Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΑναλύσειςΕλληνικές προοπτικές 2011

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Ελληνικές προοπτικές 2011

Ένα αναλυτικό κείμενο με τις εκτιμήσεις και τα συμπεράσματα της Συντακτικής Επιτροπής της Μαρξιστικής Φωνής σχετικά με την οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση και τις προοπτικές της Ελλάδας.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΩΝ
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ  2011

[nextpage title=”Μέρος 1ο” ]

Κρίση και παγκόσμια επανάσταση

Η παγκόσμια κατάσταση χαρακτηρίζεται από την όξυνση της ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού και την ορμητική άνοδο της ταξικής πάλης, από τον Αραβικό κόσμο μέχρι την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Αυτό που βλέπουμε να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας από τις αρχές του 2011 είναι η διαδικασία στην οποία έχει προσανατολιστεί το ρεύμα του γνήσιου επαναστατικού μαρξισμού. Η διαδικασία αυτή δεν είναι άλλη από την Παγκόσμια Επανάσταση. Ασφαλώς αυτή η διαδικασία δεν θα εξελιχθεί ευθύγραμμα και ομοιόμορφα σε όλες τις χώρες. Αλλά πάνω στη βάση της παγκόσμιας κρίσης του καπιταλισμού, είναι βέβαιο ότι δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη καμία χώρα.

>Φυσικά, ακόμα η συνείδηση των εργαζόμενων υπολείπεται των καθηκόντων που θέτει η αντικειμενική πραγματικότητα. Ακόμα πιο πίσω βρίσκονται σε αυτό το στάδιο οι μαζικές εργατικές οργανώσεις, εξαιτίας της γραφειοκρατικοποίησης και της δεξιάς στροφής των ηγεσιών τους για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο. Όμως η συνείδηση, ειδικά στις παρούσες συνθήκες, είναι πολύ εύπλαστη. Σαν αποτέλεσμα του κλονισμού όλων των «βεβαιοτήτων» και των αυταπατών που δημιούργησε η μεταπολεμική περίοδος παρατεταμένης καπιταλιστικής ανάπτυξης και διατήρησης ενός υποφερτού επιπέδου ζωής για τις μάζες στον αναπτυγμένο καπιταλισμό, η συνείδηση θα τείνει να προσεγγίσει ταχύτατα την αντικειμενική πραγματικότητα.

Η επανάσταση εκφράζει ακριβώς αυτή τη διαδικασία: το άλμα που συντελείται στη συνείδηση, με το οποίο η τελευταία φθάνει στο ύψος των ιστορικών καθηκόντων που η αντικειμενική κατάσταση θέτει στην εργατική τάξη. Όλα τα βασικά στοιχεία της συνείδησης των εργατικών μαζών όπως την γνωρίσαμε στις προηγούμενες δεκαετίες θα μεταβληθούν. Αναπόφευκτα αυτή η αλλαγή θα εκφραστεί με έντονες διεργασίες, στροφή στ’ αριστερά και διασπάσεις στις μαζικές εργατικές οργανώσεις, μεταμορφώνοντας τόσο εκείνες που στάθηκαν την προηγούμενη περίοδο πιο μακριά από την αστική εξουσία, όπως τα μαζικά αριστερά και κομμουνιστικά κόμματα, όσο και τα βαθύτατα μολυσμένα από τη γραφειοκρατία και τον δεξιό ρεφορμισμό συνδικάτα και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.

Οι αστοί σε παγκόσμιο επίπεδο βλέπουν την επαναστατική καταιγίδα που έρχεται, αλλά δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για την σταματήσουν. Γιατί η αιτία της είναι η ίδια η αντανάκλαση του ιστορικού αδιέξοδου του καπιταλισμού στην κοινωνική συνείδηση.

Τα αίτια και ο χαρακτήρας της κρίσης

Η παρούσα κρίση δεν είναι το αποτέλεσμα του «νεοφιλελευθερισμού», της «διαφθοράς», της «κακοδιαχείρισης» ή της δράσης κάποιων «οικονομικών δολοφόνων». Εκφράζει την αδυναμία να αναπτυχθούν οι παραγωγικές δυνάμεις κάτω από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.

Η αδυναμία αυτή – παρ’ ότι σήμερα φαίνεται ότι μπαίνουμε στη φάση μιας νέας διεθνούς ύφεσης – δεν πρέπει να εκλαμβάνεται με έναν απόλυτο και μηχανιστικό τρόπο, που να οδηγεί στο λαθεμένο συμπέρασμα ότι στο εξής δεν θα είναι δυνατή κανενός είδους ανάπτυξη στα πλαίσια του καπιταλισμού, όπως μονότονα επαναλαμβάνουν οι σεχταριστές παπαγαλίζοντας τσιτάτα από το «Μεταβατικό Πρόγραμμα» του Τρότσκι, δίχως να καταλαβαίνουν τη μέθοδό του. Πρέπει να γίνεται αντιληπτή πάντοτε συγκριτικά με τις γιγάντιες δυνατότητες που παρέχει το σημερινό επίπεδο της τεχνικής, της τεχνολογίας και της επιστήμης, με τις κοινωνικές ανάγκες, καθώς και με τους ρυθμούς ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που είχαμε σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους.

Η κρίση είναι προϊόν των δομικών αντιφάσεων το καπιταλισμού. Η θεμελιώδης καπιταλιστική αντίφαση είναι αυτή ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής από τη μία και στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τη λειτουργία τους με σκοπό το κέρδος από την άλλη. Ο όρος «κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής» σημαίνει ότι ο καπιταλισμός, συγκριτικά με τα προηγούμενα από αυτόν κοινωνικά συστήματα, μετέβαλε τα ατομικά μέσα παραγωγής σε κοινωνικά, δηλαδή σε μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο από ένα μεγάλο σύνολο ανθρώπων, οδηγώντας στη δημιουργία ενός παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας. Τα κοινωνικά πλέον, μέσα παραγωγής, μπορούν να καλύψουν πλήρως τις κοινωνικές ανάγκες, να εξαλείψουν για πάντα την πείνα και να εξασφαλίσουν ευημερία σε ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Αυτή η διαδικασία κοινωνικοποίησης της παραγωγής όμως, βρίσκεται σε αντίφαση με το γεγονός ότι η παραγωγή λειτουργεί σε καθεστώς ατομικής ιδιοκτησίας και με σκοπό το ατομικό κέρδος του καπιταλιστή ιδιοκτήτη. Όπως απέδειξε ο Μαρξ, τα κέρδη βγαίνουν από την απλήρωτη εργατική δύναμη. Έτσι για να βγάζουν όλο και μεγαλύτερα κέρδη, οι καπιταλιστές περιορίζουν την τιμή της εργατικής δύναμης, δηλαδή τους μισθούς της εργατικής τάξης. Τα κέρδη βγαίνουν στην παραγωγή, αλλά πραγματοποιούνται στην αγορά. Για να πραγματοποιηθούν όλο και μεγαλύτερα κέρδη, χρειάζεται μια διαρκώς αυξανόμενη αγορά. Όμως η τάση για μείωση των μισθών περιορίζει την αγορά, επειδή η εργατική τάξη αντιπροσωπεύει ένα πολύ μεγάλο τμήμα της αγοραστικής δύναμης της κοινωνίας. Έτσι πολλά εμπορεύματα μένουν απούλητα και δημιουργείται το έδαφος για τις κρίσεις, που στον καπιταλισμό λαμβάνουν το χαρακτήρα κρίσεων υπερπαραγωγής, δηλαδή παραγωγής πλεονάζουσας, συγκριτικά με την αγοραστική δύναμη των μαζών σε συνθήκες καπιταλισμού.

Βέβαια η πτώση της αγοραστικής δύναμης της εργατικής τάξης εξισορροπείται στην αγορά για ένα διάστημα από διάφορους παράγοντες, με πιο ενδεικτικούς την αυξημένη ζήτηση των καπιταλιστών για καταναλωτικά αγαθά και κυρίως, για μέσα παραγωγής, αλλά και την παρέμβαση του αστικού κράτους στην οικονομία σαν καταναλωτής, χρηματοδότης ή φορέας επενδύσεων. Όμως οι απώλειες από τη μειωμένη αγοραστική δύναμη της εργατικής τάξης μακροπρόθεσμα, δεν μπορούν να αναπληρωθούν. Οι καπιταλιστές αποτελούν μια τάξη αριθμητικά περιορισμένη για να μπορούν να δημιουργήσουν επαρκή ζήτηση καταναλωτικών αγαθών μόνο με τις δικές τους δυνάμεις. Επίσης, η αγορά μέσων παραγωγής από την τάξη αυτή, δεν μπορεί παρά να μειώνεται καθώς η εξασθένιση της αγοραστικής δύναμης της κοινωνίας σαν σύνολο κάνει ασύμφορες αυτές τις επενδύσεις. Τέλος, η επέμβαση του αστικού κράτους στην οικονομία δημιουργεί ελλείμματα και πληθωρισμό, στοιχεία που οξύνουν τις κρίσεις.

Συνεπώς, από τη θεμελιώδη αντίφαση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παράγωγης και την ατομική ιδιοκτησία προκύπτει η αντίφαση ανάμεσα στην απεριόριστη τάση για ανάπτυξη της υπό κοινωνικοποίηση παραγωγής από τη μία και την τάση για περιορισμό της κατανάλωσης των πλατιών μαζών από την άλλη, που διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στην εμφάνιση των κρίσεων υπερπαραγωγής. Από τη θεμελιώδη καπιταλιστική αντίφαση, προκύπτει και η αντίφαση ανάμεσα στην αναρχία της παραγωγής στο σύνολο της κοινωνίας από τη μία και στην τάση για αυξανόμενη οργάνωση της παραγωγής ως κοινωνική πλέον παραγωγή, μέσα στην κάθε ξεχωριστή παραγωγική επιχείρηση από την άλλη.

Η αναρχία της παραγωγής αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλισμού και συντελεί στην εμφάνιση των κρίσεων υπερπαραγωγής. Αναρχία της παραγωγής σημαίνει ότι στο καπιταλιστικό σύστημα δεν υπάρχει σχεδιασμός της παραγωγής και της διανομής των παραγόμενων προϊόντων. Κάθε καπιταλιστής παράγει ανεξάρτητα από τους άλλους καπιταλιστές. Η αναρχία αυτή, δημιουργεί δυσαναλογίες σε όλες τις σφαίρες της παραγωγικής διαδικασίας και διαταράσσει την αντιστοιχία ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση. Ο Ένγκελς έγραφε για την καπιταλιστική αναρχία της παραγωγής: «..Κανείς δεν ξέρει πόσα από τα προϊόντα του έρχονται στην αγορά, πόσα από αυτά χρησιμοποιούνται, κανείς δεν ξέρει αν το μεμονωμένο προϊόν ανταποκρίνεται σε μια πραγματική ανάγκη, αν θα καλύψει το κόστος του ή αν καν θα πουληθεί. Στην καπιταλιστική παραγωγή, κυριαρχεί αναρχία…» (Φ. Ένγκελς «Αντι Ντύρινγκ»).

Δεν είναι η κοινωνία που με βάση τις ανάγκες της υπολογίζει τι και σε ποια ποσότητα πρέπει να παραχθεί, αλλά οι καπιταλιστές βιομήχανοι, με κριτήριο την εξαγωγή του μέγιστου δυνατού κέρδους. Αυτό συντελεί στο να παράγονται περισσότερα εμπορεύματα από αυτά που μπορούν να πωληθούν μέσα σε καπιταλιστικές συνθήκες. Οι δύο προαναφερόμενες αντιφάσεις, δηλαδή η τάση για περιορισμό της κατανάλωσης και η αναρχία της παραγωγής, δρουν από κοινού, προκαλώντας το ξέσπασμα των κρίσεων υπερπαραγωγής. Τελικά η κρίση σημαίνει την αδυναμία να διατηρηθεί το παλιό επίπεδο αξιών, τιμών και ποσοστών κέρδους, με μια αυξανόμενη μάζα κεφαλαίων. >Η συνέπεια των καπιταλιστικών κρίσεων είναι η καταστροφή ενός μέρους της παραγωγής, η μετατροπή χιλιάδων εργατών σε εξαθλιωμένους ανέργους και το μεγάλωμα της εκμετάλλευσης όσων συνεχίζουν να εργάζονται με σκοπό να επιβιώσει το καπιταλιστικό σύστημα.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς ανέφεραν σχετικά στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο»: «Στις κρίσεις ξεσπά μια κοινωνική επιδημία που σε κάθε άλλη προηγούμενη εποχή θα φαινόταν σαν παραλογισμός, η επιδημία της υπερπαραγωγής. Η κοινωνία ξαφνικά βρίσκεται πάλι πίσω σε κατάσταση στιγμιαίας βαρβαρότητας. Θα ‘λεγε κανείς ότι ένας λιμός, ένας γενικός καταστροφικός πόλεμος της έκοψε όλα τα μέσα ύπαρξης. Η βιομηχανία, το εμπόριο φαίνονται εκμηδενισμένα. Και γιατί; Γιατί η κοινωνία έχει πάρα πολύ πολιτισμό, πάρα πολλά μέσα ύπαρξης, πάρα πολλή βιομηχανία, πάρα πολύ εμπόριο. Οι παραγωγικές δυνάμεις που διαθέτει δεν χρησιμεύουν πια για την προώθηση του αστικού πολιτισμού και των αστικών σχέσεων ιδιοκτησίας. Αντίθετα, έγιναν πάρα πολύ μεγάλες γι’ αυτές τις σχέσεις, εμποδίζονται από αυτές. Και κάθε φορά που οι παραγωγικές δυνάμεις ξεπερνούν το εμπόδιο αυτό, φέρνουν σε αναταραχή ολόκληρη την αστική κοινωνία, απειλούν την ύπαρξη της αστικής ιδιοκτησίας. Οι αστικές σχέσεις έγιναν πάρα πολύ στενές για να περιλάβουν τα πλούτη που δημιουργήθηκαν απ’ αυτές…».

Η κρίση εμφανίστηκε το 2007-2008 σαν «κρίση του τραπεζικού συστήματος», γιατί οι αστοί την προηγούμενη περίοδο χρησιμοποίησαν μανιωδώς τον δανεισμό για να επεκτείνουν τεχνητά τα όρια της αγοράς και να επιβραδύνουν την εκδήλωση των δομικών αντιφάσεων του καπιταλισμού με μια κρίση υπερπαραγωγής.

Όμως όπως οι μαρξιστές υπομονετικά εξηγούσαν, αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα εκδηλωνόταν το φαινόμενο της υπερπαραγωγής και θα εμφανιζόταν ένα απότομο στένεμα της αγοράς. Έτσι όπως οι επίσης οι μαρξιστές προέβλεψαν, όταν η υπερπαραγωγή άρχισε να καθρεφτίζεται στην αυξανόμενη καταναλωτική αδυναμία των μαζών και την συνεπαγόμενη από αυτήν, αδυναμία εξυπηρέτησης των χρεών, το τραπεζικό σύστημα από δύναμη τεχνητής επέκτασης της ανάπτυξης, έγινε ο παράγοντας επιτάχυνσης της εμφάνισης της ύφεσης του 2008-2009, μέσα από μια διαδικασία χρεοκοπιών των πιο εκτεθειμένων τραπεζών σε δάνεια «υψηλού ρίσκου».

Όπως εξηγούσαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, οι αστοί προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν τις κρίσεις δημιουργούν τη βάση για πιο μεγάλες και πιο εκτεταμένες κρίσεις. Έτσι για να αποφύγουν μια βαθειά ύφεση το 2008, σπατάλησαν από τα παγκόσμια αποθέματα περίπου 14 τρις δολάρια χρηματοδοτώντας τις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις. Κρατικοποίησαν τις ζημιές μεγάλων εταιρειών, περνώντας το λογαριασμό στους εργαζόμενους και τους μικροαστούς. Με αυτό τον τρόπο δημιούργησαν γιγάντια κρατικά χρέη παγκόσμια.

Αυτό λοιπόν που στην αρχή εμφανίστηκε σαν μια «κρίση του τραπεζικού συστήματος», σήμερα εμφανίζεται σαν μια «κρίση χρέους». Όμως στην πραγματικότητα είναι μια κρίση του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος που αδυνατεί να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις. Διότι όπως είδαμε, αρχικά ήταν ο φόβος της ύφεσης και αργότερα ο φόβος τους βάθους της εμφανισθείσας ύφεσης που οδήγησαν στα αυξημένα κρατικά χρέη. Και τώρα, είναι η νέα κίνηση της παγκόσμιας οικονομίας προς την ύφεση που μεταβάλει τα κρατικά χρέη σε «βόμβα» έτοιμη να εκραγεί.

Τα νέα κρατικά χρέη δημιουργήθηκαν με την προσδοκία να ξεπεραστεί γρήγορα η ύφεση του 2008 – 2009 και ο καπιταλισμός να μπει σε μια τροχιά ανάπτυξης ικανή να περιορίσει τον όγκο των χρεών. Αλλά παρά τους «πακτωλούς» χρημάτων που εισέρευσαν στις τράπεζες, οι θεμελιώδεις αντιφάσεις του καπιταλισμού, συνέχιζαν να επενεργούν πάνω στην οικονομία. Κάτω από το βάρος της αυξανόμενης καταναλωτικής αδυναμίας των μαζών και της αναρχίας της παραγωγής, η παραγωγή αρχίζει στη μια χώρα μετά την άλλη πάλι να συστέλλεται, οδηγώντας σε μια νέα διεθνή ύφεση. Σε αυτές τις συνθήκες, τα κρατικά χρέη από μέσο για να μετριαστεί η ύφεση γίνονται ο κίνδυνος που μέσα από ένα ντόμινο κρατικών και τραπεζικών χρεοκοπιών απειλεί να κάνει την ύφεση βαθύτατη.

Ο παγκόσμιος καπιταλισμός πνίγεται μέσα σε μια θάλασσα χρεών. Δεν μπορεί να υπάρξει διέξοδος, μέχρι τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος των χρεών να φύγει από την μέση. Αυτό όμως απαιτεί σε τελική ανάλυση, μια οικονομική ανάπτυξη δυναμική και παρατεταμένη, όμοια με αυτήν που εμφανίσθηκε κατά την μεταπολεμική περίοδο στην αναπτυγμένη Δύση.

Κάτι τέτοιο όμως σήμερα φαίνεται αδύνατο, καθώς λείπει η ατμομηχανή που μπορεί να βγάλει την παγκόσμια οικονομία από το αδιέξοδο. Οι παλιές μεγάλες δυνάμεις του καπιταλισμού, η Ε.Ε, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία βρίσκονται με το ένα πόδι σε μια δεύτερη απανωτή ύφεση και είναι υπερχρεωμένες, πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχουν τα περιθώρια που είχαν το 2008 να ελέγξουν το βάθος της ύφεσης. Η ανάπτυξη στην Κίνα αναπόφευκτα θα εξασθενίσει, καθώς αυτή η νέα καπιταλιστική δύναμη είναι βαθιά εξαρτημένη από τις αγορές των δυτικών «γιγάντων» και από την ικανότητά τους να αποπληρώνουν κανονικά τα χρέη τους. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η Κίνα δεν μπορεί αντικειμενικά να παίξει το ρόλο της ατμομηχανής για την παγκόσμια οικονομία, καθώς μετά από μια πολύχρονη αλματώδη ανάπτυξη αντιπροσωπεύει σήμερα μόλις το 8% του παγκόσμιου ΑΕΠ.

Αυτή η κατάσταση μας δείχνει ότι δεν είμαστε αντιμέτωποι με μια παροδική κρίση. Μπροστά μας εκδηλώνεται σε όλη της την έκταση η ιστορική κρίση του καπιταλισμού, εισάγοντας μας σε μια νέα εποχή παρατεταμένης παράλυσης των παραγωγικών δυνάμεων και επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου των μαζών. Η εποχή όπου ο κανόνας ήταν οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, το «κοινωνικό κράτος» και η διατήρηση ενός υποφερτού επιπέδου ζωής για τις μάζες, έχει παρέλθει οριστικά.

Ανισότητα και παρασιτισμός

Η ιστορική κρίση του καπιταλισμού αντανακλάται στα πρωτοφανή επίπεδα ανισότητας και παρασιτισμού της άρχουσας τάξης. Στο παρακάτω γράφημα που παραθέτει σε πρόσφατη έκθεσή της η μεγάλη ελβετική πολυεθνική επενδυτική τράπεζα  «Credit Suisse», βλέπουμε ότι το 0,5% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 38,5% του παγκόσμιου πλούτου, ενώ το  8,7% κατέχει το 84,8% του παγκόσμιου πλούτου. Από την άλλη πλευρά, το 67.6% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει μόλις το 3.3% του παγκόσμιου πλούτου.

Τα στοιχεία αυτά, επιβεβαιώνουν τη θέση του Μαρξ που έγινε διαχρονικά στόχος μανιασμένων επιθέσεων από τους αστούς και τους ρεφορμιστές, γνωστή σαν «θεωρία της αυξανόμενης εξαθλίωσης»: «Συσσώρευση του πλούτου στον έναν πόλο, σημαίνει, λοιπόν, ταυτόχρονα, συσσώρευση της αθλιότητας, του εφιαλτικού μόχθου, της σκλαβιάς, της άγνοιας, της κτηνωδίας, του πνευματικού εκφυλισμού στον άλλο, στον αντίθετο πόλο, δηλαδή στη μεριά της τάξης που παράγει τα προϊόντα της με τη μορφή κεφαλαίου». 

Ο ερχομός της κρίσης έβαλε τέλος στην γενικευμένη ψευδαίσθηση της αδιάκοπης «προόδου όλων των τάξεων» που κυριαρχούσε στην αναπτυγμένη Δύση κατά το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα. Οι οριζόντιες μειώσεις μισθών και συντάξεων και η διόγκωση της ανεργίας στη μια χώρα μετά την άλλη, σημαίνουν ότι η σχετική πτώση του βιοτικού επιπέδου των μαζών, δηλαδή η μείωση του ποσοστού που απολάμβαναν στο συνολικό παραγόμενο εθνικό εισόδημα, αντικαταστάθηκε πλέον από μια απόλυτη πτώση. Οι εργάτες κάνουν περικοπές ακόμα και στη διατροφή τους.

Από την άλλη πλευρά οι πιο ισχυροί καπιταλιστές, αυτό το πλουσιότερο 0,5% του παγκόσμιου πληθυσμού, μακριά από το να επενδύουν στην παραγωγή, τοποθετούν τα κεφάλαιά τους στη σιγουριά του χρυσού, εκτοξεύοντας την τιμή του σε πρωτοφανή ιστορικά επίπεδα, καθώς και σε οποιαδήποτε κερδοσκοπική, παρασιτική δραστηριότητα μπορεί να τους αποφέρει μια άμεση, υψηλή απόδοση. Σαν πεινασμένοι λύκοι, πέφτουν πάνω στις υπερχρεωμένες χώρες και τις λεηλατούν, κερδοσκοπώντας με τα κρατικά τους ομόλογα. Η μοίρα ολόκληρων εθνών κρίνεται από μια χούφτα ανεξέλεγκτων κερδοσκόπων, που κρύβονται πίσω από την επιγραφή «αγορές».

Ταυτόχρονα, οι πιο αρπακτικοί τους εκπρόσωποι, οι λεγόμενες επενδυτικές τράπεζες όπως οι Goldman Sachs, Deutsche Bank, Citigroup, Barclays, Bank of America, Merrill Lynch, Credit Suisse, JP Morgan Chase, Morgan Stanley, UBS, όχι μόνο ενισχύθηκαν από κρατικό χρήμα για να διασωθούν από την κρίση, αλλά έχουν αυξήσει περεταίρω την κερδοσκοπία τους σε τρομακτικά επίπεδα. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της BIS (Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών) αυτές οι τράπεζες διαπραγματεύονται κερδοσκοπικά παράγωγα και άλλα «τοξικά» προϊόντα κάθε είδους, με συνολική ονομαστική αξία 601 τρισεκατομμύρια δολάρια!!

Αυτά τα κερδοσκοπικά προϊόντα που εκδίδονται και διακινούνται εκτεταμένα από τις «επενδυτικές τράπεζες», στην πραγματικότητα αποτελούν στοιχήματα πάνω στις μεταβολές των επιτοκίων, τις τιμές των νομισμάτων, πολύτιμων μετάλλων ή άλλων εμπορευμάτων, τις πιθανότητες χρεοκοπιών κρατών (CDS) και  επιχειρήσεων. Η αξία αυτών των προϊόντων ξεπερνά κατά πολύ τα κεφάλαια των τραπεζών που τα εκδίδουν. Π.χ με βάση τα στοιχεία του Δεκεμβρίου 2010 η JP Morgan έχει εκτεθεί σε παράγωγα ύψους 77,89 τρισ. δολαρίων, όταν το ενεργητικό της είναι μόλις 1,6 τρισ. δολάρια.

Πως λειτουργεί πρακτικά και τι επιπτώσεις έχει αυτή η μαζική έκδοση και διασπορά κερδοσκοπικών παραγώγων στην παγκόσμια οικονομία; Αυτά τα παράγωγα ουσιαστικά αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις που για κερδοσκοπικούς λόγους έχουν δημιουργήσει οι τράπεζες από την παγκόσμια οικονομία, που δεν υπάρχει καμία πρακτική δυνατότητα να καλυφθούν. Διότι πολύ απλά, το πραγματικό ετήσιο παγκόσμιο ΑΕΠ είναι 60 τρισ. δολάρια, δηλαδή το 1/10 της συνολικής αξίας των κερδοσκοπικών παραγώγων.

Αυτό το φαινόμενο συνιστά την ύπαρξη μια ανεστραμμένης κερδοσκοπικής πυραμίδας, με μια πολύ αδύναμη βάση πραγματικών αξιών. Πρακτικά αντί να καταφύγουν στην παραγωγή για να βγάλουν κέρδη, οι καπιταλιστές επιδιώκουν το εύκολο κέρδος εξαπατώντας συχνά ο ένας τον άλλο. Οι εκτεθειμένοι σε τέτοιου είδους παράγωγα, απειλούνται με κατάρρευση σε κάθε μικρή η μεγάλη ανατάραξη της παγκόσμιας οικονομίας, απειλώντας να συμπαρασύρουν κράτη, τράπεζες, εταιρείες, ασφαλιστικά ταμεία και κάθε άλλου είδους ιδρύματα ή ενώσεις που είναι συνδεδεμένα άμεσα ή έμμεσα μαζί τους. Ο καθένας μπορεί να καταλάβει την καταστροφή που πρόκειται να ακολουθήσει από μια πιθανή αλυσιδωτή έκρηξη αυτών των «τοξικών» με την είσοδο της παγκόσμιας οικονομίας σε μια νέα ύφεση.

Κεϋνσιανισμός ή σοσιαλισμός;

Οι ρεφορμιστές, σε ρόλο συμβούλων των αστών, προτείνουν σαν αντίδοτο για τη βαθιά κρίση του καπιταλισμού την υιοθέτηση των μεθόδων του Κεϋνσιανισμού, δηλαδή της παρέμβασης του κράτους στην οικονομία με αυξημένες δαπάνες, που υποτίθεται ότι θα παράσχουν «ρευστότητα» στην αγορά και θα τερματίσουν την ύφεση.

Αυτό που ξεχνούν να αναφέρουν οι ρεφορμιστές, είναι ότι ιστορικά οι μέθοδοι του Κεϋνσιανισμού δοκιμάστηκαν και απέτυχαν. Σύμφωνα με τους μύθους των ρεφορμιστών ο Κεϋνσιανισμός έβγαλε την αμερικάνικη οικονομία από την κρίση της δεκαετίας της δεκαετίας του 1930 και αποτέλεσε την αιτία για την μεταπολεμική ανάπτυξη στη Δύση. Όμως η ιστορική αλήθεια είναι διαφορετική. Αυτό που έβγαλε την αμερικάνικη οικονομία από την κρίση  του μεσοπολέμου ήταν το γεγονός της αποδυνάμωσης των ανταγωνιστών της στο Β Παγκόσμιο πόλεμο και το ότι οι ΗΠΑ όχι μόνο κρατήθηκαν στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας του πολέμου εκτός πολεμικών επιχειρήσεων, αλλά μέσα από την πολεμική τους βιομηχανία έπαιξαν και το ρόλο τους εμπόρου – προμηθευτή όπλων για τον πόλεμο. Επίσης, ο κύριος παράγοντας που έδωσε ώθηση στην μεταπολεμική ανάπτυξη, δεν ήταν ο Κεϋνσιανισμός, αλλά η αλματώδης ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου. Μόλις η μεταπολεμική ανάπτυξη άρχισε να υποχωρεί τη δεκαετία του 1970, οι πολιτικές του Κεϋνσιανισμού οδήγησαν σε μεγάλα ελλείμματα και πληθωρισμό, συνέπειες που πληρώθηκαν πανάκριβα από την εργατική τάξη, συρρικνώνοντας το βιοτικό της επίπεδο. Ήταν συνεπώς, η αποτυχία του Κεϋνσιανισμού που οδήγησε τους αστούς στις βάρβαρες μεθόδους του νεοφιλελευθερισμού και όχι μια νέα ιδεολογική τους εμμονή, όπως ισχυρίζονται οι ρεφορμιστές.

Οι ρεφορμιστές προτείνοντας τις μεθόδους του Κεϋνσιανισμού μοιάζουν με τους «κομπογιαννίτες» που αντί για την θεραπεία της αιτίας της ασθένειας, προσπαθούν να βρουν το κατάλληλο φάρμακο για τα συμπτώματα της. Η κρίση του καπιταλισμού δεν προκαλείται από την έλλειψη «ρευστότητας» στην αγορά. Η έλλειψη «ρευστότητας» είναι το αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κρίσης.

Το πρόβλημα δε βρίσκεται στην διανομή και τη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, αλλά στην παραγωγή. Ξεκινά από τις σχέσεις παραγωγής, δηλαδή τις σχέσεις ιδιοκτησίας. Όμως η ευλαβική υπόκλιση των ρεφορμιστών στο «ιερό δικαίωμα» των καπιταλιστών στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, τους κάνει να αναζητούν τη λύση μακριά από κάθε τι που θα μπορούσε να το αμφισβητήσει: στις κρατικές επενδύσεις και επιχορηγήσεις, ακόμα και στο μαζικό τύπωμα νέου χρήματος προς διοχέτευση στην οικονομία.

Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να αποδειχθεί πιο ανεύθυνο από αστική σκοπιά από αυτές τις μεθόδους. Όταν τα κρατικά χρέη είναι τεράστια όπως σήμερα, η αύξηση των δημόσιων δαπανών είναι ο πιο σύντομος δρόμος για τις κρατικές χρεοκοπίες, που μπορούν να προκαλέσουν βαθιά και παρατεταμένη ύφεση. Επιπρόσθετα, σε μια καπιταλιστική οικονομία που βρίσκεται σε στασιμότητα, η παρέμβαση του κράτους με μεγάλα ποσά στην κυκλοφορία, σημαίνει πρακτικά τη διοχέτευση χρήματος που δεν αντανακλά πραγματικές παραγόμενες αξίες. Άρα οδηγεί στη δημιουργία πληθωρισμού, ικανού να απαξιώσει μαζικά τα εισοδήματα και να αυξήσει περεταίρω τα χρέη.

Οι σύντομοι και εύκολοι δρόμοι που αναζητούν οι ρεφορμιστές για την έξοδο από την βαθιά κρίση του καπιταλισμού δεν υπάρχουν. Η ουσία της εποχής μας βρίσκεται στο γεγονός ότι εξαιτίας της βαθιάς, ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού, η οποιαδήποτε πραγματική και σταθερή βελτίωση στους βασικούς τομείς της ζωής της εργατικής τάξης και των φτωχών στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου – από την εξασφάλιση μιας θέσης εργασίας, το εισόδημα, την στέγαση, την Υγεία, την Παιδεία μέχρι τα δημοκρατικά δικαιώματα, την ποιότητα ζωής, τον πολιτισμό και το περιβάλλον – εξαρτάται από την επίτευξη θεμελιακών, επαναστατικών αλλαγών στην κοινωνία.

Καμία προοδευτική αλλαγή για τους εργαζόμενους δεν μπορεί να κατακτηθεί και να στερεωθεί χωρίς την ανατροπή του σάπιου καπιταλισμού. Η υπόθεση της υπεράσπισης της ζωής και των δικαιωμάτων των εργαζόμενων μαζών είναι σήμερα ταυτισμένη με την αναγκαιότητα της εγκαθίδρυσης μιας κοινωνικοποιημένης, δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας και της αντικατάστασης του σπάταλου, διεφθαρμένου και αυταρχικού κράτους της αστικής τάξης από τους θεσμούς της εργατικής δημοκρατίας στην Ελλάδα, την Ευρώπη και παγκόσμια. Ο μόνος δρόμος προόδου για την ανθρωπότητα είναι ο δρόμος της σοσιαλιστικής επανάστασης.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 2ο” ]

Η κρίση στην Ευρωζώνη

Στο επίκεντρο της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης εξακολουθεί να βρίσκεται ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι σκόπιμο εδώ να επαναλάβουμε τα βασικά σημεία της άποψης του μαρξισμού για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ζήτημα της καπιταλιστικής Ευρωπαϊκής ενοποίησης, ήλθε στο ιστορικό προσκήνιο ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, με σκοπό να διευκολυνθεί η εκμετάλλευση των αποικιών των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών δυνάμεων, αλλά και η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης στο εσωτερικό της Ευρώπης.

Η καπιταλιστική Ευρωπαϊκή ενοποίηση  προχώρησε σημαντικά κατά τη μεταπολεμική περίοδο κάτω από την αρχική ενθάρρυνση των ΗΠΑ και την ανάγκη για ανάσχεση της επέκτασης της ΕΣΣΔ στην Ευρώπη. Η καπιταλιστική ενοποίηση της Ευρώπης έφτασε τελικά έως το σημείο μιας τελωνειακής ένωσης και την τελευταία δεκαετία, σε μια νομισματική ένωση για 17 χώρες. Αυτά τα βήματα έγιναν δυνατά εξαιτίας της αλματώδους μεταπολεμικής ανάπτυξης, που παρατάθηκε, παρά την επιβράδυνσή της, μέχρι τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας. Καθώς η «πίτα» των κερδών διαρκώς διευρυνόταν, ήταν πιο εύκολο οι Ευρωπαίοι καπιταλιστές να την μοιράσουν μεταξύ τους. Έτσι οι ανταγωνισμοί τους υποχώρησαν προσωρινά και το ευρώ έγινε πραγματικότητα.

Οι μαρξιστές έγκαιρα υποστήριξαν ότι μόλις η ύφεση εμφανιστεί, οι συγκρούσεις ανάμεσα στα διαφορετικά αστικά κράτη θα κάνουν την εμφάνισή τους, υπονομεύοντας την υπόθεση της καπιταλιστικής ενοποίησης της Ευρώπης. Σχετικά με την νομισματική ένωση, από την πρώτη στιγμή εξήγησαν τους κινδύνους που κρύβει για τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό το εγχείρημα του ευρώ. Τόνισαν ότι η απόπειρα πρόσδεσης καπιταλιστικών οικονομιών διαφορετικής ισχύος σε ένα ενιαίο νόμισμα θα αποδειχθεί μακροπρόθεσμα παράγοντας σοβαρού κινδύνου για τη σταθερότητα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Προέβλεψαν ότι το ευρώ σε συνθήκες κρίσης, από μέσο για την επιβολή της κυριαρχίας των Γερμανών και των άλλων ισχυρών Ευρωπαίων καπιταλιστών συμμάχων τους στην ΕΕ και σύμβολο της ισχύος του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, θα μετατραπεί σε μέσο γρήγορης μετάδοσης αυτής της κρίσης σε ολόκληρη την ήπειρο. Αυτή ακριβώς είναι η διαδικασία που παρακολουθούμε σήμερα στην ΕΕ και την Ευρωζώνη.

Είναι ξεκάθαρο ότι η εισαγωγή του ευρώ ωφέλησε εξαιρετικά τον γερμανικό καπιταλισμό. Σύμφωνα με στοιχεία που παρέθεσε σε πρόσφατη ομιλία του στην Αθήνα ο Γερμανός βουλευτής της Αριστεράς Μάικ Σλεχτ, η Γερμανία καταγράφει από το 2000 πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που υπερβαίνει το 1 τρισεκατομμύριο ευρώ. Από την άλλη πλευρά, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα συσσώρευσαν στο ίδιο διάστημα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που ανέρχονται συνολικά σε 1 τρισεκατομμύριο ευρώ.

Όμως τώρα τα τρομακτικά οφέλη του γερμανικού καπιταλισμού απειλούνται. Σε συνθήκες ύφεσης και υπερχρέωσης των περισσότερων χωρών της Ευρωζώνης, για να συνεχίσει ο γερμανικός καπιταλισμός να στηρίζει το ευρώ θα πρέπει να τεθεί άμεσα ή έμμεσα στη θέση του εγγυητή των χρεών των υπερχρεωμένων κρατών. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να εκτεθεί άμεσα στον κίνδυνο της χρεοκοπίας τους.

Έτσι οι Γερμανοί καπιταλιστές βρίσκονται σήμερα ανάμεσα στη «Σκύλλα και τη Χάρυβδη». Ή εγγυώνται για τα χρέη των υπερχρεωμένων με τον κίνδυνο να χρεοκοπήσουν μαζί τους ή αφήνουν τους υπερχρεωμένους να χρεοκοπήσουν και να βγουν από το ενιαίο νόμισμα, βυθίζοντάς την αξία του ευρώ και ξεκινώντας ένα ντόμινο ανεξέλεγκτων χρεοκοπιών κρατών και τραπεζών. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, η Ευρωζώνη και το ευρώ με τη μορφή που έχουν σήμερα θα τείνουν να αποτελέσουν παρελθόν.

Στην αρχή της εμφάνισης των συμπτωμάτων της υπερχρέωσης οι Γερμανοί αστοί έδωσαν τη συγκατάθεση τους στα «σχέδια διάσωσης» της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας. Αυτό έγινε πάνω στη βάση της προσδοκίας ότι το κύμα της υπερχρέωσης θα σταματήσει σε αυτές τις τρεις χώρες και ότι τελικά δεν θα πραγματοποιηθεί η είσοδος της παγκόσμιας οικονομίας σε μια  νέα ύφεση. Ταυτόχρονα, οι Γερμανοί αστοί πήραν σαν αντάλλαγμα για τα δανεικά στους υπερχρεωμένους υψηλά επιτόκια, προγράμματα άγριας λιτότητας και μεγάλα μελλοντικά μερίδια σε εκτεταμένα προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων, ενώ απαίτησαν και πέτυχαν τη συμμετοχή του ΔΝΤ για να μετριάσουν τη δική τους συμβολή στα «σχέδια διάσωσης».

Οι προσδοκίες τους όμως έχουν ήδη διαψευστεί. Η κρίση μέσα σε λίγους μήνες, επεκτάθηκε για τα καλά στην Ισπανία και την Ιταλία. Η ειρωνεία είναι ότι αυτό έγινε με εφαλτήριο τις αποφάσεις των Συνόδων Κορυφής του καλοκαιριού και του φθινοπώρου, όπου υποτίθεται οι Ευρωπαίοι αστοί θα έπαιρναν «γενναίες αποφάσεις» για να περιορίσουν την υπερχρέωση στην Ευρωζώνη. Το ίδιο το περιεχόμενο αυτών των αποφάσεων – με πιο πρόσφατη αυτή της 26ης Οκτωβρίου – έδωσε το έναυσμα για την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού της Ιταλίας και της Ισπανίας. Διότι η επιβολή μιας ελεγχόμενης μερικής χρεοκοπίας στην Ελλάδα και η αόριστη και μη επαρκής αύξηση των διαθέσιμων ποσών του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), δημιούργησαν στους κερδοσκόπους δανειστές των κρατών την βεβαιότητα ότι οι χρεοκοπίες στην Ευρωζώνη είναι «επί θύραις» και ότι το νερό στις αντλίες της δεν επαρκεί για την κατάσβεσης της πυρκαγιάς.

Αυτή τη στιγμή ο Ευρωπαϊκός καπιταλισμός βρίσκεται στην πιο κρίσιμη καμπή της ιστορίας του. Η υπερχρέωση έχει χτυπήσει την καρδιά της Ευρωζώνης. Μετά την Ιταλία και την Ισπανία ανεβαίνουν τα επιτόκια του Βελγίου, της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Ολλανδίας, ενώ 10 γερμανικές τράπεζες είδαν την πιστοληπτική τους ικανότητα να υποβαθμίζεται σαν αποτέλεσμα της έκθεσής τους στο χρέος του ευρωπαϊκού Νότου. Τέλος, το ίδιο το γερμανικό κράτος στις 23 Νοέμβρη για πρώτη φορά απέτυχε να πουλήσει μια μεγάλη ποσότητα 10ετών ομόλογων.

Είναι δεδομένο ότι η Ιταλία και η Ισπανία δεν μπορούν να «σωθούν» με σχέδια αντίστοιχα με αυτά της Ελλάδας, εξαιτίας του τεράστιου όγκου των χρεών τους και της σημερινής κατάστασης του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου καπιταλισμού, μέσα στις συνθήκες δηλαδή μιας επαπειλούμενης ύφεσης που οξύνει την σύγκρουση για το ποιος θα υποστεί το κόστος των «διασώσεων». Η Ιταλία και η Ισπανία αποτελούν την τρίτη και την τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης αντίστοιχα. Η Ισπανία έχει δημόσιο χρέος 679,779 δισ. ευρώ (63,6% του ΑΕΠ της) και η Ιταλία έχει το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος σε απόλυτα ποσά σε όλη την ΕΕ, με 1,89 τρις ευρώ  (120% του ΑΕΠ της).

Από την άλλη πλευρά όμως, το κόστος των χρεοκοπιών Ιταλίας και Ισπανίας θα ήταν τρομακτικό. Η Ισπανία και η Ιταλία είναι πολύ μεγάλες οικονομίες για να σωθούν, αλλά επίσης και για να αφεθούν να χρεοκοπήσουν. Μόνο το 2012 η Ιταλία θα πρέπει να καταβάλει στους δανειστές της €335 δις ευρώ για λήξεις ομολόγων. Οι γερμανικές τράπεζες, την ώρα που κατέχουν μόλις 17 δις ευρώ σε ελληνικά ομόλογα, έχουν στα χέρια τους 116 δις ευρώ σε ιταλικά ομόλογα. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της BIS, το γαλλικό τραπεζικό σύστημα εμφανίζει έκθεση 106 δισ. ευρώ στο ιταλικό χρέος. Οι γαλλικές τράπεζες, είναι οι περισσότερο εκτεθειμένες συνολικά στις προβληματικές χώρες της Ευρωζώνης, καθώς σύμφωνα πάλι με την BIS έχουν συνολικό άνοιγμα 672 δις δολαρίων σε ιδιωτικό και δημόσιο χρέος στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Ιταλία και την Ισπανία.

Η όξυνση της κρατικής υπερχρέωσης στην Ευρωζώνη, συμπαρασύρει και τις ευρωπαϊκές τράπεζες, που είναι διπλά επιβαρυμένες, έχοντας στα χέρια τους κερδοσκοπικά παράγωγα κάθε είδους, σχετιζόμενα και μη με τα κρατικά χρέη, με αποτέλεσμα ήδη να έχει «παγώσει» ο διατραπεζικός δανεισμός, σε μεγαλύτερη έκταση και από την κρίση του 2008.

Αυτή η κατάσταση, εξηγεί την θεαματικά αυξημένη το τελευταίο διάστημα αγορά κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), αλλά και τον πολύ υψηλό απευθείας δανεισμό ευρωπαϊκών τραπεζών από αυτήν, με την ανοχή της Γερμανίας. Ουσιαστικά μέσα από τον τρόπο η ΕΚΤ, σώζει τους μεγαλομετόχους των ευρωπαϊκών τραπεζών, παρέχοντάς τους χρήμα των Ευρωπαίων φορολογουμένων. Μόνο κατά την προτελευταία βδομάδα του Νοέμβρη, η ΕΚΤ χορήγησε σε 178 τράπεζες συνολικά €247 δις! Είναι χαρακτηριστικό π.χ ότι με αυτές της παρεμβάσεις της ΕΚΤ οι 4 μεγαλύτερες αγγλικές τράπεζες μείωσαν την έκθεσή τους προς τις ελληνικές, τις ιρλανδικές και τις ισπανικές τράπεζες κατά 24%, μόνο κατά το τρίμηνο Ιουνίου-Αυγούστου.

Μπροστά στον άμεσο κίνδυνο των χρεοκοπιών κρατών και τραπεζών, μοιραία πάνω στο τραπέζι έχουν τεθεί επιλογές που μέχρι πρότινος αποκηρύσσονταν από τους ισχυρούς Ευρωπαίους αστούς και ειδικά από την Γερμανία: τα «ευρωομόλογα», δηλαδή ο φθηνός δανεισμός των υπερχρεωμένων με εγγύηση από την ΕΕ και την ΕΚΤ ή η απευθείας αγορά του χρέους των υπερχρεωμένων από την ΕΚΤ.

Μακριά από τεχνικές ή ποσοτικές διαφορές και οι δύο επιλογές συνιστούν σε τελική ανάλυση, αγορά χρέους με γιγάντια ποσά. Και επειδή αυτά τα ποσά δεν υπάρχουν διαθέσιμα από κανέναν, πρέπει – λιγότερο ή περισσότερο– να βρεθούν με τύπωμα χρήματος από την ΕΚΤ, με την εγγύηση της Γερμανίας.

Προς το παρόν, οι Γερμανοί αστοί αντιστέκονται στην προοπτική τυπώματος χρήματος για να αγοραστούν χρέη. Το γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel» με άρθρο του στα μέσα Νοέμβρη  περιέγραφε τον αγώνα του προέδρου της γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας Γενς Βάιντμαν κατά της εκτύπωσης νέου χρήματος. Ο Γιέργκ Κρέμερ, επικεφαλής οικονομολόγος της «Commerzbank» εκφράζοντας τους φόβους των Γερμανών αστών, δήλωσε επίσης μέσα στον Νοέμβρη στο ίδιο περιοδικό, ότι μέσω της απεριόριστης επαναγοράς ομολόγων «μονίμως θα αναδιανέμεται η περιουσία της Βόρειας στη Νότια Ευρώπη».

Όμως καθώς η υπερχρέωση εξαπλώνεται στον πυρήνα της Ευρωζώνης, η στάση των Γερμανών αστών θα τείνει να μετατοπίζεται προς την αποδοχή κάποιου είδους αγοράς χρέους, με άλλα λόγια του τυπώματος χρήματος, αλλά μόνο με τους ευνοϊκότερους δυνατούς όρους για τη Γερμανία. Αυτοί οι όροι μπορεί να είναι το δικαίωμα πλήρους καθορισμού της οικονομικής πολιτικής όλων των κρατών της ΕΕ, δεκάδες «διασφαλίσεις» που συνδέονται με μια προνομιακή μεταχείριση του γερμανικού κεφαλαίου, καθώς και με μέτρα όπως η δέσμευση ακίνητων περιουσιών, εσόδων από τα κρατικά ταμεία και τις δημόσιες επιχειρήσεις, των αποθεμάτων χρυσού κ.α.  Ταυτόχρονα, οι υπάρχουσες συνθήκες της ΕΕ θα απαιτηθεί να αναθεωρηθούν άμεσα, έτσι ώστε να θεσμοθετηθούν αυστηρές κυρώσεις για όσους δεν ακολουθούν τις γερμανικές κατευθύνσεις, φυσικά συμπεριλαμβανομένης και της αποβολής από το ευρώ.

Ποιες θα είναι όμως οι επιπτώσεις ενός σχεδίου αγοράς χρέους με τύπωμα χρήματος από την ΕΚΤ; Καταρχήν ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στο προσκήνιο του ευρωπαϊκού καπιταλισμού σαν αποτέλεσμα της κυκλοφορίας χρήματος που δεν αντανακλά πραγματικές παραγόμενες αξίες. Οι θιασώτες του τυπώματος χρήματος υποστηρίζουν ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα είναι περιορισμένες, καθώς η ποσότητα χρήματος που θα τυπωθεί υποτίθεται ότι θα είναι αυστηρά προσδιορισμένη και ελεγχόμενη. Όμως όπως προαναφέραμε, πλάι στην απειλή που αντιπροσωπεύει το χρέος της Ευρωζώνης συνολικού ύψους 7,8 τρις ευρώ, με το τύπωμα χρήματος θα πρέπει να αντιμετωπιστεί και η τρομερή έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών σε τοξικά χρέη (κερδοσκοπικά παράγωγα κάθε είδους, κύρια γύρω από τα κρατικά ομόλογα), που με βάση έκθεση της ΕΕ που διέρρευσε στον τύπο μέσα στον Νοέμβρη είναι συνολικά 18, 2 τρις ευρώ! Αυτό σημαίνει ότι, από τη στιγμή που θα γίνει η αρχή, η ποσότητα των χρημάτων που θα πρέπει να τυπωθούν για να αποφευχθεί ένα ντόμινο χρεοκοπιών στην Ευρωζώνη δεν μπορεί να προσδιοριστεί και να ελεγχθεί εύκολα εκ των προτέρων.

Το χειρότερο είναι ότι ο πληθωρισμός θα συνδυαστεί με την ύφεση, καθώς θα συνοδεύεται από πολύχρονα προγράμματα άγριας λιτότητας σε όλες τις χώρες, που θα «στραγγίζουν» την ευρωπαϊκή αγορά. Έτσι θα έχουμε μια κατάσταση όπου θα συνδυάζονται οι πιο αρνητικές πλευρές της κρατικής διοχέτευσης χρήματος στην οικονομία (πληθωρισμός) με τις πιο αρνητικές πλευρές μια πολιτικής περικοπών (στένεμα της αγοράς και ύφεση). Το αποτέλεσμα θα είναι το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού, μια κατάσταση δηλαδή κατά την οποία η ανεργία θα αυξάνεται, ταυτόχρονα με την άνοδο των τιμών.

Τέλος, το τύπωμα χρήματος, θα σημάνει την πτώση της τιμής του ευρώ και αυτό θα πλήξει τους αστούς που κυριαρχούν στην ευρωπαϊκή αγορά, δηλαδή κύρια τους Γερμανούς, θα αυξήσει το εξωτερικό – εκτός Ευρωζώνης – χρέος  των κρατών – μελών της και θα ασκήσει πιέσεις στις εξαγωγές των ΗΠΑ, της Κίνας και της Ιαπωνίας, δίνοντας πιθανά το έναυσμα για έναν νομισματικό πόλεμο, σαν έκφραση της γενικευμένης αναζωπύρωσης του προστατευτισμού παγκόσμια πάνω στη βάση της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης.

Ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη μέθοδο που θα επιλέξουν οι Ευρωπαίοι αστοί να τιθασεύσουν την κρίση που εξαπλώνεται,  η αποτυχία τους είναι εξασφαλισμένη. Όπως συνέβη και με τις μαζικές κρατικές επιδοτήσεις τραπεζών των προηγούμενων χρόνων και τα πρόσφατα «σχέδια διάσωσης», κάθε νέα μέθοδος «επίλυσης της κρίσης» θα δημιουργεί νέα αδιέξοδα και νέες συγκρούσεις. Η αιτία για αυτό είναι η ίδια η είσοδός σε μια γενικά καθοδική περίοδο για τον καπιταλισμό, όπου οι αντιφάσεις του συστήματος εκδηλώνονται οξύτερες.

Από την άλλη πλευρά, κάθε άλλο παρά μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να εκδηλωθεί ένα ντόμινο χρεοκοπιών που θα φέρει την κατάρρευση της Ευρωζώνης, χωρίς οι Ευρωπαίοι αστοί – εξαιτίας των συγκρουόμενων συμφερόντων τους – να έχουν καταλήξει σε μια νέα κοινή μέθοδο αντιμετώπισης της κρίσης. Η κρίση δεν μπορεί να ελεγχθεί, γιατί όπως ήδη εξηγήσαμε συνιστά ιστορική κρίση του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Σε αυτές τις συνθήκες, όλα τα βήματα που έκανε μπροστά την προηγούμενη περίοδο ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός, συμπεριλαμβανομένης της νομισματικής ένωσης, θα τείνουν να αναιρεθούν. Η αναδίπλωση των ισχυρών ευρωπαϊκών αστικών τάξεων στην κατεύθυνση του προστατευτισμού είναι αναπόφευκτη.

Μέσα σε ένα διάστημα λίγων μηνών είδαμε σε μικρογραφία όλα τα είδη των αναπτυσσόμενων ενδο-ευρωπαϊκών αστικών συγκρούσεων: Ευρωπαϊκός Βοράς εναντίον Ευρωπαϊκού Νότου για τα ελλείμματα και τους όρους των «σχεδίων διάσωσης», Γερμανία εναντίον Γαλλίας για το ποσοστό συμμετοχής των τραπεζών στην ελεγχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας, Βρετανία εναντίον Γαλλίας και Γερμανίας για την ολιγωρία στις αποφάσεις εντός Ευρωζώνης, Γερμανία εναντίον «Κομισιόν» για τα ευρωομόλογα. Όλα αυτά μας προϊδεάζουν για μια καπιταλιστική Ευρώπη που θα σπαράσσεται από τις αντιθέσεις των καπιταλιστικών συμφερόντων στο φόντο ενός τοπίου οικονομικής συρρίκνωσης και στασιμότητας. Σε αυτή την πορεία, μέρα με τη μέρα θα γίνεται όλο και πιο πιθανή η συρρίκνωση της Ευρωζώνης, με το άμεσο πέρασμα των πιο «αδύναμων κρίκων» όπως η Ελλάδα εκτός του κοινού νομίσματος, σαν ενδιάμεσος σταθμός στην κατεύθυνση της υπονόμευσης της ίδιας της καπιταλιστικής Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης!

Πάνω από όλα, αυτό που αποδεικνύει η παρούσα κρίση στην Ευρωζώνη, είναι ότι ο καπιταλισμός είναι οργανικά ανίκανος να φέρει σε πέρας την ιστορικά προοδευτική διαδικασία ενοποίησης της ευρωπαϊκής ηπείρου. Η μόνη δύναμη που μπορεί να επιτελέσει αυτό το καθήκον είναι η ευρωπαϊκή εργατική τάξη, κάτω από τη σημαία του σοσιαλισμού.

Πριν από 82 χρόνια ο Λέον Τρότσκι, έγραφε σε ένα άρθρο του στο «Δελτίο της Ρωσικής Αντιπολίτευσης»: «…Η ουσία της εποχής μας βρίσκεται στο εξής: οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν οριστικά αναπτυχθεί πέρα από τα όρια του εθνικού κράτους και έχουν αποκτήσει, κυρίως στην Αμερική και την Ευρώπη, εν μέρει ηπειρωτικές και εν μέρει παγκόσμιες διαστάσεις. …Ο σοσιαλισμός θα βασιστεί σε αναπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις, αλλιώς θα αντιπροσωπεύει όχι πρόοδο αλλά οπισθοχώρηση σε σχέση με τον καπιταλισμό. Η φόρμουλα Σοβιετικές Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης είναι ακριβώς η πολιτική έκφραση της ιδέας ότι ο σοσιαλισμός είναι αδύνατος σε μια χώρα. Ο σοσιαλισμός δεν μπορεί φυσικά να αναπτυχθεί πλήρως ακόμη και στα όρια μιας μόνο ηπείρου. Οι Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης αντιπροσωπεύουν το ιστορικό σύνθημα, που είναι ένα στάδιο στο δρόμο προς την παγκόσμια σοσιαλιστική συνομοσπονδία… Η πρωτοπορία του ευρωπαϊκού προλεταριάτου λέει στα σημερινά της αφεντικά: για να ενώσουμε την Ευρώπη, είναι πρώτα απ΄ όλα αναγκαίο να αποσπάσουμε την εξουσία από τα χέρια σας. Θα το κάνουμε. Θα ενώσουμε την Ευρώπη. Θα την ενώσουμε ενάντια στον εχθρικό καπιταλιστικό κόσμο. Θα τη μετατρέψουμε σε ισχυρό στρατόπεδο του μαχητικού σοσιαλισμού. Θα την κάνουμε τον ακρογωνιαίο λίθο της Παγκόσμιας Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας.»

Οι παραπάνω γραμμές είναι σήμερα πιο επίκαιρες από ποτέ, στη βάση της πλήρους κυριαρχίας των ηπειρωτικών και παγκόσμιων «καρτέλ» της παραγωγής, της διανομής και της πίστωσης, στην εποχή που περισσότερο από κάθε άλλη, οι εργαζόμενοι σε ολόκληρη την Ευρώπη έχουν αποκτήσει κοινή συνείδηση, αλληλένδετη μοίρα και κοινά μέσα συντονισμού των κινημάτων τους.

Το σύνθημα του αγώνα για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης υιοθετήθηκε από την Κομμουνιστική Διεθνή το 1923. Πολύ σύντομα όμως εγκαταλείφτηκε από τους σταλινικούς, στο πλαίσιο τους εθνικιστικού εκφυλισμού της σταλινικής περιόδου της Κ.Δ. Ο διαχρονικός αντίλογος για αυτό το σύνθημα χρησιμοποιεί δύο επιχειρήματα, βγαλμένα από το παραδοσιακό αντι-μαρξιστικό οπλοστάσιο του διεθνούς σταλινισμού και της περίφημης θεωρίας του για τον «σοσιαλισμό σε μια χώρα».

Το πρώτο επιχείρημα είναι η περίφημη επίκληση του νόμου της «ανισόμερης εξέλιξης των διαφορετικών χωρών». Το θεωρητικό λάθος των σταλινικών είναι ότι από το νόμο της ανισόμερης εξέλιξης, για να δικαιολογήσουν τον «σοσιαλισμό σε μια χώρα», φτάνουν στο συμπέρασμα της ανεξάρτητης εξέλιξης της μιας χώρας από την άλλη. Ο Τρότσκι απαντώντας σε αυτό το επιχείρημα εξηγούσε ότι εξαιτίας της καθολικότητας, της ευκινησίας και της διασποράς του χρηματιστικού κεφαλαίου, ο ιμπεριαλισμός συνδέει με πολύ μεγάλη ταχύτητα και βάθος, σε ένα και μόνο σύνολο τις διάφορες εθνικές και ηπειρωτικές δεξαμενές. Δημιουργεί ανάμεσά τους μια στενή εξάρτηση ζωτικής σημασίας. Πλησιάζει τις οικονομικές μέθοδες τους, τις κοινωνικές μορφές τους και τα επίπεδα εξέλιξής τους.

Οι διάφορες χώρες εξελίσσονται άνισα, αλλά όχι ανεξάρτητα και απομονωμένες η μια από την άλλη. Οι προηγμένες αλληλεπιδρούν με τις καθυστερημένες. Πάνω στη βάση αυτή, το σύνθημα για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης, αποτελεί την απάντηση της εργατικής τάξης στην αναγκαιότητα ο σημερινός βαθμός αλληλοσύνδεσης των διαφορετικών κρατών να πάρει ένα ανώτερο και επωφελές για τους εργαζόμενους της Ευρώπης κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο.

Το άλλο επιχείρημα των σταλινικών είναι «η ανισόμερη ανάπτυξη της ταξικής πάλης». Ασφαλώς, η προλεταριακή επανάσταση δεν ξεσπάει ταυτόχρονα σε όλες τις χώρες. Αλλά από την άλλη πλευρά όμως, δεν αποτελεί ένα εθνικό φαινόμενο. Έχει την οργανική τάση να εξαπλώνεται από τη μια χώρα στην άλλη, τόσο για να υπερασπιστεί τον εαυτό της ενάντια στους ισχυρούς εξωτερικούς εχθρούς, όσο και για τις ανάγκες οργάνωσης της οικονομίας. Σήμερα στην εποχή της τεχνολογικής ανάπτυξης των μέσων επικοινωνίας και συγκοινωνιών και της εδραίωσης της αίσθησης κοινής μοίρας την οποία δημιουργεί  στην εργατική τάξη παγκόσμια η πραγματικότητα της κρίσης, η εξάπλωση της προλεταριακής επανάστασης από την μια χώρα στην άλλη μπορεί να είναι γρηγορότερη και πιο συγχρονισμένη από ποτέ.

Στην εποχή του ιντερνέτ οι σταλινικοί παρουσιάζουν την «ανισόμερη εξέλιξη της ταξικής πάλης» σαν μια πραγματικότητα που επιβάλει  μια ανεξάρτητη, εθνική πορεία για τις επαναστάσεις. Μια απλή ματιά στην τρομερή αλληλεπίδραση που είχαν τα κινήματα που ξέσπασαν από την αρχή του χρόνου στον Αραβικό κόσμο, την Ευρώπη και τις ΗΠΑ φθάνει για να κονιορτοποιήσει τις στενόμυαλες, πατριωτικές αντιλήψεις των σταλινικών.

Η ίδια η δημιουργία της καπιταλιστικής ΕΕ αποτελεί απόδειξη ότι οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν φθάσει σε ένα επίπεδο κατά το οποίο δεν μπορούν να αναπτύσσονται πλέον μέσα στα εθνικά σύνορα. Έτσι η αναγκαία για την απελευθέρωσή τους από τα δεσμά της ατομικής ιδιοκτησίας σοσιαλιστική επανάσταση, επικρατώντας σε μια χώρα της Ευρώπης, αντικειμενικά θα τείνει να επεκταθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη. Με τη σειρά τους οι Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης, μπορούν να αποτελέσουν το πρώτο γιγάντιο βήμα για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες του Κόσμου!

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 3ο” ]

Ελληνικός καπιταλισμός: ιστορική πορεία στο αδιέξοδο

Η παρούσα περίοδος είναι η πιο κρίσιμη στην ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού. Αλλά ποιοι είναι οι βασικοί σταθμοί αυτής της ιστορίας; Για να κατανοήσουμε το ιστορικό υπόβαθρο του σημερινού αδιεξόδου της καπιταλιστικής Ελλάδας είναι σκόπιμο να τους αναφέρουμε συνοπτικά.

Η στρεβλή και ευνουχισμένη μορφή που είχε η κατάληξη της αστικοδημοκρατικής επανάστασης του 1821, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός κρατιδίου  – οργάνου των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης το 1830. Τα πρώτα ελληνικά κεφάλαια συσσωρεύτηκαν έξω από την Ελλάδα, κύρια από εμπόρους, πλοιοκτήτες και τραπεζίτες, που σαν συνεργάτες των μεγάλων καπιταλιστικών οίκων της Δυτικής Ευρώπης κυριάρχησαν στην Αίγυπτο, την Μ. Ασία, τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι και τη Ρουμανία.

Από τα πρώτα τους βήματα οι Έλληνες καπιταλιστές ήταν μεσίτες, έμποροι και μεταπράτες, απόλυτα εξαρτημένοι από το ξένο μεγάλο κεφάλαιο. Δεν στράφηκαν στο να δημιουργήσουν μια σοβαρή βιομηχανική υποδομή. Ότι έκαναν είχε έναν καιροσκοπικό χαρακτήρα. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γ. Κορδάτος στο βιβλίο του «Η ιστορία της Ελληνικής κεφαλαιοκρατίας» «..παρά τις προσπάθειες του Χ. Τρικούπη από το 1882 έως το 1890 ν’ αστικοποιήσει την χώρα και με την βοήθεια μεγάλων δανείων από το εξωτερικό να δημιουργήσει μια υποδομή για την ανάπτυξη της ντόπια βιομηχανίας, το ελληνικό και ξένο κεφάλαιο που ήρθε προτίμησε τις τραπεζιτικές, τις μεταλλευτικές και τις ναυτικές επιχειρήσεις από τις οποίες έβγαιναν μεγάλα κέρδη..».

Η αστική τάξη εδραίωσε την πολιτική εξουσία της 1909 με το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί. Αυτή ήταν μια περίοδος κατά την οποία οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είχαν ήδη μοιράσει ολόκληρο τον κόσμο σε σφαίρες επιρροής, ο καπιταλισμός παγκόσμια έμπαινε στην εποχή της επιθανάτιας αγωνίας του και το εργατικό κίνημα στην Ευρώπη ετοιμαζόταν ήδη να διεκδικήσει την εξουσία στη μια χώρα μετά την άλλη.

Ο αργοπορημένος ερχομός της στο ιστορικό προσκήνιο, έκανε την ελληνική αστική τάξη ανίκανη να παίξει έναν επαναστατικό ρόλο ενάντια στο παλιό φεουδαρχικό καθεστώς και να δώσει ριζικές λύσεις στα αστικοδημοκρατικά προβλήματα και ιδιαίτερα στο μοίρασμα της γης στους χωρικούς και στο σπάσιμο της εξάρτησης από τους ξένους ιμπεριαλιστές. Γι’ αυτό το λόγο, συμβιβάζεται με τα παλιά πολιτικά «τζάκια» και τον βασιλιά, πράγμα που την φέρνει σε σύγκρουση όχι μόνο με τους εργάτες, αλλά και με την αγροτιά και την κάνει από την αρχή εχθρική απέναντί της.

Όπως εξηγούσε στο σημαντικό έργο του «Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα» ο πρώτος γραμματέας του ΚΚΕ Π. Πουλιόπουλος, «..η ελληνική αστική τάξη ίσαμε την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα προχώρησε δισταχτικά και σε διαρκείς συμβιβασμούς με τον παλιό κόσμο, την αυλή, φεουδαρχία και τον κλήρο. Όλα τα μεταρρυθμιστικά βήματα φέρνουνε τη σφραγίδα του μεσοβέζικου και διστακτικού πνεύματος, του φόβου της μπρος σε ριζοσπαστικές πληβειακές λύσεις..».

Ο πρώτος κύκλος σοβαρής εκβιομηχάνισης του ελληνικού καπιταλισμού συντελείται στο Μεσοπόλεμο, από τα πρώτα χρόνια τις δεκαετίας του 1920 έως την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Σε αυτό το διάστημα η βιομηχανική βάση σχεδόν διπλασιάζεται και παράλληλα, έχουμε τη δημιουργία ενός μαχητικού προλεταριάτου, συνδικάτων και του πρώτου κόμματος της εργατικής τάξης, του ΚΚΕ, κάτω από την επίδραση της Οκτωβριανής επανάστασης.

Μετά τις καταστροφικές ήττες της γενικής απεργίας του 1936 με επίκεντρο της Θεσσαλονίκη και της επανάστασης 1944-49 (εξέγερση Δεκεμβριανών και «εμφύλιος»), που προήλθαν από την προδοτική πολιτική ταξικής συνεργασίας της σταλινικής ηγεσίας του ΚΚΕ, μπήκαν οι βάσεις για μια νέα ανάπτυξη της βιομηχανίας, πάνω στα συντρίμμια του εργατικού κινήματος.

Το 1963 για πρώτη φορά η βιομηχανική παραγωγή ξεπέρασε την αγροτική παραγωγή. Η βιομηχανική ανάπτυξη κορυφώθηκε λίγο αργότερα κατά τη δεκαετία 1963-1973. Από το 1974 και μετά, η πορεία υποχώρησης του παγκόσμιου καπιταλισμού και αργότερα, η «πλημμύρα» από εμπορεύματα των ισχυρότερων ευρωπαϊκών χωρών στην ελληνική αγορά που σηματοδότησε η είσοδος στην ΕΟΚ, έφεραν μια παρατεταμένη περίοδο στασιμότητας και σχετικής συρρίκνωσης της βιομηχανίας, ως ποσοστό δηλαδή, επί του συνόλου της εθνικής οικονομίας.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι το 2008 είχαμε μια σημαντική ανάπτυξη του ελληνικού ΑΕΠ (περίπου 3% κατά μέσο όρο), η οποία στηρίχθηκε κύρια: α) στην πτώση του εργατικού κόστους που προήλθε από την υποχώρηση του εργατικού κινήματος και την υπερ-εκμετάλλευση των εξαθλιωμένων μεταναστών, β) στις αυξημένες κρατικές δαπάνες και σε κοινοτικές χρηματοδοτήσεις για έργα υποδομής και εγκαταστάσεις, με πιο ενδεικτικές αυτές για την Ολυμπιάδα του 2004 και γ) στον υπέρογκο και φθηνότερο σε σχέση με το παρελθόν δανεισμό, που τροφοδότησε τεχνητά την κατανάλωση και ιδιαίτερα, τον τομέα των κατασκευών μέσω των χιλιάδων στεγαστικών δανείων.

Όμως καθ’ όλη αυτή την περίοδο, η σχετική αποβιομηχάνιση συνεχίστηκε μέσα από την μαζική μετεγκατάσταση βιομηχανικών μονάδων σε γειτονικές χώρες των Βαλκανίων, ενώ η εγχώρια αγορά καταλήφθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό από μεγάλα πολυεθνικά μονοπώλια, μέσα από τη διαδικασία των εξαγορών, των ιδιωτικοποιήσεων ή της σταδιακής επιβολής της κυριαρχίας τους, λόγω του όγκου των κεφαλαίων τους. Στο αποκορύφωμα της πολυετούς ανάπτυξής του, το 2008, ο ελληνικός καπιταλισμός είχε εδραιώσει τη θέση του μέσα στο κλαμπ του ανεπτυγμένου Δυτικού καπιταλισμού, αλλά παρ’ όλα αυτά πάντοτε σαν ένας από τους πιο «αδύναμους κρίκους» του.

Η χαμηλή  ανταγωνιστικότητα του ελληνικού «αδύναμου κρίκου» οφείλεται στο γεγονός ότι οι Έλληνες αστοί, παρά τα μεγάλα κεφάλαια που συσσώρευσαν μεταπολεμικά,  ουδέποτε επένδυσαν με ένα σοβαρό τρόπο στις νέες τεχνολογίες, στην έρευνα και στην ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής. Οι απολογητές τους το τελευταίο διάστημα, αρέσκονται να  αποδίδουν το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού στο «σπάταλο», «διεφθαρμένο» και «δυσκίνητο κράτος». Μιλούν για το κράτος σα να πρόκειται για μια δύναμη που εξυπηρετεί τον εαυτό της. Δεν λείπουν μάλιστα και αυτοί που προκλητικά φθάνουν να μιλούν για ένα κράτος «σοβιετικού τύπου»!

Όμως όπως ο μαρξισμός εξηγεί, σε μια ταξική κοινωνία το κράτος δεν είναι ουδέτερο. Είναι  το κράτος της άρχουσας τάξης. Όλες οι στρεβλώσεις του σύγχρονου ελληνικού κράτους αντανακλούν την διαμορφωμένη ιστορικά φύση και νοοτροπία της ελληνικής άρχουσας τάξης.

Η «αθάνατη ελληνική γραφειοκρατία» και οι «απαρχαιωμένες και δυσκίνητες κρατικές δομές» δεν έπεσαν από τον ουρανό. Αποτελούν έκφραση του αυταρχικού – αστυνομικού πνεύματος με το οποίο κυβέρνησε για πολλές δεκαετίες η ελληνική άρχουσα τάξη υπό την διαρκή απειλή της κοινωνικής επανάστασης. Είναι επίσης η αντανάκλαση της γενικότερης καθυστέρησης του ελληνικού καπιταλισμού που αποτυπώνεται πάνω στο κράτος με δαιδαλώδεις και  χρονοβόρες διοικητικές μεθόδους.

Το ελληνικό κράτος είναι σπάταλο γιατί η ελληνική άρχουσα τάξη είναι κρατικοδίαιτη και διαχρονικά στηριγμένη στο κρατικό χρήμα πολύ περισσότερο από τις άρχουσες τάξεις στον υπόλοιπο αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο. Οι Έλληνες αστοί έβλεπαν πάντα το κράτος σαν βασική πηγή γρήγορου και εύκολου κέρδους μέσα από τις κρατικές προμήθειες, τα μεγάλα κρατικά έργα, τις απευθείας «επενδυτικές» επιδοτήσεις, τις φοροαπαλλαγές, τις φορο-ελαφρύνσεις και την προκλητική ανοχή στην φοροδιαφυγή. Όλα αυτά δημιούργησαν μια οργανική τάση για αυξημένα ελλείμματα και χρέη, η οποία οξύνθηκε στην κατεύθυνση μιας ανοιχτής χρεοκοπίας μετά την εμφάνιση της διεθνούς ύφεσης το 2008.

Η θέση του ελληνικού καπιταλισμού σαν πιο «αδύναμου κρίκου» της Ευρωζώνης τον έκανε να έρθει πρώτος πιο κοντά στην χρεοκοπία. Ωστόσο η ίδια η ζωή, με την μια χώρα μετά  την άλλη να αντιμετωπίζει το φάσμα της υπερχρέωσης, αποδεικνύει ότι το αδιέξοδό του είναι οργανικό τμήμα του διεθνούς καπιταλιστικού αδιεξόδου. Οι προοπτικές της Ελλάδας είναι πλήρως υποταγμένες στις προοπτικές τις ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας.

Αν ο ευρωπαϊκός και ο παγκόσμιος καπιταλισμός έμπαιναν σε μια περίοδο ισχυρής ανάκαμψης, τότε θα ήταν αυξημένες οι πιθανότητες για μια διευθέτηση του ελληνικού χρέους που θα μπορούσε να εξασφαλίσει σταθερότητα για το ευρώ και να θέσει ξανά σε τροχιά ανάπτυξης τον ελληνικό καπιταλισμό. Όμως σε συνθήκες έλευσης μιας δεύτερης απανωτής διεθνούς ύφεσης, για τον ελληνικό καπιταλισμό προδιαγράφεται ένα μέλλον χρεοκοπίας, παρακμής και εκρηκτικής ταξικής πάλης.

Ύφεση και χρεοκοπία

Για να κατανοήσουμε το σημερινό αδιέξοδο του ελληνικού καπιταλισμού δεν πρέπει να αρχίσουμε από την εξέλιξη των μεγεθών του ελλείμματος και του δημόσιου χρέους, αλλά από την πηγή της όξυνσής τους, που είναι η ύφεση.

Η Ελλάδα σύμφωνα με τα τελευταία αποκαλυπτικά αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (Οκτώβριος 2011) είχε μπει επίσημα στην ύφεση το 2008 και όχι το 2009. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα μπήκε στην ύφεση ταυτόχρονα με τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Δύσης και στην πραγματικότητα, ουδέποτε ανέκαμψε από αυτή, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες που γνώρισαν μια αναιμική ανάκαμψη από το 2009 και έως σήμερα.

Έτσι λοιπόν κλείνουμε τον 4ο συνεχόμενο χρόνο ελληνικής ύφεσης (2008, 2009, 2010 και 2011). Τριάντα γνωστοί οικονομολόγοι σε έρευνα του πρακτορείου “Reuters” που δημοσιεύθηκε στις 24/11 προέβλεψαν ότι θα έχουμε και για 5ο χρόνο ύφεση, η οποία θα κινείται στο 3%, ενώ οι προβλέψεις τους κάνουν λόγο και για την πολύ πιθανή περίπτωση να υπάρξει και 6ος χρόνος ύφεσης (2013).

Το 2008 το ελληνικό ΑΕΠ ανερχόταν συνολικά σε 232,9 δις ευρώ. Έπεσε 0,2% και διαμορφώθηκε στα  231,6 δις. Το 2009 έπεσε ακόμα κατά 3,2% και διαμορφώθηκε στα 227,3 δις Το 2010 μειώθηκε περαιτέρω κατά 3,5% και έφτασε στα 217,3 δις ευρώ. Το 2011 με την ύφεση να αναμένεται να κλείσει κοντά στο 7%, το ελληνικό ΑΕΠ αναμένεται να συρρικνωθεί στα 202,3 δις ευρώ. Η συνολική πτώση συγκριτικά με το 2008 θα είναι δηλαδή κοντά στο 13%, δηλαδή 30 δις ευρώ. Η μείωση αυτή είναι πρωτοφανής για την σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, αλλά και για την μεταπολεμική ιστορία ολόκληρου του αναπτυγμένου Δυτικού καπιταλισμού.

Ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής βρίσκεται φέτος στις 74,1 μονάδες, έχοντας χάσει πάνω από 25 μονάδες από το 2005 (έτος βάσης του σχετικού δείκτη, στις 100 μονάδες). Τα τελευταία στοιχεία για την  ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα δείχνουν ότι το πρώτο 7μηνο του 2011 υποχώρησε κατά 39,4% συγκριτικά με το αντίστοιχο διάστημα του 2010, επιτείνοντας το αδιέξοδο στους δεκάδες κλάδους που σχετίζονται με την οικοδομή.

Παράλληλα, η φθινοπωρινή έκθεση του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ για το 2012 τοποθετεί την πραγματική ανεργία στα επίπεδα του 1961! Ήδη σε κάθε 1 πρόσληψη στον ιδιωτικό τομέα αντιστοιχούν 7 απολύσεις. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ τον επόμενο χρόνο αναμένονται 183.000 λουκέτα σε μικρές επιχειρήσεις, με προοπτική απώλειας 250.000 θέσεων εργασίας.

Στη μεταπολεμική Ελλάδα ο αριθμός των οικονομικά ενεργών ατόμων ήταν κατά κανόνα μεγαλύτερος από τον αριθμό των οικονομικά μη ενεργών (δηλαδή τα ανήλικα άτομα και οι συνταξιούχοι και μη που είναι 65 ετών και άνω). Το 2011 η σχέση αυτή ανατράπηκε. Ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός της χώρας υπερτερεί κατά πολύ από τους απασχολούμενους, καθώς οι πρώτοι ανέρχονται σε 4.403.503 και οι δεύτεροι σε 4.034.537 άτομα, ενώ πέρυσι ήταν 4.298.958 και 4.398.890 άτομα, αντίστοιχα.

Η ύφεση στη Ελλάδα ξέσπασε το 2008 σαν έκφραση της διεθνούς τάσης για συρρίκνωση των παραγωγικών δυνάμεων. Όμως το πρωτοφανές της βάθος, από τη μία πλευρά επιβεβαιώνει τον τεχνητό χαρακτήρα της προηγούμενης πολύχρονης ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, μιας ανάπτυξης δηλαδή που δεν στηρίχθηκε στις παραγωγικές επενδύσεις, αλλά στις «ενέσεις» των κρατικών – κοινοτικών χρηματοδοτήσεων και των δανείων που ενίσχυσαν τεχνητά την κατανάλωσης και από την άλλη, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απόπειρα από το 2009 και έπειτα, να αφαιρεθεί βίαια και εκτεταμένα εισόδημα από τις πλατιές λαϊκές μάζες για την εξυπηρέτηση του γιγάντιου δημόσιου χρέους.

Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα εφαρμόζεται το πιο σκληρό πρόγραμμα περικοπών στη μεταπολεμική Ιστορία του καπιταλιστικού κόσμου. Μόνο για το 2010 το ελληνικό κράτος περιόρισε το έλλειμμά του κατά 7,5%. Το ύψος των περικοπών ανέρχονταν στο 13% του ΑΕΠ. Για να καταλάβουμε το τι σημαίνει αυτό πρέπει να αναλογιστούμε ότι αν γινόταν ένα ανάλογο εγχείρημα στη Γερμανία, θα έφερνε περικοπές 300 δις ευρώ, την περικοπή δηλαδή ενός ολόκληρου ετήσιου προϋπολογισμού!

Αλλά παρά τις γιγάντιες περικοπές το χρέος αυξάνεται ασταμάτητα. Το 2010 το ελληνικό χρέος ήταν 329 δις ευρώ, ενώ το 2011 με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ανέρχεται στα 366 δις. Από το ποσό αυτό, τα 259,7 δις ευρώ αφορούν ομόλογα ενώ τα 65,17 δις είναι δάνεια από την τρόικα. Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ το 2011 προσεγγίζει πλέον ταχύτατα το 180%.

Τα 4 επόμενα χρόνια με βάση τα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών, το ελληνικό κράτος θα πρέπει να καταβάλει 190 δις ευρώ για να εξυπηρετήσει το χρέος. Αν αναλογιστούμε εδώ ότι: α) το σύνολο των κρατικών εσόδων φθάνει φέτος τα 51 δις ευρώ, β)  από το πρώτο δάνειο της τρόικας των 110 δις ευρώ ακόμα και αν καταβληθεί κανονικά η 6η δόση, θα μένει να εισπραχθούν ακόμα μόλις 37 δις ευρώ, γ) το δεύτερο δάνειο των 109 δις που προβλέπει η συμφωνία της 26ης Οκτώβρη είναι μετέωρο, καθώς η κρίση εξαπλώνεται ταχύτατα στην Ευρωζώνη, δ) η Ελλάδα δεν μπορεί να βγει για να δανειστεί στις αγορές τουλάχιστον για μια δεκαετία ακόμα, τότε συμπεραίνουμε ότι ακόμα και με δραστική αύξηση των εσόδων τα επόμενα χρόνια – κάτι που είναι αδύνατο σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης –  το χρέος δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί και μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία της Ελλάδας το επόμενο διάστημα είναι το πιθανότερο ενδεχόμενο. (Ήδη, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η Ελλάδα φλερτάρει επίσημα με την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία, καθώς τα στοιχεία του Λογιστηρίου του Κράτους δείχνουν ότι αν δεν εκταμιευθεί η 6η δόση του πρώτου δανείου θα καταστεί αδύνατο να πληρωθούν ομόλογα 2,8 δις ευρώ που λήγουν τον Δεκέμβριο, καθώς και οι μισθοί και οι συντάξεις).

Κατά πόσο όμως μπορεί να αποτρέψει τη χρεοκοπία η εφαρμογή της συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου; Σε ό,τι φορά τις βασικές τις προβλέψεις, η συμφωνία θα διαγράψει χρέος ύψους 67,5 δις. ευρώ, δηλαδή ποσό που αντιστοιχεί μόλις στο 20% του συνολικού χρέους. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η εφαρμογή της συμφωνίας, στην καλύτερη περίπτωση θα δώσει χρόνο, αναβάλλοντας για λίγο την χρεοκοπία του ελληνικού κράτους.

Πιο συγκεκριμένα, στην καλύτερη εκδοχή εφαρμογής της συμφωνίας, η Ελλάδα θα πρέπει να καταβάλει τα επόμενα 4 χρόνια 95 δις ευρώ, αντί για 190 δις ευρώ. Όμως ακόμα και έτσι, για να εξυπηρετηθεί το χρέος την επόμενη τετραετία θα πρέπει να καταβληθούν στους δανειστές τα κρατικά έσοδα δύο χρόνων. Αυτό, ειδικά σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης είναι αδύνατο να συμβεί, χωρίς να οδηγηθούμε, τουλάχιστον σε μια δραστική εσωτερική στάση πληρωμών κάποια στιγμή.

Και όλα αυτά με το καλύτερο δυνατό σενάριο εφαρμογής της συμφωνίας. Γιατί υπάρχει και η αρνητική εκδοχή που προωθούν στη διαπραγμάτευση οι τραπεζίτες μέσω του «IFF» (εκπρόσωπος του διεθνούς τραπεζικού κεφαλαίου), που απαιτούν τα νέα, «κουρεμένα» ομόλογα να προβλέπουν αυξημένο ετήσιο επιτόκιο 8%, που θα εξουδετερώσει ουσιαστικά το όφελος που έχει ήδη προϋπολογίσει η κυβέρνηση από τους τόκους τα επόμενα χρόνια.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 4ο” ]

«Υποτίμηση» για τις μάζες – χλιδή για τους αστούς

Είναι ανάγκη να κατανοηθεί ότι το πρόγραμμα άγριας λιτότητας που εφαρμόζεται τα 2 τελευταία χρόνια δεν είναι μια «λάθος συνταγή». Οι συνασπισμένοι δυτικοί ιμπεριαλιστές – πιστωτές και η ελληνική άρχουσα τάξη ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Ονομάζοντας την επίθεση στο βιοτικό επίπεδο των μαζών «υποτίμηση», παραδέχονται ότι συνειδητά συντρίβουν τα εργατικά και μικροαστικά εισοδήματα για να πληρωθούν οι ψηλοί τόκοι και να εξασφαλιστούν στο μέλλον μεγαλύτερα και πιο σίγουρα κέρδη.

Οι πιο κυνικοί εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης όπως ο Κων. Μητσοτάκης, δηλώνουν ανοιχτά ότι ο ελληνικός λαός πρέπει να εξοικειωθεί πλέον στην ιδέα της μαζικής φτώχειας και υποστηρίζουν ότι η ύφεση είναι «αναγκαίο κακό». Και αν ορισμένοι από  τους έλληνες αστούς, όπως η ηγεσία της ΝΔ ακόμα και η ηγεσία του ΣΕΒ σε ορισμένες περιπτώσεις, δηλώνουν ότι διαφωνούν με τους απανωτούς φόρους και το συγκεκριμένο «μίγμα πολιτικής» της τρόικας, αυτό το κάνουν από πανικό και ανησυχία για τις επαναστατικές επιπτώσεις που έχει η επίθεση στη συνείδηση της κοινωνίας και όχι επειδή έχουν να προτείνουν έναν διαφορετικό – πιο ήπιο τάχα, φιλολαϊκό και «αναπτυξιακό» – δρόμο διατήρησης του ελληνικού καπιταλισμού στη ζωή. Ένας τέτοιος δρόμος δεν υπάρχει.

Την ίδια ώρα που οι αστοί νουθετούν τους εργαζόμενους να μάθουν να ζουν με λιγότερα, ακόμα και μέσα στην πιο βαθειά ύφεση, με βάση στοιχεία της «Πήγασος ΑΧΕΠΕΥ» για το πρώτο εξάμηνο του έτους, 95 μεγάλες εταιρείες εισηγμένες στο Χρηματιστήριο (το 38,5% του συνόλου των εισηγμένων) συνεχίζουν να σημειώνουν κέρδη και μάλιστα, 42 από αυτές, αύξησαν τα κέρδη τους σε σχέση με πέρσι!

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι έλληνες εφοπλιστές, οι οποίοι στο πρώτο επτάμηνο του έτους επένδυσαν συνολικά 12 δισ. δολάρια για νέες ναυπηγήσεις και αγορές πλοίων, ερχόμενοι πρώτοι στον σχετικό κατάλογο σε όλο τον κόσμο, ενώ οι μεγάλοι ανταγωνιστές τους οι Κινέζοι, έχουν επενδύσει μόλις 2,4 δισ. δολάρια.

Ο προκλητικός, αντιδραστικός ρόλος των ελλήνων εφοπλιστών τράβηξε μάλιστα την προσοχή του διεθνούς τύπου. Σε δυο εκτενή της άρθρα μέσα στο Νοέμβρη η γαλλική εφημερίδα Le Monde αναφερόταν στην «ευτυχία να ζεις ως εφοπλιστής στην Ελλάδα». Το πρώτο άρθρο γράφει για τον «ομφάλιο λώρο μεταξύ κράτους και εφοπλιστών» στην Ελλάδα και αναφέρεται στο άρθρο 107 του Συντάγματος που εξαιρεί τους εφοπλιστές από τη φορολογία επί των κερδών. «Συντηρητικοί, αν όχι αντιδραστικοί πολλοί από αυτούς στήριξαν τη δικτατορία του 1967 ενώ σήμερα χρηματοδοτούν φιλανθρωπικούς σκοπούς, έδρες ελληνικών σπουδών σε βρετανικά πανεπιστήμια αλλά και τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο» προσθέτει η Monde.

Την ίδια στιγμή, οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες με άλλοθι τις απώλειες από το κούρεμα 50% στα κρατικά ομόλογά και την κρίση γενικότερα, συνεχίζουν να ενισχύονται προκλητικά από το κράτος και την ΕΚΤ. Το ποσό που θα χάσουν οι ελληνικές τράπεζες από το κούρεμα, αλλά και από τα δάνεια που θα χαρακτηριστούν «ως μη εισπράξιμα», υπολογίζεται σε 40-45 δις ευρώ, όπως αναφέρθηκε σε συνάντηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας με τους τραπεζίτες. Όμως οι μεγαλομέτοχοί τους τα τελευταία χρόνια κάθε άλλο παρά έχουν ζημιωθεί.

Το συνολικό ποσό των κρατικών ενισχύσεων που θα έχουν δοθεί προς τις ελληνικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της «ανακεφαλαιοποίησης» του πακέτου της 26ης Οκτωβρίου, σε διάφορες μορφές (εγγυήσεις, προνομιούχες μετοχές, ειδικά ομόλογα του δημοσίου, τα πρώτα €10 δις του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας) φτάνει πλέον τα €185 δις, όταν η σημερινή χρηματιστηριακή αξία όλων των ελληνικών τραπεζών είναι μόλις €4 δις!

Σε αυτά τα χρήματα θα πρέπει να προσθέσουμε τα 41 δις ευρώ που καρπώθηκαν ως συνολικά κέρδη οι ελληνικές τράπεζες την δεκαετία 2000-2009, καθώς και τα κέρδη από τις θυγατρικές τους στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, που π.χ το 2007 έφθαναν στο 20% των συνολικών τους κερδών.

Αυτή τη στιγμή οι Έλληνες τραπεζίτες δίνουν μάχη για να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους. Επιδιώκουν, παρά τη νέα γιγαντιαία επιδότηση των ζημιών τους από το κράτος και το EFSF (που καλείται «ανακεφαλαιοποίηση»), να διατηρήσουν τις μετοχικές τους πλειοψηφίες μέσω της παροχής «προνομιούχων» και όχι «κοινών μετοχών» στους τροφοδότες της «ανακεφαλαιοποίησής» τους, για να συνεχίζουν να απολαμβάνουν κέρδη από κεφάλαια που δεν τους ανήκουν.

Η μαζική απόσυρση καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες είναι η σαφέστερη ένδειξη ότι πρώτοι οι ίδιοι οι έλληνες αστοί δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη στις προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, από τον Δεκέμβριο του 2009 όταν άρχισε να βαθαίνει η κρίση, οι ιδιωτικές καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες μειώθηκαν κατά 60 δισ. ευρώ. Την ίδια στιγμή, οι συνολικές καταθέσεις των ελλήνων στην Ελβετία σύμφωνα με εκτίμηση του γερμανικού περιοδικού «Der Spiegel», είναι δυνατό να φθάνουν στο αστρονομικό ποσό των 600 δις ευρώ («Ε» 8/2/2011).

Όλα αυτά τα στοιχεία συγκροτούν μια πραγματικότητα ακραίας ανισότητας που βαθαίνει όλο και περισσότερο στο έδαφος της κρίσης: από τη μια πλευρά μαζική εξαθλίωση και περιθωριοποίηση της εργατικής τάξης και των μικροαστών και από την άλλη, αμύθητα πλούτη για μια χούφτα καπιταλιστές. Αυτή η κολοσσιαία ανισότητα εκφράζει την παρούσα απόλυτα αντιδραστική φάση του καπιταλισμού στην Ελλάδα και διεθνώς. Οι ρεφορμιστές φαντάζονται ότι με «μεταρρυθμίσεις  αναδιανομής» μπορεί να γυρίσει η Ιστορία πίσω στην μεταπολεμική περίοδο και ο καπιταλισμός να γίνει περισσότερο «ανθρώπινος». Όμως η ανισότητα είναι το σύμπτωμα και όχι η αιτία της αρρώστιας. Η αρρώστια της κοινωνίας λέγεται καπιταλισμός και ο μόνος τρόπος για να απαλλαγεί η εργατική τάξη από αυτήν είναι η σοσιαλιστική επανάσταση.

Η έξοδος από το ευρώ και η αποδυνάμωση του ελληνικού καπιταλισμού

Απαντώντας σε αυτούς που ισχυρίζονται ότι τάχα, η Ελλάδα είναι εδραιωμένη στην Ευρωζώνη, εδώ και 2 χρόνια εξηγούμε ότι η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ είναι πολύ πιθανή, σαν μέρος της πορείας συνολικής υπονόμευσης του ευρώ, πάνω στο έδαφος της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης.

Την προοπτική εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, έθεσαν για πρώτη φορά «στο τραπέζι» επίσημα στις αρχές Νοέμβρη η Μέρκελ και ο Σαρκοζί. Την προωθούν όλο και πιο ανοιχτά οι Αυστριακοί και Ολλανδοί αστοί, ενώ τη ζητάει πολύ έντονα ένα μεγάλο τμήμα της άρχουσας τάξης στη Γερμανία. Το υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας δε, όπως ανέφερε το περιοδικό «Der Spiegel» στις 14/11, έχει ήδη επεξεργαστεί συγκεκριμένα σενάρια εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ.

Παρά τη σημερινή αυτοκριτική τους διάθεση για την ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ, ειδικά οι Γερμανοί αστοί, ωφελήθηκαν σημαντικά από αυτή. Κατά την περίοδο ένταξης της Ελλάδας στο ευρώ το 2000, το μεγαλύτερο ποσοστό του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας οφειλόταν στο εμπόριο με την Ιταλία. Στα αμέσως επόμενα χρόνια, το ελληνικό εμπορικό έλλειμμα σημείωσε τόση αύξηση στις εμπορικές σχέσεις με τη Γερμανία, όσο με καμιά άλλη χώρα. Στο διάστημα από το 2000 έως το 2008, αυξήθηκε κατά 2,1 δισ. ευρώ, με επακόλουθο το 2008, το εμπόριο με τη Γερμανία να ευθύνεται για το μεγαλύτερο ποσοστό του ελλείμματος στο ελληνικό εμπορικό ισοζύγιο (πηγή στοιχείων: ομιλία του Γερμανού βουλευτή της Αριστεράς Μάικ Σλεχτ στην Αθήνα 18/11).

Αν είναι όμως έτσι τα πράγματα, τότε γιατί οι Γερμανοί αστοί κινούνται προς την επιλογή εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ; Ο λόγος είναι ότι με δεδομένη τη σημερινή έκταση ύφεσης και χρέους, αλλά και τον αποκλεισμό της Ελλάδας από τις αγορές τουλάχιστον για μια δεκαετία, για να ματαιωθεί μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία της χώρας τα επόμενα χρόνια, δεν θα φθάσει ούτε το δεύτερο δάνειο της «26ης Οκτώβρη» και θα χρειαστεί οπωσδήποτε ένα τρίτο ή και ένα τέταρτο δάνειο. Όμως, μέσα στις συνθήκες της εισόδου σε μια νέα διεθνή ύφεση που θα απειλεί όλο και πιο πολύ τις υπόλοιπες υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης, οι Ευρωπαίοι και ιδιαίτερα οι Γερμανοί αστοί, αργά ή γρήγορα, θα πεισθούν ότι δεν υπάρχει πλέον η πολυτέλεια να συνεχίζουν να δίνουν δάνεια στην Ελλάδα, αφού η τελευταία αντιπροσωπεύει τον πιο αδύναμο ευρωπαϊκό κρίκο, που δεν πρόκειται να ανακάμψει.

Θα κοιτάξουν πιθανά να καλύψουν απευθείας τις ζημιές των τραπεζών τους, θα προσπαθήσουν να «δέσουν» όσο μπορούν πιο σφιχτά την Ελλάδα με εγγυήσεις για τα ποσά των δανείων που της έχουν ήδη δοθεί, θα κόψουν τις επόμενες δόσεις και θα βγάλουν την Ελλάδα από το ευρώ, αποδεχόμενοι σαν το αναπόφευκτο μικρότερο κακό την ελληνική χρεοκοπία. Το επιχείρημα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν σε αυτή την περίπτωση, θα είναι ότι θέλουν «να προστατέψουν το ενιαίο νόμισμα» και να στείλουν παράλληλα ένα μήνυμα αυστηρότητας στους υπόλοιπους εταίρους της Ευρωζώνης, ώστε να λάβουν τα σκληρότερα μέτρα λιτότητας.

Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ, είναι πολύ πιθανό να συνδυαστεί με την έξοδο και άλλων χωρών με ορόσημο την επικείμενη αλλαγή των συνθηκών της ΕΕ, στην κατεύθυνση της δημιουργίας μιας πιο «σφιχτής» Ευρωζώνης, με πιο ισχυρούς εταίρους και υπό πλήρη γερμανικό έλεγχο.

Όποια μορφή κι αν λάβει η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ, θα επιβεβαιώσει την εκτίμηση των μαρξιστών ότι είναι αδύνατο να κρατούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα συνδεδεμένες σε ένα ενιαίο νόμισμα οικονομίες εντελώς διαφορετικής ισχύος. Αυτή η προοπτική ήδη έχει προκαλέσει τρόμο στους Έλληνες αστούς, που σωστά την αντιλαμβάνονται σαν τη σηματοδότηση του απότομου ξεπεσμού του ελληνικού καπιταλισμού. Όσο όμως κι αν αφορίζουν τους πολιτικούς τους ή και τη «σκληρότητα των Βρυξελλών», η έξοδος από το ευρώ δεν αποτελεί το προϊόν «κακών ελληνικών ή ευρωπαϊκών χειρισμών», αλλά επιβάλλεται από την ίδια την πραγματικότητα της καπιταλιστικής κρίσης.

Το δίλλημα μέσα ή έξω από το ευρώ είναι ψεύτικο, γιατί στην πραγματικότητα έχει σαν αντικείμενο την προσπάθεια να αντιπαρατεθούν δυο διαφορετικά στάδια ανάπτυξης της κρίσης, το σημερινό και το επόμενο. Η έξοδος από το ευρώ είναι η αναγκαία συνέπεια του σταδίου της κρίσης στο οποίο μπαίνουμε και όχι η πρωταρχική αιτία του. Κατά συνέπεια, δεν είναι η δραχμή που θα φέρει τη μαζική εξαθλίωση στην καπιταλιστική Ελλάδα. Αυτή θα αποτελέσει απλά το σύμβολο αυτής της εξαθλίωσης.

Η ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ, δεν ωφέλησε μόνο το γερμανικό κεφάλαιο, αλλά ασφαλώς και την ελληνική άρχουσα τάξη. Μέσα από την πρόσβαση στα χαμηλά ευρωπαϊκά επιτόκια, διασφάλισε στις ελληνικές επιχειρήσεις ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης. Περισσότερο ευνόησε τους πιο ισχυρούς και εξωστρεφείς κλάδους του ελληνικού καπιταλισμού, όπως οι ελληνικές τράπεζες, οι ναυτιλιακές εταιρείες, οι βιομηχανίες τροφίμων και φαρμάκων. Διαθέτοντας το ίδιο ισχυρό νόμισμα, οι πιο δυνατοί έλληνες καπιταλιστές μπορούσαν να ανταγωνιστούν ισότιμα τους ευρωπαίους. Μπορούσαν επίσης ευκολότερα να συνάψουν συνεργασίες με ισχυρούς ευρωπαϊκούς ομίλους.  Τέλος, η διείσδυση τους στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη μπορούσε να γίνει από πλεονεκτική θέση. Συνεπώς, δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι στα χρόνια της ανάκαμψης με το ευρώ, από το 2000 έως το 2007, η ελληνική οικονομία σημείωσε κατά μέσο όρο ανάπτυξη του ΑΕΠ της τάξης του 4,3%.

Οι θιασώτες της επιστροφής στη δραχμή, δεξιοί και αριστεροί, διατείνονται ότι το ευρώ ήταν η αιτία που οδήγησε στην αποβιομηχάνιση της χώρας. Αυτό όμως είναι λάθος. Η τάση για αποβιομηχάνιση της ελληνικής οικονομίας είναι πολύχρονη και αντανακλά την στασιμότατα της βιομηχανικής παραγωγής που επικρατεί τις τελευταίες δεκαετίες στον δυτικό καπιταλισμό συγκριτικά πάντα με την 30ετή μεταπολεμική ανάπτυξη και ιδιαίτερα, αποτελεί έκφραση της διαχρονικής παραγωγικής αδυναμίας του ελληνικού καπιταλισμού.

Όπως ανέφερε σε άρθρο του στην «Αυγή» στις 15/5/2011 ο οικονομικός αναλυτής Κώστας Καλλωνιάτης, σε ετήσια βάση η αποβιομηχάνιση την περίοδο του ευρώ ήταν μόλις το 1/10 της αποβιομηχάνισης που είχαμε κατά τη διάρκεια της «προ ευρώ» 15ετίας. Πιο συγκεκριμένα, η συμμετοχή της βιομηχανικής παραγωγής στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία όλης της οικονομίας ήταν 21,5% το 1985, 19,4% το 1990, 16,5% το 1995, 14% το 2000 και 13,6% το 2008, έτος που ξεσπά η διεθνής κρίση. Ενώ δηλαδή η συμμετοχή της βιομηχανίας υποχωρεί κατά 7,5 ποσοστιαίες μονάδες την περίοδο 1985-2000 (ή 0,5% ετησίως), την οκταετία 2000-2008 υποχωρεί μόλις 0,4 μονάδες (ή 0,05% ετησίως).

Η εξέλιξη επίσης του εμπορικού ελλείμματος αγαθών και υπηρεσιών σαν ποσοστό στο ΑΕΠ με βάση τις στατιστικές του ΟΟΣΑ, δείχνει ότι  το ευρώ δεν επιβάρυνε το εμπορικό έλλειμμα της χώρας. Το έλλειμμα της Ελλάδας ήταν -13,5% το 2000 και τις παραμονές της κρίσης το 2008 είχε μειωθεί στο 10,2%. Τέλος, αναφορικά με το δημόσιο χρέος, κατά τη δεκαετία του ευρώ πριν την εμφάνιση της κρίσης, η αύξησή του ήταν καταφανώς μικρότερη από την περίοδο της δραχμής, αφού ο κύριος όγκος του δημιουργήθηκε κατά τη δεκαετία του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα οδηγήσει τους έλληνες καπιταλιστές στην απώλεια όλων των πλεονεκτημάτων που περιγράψαμε πιο πάνω και θα σηματοδοτήσει – ανάλογα βεβαίως και με την εξέλιξη που θα έχει η ανάπτυξη της κρίσης στην Ευρώπη και παγκόσμια – την αμφισβήτηση της θέσης της χώρας μέσα στο ίδιο το κλαμπ των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών.

Χωρίς ένα ισχυρό νόμισμα στα χέρια της, ζώντας υπό την διαρκή πολιτική και οικονομική κηδεμονία των δανειστών της, με μια αδύναμη βιομηχανική βάση και την εσωτερική αγορά της σε ελεύθερη πτώση, η ελληνική άρχουσα τάξη από μια ισχυρή τοπική ιμπεριαλιστική δύναμη των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης θα τείνει να μετατραπεί σε παράγοντα δευτερεύουσας σημασίας στην ευρύτερη περιοχή.

Η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα θα αποτελέσει «αναγκαίο κακό» που θα επιβληθεί στους έλληνες αστούς, όπως ήδη εξηγήσαμε, από την ταχύτατη ανάπτυξη της διεθνούς κρίσης του καπιταλισμού και τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα του ελληνικού καπιταλισμού. Ακριβώς επειδή οι έλληνες καπιταλιστές δεν έχουν καμία πρόθεση να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού καπιταλισμού προβαίνοντας σε σοβαρές επενδύσεις στη βιομηχανία, την τεχνολογία, την επιστήμη και την έρευνα, θα επιχειρήσουν να αποκτήσουν ένα τεχνητό πλεονέκτημα στις εξαγωγές τους εκμεταλλευόμενοι την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα μέσα από μια διαδικασία νομισματικών υποτιμήσεων, τσακίζοντας επίσης με αυτό τον τρόπο πιο αποτελεσματικά το εργατικό κόστος.

Εδώ πρέπει να τονιστεί, ότι τα πράγματα δεν θα είναι τόσο ρόδινα για τις ελληνικές εξαγωγές, όπως φαντάζονται οι θιασώτες της δραχμής. Το μεγαλύτερο τμήμα των ελληνικών εξαγωγών κατευθύνεται σε χώρες της ΕΕ. Σύμφωνα με τον Ελληνικό Οργανισμό Εξωτερικού Εμπορίου, οι εξαγωγές της Ελλάδας προς τις χώρες της ΕΈ το 2010 αντιπροσώπευαν το 64,2% στο σύνολο των ελληνικών εξαγωγών. Οι ευρωπαίοι αστοί δεν πρόκειται να επιτρέψουν την ανενόχλητη εισβολή φθηνών ελληνικών εμπορευμάτων στις αγορές τους. Είναι πολύ πιθανό, η έξοδος από το ευρώ να συνοδευτεί από μια σειρά μέτρων προστατευτισμού ενάντια στην Ελλάδα και από το πέρασμά της εκτός της ίδιας της Ε.Ε. Επιπρόσθετα, πρέπει να τονίσουμε ότι ούτως ή άλλως, η Ελλάδα δεν έχει μια ισχυρή παραγωγική βάση, ούτε είναι σε θέση να εξάγει άφθονους φυσικούς πόρους όπως η Ρωσία ή η Αργεντινή (δυο από τις χώρες, που πτώχευσαν την τελευταία 15ετία) για να μπορέσει να αξιοποιήσει μία νομισματική υποτίμηση.

Μεγάλες διεθνείς τράπεζες όπως η Citigroup, η ING και η UBS κάνουν λόγο για την προοπτική, αμέσως μετά την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, μιας άμεσης υποτίμησης της δραχμής κατά 50-60%. Τι θα σημάνει όμως συγκεκριμένα μια τέτοια υποτίμηση; Με βάση τις μελέτες των παραπάνω τραπεζών η υιοθέτηση και υποτίμηση της δραχμής κατά 50% θα φέρει τα ακόλουθα: α) Ύφεση 17,6%, β) Πληθωρισμό άνω του 20%, γ) Μείωση των κατά κεφαλήν εισοδημάτων και της περιουσίας κατά 10.000 ευρώ, δ) Διψήφια επιτόκια, ε) Συνολικό κόστος για την ελληνική οικονομία  90-100 δισ. ευρώ, ζ) Τη συντριβή της αγοραστικής δύναμης των εργαζόμενων. Υπολογίζεται ότι ένας σημερινός μισθός 1.200 ευρώ, αφού μετά από μια υποτίμηση της δραχμής κατά 50% μετατραπεί στο ισοδύναμο του σε δραχμές, για αγορές σε δραχμές θα ισούται με 923 ευρώ και για αγορές σε ευρώ θα ισούται πλέον με 461 ευρώ!

Κατά συνέπεια, η επιστροφή στη δραχμή σε συνθήκες καπιταλισμού θα σηματοδοτήσει την καταβαράθρωση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης. Η ιστορική εμπειρία από τις υποτιμήσεις δείχνει ότι πάντοτε επιφέρουν μια αφανή μείωση του εισοδήματος των εργαζόμενων, καθώς οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών θα αυξάνονται ταχύτερα από τους μισθούς. Η ίδια η εμπειρία της Ελλάδας από τις τρεις υποτιμήσεις της δραχμής κατά τη μεταπολίτευση, δείχνει ότι όχι μόνο δεν απέδωσαν σε ανάπτυξη, αλλά αντίθετα έπληξαν βαριά το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων.

Η Ελλάδα και η περίπτωση της Αργεντινής

Οι αριστεροί θιασώτες της δραχμής επικαλούνται το παράδειγμα της Αργεντινής με την διαγραφή χρέους 75% και την υποτίμηση του πέσο που «έσωσε την οικονομία της Αργεντινής». Ας δούμε όμως τι έγινε πραγματικά στην Αργεντινή, ποιες ομοιότητες άλλα και ποιες διαφορές είχε το παράδειγμά της με τη σημερινή Ελλάδα.

Το 1991 η Κεντρική Τράπεζα της Αργεντινής όρισε σαν σταθερή την ισοτιμία 1 πέσο = 1 δολάριο. Αυτό ουσιαστικά σήμαινε ότι η χώρα υιοθετούσε το δολάριο, όπως αντίστοιχα η Ελλάδα υιοθέτησε δέκα χρόνια αργότερα το ευρώ. Ο στόχος αυτής της επιλογής ήταν να συγκρατηθεί ο υψηλός πληθωρισμός, κάτι που έγινε πραγματικότητα, όπως συνέβη και στην Ελλάδα με την είσοδό στο ευρώ.

Όμως οι βασικοί ανταγωνιστές της Αργεντινής δεν είχαν την  ίδια νομισματική πολιτική και συνέχιζαν να κάνουν χρήση της μεθόδου υποτίμησης των νομισμάτων τους σαν μέσο για να ενισχύουν τεχνητά την ανταγωνιστικότητά τους. Έτσι το Μεξικό υποτίμησε το νόμισμα του το 1995, όπως και η Βραζιλία το 1998. Εδικά μετά από την Βραζιλιάνικη υποτίμηση, αρκετές επιχειρήσεις της Αργεντινής μετέφεραν τα εργοστάσιά τους στη Βραζιλία, καθώς τα εμπορεύματα της τελευταίας φθήνυναν στις διεθνείς αγορές.

Αυτή η κατάσταση οδήγησε στην απότομη  μείωση των εξαγωγών της Αργεντινής, δημιούργησε ένα αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο και σαν επακόλουθο έφερε μια μεγάλη άνοδο του εξωτερικού χρέους της. Έτσι το 1999, η οικονομία της χώρας οδηγήθηκε σε ύφεση – 4%. Η εμπιστοσύνη των διεθνών τραπεζών απέναντι στην Αργεντινή κλονίστηκε και τα επιτόκια δανεισμού της εκτοξεύθηκαν, σπρώχνοντάς την να απευθυνθεί στο ΔΝΤ.

Οι αριστεροί θιασώτες της δραχμής, υποστηρίζουν ότι τόσο στην περίπτωση της Ελλάδας, όσο και στην περίπτωση της Αργεντινής, το πρόβλημα ήταν το ισχυρό νόμισμα και η έλλειψη της δυνατότητας για υποτίμηση. Αυτό όμως δεν ισχύει ούτε για την Ελλάδα, ούτε για την Αργεντινή. Στην Ελλάδα όπως ήδη είδαμε με στοιχεία, δεν ήταν το ευρώ που οδήγησε στην έκρηξη του δημόσιου χρέους. Αλλά και στην Αργεντινή, αν η Κεντρική Τράπεζα δεν συνέδεε το πέσο με το δολάριο, η κρίση θα αναπτύσσονταν, αργά ή γρήγορα, με τη μορφή του υπερπληθωρισμού, οπότε το αποτέλεσμα για τις μάζες θα ήταν πρακτικά το ίδιο. Αν η Αργεντινή πριν την εμφάνιση της κρίσης είχε ακολουθήσει το δρόμο των υποτιμήσεων που ακολούθησαν οι ανταγωνιστές της, αυτό που θα είχαμε θα ήταν πιθανά ένα ευρύτερο ντόμινο προστατευτισμού και αλληλο-εξαγωγής ανεργίας.

Αυτό που δεν θέλουν να καταλάβουν οι αριστεροί θιασώτες της δραχμής, είναι ότι η νομισματική πολιτική, είτε στην κατεύθυνση του πληθωρισμού, είτε σε αντιπληθωριστική κατεύθυνση, δεν μπορεί να αποτρέψει την εμφάνιση της κρίσης, για την οποία υπεύθυνες είναι, όπως οι μαρξιστές εξηγούν υπομονετικά, οι δομικές αντιφάσεις του καπιταλισμού.

Η χρεοκοπία της Αργεντινής επήλθε όταν το κράτος στα τέλη του 2001 δεν κατάφερε να εκπληρώσει τις απαιτήσεις του ΔΝΤ για τον περιορισμό του ελλείμματος, με το προγραμματισμένο δάνειο του ΔΝΤ να μην καταβάλλεται. Οι ξένοι καπιταλιστές απέσυραν μαζικά τα κεφάλαιά τους από τη χώρα και οι τράπεζες κατέρρευσαν. Η Αργεντινή οδηγήθηκε στις 30/12/2001 σε στάση πληρωμών απέναντι στους δανειστές της, δηλαδή σε χρεοκοπία. Από το 1998 έως το 2002 το ΑΕΠ της Αργεντινής μειώθηκε συνολικά κατά 21%, ενώ το ποσοστό της φτώχειας έφτασε το 57% και η ανεργία ξεπέρασε το 23%. Το παράδειγμα χρεοκοπίας της Αργεντινής με τη μαζική φτώχεια και ανεργία δίνει μια γεύση των κοινωνικών και οικονομικών συνεπειών που θα έχει για την Ελλάδα μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία. Πάνω σε αυτό το ζήτημα, πράγματι μπορούν να γίνουν οδυνηροί παραλληλισμοί της Ελλάδας με την Αργεντινή.

Οι αριστεροί θιασώτες της δραχμής, επικαλούνται την υποτίμηση του πέσο στην Αργεντινή σαν μοντέλο «προοδευτικής διεξόδου από την κρίση». Συνήθως «ξεχνούν» να πουν ότι η Αργεντινή οδηγήθηκε σε μια υποτίμηση που προσέγγισε το 75%. Οι μάζες στην Αργεντινή πλήρωσαν τεράστιο τίμημα για αυτή την υποτίμηση, με μαζική φτώχια και ανεργία.

Βέβαια από τα τέλη του 2002 η οικονομία της Αργεντινής άρχισε να ανακάμπτει. Το εμπορικό ισοζύγιό της αυξήθηκε, ενώ το εξωτερικό της χρέος μειώθηκε. Ο ρυθμός ανάπτυξης από το 2003 και μετά, άρχισε να κυμαίνεται μεταξύ 6 με 9%. Η ανάπτυξη όμως, δεν οφειλόταν σ’ αυτή καθ’ αυτή την υποτίμηση του νομίσματος, αλλά κύρια, στο γεγονός ότι η ο καπιταλισμός παγκόσμια συνήλθε από την σύντομη ύφεση του 2001 και μπήκε σε μια νέα φάση ανάκαμψης.

Η σημερινή φάση της παγκόσμιας οικονομίας, με την είσοδό της σε μια νέα βαθειά ύφεση, είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη του 2002. Σήμερα μια υποτίμηση της δραχμής δεν θα είχε τα ίδια αποτελέσματα για την Ελλάδα με αυτά που είχε τότε η υποτίμηση του πέσο για την Αργεντινή. Ειδικά από τη στιγμή που, όπως προαναφέραμε, η Ελλάδα δεν διαθέτει ούτε τους τεράστιους φυσικούς πόρους, αλλά ούτε και τη βιομηχανική βάση της Αργεντινής.

Αυτό που επίσης «ξεχνούν» οι αριστεροί θαυμαστές του αργεντίνικου παραδείγματος, είναι ότι η Αργεντινή σήμερα έχει έναν υψηλότατο πληθωρισμό, της τάξης του 12%. Κι όταν σε μια χώρα υπάρχει υψηλός πληθωρισμός, δεν υπάρχει πραγματική οικονομική ανάπτυξη, ενώ οι μάζες βλέπουν τα εισοδήματά τους να εξανεμίζονται γρήγορα.

Φυσικά η μεγάλη διαγραφή χρέους στην οποία προχώρησε η Αργεντινή, έδωσε τεράστια ανάσα στην οικονομία και σε αυτό το σημείο, το αργεντίνικο παράδειγμα προσφέρεται για να στηρίξει τη διεκδίκηση για την μονομερή διαγραφή του ελληνικού χρέους. Όμως το γεγονός ότι όλοι οι βασικοί τομείς της οικονομίας της Αργεντινής παραμένουν στα χέρια των καπιταλιστών, δημιουργεί τη βάση για νέα κρατικά χρέη. Ήδη το επιτόκιο που πληρώνει η Αργεντινή για να δανειστεί είναι 7%, οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια σε συσσώρευση καινούριων μεγάλων χρεών. Αυτό λοιπόν, που πάνω απ’ όλα δείχνει το παράδειγμα της Αργεντινής, είναι ότι από μόνη της η διαγραφή χρέους, χωρίς την εφαρμογή ενός προγράμματος επαναστατικής, σοσιαλιστικής αλλαγής της κοινωνίας, δεν αρκεί για να βγάλει οριστικά μια χώρα από το αδιέξοδο, ανεξάρτητα από το είδος του νομίσματος και της νομισματικής της πολιτικής.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 5ο” ]

Οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας

Ορμώμενη από την αυξανόμενη αποδυνάμωση του ελληνικού καπιταλισμού, η τουρκική άρχουσα τάξη δείχνει όλο και πιο ανυπόμονη να σημειώσει νίκες σε βάρος του, σε οικονομικό, διπλωματικό και γεωστρατηγικό επίπεδο. Δείγματα αυτής της στάσης βλέπουμε στη σφοδρή αντίδραση της Τουρκίας ενάντια στην απόφαση της Κύπρου να αξιοποιήσει από κοινού με το Ισραήλ και αμερικάνικες εταιρείες τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στη θαλάσσια περιοχή της ΑΟΖ της (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, ο όρος που ουσιαστικά αντικατέστησε στο διεθνές δίκαιο την παλιά έννοια της «υφαλοκρηπίδας»).

Είναι ενδεικτικό για το φόβο της ελληνικής αστικής τάξης μπροστά στο νέο συσχετισμό δύναμης, το γεγονός ότι – ενώ έχει δικαίωμα – δεν προχωρά στην ανακήρυξη της δικής της ΑΟΖ. Το προωθούμενο δειλά – δειλά από την ελληνική άρχουσα τάξη σχέδιο εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων πετρελαίου του Αιγαίου, είναι βέβαιο ότι θα προκαλεί μια όλο και πιο ανοικτή αντίδραση της Τουρκίας. Στο βαθμό όμως που αυτά τα κοιτάσματα (όπως και εκείνα του Ιονίου) θα επιχειρηθεί να ελεγχθούν από τον δυτικοευρωπαϊκό και αμερικανικό ιμπεριαλισμό, οι πιέσεις της Τουρκίας θα στοχεύουν στη «συνεκμετάλλευση», προοπτική που με δεδομένη την παρούσα αδυναμία της, η ελληνική άρχουσα τάξη δεν θα μπορεί να αποφύγει.

Είναι πιθανή την επόμενη περίοδο μια πολεμική σύγκρουση της Ελλάδας με την Τουρκία με «μήλον της έριδος» το Αιγαίο; Το σίγουρο είναι ότι στην παρούσα φάση, ένας τέτοιος πόλεμος δεν συμφέρει καμία από τις δύο άρχουσες τάξεις, ούτε τον δυτικό ιμπεριαλισμό που έχει κυρίαρχο ρόλο στην περιοχή. Η χρεοκοπημένη καπιταλιστική Ελλάδα, προσπαθώντας ήδη να μειώσει στο ελάχιστο τις αμυντικές δαπάνες, δεν μπορεί να αντέξει το οικονομικό βάρος μιας πολεμικής εμπλοκής με την Τουρκία.

Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία τα τελευταία χρόνια σημειώνει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, που οφείλονται κύρια στην ειδική συμφωνία εμπορική σύνδεσης που υπέγραψε το 1995 με την Ε.Ε και την έφεραν στις αρχές του 2010 στην θέση της 18ης σε μέγεθος οικονομίας στον κόσμο (η Ελλάδα ήταν 34η, αλλά με τριπλάσιο κατα κεφαλήν εισόδημα). Όμως ο πληθωρισμός της παραμένει υψηλός και κινείται στο 8%, ενώ η ετήσια ανάπτυξη του ΑΕΠ της – που σήμερα κινείται στο 8-9% – αναπόφευκτα θα υποχωρήσει, καθώς εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον ευρισκόμενο σε ύφεση αναπτυγμένο καπιταλισμό, έχοντας σαν βασικούς της εμπορικούς εταίρους την ΕΕ (το 59% των εξαγωγών της κατευθύνεται εκεί), τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Η άρχουσα τάξη της Τουρκίας πρέπει να έχει πολύ μεγάλο κίνητρο και γερές εξασφαλίσεις ότι θα μπορεί να κρατήσει αυτά που θα κατακτήσει στρατιωτικά, για να θέσει σε κίνδυνο την ούτως ή άλλως εύθραυστη οικονομική ανάπτυξη του τουρκικού καπιταλισμού και να εμπλακεί σε μια πολεμική σύρραξη. Τα ανεξιχνίαστα πετρελαϊκά αποθέματα μιας περιοχής η οποία, λόγω του αδιεξόδου του ελληνικού καπιταλισμού βρίσκεται υπό άμεση οικονομική εκχώρηση στον δυτικό ιμπεριαλισμό, δεν συνιστούν αυτό το κίνητρο. Στις παρούσες συνθήκες, αυτό που θα προσπαθήσει να κάνει η τουρκική άρχουσα τάξη είναι να χρησιμοποιήσει την οικονομική και στρατιωτική της ισχύ για να πάρει ένα μεγάλο μερίδιο σ’ ένα σχέδιο «συνεκμετάλλευσης».

Ένας παράγοντας που πρέπει να υπολογιστεί ακόμα, είναι οι πολύ αναπτυγμένες τα τελευταία χρόνια, εμπορικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Από την κρίση των Ιμίων μέχρι σήμερα, τα πράγματα σε αυτό το πεδίο έχουν αλλάξει εντελώς. Με βάση στοιχεία της ελληνικής Πρεσβείας στην Άγκυρα, μόνο κατά την περίοδο 1995 – 2007, οι τουρκικές εξαγωγές προς την Ελλάδα έχουν δεκαπλασιασθεί και οι ελληνικές εξαγωγές προς την Τουρκία έχουν πενταπλασιασθεί. Η αξία των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών πλησιάζει τα 3 δισ. ευρώ. Σήμερα στην τουρκική αγορά δραστηριοποιούνται περίπου 450 ελληνικές επιχειρήσεις, ενώ το ύψος των ελληνικών επενδύσεων στην Τουρκία υπερβαίνει τα 6,5 δις ευρώ. Την ίδια στιγμή, μια σειρά ισχυρών τουρκικών επιχειρήσεων ήδη έχουν δείξει ενδιαφέρον για το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων που έχει εξαγγείλει η Ελλάδα.

Επιπρόσθετα, αποτρεπτικό ρόλο για μια πολεμική εμπλοκή στο άμεσο μέλλον, διαδραματίζει και η σχετική ισορροπία που υπάρχει προς το παρόν σε στρατιωτικό επίπεδο, με την Τουρκία να έχει αριθμητική υπεροχή στο στρατό ξηράς και υπεροπλία στη θάλασσα και την Ελλάδα, να έχει υπεροπλία στον αέρα. Όμως με τα ελληνικά προγράμματα εξοπλισμών «παγωμένα» και τα αντίστοιχα τουρκικά σε ισχύ, από το 2015 και μετά, με τα νέα αεροσκάφη τύπου «Στελθ», αλλά και με τα αναβαθμισμένα «F-16» η Τουρκία αναμένεται να αποκτήσει πλεονέκτημα και στον αέρα.

Σε κάθε περίπτωση, σε συνθήκες βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού παγκόσμια, παρά τη σημερινή αναδιάταξη της ισχύος σε βάρος του ελληνικού καπιταλισμού, το μέλλον της καπιταλιστικής Τουρκίας είναι κοινό με αυτό της καπιταλιστικής Ελλάδας. Θα είναι ένα μέλλον έντονων ταξικών ανταγωνισμών στο εσωτερικό και των δύο χωρών, που θα δημιουργούν διαρκώς την ανάγκη για απόπειρα προσανατολισμού των μαζών προς τον «εξωτερικό εχθρό» με το δηλητήριο του εθνικισμού. Αυτή η ανάγκη, σε συνδυασμό με την ένταση της σύγκρουσης και του ανταγωνισμού ανάμεσα στις δύο αστικές τάξεις για κάθε σπιθαμή αγοράς και πρώτων υλών, θα συντηρεί και προοδευτικά θα οξύνει το πολεμικό κλίμα ανάμεσα σε Τουρκία και Ελλάδα.

Μόνο η κοινή, αδελφωμένη πάλη των Ελλήνων και των Τούρκων εργαζομένων για το σοσιαλισμό – που δυστυχώς υπονομεύεται διαρκώς από τους σταλινικούς και τους άλλους ρεφορμιστές πατριώτες και στις δύο χώρες – είναι το μέσο που μπορεί να ματαιώσει οριστικά την απειλή ενός μελλοντικού αιματηρού πολέμου ανάμεσα στις δύο χώρες. Διότι, αν οι εργατικές τάξεις δεν πάρουν την εξουσία, οι αστικές τάξεις, έχοντας για δεκαετίες εξοπλιστεί «μέχρι τα δόντια», αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα θελήσουν να χρησιμοποιήσουν τα όπλα αυτά για να προασπίσουν τα ανταγωνιστικά τους συμφέροντά στην περιοχή.

Η ταξική διάρθρωση της κοινωνίας και η εξαθλίωση των μαζών

Πάνω στο έδαφος της κρίσης του καπιταλισμού, η ελληνική κοινωνία «προλεταριοποιείται» σαν αποτέλεσμα του μαζικού οικονομικού ξεπεσμού των μικροαστικών στρωμάτων και εξαθλιώνεται εξαιτίας της απότομης και μεγάλης αύξησης της ανεργίας.

Προσπαθώντας να δούμε με στοιχεία τη σημερινή ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας, εκτός από το αντικειμενικό εμπόδιο που μας θέτει η αργοπορία δημοσίευσης των αποτελεσμάτων της πιο πρόσφατης απογραφής πληθυσμού (Άνοιξη 2011), έχουμε επίσης τη δυσκολία της αποκρυστάλλωσης συγκεκριμένων δεικτών μέσα σε μια πολύ ρευστή κατάσταση, διαρκούς μεταβολής της κοινωνικής θέσης εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που διαμορφώνει η βαθιά καπιταλιστική κρίση. Έτσι τα στοιχεία που θα παραθέσουμε μπορούν να θεωρηθούν μόνο ως ενδεικτικά.

Σύμφωνα με τη μαρξιστική αντίληψη, όλοι οι άνθρωποι που είναι υποχρεωμένοι να ζουν πουλώντας την εργατική τους δύναμη, που δεν έχουν στην κατοχή τους μέσα παραγωγής, αμείβονται με τη μορφή μισθού ή ημερομισθίου και έχουν εκτελεστικό ρόλο ανεξάρτητα από τον κλάδο που εργάζονται και το είδος της εργασίας, ανήκουν στην εργατική τάξη. Συνολικά, με βάση τα επίσημα κρατικά στοιχεία (πηγές: ΕΣΥΕ, ΕΛΛΣΤΑΤ) ο αριθμός των μισθωτών εργαζομένων από το 1997 έως το 2011 (παρά τις μαζικές απολύσεις των τελευταίων 3-4 χρόνων) είναι αυξημένος κατά 600.000. Η αύξηση αυτή δείχνει ότι, όχι μόνο δεν εξαφανίζεται η εργατική τάξη όπως ύπουλα υποστηρίζουν οι αστοί και μικροαστοί διανοούμενοι, αλλά αντίθετα μεγαλώνει.

Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ το Α’ τρίμηνο του 2011 το σύνολο των απασχολούμενων ατόμων στην Ελλάδα ήταν 4.194.400. Από το σύνολο των απασχολούμενων, οι μισθωτοί εργαζόμενοι ήταν 2.660.100. Το 68,5% του εργατικού δυναμικού απασχολούταν στον τομέα των υπηρεσιών, το 19,1% στη βιομηχανία και το 12,4 % στη γεωργία.

Όμως η βιομηχανική εργατική τάξη είναι στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερη. Τα στοιχεία των επίσημων αστικών στατιστικών εντάσσουν αυθαίρετα μια σειρά εργαζόμενων στον τομέα των υπηρεσιών, ταυτίζοντας την βιομηχανία με την μεταποίηση. Η μαρξιστική άποψη θεωρεί σαν βιομηχανικό κάθε κλάδο της παραγωγής στον οποίο παράγεται αξία. Έτσι, ενώ μεγάλοι κλάδοι όπως η πληροφορική, οι τηλεπικοινωνίες και οι μεταφορές κατατάσσονται επίσημα στις υπηρεσίες, στην πραγματικότητα είναι βιομηχανικοί, γιατί παράγουν νέα αξία. Οι κλάδοι αυτοί μπορεί να μην παράγουν ένα υλικό εμπόρευμα, αλλά εντάσσονται στην παραγωγική διαδικασία σαν αναγκαίο μέρος της. Για παράδειγμα, οι μεταφορείς εμπορευμάτων με την εργασία τους παράγουν αξία που προστίθεται στο εμπόρευμα, ενώ π.χ, οι εργαζόμενοι στο εμπόριο δεν παράγουν νέα αξία, αλλά με την εργασία τους διευκολύνουν την πραγματοποίηση αξιών που έχουν δημιουργηθεί στην παραγωγή.

Ο Μαρξ στο Β’ τόμο του Κεφαλαίου ανέφερε σχετικά με τον κλάδο των μεταφορών: «..Υπάρχουν όμως αυτοτελείς κλάδοι της βιομηχανίας, όπου το προϊόν του προτσές παραγωγής δεν είναι ένα καινούργιο υλικό προϊόν, δεν είναι εμπόρευμα. Οικονομική σπουδαιότητα ανάμεσα σ’ αυτούς έχει μόνο η βιομηχανία μεταφορών εμπορευμάτων και ανθρώπων είτε πρόκειται απλώς για διαβίβαση πληροφοριών, επιστολών, τηλεγραφημάτων κλπ. […] Εκείνο που πουλάει η βιομηχανία μεταφορών είναι αυτή η ίδια η μετακίνηση[…] Το ωφέλιμο αποτέλεσμα είναι καταναλώσιμο μόνο στη διάρκεια του προτσές παραγωγής, το αποτέλεσμα αυτό δεν υπάρχει σαν ένα αντικείμενο χρήσης διαφορετικό απ’ αυτό το προτσές..».

Επίσης, στην εργατική τάξη θα πρέπει να κατατάξουμε και πολλές δεκάδες χιλιάδων εργαζόμενων που δεν μπορούν να καταγραφούν στατιστικά, επειδή εργάζονται σε συνθήκες «μαύρης», προσωρινής εργασίας, κύρια στους τομείς των υπηρεσιών και σε γεωργικές εργασίες. Πρόκειται ιδιαίτερα για χιλιάδες νέους, γυναίκες και μετανάστες.

Με βάση την ίδια προαναφερόμενη πηγή, το Α’ τρίμηνο του 2011 οι εργοδότες ήταν 334.900, οι αυτοαπασχολούμενοι 967.700 και οι βοηθοί σε οικογενειακή επιχείρηση 231.600. Συνολικά, η ελληνική οικονομία έχει 960.000 επιχειρήσεις. Από αυτές, οι 930.000 απασχολούν από 0-10 άτομα και κατά μέσο όρο 4 άτομα, είναι δηλαδή, μικρές επιχειρήσεις. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των καταγεγραμμένων εργοδοτών, δεν είναι ισχυροί καπιταλιστές, αλλά μικροαστοί που σε μεγάλο βαθμό οι επιχειρήσεις τους βρίσκονται σήμερα υπό κατάρρευση.

Από την άλλη πλευρά, οι αυτοαπασχολούμενοι, σε ένα μεγάλο ποσοστό δεν πρέπει να κατατάσσονται στους μικροαστούς. Όπως τονίζει στην πρόσφατη έκθεσή του το ΙΝΕ -ΓΣΕΕ, μπορεί ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων να κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα, αλλά σε ένα μεγάλο ποσοστό που δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια, υποκρύπτει μισθωτή εργασία και οφείλεται στην απόπειρα των αφεντικών να απαλλαγούν από τις ασφαλιστικές εισφορές και άλλες εργατικές κατακτήσεις.

Η σημερινή κατάσταση των μικροεργοδοτών και των πραγματικών αυτοαπασχολουμένων θα μπορούσε κάλλιστα να περιγραφεί με τα λόγια που χρησιμοποίησε ο Τρότσκι το 1938 στο κείμενό του με τίτλο «Ο Μαρξισμός και η εποχή μας»: «…Μακριά από το να αποτελεί μια εγγύηση για το μέλλον, η μεσαία τάξη είναι ένα δυστυχισμένο και τραγικό απομεινάρι του παρελθόντος. Ανίκανος να απαλλαγεί πλήρως απ’ αυτήν, ο καπιταλισμός τα έχει καταφέρει να την περιορίσει στην τελευταία βαθμίδα κατάπτωσης και δοκιμασίας. Ο αγρότης έχει πια στερηθεί από το δικαίωμα όχι μόνο της γαιοπροσόδου από το κομμάτι της γης του και από το κέρδος του επενδυμένου κεφαλαίου του, αλλά ακόμα και από ένα μεγάλο μέρος του μισθού του. Με τον ίδιο τρόπο, τα διάφορα ανθρωπάκια στις πόλεις βρίσκονται, οικονομικά, μεταξύ ζωής και θανάτου. Η μεσαία τάξη δεν προλεταριοποιείται μόνο και μόνο γιατί εξαθλιώνεται…»

Ο πιο πρόσφατος «επίσημος» αριθμός των ανέργων (πηγή: ΕΛΣΤΑΤ) είναι 908.000, δηλαδή το 18,4% του εργατικού δυναμικού της χώρας. Από αυτούς μόνο 188.092 άτομα παίρνουν επίδομα ανεργίας. Το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στους νέους 15-24 ετών (43,5%). Τον Αύγουστο του 2011 σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2010 οι άνεργοι αυξήθηκαν κατά 295.000. Μόνο μέσα στον περασμένο Σεπτέμβριο έχασαν τη δουλειά τους 107.287 εργαζόμενοι.

Ο πραγματικός αριθμός των ανέργων όμως είναι μεγαλύτερος, καθώς οι επίσημες στατιστικές αρχές σκόπιμα κατατάσσουν στους «στους μη ενεργούς οικονομικά» και όχι στους άνεργους, εκείνους τους μακροχρόνια άνεργους που έχουν πάψει πλέον να αναζητούν δουλειά, αλλά και όσους νέους βγαίνουν στην αγορά εργασίας για πρώτη φορά και δεν βρίσκουν δουλειά. Το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ συμπεριλαμβάνοντας και αυτές τις κατηγορίες υπολογίζει το πραγματικό ποσοστό της ανεργίας σήμερα σε 25% του εργατικού δυναμικού.

Είναι ανάγκη να σημειώσουμε εδώ, ότι η τάση ενίσχυσης της ανεργίας ήταν εμφανής και κατά την περίοδο ανάπτυξης, αποδεικνύοντας ότι παρά την αύξηση του ΑΕΠ, ο καπιταλισμός ήταν οργανικά αδύναμος να εξασφαλίσει δουλειά σε όλους. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ από το 1990 έως το 2008 που είχαμε ρυθμούς ανάπτυξης 3% και 3,5% εισέρχονταν ετησίως από το εκπαιδευτικό σύστημα στην αγορά εργασίας, από 78.000 έως 82.000 άτομα. Η ελληνική οικονομία όλη αυτή την περίοδο ανάπτυξης απορροφούσε ετησίως από 38.000 μέχρι 42.000 άτομα. Άφηνε δηλαδή ένα «απόθεμα ανέργων», κατά μέσο όρο της τάξης των 40.000 ατόμων.

Αν αυτό συνέβαινε την περίοδο της ανάπτυξης, τότε με την βαθιά ύφεση που εξελίσσεται σήμερα και στην καλύτερη περίπτωση, με τους ισχνούς ρυθμούς που προβλέπονται από τον ΟΟΣΑ μέχρι το 2020, καταλαβαίνουμε ότι η ανεργία διαρκώς θα διογκώνεται, απειλώντας να φθάσει σε επίπεδα πρωτοφανή για την ιστορία του ελληνικού, αλλά και συνολικά του δυτικού καπιταλισμού. Δεν υπάρχει καμία ασφαλέστερη απόδειξη για το πόσο αντιδραστικό και παρηκμασμένο είναι το καπιταλιστικό σύστημα, από αυτή την αυξανόμενη αχρήστευση της εργατικής δύναμης εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων.

Μια ακόμα ένδειξη για την κοινωνική οπισθοχώρηση που συντελείται στο έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης είναι η τάση για εγκατάλειψη των αστικών κέντρων και στροφή στις αγροτικές εργασίες. Σύμφωνα με πρόσφατο ρεπορτάζ της τηλεόρασης του ΣΚΑΪ, την τελευταία τριετία 38.000 άτομα επέλεξαν το επάγγελμα του αγρότη. Η τάση επιστροφής στην πρωτογενή παραγωγή επιβεβαιώνεται και από τις υπηρεσίες του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης.

Ο Λέον Τρότσκι γράφοντας στο κείμενο του 1938 που προαναφέραμε για την αύξηση του αγροτικού πληθυσμού στην περίοδο της κρίσης του 1930-1935 στις ΗΠΑ, τόνιζε ότι σηματοδοτούσε μια διαδικασία κατά την οποία «..πεινασμένοι άνεργοι, μετακινήθηκαν προς την ύπαιθρο..με σκοπό να χρησιμοποιήσουν την εργατική τους δύναμη, που είχε απορριφτεί από την κοινωνία ..για να κάνουν μια μισοπεθαμένη ζωή αντί να πεθάνουν από την πείνα.». Αυτό ακριβώς βλέπουμε να συμβαίνει και σήμερα.

Αποφασιστική επιδείνωση παρουσιάζουν και οι όροι εργασίας και οι αμοιβές όσων εργαζόμενων έχουν ακόμα δουλειά. Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να τονίσουμε ότι και κατά τη διάρκεια της πολυετούς ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού οι εργαζόμενοι δεν βελτίωσαν πραγματικά το βιοτικό τους επίπεδο. Τα σχετικά στοιχεία αποκαλύπτουν τα ψέματα των αστών και των απολογητών τους, που προκλητικά υποστηρίζουν στα ΜΜΕ ότι οι περισσότεροι Έλληνες δήθεν «είχαν μάθει να ζουν καλά και πάνω από τις δυνάμεις τους» και ότι «η έλλειψη ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας οφειλόταν στους υψηλούς μισθούς».

Το ΙΝΕ – ΓΣΕΕ στην τελευταία του έκθεση αναφέρει πως το κόστος εργασίας από το 1995 έως το 2008 αυξήθηκε 12,5%, ενώ ο πληθωρισμός αυξήθηκε 30%, η κερδοφορία 40% και η παραγωγικότητα της εργασίας 20%. Αυτό σημαίνει ότι ενώ οι εργαζόμενοι παρήγαγαν περισσότερα, πήραν λιγότερα, λόγω της μεγάλης αύξησης της κερδοφορίας και της αύξησης του πληθωρισμού. Αν σε αυτά προσθέσουμε τη «θηλιά» των δανείων που μπήκε για πρώτη φορά σε χιλιάδες εργατικές οικογένειες, τότε διαπιστώνουμε ότι η σημερινή απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων είναι στην πραγματικότητα η συνέχεια μιας πολύχρονης διαδικασίας.

Σήμερα, σύμφωνα με στοιχεία του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), με μερική απασχόληση εργάζονται 285.175 άνδρες και γυναίκες, δηλαδή το 6,8% του εργατικού δυναμικού. Η ίδια πηγή αναφέρει ότι την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2011 το 32,5% των νέων προσλήψεων στον ιδιωτικό τομέα αφορούσε μερική απασχόληση και το 8,6% εκ περιτροπής απασχόληση, ενώ ο αριθμός των υφισταμένων συμβάσεων πλήρους απασχόλησης που μετατράπηκαν σε συμβάσεις μερικής απασχόλησης ή σε συμβάσεις εκ περιτροπής απασχόλησης σχεδόν τριπλασιάστηκε συγκριτικά με το αντίστοιχο εννεάμηνο του 2010.

Οι μειώσεις μισθών είναι επίσης μεγάλες. Σύμφωνα με τα νεώτερα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας (Νοέμβριος 2011), οι πραγματικές μέσες ακαθάριστες αποδοχές των εργαζόμενων το 2011 μειώθηκαν κατά 6,3%. Για το μη τραπεζικό ιδιωτικό τομέα, η ίδια πηγή υπολογίζει ότι το 2011 το 25% των μισθωτών αντιμετωπίζει περικοπές αποδοχών της τάξεως του 10%, ενώ ήδη το 40-50% υπέστη περικοπές το 2010. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας «Ελεύθερος Τύπος» που δημοσιεύθηκε το Νοέμβριο, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις που χρωστάνε σε εργαζόμενους ξεπερνούν τις 275.000.

Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η μαζική μετατροπή της εργατικής τάξης σε μια τάξη φτωχών. Τα στοιχεία που αποκαλύπτουν ταυτόχρονες έρευνες του ΙΝΚΑ, της εταιρείας «Focus/Bari», αλλά και στοιχεία από την ΕΣΥΕ και τις Κοινωνικές Υπηρεσίες των Δήμων δείχνουν ότι περισσότεροι από 2 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, δηλαδή ζουν με λιγότερα από 6.800 ευρώ το χρόνο.

Άλλα στοιχεία από τις ίδιες έρευνες είναι επίσης αποκαλυπτικά. Το 46% του ελληνικού πληθυσμού έκανε περικοπές στις αγορές τροφίμων, το 69% έχει πάψει να αγοράζει ρούχα, το 41% του πληθυσμού της χώρας δεν μπορούν να πάνε διακοπές ούτε για μία εβδομάδα τον χρόνο, περισσότεροι από 1 εκατ. δεν έχουν θέρμανση διότι αδυνατούν να την πληρώσουν και 170.000 νοικοκυριά αδυνατούν να πληρώσουν τα χρέη τους. Συνολικά 3,5 εκατ. άνθρωποι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν αναγκαίες έκτακτες δαπάνες (υγείας κλπ) που μπορεί να προκύψουν.

Σε αυτές τις απάνθρωπες συνθήκες, η ψυχική και σωματική υγεία του ελληνικού πληθυσμού υπονομεύεται δραματικά. Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ σε ανακοίνωση τους για την Ελλάδα

τον περασμένο Οκτώβριο έκαναν λόγο για διπλασιασμό στις αυτοκτονίες, αύξηση στις ανθρωποκτονίες, αύξηση κατά 50% στις HIV λοιμώξεις το 2010, αύξηση κατά 20% στη χρήση ηρωίνης και για την ύπαρξη χιλιάδων ανθρώπων των οποίων ενώ η υγεία επιδεινώνεται, δεν πηγαίνουν στον γιατρό για οικονομικούς λόγους.

Όλα αυτά είναι τα συμπτώματα μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε αποσύνθεση, της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας. Όμως οι μαρξιστές δεν είναι ούτε σχολαστικοί τεχνοκράτες για να μένουν σε περιγραφές της κοινωνικής κατάστασης, ούτε πεσιμιστές που αυτοϊκανοποιούνται εκτοξεύοντας κατάρες για την «απάνθρωπη μοίρα» της κοινωνίας. Εξετάζοντας την πραγματικότητα διαλεκτικά, οι μαρξιστές τονίζουν ότι αυτή η άθλια κοινωνία κυοφορεί στα σπλάχνα της μια νέα. Οι πρώτες ωδίνες του επικείμενου τοκετού αποτυπώνονται στην τρομερή έκρηξη της ταξικής πάλης, που ήδη έχει δημιουργήσει μια προεπαναστατική κατάσταση στην ελληνική κοινωνία.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 6ο” ]

Προεπαναστατική κατάσταση

Στα γραπτά του Λένιν και του Τρότσκι μπορούμε να βρούμε έναν σαφή ορισμό της επαναστατικής κατάστασης. Στο έργο του με τίτλο «Η χρεοκοπία της Δεύτερης Διεθνούς» (1916) ο Λένιν εξηγούσε: «Ποια είναι τα συμπτώματα μιας επαναστατικής κατάστασης;  Σίγουρα δεν μπορούμε να κάνουμε λάθος αν υπάρχουν αυτά τα τρία βασικά συμπτώματα:

1)όταν είναι αδύνατον η κυρίαρχη τάξη να διατηρήσει την εξουσία χωρίς κάποια αλλαγή: όταν υπάρχει κρίση, με κάθε μορφή, στις ανώτερες τάξεις, μια κρίση στις πολιτικές της άρχουσας τάξης, που οδηγεί σε ρήγματα από όπου η απογοήτευση των καταπιεσμένων τάξεων ξεσπά. Για να πραγματοποιηθεί μια επανάσταση, δεν είναι αρκετό οι κατώτερες τάξεις να «μην θέλουν να ζουν όπως πριν», είναι επίσης αναγκαίο οι ανώτερες τάξεις να «μην μπορούν να κυβερνήσουν με τον παλιό τρόπο.»
2) όταν τα βάσανα και η αγανάκτηση των μαζών έχουν αυξηθεί ακόμα περισσότερο από το συνηθισμένο,

3) όταν, σαν αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω, υπάρχει μια όλο και αυξανόμενη κινητικότητα στις μάζες, οι οποίες κατά τις ειρηνικές περιόδους αφήνουν αβίαστα τους καπιταλίστες να τους κλέβουν, αλλά σε ταραχώδεις εποχές, επηρεασμένοι από όλα τα στοιχεία της κρίσης και από τις ανώτερες τάξεις, οδηγούνται σε μια αυτόνομη ανεξάρτητη ιστορική κίνηση.….Το σύνολο όλων αυτών των επαναστατικών αντικειμενικών αλλαγών ονομάζεται επαναστατική κατάσταση. Μια τέτοια κατάσταση υπήρχε το 1905 στην Ρωσία και σε όλες τις επαναστατικές περιόδους της Δύσης..»

Στην περίφημη «Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης», ο Τρότσκι εξήγησε ότι ενώ σε «κανονικές» περιόδους η πλειοψηφία των ανθρώπων αφήνει την διοίκηση της κοινωνίας στα χέρια των «ειδικών», των βουλευτών, των υπουργών, των δικηγόρων, των καθηγητών πανεπιστημίων κ.λπ., η ουσία της επανάστασης είναι η ορμητική είσοδος των μαζών στο προσκήνιο της Ιστορίας, η άμεση παρέμβασή τους στην κοινωνική και πολιτική ζωή.
Στο «Μανιφέστο για την 4η Διεθνή και για τον Ιμπεριαλιστικό Πόλεμο» το 1940, ο Τρότσκι εξηγούσε: «Οι βασικοί παράγοντες για την νίκη της προλεταριακής επανάστασης έχουν αποκρυσταλλωθεί από την ιστορική εμπειρία και αποσαφηνιστεί θεωρητικά: 1. το αδιέξοδο της αστικής τάξης που έχει ως αποτέλεσμα την σύγχυση της κυρίαρχης τάξης 2. Η έντονη δυσαρέσκεια και η μετατόπιση προς αποφασιστικές αλλαγές των μικροαστών, χωρίς την στήριξη των οποίων οι αστοί δεν μπορούν να συντηρήσουν τους εαυτούς τους. 3. Η επίγνωση από το προλεταριάτο της ανυπόφορης κατάστασής του και η ετοιμότητα του για επαναστατική δράση. 4. Ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα και μια σταθερή ηγεσία της προλεταριακής πρωτοπορίας. Αυτοί είναι οι τέσσερις παράγοντες για την νίκη της προλεταριακής επανάστασης.»

Στα κείμενα και τα άρθρα μας από το ξέσπασμα του μαζικού κινήματος στις πλατείες και μετά, χαρακτηρίσαμε την κατάσταση στην Ελλάδα προεπαναστατική. Τονίσαμε ότι ο πιο βασικός όρος για την έναρξη μιας επανάστασης, όπως τον διατύπωσε ο Τρότσκι στην «Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης», δηλαδή η είσοδος των μαζών στο ιστορικό προσκήνιο, είχε ως τότε εμφανιστεί με έναν επαναλαμβανόμενο και αποφασιστικό τρόπο, τόσο στις μεγάλες γενικές απεργίες, όσο και στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας του μαζικού κινήματος στις πλατείες.
Δυο μήνες μόλις μετά την υποχώρηση του μαζικού κινήματος στις πλατείες, η είσοδος των μαζών στο προσκήνιο εμφανίστηκε με ακόμα πιο ταξική και ριζοσπαστική μορφή. Έτσι τον περασμένο Οκτώβρη είχαμε το ξέσπασμα ενός κύματος απεργιών και καταλήψεων κρατικών κτιρίων, που κορυφώθηκε με τη μεγαλειώδη 48ωρη απεργία, αλλά και με την πρωτοφανή μετατροπή των εκδηλώσεων της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου σε μαζικές διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα.

Μέσα σε αυτή τη θεαματική συνολική κίνηση των μαζών την χρονιά που κλείνει, διακρίναμε ξεκάθαρα την ανάδειξη και ωρίμανση των συμπτωμάτων που συνθέτουν μια επαναστατική κατάσταση, όπως τα απαρίθμησε ο Λένιν το 1916. 1ο) Πολιτική κρίση και ανάγκη αλλαγής για να διατηρηθεί η αστική εξουσία. Αυτά τα είδαμε στις απανωτές πολιτικές κρίσεις στο κυβερνητικό στρατόπεδο, στην αποσύνθεση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ, στην ίδια την κατάρρευση της κυβέρνησης Παπανδρέου και στο σχηματισμό της κυβέρνησης Παπαδήμου. 2ο) Ασυνήθιστη αύξηση των βασάνων και της αγανάκτησης των μαζών. Και μόνο  η παράθεση των απανωτών μέτρων – βασάνων, όπως οι περικοπές και τα φορολογικά χαράτσια, αλλά και ο ίδιος ο τίτλος του μαζικού κινήματος των «Αγανακτισμένων», επαρκούν  για να αντιληφθεί κάποιος την ξεκάθαρη εμφάνιση στην Ελλάδα αυτού του δεύτερου συμπτώματος. 3ο) Αυτόνομη και ανεξάρτητη ιστορική κίνηση των μαζών. Τη διακρίναμε όπως ήδη έχουμε αναφέρει, σαν το κύριο κοινωνικό χαρακτηριστικό της χρονιάς που κλείνει.

Από τους τέσσερις παράγοντες που ανέφερε ο Τρότσκι το 1940 ωριμάζουν ξεκάθαρα οι τρεις. 1ο) Το αδιέξοδο και η σύγχυση της αστικής τάξης είναι στοιχεία έκδηλα για όποιον παρακολουθεί στοιχειωδώς τις ελληνικές πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων μηνών. 2ο) Η έντονη δυσαρέσκεια των μικροαστών και η μετατόπισή τους προς αποφασιστικές αλλαγές έγινε κάτι παρά πάνω από φανερή στις κοινωνικές δυνάμεις που συσπείρωσε το μαζικό κίνημα στις πλατείες και έλαβε δυναμικό χαρακτήρα στις παρατεταμένες κινητοποιήσεις των ιδιοκτητών ταξί. 3ο) Η αναπτυσσόμενη ετοιμότητα του προλεταριάτου για επαναστατική δράση, φάνηκε ξεκάθαρα τον περασμένο Οκτώβρη με το μεγάλο κύμα απεργιών και καταλήψεων και την 48ωρη γενική απεργία, ενώ συνεχίζει να κάνει την εμφάνισή της σε μικρογραφία στην ηρωική απεργία διαρκείας των εργατών στην «Ελληνική Χαλυβουργία».

Αυτό που λείπει από το προσκήνιο είναι ο τέταρτος και αποφασιστικής σημασίας παράγοντας που περιέγραψε ο Τρότσκι: ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα και μια σταθερή ηγεσία της προλεταριακής πρωτοπορίας. Γι’ αυτό, από τον Ιούνιο εξηγούμε υπομονετικά, ότι η απουσία αυτού του παράγοντα είναι η αιτία που εμποδίζει την μετατροπή της ορμητικής εισόδου των μαζών στο προσκήνιο σε μια νικηφόρα προλεταριακή επανάσταση. Ο ρόλος της πολιτικής των ηγεσιών της εργατικής τάξης, δεξιών ρεφορμιστών και σταλινικών ή «ευρω-σταλινικών» αριστερών ρεφορμιστών, σε αυτές τις συνθήκες, δεν είναι αφηρημένα ένας ρόλος «υποκειμενικού παράγοντα», αλλά συνιστά παράγοντα αντικειμενικού εμποδίου για το ξεδίπλωμα της ελληνικής προλεταριακής επανάστασης μέχρι τη νίκη. Γι’ αυτόν το λόγο, επιμένουμε να χαρακτηρίζουμε την κατάσταση προεπαναστατική.

Η ηγεσία του ΚΚΕ και ηγετικά στελέχη της ευρύτερης Αριστεράς διαβεβαιώνουν με στόμφο τους υποστηρικτές τους ότι σε καμία  περίπτωση η σημερινή κατάσταση δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επαναστατική. Πίσω από την επίμονη άρνηση των επαναστατικών χαρακτηριστικών που ωριμάζουν, όταν δεν κρύβεται η σεχταριστική φαντασίωση μιας «πολιτικά καθαρής» και «αυθεντικής» επανάστασης, κρύβεται η ατολμία και ο φόβος των ηγετών, μήπως οι μάζες με τη δράση τους χαλάσουν τα ειρηνικά κοινοβουλευτικά τους σχέδια.

Πάνω σε αυτό το ζήτημα η κριτική του Τρότσκι στους Γάλλους σταλινικούς στο έργο του «Που βαδίζει η Γαλλία» (1934) είναι σα να γράφτηκε για τη σημερινή συγκυρία στην Ελλάδα: «..Η σκέψη του συντηρητικού μικροαστού είναι μεταφυσική: η αντιλήψεις του είναι ακίνητες και αμετάβλητες. Ανάμεσα στα φαινόμενα υπάρχουν χωρίσματα αδιαπέραστα. Υπάρχει για αυτούς η απόλυτη αντίθεση ανάμεσα σε μία επαναστατική κατάσταση και σε μία μη επαναστατική. Αυτό είναι  ένα κλασικό παράδειγμα μεταφυσικής σκέψης… Μια επαναστατική κατάσταση δεν πέφτει από τον ουρανό. Διαμορφώνεται με την ενεργή συμμετοχή της επαναστατικής τάξης και του κόμματος της.. Η κατάσταση είναι επαναστατική όσο μπορεί να είναι επαναστατική με την μη επαναστατική πολιτική των εργατικών κομμάτων. Το σωστότερο είναι να πούμε ότι η κατάσταση είναι προεπαναστατική. Για να ωριμάσει αυτή η κατάσταση σε επαναστατική, χρειάζεται μια άμεση τολμηρή και ακούραστη κινητοποίηση των μαζών με σύνθημα την κατάληψη της εξουσίας στο δρόμο του σοσιαλισμού. Μόνο έτσι η προεπαναστατική κατάσταση θα μετατραπεί σε επαναστατική…»

Αλλά θα μπορούσε κάποιος να ρωτήσει; Δε θα μπορούσε η κατάσταση να γίνει ανοιχτά επαναστατική, να δημιουργηθούν δηλαδή οι όροι για μια άμεση προλεταριακή νίκη, χωρίς να έχει εμφανιστεί στο προσκήνιο ακόμα ένα ριζωμένο και μαζικό επαναστατικό κόμμα; Η απάντηση είναι ασφαλώς ναι. Οι μάζες μέσα από την εμπειρία τους παίρνουν πολύτιμα επαναστατικά μαθήματα. Η δημιουργία εμβρυακών λαϊκών συνελεύσεων σε όλες τις μεγάλες πόλεις δείχνει ακριβώς, ότι, έχοντας μπλοκαρισμένες τις παραδοσιακές μαζικές τους οργανώσεις από την ρεφορμιστική γραφειοκρατία, οι εργατικές μάζες είναι σε θέση να φτιάξουν νέα όργανα για να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους. Κάτω από ορισμένες έκτακτες συνθήκες που θα διαμορφωθούν από μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία, μια νέα έκρηξη του κινήματος και την αδυναμία της αστικής τάξης να βρει μια λύση εξουσίας που να μπορεί να σταθεροποιήσει έστω και προσωρινά την κυριαρχία της, οι μάζες θα μπορούσαν να πάρουν στα χέρια τους την εξουσία μέσα από τις λαϊκές συνελεύσεις ή άλλα όργανα, συνδεδεμένα περισσότερο ή λιγότερο με τους εργατικούς χώρους.

Όμως ολόκληρη η παγκόσμια ιστορία του εργατικού κινήματος δείχνει ότι χωρίς την ύπαρξη ενός μαζικού επαναστατικού κόμματος με μαρξιστική ηγεσία και πολιτική, θα είναι αδύνατο να την κρατήσουν οριστικά και σταθερά. Αναπόφευκτα σε κάποιο στάδιο η αστική αντίδραση θα αντεπιτεθεί, επωφελούμενη από την κούραση και την ετερογένεια σε ταξικές επιρροές και σε επίπεδο πολιτικής συνείδησης που υπάρχει αντικειμενικά στις τάξεις των εκμεταλλευόμενων αγωνιζόμενων μαζών.

Μόνο ένα επαναστατικό κόμμα, βαθιά ριζωμένο μέσα στις μάζες, όπως το Μπολσεβίκικο Κόμμα του Λένιν και του Τρότσκι, μπορεί να παίξει στις πιο κρίσιμες στιγμές της επανάστασης τον καθοριστικό ρόλο που στην αντίπερα όχθη διαδραματίζουν τα ειδικευμένα επιτελεία της αντίδρασης: του οργανωτή της κίνησης προς τον πιο αποτελεσματικό δρόμο για να κρατηθεί σταθερά η εξουσία και να εξασφαλιστεί η πλήρης υποταγή του ταξικού αντιπάλου.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 7ο” ]

Οι τακτικές και τα σχέδια των αστών

Στο περσινό κείμενο προοπτικών γράφαμε: «Η κυβέρνηση έχει γίνει μέσα σε λίγους μήνες, μια από τις πλέον μισητές και αδύναμες κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης. Μπροστά στο πρώτο μαζικό σκίρτημα της ταξικής πάλης ή σε μια πολύ πιθανή εκδήλωση αδυναμίας εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, αυτή η κυβέρνηση θα πρέπει να αντικατασταθεί από τους αστούς σαν μια στυμμένη λεμονόκουπα».

Ο σχηματισμός της κυβέρνησης Παπαδήμου ήταν το αποτέλεσμα του οικονομικού και πολιτικού αδιεξόδου του ελληνικού καπιταλισμού και της απελπισμένης προσπάθειας της άρχουσας τάξης να υποτάξει τις επαναστατικές διαθέσεις της εργατικής τάξης και του φτωχού λαού.  Προσπαθώντας να αποτρέψουν τις απειλές των αξιωματούχων της Ευρωζώνης για έξοδο από το ευρώ και κάτω από την πίεση των επαναστατικών διαθέσεων των μαζών, οι Έλληνες αστοί μέσα σε καθεστώς πανικού, όπως είχαμε προβλέψει, πέταξαν στα στυμμένη λεμονόκουπα τον Παπανδρέου, τον άνθρωπο που έκανε για λογαριασμό τους την «βρώμικη δουλειά». Αμέσως μετά, επικέντρωσαν τις δυνάμεις τους στην προσπάθεια σχηματισμού μιας κυβέρνησης συνεργασίας των αστικών κομμάτων και ηγεσιών, με έναν πρωθυπουργό της απολύτου εμπιστοσύνης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Ο Λ. Παπαδήμος, λόγω της πολύχρονης θητείας του στην ΕΚΤ ήταν η πιο ενδεδειγμένη λύση.

Η κυβέρνηση Παπαδήμου παρά την στήριξή της από τρία κόμματα και 250 βουλευτές, από τη φύση της είναι εξαιρετικά ασταθής, γιατί σχηματίστηκε χωρίς τη νομιμοποίηση των εκλογών μέσα σε μια προεπαναστατική κατάσταση, πάνω στο έδαφος της πιο βαθιάς ύφεσης και με την άμεση απειλή της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας και της εξόδου της χώρας από το ευρώ.

Ο προσδοκίες που επενδύουν στην πολιτική παρουσία ενός τεχνοκράτη στην κεφαλή της νέας κυβέρνησης οι διάφοροι απολογητές του κεφαλαίου, εκφράζουν το μεγάλο, ιστορικό κενό πολιτικής ηγεσίας για το αστικό πολιτικό στρατόπεδο στην Ελλάδα. Η απουσία αστών πολιτικών ηγετών του διαμετρήματος ενός Ελευθερίου Βενιζέλου και ενός Κωνσταντίνου Καραμανλή στις παρούσες κρίσιμες συνθήκες, κάνει την άρχουσα τάξη να μετατρέπει σε «μεσσίες» πολιτικά άπειρους και πειθήνιους μισθοφόρους της, όπως ο τεχνοκράτης νέος πρωθυπουργός. Όμως, πρέπει να τονιστεί ότι αυτή η απουσία, δεν είναι ένα ζήτημα προσωπικών χαρακτηριστικών και ικανοτήτων, αλλά αντανακλά σε τελική ανάλυση το ιστορικό αδιέξοδο του καπιταλισμού και την αυξανόμενη κοινωνική απομόνωση της άρχουσας τάξης, στοιχεία που κλονίζουν σοβαρά την αυτοπεποίθησή της.

Παρά την κυβερνητική σύμπλευση όλων των αστικών πτερύγων, μέσα στην ελληνική άρχουσα τάξη φαίνεται να υπάρχουν σήμερα δύο κυρίαρχες τακτικές. Η πρώτη εκφράζεται από τα ισχυρά ιδιωτικά ΜΜΕ και τα πιο ελεγχόμενα από αυτά ηγετικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ και υποστηρίζει την παραμονή της κυβέρνησης Παπαδήμου στην εξουσία και την λήψη από αυτήν όσων σκληρών μέτρων χρειάζονται για να σωθεί ο ελληνικός καπιταλισμός, χωρίς δέσμευση από συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Η τακτική αυτή καθορίζεται από τον πανικό που έχει δημιουργήσει στους αστούς η πιθανή έξοδός τους από το ευρώ. Παρασυρμένοι από την ακίνδυνη στάση των ηγεσιών της Αριστεράς, δεν μπορούν να δουν στο ορατό μέλλον απειλή για την εξουσία τους και γι’ αυτό, αψηφούν τις επιπτώσεις από την απουσία οποιασδήποτε λαϊκής νομιμοποίησης της κυβέρνησης και προωθούν την άμεση και πλήρη χρησιμοποίηση όλων των δυνατοτήτων που τους δίνει η πολιτική συναίνεση των αστικών κομμάτων και ηγεσιών.

Η μερίδα αυτή της αστικής τάξης αντιμετωπίζει με μεγάλο σκεπτικισμό τη δημαγωγική στάση του Σαμαρά και τον πολιτικό τυχοδιωκτισμό του Παπανδρέου και εκτός των άλλων, βλέπει στην κυβέρνηση Παπαδήμου μια ευκαιρία να κερδηθεί χρόνος και έδαφος για την «αναθεμελίωση» του πολιτικού σκηνικού, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στο κύριο άρθρο της η «Καθημερινή» στις 13/11, πιθανότατα και με την ίδρυση  νέων αστικών κομμάτων: «..Σημασία έχει τώρα ο κ. Παπαδήμος με τους σοβαρούς πολιτικούς που υπάρχουν σε αυτό το σχήμα να πετύχουν την παραμονή της χώρας στο ευρώ. Αν τα καταφέρουν, η κοινωνία είναι βέβαιο ότι θα απαιτήσει άμεση και δυναμική αναθεμελίωση όλου του πολιτικού συστήματος…»

Η δεύτερη τακτική, εκφράζεται από την ηγεσία της ΝΔ και τον Σαμαρά και αποτυπώθηκε στις δηλώσεις του αμέσως μετά τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, όπου ανέφερε πως η κοινωνία έχει ανάγκη άμεσα από τη «βαλβίδα ασφαλείας» των εκλογών γιατί έρχεται «κοινωνική έκρηξη». Σε αντίθεση με το άλλο τμήμα της άρχουσας τάξης, η ηγεσία της ΝΔ μοιάζει να υπολογίζει – και σωστά από αστική σκοπιά – την επανάσταση σαν πιο άμεση και μεγάλη απειλή για τον καπιταλισμό από την έξοδο από το ευρώ.  Αυτό που φοβάται ο Σαμαράς είναι ότι μια πρόωρη φθορά της ΝΔ μέσα στην κυβέρνηση Παπαδήμου θα αφαιρέσει από την άρχουσα τάξη την προοπτική μιας ισχυρής κυβέρνησης, νομιμοποιημένης από μια νωπή λαϊκή εντολή, θα ενισχύσει τις επαναστατικές διαθέσεις στην κοινωνία και τα κόμματα της Αριστεράς και φυσικά, θα θέσει πρόωρο τέλος και στην δική του καριέρα ως υποψήφιου πρωθυπουργού.

Στην τακτική Σαμαρά προσχώρησε πολύ γρήγορα και ο Καρατζαφέρης, εκφράζοντας δημόσια τους φόβους του ότι αν απαξιωθεί ο Σαμαράς και η ηγεσία της ΝΔ, αναπόφευκτα θα ενισχυθεί η Αριστερά και η Ελλάδα θα μετατραπεί σε «Κούβα της Μεσογείου». Όμως, αυτό που τελικά θα καθορίσει τις εξελίξεις δεν είναι οι τακτικές της άρχουσας τάξης, αλλά η έκταση της κρίσης του ελληνικού και ευρωπαϊκού καπιταλισμού και η αντανάκλασή της στη συνείδηση των μαζών. Η τακτική των θιασωτών της εξάντλησης όλων των περιθωρίων της συγκυβέρνησης είναι το ίδιο μετέωρη με εκείνη της επιδίωξης μιας περιορισμένης φθοράς για τη ΝΔ.

Η βαθιά ύφεση επιβάλει νέα σκληρά μέτρα εδώ και τώρα. Ήδη όπως προβλέψαμε, ο Σαμαράς δεν μπόρεσε να αποφύγει να προσυπογράψει αυτά τα μέτρα για να ληφθεί η περίφημη «6η δόση». Αναπόφευκτα τα νέα μέτρα, σε συνδυασμό με την πολύ σοβαρή πιθανότητα να μην υπάρξει το επιδιωκόμενο όφελος μετά τις διαπραγματεύσεις για το «εθελοντικό κούρεμα» των ομολόγων, θα φθείρουν όλους τους «εταίρους» που απαρτίζουν την κυβέρνηση. Πάνω στη βάση της ραγδαίας χειροτέρευσης της κρίσης και του φάσματος μιας ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας, η νέα κυβέρνηση θα μπορούσε σύντομα να βρεθεί ξανά υπό την απειλή μιας άμεσης έξωσης από το ευρώ.  Όλα αυτά θα τείνουν να την αποσταθεροποιήσουν, φέρνοντάς την αντιμέτωπη με ένα νέο κύμα μαζικών αγώνων και βυθίζοντάς την σε μια διαδικασία εσωτερικών συγκρούσεων. Από μια τέτοια κατάσταση αστάθειας μόνο η προσφυγή στις κάλπες θα μπορούσε να δώσει μια πιθανή διέξοδο στην αστική τάξη. Ο βίος λοιπόν αυτής της κυβέρνησης θα είναι αναπόφευκτα ασταθής, αλλά και βραχύς.

Ανεξάρτητα από τις τακτικές έναντι τις νέας κυβέρνησης, δεν υπάρχει σε τελική ανάλυση καμία μερίδα της αστικής τάξης που να μην αντιλαμβάνεται την ωρίμανση επαναστατικών συνθηκών στη χώρα και τους κινδύνους που αυτή κρύβει για την εξουσία της.

Κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής αντεπίθεσης του εργατικού κινήματος η «Καθημερινή» απηύθυνε τρομοκρατημένη εκκλήσεις ενάντια στο «χάος»: «..Να σταματήσει η κατρακύλα στην αχαλίνωτη βία, τις καταλήψεις και το χάος πριν να είναι αργά» (Κύριο άρθρο, 13/10/2011). Λίγες μέρες αργότερα, αμέσως μετά την 48ωρη γενική απεργία, ο τρόμος της «Κ» έγινε πιο έκδηλος, εκφράζοντας αναντίρρητα τις σκέψεις του συνόλου της άρχουσας τάξης: «Σημαντικό είναι να μην ανοίξουν για τα καλά οι Πύλες της Κολάσεως για την Ελλάδα. …Όλες ανεξαιρέτως οι πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να αποκηρύξουν άμεσα και κάθετα τις φωνές που κάνουν λόγο για κρεμάλες, προδοσίες, ένοπλες εξεγέρσεις και σπρώχνουν τον λαό σε εμφύλιο…» (Κύριο άρθρο, 21/10/2011).

Το γεγονός ότι γνωστοί υμνητές της Χούντας από το ΛΑΟΣ πήραν υπουργικές θέσεις στη νέα κυβέρνηση, αποτελεί μια σαφέστατη απόπειρα εξοικείωσης της κοινής γνώμης με την συμμετοχή ακραίων αντιδραστικών στοιχείων στις αστικές κυβερνήσεις. Αυτό σε συνδυασμό με την απουσία έστω και επίφασης λαϊκής νομιμοποίησης του συνόλου της κυβέρνησης, αντανακλά σε τελική ανάλυση την αναπόφευκτη μελλοντική τάση της άρχουσας τάξης να υιοθετήσει λύσεις βοναπαρτιστικής διακυβέρνησης. Οι υπουργοποιήσεις των ακροδεξιών είναι μια προειδοποίηση για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά. Όσο καθυστερεί η άνοδος στην εξουσία μιας επαναστατικής εργατικής κυβέρνησης, τόσο πιο πιθανό θα γίνεται η εργατική τάξη να υποστεί την επώδυνη εμπειρία  μιας αστικής βοναπαρτιστικής διακυβέρνησης.

Οι δυνατότητες και οι προοπτικές για τον βοναπαρτισμό

Ο βοναπαρτισμός είναι μια έννοια που ορίζει τον πολιτικό χαρακτήρα ενός καθεστώτος. Το όνομα αυτής της έννοιας είναι παρμένο από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη και τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη, δύο προσωπικότητες που κυβέρνησαν την Γαλλία στις αρχές και τα μέσα του 19ου αιώνα αντίστοιχα, εγκαθιδρύοντας στρατιωτικά, δικτατορικά καθεστώτα. Ο αστικός βοναπαρτισμός χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κυβέρνηση που σχηματίζεται όταν η κυριαρχία της άρχουσας τάξης κλονίζεται και η στρατιωτική, αστυνομική και κρατική γραφειοκρατία επεμβαίνει για να την αποκαταστήσει. Ο βοναπαρτισμός αντιπροσωπεύει μια κατάσταση όπου το κράτος λαμβάνει μια σχετική ανεξαρτησία από τις τάξεις, ισορροπώντας ανάμεσά τους και παίζοντας φαινομενικά τον ρόλο του «διαιτητή με το μαστίγιο» στις μεταξύ τους σχέσεις. Αλλά στην πραγματικότητα παραμένει πάνω από όλα, ένα όργανο των πιο ισχυρών καπιταλιστών. Η ύπαρξη του Βοναπαρτισμού είναι απόδειξη ότι οι ταξικοί ανταγωνισμοί στην κοινωνία έχουν γίνει τόσο ισχυροί που χρειάζεται η επέμβαση του κρατικού μηχανισμού για να εξομαλυνθούν προς όφελος της άρχουσας τάξης.

Η αστική τάξη καταλαβαίνει ότι θα πρέπει στο μέλλον να στηριχθεί πιο αποφασιστικά στην πυγμή των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους για να κυβερνήσει, αλλά επίσης διακατέχεται από αμφιβολίες για το αν αυτό στις συνθήκες που διαμορφώνονται θα είναι εφικτό. Ο διευθυντής της «Κ» Αλέξης Παπαχελάς σε άρθρο του στις 12/10 εξέφρασε ανοιχτά την ανησυχία της άρχουσα τάξης μήπως η άγρια λιτότητα στρέψει τον ίδιο τον «πυρήνα του κράτους» εναντίον της: «..Ο αστυνομικός που φυλάει τη Βουλή θα πετάξει την ασπίδα του κάποια μέρα, γιατί δεν θα αντέξει την πίεση της ένδειας και της συνεχούς έντασης. Όσος και να είναι ο πανικός από τις πιέσεις της τρόικας, η κυβέρνηση οφείλει να βρει τρόπους να προστατεύσει τον ζωτικό πυρήνα του κράτους…»

Οι σκέψεις αυτές αντανακλούν σε τελική ανάλυση την αδυναμία της αστικής τάξης να κινηθεί εύκολα προς την κατεύθυνση της ανοιχτής βοναπαρτιστικής αντίδρασης, δηλαδή ενός στρατιωτικού ή αστυνομικού καθεστώτος. Μια τέτοια απόπειρα θα μπορούσε να δημιουργήσει διάσπαση στον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό και επιπρόσθετα, αργά ή γρήγορα, να προκαλέσει μια νέα βίαιη στροφή στ’ αριστερά στις τάξεις των μαζών.

Κι αν ο Παπαχελάς φθάνει να εκφράζει ανοιχτά το σκεπτικισμό του για την δυνατότητα έλεγχου των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας, ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί πόσο πιο μεγάλη βασιμότητα θα έχουν οι αστικοί φόβοι για τις συνέπειες  μιας άμεσης πολιτικής παρέμβασης του αστικού στρατού. Αποτελούμενος στην πλειονότητά του από παιδιά του εργαζόμενου λαού και κατώτερους αξιωματικούς που από την άποψη των υλικών όρων διαβίωσης δεν αισθάνονται μεγάλη απόσταση από την εργατική τάξη, ο στρατός μπορεί να αποδειχθεί ένα εξαιρετικά ασταθές πολιτικό στήριγμα για την άρχουσα τάξη.

Ο σημερινός αστικός στρατός δεν είναι ίδιος με τον αστικό στρατό της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Έχει στις τάξεις του χιλιάδες προοδευτικούς ή και αριστερούς αξιωματικούς σε όλες τις βαθμίδες. Στις παρούσες συνθήκες δε, ούτε τα ανώτερα κλιμάκια του στρατού μπορούν να είναι πλήρως ελεγχόμενα. Κάθε απόπειρα ενεργής χρησιμοποίησής του στην πολιτική θα μπορούσε να τον διασπάσει, πιθανά σε όλες του τις βαθμίδες.

Όπως τονίζαμε στο περσινό μας κείμενο, σε συνθήκες κρίσης, πολιτικής αστάθειας και έντονης ταξικής πάλης όπως οι παρούσες, ο στρατός αναπόφευκτα μετατρέπεται σε ένα μεγάλο πεδίο πολιτικών διεργασιών από την κορυφή ως τη βάση του, μέσα στις οποίες εντάσσονται και πιθανές συνωμοσίες κάθε είδους. Δείγματα τέτοιων διεργασιών παρακολουθήσαμε τη χρονιά που κλείνει. Είδαμε π.χ την ξαφνική αλλαγή μέσα σε μια νύχτα ολόκληρης της ηγεσίας του στρατού από την κυβέρνηση Παπανδρέου λίγο πριν καταρρεύσει, πίσω από την οποία πιθανότατα κρύβεται η αποκάλυψη πολιτικών διεργασιών και της υπόθαλψης ή της ανοχής τους από την στρατιωτική ηγεσία.

Ακόμα, η κατάληψη του Πενταγώνου από τους διαμαρτυρόμενους για τις μειώσεις των συντάξεων απόστρατους αξιωματικούς, η επώνυμη υποστήριξη στρατιωτικών στο μαζικό κίνημα στις πλατείες, και το πρόσφατο επεισόδιο με τους νοσταλγούς της Χούντας στην σχολή Ευελπίδων, αντανακλούν τις πυρετώδεις πολιτικές διεργασίες που αρχίζουν να συντελούνται στις τάξεις του στρατού.

Παράλληλα, πυκνώνουν οι αναφορές για τη δυσαρέσκεια που αναπτύσσεται κύρια στους απλούς φαντάρους, αλλά και τους χαμηλόβαθμους αξιωματικούς, γύρω από τα διάφορα επιχειρησιακά σχέδια στρατιωτικής επέμβασης ενάντια σε μια λαϊκή εξέγερση. Αυτή η διάθεση αποκαλύπτει τις τεράστιες δυνατότητες που  υπάρχουν για την πολιτική δουλειά ενός επαναστατικού κόμματος μέσα στο στρατό.

Ένα επαναστατικό κόμμα σήμερα, διεξάγοντας ζύμωση στους στρατώνες ενάντια στην χρησιμοποίηση του στρατού σαν καταστολέα των ταξικών αγώνων και ρίχνοντας το σύνθημα για τη δημιουργία επιτροπών στρατιωτών και χαμηλόβαθμων αξιωματικών συνδεμένων με τις μαζικές εργατικές και λαϊκές οργανώσεις σαν το μόνο μέσο κατάπνιξης μια τέτοιας απόπειρας, θα μπορούσε να αφοπλίσει την άρχουσα τάξη και να κερδίσει τη μεγάλη πλειονότητα των στρατιωτών στο πρόγραμμά του.

Αυτή η ρευστή και ετερογενής σημερινή κατάσταση στο στρατό, σε συνδυασμό με τη νωπή εμπειρία από τη Χούντα των Συνταγματαρχών, που όχι μόνο δεν κατάφερε να αποκτήσει κοινωνική βάση, αλλά έστρεψε μαζικά την ελληνική κοινωνία στ’ αριστερά για μια ολόκληρη περίοδο, επιβάλει στην άρχουσα τάξη, όταν κινηθεί στην κατεύθυνση του βοναπαρτισμού να μην επιχειρήσει την εγκαθίδρυση ενός κλασσικού στρατιωτικού ή αστυνομικού καθεστώτος.

Η πρώτη κίνηση των αστών προς τον βοναπαρτισμό αναπόφευκτα θα στηριχθεί κύρια στη βία και την καταστολή της αστυνομίας, με το στρατό να παίζει για τους λόγους που εξηγήσαμε συμπληρωματικό και περιορισμένο ρόλο. Αλλά αντί για συνταγματάρχες και στρατηγούς η άρχουσα τάξη θα επιδιώξει να αναθέσει το καθήκον της βοναπαρτιστικής διακυβέρνησης σε μια πολιτική κυβέρνηση με «έκτακτες» εξουσίες, που θα επιχειρήσει να κυβερνήσει με διατάγματα.

Παρ’ όλα αυτά, σ’ έναν στρατό που βρίσκεται σε διαρκή αναβρασμό αντανακλώντας την όξυνση της ταξικής πάλης και το αστικό πολιτικό αδιέξοδο, απόπειρες για στρατιωτικά πραξικοπήματα δεν μπορούν να αποκλειστούν. Σε κάθε περίπτωση τέτοιες απόπειρες θα έχουν εξαιρετικά ασταθή χαρακτήρα και θα μπορούσαν να εκδηλωθούν σε διαστήματα υποχώρησης του κινήματος. Για να έχουν όμως την υποστήριξη της αστικής τάξης θα πρέπει να έχει καταρρεύσει κάθε άλλη προοπτική σταθερής αστικής διακυβέρνησης με πολιτικούς.

Στις συνθήκες που επικρατούν σήμερα στο στρατό, τα εκκολαπτόμενα πραξικοπήματα είναι δυνατό να μην είναι μόνο δεξιά, όπως συμβαίνει παραδοσιακά. Η γοητεία που ασκεί η «ελεύθερη αγορά» στις κορυφές του στρατεύματος έχει ατονήσει σε βάρος της αναγκαιότητας για εθνικοποιήσεις. Το φαινόμενο Τσάβες είναι βέβαιο ότι ασκεί γοητεία σε πολλούς Έλληνες αξιωματικούς. Όμως με δεδομένη την ύπαρξη ισχυρών μαζικών εργατικών οργανώσεων, για να έχει στοιχειώδη προοπτική υποστήριξης ένα πραξικόπημα σαν εκείνο του Τσάβες το 1992, θα πρέπει να εκδηλωθεί μέσα σε συνθήκες απόγνωσης της εργατικής τάξης από απανωτές ήττες και μεγάλης αποδυνάμωσης των μαζικών της οργανώσεων. Η εκδήλωση ενός τέτοιου είδους πραξικοπήματος, ανεξάρτητα από την έκβασή του, θα κεντρίσει την ταξική πάλη και θα της δώσει ισχυρή ώθηση.

Η οποιαδήποτε κίνηση της άρχουσας τάξης προς το βοναπαρτισμό θα πραγματοποιηθεί, αφού πρώτα αυτή θα έχει εξαντλήσει όλες τις «δημοκρατικές» μεθόδους διακυβέρνησης. Μέχρι σήμερα επιβάλει το πρόγραμμά της ουσιαστικά στηριγμένη στους ηγέτες του ΠΑΣΟΚ και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Τώρα το «χαρτί» της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ καίγεται και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία είναι αδύνατο να συγκρατήσει το εργατικό κίνημα. Έτσι η άρχουσα τάξη άρχισε, όπως είχαμε προβλέψει, να επιστρατεύει τις «κυβερνήσεις συνεργασίας».

Μέχρι να καταφύγουν σε μια ανοικτά βοναπαρτιστική κυβέρνηση, οι αστοί θα επιχειρήσουν να «ανακατεύουν διαρκώς την τράπουλα», ανεβοκατεβάζοντας συμμαχικές κυβερνήσεις και ανασχηματίζοντας με διασπάσεις και συνενώσεις το πολιτικό τους στρατόπεδο. Με αυτό τον τρόπο, θα προσπαθήσουν να αξιοποιήσουν όλο τον χρόνο που τους δίνει η απροθυμία των ηγετών της Αριστεράς να παλέψουν για την εξουσία.

Όμως η καταφυγή των αστών στον βοναπαρτισμό σε κάποιο στάδιο είναι αναπόφευκτη, για να δοθεί ένα καίριο πλήγμα στο εργατικό κίνημα και να λάβει παράταση ζωής ο σάπιος ελληνικός καπιταλισμός. Είναι βέβαιο, ότι μέχρι τότε, η εργατική τάξη θα έχει σημαντικές ευκαιρίες για να καταλάβει την εξουσία. Αλλά η ελληνική άρχουσα τάξη, όταν αισθανθεί ότι απειλείται να χάσει τα πάντα, θα εγκαταλείψει όλα τα δημοκρατικά προσχήματα και θα επιδείξει εξαιρετική βιαιότητα.  Ειδικά εάν στην εξουσία ανέβει μια αριστερή κυβέρνηση την οποία θα αισθάνεται ότι δεν μπορεί να ελέγξει, δεν θα διστάσει να προκαλέσει ακόμα και έναν εμφύλιο πόλεμο.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 8ο” ]

Οι ταξικοί αγώνες και το εργατικό κίνημα: απολογισμός

Στη χρονιά που κλείνει, η εργατική τάξη απέδειξε την αυξανόμενη αποφασιστικότητα της να αγωνιστεί σκληρά και με αυτοθυσία. Συνολικά κατά τη διάρκεια των τελευταίων 22 μηνών η εργατική τάξη συμμετείχε σε 15 γενικές απεργίες, δύο από αυτές 48ωρες. Επιπρόσθετα, σε όλο αυτό το διάστημα οι εργαζόμενοι συμμετείχαν σε μαχητικές πολυήμερες απεργίες και καταλήψεις στο Δημόσιο τομέα και τις πρώην ΔΕΚΟ, όπως αυτές στις αστικές συγκοινωνίες, στους ΟΤΑ, στη ΔΕΗ, στα νοσοκομεία, στην ακτοπλοΐα, στις συγκοινωνίες, στα υπουργεία, αλλά επίσης και στον ιδιωτικό τομέα, όπως αυτές στον χώρο των ιδιωτικών ΜΜΕ και στην «Ελληνική Χαλυβουργία». Μεγάλη και διακριτή ήταν επίσης η συμμετοχή, κύρια των «πλατύτερων», ανοργάνωτων, νεαρότερων και πιο σκληρά εκμεταλλευόμενων στρωμάτων της εργατικής τάξης στο μαζικό κίνημα στις πλατείες που εξελίχθηκε από τα τέλη Μαΐου μέχρι και τον Ιούλιο.

Ενδιάμεσα, σαν αντανάκλαση των διαθέσεων που αναπτύσσονται στην εργατική τάξη μέσα στους κόλπους της μαθητικής και φοιτητικής νεολαίας, είχαμε δύο μικρά σε διάρκεια κύματα καταλήψεων στα σχολεία και τις σχολές. Τέλος, μικροαστικά και παραδοσιακά πολιτικά καθυστερημένα τμήματα της κοινωνίας, όπως οι ιδιοκτήτες ταξί, με τις μαζικές και δυναμικές κινητοποιήσεις τους έδειξαν ότι ο συσχετισμός δύναμης στην κοινωνία μεταβάλλεται  αποφασιστικά σε βάρος της αστικής τάξης.

Οι πιο σημαντικοί σταθμοί της ταξικής πάλης την περασμένη χρονιά ήταν το μαζικό κίνημα στις πλατείες και η Φθινοπωρινή αντεπίθεση του εργατικού κινήματος που κορυφώθηκε στην 48ωρη γενική απεργία στις 19-20 Οκτώβρη. Αξίζει να δούμε λοιπόν αναλυτικά τα συμπεράσματα που βγαίνουν από αυτούς τους σταθμούς.

Το μαζικό κίνημα στις πλατείες αποτέλεσε ορόσημο για τις εξελίξεις, διότι  για πρώτη φορά έβγαλε στο προσκήνιο παθητικά, ανοργάνωτα και σκληρά εκμεταλλευόμενα τμήματα της κοινωνίας, δίνοντάς τους πολιτική εμπειρία, καλλιεργώντας τους την ψυχολογία της συλλογικής διεκδίκησης και αποδεικνύοντας ότι, κάτω από τα απανωτά σοκ της κρίσης, οι πλατιές μάζες αφυπνίζονται, ενσαρκώνοντας έτσι την βασική προϋπόθεση για μια επαναστατική κατάσταση.

Ο πυρήνας του κινήματος ήταν οι μορφωμένοι νέοι άνεργοι. Βγαίνοντας μπροστά σαν αποτέλεσμα της απόγνωσής του από την περιθωριοποίηση, αυτό το τμήμα της κοινωνίας μπόρεσε να εκφράσει και να τραβήξει μαζί του στην δράση την πλατιά αγανακτισμένη μάζα των μικροαστών της πόλης που ξεπέφτουν στην εξαθλίωση. Έτσι, ενώ αυτά τα στρώματα δεν είχαν δείξει έως τον περασμένο Μάη διάθεση να συμμετάσχουν ενεργά και μαζικά στα καλέσματα του εργατικού κινήματος, ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό στα καλέσματα δράσης των «Αγανακτισμένων».

Οι κατεστραμμένοι μικροαστοί κατρακυλώντας απότομα στην εξαθλίωση, δηλαδή χαμηλότερα και από την κατάσταση ενός εκμεταλλευόμενου προλετάριου, αποκτούν την ψυχολογία απελπισμένου ανέργου και μέσα στην απελπισία τους, ενώ μισούν βαθιά την άρχουσα τάξη και τους πολιτικούς της εκφραστές, βλέπουν από την άλλη πλευρά την εργατική τάξη σαν «βολεμένη», αντικρίζουν καχύποπτα τα κόμματα, τα σύμβολα και τις οργανώσεις της και – σε κάποιο βαθμό δικαιολογημένα, σαν αποτέλεσμα του ρόλου του ρεφορμισμού και της γραφειοκρατίας και της ταυτόχρονης απουσίας ενός αληθινά επαναστατικού κόμματος του προλεταριάτου – αντιμετωπίζουν τις μεθόδους πάλης του εργατικού κινήματος σαν αναποτελεσματικές και χρονοβόρες. Από εκεί πήγαζε η διάχυτη «αντι-κομματική γενικά» διάθεση του κινήματος των πλατειών.

Ο δυναμισμός και η μαζικότητα των πρώτων συγκεντρώσεων τράβηξε γρήγορα την προσοχή ευρύτερων αδρανών τμημάτων των μαζών της πόλης, όπως οι νοικοκυρές και οι συνταξιούχοι, των οποίων η φωνή δεν μπορούσε να ακουστεί σε κανένα συνδικάτο ή κόμμα. Τα πιο σκληρά εκμεταλλευόμενα στρώματα της εργατικής τάξης στον ιδιωτικό τομέα, που η απουσία συνδικαλιστικής εκπροσώπησης τους είχε δημιουργήσει δίψα για συλλογικές διαδικασίες διεκδίκησης, βρήκαν χιλιάδες όμοιούς τους στις «Λαϊκές συνελεύσεις» και τις συγκεντρώσεις του κινήματος και άρχισαν να αναζητούν μαζί τους πολιτικές λύσεις και απαντήσεις.

Όπως ήταν φυσικό, η θεαματική κίνηση αυτής της ετερογενούς μάζας ανθρώπων, έφερε στο προσκήνιο μαζί με την οργή της για τον καπιταλισμό, ένα σωρό πολιτικά καθυστερημένες αντιλήψεις, σύμβολα και μεθόδους. Αυτό είναι απόλυτα φυσικό και αποτέλεσε ιστορικά το χαρακτηριστικό κάθε επαναστατικής αφύπνισης των μαζών, οι οποίες μαζί με την οργή τους κουβαλούν και τις «αποσκευές» από το πνευματικό και πολιτικό τους παρελθόν. Οι ελληνικές και βυζαντινές σημαίες, τα αντίσκηνα των «χίπις», οι μούντζες, τα γηπεδικά συνθήματα, οι χαοτικές μέθοδοι και διαδικασίες των συνελεύσεων αποτελούσαν ενδείξεις της απότομης αφύπνισης μιας ετερογενούς λαϊκής μάζας.

Μέσα από την εμπειρία των πρώτων ημερών, το πιο ενεργά στοιχεία στο κίνημα δεν άργησαν να χωριστούν σε διακριτά τμήματα. Τα πιο μικροαστικά και πατριωτικά στοιχεία, συσπειρώθηκαν σε συγκεκριμένα σημεία της «πάνω Πλατείας» στο Σύνταγμα. Τα πιο προχωρημένα, ταξικά και ριζοσπαστικά τμήματα του κινήματος συσπειρώθηκαν στις «Λαϊκές συνελεύσεις» και αυθόρμητα στράφηκαν στο εργατικό κίνημα για συμπαράσταση και καθοδήγηση. Προϊόν αυτή της κίνησης ήταν η ανοιχτές  αποφάσεις – εκκλήσεις της Λαϊκής Συνέλευσης της Πλατείας Συντάγματος για μια γενική πολιτική απεργία διαρκείας.

Έτσι το μαζικό κίνημα στις πλατείες άρχισε να κεντρίζει το εργατικό κίνημα, χαλώντας τα εκτονωτικά σχέδια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Η βάση των συνδικάτων σε μια σειρά εργατικούς χώρους, αντιλαμβανόμενη ότι το μαζικό κίνημα στις πλατείες διαμορφώνει ευνοϊκές συνθήκες για μια αντεπίθεση του εργατικού κινήματος, επέβαλε στην συνδικαλιστική γραφειοκρατία την προκήρυξη για πρώτη φορά μετά από πολλά χρονιά μιας 48ωρης γενικής απεργίας.

Αυτό ήταν το σημείο που το μαζικό κίνημα στις πλατείες, βλέποντας ότι οι επαναλαμβανόμενες μαζικές συγκεντρώσεις έξω από τη Βουλή δεν αρκούν, εναπόθεσε τις ελπίδες στο οργανωμένο εργατικό κίνημα. Όμως για άλλη μια φορά, η γραφειοκρατία είχε διαφορετική γνώμη. Άφησε την 48ωρη απεργία χωρίς οργάνωση και κλιμάκωση, με αποτέλεσμα η άρχουσα τάξη να σημειώσει μια «πύρρειο νίκη», περνώντας το «Μεσοπρόθεσμο» με μικρές απώλειες στη Βουλή και τρομοκρατώντας το κίνημα με πρωτοφανή αστυνομική βία.

Αυτό το σημείο ήταν και η τελευταία ουσιαστικά πράξη του κινήματος στις πλατείες. Κάθε προσπάθεια τεχνητής αναζωογόνησης αυτού του κινήματος από τον ηγετικό πυρήνα του, έπεσε στο κενό από τη στιγμή που δεν το κίνημα δεν οδήγησε σε κανένα πρακτικό αποτέλεσμα για τις μάζες.  Όταν η αστυνομία εκκένωσε την Πλατεία Συντάγματος από τους τελευταίους διαδηλωτές – κατασκηνωτές, οι μάζες δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον. Το μαζικό κίνημα στις Πλατείες με τη συγκεκριμένη μορφή που εμφανίστηκε το δίμηνο Ιουνίου-Ιουλίου, αντιπροσώπευε μια συγκεκριμένη, πρώτη βαθμίδα εξέλιξης της κινητοποίησης των πλατιών μαζών. Τα βασικά στοιχεία που μπορούν να επανεμφανιστούν και σε μεγαλύτερη κλίμακα από αυτή τη βαθμίδα είναι δύο: οι μαζικές συγκεντρώσεις και οι λαϊκές συνελεύσεις.

Οι λαϊκές συνελεύσεις ήταν το πιο σημαντικό στοιχείο του μαζικού κινήματος. Συγκέντρωσαν στις πλατείες των μεγαλύτερων πόλεων της χώρας και σε δεκάδες γειτονιές της Αθήνας τα καλύτερα και πιο ταξικά στοιχεία του κινήματος, σε διαδικασίες συλλογικής αναζήτησης πολιτικών λύσεων. Αντικειμενικά, ανεξάρτητα από το μεγάλο ή μικρότερο μέγεθός τους ανά περίπτωση, αντιπροσωπεύουν όπως έχουμε αναφέρει χαρακτηριστικά, «τα εμβρυακά στοιχεία, μιας εμβρυακής, μελλοντικής επαναστατικής εξουσίας».

Οι Λαϊκές συνελεύσεις παρά την εξασθένιση της λειτουργίας και της μαζικότητας τους, έχουν ήδη δημιουργήσει μια παρακαταθήκη που ριζώνει στις γειτονιές των πόλεων. Όπως έδειξε η τάση μαζικοποίησης των συνελεύσεων στον αγώνα ενάντια στο «χαράτσι», οι συνελεύσεις διατηρούν τη ζωτικότητά τους και μπορούν να συσπειρώσουν μαχητικά στο άμεσο μέλλον ευρύτατα στρώματα εργαζόμενων και καταπιεσμένων της πόλης.

Όμως αν στις μαζικές οργανώσεις το εμπόδιο για τον  επαναστατικό τους προσανατολισμό είναι η ρεφορμιστική γραφειοκρατία, στις λαϊκές συνελεύσεις τον ρόλο του ανοιχτού σαμποταριστή έχουν υιοθετήσει τα τοπικά στελέχη του ΚΚΕ που προσπαθούν να κρατήσουν τις δυνάμεις του κόμματος μακριά, ενώ το ρόλο του εκ των έσω υπονομευτή έχουν επάξια επωμιστεί διάφορα τοπικά στελέχη της υπόλοιπης Αριστεράς.

Τα στελέχη αυτά – παρά τις «καλές προθέσεις» τους – κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να κουράσουν και να απογοητεύσουν όσους συσπειρώνονται σε Λαϊκές Συνελεύσεις. Έχοντας αντιγράψει τις πιο αντιδημοκρατικές και αναποτελεσματικές μεθόδους λειτουργίας της Λαϊκής Συνέλευσης του Συντάγματος, όπως η απαγόρευση κάθε εκλογής και αντιπροσώπευσης, τις εμπλουτίζουν με ανούσιο ακτιβισμό, που υποβιβάζει συχνά τις συνελεύσεις σε μονοθεματικές καμπάνιες και σε πολλές περιπτώσεις, απλά βαφτίζουν τους εαυτούς τους και τον περίγυρό τους «Λαϊκή συνέλευση». Αυτές οι πρακτικές δυσφημούν την έννοια και τον ρόλο μιας γνήσιας Λαϊκής Συνέλευσης, που μπορεί να νοηθεί μόνο σαν ένα όργανο μαζικής, δημοκρατικής έκφρασης των αγωνιζόμενων μαζών, ανταγωνιστικό ως προς την αστική εξουσία.

Μια ριζωμένη στις μάζες επαναστατική ηγεσία θα μπορούσε να παρέμβει δημιουργικά στις λαϊκές συνελεύσεις συντελώντας στην δημοκρατική και μαζικής τους λειτουργία, να προωθήσει την σύνδεσή τους με τους εργατικούς χώρους και να τις κατευθύνει γρηγορότερα στον δρόμο της μετατροπής τους σε πραγματικά όργανα εξουσίας των αγωνιζόμενων μαζών. Όμως οι σημερινές ηγεσίες της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος είδαν είτε παθητικά και εξιδανικευμένα (ηγεσία ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ) είτε εχθρικά (ηγεσία ΚΚΕ), τόσο το μαζικό κίνημα στις πλατείες, όσο και το ανώτερο δημιούργημά του, τις λαϊκές συνελεύσεις, καθυστερώντας και δυσχεραίνοντας έτσι την ίδια την διαδικασία επαναστατικής αφύπνισης των μαζών.

Ο δεύτερος και ακόμα σπουδαιότερος σταθμός της ταξικής πάλης ήταν το απεργιακό κίνημα του περασμένου Οκτώβρη με την μεγαλειώδη 48ωρη γενική απεργία. Δύο μήνες σχεδόν μετά την υποχώρηση του μαζικού κινήματος στις πλατείες και την άδοξη κατάληξη της 48ωρης γενικής απεργίας του Ιουλίου,  η εργατική τάξη επέστρεψε στο προσκήνιο με μια νέα απεργιακή αντεπίθεση. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της αντεπίθεσης ήταν η πολιτικοποίηση των διεκδικήσεων, που αντανακλούσε την ορθότητα της εκτίμησής μας ότι η εργατική τάξη αναπτύσσει επαναστατικές διαθέσεις, αλλά και της υπεράσπισης του συνθήματος για μια γενική πολιτική απεργία διαρκείας.

Οι απεργίες μετατράπηκαν σε πολιτικές απεργίες που αποφασίστηκαν από μαζικές συνελεύσεις και συμπληρώθηκαν από καταλήψεις κρατικών κτιρίων και υπηρεσιών, οργανωμένες από τα σωματεία. Οι συνδικαλιστές σε μια σειρά χώρους, αντανακλώντας τις επαναστατικές διαθέσεις, αξίωναν στις ομιλίες και τις δηλώσεις τους ανοιχτά την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου.

Στην πρωτοπορία του αγώνα τέθηκαν οι εργαζόμενοι στους ΟΤΑ. Ο ηρωικός τους αγώνας έγινε σημείο αναφοράς για όλο το εργατικό κίνημα και οι δυναμικές μέθοδοι πάλης τους υιοθετήθηκαν από το εργατικό κίνημα με καταλήψεις στο ένα υπουργείο μετά το άλλο. Μια νέα τρομερή πίεση άρχισε να ασκείται στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, που πίστευε ότι μετά την ήττα της 48ωρης του καλοκαιριού είχε ξεμπερδέψει με το εργατικό κίνημα. Όπως προβλέψαμε, το αίτημα για μια γενική πολιτική απεργία διαρκείας άρχιζε να προσεγγίζεται αυθόρμητα από όλο και μεγαλύτερα τμήματα του εργατικού κινήματος.

Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία για μια ακόμα φορά κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να ξεμπερδέψει με αυτή τη διάθεση με κάτι λιγότερο από μια νέα 48ωρη γενική απεργία. Αυτή τη φορά, σαν αποτέλεσμα του κύρους που απέκτησαν στις πλατιές μάζες οι μαχητικοί κατά χώρους απεργιακοί αγώνες, η 48ωρη γενική απεργία ήταν μια μεγαλειώδης σε μαζικότητα και μαχητικότητα κινητοποίηση της εργατικής τάξης, που απέσπασε την ενεργή υποστήριξη και συμμετοχή όλων εκείνων των τμημάτων της κοινωνίας που είχαν συσπειρωθεί στο μαζικό κίνημα στις πλατείες και είχαν απογοητευθεί από την κατάληξή του.

Η διαδήλωση μισού εκατομμυρίου λαού στην Αθήνα και δεκάδων χιλιάδων σε όλη την υπόλοιπη χώρα ανέδειξε το εργατικό κίνημα σε αδιαφιλονίκητο εκφραστή της θέλησης όλων των προοδευτικών εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή της μεγάλης της πλειοψηφίας. Στις επιμέρους και κατακερματισμένες κινητοποιήσεις που προωθούσαν οι ρεφορμιστές και σταλινικοί ηγέτες, το εργατικό κίνημα με την απεργιακή του δράση επέβαλε μέσα από την 48ωρη γενική απεργία την μεγαλύτερη δυνατή ενότητα του λαού, με πρωτοπόρα την εργατική τάξη.

Για πρώτη φορά οι σταλινικοί ηγέτες του ΚΚΕ σύρθηκαν στην κοινή δράση με το υπόλοιπο εργατικό κίνημα, αναγκαζόμενοι μάλιστα να αναλάβουν την οργάνωση της περιφρούρησης ολόκληρης της κεντρικής απεργιακής συγκέντρωσης στην Αθήνα την δεύτερη μέρα της γενικής απεργίας. Η τάξη συνειδητοποίησε τη δύναμή της και αύξησε την αυτοπεποίθησή της περισσότερο από κάθε άλλη φορά.

Η 48ωρη απεργία τυπικά κατέληξε σε ήττα. Η αστυνομία σε συνεργασία με χούλιγκανς, παρά την ηρωική αντίσταση χιλιάδων μελών του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, κατάφερε να διαλύσει την συγκέντρωση της δεύτερης μέρας, αφήνοντας πίσω τον πρώτο νεκρό του εργατικού αγώνα. Τα νέα μέτρα πέρασαν στη Βουλή και η κυβέρνηση τυπικά συνέχισε να κυβερνά. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία όπως αναμενόταν δεν έδωσε καμία συνέχεια στον αγώνα. Ακόμα και στον πιο προχωρημένο χώρο των εργαζόμενων στους ΟΤΑ, παρά τη σφοδρή αντίδραση της βάσης στις γενικές συνελεύσεις, η γραφειοκρατία πέτυχε την αναστολή του αγώνα Η ηγεσία του ΚΚΕ, πάσχισε να συγκρατήσει και αυτή το εργατικό κίνημα, με μια «υπεύθυνη» στάση – θαψίματος ακόμα και της θυσίας του απεργού συνδικαλιστή του ΠΑΜΕ, φοβούμενη τα καθήκοντα που θα της θέσει η κλιμάκωση του αγώνα.

Αυτά ήταν όμως μόνο τα επιφανειακά  στοιχεία της κατάστασης. Η οργή των μαζών συνέχιζε να συσσωρεύεται και έψαχνε μια νέα ευκαιρία για να εκφραστεί. Αυτή η ευκαιρία ήρθε μόλις μια βδομάδα μετά, στις 28 Οκτωβρίου, με ένα γεγονός που κάθε άλλο παρά ξεχωριστά πρέπει να ειδωθεί από την μεγαλειώδη 48ωρη γενική απεργία, καθώς ήταν η διαστρεβλωμένη, αλλά θεαματική της προέκταση.

Η αυθόρμητη μετατροπή της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου σε ημέρα πανελλαδικής διαδήλωσης ενάντια στην κυβέρνηση και τους αστούς πολιτικούς, ήταν ένα γεγονός πρωτόγνωρο για τα χρονικά του δυτικού καπιταλισμού. Στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες μεγάλες ελληνικές πόλεις είχαμε μια γλαφυρή εικόνα του επαναστατικού μέλλοντος: ο λαός στα βάθρα των επισήμων και οι εκπρόσωποι των αστικών θεσμών διωγμένοι από αυτά «κακήν κακώς».

Μετά από αυτά τα συγκλονιστικά γεγονότα, οι αστοί άρχισαν να ανησυχούν σοβαρά. Ο Παπανδρέου είχε κάθε λόγο να αισθάνεται πιο ανήσυχος από όλους. Παραμονές της λήψης νέων ακόμα πιο σκληρών μέτρων, είχε κάθε λόγο να αρχίσει να βλέπει επαναστατικούς εφιάλτες. Ο πανικός του, τελικά  τον οδήγησε στην ιδέα του δημοψηφίσματος για την «συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου» σαν ένα μέσο εκτόνωσης της επαναστατικής οργής. Με αυτό τον τρόπο όμως, ανεξάρτητα από της προθέσεις του, στη πραγματικότητα επιτάχυνε την πτώση της κυβέρνησής του, καθώς η αστική τάξη και οι κηδεμόνες δανειστές της σε συνθήκες εύθραυστης κατάστασης του ελληνικού και ευρωπαϊκού καπιταλισμού, δεν θα μπορούσαν να ανεχθούν τέτοια «δημοκρατικοφανή» τεχνάσματα, που ισοδυναμούν με αποσταθεροποίηση.

Η ιδιαίτερη αυτή τροπή των γεγονότων όμως δεν πρέπει να μας ξεγελά. Η πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου ήταν το αποτέλεσμα της τρομακτικής πίεσης που ασκήθηκε στην κυβέρνηση από το μεγάλο απεργιακό κύμα του φθινοπώρου, που κορυφώθηκε με την 48ωρη γενική απεργία και την εμφάνιση ενός ακόμα καθαρού συμπτώματος των επαναστατικών διαθέσεων στην κοινωνία στα γεγονότα της 28ης Οκτωβρίου. Με μια ευρύτερη έννοια, η πτώση του Παπανδρέου ήταν το αποτέλεσμα 1,5 χρόνου μαζικών ταξικών αγώνων, με την πρωτοπόρα και καθοριστική δράση του εργατικού κινήματος σε ρόλο εκφραστή της επαναστατικής οργής των μαζών.

Κατάσταση και προοπτικές του εργατικού κινήματος

Το εργατικό κίνημα σήμερα έχει μια αντιφατική ψυχολογία, που καθορίζεται από την ίδια την εμπειρία των αγώνων του, αλλά και από την παρατεταμένη επίθεση που δέχεται από τον καπιταλισμό σε όλα τα επίπεδα.

Από τη μια πλευρά, έχει αποδεδειγμένα διάθεση για αγώνα μέχρι την τελική νίκη. Είναι πραγματικά πολύ σπάνιο να έχουμε τέτοιας μεγάλης κλίμακας αγώνες μέσα στις συνθήκες της πιο βαθιάς ύφεσης, της πιο ακραίας εργοδοτικής τρομοκρατίας και μαζικών απολύσεων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.

Παρά το «βάρος» 1,5 εκατομμυρίου ανέργων, το εργατικό κίνημα όχι μόνο δεν έχει παραλύσει, αλλά δείχνει διαθέσεις για κλιμάκωση της πάλης του. Ακόμα και αυτή η προκλητικά εκτονωτική 24ωρη γενική απεργία που κάλεσε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία την 1η Δεκέμβρη «ενάντια στον προϋπολογισμό», είχε αξιοσημείωτη συμμετοχή και μαχητικότητα. Επίσης, ο ηρωικός αγώνας διαρκείας των εργαζόμενων στην «Ελληνική Χαλυβουργία» είναι ένα ακόμα ζωντανό δείγμα των επαναστατικών διαθέσεων της εργατικής τάξης.

Η μεγάλη αυτή μαχητικότητα οφείλεται στο είδος της επίθεσης με την οποία βρίσκονται σήμερα αντιμέτωποι οι εργαζόμενοι. Ουδέποτε η ελληνική εργατική τάξη μετά τον πόλεμο – ούτε κάτω από τις πιο αντιδραστικές κυβερνήσεις ή στις συνθήκες των πιο βαθιών υφέσεων –  βρέθηκε αντιμέτωπη με μια προσπάθεια να γυρίσει το βιοτικό της επίπεδο κυριολεκτικά έναν αιώνα πίσω. Είναι τέτοιο το μέγεθος της αντιδραστικής επίθεσης, που οι επαναστατικές διαθέσεις αναπτύσσονται ταχύτατα και τείνουν να εκδηλώνονται με ανάλογη συχνότητα και μαζικότητα.

Μπορεί οι αγώνες  να προσκρούουν σήμερα πάνω στα εμπόδια που  βάζει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, αλλά κοιτώντας κάτω από την επιφάνεια των γεγονότων, πρέπει να σημειώσουμε τις πρώτες σαφείς ενδείξεις αντανάκλασης των επαναστατικών εργατικών διαθέσεων μέσα στα συνδικάτα, με μια αλλαγή των συσχετισμών και στροφή στ’ αριστερά.

Σε μια σειρά σωματείων οι δυνάμεις της Αριστεράς ενισχύονται θεαματικά τους τελευταίους μήνες. Στο σωματείο των εργαζομένων της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας (ΕΑΒ) μια ενωτική αριστερή παράταξη κέρδισε την πλειοψηφία. Στις εκλογές των εφοριακών της Αττικής μια αριστερή παράταξη πέρασε στην δεύτερη θέση, ενώ μαζί με την παράταξη του ΠΑΜΕ έχουν την πλειοψηφία. Η πιο πρόσφατη εκλογική άνοδος της Αριστεράς ήρθε στις νοσοκομεία. Στον «Ευαγγελισμό» το ΠΑΜΕ πήρε την πλειοψηφία και στο  Γενικό Κρατικό της Νίκαιας μια ακόμα αριστερή παράταξη  έγινε πρώτη δύναμη στο σωματείο. Όλα αυτά φανερώνουν μια ταχύτατη αλλαγή συσχετισμών που απειλεί τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία.

Αυτή η πολιτική μεταστροφή, συνδυάζεται με τις συνέπειες που έχει στο εργατικό κίνημα η σκληρή επίθεση στις κατακτήσεις σε πρώην ΔΕΚΟ και Δημόσιο. Από αυτούς τους χώρους αντλούσε παραδοσιακά τη δύναμή της η συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Από εδώ και στο εξής όμως, και σε αυτούς του χώρους, όπως και σε όλους τους υπόλοιπους, η συνδικαλιστική δράση δεν θα έχει χώρο για διαπραγματεύσεις, στις οποίες είναι ειδικευμένη με το αζημίωτο, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Θα απαιτεί ηγεσίες μαχητικές που θα μπορούν να ρισκάρουν τη δουλειά και την ίδια τους τη ζωή για τα συμφέροντα των εργαζόμενων. Ήδη, ξεκινώντας από την ίδια τη σημερινή διοίκηση της ΓΣΕΕ, εμφανίζεται η τάση οι παλιοί γραφειοκράτες να αποχωρούν οικειοθελώς, λόγω των αλλαγμένων συνθηκών. Πάνω στη βάση της εμπειρίας από τις μεγάλες ταξικές μάχες, νέες μαχητικές ηγεσίες θα τείνουν να αναδεικνύονται παντού όπως έχουμε εδώ και καιρό προβλέψει, στο ένα σωματείο μετά το άλλο.

Ακόμα και ο νέος νόμος που καταργεί τις κλαδικές συμβάσεις και προβλέπει την αντικατάστασή τους από άλλες που θα υπογραφούν από επιχειρησιακά σωματεία, δημιουργεί νέα δεδομένα, που μπορούν να έχουν μακροπρόθεσμα μια θετική όψη. Η δημιουργία πολλών τέτοιων επιχειρησιακών σωματείων υπό την ενθάρρυνση ή ανοχή της εργοδοσίας για να παρακαμφτούν οι κλαδικές συμβάσεις, θα δημιουργήσει για πρώτη φορά σωματεία εκεί που δεν υπήρξαν ποτέ. Αυτά τα σωματεία, σε μια επόμενη φάση του κινήματος, σε πολλές περιπτώσεις θα επιχειρηθεί να ελεγχτούν από τους ίδιους τους εργαζόμενους για να μετατραπούν σε όπλα στον αγώνα τους ενάντια στα αφεντικά.

Από την άλλη πλευρά όμως, παρά την μαχητική τους διάθεση, εξαιτίας της απουσίας επαναστατικής ηγεσίας και μιας άμεσης σοσιαλιστικής προοπτικής, οι εργαζόμενοι έχουν όλο αυτό το διάστημα την αίσθηση ότι αγωνίζονται από «ηθική υποχρέωση» έναντι του εαυτού τους, των οικογενειών τους και της τάξης τους, χωρίς όμως να πιστεύουν ότι υπάρχει πραγματική και ορατή πολιτική λύση.  Αν είχαν στα χέρια τους αυτή την πολιτική λύση θα είχαν ήδη καταλάβει την εξουσία.

Τόσο στις αρχές του καλοκαιριού, όσο και στην αντεπίθεση του Οκτώβρη, η κυβέρνηση θα μπορούσε να έχει ανατραπεί και αντικατασταθεί από μια εργατική κυβέρνηση αν οι ηγεσίες της Αριστεράς είχαν μια επαναστατική πολιτική και έδιναν μια ενωτική, επαναστατική λύση εξουσίας στις μάζες. Όμως παρά την ολοένα και πιο αριστερή φρασεολογία τους, είναι στην πραγματικότητα απορροφημένες από τις κοινοβουλευτικές τους επιδιώξεις και διαρκώς υπεκφεύγουν από το καθήκον της πάλης για την εξουσία.

Αυτή τη στιγμή, οι πλατιές μάζες της εργατικής τάξης δείχνουν αποφασισμένες να αντισταθούν σθεναρά ενάντια σε κάθε νέο μέτρο της κυβέρνησης Παπαδήμου, αλλά παράλληλα βγάζουν συμπεράσματα από τους αγώνες της τελευταίας περιόδου και στρέφουν όλο και πιο πολύ το ενδιαφέρον τους στο πολιτικό πεδίο.

Αναπόφευκτα, όσο πλησιάζουν οι εκλογές, τόσο περισσότερο η τάση για εκλογική ενίσχυση της Αριστεράς θα μεγαλώνει, όχι εξαιτίας της σωστής πολιτικής των ηγεσιών της, αλλά σαν μια απόπειρα των εργαζόμενων να αναγκάσουν τις αριστερές ηγεσίες να υιοθετήσουν ένα πρόγραμμα εξουσίας, ικανό να λύσει τα προβλήματά τους. Αυτή η στροφή των εργαζόμενων στην Αριστερά αποτυπώνεται σε όλες τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, με το αξιόπιστο «βαρόμετρο» της «Public Issue» για τον «Σκάι»  και την «Καθημερινή» να δίνει στις 8/12 αθροιστικό ποσοστό για ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ και ΔΗΜΑΡ 37%!

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 9ο” ]

ΠΑΣΟΚ: συρρίκνωση και διασπάσεις

Για τους μαρξιστές τα μαζικά κόμματα είναι ζωντανοί οργανισμοί που εκφράζουν συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα και στην εξέλιξή τους αντανακλούν διαφορετικές ταξικές πιέσεις. Αντανακλώντας τις αλλαγές του ταξικού συσχετισμού δύναμης, τα μαζικά κόμματα στρέφονται στην μια ή στην άλλη πολιτική κατεύθυνση, διασπώνται ή επανενώνονται, μεταβάλλεται  ο συσχετισμός μεταξύ των τάσεων και των ομάδων στο εσωτερικό τους.

Είναι λάθος το να προσεγγίζουμε τα μαζικά κόμματα, όχι από μια ταξική σκοπιά, αλλά με αποκλειστικό κριτήριο τη μια ή την άλλη πολιτική των εκάστοτε ηγεσιών τους. Αυτή η οπτική βλέπει μόνο την επιφάνεια και είναι η συνταγή για την έκπληξη και την αδυναμία σοβαρής εξήγησης μπροστά σε κάθε νέα σοβαρή μεταβολή που συντελείται στο εσωτερικό των μαζικών κομμάτων.

Αντιστεκόμενοι στην επιφανειακή και αντι-διαλεκτική μέθοδο των σεχτών και των αριστερών ρεφορμιστών, οι μαρξιστές ανέκαθεν αρνούνταν να προσεγγίσουν ένα τόσο σοβαρό ζήτημα όπως είναι αυτό της ταξικής φύσης του ΠΑΣΟΚ από μια συναισθηματική σκοπιά. Εξήγησαν και εξηγούν υπομονετικά, ότι το ΠΑΣΟΚ, παρότι διαθέτει μια πολιτικά εκφυλισμένη, αστική ηγεσία, δεν είναι ένα αστικό κόμμα όπως η Ν.Δ και το ΛΑΟΣ. Συνεχίζει και σήμερα να είναι ένα κόμμα με εργατική βάση και αστική πολιτική, ένα εργατικό κόμμα με μια αστική ηγεσία.

Σε αντίθεση με τα αστικά κόμματα που είναι πολιτικά δημιουργήματα της άρχουσας τάξης, το ΠΑΣΟΚ γεννήθηκε σαν αποτέλεσμα της ριζοσπαστικοποίησης των εργατικών μαζών και της νεολαίας. Μαζικοποιήθηκε στη βάση μιας πολύ προωθημένης διακήρυξης που καλούσε για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας και χτίστηκε από τις εργατικές μάζες, στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν ένα αποτελεσματικό πολιτικό όπλο ενάντια στην άρχουσα τάξη.

Η αστική τάξη μίσησε το ΠΑΣΟΚ, αλλά εξαιτίας του αρνητικού γι’ αυτήν συσχετισμού δύναμης της πρώτης περιόδου της Μεταπολίτευσης, υποχρεώθηκε να το ανεχθεί και να προσπαθήσει να ελέγξει την ηγεσία του. Η απόπειρά της αυτή στέφθηκε από επιτυχία, ξεκινώντας από την έντονη δεξιά στροφή της ηγετικής ομάδας υπό τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ Ανδρέα Παπανδρέου και έγινε ακόμα πιο στέρεη, στις περιόδους Σημίτη και Γ. Παπανδρέου.

Η αιτία που οδήγησε στον πλήρη αστικό εκφυλισμό της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ τις δυο τελευταίες δεκαετίες, δεν ήταν αφηρημένα οι πολιτικές της επιλογές, ούτε η (αναμφίβολα υπαρκτή σε πολλαπλά επίπεδα) «ανηθικότητά της». Η βασική αιτία ήταν οι νέοι ταξικοί συσχετισμοί που διαμορφώθηκαν στην Ελλάδα και διεθνώς, πάνω στο έδαφος της διατήρησης υποφερτών επιπέδων διαβίωσης για τις μάζες. Η δεξιά στροφή του ΠΑΣΟΚ δεν ήταν ένα ελληνικό φαινόμενο, αλλά η αντανάκλαση στην Ελλάδα της γενικότερης δεξιάς στροφής των μαζικών εργατικών οργανώσεων παγκόσμια, που οφειλόταν στην παράταση της καπιταλιστικής μεταπολεμικής  ανάπτυξης στην Δύση, στην κατάρρευση του Σταλινισμού και στην υποχώρηση του εργατικού κινήματος.

Παρά την παρατεταμένη δεξιά στροφή της ηγεσίας του, το ΠΑΣΟΚ, εξαιτίας της ιστορικής του πορείας και της βαθιάς του σύνδεσης με τις πλατιές μάζες της εργατικής τάξης, συνέχισε να διατηρεί μεγάλη επιρροή σε αυτές. Οι σέχτες και οι σταλινικοί συνήθως εδώ, αντιτάσσουν μια σοφιστεία: «Ναι αλλά και η ΝΔ και το ΛΑΟΣ έχουν επιρροή στις εργατικές μάζες!». Αυτό που ξεχνούν όμως, είναι να πουν σε ποια τμήματα των μαζών έχουν υποστήριξη αυτά τα κόμματα.

Τα αστικά κόμματα υποστηρίζονται από τα πιο καθυστερημένα και αδρανή τμήματα των μαζών, η πλειονότητα των οποίων στις μεγάλες ταξικές μάχες δεν κινητοποιείται, ενώ από τα σπλάχνα της βγαίνουν οι απεργοσπάστες και οι υποστηρικτές βοναπαρτιστικών, αντιδραστικών κυβερνήσεων. Όποτε συνέβη ευρύτερα στρώματα εργαζομένων να ψηφίσουν στις εκλογές τη Ν.Δ, όπως το 2004, αυτό αποτελούσε περισσότερο μια πράξη διαμαρτυρίας έναντι των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ. Από την άλλη πλευρά, οι απλοί εργαζόμενοι που μέχρι τις τελευταίες εκλογές υποστήριζαν το ΠΑΣΟΚ, βλέπουμε ότι είναι παντού η πλειονότητα των τμημάτων των μαζών που κινητοποιούνται και από τις τάξεις τους, έχει προκύψει ένα μεγάλο τμήμα της πρωτοπορίας των εργατικών αγώνων.

Ο σωστός προσδιορισμός της ταξικής φύσης του ΠΑΣΟΚ μας δίνει τη βάση για μια αξιόπιστη ερμηνεία των εξελίξεων και των προοπτικών του κόμματος. Δεν λύνει όμως από μόνος του όλα τα ζητήματα. Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι σήμερα αφηρημένα ένα εργατικό κόμμα με μια αστική ηγεσία, αλλά ένα εργατικό κόμμα με μια αστική ηγεσία μέσα στην εποχή βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού και της θυελλώδους ταξικής πάλης. Σε αυτές τις συνθήκες, ραγδαίες μεταβολές συντελούνται στη βάση και την ηγεσία του.

Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ επωμίστηκε τα τελευταία δύο χρόνια το ρόλο του «δήμιου», που βάλθηκε να αποτελειώσει την εργατική τάξη και το φτωχό λαό για λογαριασμό της άρχουσας τάξης. Αυτό όμως που φαίνεται να αποτέλειωσε στην πράξη, ήταν η διαχρονική διατήρηση μιας πλειοψηφικής επιρροής για το ΠΑΣΟΚ μέσα στις εργαζόμενες μάζες. Η κυβερνητική θητεία του ΠΑΣΟΚ των τελευταίων δύο χρόνων, δεν ήταν απλά μια ακόμα δεξιά κυβερνητική θητεία. Το μέγεθος της επίθεσης που εξαπολύθηκε στους εργαζόμενους δημιούργησε ένα πολύ βαθύ χάσμα με την πλειονότητα όσων από αυτούς στις τελευταίες εκλογές ψήφισαν ΠΑΣΟΚ. Πρέπει να τονίσουμε ότι πλέον, αυτό το χάσμα δεν είναι δυνατό να γεφυρωθεί από οποιαδήποτε δεξιά ρεφορμιστική ηγεσία.

Ειδικά για τα νεότερα τμήματα των εργαζόμενων μαζών που διαμόρφωσαν τη συνείδησή τους μέσα στα τελευταία 20 χρόνια, η λέξη ΠΑΣΟΚ δεν σημαίνει ούτε στο ελάχιστο βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, «κοινωνική πολιτική» και δημοκρατικά δικαιώματα, κάτι που σε κάποιο βαθμό συμβαίνει ακόμα με τις παλιές γενιές της εργατικής τάξης, που έζησαν τα πρώτα χρόνια της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου το 1981. Για τους «30άρηδες» και «40άρηδες» εργαζόμενους, ΠΑΣΟΚ σημαίνει μόνο λιτότητα, ανεργία, ασυδοσία του κεφαλαίου και διαφθορά. Αυτό το μεγάλο και δυναμικό τμήμα της εργατικής τάξης, είναι σε πλήρη αποξένωση με το σημερινό ΠΑΣΟΚ και θα μπορούσε να το στηρίξει μόνο στην περίπτωση που επέστρεφε στις αρχικές αριστερές και ταξικές του διακηρύξεις.

Η άρχουσα τάξη από την άλλη πλευρά, όπως είδαμε, στηρίχθηκε στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ εξαιτίας της αδυναμίας του βασικού, δικού της κόμματος, να εφαρμόσει το πρόγραμμά της στην εξουσία. Είχε ανάγκη από ένα ΠΑΣΟΚ ισχυρό στην εργατική τάξη με την προϋπόθεση όμως, ότι η ηγεσία του θα είναι πάντα απόλυτα ελεγχόμενη. Σήμερα η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ συνεχίζει πολιτικά να είναι ελεγχόμενη, όμως η απήχηση του κόμματος στην εργατική τάξη έχει αποδυναμωθεί θεαματικά. Το όπλο δεν κινδυνεύει ακόμα να περάσει στα χέρια του εχθρού, αλλά κινδυνεύει με αφλογιστία.

Κοιτώντας τη σχετική αρθρογραφία των τελευταίων εβδομάδων, η κύρια γραμμή μέσα στην άρχουσα τάξη για το ΠΑΣΟΚ, εκφράζεται από αυτούς που υποστηρίζουν ότι το κόμμα «όπως είναι σήμερα έχει τελειώσει». Υπονοούν έτσι, ότι πρέπει να μετεξελιχθεί «συντεταγμένα», δηλαδή με τη συναίνεση όλων των τμημάτων της σημερινής δεξιάς ηγεσίας, σε ένα κόμμα αστικό, όπως συνέβη με την μετεξέλιξη της Δημοκρατικής Αριστεράς στην Ιταλία (πλειοψηφία του πρώην ΚΚ Ιταλίας) στο αστικό πλέον Δημοκρατικό Κόμμα, με την πλήρη κατάργηση κάθε έννοιας και συμβόλου που θυμίζει το αριστερό του παρελθόν. Οι αστοί κάνουν ξεκάθαρο ότι θα προτιμούσαν αυτό να συμβεί χωρίς τον Γ Παπανδρέου, που έχει δώσει δείγματα «τυχοδιωκτικών» και «λαϊκίστικων» από αστική σκοπιά πρακτικών και γι’ αυτό, επιχειρούν να τον σπρώξουν το συντομότερο δυνατό προς την έξοδο.

Από τη δική του πλευρά, ο Παπανδρέου δεν αισθάνεται βολικά στο ρόλο της «στυμμένης λεμονόκουπας». Νιώθει προδομένος, όταν αυτοί που ευεργέτησε με το πέρασμα των αντιδραστικότερων μέτρων των τελευταίων δεκαετιών τον μεταβάλουν τώρα σε «αποδιοπομπαίο τράγο» για την κατρακύλα του ελληνικού καπιταλισμού. Φυσικά, ο ίδιος δεν έχει καμία αντίρρηση στα σχέδια μετεξέλιξης του ΠΑΣΟΚ σε αστικό κόμμα. Θέλει απλά να του αναγνωρίσουν τον ρόλο του εγγυητή σε αυτή τη μετάβαση, έτσι ώστε από μια προσοδοφόρα γι’ αυτόν και την κλίκα του θέση, να συνεχίζει να υπηρετεί τους αστούς.

Οι αστοί ξέρουν ότι στο βωμό αυτής του της διεκδίκησης, ο Παπανδρέου είναι ικανός να ξαναπαίξει τα χαρτί της δημαγωγίας. Γι’ αυτό τον πολιορκούν με υποψήφιους της απόλυτης εμπιστοσύνης τους, όπως είναι ο Λοβέρδος και ο Χρυσοχοΐδης, που ανεβάζουν τους τόνους της προσωπικής αντιπαράθεσης εναντίον του. Την ίδια στιγμή, ο επίσης έμπιστός τους Βενιζέλος, επιχειρεί να καλλιεργεί ένα πιο ενωτικό προφίλ, που θα τον κάνει να εμφανίζεται ως ο επικρατέστερος.

Οι διεργασίες που συντελέστηκαν στη βάση του ΠΑΣΟΚ, κύρια στα συνδικάτα και τη νεολαία, καθ’ όλο το διάστημα της αντιδραστικής κυβερνητικής θητείας Παπανδρέου, ήταν έντονες. Η ΠΑΣΚΕ στο Δημόσιο τομέα ουσιαστικά διασπάστηκε και σε μια σειρά χώρους, όπως οι δάσκαλοι και οι εργαζόμενοι στους ΟΤΑ, «έκοψε» επίσημα τις σχέσεις της με το κόμμα. Στη ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ η ΠΑΣΚΕ είναι στην πρωτοπορία των κινητοποιήσεων και η ηγεσία της έχει κινηθεί πολύ αριστερά. Στην ΠΑΣΠ είδαμε μια ανοιχτή διάσπαση στο κίνημα των φοιτητικών καταλήψεων του Φθινοπώρου, με μαζικές διαγραφές αριστερών αντιπολιτευόμενων.

Το φαινομενικά οξύμωρο είναι ότι όλες αυτές οι διεργασίες δεν βρίσκουν αυτή τη στιγμή καμία αντανάκλαση στην ηγεσία, ενώ στην κοινοβουλευτική ομάδα βρήκαν μια πολύ αδύναμη ηχώ. Αυτό είναι η καλύτερη απόδειξη για το πόσο μακριά βρίσκονται όλα τα «προβεβλημένα στελέχη» του ΠΑΣΟΚ από τις μάζες των εργαζόμενων που τους ψήφισαν. Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για απλούς «σοσιαλδημοκράτες ιδεολόγους του ταξικού συμβιβασμού», αλλά για χοντρόπετσους νεόπλουτους καριερίστες της αστικής πολιτικής, ευθέως διαπλεκόμενους με μεγάλα καπιταλιστικά συμφέροντα.

Η αδυναμία ηγετικής έκφρασης της αντιπολιτευτικής διάθεσης της βάσης του ΠΑΣΟΚ σήμερα οφείλεται πάνω απ’ όλα, στη δειλία αυτών που θα μπορούσαν με μαζικούς όρους να παίξουν αυτό το ρόλο, δηλαδή των ηγετών της ΠΑΣΚΕ. Οι πιο συμβιβασμένοι, δεξιοί συνδικαλιστές σαν τον Παναγόπουλο, δείχνουν ότι δεν έχουν καμία διάθεση να δώσουν μάχη και θα αρχίζουν να αποσύρονται ήσυχα από την κεντρική πολιτική και συνδικαλιστική «σκηνή». Οι πιο μαχητικοί αριστεροί ΠΑΣΚίτες σαν τον Φωτόπουλο της ΓΕΝΟΠ -ΔΕΗ, μέσα σε ένα πολιτικό κλίμα συρρίκνωσης της απήχησης του ΠΑΣΟΚ και ενίσχυσης της «παραδοσιακής Αριστεράς», το πιο πιθανό θα είναι να στραφούν στον ευκολότερο δρόμο, έξω από το κόμμα, κύρια προς τον ΣΥΡΙΖΑ.

Όμως ακόμα και σήμερα, μια αριστερή υποψηφιότητα για την προεδρία ενός μαχητικού συνδικαλιστή όπως ο Φωτόπουλος, στη βάση της επιστροφής στην ιδρυτική «διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη» θα μπορούσε να φέρει σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα χιλιάδες αριστερούς αγωνιστές στο ΠΑΣΟΚ και να συντρίψει όλες τις δεξιές υποψηφιότητες. Ο φόβος για μια τέτοια εξέλιξη άλλωστε, είναι ένας από τους λόγους που οι αστοί σπρώχνουν από τώρα πολλούς δεξιούς υποψηφίους στο προσκήνιο, με σκοπό ορισμένους από αυτούς να τους αποσύρουν στο τέλος, για να περιορίσουν όσο μπορούν το έδαφος για την ανάπτυξη μιας αριστερής υποψηφιότητας.

Αυτή τη στιγμή, χωρίς μια αριστερή υποψηφιότητα για την προεδρία, οι προοπτικές του ΠΑΣΟΚ εξαρτώνται όχι τόσο από τους αστικούς σχεδιασμούς, αλλά σε σημαντικό βαθμό από τις εξελίξεις στα άλλα δύο εργατικά κόμματα, το ΚΚΕ και τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. Όπως προβλέψαμε και συμπεραίνουμε από τις τάσεις που εμφανίζονται σήμερα, τα κόμματά αυτά μπαίνουν σε μια τροχιά εξουσίας κάτω από την ισχυρή ώθηση της υποστήριξης των εργαζόμενων και της νεολαίας. Αυτό θα έχει σαν συνέπεια η απήχηση του ΠΑΣΟΚ να φθίνει όλο και πιο πολύ, με κίνδυνο στις εκλογές να βγει ακόμα και τρίτο κόμμα. Σε αυτές τις συνθήκες, η πιθανή απόπειρα επανίδρυσης του κόμματος σε πλήρη αστική βάση, θα συνοδευτεί από αριστερές διασπάσεις και την μαζική αποχώρηση συνδικαλιστών και νεολαίων προς την παραδοσιακή Αριστερά.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 10ο” ]

ΚΚΕ: οι πιέσεις των μαζών θα φέρουν εσωτερικές μεταβολές και διεργασίες

Έχουμε επανειλημμένα τονίσει, ότι αν υπήρχε σήμερα μια γνήσια μαρξιστική ηγεσία στο ΚΚΕ, η άνοδος μιας επαναστατικής εργατικής κυβέρνησης στην εξουσία θα ήταν ζήτημα μερικών μηνών η λίγων χρόνων. Εκμεταλλευόμενη τις γερές ρίζες που έχει το κόμμα σε μια σειρά εργατικούς χώρους – κλειδιά και γενικότερα στην εργατική τάξη, πάνω στη βάση της τακτικής του Ενιαίου Μετώπου και με οδηγό την υπομονετική εξήγηση για την αναγκαιότητα της εφαρμογής ενός σοσιαλιστικού προγράμματος, η ηγεσία του ΚΚΕ θα μπορούσε να αναδείξει το κόμμα σε πολιτικά κυρίαρχο ανάμεσα στους εργαζόμενους, αμφισβητώντας την αστική εξουσία.

Η σημερινή ρητορική της για «κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και ανατροπή του καπιταλισμού» αντανακλά τις πιέσεις που δέχεται από το ταχύτατο ξεγύμνωμα του καπιταλισμού στα μάτια των μαζών και την ανάγκη να βρίσκεται ένα βήμα αριστερότερα από τους αριστερούς ρεφορμιστές ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ, που και αυτοί λόγω των συνθηκών πιέζονται προς τ’ αριστερά. Όμως στην πράξη, η ηγεσία του ΚΚΕ δείχνει ξεκάθαρα με τη στάση της ότι δεν θέλει να παλέψει για την εξουσία.

Έναντι του μαζικού κινήματος στις πλατείες, που ταρακούνησε το αστικό καθεστώς, κράτησε μια στάση εχθρική από την πρώτη στιγμή. Στη 48ωρη γενική απεργία του Οκτώβρη, παρότι μάλιστα είχε νεκρό εργάτη από τις δικές της γραμμές, δεν υποστήριξε κανένα συγκεκριμένο σχέδιο κλιμάκωσης του αγώνα. Η επαναστατική φρασεολογία της δεν πρέπει να μας συγχύζει. Οι επαναστατικές φράσεις εκτοξεύονται από αυτήν, όχι σαν άμεσοι στόχοι διεκδίκησης στον αγώνα των μαζών, αλλά σαν παυσίπονα για τον επαναστατικό πυρετό τους. Τα επαναστατικά λόγια είναι χωρίς πρακτικό νόημα, όταν δεν συνοδεύονται από πράξεις που θα  αναπτύσσουν και θα δυναμώνουν το πραγματικό κίνημα της εργατικής τάξης στον αγώνα για το σοσιαλισμό.

Αυτό το καταλαβαίνει πολύ καλά η αστική τάξη, γι’ αυτό οι πιο έξυπνοι αναλυτές της, δεν διστάζουν να επαινούν την ηγεσία του ΚΚΕ για την άρνησή της να παλέψει για την εξουσία. Την επόμενη μέρα της 48ωρης γενικής απεργίας του Οκτώβρη, ο Πάσχος Μανδραβελης έγραφε στην «Καθημερινή: «..Η κ. Παπαρήγα μίλησε πολιτικά. Τίμησε τον νεκρό, αλλά δεν στάθηκε στον νεκρό. Έκανε πολιτική αποτίμηση των επεισοδίων· ανέλυσε τη θέση του κόμματός της· δεν ύψωσε αζημίως τον τόνο της φωνής· δεν εκμεταλλεύτηκε ένα θάνατο για να προσπορίσει πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη…»

Αλλά και η διασπαστική τακτική της ηγεσίας του ΚΚΕ, που επίσης αποτελεί σε κάποιο βαθμό, προϊόν την απροθυμίας της να παλέψει για την εξουσία, επιδοκιμάζεται από τους αστούς. Είναι πασίγνωστη η πρόσφατη δήλωση του Άδωνη Γεωργιάδη, που υποστήριζε ότι αποτελεί «ευτύχημα για την αστική τάξη, το γεγονός ότι η Αλέκα Παπαρήγα δεν ενώνεται με τον ΣΥΡΙΖΑ».

Η σημερινή ανοδική τάση της υποστήριξης του κόμματος στην εργατική τάξη και το φτωχό λαό, δεν οφείλεται στην τακτική και την πολιτική της ηγεσίας. Οφείλεται στην τεράστια απογοήτευση από το ΠΑΣΟΚ και τα αστικά κόμματα. Εκφράζει την απώλεια εμπιστοσύνης στον καπιταλισμό και την αναζήτηση μιας θεμελιώδους αλλαγής στα προβλήματα της κοινωνίας. Η λαθεμένη πολιτική και τακτική της ηγεσίας του κόμματος αντίθετα, υπονομεύει αυτή την ανοδική τάση.

Την ώρα που πολλοί απλοί εργαζόμενοι δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν το ΚΚΕ στις εκλογές, εκφράζουν ταυτόχρονα την άποψη ότι οι ιδέες του είναι «παρωχημένες», ότι τα ηγετικά του στελέχη είναι «προσκολλημένα στο παρελθόν». Σε μια εποχή όπως η σημερινή, αυτή η εντύπωση δεν είναι αποτέλεσμα «της αστικής προπαγάνδας», αλλά της προσκόλλησης της ηγεσίας στα αποκρουστικά και φθαρμένα σύμβολα του σταλινισμού, που ενισχύθηκε με την προκλητική «πολιτική και οργανωτική αποκατάσταση» του «αρχιερέα» του ελληνικού σταλινισμού Ν. Ζαχαριάδη.

Όπως υπομονετικά εξηγούμε εδώ και χρόνια, ο σταλινικός ρεφορμισμός της ηγεσίας του ΚΚΕ, που εκφράζεται πιο φανερά με την διασπαστική τακτική και την απροθυμία πάλης για την εξουσία και που, φαινομενικά, είναι ακλόνητος μέσα στο κόμμα, θα αμφισβητηθεί αναπόφευκτα από τη βάση του κόμματος και της ΚΝΕ, σαν αποτέλεσμα των πιέσεων από τους μαζικούς ταξικούς αγώνες και την γενική άνοδο της ριζοσπαστικοποίησης μέσα στην κοινωνία.

Όταν οι διαδηλώσεις και οι απεργίες είναι μικρές, η ηγεσία του ΚΚΕ μπορεί να κάνει επίδειξη με τις κομματικές δυνάμεις και να δικαιολογεί εύκολα την διασπαστική της πολιτική. Όταν όμως οι διαδηλώσεις και οι απεργίες διεξάγονται με τη συμμετοχή εκατομμυρίων, τότε οι πιέσεις για ενότητα με το υπόλοιπο κίνημα είναι εκ των πραγμάτων ασφυκτικές, καθώς η εικόνα μερικών χιλιάδων κομματικών μελών που διαδηλώνουν σε άλλο τόπο από τις μάζες πλήττει το κύρος της ηγεσίας, αλλά και το ηθικό της κομματικής βάσης. Έτσι το ίδιο το μέγεθος του κινήματος είναι η αιτία που επιβάλει στην ηγεσία του ΚΚΕ να ενωθεί με το σύνολο των αγωνιζόμενων εργαζόμενων και νεολαίων.

Αυτό το φαινόμενο το είδαμε στην τελευταία 48ωρη γενική απεργία, με την ανάληψη από το ΠΑΜΕ της περιφρούρησης ολόκληρης της συγκέντρωσης της δεύτερης μέρας. Αυτό το γεγονός συνέβη για πρώτη φορά τα τελευταία 15 χρόνια, δείχνοντας τα όρια της διασπαστικής τακτικής της ηγεσίας του ΚΚΕ.

Όταν επίσης, τα ποσοστά του κόμματος βρίσκονται στα γνώριμα χαμηλά επίπεδα, που όμως εξασφαλίζουν μια «αξιοπρεπή» κοινοβουλευτική παρουσία, χωρίς να αισθάνεται καμία «απειλή» από άλλο αριστερό κόμμα, τότε η πολιτική και η θέση της ηγεσίας είναι εδραιωμένη. Όταν όμως, όπως σήμερα, η απήχηση του κόμματος μεγαλώνει, αλλά ταυτόχρονα αυξάνεται η απήχηση ενός ακόμα αριστερού κόμματος που υποστηρίζει πολιτικά τους αγώνες, όπως ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, τότε η ανάγκη να τεθεί σαν στόχος η εξουσία και η πραγματική δυνατότητα αυτός ο στόχος να κατακτηθεί με τη συμμαχία των δύο αυτών κομμάτων, γίνεται πιεστική από το σύνολο του κινήματος. Πάνω σε αυτή τη βάση, το αίτημα για την ενότητα ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ στον αγώνα για την εξουσία θα υιοθετείται αναπόφευκτα και από ένα τμήμα της βάσης του ΚΚΕ.

Πιθανό ορόσημο για την κορύφωση των πιέσεων για ενότητα και πάλη για την εξουσία θα είναι τα προσεχή εκλογικά αποτελέσματα. Ειδικά αν αναδείξουν την απόσπαση από τον ΣΥΡΙΖΑ μεγαλύτερου ποσοστού από εκείνο του ΚΚΕ και την παράλληλη, αντικειμενική δυναμική εξουσίας συνολικά της παραδοσιακής Αριστεράς, τότε αν η ηγεσία δεν κάνει μια στροφή στην τακτική της, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί αντιμέτωπη με μια ισχυρή εσωκομματική αντιπολίτευση, με χιλιάδες αγωνιστές ανοιχτούς στις γνήσιες ιδέες του μαρξισμού.

ΣΥΝ ΚΑΙ ΣΥΡΙΖΑ: άνοδος, «τριβές» και πολιτικό κενό

Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις, επίσης δεν οφείλεται στην πολιτική της ηγεσίας του, αλλά στις ενωτικές διακηρύξεις που τον συνοδεύουν από την ίδρυσή του και κύρια, στην γενικότερη στροφή των εργαζόμενων προς τ’ αριστερά. Η άνοδος αυτή έχει πολύ πιο σταθερή βάση από την αντίστοιχη του  2008, καθώς η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ έχει χάσει το κύρος που είχε τότε στις μάζες.

Οι προτάσεις της ηγεσίας του ΣΥΝ για τη διέξοδο από την κρίση δεν ενθουσιάζουν κανέναν. Η υποστήριξή της στα ευρωομόλογα και στην ανάγκη η ΕΚΤ να παρέμβει αγοράζοντας χρέος, που εκφράζει την πεισματική της τάση να αναζητά «προοδευτικές, αντι-νεοφιλελεύθερες» λύσεις μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού, αδυνατεί να πείσει την ίδια τη βάση του κόμματος, που είναι πιο ανοιχτή από ποτέ στις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού.

Από την άλλη πλευρά όμως, η ηγεσία του Αριστερού Ρεύματος του ΣΥΝ, με την επιμονή της να υπερασπίζει το λαθεμένο σύνθημα της επιστροφής στη δραχμή σαν προϋπόθεση για κάθε πρόοδο στη χώρα και να υποβιβάζει τον σοσιαλισμό από μια άμεση αναγκαιότητα σε μια νεφελώδη προοπτική, δεν ανταποκρίνεται στον στόχο που η ίδια έθεσε στο περσινό συνέδριο του κόμματος «για την στροφή στον επαναστατικό μαρξισμό». Με αυτή τη στάση συσκοτίζει την αιτία της κρίσης που δεν είναι το ευρώ, αλλά ο ίδιος καπιταλισμός και προσδίδει πατριωτική διάσταση στο διεθνιστικό από τη φύση του, καθήκον της επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας.

Ο τρίτος πόλος μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, το «Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής», σαν αποτέλεσμα του κράματος σεχταρισμού και πατριωτισμού που χαρακτηρίζει την πολιτική της ηγεσίας του, διαδραματίζει έναν όλο και πιο περιθωριακό ρόλο. Αν οδηγηθεί σε έναν δρόμο σπασίματος της συνεργασίας με τον ΣΥΝ – πιθανά με αφορμή την ένταξη στον ΣΥΡΙΖΑ δυνάμεων προερχόμενων από το ΠΑΣΟΚ – τότε η περιθωριοποίησή του θα το φέρει στα όρια της πολιτικής εξαφάνισης.

Παρά τη γενικότερη ατμόσφαιρα ανόδου της υποστήριξης του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ, ο οπορτουνιστικός τρόπος προσέγγισης δυνάμεων από το ΠΑΣΟΚ από την κυρίαρχη ηγετική ομάδα – δηλαδή με έναν εκλογοκεντρικό, παραγοντίστικο τρόπο, χωρίς ξεκάθαρες προγραμματικές συμφωνίες και συμφωνημένο περιεχόμενο κοινής δράσης στο κίνημα – σε συνδυασμό με τον σεχταρισμό που επιδεικνύει από την άλλη πλευρά μέρος της ηγεσίας του Αριστερού Ρεύματος και του Μετώπου ενάντια σε κάθε συνεργασία με δυνάμεις προερχόμενες από το ΠΑΣΟΚ, είναι δυνατό να δημιουργήσουν νέες ισχυρές τριβές στο κόμμα και στο συμμαχικό σχήμα.

Στην παρούσα φάση, μια διάσπαση στον ΣΥΡΙΖΑ και ακόμα χειρότερα, στον ΣΥΝ που είναι το βασικό του στήριγμα, γύρω από το θέμα των εκλογικών συνεργασιών ή κάποιο άλλο, θα ήταν επιζήμια και θα απογοήτευε χιλιάδες αγωνιστές.

Η πιθανή μεγάλη εκλογική άνοδος του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ θα ενισχύσει το κύρος τους φέρνοντας στις γραμμές τους χιλιάδες αγωνιστές, κύρια από τις τάξεις της νεολαίας. Οι τοπικές επιτροπές του ΣΥΡΙΖΑ και οι τοπικές και κατά χώρους οργανώσεις του ΣΥΝ και κυρίως της Νεολαίας ΣΥΝ, πιθανά να γνωρίσουν ανάπτυξη πρωτοφανή για την ιστορία τους. Αυτό θα αντανακλαστεί με μια μεταβολή στην ίδια την κοινωνική σύνθεση της βάσης του κόμματος και στην αλλαγή του συσχετισμού δύναμης μεταξύ των τάσεων στο εσωτερικό του.

Ο ΣΥΝ από ένα κόμμα της ριζοσπαστικοποιημένης εργαζόμενης διανόησης και του πιο ριζοσπαστικού τμήματος των ειδικευμένων και καλύτερα αμειβόμενων στρωμάτων της εργατικής τάξης, σαν αποτέλεσμα του μεγέθους της επίθεσης σε όλα ανεξαίρετα τα τμήματα των εργαζόμενων, αλλά και της κίνησης προς τις γραμμές του ευρύτερων στρωμάτων της εργατικής τάξης και της νεολαίας, θα τείνει να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά ενός κλασσικού μαζικού εργατικού κόμματος.

Οι νέοι αγωνιστές που θα οργανώνονται στον ΣΥΝ, θα μπουν στο κόμμα αναζητώντας επαναστατικές ιδέες, τις οποίες η σημερινή ηγεσία δε διαθέτει. Γι’ αυτό, η συγκροτημένη και σοβαρή υπεράσπιση των ιδεών του μαρξισμού την επόμενη περίοδο μέσα στο κόμμα είναι μια επιτακτική ανάγκη. Μια μαζική μαρξιστική τάση μέσα στον ΣΥΝ, εκτός από τη συμβολή της στον σωστό πολιτικό προσανατολισμό του κόμματος, θα μπορούσε να γίνει σημείο αναφοράς για τους καλύτερους αγωνιστές σε όλη την Αριστερά και το εργατικό κίνημα και να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στην ζωτική υπόθεση της απόκτησης του επαναστατικού υποκειμενικού παράγοντα που έχει ανάγκη η εργατική τάξη και η νεολαία σήμερα.

[/nextpage]

(Το προσχέδιο του κειμένου γράφτηκε από τον σ. Σταμάτη Καραγιαννόπουλο)

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα