]

Οικονομική και ταξική διάρθρωση

Οι Μαρξιστές τονίζουμε ότι ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να οικοδομηθεί μέσα στα στενά όρια μιας χώρας. Αυτό ασφαλώς ισχύει στο πολλαπλάσιο για τον αδύναμο κρίκο της καπιταλιστικής Ευρωζώνης, την Ελλάδα, στη σημερινή φάση της βαθιά κρίσης της. Αυτό όμως δεν σημαίνει καθόλου ότι η ανατροπή του καπιταλισμού στη χώρα και η εγκαθίδρυση μιας κοινωνικοποιημένης, δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας είναι μάταιη. Αυτή είναι μια χυδαία διαστρέβλωση της μαρξιστικής θέσης, που την αποδίδουν ψευδώς σε εμάς οι σταλινικοί. Ακριβώς το αντίθετο ισχύει. Η Ελλάδα διαθέτει παραγωγικές δυνάμεις και δυνατότητες, οι οποίες μέσα από την εφαρμογή ενός προγράμματος κοινωνικοποιήσεων και δημοκρατικού σχεδιασμού της οικονομίας θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο για τους εργαζόμενους της χώρας συγκριτικά με τον καπιταλισμό, ανοίγοντας αντικειμενικά τον δρόμο για την οικοδόμηση μιας ανεπτυγμένης σοσιαλιστικής οικονομίας και κοινωνίας σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, με την προϋπόθεση βεβαίως, ότι η Ελλάδα δεν θα μείνει απομονωμένη για μακρό χρονικό διάστημα σε συνθήκες καπιταλιστικής περικύκλωσης.

Η Ελλάδα διαθέτει μια πολύ χαμηλή παραγωγική δυνατότητα σε ότι αφορά στην υψηλή τεχνολογία. Όμως διαθέτει σήμερα ένα υψηλότερο συγκριτικά με τα παρελθόν επίπεδο παραγωγής μέσων παραγωγής. Διαθέτει έμπειρο και πολυάριθμο εργατικό δυναμικό, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και εξειδίκευση, καθώς και πολυάριθμο επιστημονικό δυναμικό. Έχει αναπτυγμένη βιομηχανία χάλυβα, σιδήρου, χαλκού, τσιμέντου πλαστικών, οικοδομικών υλικών ακόμα και αμυντική βιομηχανία. Μπορεί να καλύψει τις ανάγκες κατασκευής δημόσιων έργων και εργατικών κατοικιών. Έχει αναπτυγμένη βιομηχανία τροφίμων και ποτών. Διαθέτει δάση για ξυλεία και προϊόντα ξύλου. Έχει αναξιοποίητο ορυκτό πλούτο, τον οποίο θα μπορούσε μια σχεδιασμένη οικονομία να αξιοποιήσει και να δώσει έτσι ώθηση στην ανάπτυξη της βιομηχανίας. Διαθέτει επίσης λιγνίτη και υδάτινους πόρους για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Αν δε, οι εκτιμήσεις επιβεβαιωθούν, θα διαθέτει πλέον και κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Η κρίση του καπιταλισμού καταδικάζει αυτές τις σημαντικές παραγωγικές δυνάμεις και δυνατότητες σε μαρασμό. Τα τελευταία χρόνια είχαμε μεγάλη συρρίκνωση της παραγωγής, κυρίως στον κλάδο της με­ταποίησης και τις κατασκευές. Ο κλάδος της ναυτιλίας αντίθετα, συνεχίζει να έχει κυρίαρχο ρόλο διεθνώς σαν η 2η δύναμη παγκοσμίως.

Με βάση τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία για την διάρθρωση της οικονομίας ο πρωτογε­νής (αγροτικός) τομέας καλύπτει το 4,1% της συνολικής Ακαθάριστης Προ­στιθέμενης Αξίας, ο δευτερογενής (βιομηχανικός) το 17,1% και ο τριτογενής (υπηρεσίες) το 78,8%. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι επίσημες κρατικές στατιστικές συμπεριλαμβάνουν στον τριτογενή τομέα τους βιομηχανικούς κλάδους των μεταφορών και της ναυτιλίας, καθώς και τον επίσης βιομηχανικό κλάδο των τη­λεπικοινωνιών. Αυτό σημαίνει ότι στην πραγματικότητα ο βιομηχανικός τομέας στη χώρα είναι αρκετά μεγαλύτερος.

Ο αριθμός της εργατικής τάξης, παρά τη μείωση λόγω της κρίσης, παραμένει σημαντικός, με 2,4 εκατομμύρια μισθωτούς και αντιπροσωπεύει το 63,3% του συνόλου των απασχολούμενων. Αν σε αυτούς προσθέσουμε το 1,5 εκατομμύριο της εφεδρικής στρατιάς των ανέργων και εκατοντάδες χιλιάδες «παράνομους» μετανάστες που δεν καταγράφονται πουθενά, έχουμε ένα προλεταριακό κοινωνικό δυναμικό, που με μαζί με τα εξαρτημένα οικογενειακά μέλη και τους απόμαχους της δουλειάς διαμορφώνει μια σημαντική πλειοψηφία σε απόλυτους αριθμούς στον ελλαδικό πληθυσμό, ο οποίος ανέρχεται σε κάτι λιγότερο από 11 εκατομμύρια σύμφωνα με την τελευταία απογραφή.

Ο αριθμός των εργαζόμενων στη μεταποίηση ανέρχεται σε 266.000. Παρά την μείωση που υπέστη στην κρίση δηλαδή, το βιομηχανικό προλεταριάτο παραμένει πολυάριθμο και ισχυρό. Στις κατασκευές εργάζονται 128 χιλιάδες εργαζόμενοι, στον κλάδο του εμπορίου 383 χιλιάδες, στο χρηματοπιστωτικό κλάδο 107 χιλιάδες και στον κλάδο των επιστημονικών και τεχνικών υπηρεσιών 85 χιλιάδες.

Πλάι στην εργατική τάξη, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός αυτοαπασχολουμένων στην πλειοψηφία τους πλέον υπό εξαθλίωση. Ο αριθμός τους είναι 950 χιλιάδες και αντιπροσωπεύουν το 24,3% του συνόλου των απασχολουμένων. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών, σαν αποτέλεσμα του οικονομικού ξεπεσμού τους και της απώλειας εμπιστοσύνης στον καπιταλισμό, θα μπορούσε με το κατάλληλο πρόγραμμα και τακτική να κερδηθεί από το προλεταριάτο στην υπόθεση του σοσιαλισμού.

Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι σύμφωνα με τα λόγια του Τρότσκι, οι αντικειμενικοί όροι για να γεννηθεί μια νέα κοινωνία υπάρχουν πλήρως ανεπτυγμένοι στην Ελλάδα. Οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν αναπτυχθεί αρκετά για να δώσουν σάρκα και οστά σε ένα ανώτερο επίπεδο και επίσης, υπάρχει και η προοδευτική εκείνη τάξη που να είναι αρκετά μεγάλη και που έχει αρκετή οικονομική επίδραση για να επιβάλει τη θέλησή της στην κοινωνία, δηλαδή το προλεταριάτο.

Η προεπαναστατική περίοδος, η συνείδηση των μαζών και το εργατικό κίνημα

Το 2011 μετά το ξέσπασμα του μαζικού κινήματος στις πλατείες χαρακτηρίσαμε την περίοδο στη χώρα προεπαναστατική. Ο χαρακτηρισμός αυτός σημαίνει ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο που ωριμάζουν οι βασικοί όροι για μια νικηφόρα επανάσταση, όπως περιγράφτηκαν από τον Λένιν και τον Τρότσκι. Είναι σκόπιμο εδώ για μια ακόμα φορά να παραθέσουμε σχετικά αποσπάσματα από το έργο τους.

Στην «Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης», ο Τρότσκι εξήγησε ότι ενώ σε «κανονικές» περιόδους η πλειοψηφία των ανθρώπων αφήνει την διοίκηση της κοινωνίας στα χέρια των «ειδικών», των βουλευτών, των υπουργών, των δικηγόρων, των καθηγητών πανεπιστημίων κ.λπ., η ουσία της επανάστασης είναι η ορμητική είσοδος των μαζών στο προσκήνιο της Ιστορίας, η άμεση παρέμβασή τους στην κοινωνική και πολιτική ζωή.

Στο βιβλίο του «Η χρεοκοπία της Δεύτερης Διεθνούς» (1916) ο Λένιν εξηγούσε: «Ποια είναι τα συμπτώματα μιας επαναστατικής κατάστασης;  Σίγουρα δεν μπορούμε να κάνουμε λάθος αν υπάρχουν αυτά τα τρία βασικά συμπτώματα: 1)όταν είναι αδύνατον η κυρίαρχη τάξη να διατηρήσει την εξουσία χωρίς κάποια αλλαγή: όταν υπάρχει κρίση, με κάθε μορφή, στις ανώτερες τάξεις, μια κρίση στις πολιτικές της άρχουσας τάξης, που οδηγεί σε ρήγματα από όπου η απογοήτευση των καταπιεσμένων τάξεων ξεσπά. Για να πραγματοποιηθεί μια επανάσταση, δεν είναι αρκετό οι κατώτερες τάξεις να «μην θέλουν να ζουν όπως πριν», είναι επίσης αναγκαίο οι ανώτερες τάξεις να «μην μπορούν να κυβερνήσουν με τον παλιό τρόπο.», 2) όταν τα βάσανα και η αγανάκτηση των μαζών έχουν αυξηθεί ακόμα περισσότερο από το συνηθισμένο, 3) όταν, σαν αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω, υπάρχει μια όλο και αυξανόμενη κινητικότητα στις μάζες, οι οποίες κατά τις ειρηνικές περιόδους αφήνουν αβίαστα τους καπιταλίστες να τους κλέβουν, αλλά σε ταραχώδεις εποχές, επηρεασμένοι από όλα τα στοιχεία της κρίσης και από τις ανώτερες τάξεις, οδηγούνται σε μια αυτόνομη ανεξάρτητη ιστορική κίνηση.….Το σύνολο όλων αυτών των επαναστατικών αντικειμενικών αλλαγών ονομάζεται επαναστατική κατάσταση. Μια τέτοια κατάσταση υπήρχε το 1905 στην Ρωσία και σε όλες τις επαναστατικές περιόδους της Δύσης..»

Στο «Μανιφέστο για την 4η Διεθνή και για τον Ιμπεριαλιστικό Πόλεμο» το 1940, ο Τρότσκι εξηγούσε: «Οι βασικοί παράγοντες για την νίκη της προλεταριακής επανάστασης έχουν αποκρυσταλλωθεί από την ιστορική εμπειρία και αποσαφηνιστεί θεωρητικά: 1. το αδιέξοδο της αστικής τάξης που έχει ως αποτέλεσμα την σύγχυση της κυρίαρχης τάξης 2. Η έντονη δυσαρέσκεια και η μετατόπιση προς αποφασιστικές αλλαγές των μικροαστών, χωρίς την στήριξη των οποίων οι αστοί δεν μπορούν να συντηρήσουν τους εαυτούς τους. 3. Η επίγνωση από το προλεταριάτο της ανυπόφορης κατάστασής του και η ετοιμότητα του για επαναστατική δράση. 4. Ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα και μια σταθερή ηγεσία της προλεταριακής πρωτοπορίας. Αυτοί είναι οι τέσσερις παράγοντες για την νίκη της προλεταριακής επανάστασης».

Με εξαίρεση το «ξεκάθαρο πρόγραμμα» και την ύπαρξη μιας «σταθερής ηγεσίας της προλεταριακής πρωτοπορίας», όλοι οι άλλοι παράγοντες, που είχαν κάνει την εμφάνισή τους το 2011 επανέλαβαν την εμφάνισή τους και το 2012. Οι μάζες με το εργατικό κίνημα στην πρωτοπορία, συνέχισαν να βρίσκονται σε κίνηση με γενικές απεργίες και μαζικές διαδηλώσεις. Η αστική τάξη διασπάστηκε πολιτικά σε Μνημονιακή και αντι-Μνημονιακή. Οι μικροαστοί ευρισκόμενοι σε μια φάση ταχύτατης εξαθλίωσης, συνεχίζουν να ριζοσπαστικοποιούνται, χάνοντας την παλιά εμπιστοσύνη τους στον καπιταλισμό. Και τέλος, η αγωνιζόμενη εργατική τάξη ήταν και είναι έτοιμη να κάνει θυσίες για να αλλάξει την κοινωνία.

Οι σεχταριστές συμφωνούν πάντοτε με τους ρεφορμιστές σ’ ένα πράγμα. Στο επαναλαμβανόμενο συμπέρασμα ότι τάχα οι εργάτες, είναι «καθυστερημένοι» και «δεν κατανοούν την ανάγκη να πάρουν την εξουσία». Στα τρία χρόνια των Μνημονίων το εργατικό κίνημα έχει συμμετάσχει σε 21 εικοσιτετράωρες και σε 3 48ωρες γενικές απεργίες. Τι περισσότερο θα μπορούσε κανείς να περιμένει από την εργατική τάξη της Ελλάδας; Όπως έχουμε εξηγήσει, ο μόνος λόγος για τον οποίο η εργατική τάξη δεν ανέτρεψε τις κυβερνήσεις των Μνημονίων και δεν έχει σήμερα μια δική της κυβέρνηση στην εξουσία, είναι η πολιτική ακαταλληλότητα των ηγεσιών της, συνδικαλιστικών και πολιτικών.

Μετά τις πρώτες 24ωρες γενικές απεργίες, το εργατικό κίνημα κατάλαβε γρήγορα ότι αυτό που χρειαζόταν είναι ένας αγώνας με διάρκεια και προοπτική, δηλαδή μια γενική πολιτική απεργία διαρκείας. Όμως οι ηγεσίες του αποδείχθηκαν οργανικά ανίκανες να υποστηρίξουν και να καθοδηγήσουν έναν τέτοιο αγώνα. Η πλειοψηφία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας της ΓΣΕΕ προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τις 24ωρες γενικές απεργίες σαν «βαλβίδα ασφαλείας», έτσι ώστε να «εξατμιστεί» η εργατική οργή και μαχητικότητα. Οι συνδικαλιστικές και πολιτικές ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ επίσης, πρακτικά έγινα «ουρά» της ηγεσίας της ΓΣΕΕ, χωρίς σε καμία φάση του κινήματος να προβάλουν και να προωθήσουν ένα εναλλακτικό σχέδιο αγώνα. Οι εργαζόμενοι απογοητευμένοι από το πέρασμα απανωτών μέτρων και από τα ισχυρά σοκ της μαζικής ανεργίας, αλλά και πάνω από όλα, δίχως μια πειστική και νικηφόρα αγωνιστική προοπτική, έστρεψαν το βλέμμα τους για λύση στο πολιτικό πεδίο και στις δυο διαδοχικές εθνικές εκλογές του περασμένου χρόνου.

Στραμμένοι στο πολιτικό πεδίο οι εργαζόμενοι είχαν να επιλέξουν ανάμεσα στο καταδικασμένο στη συνείδησή τους ΠΑΣΟΚ, στην ορατά διαθέσιμη για μια συγκυβέρνηση με τους αστούς ΔΗΜΑΡ, στο ΚΚΕ που αρνήθηκε να προβάλει μια άμεση προοπτική εξουσίας και στον ΣΥΡΙΖΑ που με το θολό σύνθημα της Κυβέρνησης της Αριστεράς εμφανίστηκε να δίνει μια άμεση πολιτική προοπτική εξουσίας. Όπως ήταν απόλυτα φυσικό, η πλειοψηφία των εργαζομένων στράφηκε στον ΣΥΡΙΖΑ, σπρώχνοντας τον προς την εξουσία με το εκπληκτικό 27% από 4,5% που είχε λάβει πριν από 2,5 χρόνια. Και η ώθηση θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη αν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ παρουσίαζε ένα ξεκάθαρο επαναστατικό πρόγραμμα, που θα έλεγε όλη την αλήθεια για τον καπιταλισμό στους εργαζόμενους και θα τους καλούσε σε ενεργή στήριξη και οργάνωση για την εφαρμογή του στην εξουσία.

Η ασάφεια του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ σε συνδυασμό με την εκστρατεία τρόμου που εξαπέλυσε η αστική τάξη και η τρόικα μέσα από τα ΜΜΕ στην ελληνική κοινωνία, οδήγησαν στην οριακή νίκη της ΝΔ και στον σχηματισμό της συγκυβέρνησης Σαμαρά. Η εκλογική αυτή έκβαση απογοήτευσε τη εργατική τάξη και τη νεολαία που είχε εναποθέσει όλες τις ελπίδες της στον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά λίγους μήνες αργότερα, στο δίμηνο Οκτωβρίου-Νοεμβρίου οι εργαζόμενοι και η νεολαία αντεπιτέθηκαν ξανά, με αποκορύφωμα την 48ωρη απεργία κατά τις μέρες ψήφισης του πρόσφατου πακέτου μέτρων της συγκυβέρνησης. Και παρά και τη νέα ήττα, το εργατικό κίνημα έδειξε σημάδια αναζωογόνησης με τις μεγάλες μάχες στο Μετρό και στα λιμάνια που ανάγκασαν την συγκυβέρνηση να κηρύξει επιστρατεύσεις και τους γραφειοκράτες της ΓΣΕΕ να αποφασίσουν μια ακόμα 24ωρη γενική απεργία.

Αν πριν από τις εκλογές η βασική ευθύνη για τις ήττες του ταξικού αγώνα ενάντια στα Μνημόνια ανήκαν στην γραφειοκρατία της ΓΣΣΕ, αμέσως μετά τον εκλογικό σεισμό του 27% η βασική ευθύνη ανήκει στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η μόνη μαζική οργάνωση που θα μπορούσε να καλέσει και να προετοιμάσει μια γενική απεργία διαρκείας και ταυτόχρονα να ανασυγκροτήσει το εργατικό κίνημα και τα συνδικάτα, απαλλάσσοντας τα με τις κατάλληλες αποφασιστικές πρωτοβουλίας από την γραφειοκρατία. Όμως παρά τα πυροτεχνήματά της για «δημοκρατική ανατροπή», η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν πήρε καμία ουσιαστική πρωτοβουλία προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτό έχει σαν συνέπεια το εργατικό κίνημα προσωρινά να έχει παραλύσει.

Οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να είναι συνεχώς σε κινητοποίηση. Ειδικά σε περιόδους βαθιάς κρίσης και μαζικής ανεργίας οι εργαζόμενοι, έχοντας μάλιστα ηττηθεί επανειλημμένα, έχουν γίνει ιδιαίτερα σκεπτικιστές με μορφές δράσης που έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικές. Γι’ αυτό, είδαμε μια σχετικά μικρή συμμετοχή στην τελευταία γενική απεργία και είναι βέβαιο πως το σκηνικό αυτό θα επαναληφθεί με ακόμα μικρότερη συμμετοχή αν η τακτική των σποραδικών «άσφαιρων πυρών» από τα συνδικάτα συνεχιστεί.

Μήπως αυτό σημαίνει ότι η εργατική τάξη είναι πλέον σε μια φάση υποχώρησης και δεν θέλει να αγωνιστεί; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Οι εργαζόμενοι θέλουν να δώσουν σκληρούς αγώνες, αλλά όχι με τον τρόπο που αυτοί διεξήχθησαν μέχρι τώρα. Μη συμμετέχοντας μαζικά πλέον στις σποραδικές γενικές απεργίες δείχνουν ότι καταλαβαίνουν πως αυτού του είδους οι αποσπασματικές μορφές δράσης δεν έχουν κανένα πρακτικό αντίκρισμα και καταλήγουν σε όφελος της κυβέρνησης και των αφεντικών, καθώς δυσφημίζουν στα μάτια των εργατών το όπλο της γενικής απεργίας. Οι εργαζόμενοι λοιπόν δεν αρνούνται σήμερα τους αγώνες γενικά, αλλά συγκεκριμένα τους «αγώνες» που αποδείχτηκε στην πράξη ότι δεν οδηγούν πουθενά.

Παρ’ όλα αυτά, η σημερινή ύφεση του κινήματος είναι εντελώς πρόσκαιρη. Το «μαστίγιο της αντίδρασης» όπως έλεγε ο Μαρξ, θα ξαναβγάλει σύντομα τους εργάτες στους δρόμους. Ένα νέο κύμα εργατικών αγώνων θα ξεσπάσει αναπόφευκτα σαν αποτέλεσμα των σχεδιαζόμενων μαζικών απολύσεων και των υπόλοιπων νέων μέτρων που ετοιμάζει η τρόικα σε συνεργασία με τη συγκυβέρνηση Σαμαρά. Το παράδειγμα των εργατών της ΒΙΟΜΕ στη Θεσσαλονίκη, που κατέλαβαν το εργοστάσιο και το επαναλειτουργούν, αναπόφευκτα θα ακολουθηθεί και από άλλους απολυμένους εργάτες μιας σειράς εργοστασίων που θα κλείνουν εξαιτίας της βαθιάς ύφεσης. Αυτό που σύντομα θα αποδειχθεί, είναι ότι η παρούσα φάση είναι μόνο ένα διάλειμμα σε μια περίοδο κατά την οποία η εργατική τάξη θα μπαίνει μαζικά στο προσκήνιο, ψάχνοντας ξανά και ξανά τον δρόμο προς την εξουσία. Πάνω στο έδαφος της βαθιάς κρίσης τους ελληνικού καπιταλισμού υπάρχει διάχυτο το εύφλεκτο υλικό που ανά πάσα στιγμή μπορεί να παράγει μια ανοικτά επαναστατική κατάσταση, μια σοβαρή επαναστατική κρίση.

Άλλωστε το σημερινό διάλειμμα μαζικών αγώνων δεν συνεπάγεται καθόλου το σταμάτημα εξαγωγής πολιτικών συμπερασμάτων. Αντίθετα, στο φως της εμπειρίας των τριών τελευταίων ταραγμένων χρόνων, οι μάζες βγάζουν τα συμπεράσματα τους, με την πρωτοπορία της εργατικής τάξης και της νεολαίας να καθίσταται ανοικτή στις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού. Τα ευρήματα ενός πρόσφατου γκάλοπ της εταιρείας «Publik Issue» είναι από αυτή τη σκοπιά εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Σε αυτό το γκάλοπ, το 68% των ερωτηθέντων τάχθηκε υπέρ των βαθιών κοινωνικών αλλαγών και το 23% υπέρ της επανάστασης. Αυτό το εύρημα αντανακλά σε τελική ανάλυση και τη μεγάλη απόσταση που χωρίζει σήμερα τις μαζικές εργατικές οργανώσεις από την πραγματική συνείδηση της εργατικής τάξης.

Η κατάσταση στα συνδικάτα είναι ενδεικτική. Μετά από τρία χρόνια εργατικών αγώνων δεν έχουμε ακόμα μια αποφασιστική αλλαγή. Οι πλατύτερες εργατικές μάζες, αν και ανταποκρίθηκαν στα καλέσματα των συνδικάτων στις απεργίες και τις διαδηλώσεις, κρατούν αποστάσεις από αυτά και αρνούνται να συμμετάσχουν ενεργά στην ζωή τους, όπου παρουσιάζουν μια τέτοια. Η γραφειοκρατία συνεχίζει να κάνει τους απλούς εργάτες και ιδιαίτερα τους νέους να αποστρέφονται τα συνδικάτα. Μόνο με μια άλλη, μαχητική ηγεσία είναι δυνατόν να μαζικοποιηθούν τα συνδικάτα. Σε αυτό το ζήτημα, η εξέλιξη είναι ακόμα αργή, τόσο διότι οι συνδικαλιστικές ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ έχουν ένα σημαντικό μερίδιο ευθύνης για τη σημερινή κατάσταση των συνδικάτων, ιδιαίτερα εκεί που τα ελέγχουν, αλλά όσο και γιατί δεν έχουν αναλάβει καμία σοβαρή καμπάνια για τη μαζικοποίηση των συνδικάτων και τη ριζική μεταβολή της γραφειοκρατικής τους λειτουργίας.

Παρά τη μεγάλη υστέρηση των συνδικάτων έναντι της ριζοσπαστικοποιημένης συνείδησης των εργατικών μαζών, εκεί που υπάρχουν ισχυρά και μαζικά συνδικάτα και ιδιαίτερα στον ευρύτερο «δημόσιο τομέα», βλέπουμε να εξελίσσεται μια ξεκάθαρη στροφή στ’ αριστερά, με ενίσχυση των αριστερών παρατάξεων στις εκλογές αυτών των συνδικάτων. Ταυτόχρονα, όπως είχαμε προβλέψει, στην ΠΑΣΚΕ έχουμε την κορύφωση σημαντικών διεργασιών με μια σοβαρή αριστερή διάσπαση, που ήδη οδήγησε στην δημιουργία της παράταξης Ε.Μ.Ε.Ι.Σ, με ηγέτη τον Ν. Φωτόπουλο της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ.

Το αποτελέσματα του πρόσφατου, 35ου συνεδρίου της ΓΣΕΕ απέδειξαν την μεγάλη απόσταση των συνδικάτων από τη ριζοσπαστική συνείδηση που διαμορφώνεται μέσα στις γραμμές της εργατικής τάξης. Η ΠΑΣΚΕ και η ΔΑΚΕ, που οδήγησαν σε αδιέξοδο τους εργατικούς αγώνες σαν βασικοί εκφραστές του γραφειοκρατικού εκφυλισμού στα συνδικάτα, συνεχίζουν να ελέγχουν αθροιστικά το 59% της ΓΣΣΕ, με 27 από τις 45 έδρες του Δ.Σ (ΠΑΣΚΕ 34,52% και 16 έδρες με απώλειες 5 εδρών, ΔΑΚΕ 24,35% και 11 έδρες, καμία απώλεια).

Οι δυνάμεις της Αριστεράς σημείωσαν μια πολύ μικρή άνοδο, αποτέλεσμα που οφείλεται στην ατολμία και την απροθυμία τους να πάρουν ουσιαστικές πρωτοβουλίες για την είσοδο φρέσκων, μαχητικών στρωμάτων της εργατικής τάξης στα συνδικάτα, σαν τη μόνη ικανή προοπτική που μπορεί να οδηγήσει σε μια αλλαγή των συσχετισμών. Η «Αυτόνομη Παρέμβαση» (που ελέγχεται μάλιστα από το Αριστερό Ρεύμα) απέτυχε παταγωδώς να επωφεληθεί από το πλειοψηφικό ρεύμα του ΣΡΥΙΖΑ στους εργαζόμενους και απέσπασε μόλις 2 έδρες περισσότερες (5 έδρες και 10,40%), η ΔΑΣ του ΚΚΕ κέρδισε μόλις 1 έδρα παραπάνω (10 έδρες και 22,22%), ενώ το πρωτοεμφανιζόμενο ΕΜΕΙΣ του Φωτόπουλου με 3 έδρες και 7,57%, είχε επίσης ένα πολύ μέτριο αποτέλεσμα.

Ωστόσο, οι αργοί ρυθμοί αντανάκλασης της ριζοσπαστικοποίησης στα συνδικάτα δεν μπορούν να διαρκέσουν για πολύ. Οι νέες επιθέσεις με μαζικές απολύσεις στον δημόσιο τομέα, τις ΔΕΚΟ και τις τράπεζες, δηλαδή στα παραδοσιακά «κάστρα» της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ θα ξεσκεπάσουν ακόμα περισσότερο τον «πυροσβεστικό» – φιλοκυβερνητικό ρόλο τους, θα κλονίσουν πιο αποφασιστικά τη συνοχή τους και θα συρρικνώσουν την επιρροή τους στους συνδικαλισμένους εργάτες, προς όφελος των παρατάξεων της Αριστεράς. Ειδικά η συνέχιση της γενικότερη κίνησης των εργατικών μαζών προς τον ΣΥΡΙΖΑ, παρά την ανικανότητα των παλιών γραφειοκρατών συνδικαλιστών της «ΑΠ», θα τείνει να ενισχύσει την συνδικαλιστική παράταξη του κόμματος, όποια μορφή κι αν λάβει αυτή. Με τη σειρά της, η αριστερή στροφή στα συνδικάτα θα φέρει περισσότερους εργάτες και ιδιαίτερα νέους, στις γραμμές τους, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια ριζική αλλαγή των συσχετισμών τα επόμενα χρόνια και ανοίγοντας μεγάλες ευκαιρίες για τη δουλειά των επαναστατών μαρξιστών.

Σήμερα όμως, σε γενικές γραμμές, το βλέμμα της εργατικής τάξης είναι στραμμένο κύρια στο πολιτικό πεδίο. Η συγκυβέρνηση Σαμαρά κάτω από το βάρος της κρίσης, έχει γίνει κατανοητό από τους εργαζόμενους και τη νεολαία ότι είναι εξαιρετικά ασταθής. Η αυξανόμενη φθορά της θα ανοίξει μια νέα παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, στην οποία οι εργαζόμενοι και η νεολαία θα στραφούν μαζικότερα προς τον ΣΥΡΙΖΑ για να βρουν λύση, με ένα τμήμα τους να συμμετέχει ενεργά στον εκλογικό αγώνα και να οργανώνεται στο νέο ενιαίο κόμμα.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 7ο” ]

Τακτικές και σχέδια των αστών

Η περίοδος που διανύουμε είναι μια περίοδος πρωτόγνωρης δοκιμασίας για τη συνοχή και την αυτοπεποίθηση της ελληνικής άρχουσας τάξης, κάτω από τη διαρκή απειλή, από τη μια πλευρά της εξόδου της από το ευρώ και του συνεπαγόμενου από αυτή διεθνούς ξεπεσμού της, και από την άλλη, πάνω από όλα κάτω από την απειλή της προλεταριακής επανάστασης. Σε τέτοιες περιστάσεις, οι σοβαρότεροι απολογητές της άρχουσας τάξης, κάποιες φορές προσπαθούν να δουν την κατάσταση πέρα από τα «ταξικά τους γυαλιά», ψηλαφίζοντας την αλήθεια και συνειδητοποιώντας με τρόμο τα σάπια στηρίγματα του καθεστώτος τους.

Ένας από αυτούς, ο Αλέξης Παπαχελάς, έγραφε χαρακτηριστικά στην «Καθημερινή» στις 17/10: «…Πάντοτε υπήρχε μια κοινή γνώμη που ένιωθε πιο βολικά, πιο οικεία αν θέλετε, με τον ανατολίτικο τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας μιας κοινωνίας. Βρέθηκαν, όμως, φωτισμένοι και δυναμικοί ηγέτες από τον Καποδίστρια και τον Τρικούπη έως τον Βενιζέλο και τον Καραμανλή που μας ανάγκασαν να κολυμπήσουμε στα βαθιά νερά του δυτικού κόσμου. Με γκρίνιες, μάχες, πισωγυρίσματα, το καταφέραμε και γι’ αυτό η Ελλάδα μεγάλωσε ανέλπιστα, εντάχθηκε στα μεγάλα δυτικά κλαμπ και προόδευσε. Είχαν, όμως, οι ηγέτες αυτοί ως μεγάλο σύμμαχο μια εξωστρεφή αστική τάξη που είχε όραμα, αρχές και όρεξη για να προσφέρει στην πατρίδα. Τα τελευταία 30 χρόνια η τάξη αυτή αντικαταστάθηκε από μια κλεπτοκρατική και νεόπλουτη τάξη, που πιστεύει ακράδαντα στο «ό,τι φάμε και ό,τι πιούμε», τελεία και παύλα. Αυτό το μοντέλο δόξασε, αυτό υπηρέτησε μια ομάδα «ελαφρών» πολιτικών, αυτό μας πήγε στη χρεοκοπία… Πώς να δώσεις τη μάχη του ευρώ με έναν ιδιωτικό τομέα που φωνάζει «δώσε και μένα μπάρμπα» μπας και πάρει κανένα «φιλέτο», ή που νοσταλγεί τη δραχμή και τον τριτοκοσμικό τρόπο λειτουργίας της αγοράς;…»

Ασφαλώς δεν μπορούμε να μάθουμε και πολλά για τα αίτια του σημερινού αδιεξόδου του ελληνικού καπιταλισμού από αυτή την προσωποκεντρική και πρόχειρη προσέγγιση. Μαθαίνουμε πολλά όμως για το χαμηλό ηθικό και την κλονισμένη αυτοπεποίθηση της ελληνικής άρχουσας τάξης. Η γλώσσα αυτή φανερώνει απελπισία. Οι αστοί στέκονται και οι ίδιοι έκπληκτοι μπροστά στον κοινωνικά άχρηστο και παρασιτικό χαρακτήρα της τάξης τους, που αποκαλύπτει η κρίση. Ειδικά όταν αρχίζουν να διαισθάνονται τι τους περιμένει. Όταν αρχίζουν δηλαδή να βλέπουν το φάντασμα της επανάστασης που θα τους ανατρέψει.

Παραθέτουμε ξανά σχετικά, από τον ίδιο αστό αναλυτή («Καθημερινή 3/3/2013): «..O κίνδυνος μιας ανεξέλεγκτης κοινωνικής έκρηξης είναι απολύτως υπαρκτός. Δεν πρέπει να ξεγελιόμαστε από το γεγονός ότι οι πολίτες δεν συμμετέχουν σε ιδιαίτερα μαζικές διαδηλώσεις ή δεν ακολουθούν τις συνδικαλιστικές ή άλλες προτροπές για έναν «ξεσηκωμό». Ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας νιώθει πως δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα. Ανάμεσά τους και συμπολίτες μας, οι οποίοι έχουν συμπεριφερθεί επί δεκαετίες με τον πιο συστημικό και υπεύθυνο τρόπο. Οταν ακούει κανείς ιστορίες για «νοικοκυραίους», οι οποίοι είναι έτοιμοι να ξεσηκωθούν εναντίον όλων, καταλαβαίνει πως αυτοί οι επόμενοι μήνες θα είναι πολύ δύσκολοι. Η δική τους απελπισία, μακριά από ιδεολογίες και κόμματα, κάνει την κατάσταση εξαιρετικά εύφλεκτη… Οι επόμενοι μήνες θα είναι κρίσιμοι. Αν η τρόικα πιέσει τα πράγματα πέρα από ένα οριακό σημείο, θα πάρει ένα πολύ μεγάλο ρίσκο και ενδεχομένως να προκαλέσει το μπαμ….»

Στην πραγματικότητα το αδιέξοδο των Ελλήνων αστών είναι πλήρες. Οικονομικά είναι εξαρτημένοι από την τρόικα και πολιτικά είναι επίσης, σε πολύ αδύναμη θέση. Ειδικά η αυξανόμενη απομόνωσή τους από την παραδοσιακή κοινωνική τους βάση, τους «νοικοκυραίους» που σημειώνει πιο πάνω ο Παπαχελάς, δηλαδή τα τσακισμένα πλέον από την κρίση και τις πολιτικές τους «μεσαία στρώματα», είναι στο επίκεντρο του σημερινού πολιτικού αδιεξόδου των Ελλήνων αστών.

Μια μικρή σύγκριση με το πώς ήταν η κατάσταση στο αστικό πολιτικό στρατόπεδο μόλις τρία χρόνια πριν, είναι διαφωτιστική. Στην αρχή της κρίσης οι αστοί διέθεταν το παραδοσιακό τους κόμμα (ΝΔ) ισχυρό και ενωμένο, ένα ανερχόμενο και ελεγχόμενο, ακροδεξιό κόμμα (ΛΑΟΣ), επίσης έλεγχαν πλήρως την ηγεσία ενός ΠΑΣΟΚ κραταιού μέσα στις εργατικές μάζες και έβλεπαν το κομμουνιστικό κίνημα να βρίσκεται στο πολιτικό περιθώριο. Μέσα σε δυόμιση μόλις χρόνια, το μεγάλο κόμμα τους διασπάστηκε και συρρικνώθηκε σχεδόν στο μισό της παραδοσιακής κοινωνικής του απήχησης, το ΛΑΟΣ διαλύθηκε και τη θέση της επιρροής του πήρε αναπάντεχα μια φασιστική παρακρατική συμμορία (Χρυσή Αυγή), το ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε χάνοντας οριστικά τη μεγάλη επιρροή του στις μάζες, η δεξιά διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ (ΔΗΜΑΡ) έχει κι αυτή απαξιωθεί, ενώ, το χειρότερο από όλα, το ένα από τα δύο κόμματα του κομμουνιστικού κινήματος βρέθηκε με αριστερά συνθήματα προ των πυλών της εξουσίας.

Στην πραγματικότητα όπως έχουμε εξηγήσει, όσο και αν αυτό φαίνεται οξύμωρο, σε τελική ανάλυση η παρούσα κυβέρνηση στηρίζεται στην απροθυμία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβει την προετοιμασία και την οργάνωση ενός πραγματικού ταξικού, πολιτικού αγώνα διαρκείας για την ανατροπή της. Η παρούσα τακτική της άρχουσας τάξης επικεντρώνεται σε δύο άμεσους στόχους: προσπάθεια η κυβέρνηση Σαμαρά να παραμείνει όσο το δυνατό περισσότερο στην εξουσία και απόπειρα να επηρεαστεί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και να κινηθεί όσο γίνεται περισσότερο προς τα δεξιά.

Ο πρώτος στόχος για να επιτευχθεί χρειάζεται την «τιθάσευση» του εργατικού κινήματος και της νεολαίας. Για το σκοπό αυτό η άρχουσα τάξη και η κυβέρνησή της δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν μεθόδους ενός αστυνομικού καθεστώτος: βίαιη διάλυση διαδηλώσεων, προληπτικές συλλήψεις, βασανιστήρια, επιστρατεύσεις απεργών, ανοικτή και εκτεταμένη συνεργασία με τις παρακρατικές, φασιστικές συμμορίες, ρατσιστικά πογκρόμ κατά των μεταναστών, παραδειγματική βία κατά των αναρχικών για μαζικό εκφοβισμό, προετοιμασία ενός νόμου που ουσιαστικά θα καταργεί τα συνδικάτα και θα κάνει τις απεργίες αδύνατες.

Τίποτα όμως από όλα αυτά δεν μπορεί σε τελική ανάλυση να σταματήσει τη θέληση της εργατικής τάξης να αλλάξει την κοινωνία. Όταν η τάξη θα αρχίζει να κινείται ξανά, καμία βίαιη δύναμη και κανένας αστυνομικός μηχανισμός δεν θα μπορεί να τη σταματήσει. Η ένταση της αστυνομικής καταστολής και η προετοιμασία ενός ακραία αντιδραστικού νομοθετικού πλαισίου ενάντια στο εργατικό κίνημα είναι έκφραση όχι της δύναμης, αλλά της αδυναμίας και της κρίσης του αστικού καθεστώτος. Είναι αντανάκλαση της τρομακτικής όξυνσης των ταξικών ανταγωνισμών και απόδειξη του ασυμφιλίωτου της πάλης τους. Σε αυτές τις συνθήκες, τα κλαψουρίσματα των ρεφορμιστών για τη «δημοκρατία» συγχύζουν και αποπροσανατολίζουν την εργατική τάξη και είναι προορισμένα να χρησιμοποιηθούν για να την αφοπλίσουν μόλις έρθει η ώρα του επαναστατικού της αγώνα.

Η διατήρηση της συγκυβέρνησης στην εξουσία θα εξαρτηθεί από την πορεία της οικονομίας και της ταξικής πάλης. Κάθε φορά που θα επιβάλλονται νέα μέτρα και νέα επίθεση στο βιοτικό επίπεδο των μαζών η συνοχή της κυβέρνησης θα δοκιμάζεται σοβαρά. Ασφαλώς κάθε φορά, οι αστοί θα προσπαθούν να εξαντλήσουν τις δυνατότητες η κυβέρνηση να «στέκεται στα πόδια της». Από την άλλη όμως πλευρά, οι συγκεκριμένες τακτικές τους θα εξαρτηθούν και από το κατά πόσο θα εμφανίζει ο ΣΥΡΙΖΑ μια ισχυρή δυναμική στις δημοσκοπήσεις.

Αν μια κυβερνητική κρίση ξεσπάσει με τον ΣΥΡΙΖΑ να εμφανίζεται στα γκάλοπ ικανός για αυτοδυναμία, τότε οι αστοί θα προσπαθήσουν όσο γίνεται να καθυστερήσουν τις εκλογές, μέχρι να μπορούν να δημιουργήσουν μέσα από την ανασύνθεση του αστικού πολιτικού στρατοπέδου και της «Κεντροαριστεράς» τους όρους για να εμποδίσουν μια σίγουρη επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ. Από αυτή τη σκοπιά, ήδη αντιλαμβάνονται ότι έχουν καθυστερήσει σχετικά με την πολιτική μετεξέλιξη της ομάδας των πρώην βουλευτών του Καμένου σε ένα συγκεκριμένο εκλογικό σχήμα, καθώς και με την αναγκαστική συνένωση ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η έως τώρα εμπειρία έχει αποδείξει ότι οι αστοί έχουν κάνει πολύ σοβαρά λάθη πολιτικής τακτικής, επιδεικνύοντας κοντόφθαλμη αντίληψη που οφείλεται στον πανικό τους για εξασφάλιση πολιτικής σταθερότητας μπροστά στο άμεσο ενδεχόμενο της χρεοκοπίας. Έτσι, π.χ η εξώθηση της «Ανανεωτικής Πτέρυγας» του ΣΥΝ σε διάσπαση το 2010 αποδείχθηκε από τα πράγματα ότι ήταν πρόωρη, καθώς αντί να αποδυναμώσει το ΣΥΡΙΖΑ τον «εκτόξευσε» και στέρησε τους αστούς από μια συμπαγή δεξιά πτέρυγα που θα μπορούσε να τον υπονομεύει διαρκώς, στερώντας του αρκετή από την επιρροή του. Ένα άλλο ακόμα δείγμα στενοκεφαλιάς ήταν η μη αναγκαία συμμετοχή του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου, που οδήγησε στην ταχύτατη απαξίωση και διάλυσή του και στο άνοιγμα της πόρτας για την ραγδαία άνοδο της «Χρυσής Αυγής». Αλλά τελικά και ο ίδιος ο σχηματισμός της κυβέρνησης Παπαδήμου μόνο πολιτικό κόστος έφερε για τους αστούς, καθώς έφθειρε ταχύτατα όλους τους εταίρους της και εκτόξευσε τον ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, αν είχαν προσφύγει σε πρόωρες εκλογές νωρίτερα, το Φθινόπωρο, όπου η ΔΗΜΑΡ εμφάνιζε καλύτερα ποσοστά από τον ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ είχε ακόμα μια μεγαλύτερη απήχηση λόγω αντι-Μνημονιακής ρητορικής, ο πολιτικός συσχετισμός δύναμης και η κοινοβουλευτική ισχύς της παρούσας συγκυβέρνησης θα ήταν πολύ ευνοϊκότερα για την άρχουσα τάξη.

Το ενδεχόμενο σε κάποιο στάδιο το επόμενο διάστημα οι αστοί να υποστούν την εκλογή μιας κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι αναπόφευκτο. Οι Έλληνες αστοί σε συνεργασία με την τρόικα, ασφαλώς θα παλέψουν μανιασμένα και θα χρησιμοποιήσουν κάθε βρώμικο μέσο για να εμποδίσουν την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Μια πρώτη γεύση πήραν οι εργαζόμενοι στην παρατεταμένη περσινή προεκλογική εκστρατεία, με τους εκβιασμούς, τις διαστρεβλώσεις και την ψυχολογική τρομοκρατία, που είχε ένα ορισμένο αποτέλεσμα κύρια στους μικροαστούς, τους αγρότες και τους συνταξιούχους. Είναι πολύ πιθανό, για να ανακόψουν την πορεία εξουσίας του ΣΥΡΙΖΑ να αλλάξουν και τον εκλογικό νόμο. Όμως σε κάθε περίπτωση στις επόμενες εκλογές, όταν αυτές συμβούν, θα είναι αδύνατο να αποτρέψουν τουλάχιστον μια εκλογική πρωτιά για τον ΣΥΡΙΖΑ, που αποτελεί τη μόνη πολιτική ελπίδα της εργατικής τάξης και της νεολαίας για μια πολιτική λύση εξουσίας.

Αυτή η λογική διαπίστωση, τους έχει κάνει να εντείνουν από σήμερα την προσπάθειά να σπρώξουν τον ΣΥΡΙΖΑ όσο γίνεται περισσότερο προς τα δεξιά, εκμεταλλευόμενοι τη δειλία και τις ρεφορμιστικές αυταπάτες της ηγεσίας του. Ασκούν πολύπλευρες πιέσεις, διαμορφώνοντας στην «κοινή γνώμη» την εντύπωση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «πρέπει να ωριμάσει πολιτικά» για να γίνει «αποδεκτός συνομιλητής από τους διεθνείς εταίρους» και χρησιμοποιώντας παλιούς γνώριμους πρόθυμους συνομιλητές τους, όπως οι πρ. υπουργοί συγκυβερνήσεων με τη ΝΔ Γ. Δραγασάκης (υπεύθυνος προγράμματος) και Ν. Κωνσταντόπουλος (επιτροπή σοφών για τη διαμόρφωσης του προγράμματος για το κράτος), αστούς μεγαλοκαθηγητές όπως ο Σταθάκης κ.α. Και φυσικά δεν κρύβουν την ικανοποίησή τους με κάθε βήμα του ΣΥΡΙΖΑ προς τα δεξιά, επαινώντας το και ζητώντας ακόμα περισσότερα.

Ας δούμε ενδεικτικά τι έγραφε στις 17/1 ο Πάσχος Μανδραβέλης στην «Καθημερινή»: «Παρά τις ανοησίες περί «Μερκελιστών» και «Σόι-μπλε», που έλεγαν παλιά ο κ. Αλέξης Τσίπρας και οι συν αυτώ, αποτελεί πολύ θετική εξέλιξη η συνάντηση του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ με τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών. Το ερώτημα όμως είναι πόσο θα κρατήσει η διαδικασία ωρίμανσης του ΣΥΡΙΖΑ με δεδομένο ότι τους τελευταίους μήνες βλέπουμε την τακτική του ένα βήμα μπρος και δύο πίσω. Γι’ αυτό και επειδή ο πολιτικός χρόνος συμπυκνώθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αποφασίσει τι θέλει να γίνει. Κυβερνητικό κόμμα της Αριστεράς, ή μια σύναξη ορθόδοξων γκρουπούσκουλων καθολικώς διαμαρτυρομένων και πολιτικά ασυνάρτητων».

Οι αστοί καταλαβαίνουν λοιπόν ότι το εγχείρημα της ρυμούλκησης της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ προς τα δεξιά όσο χρειάζεται για να υποταχθεί πλήρως στις ορέξεις τους, είναι πολύ δύσκολο, γιατί πάνω από όλα, δεν υπάρχει ο απαιτούμενος χρόνος. Για να δημιουργήσουν στο ΠΑΣΟΚ μια έμπιστη σε αυτούς ηγετική ομάδα αρχικά, και μια ισχυρή πτέρυγα αργότερα, οι αστοί χρειάστηκαν δεκαετίες. Σήμερα με τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι αντιμέτωποι με το ακατόρθωτο καθήκον να δημιουργήσουν κάτι ανάλογο μέσα σε λίγους μήνες και μάλιστα, σε μια προεπαναστατική περίοδο και όχι στην περίοδο υποχώρησης του κινήματος των τελών της δεκ. του 1980 και αρχών της δεκ. του 1990, που είχε «γεννήσει» τους «εκσυγχρονιστές» του Σημίτη.

Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψουμε από τώρα τις πολύ συγκεκριμένες συνθήκες μέσα στις οποίες θα έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και να προβλέψουμε με ακρίβεια τη συγκεκριμένη στάση της ηγεσίας του, όσο και εκείνη της αστική τάξης. Το πιθανότερο όμως είναι, ο ερχομός του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία να συνοδευτεί αργά ή γρήγορα – μετά ίσως από μια σύντομη διερεύνηση των αληθινών προθέσεών του στην κυβέρνηση – από έναν γενικευμένο οικονομικό και πολιτικό πόλεμο από την τρόικα και τους Έλληνες αστούς. Ο πόλεμος αυτός θα σηματοδοτήσει πιθανά, την αρχή μιας ανοικτά επαναστατικής περιόδου, με την εργατική τάξη να κινητοποιείται για να απαντήσει και να πιέσει την κυβέρνηση να πάρει επαναστατικά μέτρα.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 8ο” ]

Βοναπαρτισμός; Πότε και πως;

Ένα από τα βασικά ζητήματα των πολιτικών προοπτικών είναι το αν, πότε και κάτω από ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε η ελληνική άρχουσα τάξη να καταφύγει στην επιλογή εγκαθίδρυσης ενός βοναπαρτιστικού καθεστώτος. Ο βοναπαρτισμός είναι μια έννοια που ορίζει τον πολιτικό χαρακτήρα ενός καθεστώτος. Το όνομά της είναι παρμένο από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη και τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη, δύο προσωπικότητες που κυβέρνησαν την Γαλλία στις αρχές και τα μέσα του 19ου αιώνα αντίστοιχα, εγκαθιδρύοντας στρατιωτικά, δικτατορικά καθεστώτα. Ο όρος αστικός βοναπαρτισμός χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κυβέρνηση που σχηματίζεται όταν η κυριαρχία της αστικής τάξης κλονίζεται και η στρατιωτική, αστυνομική και κρατική γραφειοκρατία επεμβαίνει για να την αποκαταστήσει.

Ο βοναπαρτισμός αντιπροσωπεύει μια κατάσταση όπου το κράτος λαμβάνει μια σχετική ανεξαρτησία από τις τάξεις, ισορροπώντας ανάμεσά τους και παίζοντας, φαινομενικά όμως, τον ρόλο του «διαιτητή με το μαστίγιο» στις μεταξύ τους σχέσεις. Αλλά στην πραγματικότητα παραμένει πάνω από όλα, ένα όργανο των πιο ισχυρών καπιταλιστών. Η ύπαρξη του Βοναπαρτισμού είναι απόδειξη ότι οι ταξικοί ανταγωνισμοί έχουν γίνει τόσο ισχυροί που χρειάζεται η επέμβαση του κρατικού μηχανισμού για να εξομαλυνθούν προς όφελος της άρχουσας τάξης.

Η ελληνική άρχουσα τάξη έχει πολλές φορές στο παρελθόν στηριχθεί σε βοναπαρτιστικά καθεστώτα, με πιο πρόσφατη τη δικτατορία των συνταγματαρχών του 1967-1974. Το παρελθόν του ελληνικού καπιταλισμού είναι γεμάτο από καθεστώτα αστυνομικής και στρατιωτικής καταπίεσης. Μια ματιά στην ιστορία αρκεί να γκρεμίσει τις «δημοκρατικές» αυταπάτες που διακινούν οι ρεφορμιστές και να αναδείξει το γεγονός ότι για τον ελληνικό καπιταλισμό ο κανόνας δεν ήταν η «δημοκρατία», αλλά η ωμή καταπίεση της εργατικής τάξης.

Η διατήρηση μιας σχετικά μακράς περιόδου αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας από το 1974 έως σήμερα, δεν είναι το αποτέλεσμα της «δημοκρατικότητας» των Ελλήνων αστών, αλλά προϊόν από τη μία πλευρά του ταξικού συσχετισμού δύναμης που ανέδειξε η κατάρρευση της δικτατορίας, με την ύπαρξη ενός μαζικού και μαχητικού εργατικού κινήματος που διέθετε ισχυρά κόμματα και συνδικάτα και από την άλλη, της περιόδου σταθεροποίησης και ανάπτυξης που γνώρισε ο ελληνικός καπιταλισμός, μέσα στο πλαίσιο της γενικότερης σταθεροποίησης και ανάπτυξης του παγκόσμιου καπιταλισμού.

Όπως έχουμε εξηγήσει, η επιβολή ενός κλασσικού βοναπαρτιστικού καθεστώτος δεν είναι μια άμεση προοπτική για την Ελλάδα. Για τους αστούς, η μια ή η άλλη μορφή καθεστώτος, δεν είναι ζήτημα ιδεολογικής προτίμησης, αλλά συμφερόντων. Η αστική δημοκρατία είναι η πιο φθηνή αστική μορφή διακυβέρνησης. Τα βοναπαρτιστικά καθεστώτα, με τις στρατιές καλοπληρωμένων βασανιστών και χαφιέδων και με την τρομακτική διαφθορά που συνεπάγεται η κατάργηση κάθε μορφής ελέγχου στους κυβερνητικούς αξιωματούχους, είναι εξαιρετικά δαπανηρές μορφές διακυβέρνησης, ειδικά σε μια εποχή που η ελληνική άρχουσα τάξη για να αποφύγει τη χρεοκοπία επιβάλει αιματηρές περικοπές στο προσωπικό του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας.

Επίσης ο βοναπαρτισμός, με τις απροκάλυπτα καταπιεστικές μεθόδους του, μπορεί να προκαλέσει σύντομα μια τεράστια επαναστατική διέγερση στις μάζες. Η περίοδος μεγάλης ριζοσπαστικοποίησης που ακολούθησε την πιο πρόσφατη δικτατορία στη χώρα και έφερε την πρώτη αριστερή κυβέρνηση στην εξουσία (ΠΑΣΟΚ 1981), είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αν κάποιος προσθέσει σε αυτό τον απολογισμό την εθνική πανωλεθρία των Ελλήνων αστών στην Κύπρο, μπορεί να κατανοήσει ότι η ιστορική εμπειρία έχει κάνει τους αστούς πολύ σκεπτικιστές με τα ανοικτά βοναπαρτιστικά καθεστώτα.

Μια απόπειρα επιβολής ενός στρατιωτικού καθεστώτος σήμερα θα μπορούσε να δημιουργήσει μια σοβαρή διάσπαση στο στρατό. Αποτελούμενος στην πλειονότητά του από παιδιά του εργαζόμενου λαού και κατώτερους αξιωματικούς που από την άποψη των υλικών όρων διαβίωσης δεν αισθάνονται απόσταση από την εργατική τάξη, ο στρατός μπορεί να αποδειχθεί ένα εξαιρετικά ασταθές πολιτικό στήριγμα για την άρχουσα τάξη. Άλλωστε ο σημερινός αστικός στρατός δεν είναι ίδιος με εκείνον της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Έχει στις τάξεις του χιλιάδες προοδευτικούς και αριστερούς αξιωματικούς σε όλες τις βαθμίδες. Στις παρούσες συνθήκες δε, ούτε καν τα ανώτερα κλιμάκια του στρατού μπορούν να είναι απόλυτα ελεγχόμενα από τους αστούς.

Πρέπει επίσης να γίνει κατανοητό ότι μπροστά σε μια απόπειρα επιβολής πραξικοπήματος στις παρούσες συνθήκες, η εργατική τάξη και η νεολαία δεν πρόκειται να μείνουν με τα «χέρια σταυρωμένα». Μια τέτοια κίνηση θα δημιουργούσε πιθανότατα τις συνθήκες ακόμα και για έναν εμφύλιο πόλεμο. Και σε αυτή την περίπτωση, η νίκη κάθε άλλο παρά θα είναι εξασφαλισμένη για την ελληνική άρχουσα τάξη. Η εργατική τάξη είναι κοινωνικά κατά πολύ ισχυρότερη από το 1967 και διαθέτει επίσης ισχυρές μαζικές οργανώσεις.

Για όλους αυτούς τους λόγους, η ελληνική άρχουσα τάξη θα εξαντλήσει πρώτα όλες τις «δημοκρατικές» μεθόδους διακυβέρνησης. Οι αστοί θα επιχειρούν να «ανακατεύουν διαρκώς την τράπουλα», ανεβοκατεβάζοντας συμμαχικές κυβερνήσεις και ανασχηματίζοντας με διασπάσεις και συνενώσεις το πολιτικό τους στρατόπεδο. Έτσι πριν η άρχουσα τάξη καταφύγει στην ανοικτή βοναπαρτιστική αντίδραση, η εργατική τάξη θα έχει αρκετές ευκαιρίες για να καταλάβει την εξουσία. Αλλά σε κάποιο στάδιο, αν η εργατική τάξη αποτύχει σε αυτό το σκοπό, η ελληνική άρχουσα τάξη, θα εγκαταλείψει όλα τα δημοκρατικά προσχήματα και θα επιδείξει εξαιρετική βιαιότητα για να συντρίψει το εργατικό κίνημα.

Ακόμα όμως και σε αυτή την προοπτική, το πιθανότερο είναι οι αστοί να επιδιώξουν πρώτα μια ήπια μορφή βοναπαρτισμού, δηλαδή να στηριχθούν σε μια πολιτική κυβέρνηση που θα επιχειρήσει να κυβερνά με «έκτακτες εξουσίες» και με διατάγματα, με το βολικότερο σενάριο να είναι αυτό της διατήρησης μιας ορισμένης λειτουργίας του κοινοβουλίου.

Η απουσία πρόθεσης σε αυτή τη φάση για μια άμεση προοπτικής επιβολής ενός βοναπαρτιστικού καθεστώτος, δεν σημαίνει καθόλου πως οι αστοί δεν επεξεργάζονται τέτοια σχέδια και δεν τους απασχολεί η προετοιμασία τους. Κάθε άλλο. Είναι απόλυτα βέβαιο, ότι από τώρα, τόσο στα πολιτικά όσο στα στρατιωτικά επιτελεία, αναπόφευκτα με τη συμβολή μυστικών υπηρεσιών, γίνονται σχετικές συζητήσεις ή εξυφαίνονται ακόμα και εμβρυακές συνωμοσίες, που μελετούν διάφορα πολιτικά και επιχειρησιακά σχέδια επιβολής διαφόρων ειδών βοναπαρτισμού.

Είναι αφέλεια να νομίζει κανείς π.χ ότι οι ελεγχόμενοι από την ΧΑ πυρήνες στην αστυνομία και το στρατό δεν έχουν τέτοια λεπτομερή σχέδια. Τέτοια σχέδια επίσης, είναι φυσικό να επεξεργάζονται και παράγοντες που βρίσκονται όχι μόνο στις παρυφές, αλλά στο επίκεντρο του αστικού πολιτικού στρατοπέδου. Το περασμένο Φθινόπωρο ο «σύμβουλος» του Σαμαρά Φαήλος Κρανιδιώτης έγινε αναλυτικός περιγράφοντας ξεκάθαρα μια τέτοια προοπτική κοινοβουλευτικού βοναπαρτισμού με προκάλυμμα μια υποτιθέμενη επιχείρηση «Νέμεσης» ενάντια σε διεφθαρμένους επιχειρηματίες και πολιτικούς, με στόχο όμως όπως ξεκάθαρα ανέφερε να προληφθεί ένα επαναστατικό κίνημα (εφημερίδα «Δημοκρατία» στις 5/9/2012): «Κι όμως, η Νέμεση είναι προϋπόθεση για τη σωτηρία της οικονομίας και την κοινωνική συνοχή. Θα νομιμοποιήσει τις πολιτικές. Ο λαός θα υπομείνει θυσίες, αν δει να τιμωρούνται οι λεηλάτες…Μόνο με ανορθόδοξο αλλά θεσμικό τρόπο θα αντιμετωπιστούν κατασταλτικά αλλά και για μελλοντικό παραδειγματισμό οι προδοτικές, παρασιτικές και καταστροφικές πράξεις πολιτικών κι επιχειρηματιών. Και η τεράστια εθνική απειλή της λαθρομετανάστευσης μόνο με το ίδιο θεσμικό εργαλείο θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί, με καταδρομικούς ρυθμούς. Κι αυτό το εργαλείο είναι μόνο ένα, το άρθρο 48 του Συντάγματος περί «Καταστάσεως πολιορκίας».

Και ο σύμβουλος του πρωθυπουργού συνεχίζει αποκαλυπτικά: «…Η πολιτική ηγεσία θα εκπλησσόταν από την τεράστια λαϊκή στήριξη μιας καταιγιστικής Επιχείρησης Νέμεσης. Οι δυνάμεις της νομιμότητας, με θεσμικό τρόπο και με την εγγύηση των Ενόπλων Δυνάμεων, όχι περιθωριακοί αυτόκλητοι «εκδικητές», να σπάνε πόρτες, σε ζωντανή μετάδοση από την ΕΡΤ, και να παίρνουν σιδηροδέσμιους πολιτικούς και επιχειρηματίες, μαζί με υπολογιστές, αρχεία, τραπεζικούς λογαριασμούς, έγγραφα για υπεράκτιες εταιρίες. Το ίδιο να γίνει στα κανάλια τους, στις αθλητικές ομάδες, στις τράπεζές τους, στις εφημερίδες τους. Τα ευρήματα να δημοσιοποιηθούν, οι υπαίτιοι κι οι συνεργοί τους να δικαστούν από τα εξαιρετικά δικαστήρια που προβλέπει το Σύνταγμα στο άρθρο 48, να τιμωρηθούν παραδειγματικά και η περιουσία τους να δημευθεί και να ρευστοποιηθεί. Παράλληλα οι Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας να συλλάβουν και να περιορίσουν σε στρατόπεδα και έρημα νησιά όλους τους λαθρομετανάστες που δεν δικαιούνται πολιτικό άσυλο…Θα πουν πάλι κάποιοι ότι αυτά είναι ουτοπικές ανοησίες. Αυτοί σύντομα μπορεί να βρεθούν αντιμέτωποι με την τυφλή βία του όχλου, που δεν θα θέλει να τιμωρήσει συγκεκριμένους αλλά απλά να λιντσάρει όποιον φοράει γραβάτα. Τότε θα δούμε ποιοι ήταν οι ανόητοι και οι ουτοπιστές….Αν, ο μη γένοιτο, δεν πετύχουν οι κυβερνώντες την ανάκαμψη της οικονομίας, τότε τη Νέμεση θα την κάνει ο όχλος στα τρίστρατα, με την υψηλή καθοδήγηση των γνωστών τυχοδιωκτών. Την πρωτοβουλία πρέπει να την πάρει η Κεντροδεξιά και θα ακολουθήσουν κι άλλοι. Δεν είναι ουτοπία. Είναι η μόνη θεσμική πρακτική λύση. Μερικά γερά πεύκα χρειάζονται. Εστω κελιά, αν κάποιοι δεν αντέχουν το αίμα. Πάντως, σε αντίθεση με πολλά νοικοκυριά, αυτά θα έχουν ρεύμα…»

Όλα αυτά συνιστούν, σε συνδυασμό ασφαλώς με την φανερή φασιστική δράση της ΧΑ και την παρούσα όξυνση της κρατική καταπίεσης, μια πολύ σοβαρή προειδοποίηση για το βίαιο τίμημα που θα πληρώσει η εργατική τάξη αν δεν καταφέρει να καταλάβει την εξουσία. Πρέπει εδώ να διευκρινίσουμε, ότι η εκτίμησή μας για το μη πιθανό μιας άμεσης κίνησης των αστών προς την ανοικτή βοναπαρτιστική αντίδραση, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκλαμβάνεται με τη μορφή εφησυχασμού, αλλά σαν μια πολιτική υπόθεση εργασίας, που θέτει το επιτακτικό καθήκον για την καλύτερη δυνατή προετοιμασία του προλεταριάτου για την εξουσία και την συντριβή της αστικής αντίδρασης, που με τη σειρά της περνάει μέσα από την ταχύτερη δυνατή οικοδόμηση του επαναστατικού υποκειμενικού παράγοντα. Από αυτή τη σκοπιά, η αλήθεια είναι ότι οι μαρξιστές, όχι απλά δεν πρέπει να εφησυχάζουν, αλλά πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι δίνουν καθημερινά μια πραγματική μάχη με τον χρόνο.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 9ο” ]

Η Νέα Δημοκρατία σε ιστορική κρίση

Το παραδοσιακό κόμμα του ελληνικού κεφαλαίου, η Ν.Δ, όπως έδειξαν οι τελευταίες εκλογές διατήρησε μια αξιοσημείωτη επιρροή, όχι τόσο σαν αποτέλεσμα μιας πραγματικής πολιτικής υποστήριξης, αλλά σε τελική ανάλυση, εξαιτίας του φόβου ενός τμήματος των συνταξιούχων, των μικρομεσαίων αποταμιευτών και των δημοσίων υπαλλήλων για την αβεβαιότητα που δημιουργεί η κρίση, αλλά και για το θολό οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ.

Όμως η πορεία της απήχησης της ΝΔ είναι φθίνουσα και προβληματική ηλικιακά. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της πιο πρόσφατης έρευνας για την κοινωνική απήχηση των κομμάτων («Metron Analyssis» για την «Εφημερίδα των Συντακτών»), η ΝΔ κρατάει την πρώτη θέση μόνο στους αγρότες (29,0%,), τις ηλικίες πάνω από 65 ετών και τις νοικοκυρές (30,1% σε αμφότερες αυτές τις κατηγορίες). Εντυπωσιακή είναι η χαμηλή απήχηση που εμφανίζει στους φοιτητές (8,4%,), στους μισθωτούς ιδιωτικού τομέα (18,1%) και τους ανέργους (11,8), ενώ ενδεικτικό για την κρίση της απήχησής της στα «μεσαία στρώματα» είναι το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ την ξεπερνά στους ελεύθερους επαγγελματίες, όπου παίρνει μόλις 18,6%.

Όλα τα στοιχεία μαρτυρούν ότι η ΝΔ με αυτή την φθίνουσα δυναμική δεν μπορεί να ξαναδιεκδικήσει – όχι ασφαλώς την αυτοδυναμία – αλλά ούτε και αυτή την πρωτιά στις εκλογές. Στο πολιτικό πρόβλημά της ΝΔ αντανακλάται το αδιέξοδο της άρχουσας τάξης. Με δεδομένη την υποχρεωτική υπεράσπιση μιας μακρόχρονης επίθεσης στο βιοτικό επίπεδο της πλειονότητας της κοινωνίας από την πλευρά της ΝΔ, λύση στο πολιτικό αδιέξοδο του κόμματος δεν μπορεί να βρεθεί. Το καλύτερο δυνατό που μπορεί να επιδιώκει η άρχουσα τάξη είναι να κρατά όσο το δυνατό ενωμένο το κόμμα της κάτω από την απειλή του ΣΥΡΙΖΑ και να το ανανεώσει «επικοινωνιακά» και στελεχιακά. Πάνω σε αυτή τη βάση, έγινε αναγκαία στις τελευταίες εκλογές η απόπειρα για υπέρβαση της σοβαρής διάσπασης σε αντιμνημονιακούς και φιλομνημονιακούς με την επιστροφή της Μπακογιάννη και τη στελεχιακή λεηλάτηση του ΛΑΟΣ, ενώ επίσης μεθοδεύεται η «επανασυγκόλληση» στη ΝΔ ενός τμήματος του κόμματος και της ΚΟ του Καμένου.

Όμως στην πραγματικότητα, η ΝΔ είναι μόνο τυπικά πιο ενωμένη συγκριτικά με την περίοδο πριν τις εκλογές. Αντίθετα, είναι τεμαχισμένη σε πολλές πολιτικές ανταγωνιστικές κλίκες και φατρίες, συσπειρωμένες γύρω από διαφορετικά τμήματα της άρχουσας τάξης και πολιτικούς «φίλους» της μια ή της άλλης ξένης ιμπεριαλιστικής δύναμης. Η ανάγκη για συσπείρωση του αστικού πολιτικού στρατοπέδου προ του κινδύνου του ΣΥΡΙΖΑ δεν έσβησε, αντίθετα «κουκούλωσε» τις εσωκομματικές συγκρούσεις ανάμεσα σε τρεις διαφαινόμενες κυρίαρχες τάσεις: τους παλιούς Μητσοτακικούς, παραδοσιακούς νεοφιλελευθέρους που σε αυτή τη φάση λόγω της διάσπασης της Μπακογιάννη έχουν χάσει τα παλιά τους ισχυρά ερείσματα, τους Καραμανλικούς, που παραμένουν η πιο ισχυρή εσωκομματική πτέρυγα με σημαία την «μετριοπάθεια» και ρυθμιστές της εσωκομματικής κατάστασης και τους Σαμαρικούς, που συγκεντρώνουν τα πιο εθνικιστικά και παλαιο-αντιδραστικά στοιχεία του κόμματος (παλιά τάση Αβέρωφ, βασιλοχουντικά κατάλοιπα, νέο-ακροδεξιά στοιχεία).

Η αυξανόμενη κυβερνητική κρίση αναπόφευκτα θα φέρει στην επιφάνεια τη σύγκρουση ανάμεσα στις βασικές πτέρυγες της Δεξιάς, με την Σαμαρική πτέρυγα σε αυτές της συνθήκες να είναι η πιο αδύναμη λόγω μεγαλύτερης έκθεση στη συγκυβέρνηση. Πάντως η αίσθηση της κρισιμότητας των στιγμών για τον ελληνικό καπιταλισμό, θα κάνει άμεσα το κόμμα της άρχουσας τάξης να διατηρεί την τυπική έστω ενότητα των γραμμών του, τουλάχιστον μέχρι τις επόμενες εκλογές. Αυτό που άμεσα θα πρέπει να περιμένουμε στην πορεία για μια νέα εκλογική αναμέτρηση, θα είναι μια ακόμα απόπειρα επικοινωνιακού φτιασιδώματος του κόμματος, ακόμα και μια απόπειρα μετονομασίας ή μετεξέλιξης του τυπικά σε ένα κόμμα-πόλο συσπείρωσης ευρύτερων αστικών πολιτικών παραγόντων και ομάδων, υπό μια γενική ονομασία του συρμού («ευρωπαϊκή παράταξη» κ.α). Όμως πάνω στη βάση σοβαρών και μεγάλων γεγονότων όπως είναι μια χρεοκοπία ή η δημιουργία μιας ανοικτά επαναστατικής κατάστασης, μοιραία το παραδοσιακό κόμμα της άρχουσας τάξης θα τείνει να γνωρίσει ξανά σοβαρές διασπάσεις.

Οι ΑΝΕΛ και η «αντιμνημονιακή» Δεξιά

Η δημιουργία των ΑΝΕΛ του Καμένου την προηγούμενη περίοδο, που σημείωσε μια αξιοσημείωτη εκλογική επίδοση, ήταν το σοβαρότερο δείγμα «αντιμνημονιακής» διάσπασης στο στρατόπεδο της αστικής τάξης. Στην πραγματικότητα, η διάσπαση αυτή δεν είχε ούτε στενά προσωπικά, αλλά ούτε βαθιά ιδεολογικά κίνητρα. Αντανακλούσε την πίεση της πλατιάς αγανακτισμένης μικροαστικής μάζας πάνω στο αστικό πολιτικό στρατόπεδο. Εξέφραζε δηλαδή βαθύτερες κοινωνικές διεργασίες, για αυτό το λόγο οι ΑΝΕΛ παρά τη συντονισμένη απόπειρα αποδυνάμωσής τους από την ΝΔ σημείωσαν μια διακριτή εκλογική επιρροή.

Οι ΑΝΕΛ είναι ένα δημαγωγικό αστικό κόμμα, που επιχειρεί να στηριχθεί στην τσακισμένη μικροαστική μάζα. Η μάζα αυτή όμως, έχει εξαιρετικά ευμετάβλητη πολιτική και κοινωνική στάση και αποτελεί μια «κινούμενη άμμο», ειδικά στις σημερινές συνθήκες βαθιάς κρίσης και ανάπτυξης μιας προεπαναστατικής περιόδου.

Το κόμμα του Καμένου, θα λέγαμε ότι εκφράζει την εναγώνια απόπειρα του μεγάλου κεφαλαίου να διατηρήσει με δημαγωγία τον παλιό παραδοσιακό πολιτικό έλεγχό του πάνω στις μικροαστικές μάζες. Το γεγονός όμως ότι από τη μία πλευρά η μεγαλοαστική τάξη δεν μπορεί να δώσει αξιόπιστη πολιτική διέξοδο στους μικροαστούς μέσα στο σύστημά της όπως είναι σήμερα και ότι από την άλλη, θα πρέπει να συσπειρώσει περαιτέρω τις πολιτικές γραμμές της για να διασωθεί από τα χτυπήματα της επανάστασης, θα αυξήσει ακόμα περισσότερο την πίεση πάνω στους ΑΝΕΛ και θα τους οδηγήσει σε διάλυση. Στο μεσοδιάστημα, η άρχουσα τάξη θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει τους ΑΝΕΛ στην απόπειρά της να ξεστρατίσει τον ΣΥΡΙΖΑ προς τα δεξιά και την σύναψη «Λαϊκόμετωπικών» συμμαχιών ταξικής συνεργασίας.

Η άνοδος της Χρυσής Αυγής και οι προοπτικές των φασιστών

Η εντυπωσιακή άνοδος της νεοναζιστικής συμμορίας «Χρυσή Αυγή» και η μετατροπή της σε υπολογίσιμο πολιτικό παράγοντα μέσα στο ευρύτερο πολιτικό στρατόπεδο του καπιταλισμού, δεν είναι ένα τυχαίο φαινόμενο, ούτε απλοϊκά εκφράζει όπως προσπαθούν να πείσουν οι σέχτες, οι ρεφορμιστές και οι μικροαστοί φιλελεύθεροι έναν ξαφνικό «εκφασισμό», μια ενδημική αντιδραστική ιδεολογική μετάλλαξη της κοινωνίας. Όπως εξηγήσαμε, είναι το πολιτικό υποπροϊόν της βαθιάς κρίσης του αστικού πολιτικού στρατοπέδου και των θεσμών της αστικής δημοκρατίας και ταυτόχρονα, μια θεαματική ανάδειξη στο πολιτικό προσκήνιο των επιπτώσεων εξαχρείωσης των πιο καθυστερημένων και τρομοκρατημένων στρωμάτων της κοινωνίας από την κρίση του καπιταλισμού.

Οι φασίστες της ΧΑ δεν οφείλουν την μετατροπή τους σε σημαίνοντα πολιτικό παράγοντα στην δύναμη των ιδεών και των συνθημάτων τους, ούτε στις τακτικές τους. Επωφελούνται και απολαμβάνουν σήμερα μιας παθητικής πολιτικής υποστήριξης, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί με την δραστήρια στήριξη των φρενιασμένων μικροαστικών μαζών στον φασισμό του μεσοπολέμου σε Ιταλία και Γερμανία.

Τότε ο φασισμός ήταν ένα ενεργητικό, μαζικό κίνημα εξουσίας. Σήμερα εμφανίζεται στο προσκήνιο σαν μια παθητική κραυγή κοινωνικής απόγνωσης, μια αντικειμενική, αλλά οκνηρή ομαδοποίηση ξεπεσμένων και φοβισμένων από την κρίση «νοικοκύρηδων», γύρω από ασυνάρτητες, συνομωσιολογικές και μυστικιστικές πεποιθήσεις, αναμεμιγμένες με έναν αχώνευτο σκοταδισμό και μια έκφραση ζωωδών ενστίκτων, την όποια μάταια προς το παρόν, προσπαθεί να μεταβάλει η συμμορία παρακρατικών ναζιστών της ΧΑ, σε κοινωνικό ρεύμα εξουσίας.

Οι νεοναζί της ΧΑ προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάρρευση του αστικού πολιτικού στρατοπέδου και στοχεύουν καθαρά στη δημιουργία ενός αντιδραστικού κινήματος που θα καταλάβει την εξουσία, χρησιμοποιώντας και επεκτείνοντας τους θύλακες στήριξής τους στην Αστυνομία και το στρατό. Όμως μόνο με αυτούς δεν μπορούν να πετύχουν τους σκοπούς τους. Το επαναλαμβάνουμε: ο φασισμός ιστορικά αναπτύχθηκε σαν ένα μαζικό κίνημα απελπισμένων, λουμπενοποιημένων μικροαστών που κινητοποιήθηκαν ενεργά ενάντια στο εργατικό κίνημα και μέσα σε έναν εντελώς διαφορετικό ταξικό συσχετισμό δύναμης από τον σημερινό. Αντίθετα, σήμερα πουθενά δεν βλέπουμε την παρουσία ενός τέτοιου κινήματος. Οι συγκεντρώσεις της ΧΑ είναι εντελώς άμαζες και οι οργανωμένες δυνάμεις της βρίσκονται αριθμητικά κάτω ακόμα και από τα επίπεδα αρκετών οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.

Η θέση ότι η ΧΑ είναι ένα άμεσο δημιούργημα του κεφαλαίου που η δράση του εξυπηρετεί τους σκοπούς του είναι ρηχή και δεν λέει όλη την αλήθεια. Οι αστοί επιθυμούν να χρησιμοποιούν την ΧΑ σαν μια συμπληρωματική στους επίσημους κρατικούς μηχανισμούς δύναμη τρομοκράτησης του εργατικού κινήματος. Καθόλου όμως δεν θα ήθελαν να τη δουν να αντικαθιστά σε πολιτική ισχύ τις παραδοσιακές πολιτικές τους ηγεσίες, εξαιτίας του φόβου ότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην ενεργοποίηση των επαναστατικών αντανακλαστικών των επαναστατικών αντανακλαστικών των εργαζόμενων και της νεολαίας.

Η ταύτιση της σημερινής περιόδου στην Ελλάδα με τη Γερμανία της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης», στην οποία εύκολα προβαίνουν μια σειρά αριστεροί αναλυτές, είναι εντελώς λαθεμένη. Σήμερα το εργατικό κίνημα και η Αριστερά είναι πολύ πιο ισχυρά από εκείνη την περίοδο έναντι των δυνάμεων της φασιστικής αντίδρασης. Η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζόμενων και των μικροαστών κοιτούν για πολιτική λύση προς τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι προς την ΧΑ. Ειδικά στις μεγάλες πόλεις, τα οικονομικά και πνευματικά κέντρα της χώρας, ο συσχετισμός είναι συντριπτικός υπέρ της Αριστεράς. Συγκριτικά με τη Γερμανία του Μεσοπολέμου επίσης, οι μικροαστοί έχουν αποδυναμωθεί μέσα από την κοινωνική και οικονομική εξέλιξη, τόσο αριθμητικά, όσο και από τη σκοπιά του ειδικού βάρους τους στη διαμόρφωση πλειοψηφικών πολιτικών ρευμάτων στην κοινωνία. Επιπρόσθετα, τα μικροαστικά στρώματα σήμερα, όπως έδειξαν οι μαχητικές αντικυβερνητικές κινητοποιήσεις αρκετών μικροαστικών κλάδων τα τελευταία χρόνια (δικηγόροι, γιατροί, ταξιτζήδες, φορτηγατζήδες κ.α), δείχνουν ξεκάθαρα την διάθεσή τους να συμπαραταχθούν με το εργατικό κίνημα και όχι να στραφούν εναντίον του, όπως από τη φύση της στοχεύει η ΧΑ.

Παρά την ανυπομονησία και την αλαζονεία των ηγετών τους, η ώρα των νεοναζί δεν έχει έρθει. Τα σχετικά υψηλά σταθεροποιημένα ποσοστά τους στα γκάλοπ δεν εκφράζουν μια διάθεση για ενεργή υποστήριξη των αντιδραστικών τους στόχων, αλλά κύρια μια «τυφλή» διαμαρτυρία ενάντια «στους κλέφτες πολιτικούς». Ακόμα χειρότερα για αυτούς, η αλαζονεία και ο εγκληματικός «ζήλος» που επιδεικνύουν ενάντια στους μετανάστες, έχει ενεργοποιήσει τα αντιφασιστικά αισθήματα της νεολαίας. Σε πολλές γειτονιές των μεγάλων πόλεων έχουν ξεφυτρώσει αντιφασιστικές επιτροπές και αντιφασιστικές εκδηλώσεις, με αξιοσημείωτο μέγεθος και μαχητικότητα, που έχουν ήδη τρομοκρατήσει τους νεοναζί. Αν δε, υπήρχε η απόλυτα αναγκαία συνεργασία και ο συντονισμός ΣΥΡΙΖΑ – ΚΚΕ – συνδικάτων και ενώσεων μεταναστών σε κάθε γειτονιά, η εγκληματική δράση των νεοναζί θα μπορούσε να εξαλειφτεί και οι πυρήνες τους να εξαναγκαστούν σε έναν «κατ’ οίκον περιορισμό» διαρκείας.

Όσοι στην Αριστερά μιλούν με βεβαιότητα για τη «νέα Βαϊμάρη», το μόνο που καταφέρνουν είναι να εμφανίζουν την ΧΑ ισχυρότερη από ότι είναι στην πραγματικότητα και έμμεσα, να διαδίδουν τη μοιρολατρική πεποίθηση ότι οι φασίστες νομοτελειακά θα φτάσουν στην εξουσία. Έτσι πρακτικά, οι περί Βαϊμάρης φιλολογούντες, συγκαλύπτουν τον πιο καθοριστικό για την σημερινή κατάσταση παράγοντα, που είναι η ύπαρξη απόλυτα ευνοϊκών συνθηκών για την άνοδο της Αριστεράς στην εξουσία και για την εφαρμογή ενός επαναστατικού προγράμματος, που μαζί με τον σάπιο ελληνικό καπιταλισμό θα ξεριζώσει και τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίζεται η σημερινή εκλογική απήχηση των νεοναζί. Μπορούμε εύκολα να στοιχηματίσουμε από τώρα, ότι πολλοί από αυτούς που βιάζονται να ταυτίσουν το σήμερα με τις τελευταίες μέρες της Βαϊμάρης, αύριο θα είναι οι απολογητές της δεξιάς στροφής του ΣΥΡΙΖΑ με άλλοθι την ΧΑ, προς την κατεύθυνση της παραίτησης από κάθε ριζική, επαναστατική κοινωνική και πολιτική αλλαγή και του αυτοπεριορισμού εντός των πλαισίων υπεράσπισης της αποθνήσκουσας αστικής δημοκρατίας και των σαπισμένων και κίβδηλων θεσμών της.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 10ο” ]

ΚΚΕ: ιστορικές εξελίξεις

Στο αντίστοιχο περσινό μας κείμενο αναφέραμε σχετικά με τις προοπτικές του ΚΚΕ «..Πιθανό ορόσημο για την κορύφωση των πιέσεων για ενότητα και πάλη για την εξουσία θα είναι τα προσεχή εκλογικά αποτελέσματα. Ειδικά αν αναδείξουν την απόσπαση από τον ΣΥΡΙΖΑ μεγαλύτερου ποσοστού από εκείνο του ΚΚΕ και την παράλληλη, αντικειμενική δυναμική εξουσίας συνολικά της «παραδοσιακής Αριστεράς», τότε αν η ηγεσία δεν κάνει μια στροφή στην τακτική της, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί αντιμέτωπη με μια ισχυρή εσωκομματική αντιπολίτευση, με χιλιάδες αγωνιστές ανοιχτούς στις γνήσιες ιδέες του μαρξισμού».

Η προοπτική αυτή σε γενικές γραμμές επιβεβαιώθηκε. Η σεχταριστική γραμμή της ηγεσίας δοκιμάστηκε στις εκλογές του Ιούνη και απέδειξε πόσο καταστροφική είναι. Αντί η ηγεσία του ΚΚΕ να αποδεχθεί την πρόσκληση για μια κυβέρνηση της Αριστεράς βάζοντας σαν όρο την εφαρμογή ενός σοσιαλιστικού προγράμματος, με τη σεχταριστική στενοκεφαλιά της οδήγησε το κόμμα στην πανωλεθρία της απώλειας του 50% των ψήφων μέσα σε έναν μήνα και στο ντροπιαστικό πλασάρισμα του ιστορικού κόμματος της ελληνικής εργατικής τάξης σε εκλογική θέση χαμηλότερη από αυτή μιας νεοναζιστικής συμμορίας.

Το αποτέλεσμα έχει αναμφίβολα προκαλέσει τεράστια αμηχανία και κρίση στις γραμμές του κόμματος, που ενισχύθηκε το καλοκαίρι και από την παταγώδη αποτυχία στην καθοδήγηση της μεγάλης μάχης της Χαλυβουργίας. Μέσα σε ένα μήνα κατέρρευσε μπροστά στα μάτια της βάσης του κόμματος όλο το εποικοδόμημα της πολιτικής και της συνδικαλιστικής τακτικής του κόμματος. Αυτό είχε καταλυτικές εσωκομματικές συνέπειες.

Η ηγεσία πιεζόμενη ακόμα περισσότερο από τον ΣΥΡΙΖΑ – ο οποίος θα μπορούσε να εκληφθεί από τα μέλη σαν ένας αυθεντικός σύμμαχος μέσα σε ένα ΑΑΔΜ (Αντι-ιμεπαριαλιστικό, Αντιμονοπωλιακό, Δημοκρατικό Μέτωπο) – αλλά και από την εσωτερική αντιπολίτευση που έχει σαν σημείο αναφοράς την αριστερή εκδοχή της θεωρίας των σταδίων γύρω από αυτό το Μέτωπο και το πρόγραμμα του 1996 που το έχει στο επίκεντρό του, προέβη σε μια αντικειμενικά θετική από μαρξιστική σκοπιά πολιτική στροφή (την οποία ξεκάθαρα προετοίμαζε μεθοδικά πολύ καιρό, με αντανάκλαση αυτής της προετοιμασίας στα άρθρα, τα κείμενα και τις ομιλίες της). Αυτή η στροφή όμως, υπαγορεύεται όχι από μια γνήσια, θαρραλέα και δημόσια μαρξιστική επανεκτίμηση των παλιών λαθεμένων θέσεων, αλλά από μια διάθεση της ηγεσίας να ξεφορτωθεί τους πολιτικούς της αντιπάλους εντός κόμματος και να περιχαρακώσει ακόμα πιο πολύ τη βάση της από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Στις παραμονές λοιπόν του 19ου συνεδρίου, η ηγεσία έβγαλε από το πρόγραμμα του κόμματος τη «θεωρία των σταδίων» και τον στόχο της κυβέρνησης του ΑΑΔΜ που την αντιπροσώπευε και τον αντικατέστησε με τον στόχο της εργατικής – λαϊκής εξουσίας, που περιγράφεται σαν η δικτατορία του προλεταριάτου και όχι σαν ένα χωριστό στάδιο πριν από αυτή. Παράλληλα, αναθεωρώντας το κομματικό καταστατικό πάνω στη γραμμή της υποχρεωτικά πλήρους αποδοχής του νέου προγράμματος από όλα τα μέλη, πηγαίνει στο συνέδριο για ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τους εσωκομματικούς της αντιπάλους, της δεξιάς τάσης των Καλαματιανού, Σκυλάκου κ.α που την κατηγορούν για «τροτσκισμό».

Η δημοσίευση των κειμένων του προσυνεδριακού διαλόγου ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και αποκαλυπτική για δύο λόγους. Φανέρωσε ότι η δεξιά τάση, που υπερασπίζει το παλιό πρόγραμμα, αλλά ταυτόχρονα συσπειρώνει μέλη που εκφράζουν μια υγιή διάθεση ρήξης με την κυρίαρχη σεχταριστική τακτική στο εργατικό κίνημα και τη νεολαία, έχει μεγάλη απήχηση και ότι μια απόπειρα διαγραφής της θα συνιστά σοβαρή διάσπαση. Από την άλλη πλευρά, το αντικειμενικά θετικό γεγονός της εκτόπισης της «θεωρίας των σταδίων» από το πρόγραμμα έχει εκληφθεί από τα καλύτερα στοιχεία της βάση του κόμματος και της ΚΝΕ σαν μια γνήσια και επιβεβλημένη αλλαγή, που μετατρέπει – σύμφωνα με μια φράση που την συναντήσαμε πολύ συχνά στον διάλογο – το κόμμα σε «ένα αληθινά επαναστατικό κόμμα».

Τα μέλη της βάσης που αντιλαμβάνονται την αλλαγή στο πρόγραμμα όχι σαν κίνηση σκοπιμότητας αλλά σαν μια γνήσια αλλαγή σε θετική κατεύθυνση, θα είναι αντικειμενικά περισσότερο από ποτέ, ανοικτά στις γνήσιες ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού και διατεθειμένα για ρήξη με τις παραδοσιακές πολιτικές «πανάκειες» της σταλινικής αίρεσης.

Η εκλογική ήττα που υπέστη το κόμμα είναι πολύ μεγάλη και δύσκολα αναστρέψιμη από την παρούσα ηγεσία στις επόμενες εκλογές. Μόνος σύμμαχός της είναι η ραγδαία δεξιά στροφή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, που της έχει ως τώρα επιτρέψει να σταθεροποιήσει τα ποσοστά του κόμματος σε διακριτά, αν και πολύ χαμηλά επίπεδα. Αυτό σε καμία περίπτωση όμως, δεν σημαίνει ότι μια περεταίρω ανάπτυξη της απήχησης του κόμματος δεν είναι δυνατή. Το ΚΚΕ δεν είναι ΔΗΜΑΡ. Είναι ένα κόμμα με πολύ ισχυρούς, ιστορικούς δεσμούς με την εργατική τάξη της χώρας. Η ηγεσία θα πρέπει «να προσπαθήσει πάρα πολύ» για να αποτρέψει με τον σεχταρισμό της μια αναπόφευκτη άνοδο της απήχησης του κόμματος στην περίπτωση που η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα επιχειρήσει να δοκιμάσει τις σημερινές διαχειριστικές τις συνταγές στην εξουσία.

ΣΥΡΙΖΑ: κατάσταση και προοπτικές

Η ταξική φύση του ΣΥΡΙΖΑ σαν ένα κόμμα εργατικό, αποδεικνύεται από το ότι στις γραμμές του οργανώνονται μερικές χιλιάδες από τα πιο προχωρημένα στρώματα της εργατικής τάξης και στα συνδικάτα αυξάνει σταθερά την επιρροή του και κύρια, από το γεγονός ότι εκφράζει σήμερα τις πολιτικές προσδοκίες πλατύτερων στρωμάτων των εργατικών μαζών. Εξαιτίας μάλιστα αυτού του τελευταίο στοιχείου που φανέρωσαν οι εκλογές του Ιουνίου, ο ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύεται στο πιο μαζικό κόμμα της εργατικής τάξης της χώρας.

Οι αριστεροί σοσιαλδημοκράτες ηγέτες του κόμματος, φαντάζονται ότι η άνοδός του οφείλεται στην δική τους «εμπνευσμένη» πολιτική και τακτική. Στην πραγματικότητα τίποτα τέτοιο δεν ισχύει. Ήταν η είσοδος σε μια προεπαναστατική περίοδο, σε συνδυασμό με τον ακραίο, δεξιό εκφυλισμό του ΠΑΣΟΚ και τον ακραίο σεχταρισμό του ΚΚΕ, οι αιτίες που έφεραν αυτή την άνοδο. Αν η ηγεσία του ΚΚΕ είχε στοιχειωδώς μια άλλη πολιτική συμμαχιών, χωρίς αυτή απαραίτητα να είναι μια γνήσια μαρξιστική πολιτική, θα μπορούσε να ήταν εκείνη που θα είχε εκφράσει πολιτικά τη ριζοσπαστικοποίηση των μαζών.

Όλο αυτό το διάστημα, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει ανίκανη να διαχειριστεί τη μεγάλη υποστήριξη που απολαμβάνει το κόμμα στους εργαζόμενους με τον κατάλληλο τρόπο, δηλαδή προς όφελος των συμφερόντων της εργατικής τάξης. Η αιτία για αυτή την ανικανότητα είναι οι αυταπάτες της για τον καπιταλισμό και η έλλειψη εμπιστοσύνης στον ρόλο της εργατικής τάξης και στη δυνατότητά της να αλλάξει την κοινωνία. Αυτά είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των ρεφορμιστών, που ιστορικά τους οδηγούν όσο πλησιάζουν προς την εξουσία, σε μια «μετριοπαθή», δεξιά στροφή που εκφράζει – όχι έναν υποτιθέμενο πολιτικό ρεαλισμό – αλλά τον φόβο τους για μια επαναστατική σύγκρουση με το κεφάλαιο.

Το επόμενο διάστημα η τάση του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι αναπόφευκτα ανοδική. Αυτό για μια ορισμένη περίοδο, θα συμβεί ανεξάρτητα από το αν η ηγεσία κινείται καταφανώς δεξιά. Η δεξιά, αλλοπρόσαλλη τακτική των «εταιρικών» συναντήσεων με τον Σόιμπλε, των συμμαχιών με Καμένο και τον ανοιγμάτων στον Καραμανλισμό, ασφαλώς απογοητεύουν τους εργαζόμενους. Αλλά οι εργαζόμενοι είναι πρακτικοί άνθρωποι, δεν σκέφτονται σαν τους μικροαστούς διανοούμενους που χάνουν το ηθικό τους στην πρώτη δυσκολία και χύνουν άφθονο δάκρυ – ασφαλώς από τη θέση του υλικά βολεμένου – για την «κακούργα εξουσία» που «διαφθείρει τον άνθρωπο». Η εργατική τάξη θα «τιμωρήσει» την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ για την έλλειψη συνέπειας με την χειρότερη δυνατή τιμωρία: θα την σπρώξει στην εξουσία και αμέσως θα την πιέσει να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα που θα αντιμετωπίζει τα εργατικά προβλήματα. Κι αυτό θα συμβεί, γιατί πρακτικά, η εργατική τάξη σήμερα δεν έχει άλλο δρόμο.

Αν η ηγεσία τεθεί στη δοκιμασία της εξουσίας με τη σημερινή πολιτική και το σημερινό πρόγραμμα θα οδηγήσει σε οδυνηρές ήττες την εργατική τάξη. Η Κύπρος μας δίνει ένα εξαιρετικό παράδειγμα για τις ανύπαρκτες δυνατότητες να γίνει πράξη η σημερινή πολιτική αυταπατών της ηγεσίας. Στην πρόθεσή της να διαπραγματευθεί μια περικοπή του χρέους, οι Γερμανοί αστοί θα απαντήσουν με ένα νεύμα που θα δείχνει την έξοδο από το ευρώ. Εκείνοι χωρίς ένα επαναστατικό, σοσιαλιστικό πρόγραμμα, είτε την αποδεχθούν, είτε δεν την αποδεχθούν και υποταχθούν άμεσα, θα δουν τον ίδιο δρόμο να ανοίγεται για το κόμμα: ο ΣΥΡΙΖΑ θα απειληθεί με διάσπαση και με την τύχη του ΠΑΣΟΚ. Σε συνθήκες μεγάλης κρίσης και επαναστατικής κινητοποίησης των μαζών, ο πολιτικός χρόνος είναι αδυσώπητος και η άνοδος και η πτώση των κομμάτων και των ηγεσιών θα είναι διαδοχική και ταχεία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να γνωρίσει μια μακρά και ομαλή περίοδο γραμμικής ανάπτυξης, αλλά από τα πρώτα του βήματα θα περάσει δοκιμασίες και κρίσεις που θα οδηγήσουν στο σχηματισμό ισχυρών κεντριστικών ρευμάτων στις γραμμές του και θα θέσουν σε αμφισβήτηση τη συνοχή και την ίδια του την ύπαρξη. Αν η ηγεσία είχε τη δυνατότητα να εφαρμόσει στην κυβέρνηση ένα πρόγραμμα πραγματικών μεταρρυθμίσεων όπως η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ το 1981-85, τότε θα μπορούσε να σταθεροποιήσει την απήχησή της μέσα στις μάζες. Όμως η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού είναι βαθιά και τέτοια περιθώρια για μεταρρυθμίσεις δεν υπάρχουν. Αυτό που φαντάζονται οι σύντροφοι Μπαλτάς και Δραγασάκης (βλέπε τις κατά καιρούς δηλώσεις και ομιλίες τους), ότι δηλαδή η εργατική τάξη θα ακολουθεί πιστά την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ εκείνη δεν θα δεσμεύεται για τίποτα και δεν θα επιφέρει με την πολιτική της καμία ουσιαστική αλλαγή στη ζωής της, είναι ένα όνειρο, από το οποίο θα αναγκαστούν να ξυπνήσουν πολύ σύντομα.

Ο μόνος παράγοντας που θα μπορούσε να «ευθυγραμμίσει» τον ΣΥΡΙΖΑ με τις ανάγκες της κοινωνικής του βάσης, είναι η ανάπτυξη στις γραμμές του μιας μαζικής, πλειοψηφικής Κομμουνιστικής Τάσης, με επαναστατικό, σοσιαλιστικό πρόγραμμα, ταξική, διεθνιστική αντίληψη και προοπτική. Στο ζωτικό καθήκον της οικοδόμησής της, επικεντρώνει σήμερα τις δυνάμεις της η Πρωτοβουλία «Κομμουνιστική Τάση του ΣΥΡΙΖΑ».

Αθήνα – Μάρτιος 2013

(Το προσχέδιο του κειμένου γράφτηκε από τον σ. Σταμάτη Καραγιαννόπουλο)

[/nextpage]

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα