Φέτος συμπληρώνονται αισίως 40 χρόνια από τη μεγαλειώδη εξέγερση του Πολυτεχνείου. Για την ελληνική άρχουσα τάξη που στήριξε με όλες τις δυνάμεις της τη δικτατορία των συνταγματαρχών, το επαναστατικό μήνυμα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου ήταν και παραμένει ιδιαίτερα επικίνδυνο. Γι’ αυτό το λόγο όλες οι αστικές κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης επιχείρησαν να μετατρέψουν τη 17η Νοέμβρη σε μια επίσημη γιορτή «εθνικής ομοψυχίας».
Η ίδια η αντικειμενική ιστορική αλήθεια όμως, δεν μπορεί να χωρέσει μέσα στα ψεύτικα καλούπια των αστικών μύθων. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν αντικειμενικά ένα αυθόρμητο, μαζικό και ηρωικό κίνημα ενάντια στον ελληνικό καπιταλισμό, τους ξένους προστάτες του και το γνήσιο παιδί του, την Απριλιανή Χούντα. Στο κίνημα αυτό έλαβαν μέρος πλατιά στρώματα της φοιτητικής νεολαίας, ένα σημαντικό μέρος της μαθητικής νεολαίας και μαχητικά, πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης και των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων. Η συμπάθεια και η υποστήριξη της εξέγερσης όμως, απλώθηκε στη συντριπτική πλειοψηφία του λαού.
Σήμερα η εξέγερση του Πολυτεχνείου εξακολουθεί να παραμένει βαθύτατα χαραγμένη στην ιστορική μνήμη της εργατικής τάξης κι οι νέες γενιές αγωνιστών συνεχίζουν να εμπνέονται αμείωτα από το επαναστατικό της μήνυμα.
Για να καταλάβουμε καλύτερα την ουσία της εξέγερσης, είναι επιβεβλημένο να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στην περίοδο που προηγήθηκε και να εξετάσουμε πώς προέκυψε η δικτατορία των συνταγματαρχών και τι συνέβη σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο πριν οδηγηθούμε στο «Πολυτεχνείο».
Η δικτατορία των συνταγματαρχών
Η δεκαετία του 1960 στην Ελλάδα χαρακτηρίστηκε από ένα αξιοσημείωτο κύμα εκβιομηχάνισης, που έφερε στο προσκήνιο ένα «φρέσκο» και μαχητικό βιομηχανικό προλεταριάτο, χωρίς τη ψυχολογία της ήττας από τον εμφύλιο. Μέσα από τη βιομηχανική ανάπτυξη και τη στενότερη σύνδεση της Ελλάδας με την παγκόσμια αγορά, ήρθαν στο προσκήνιο νέα εργατικά στρώματα, σε καινούριους κλάδους, στις υπηρεσίες και το εμπόριο.
Η καπιταλιστική ανάπτυξη ταυτόχρονα δημιούργησε την ανάγκη για μια πολυπληθή μάζα νέων επιστημόνων και ειδικευμένων. Έτσι τα Πανεπιστήμια και οι ανώτερες σχολές, άρχιζαν να ανοίγουν τις «πύλες» τους στους νέους που προέρχονταν από εργατικές και αγροτικές οικογένειες περισσότερο συγκριτικά με το παρελθόν.
Το πραξικόπημα των συνταγματαρχών που εκδηλώθηκε στις 21 Απριλίου του 1967, εμφανίζεται συνήθως από τους αστούς δημοσιογράφους και διανοούμενους σαν μια ενέργεια λίγων «σφετεριστών», που επικαλούνταν σαν «ανόητη» δικαιολογία την απειλή μιας «κομμουνιστικής εξέγερσης». Το αποφασιστικό ζήτημα όμως από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης στην περίπτωση αυτών των «σφετεριστών», δεν είναι το αν στη συγκεκριμένη στιγμή που επέλεξαν να δράσουν υπήρχε η άμεση απειλή μιας κομμουνιστικής εξέγερσης – που αναμφισβήτητα δεν υπήρχε – αλλά το γεγονός ότι εφάρμοσαν λεπτομερή και καλά επεξεργασμένα σχέδια των κεντρικών αστικών και ιμπεριαλιστικών επιτελείων της εποχής. Η ύπαρξη τέτοιων σχεδίων από την πλευρά των Ελλήνων αστών και των ιμπεριαλιστών πατρώνων τους για την αντιμετώπιση μιας εργατικής – λαϊκής εξέγερσης, αλλά και η δημιουργία ειδικών, καλά εκπαιδευμένων, εξοπλισμένων και αποφασισμένων μηχανισμών για την εφαρμογή τους, δείχνουν πως σε αντίθεση με τους «ειρηνόφιλους» και απροετοίμαστους για σοβαρά επαναστατικά κινήματα ρεφορμιστές ηγέτες της Αριστεράς, οι αστοί είχαν πάρει πολύ σοβαρά τον κίνδυνο της ανατροπής τους από μια σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα.
Το πραξικόπημα καθοδηγήθηκε από αξιωματικούς που συμμετείχαν στον ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών), το «έμβρυο» του οποίου γεννήθηκε κατά την περίοδο της Κατοχής, μέσα στις τάξεις αντιδραστικών αξιωματικών των ελληνικών στρατευμάτων της Μ. Ανατολής. Ο ΙΔΕΑ έγινε γνωστός στο πανελλήνιο στις 31η Μαΐου 1951, όταν μετά την απόφαση του Αλέξανδρου Παπάγου να παραιτηθεί από την Αρχιστρατηγία, σε μια επίδειξη δύναμης, ηγετικά στελέχη του κατέλαβαν πραξικοπηματικά το Πεντάγωνο και κρίσιμα κτίρια στο κέντρο της Αθήνας. Οι επικεφαλής του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 σύμφωνα με αδιάσειστα ντοκουμέντα (με πιο πρόσφατα αυτά που περιέχονται στο βιβλίο του γνωστού αστού δημοσιογράφου Αλέξη Παπαχελά «Ο βιασμός της ελληνικής Δημοκρατίας», εκδ. ΕΣΤΙΑ) ήταν έμμισθοι συνεργάτες της CIA και επεξεργάζονταν για πολλά χρόνια σχέδια πραξικοπήματος με τη στήριξη ή την ανοχή των ηγεσιών των διαφόρων μετεμφυλιακών δεξιών κυβερνήσεων.
Την 21η Απριλίου του 1967 οι πραξικοπηματίες εφάρμοσαν το σχέδιο του ΝΑΤΟ με την ονομασία «Προμηθέας» που προέβλεπε την ανάληψη της εξουσίας από το στρατό σε περίπτωση επέμβασης από ξένη κομμουνιστική δύναμη και ταυτόχρονου ξεσπάσματος κομμουνιστικής εξέγερσης για την υποστήριξή της. Το πραξικόπημα είχε σαν αυτουργούς όχι τους στρατηγούς του ΙΔΕΑ, οι οποίοι ήταν κάτω από τον έλεγχο του βασιλιά Κωνσταντίνου, αλλά τους συνταγματάρχες, με καθοδηγητές τους Γ. Παπαδόπουλο, Στ. Παττακό (ταξίαρχος) και Ν. Μακαρέζο, τους οποίους έλεγχε απευθείας η CIA.
Οι συνταγματάρχες πρόλαβαν τα πραξικοπηματικά σχέδια των στρατηγών και του βασιλιά, ο οποίος έδειχνε σημάδια αναποφασιστικότητας, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να χαθεί η κατάλληλη από αστική σκοπιά συγκυρία για την επιβολή ενός στρατιωτικού καθεστώτος. Την καταλληλότητα αυτή προσέδιδε τόσο η κάμψη του κινήματος των εργατικών μαζών μετά τα «Ιουλιανά» του 1965, όσο και η μη ύπαρξη «νωπής» νομιμοποίησης από τη λαϊκή ψήφο σε μια νέα κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου (ΕΚ), της οποίας ένα μεγάλο τμήμα της βάσης, αλλά και στελέχη, κινούνταν σε ριζοσπαστική και φιλοσοσιαλιστική κατεύθυνση.
Ανεξάρτητα από το ποια συγκεκριμένη φράξια της αστικής αντίδρασης τελικά ηγήθηκε στο πραξικόπημα, αυτό σε τελική ανάλυση επιβλήθηκε από την άρχουσα τάξη και τον προστάτη της αμερικάνικο ιμπεριαλισμό για να ανακοπεί η πορεία ριζοσπαστικοποίησης του εργατικού κινήματος και της νεολαίας κατά τη δεκαετία του 1960. Αυτή η πορεία είχε βασικούς σταθμούς το κίνημα ενάντια στις εκλογές «βίας και νοθείας» το 61-63, τη «λαοθάλασσα”»στην κηδεία του δολοφονημένου από το παρακράτος Γρηγόρη Λαμπράκη, την ανάπτυξη της μαζικής «Νεολαίας Λαμπράκη», την εκλογή της κυβέρνησης της ΕΚ και την ισχυροποίηση της αριστερής της πτέρυγας υπό τον Α. Παπανδρέου και κορυφώθηκε το 1965 με το μαζικό κίνημα στα περίφημα Ιουλιανά, μετά την εξώθηση της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου σε παραίτηση από το Παλάτι. Μέσα από την επιβολή της δικτατορίας η καπιταλιστική αντίδραση σκόπευε να επιφέρει ένα προληπτικό κτύπημα στην επερχόμενη προλεταριακή επανάσταση, αποκεφαλίζοντας το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα.
T o πραξικόπημα μπόρεσε να επικρατήσει εξαιτίας της ακαταλληλότητας των πολιτικών ηγεσιών της εργατικής τάξης. Η ΕΔΑ (το νόμιμο πολιτικό μέτωπο του ΚΚΕ), μαζί με την αριστερή πτέρυγα της ΕΚ (υπό τον Αντρέα Παπανδρέου), αντί να προσανατολίσουν το μαζικό κίνημα του 1965 στον δρόμο της ανατροπής της κυβέρνησης των ανδρείκελων του Παλατιού, της κατάργησης της Μοναρχίας και στην ανάδειξη μιας σοσιαλιστικής κυβέρνησης, επέδειξαν πολιτική ατολμία.
Κατά τις παραμονές του πραξικοπήματος, η ηγεσία της ΕΔΑ είχε εκχωρήσει πλήρως την πολιτική πρωτοβουλία στην αστική ΕΚ και η αριστερή πτέρυγα της ΕΚ είχε αποδεχθεί την συμφωνία ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση, το κόμμα της ακραία αντιδραστικής Δεξιάς) και Γ. Παπανδρέου, που οδήγησε στην κυβέρνηση Παρασκευόπουλου και στη συνεργασία των δύο κομμάτων για τη διαφύλαξη της «ομαλότητας». Από κοινού και οι δύο πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς «κοίμιζαν» το κίνημα, μη έχοντας κανένα σοβαρό σχέδιο για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της επιβολής ενός πραξικοπήματος.
Είναι χαρακτηριστικό ότι την ημέρα του πραξικοπήματος η «Αυγή», η εφημερίδα της ΕΔΑ, ετοιμαζόταν να κυκλοφορήσει με κύριο άρθρο που είχε τίτλο «Γιατί δεν πρόκειται να γίνει πραξικόπημα». Έτσι χιλιάδες στελέχη της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος συνελήφθησαν στην κυριολεξία στον ύπνο. Αυτή η παράλυση του κινήματος από τον ρεφορμισμό έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επικράτηση του πραξικοπήματος. (Δείτε τις χαρακτηριστικές δηλώσεις του Παττακού σε σχετικά πρόσφατη εκπομπή της τηλεόρασης του ΣΚΑΪ.)
Οι άμεσες συνέπειες από την επικράτηση της Χούντας το 1967 ήταν τραγικές καθώς χιλιάδες αγωνιστές της Αριστεράς φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και ορισμένοι από αυτούς δολοφονήθηκαν. Μέσα από τις φυλακίσεις και τις εξορίες αποκόπηκε βίαια η πρωτοπορία της εργατικής τάξης από τις πλατιές μάζες, με αποτέλεσμα το εργατικό κίνημα να υποχωρήσει και να κυριαρχήσει προσωρινά στις γραμμές του ο φόβος και η απογοήτευση. Έτσι η εμφάνιση μαζικών κινητοποιήσεων ενάντια στη Χούντα σχετικά καθυστέρησε και για μια περίοδο κυριάρχησαν οι σποραδικές, μεμονωμένες ενέργειες αντίστασης, με τοποθετήσεις βομβών και συμβολικές πράξεις διαμαρτυρίας, στο περιθώριο του πραγματικού μαζικού κινήματος που ήταν τρομοκρατημένο και χωρίς ηθικό. Επίσημα, μόνο την πρώτη βδομάδα συνελήφθησαν 6.500 πολίτες και τα πρώτα τέσσερα χρόνια 3.300 πέρασαν απ’ τα στρατοδικεία. Οι βασανισμοί (ξυλοδαρμοί, «φάλαγγα», ηλεκτροσόκ κ.α) στο ΕΑΤ-ΕΣΑ (στρατιωτική αστυνομία) και την Ασφάλεια άφησαν δεκάδες ανάπηρους.
Η πορεία και η κυβερνητική πολιτική της Χούντας
Το καθεστώς της Χούντας ήταν κατά βάση ένα αστυνομικό καθεστώς. Ποτέ δεν μπόρεσε να «σπάσει» την κοινωνική του απομόνωση και να βρει πραγματικά μαζική υποστήριξη στον ελληνικό λαό. Υπήρξε από την πρώτη μέχρι την τελευταία μέρα του λαομίσητο.
Η κύρια βάση υποστήριξης της Χούντας ήταν στο στρατό ξηράς, ενώ στην αεροπορία και στο ναυτικό, το καθεστώς είχε λιγότερο ισχυρές βάσεις όπως έδειξε η απόπειρα ανταρσίας του βασιλιά το Δεκέμβρη του 1967 και η ακόμα σοβαρότερη ανταρσία του Ναυτικού την άνοιξη του 1973, που προδόθηκε την τελευταία στιγμή, με αποτέλεσμα την αυτομόληση του αντιτορπιλικού «Βέλος» στην Ιταλία.
Η κυβερνητική πολιτική της Χούντας ήταν στην ουσία της μια διαρκής απόπειρα εξασφάλισης απόλυτης ασυδοσίας για το μεγάλο κεφάλαιο. Τη φιλοσοφία της οικονομικής της πολιτικής εξέφρασε χαρακτηριστικά ο δικτάτορας Παπαδόπουλος, όταν τον Δεκέμβριο του 1969 δήλωνε: «O ελληνικός λαός πρέπει να μάθει να τρώει λιγότερο, να δουλεύει περισσότερο και να απαιτεί λιγότερα»! Οι εργαζόμενοι έχασαν ολοκληρωτικά τα δικαιώματά τους. Τα εργατικά κόμματα κηρύχτηκαν παράνομα, οι απεργίες το ίδιο και τα συνδικάτα ουσιαστικά απαγορεύτηκαν, με τις διοικήσεις τους να διορίζονται από το κράτος και την εργοδοσία, κάτι που επίσης συνέβαινε και στους φοιτητικούς συλλόγους. Οι χαφιέδες της Ασφάλειας βρίσκονταν παντού, ενώ η λογοκρισία επέβαλε «ασφυξία» στον Τύπο και την Τέχνη, που έφθασε ως την απαγόρευση έκδοσης 750 βιβλίων, ανάμεσα στα οποία βρίσκονταν έργα του Αριστοφάνη, του Σοφοκλή και του Σαίξπηρ. Αντίθετα προς τη βάρβαρη μεταχείριση που επιφύλασσε η Χούντα στην εργατική τάξη και τη νεολαία, οι Έλληνες και ξένοι καπιταλιστές είδαν τα κέρδη τους να εκτοξεύονται στα ύψη, ενώ ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός βρήκε στο καθεστώς τον πιο πιστό ευρωπαϊκό του σύμμαχο.
Από οικονομική άποψη, τα χρόνια της Χούντας αντιπροσωπεύουν την τελευταία φάση στη σχετικά μακρά περίοδο αξιοσημείωτης άνθισης που γνώρισε ο ελληνικός καπιταλισμός μετά τον Εμφύλιο και η οποία έληξε με την εμφάνιση της κρίσης του 1973-74. Σε όλη αυτή την περίοδο, σαν αποτέλεσμα της υπερεκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και της εσωτερικής μετανάστευσης που προμήθευε με φθηνά εργατικά χέρια τις επιχειρήσεις, ο ελληνικός καπιταλισμός απέκτησε μια αξιοσημείωτη βιομηχανική βάση. Το 1970 ο πρωτογενής τομέας είχε πλέον περιοριστεί στο 17,8% του ΑΕΠ από 28% που καταλάμβανε στις αρχές δεκαετίας του 1950, ενώ ο δευτερογενής τομέας από 20% στις αρχές του 1950 αυξήθηκε σε 33,1% το 1970. Τη δεκαετία 1963-1973 το πραγματικό ΑΕΠ υπερδιπλασιάστηκε και το παραγόμενο προϊόν από τον κλάδο της μεταποίησης τριπλασιάστηκε. Ωστόσο η μετεμφυλιακή ανάπτυξη του ελληνικού ΑΕΠ περιορίστηκε κατά την περίοδο της Χούντας, με 6,5% μέσο όρο το χρόνο, μειωμένη σε σχέση με το διάστημα 1961-1966 όπου ήταν 8,6%.
Η αντίληψη περί «οικονομικού θαύματος» που διακινείται από τους νοσταλγούς της Χούντας είναι ένα παραμύθι. Πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, η κυβερνητική οικονομική διαχείριση, ανεξάρτητα από συνταγές, δεν αποτελεί τον παράγοντα που καθορίζει την εκάστοτε φάση του οικονομικού κύκλου (ανάπτυξη, ύφεση, κρίση). Απλά ασκεί σε κάθε φάση μια ορισμένη ποσοτική ή μορφολογική επίδραση. Η Χούντα διαχειρίστηκε σύμφωνα με τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού μια συγκεκριμένη φάση ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, που τερματίστηκε το 1973-1974. Ούτε την ανάπτυξη δημιούργησε η Χούντα με την οικονομική της πολιτική, ούτε βέβαια την ίδια την κρίση του 1973, που ήταν ένα διεθνές καπιταλιστικό φαινόμενο. Η οικονομική πολιτική της Χούντας, στην ουσία της, αποτέλεσε συνέχεια της πολιτικής των προηγούμενων αστικών κυβερνήσεων, με ακόμα μεγαλύτερη και πιο απροκάλυπτη, όμως, εύνοια για το μεγάλο κεφάλαιο.
Αντί να συνιστά «οικονομικό θαύμα», η περίοδος της Χούντας σημαδεύτηκε από την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης και των αγροτών. Συνολικά το μερίδιο της εργασίας στο παραγόμενο προϊόν έπεσε από 40,2% το 1967 σε 32,2%. Η δραχμή υποτιμήθηκε και αυξήθηκαν οι τιμές, με αποτέλεσμα ο πληθωρισμός απ’ το 4,4 να εκτιναχθεί στο 30% το 1971. Η μετανάστευση γνώρισε νέα κύματα. Μόνο το 1971 έφυγαν 136.000 μετανάστες. Το αγροτικό εισόδημα επέστρεψε το 1972 στα επίπεδα του 1960, παρά την πολυδιαφημισμένη διαγραφή των αγροτικών χρεών που αφορούσε κυρίως σε συνεταιρισμούς με διορισμένες από τη Χούντα διοικήσεις (384 εκατ. δρχ) και πολύ λίγο τους φτωχούς αγρότες (7,4 εκατ. δρχ).
Η απόπειρα οι Χουντικοί να εμφανιστούν σαν αδιάφθοροι, αποτελεί ένα ακόμα μεγαλύτερο παραμύθι. Η ακραία διαφθορά είναι σύμφυτη με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και η δικτατορία των συνταγματαρχών επιβεβαίωσε αυτόν τον κανόνα. Ας δούμε ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα. Παραθέτουμε ένα σχετικό απόσπασμα από την έγκυρη στήλη «ΙΟΣ» της παλιάς «Ελευθεροτυπίας» στις 25/4/2008: «…Τα οικονομικά σκάνδαλα της μεταπολίτευσης είναι απλά λογιστικά λάθη αν συγκριθούν με τη ληστρική οικονομική πολιτική της δικτατορίας. Μόλις έγινε το πραξικόπημα, η χούντα φρόντισε μέσα σε λίγες βδομάδες να κλείσει όλες τις αμαρτωλές συμβάσεις που δεν διανοήθηκαν να πραγματοποιήσουν οι προδικτατορικές κυβερνήσεις: Litton, AEG-Telefunken, Esso-Pappas, Ωνάσης, Νιάρχος. Πραγματικό ξεπούλημα με αποκιοκρατικούς όρους εις βάρος της χώρας. Όσο για την δήθεν «λιτή» προσωπική τους ζωή, ο Παπαδόπουλος ζούσε σε μια παραθαλάσσια και μια ορεινή βίλα (Λαγονήσι και Πάρνηθα), το ζεύγος Ζωιτάκη ζούσε με βασιλική χλιδή (ως «αντιβασιλείς») ενώ ο Παττακός που κάνει τώρα τον αδικημένο, προκαλούσε τον κόσμο με τους πολυτελείς γάμους της κόρης του, δεχόταν τα πλούσια δώρα των (διορισμένων από τον ίδιο) δημάρχων και φρόντιζε να συνάψει ο γαμπρός του συμβόλαια με την Esso-Pappas, το Μετοχικό Ταμείο Στρατού, τη ΔΕΗ και την Κόκα Κόλα…»
Ενδεικτική για τα «καθαρά χέρια» των Χουντικών είναι και η περίπτωση του επιχειρηματία Mc Donald, που επισήμως ανέλαβε να χρηματοδοτήσει την «Εγνατία οδό», αλλά τελικά «το έβαλε στα πόδια» με 4,8 δις δολάρια στην τσέπη και 33,4 σε ελληνικά ομόλογα. Ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα ήταν και αυτό του ελληνοαμερικανού επιχειρηματία Τομ Πάπας και της εταιρείας του Esso Pappas που «ξέπλενε χρήμα» της CIA και της Χούντας σαν χρηματοδότης της εκλογικής εκστρατείας του προέδρου Νίξον και για αντάλλαγμα έλαβε πλουσιοπάροχες συμβάσεις από το ελληνικό κράτος (με την Coca-Cola, μονοπώλιο ντομάτας Δυτικής Ελλάδας, χημικές και χαλυβουργικές εγκαταστάσεις και στόλους πετρελαιοφόρων).
Στα σκάνδαλα θα πρέπει να συμπεριληφθούν επίσης η εισαγωγή σάπιων κρεάτων από τη Ροδεσία και η διάθεσή τους στην ελληνική αγορά («Ιός» Ελευθεροτυπία 17.11.96), η προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας και πετρελαίου της γαλλικής εταιρείας «ΠΕΣΙΝΕ» στο 1/3 του κόστους από τη ΔΕΗ, η ίδρυση του ναυπηγείου Ελευσίνας από τον Ανδρεάδη το 1969 με «δανεικά και αγύριστα» της χούντας και βέβαια, η εξαίρεση των εφοπλιστών από οποιονδήποτε φόρο εισοδήματος και κρατήσεις, που οδήγησε το 1972 την Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών να ανακηρύξει τον Παπαδόπουλο επίτιμο πρόεδρο. Τέλος, ο νεποτισμός έφθασε σε πρωτοφανή επίπεδα. Ο Παπαδόπουλος διόριζε τους αδερφούς του υπουργούς και γενικούς γραμματείς υπουργείων, ο Μακαρέζος διόρισε τον κουνιάδο του υπουργό Γεωργίας και ο υπουργός Ναυτιλίας Ι. Χολέβας έγινε «απρόσμενα» εφοπλιστής με 40 βαπόρια.
Τα πρώτα συμπτώματα αποσταθεροποίησης του δικτατορικού καθεστώτος εμφανίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η διεθνής οικονομία εισερχόταν σε ύφεση και οι ξένες επενδύσεις μειώνονταν. Η διεθνής κατακραυγή για τα εγκλήματα της Χούντας αύξανε τη διεθνή πολιτική απομόνωση του καθεστώτος, το οποίο αποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Στο εσωτερικό, η ταξική πάλη και οι μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας άρχισαν να κλιμακώνονται, με πρωτοπόρα τη νέα γενιά που ασφυκτιούσε μέσα στο αστυνομικό κράτος. Καθώς η συνείδηση της εργατικής τάξης έφθανε γοργά κοντά στο «σημείο βρασμού», η επιλογή μιας «ελεγχόμενης μεταπολίτευσης» άρχιζε να εμφανίζεται σαν το μόνο ρεαλιστικό πολιτικό σχέδιο για την άρχουσα τάξη και τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές. Το ζήτημα της μορφής άσκησης της εξουσίας του κεφαλαίου στην Ελλάδα τέθηκε αντικειμενικά στο προσκήνιο.
Η άρχουσα τάξη και ο ιμπεριαλισμός προσανατολίζονταν σε ένα καθεστώς βοναπαρτιστικού κοινοβουλευτισμού, με τον στρατό σε κεντρικό ρόλο και τους εκπροσώπους της χούντας όπως ο Παπαδόπουλος, θεματοφύλακες της «δημοκρατίας», όπως συνέβη στην Χιλή και την Τουρκία. Έτσι από το 1972 και μετά, κινούμενη προς αυτή την κατεύθυνση η Χούντα παραχώρησε αμνηστία στους πολιτικούς κρατούμενους και εξόριστους, έκανε δημοψήφισμα για την βασιλεία και σχημάτισε κυβέρνηση με επικεφαλής πολιτικούς, με πρωθυπουργό τον Σπ. Μαρκεζίνη που υποσχέθηκε τη διενέργεια εκλογών για τον Φλεβάρη του 1974. Η κυρίαρχη κλίκα της Χούντας υπό τον Παπαδόπουλο, προσπάθησε να βρει συνομιλητές μέσα στα παλιά αστικά κόμματα, ρίχνοντας «γέφυρες» επικοινωνίας ακόμα και προς το ΚΚΕ και το ΚΚΕ Εσωτερικού.
Ο αστικός πολιτικός κόσμος όχι μόνο δεν αντιστάθηκε στην Χούντα, αλλά έγινε πρόθυμος συνομιλητής της σε αυτή την απόπειρα ψευτο-εκδημοκρατισμού. Τα περισσότερα από τα μεγάλα στελέχη της ΕΡΕ και της ΕΚ κρατούσαν μια στάση αναμονής, διατηρώντας γέφυρες επικοινωνίας με τη Χούντα. Στην απόφασή της η Χούντα να βρει κόμματα να συμμετάσχουν στις εκλογές της και στις διερευνητικές επαφές που ξεκίνησε για λογαριασμό της ο Μαρκεζίνης, συνηγόρησαν με ιδιαίτερη προθυμία τα αστικά κόμματα – που εκ των υστέρων μίλησαν υποκριτικά για ψευτοδημοκρατία της Χούντας – με μόνη εξαίρεση τον διορατικό αστό, αρχηγό της ΕΡΕ Παναγιώτη Κανελόπουλο, που δέχθηκε μεγάλες πιέσεις για να μεταβάλει τη στάση του. Ο πραγματικός ηγέτης της ΕΡΕ όμως, ήταν ο «αυτοεξόριστος» Κ. Καραμανλής, ο οποίος υποστήριζε τα σχέδια εκδημοκρατισμού του καθεστώτος.
Η Ε.Κ επίσημα κρατούσε μια στάση αναμονής. Η ηγεσία της ΕΔΑ όμως, ξεπερνώντας σε προθυμία την ΕΚ, μέσω του εκπροσώπου της Ηλία Ηλιού τάχθηκε υπέρ της «επιστροφής στη δημοκρατία», καλώντας τα κόμματα να πάρουν μέρος στις εκλογές!
Όμως τελικά τα σχέδια επιβολής ενός ψευτο-εκδημοκρατισμού με «εγγυητή» τη Χούντα κατέρρευσαν, σαν αποτέλεσμα της ραγδαίας κλιμάκωσης του μαζικού αντιδικτατορικού κινήματος και της εξέγερσης του Νοέμβρη του 1973. Είναι ιστορικός νόμος ότι οι μεταρρυθμίσεις ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος από «τα πάνω» ανοίγουν τους «ασκούς του Αιόλου», δίνοντας αφορμή και δίοδο για να εκφραστεί πιο αποφασιστικά και δυναμικά η οργή των μαζών.
Αντιδικτατορικό κίνημα και Αριστερά
Η επιβολή της δικτατορίας και η όξυνση της ριζοσπαστικοποίησης που επέφερε στην κοινωνία, έπαιξε καταλυτικό ρόλο για την αποκοπή της αριστεράς της Ένωσης Κέντρου από το αστικό στρατόπεδο και την δημιουργία του ΠΑΚ (Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα). Ιδρύθηκε από τον Α. Παπανδρέου στο εξωτερικό, μετά την αποτροπή της εκτέλεσής του από τη Χούντα το 1968, σαν αποτέλεσμα των μεγάλων διεθνών αντιδράσεων.
Η γραμμή του ΠΑΚ έναντι της δικτατορίας ήταν η μικροαστική θέση του «ένοπλου λαϊκού αγώνα για εθνική ανεξαρτησία», χωρίς κανέναν ανεξάρτητο ρόλο για την εργατική τάξη. Ο Α. Παπανδρέου μιλούσε για καθεστώς ΝΑΤΟικής κατοχής που έθετε ζήτημα εθνικής απελευθέρωσης, συμπληρώνοντας όμως, ότι αυτό το καθήκον δεν μπορούσε να το φέρει σε πέρας η άρχουσα τάξη σαν «ξενόδουλη».
Η δικτατορία βρήκε το ΚΚΕ σε βαθιά κρίση. Η παλιά ηγεσία του κόμματος, εξόριστη στην Αν. Ευρώπη, διασπάστηκε – κάτι που άρχισε να συμβαίνει συνολικά στο διεθνές σταλινικό στρατόπεδο – σε «ορθόδοξους» και «ευρωκομμουνιστές». Το τελευταίο συνέδριο του κόμματος πριν τη δικτατορία, το 8ο, είχε διεξαχθεί το 1961 και είχε υιοθετήσει μια δεξιά γραμμή συμμαχίας με την «αντιμονοπωλιακή δημοκρατική αστική τάξη» και διάχυσης του κόμματος μέσα στο μέτωπο της ΕΔΑ.
Το 1968 τελικά ήρθε η διάσπαση, που επέτεινε την απογοήτευση στο εργατικό κίνημα και τους αριστερούς αγωνιστές που καταδιώκονταν από τη Χούντα. Η διάσπαση ήρθε στην περίφημη 12η ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής. Η κυρίαρχη ομάδα στο Πολιτικό Γραφείο (ΠΓ) υπό τον Κολλιγιάννη, διέγραψε 3 αντιπολιτευόμενα μέλη του ΠΓ, τους Παρτσαλίδη, Δημητρίου, Ζωγράφο. Εκείνοι όμως κέρδισαν την πλειοψηφία στην ηγεσία του Γραφείου Εσωτερικού, που καθοδηγούσε το κόμμα μέσα στην Ελλάδα κι έτσι προέκυψε το ΚΚΕ Εσωτερικού.
Δύο χωριστά κόμματα άρχιζαν να αναπτύσσονται στην παρανομία. Τα κύρια χαρακτηριστικά του «ορθόδοξου» ΚΚΕ ήταν η τυφλή υποταγή στη σοβιετική γραφειοκρατία, ενώ του «ανανεωτικού», η αποδοχή κλασικών σοσιαλδημοκρατικών ιδεών για τον εθνικό δρόμο προς το σοσιαλισμό, την ανάγκη για μόνιμη συμμαχία με την «παραγωγική» αστική τάξη κλπ. Το ΚΚΕ άρχισε να ανασυγκροτεί τις οργανώσεις του και το 1968 ίδρυσε την ΚΝΕ και το Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο (ΠΑΜ). Το ΚΚΕ Εσωτερικού αντίστοιχα, ίδρυσε την ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος.
Η γραμμή του ΚΚΕ από τη 12η Ολομέλεια ήταν «η κοινή πάλη του λαού και των αντιδικτατορικών δυνάμεων του στρατού σε ένα πρόγραμμα μίνιμουμ γύρω από το όποιο μπορούν να συγκεντρωθούν οι αντιδικτατορικές δυνάμεις.». Με άλλα λόγια, προτεινόταν η συμμαχία με την «αντιδικτατορική» αστική τάξη και τους προοδευτικούς ανώτερους αξιωματικούς, δηλαδή μέτωπο ταξικής συνεργασίας, με σκοπό τον εκδημοκρατισμό του αστικού καθεστώτος. Αυτή ήταν απλά μια ακόμα εκδοχή της παραδοσιακής πολιτικής ταξικής συνεργασίας που εφαρμόστηκε από τον διεθνή σταλινισμό με τα λεγόμενα Λαϊκά Μέτωπα, με ολέθριες συνέπειες στην Κίνα το 1925-27 και «επίσημη» εισαγωγή στο 7ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1935.
Το ΚΚΕ Εσωτερικού είχε υιοθετήσει μια ακόμα πιο ανοιχτά οπορτουνιστική πολιτική, την επιδίωξη της περίφημης «εθνικής αντιδικτατορικής ενότητας» και ουσιαστικά πρότεινε την αποδοχή των διαδικασιών «εκδημοκρατισμού» και «φιλελευθεροποίησης» που προωθούσε η δικτατορία. Δεν δίστασε δε, να καλέσει σε συμμετοχή στις εκλογές – φιάσκο που οργάνωσαν οι δικτάτορες το 1973, ενώ για χρόνια χαρακτήριζε το αίτημα νομιμοποίησης του ΚΚΕ ως μαξιμαλιστικό.
Η μαρξιστική πολιτική γραμμή που θα έπρεπε να είχε υιοθετηθεί από το κομμουνιστικό κίνημα ήταν εκείνη της υπομονετικής εκπαίδευσης της πρωτοπορίας σε ένα αληθινά μαρξιστικό πρόγραμμα και στις προοπτικές της αναπόφευκτης ανάπτυξης του μαζικού κινήματος, η προστασία των αγωνιστών που δεν είχαν συλληφθεί από την έκθεση σε περιττούς κινδύνους (τοποθετήσεις βομβών) που θα επέτρεπε στο καθεστώς να τους εξοντώσει και πάνω από όλα, η υπομονετική δουλειά στην παρανομία για την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος και η προσπάθεια για την προετοιμασία μαζικών εκδηλώσεων αγώνα ενάντια στο καθεστώς.
Το μόνο είδος «αντιδικτατορικής ενότητας» που θα έπρεπε να προωθηθεί ήταν η ενότητα των εργατικών κομμάτων και οργανώσεων και ο καθαρός ταξικός διαχωρισμός από τους εκπροσώπους του αστικού στρατοπέδου. Τα συνθήματα θα έπρεπε να μιλούν για αγώνα για την ανατροπή της Χούντας χωρίς καμία εμπιστοσύνη στους εκπροσώπους της άρχουσας τάξης που την ανέδειξαν, για την εκλογή μιας κυβέρνησης των εργατικών κομμάτων και μιας συντακτικής εθνοσυνέλευσης που θα ψήφιζε ένα σοσιαλιστικό σύνταγμα.
Από τις μικρές οργανώσεις του αντιδικτατορικού κινήματος, γνωστή ήταν η «Δημοκρατική Άμυνα» που έδρασε με τοποθέτηση εκρηκτικών και ιδρύθηκε από παλιούς κεντρώους, τμήμα των οποίων μόλις η οργάνωση «εξαρθρώθηκε» μπήκαν στο ΠΑΚ. Στον ίδιο χώρο κινούταν και η οργάνωση του ήρωα Αλέκου Παναγούλη, που το 1968 αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Παπαδόπουλο. Ακόμα υπήρχαν Μαοϊκές οργανώσεις, οργανώσεις με Γκεβαρικές αναφορές όπως «Κίνημα 29η Μάη» η «20ή Οκτώβρη» και η ΛΕΑ (Λαϊκή Επαναστατική Αντίσταση). Οργανώσεις με ενέργειες τοποθέτησης βομβών δημιουργήθηκαν ακόμα και από δεξιούς, ακόμα και βασιλικούς.
Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στην αντιδικτατορική δράση των τροτσκιστών αγωνιστών. Αξιοσημείωτη ήταν η δράση των μελών και στελεχών του ΚΔΚΕ (Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας). Τα μέλη του ΚΔΚΕ εξέδιδαν παράνομα έντυπα και πρωτοστάτησαν στη δημιουργία της πρώτης αντιδικτατορικής οργάνωσης, των Δημοκρατικών Επιτροπών Αντίστασης. Πολλά από τα μέλη της οργάνωσης για αυτή τους τη δράση εξορίστηκαν, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν.
Το «θερμόμετρο» της μαζικής αντιδικτατορικής δράσης
Αυτό που έχει ιδιαίτερο ιστορικό και φυσικά πολιτικό ενδιαφέρον, είναι τα γεγονότα μαζικής αντιδικτατορικής αντίστασης που προηγήθηκαν της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Βλέποντας τη διαδοχή τους κανείς, εύκολα συμπεραίνει ότι σε τελική ανάλυση, αποτελούν μικρούς προάγγελους της ίδιας της εξέγερσης του Νοέμβρη του 1973. Τα γεγονότα αυτά, δείχνουν ότι παρά την αποθάρρυνση, την έλλειψη ηγεσίας και την τρομοκρατία, οι εργαζόμενοι και οι νέοι συσσώρευαν εκρηκτική, επαναστατική διάθεση ενάντια στη Χούντα και τους προστάτες της που έψαχναν τρόπο να την εκφράσουν με την πρώτη αξιόλογη ευκαιρία.
Αξίζει να αναφέρουμε εδώ, με πηγή το κείμενο με τίτλο «Η Γνωστή-Άγνωστη αντίσταση στη χούντα» από την ιστοσελίδα www.iospress.gr, ορισμένα ενδεικτικά μαζικά γεγονότα που συντελέστηκαν στο πλαίσιο του αντιδικτατορικού κινήματος, από συντονισμένες κατά εργατικούς χώρους στάσεις εργασίας μέχρι διαδηλώσεις με πολύ μαζική συμμετοχή. Όπως ο αναγνώστης θα δει, ξεκινούν – έστω αδύναμα και σαν εξαιρέσεις στον κανόνα της αρχικής παράλυσης – από την πρώτη μέρα επιβολής της δικτατορίας.
21η Απριλίου 1967: Στα Γιάννενα, διαδήλωση φοιτητών καταλήγει σε «ανταρτοπόλεμο» με την αστυνομία και συλλήψεις. Στο Ηράκλειο Κρήτης, μαζική διαδήλωση οργανωμένη από τοπικά στελέχη της ΕΔΗΝ (Ελληνική Δημοκρατική Νεολαία, η Νεολαία της Ένωσης Κέντρου) και της Νεολαίας Λαμπράκη (Η Νεολαία της ΕΔΑ) καταλήγει σε συγκρούσεις με την αστυνομία και το στρατό, με έναν τουλάχιστον τραυματία από σφαίρα (Α.Τσαγκαράκης) και 30 συλλήψεις.
Δεκέμβριος 1967:
- Ακούγονται αντιδικτατορικά συνθήματα σε μαζική φοιτητική συγκέντρωση στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, χωρίς η αστυνομία να επέμβει.
Ιανουάριος 1968:
- Αντιδικτατορικές εκδηλώσεις των φοιτητών στη Θεσσαλονίκη.
- Δίωρη στάση εργασίας των τυπογράφων της «Ακρόπολης», για μισθολογικά αιτήματα.
Μάιος 1968:
- Στάση εργασίας κατά των απολύσεων στη βιομηχανία «Βιαμάξ», παρά το στρατιωτικό νόμο.
Νοέμβριος 1968:
- Η μαζικότερη διαμαρτυρία από την εγκαθίδρυση της δικτατορίας. Στις 3/11 η κηδεία του Γ. Παπανδρέου, μετατρέπεται σε μαζική αντιδικτατορική διαδήλωση με συμμετοχή εκατοντάδων χιλιάδων λαού.
Φεβρουάριος 1969:
- Μαζικές αντιδικτατορικές εκδηλώσεις των φοιτητών στο τελευταίο μάθημα του καθηγητή Γ. Μαγκάκη στη Νομική Αθηνών. Περικύκλωση του κτιρίου απ’ την αστυνομία, επεισόδια και συλλήψεις.
Απρίλιος 1969:
- Στάση εργασίας των πιλότων της «Ολυμπιακής Αεροπορίας».
- H γιορτή για τα δίχρονα του καθεστώτος στο Παναθηναϊκό Στάδιο με ομιλία του Παπαδόπουλου προς τους νέους, καταλήγει σε αυθόρμητο και παρατεταμένο γιουχάισμα του δικτάτορα από δεκάδες χιλιάδες συγκεντρωμένους μαθητές.
Νοέμβριος 1970:
- Επεισόδια έξω απ’ τον κινηματογράφο «Παλλάς», όταν η αστυνομία επιχειρεί να διαλύσει συγκέντρωση 1.500 νέων που θέλουν να δουν την αντιπολεμική ταινία «Γούντστοκ».
- Στάση εργασίας στο υφαντουργείο «Γιούλα» της Κοκκινιάς, κερδίζει την επαναπρόσληψη απολυθέντων κι αυξήσεις.
Μάρτιος 1971:
- Πρώτες κινητοποιήσεις στα Μέγαρα ενάντια στις απαλλοτριώσεις γης για βιομηχανική χρήση, προς όφελος των ομίλων Ωνάση, Νιάρχου και Ανδρεάδη. Μαζικές συνελεύσεις στις 17/3 κι 21/3.
Σεπτέμβριος 1971:
- Στις 22/9 η κηδεία του ποιητή Γ. Σεφέρη, μετατρέπεται σε μαζική αντιδικτατορική διαδήλωση με συμμετοχή χιλιάδων λαού.
Ιανουάριος 1972:
- Έχουμε τα πρώτα δείγματα μαζικού φοιτητικού κινήματος. Έντονες αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα διορισμένα από τη Χούντα ΔΣ των σχολών και πυρήνες που θα εξελιχθούν στις Φοιτητικές Επιτροπές Αγώνα (ΦΕΑ), κατά τη διάρκεια συνελεύσεων που συγκαλούνται σε τέσσερις σχολές.
Μάρτιος 1972:
- Μαζική κινητοποίηση στη Θεσσαλονίκη, από νέους που συγκεντρώθηκαν για να παρακολουθήσουν εκδήλωση της Ελληνοευρωπαϊκής Κίνησης Νέων με τη γνωστή αριστερή οικονομολόγο Τζόαν Ρόμπινσον, που τελικά απαγορεύτηκε από την αστυνομία.
Απρίλιος 1972:
- Το φοιτητικό κίνημα αναπτύσσεται. Πρώτη φοιτητική συγκέντρωση σε ανοιχτό χώρο, στο προαύλιο του Πολυτεχνείου, ύστερα από άρνηση της διορισμένης διοικούσας επιτροπής των συλλόγων για δημόσια συνεδρίαση (1/4).
- Καθιστική διαμαρτυρία 100 περίπου φοιτητών στα Προπύλαια την επέτειο του πραξικοπήματος, επέμβαση της αστυνομίας και 11 συλλήψεις.
- Νέα συγκέντρωση 200 φοιτητών στο Μουσείο, διαλύεται χωρίς συλλήψεις μόλις εμφανίζεται η αστυνομία (22/4).
- Αποχή διαρκείας των 1.700 σπουδαστών υπομηχανικών σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και 200 δευτεροετών του Βιολογικού Αθήνας, για κλαδικά τους αιτήματα (25/4). Σιωπηρή πορεία 500 φοιτητών της Φυσικομαθηματικής σχολής από τα Ιλίσια προς το κέντρο για πανεπιστημιακά αιτήματα (μεταφορές μαθημάτων), διαλύεται απ’ την αστυνομία.
- Προσπάθεια πρωτομαγιάτικης διαδήλωσης στην πλατεία Κοτζιά.
Μάιος 1972:
- Αυθόρμητη διαδήλωση μετά από συναυλία του Συλλόγου Κρητών Φοιτητών στο Σπόρτινγκ με το Γ. Μαρκόπουλο. Διάλυσή της απ’ την αστυνομία και 8 συλλήψεις (15/5).
Ιούνιος 1972:
- Στάσεις εργασίας στο εργοστάσιο «Tide» για αυξήσεις και λήψη μέτρων ασφαλείας.
Οκτώβριος 1972:
- Επεισοδιακές γενικές συνελεύσεις σε πολλές σχολές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, εν όψει των φοιτητικών εκλογών που έχουν εξαγγελθεί (10/10) ως τεστ για μια ελεγχόμενη από το καθεστώς «φιλελευθεροποίηση». Διαδήλωση εκατοντάδων φοιτητών στο κέντρο της πόλης και συμπλοκές με την αστυνομία (30/10).
Δεκέμβριος 1972:
- Αποχή διαρκείας των σπουδαστών Υπομηχανικών (6/12).
Ιανουάριος 1973:
- Διαδήλωση διαμαρτυρίας 1500 φοιτητών από το Πολυτεχνείο στη Νομική σχολή (26/1).
Φεβρουάριος – Μάρτιος 1973: το κίνημα της Νομικής «σημείο καμπής»
Η νεολαία ιστορικά αποτελεί το «βαρόμετρο» της ταξικής πάλης. Η εκρηκτική ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος μέσα στη δικτατορία, ήταν ο προάγγελος των μεγάλων ταξικών αγώνων και της ριζοσπαστικοποίησης που συνολικά σημάδεψαν τη δεκαετία του 1970.
Η «πρώτη ύλη» για την ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος ήταν ασφαλώς η πολύπλευρη καταπίεση που έπεφτε σαν βαριά σκιά πάνω στη ζωή χιλιάδων νέων, η αντανάκλαση της δυσφορίας από την τρομοκρατία στους χώρους δουλειάς και από την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου στους νέους από εργατικές οικογένειες και το αποφασιστικό γεγονός της μαζικοποίησης των Πανεπιστημίων με μια σημαντική ποσότητα νέων από φτωχές εργατικές και αγροτικές οικογένειες σαν αποτέλεσμα της ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού.
Μια νέα γενιά που ενηλικιωνόταν ασφυκτιώντας μέσα στις αλυσίδες του αστυνομικού καθεστώτος, ερχόταν στο προσκήνιο. Για να αντλήσει δύναμη έστρεφε το βλέμμα της στους ηρωικούς αγώνες του εργαζόμενου λαού της προηγούμενης 30αετίας, τις ιδέες που τους ενέπνευσαν, αλλά και στα μεγάλα κινήματα της δικής της εποχής, όπως το κίνημα ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ και βέβαια ο φλογερός Γαλλικός Μάης του 1968.
Οι πρώτες αξιόλογες μορφές ανεξάρτητης δράσης του φοιτητικού κινήματος κατά την διάρκεια της δικτατορίας εμφανίσθηκαν κατά τον ερχομό του 1972, με τη συγκρότηση των Φοιτητικών Επιτροπών Αγώνα (ΦΕΑ), σαν αντίβαρο στα διορισμένα από τη Χούντα διοικητικά συμβούλια των φοιτητικών συλλόγων. Η Χούντα για να «φρενάρει» την κινητοποίηση των φοιτητών και να τους αποπροσανατολίσει, αποφάσισε τον Νοέμβριο του 1972 την προκήρυξη εκλογών για τους φοιτητικούς συλλόγους. Οι εκλογές φυσικά ήταν ένα φιάσκο, με εκτεταμένη νοθεία, η οποία οδήγησε στην «εκλογή» Δ.Σ ελεγχόμενων από το καθεστώς. Οι χουντικές «εκλογές» αντί να κατασιγάσουν, αύξησαν σε «σημείο βρασμού» την φοιτητική δυσαρέσκεια.
Η έναρξη του 1973 σηματοδοτεί μια νέα περίοδο για το φοιτητικό κίνημα. Η Χούντα υιοθετεί πλέον ανοικτά την απόπειρα καταστολής του. Στις 26 Γενάρη ανακοινώνει τον λεγόμενο Καταστατικό Χάρτη για την Ανώτατη Παιδεία που προβλέπει την κατάργηση κάθε μορφής φοιτητικού συνδικαλισμού. Οι φοιτητές αρχίζουν να κινητοποιούνται. Στις 5/2 οι φοιτητές του Πολυτεχνείου αποφασίζουν γενική αποχή, ενώ με παρόμοιο τρόπο κινητοποιούνται οι φοιτητές του Πανεπιστημίου της Πάτρας, οι σπουδαστές των Σχολών Υπομηχανικών και της Σιβιτανιδείου σχολής.
Η Χούντα σκληραίνει τη στάση της. Στις 13 Φεβρουαρίου εισάγει το νομοθετικό διάταγμα με αρ. 1347, που ανακαλούσε τις αναβολές στράτευσης των φοιτητών που συμμετείχαν στην αποχή. Η πράξη αυτή πολλαπλασιάζει την φοιτητική οργή. Οι φοιτητές απαντούν με συγκέντρωση στο Πολυτεχνείο. Στις 14 Φεβρουαρίου η Χούντα διατάζει την αστυνομία να εισβάλλει. Συλλαμβάνει 11 φοιτητές και στέλνει 97 φοιτητές που είχαν αναβολή στο στρατό.
Στις 21 Φλεβάρη πραγματοποιούνται στο κτίριο της Νομικής μαζικές φοιτητικές συνελεύσεις. Ο αριθμός των συγκεντρωμένων στη σχολή φθάνει τις 4.000. Οι φοιτητές φωνάζουν καθαρά πολιτικά συνθήματα, όπως «Δεν περνά ο φασισμός», «Κάτω η χούντα», «Ελλάς Ελλήνων Φυλακισμένων». Με το πέρασμα της ώρας, γύρω από τη Νομική συγκεντρώνονται εκατοντάδες πολίτες για συμπαράσταση, παρά τη βία της αστυνομίας. Η κατάληψη έληξε τελικά το απόγευμα της 22ης Φλεβάρη, όταν οι φοιτητές επέλεξαν να αποχωρήσουν συντεταγμένα από το κτίριο της σχολής. Εντυπωσιακή ήταν η προσπάθεια κάλυψης των φοιτητών από χιλιάδες συγκεντρωμένους γύρω από τη Νομική σχολή.
Η κατάληψη της Νομικής ήταν πιο μαζική αντιδικτατορική κινητοποίηση του φοιτητικού κινήματος. Ο φοιτητικός αγώνας έλαβε στη Νομική πλέον ξεκάθαρα πολιτικά χαρακτηριστικά. Τα επιμέρους συνδικαλιστικά αιτήματα έγινε κατανοητό ότι συνδέονται οργανικά και οδηγούν στο κεντρικό πολιτικό αίτημα για πτώση της Χούντας. Οι φοιτητές έστειλαν ένα μήνυμα αγώνα σε όλη τον εργαζόμενο λαό και έδειξαν ότι μέσα από τη μαζική και μαχητική κινητοποίηση μπορεί να «σπάσει» η χουντική τρομοκρατία. Η σημαντική συμπαράσταση στην κατάληψη από συγκεντρωμένους έξω από τη Νομική, έδειξε ότι το μήνυμα αυτό άρχισε να έχει σημαντική απήχηση.
Τον Μάρτιο η έξαρση του φοιτητικού κινήματος συνεχίστηκε, με 3 φοιτητικές διαδηλώσεις στην Αθήνα, μια στη Θεσσαλονίκη και μια Πάτρα. Στην Πάτρα 500 φοιτητές έκαναν κατάληψη της πανεπιστημιακής Λέσχης, που καταστάληκε από την αστυνομία.
Στις 20 Μαρτίου οι φοιτητές προχώρησαν και σε δεύτερη κατάληψη της Νομικής. Φοβούμενη την επανάληψη της μεγάλης απήχησης της πρώτης κατάληψης, η Χούντα έχοντας την έγκριση των Πρυτανικών αρχών επενέβη με την αστυνομία, τραυματίζοντας και συλλαμβάνοντας δεκάδες φοιτητές. Όμως το κίνημα είχε ήδη μπει στην «τελική ευθεία» για την εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Η τελική «ευθεία»
Το θερμόμετρο της αντιδικτατορικής πάλης συνεχίζει να ανεβαίνει. Τον Απρίλη οι φοιτητές διοργανώνουν νέα αντιδικτατορική διαδήλωση στην Αθήνα. Οι αγρότες στα Μέγαρα προχωρούν στο διώξιμο των συνεργείων ισοπέδωσης απαλλοτριωμένων κτημάτων. Τον Ιούνιο 1000 κάτοικοι στους Αγ. Θεοδώρους διαδηλώνουν κατά της ιδιοποίησης των νερών του χωριού τους από την «Motor Oil».
Το δίμηνο Ιουλίου – Αυγούστου ξεσπάει ένα μικρό κύμα απεργιών με συνδικαλιστικά αιτήματα. Οι τυπογράφοι των αθηναϊκών εφημερίδων απεργούν 3 μέρες για αυξήσεις μισθών. Απεργούν επίσης οι τεχνικοί εδάφους των εσωτερικών γραμμών της Ολυμπιακής, οι δημοσιογράφοι στις εφημερίδες «Ακρόπολις», «Απογευματινή», «Βήμα», «Νέα» και «Βραδυνή» και οι αλιεργάτες στην Καβάλα. Το Αύγουστο οι πιλότοι της «Ολυμπιακής» αλλά και οι εργαζόμενοι στα τρόλεϊ διεξάγουν νικηφόρες απεργίες. Η Χούντα αρχίζει πλέον να περνά σε θέση άμυνας.
Είναι η στιγμή που το καθεστώς με τη σύμπνοια και τη στήριξη όλων των πολιτικών μερίδων της άρχουσας τάξης, κορυφώνει την απόπειρα εφαρμογής ελεγχόμενου «εκδημοκρατισμού», για να προλάβει την ανατροπή του από το κυοφορούμενο κίνημα με πρωτοπόρα τη νεολαία. Παρέχεται γενική αμνηστία στους πολιτικούς κρατούμενους, απονομή χάριτος στον Αλ. Παναγούλη και παύει η ισχύς του στρατιωτικού νόμου. Ταυτόχρονα βέβαια, παραγράφονται και τα «αδικήματα που διέπραξαν ανακριτικά όργανα», δηλαδή τα βασανιστήρια.
Οι εργαζόμενοι και η νεολαία εκλαμβάνουν από ένστικτο τον ελεγχόμενο «εκδημοκρατισμό» σαν αδυναμία της Χούντας και δυναμώνουν την πάλη τους με την αρχή του Φθινοπώρου. Οι κάτοικοι της Ελευσίνας διαδηλώνουν μαζικά ενάντια στην επέκταση των διυλιστηρίων της «Πετρόλα». Το προσωπικό της «Ολυμπιακής» απεργεί και πάλι. Οι εμποροϋπάλληλοι προχωρούν σε μαχητική συγκέντρωση στην Αθήνα, συγκρούονται με την αστυνομία και κερδίζουν την ημιαργία της Τετάρτης. Οι χειριστές της ΔΕΗ στο λιγνιτωρυχείο της Μεγαλόπολης απεργούν. Χίλιοι φοιτητές αυτή τη φορά συγκεντρώνονται στο κέντρο της Αθήνας παρά την απαγόρευση συγκέντρωσης κατά των στρατεύσεων.
Ο Οκτώβρης ανοίγει με μια αυθόρμητη διαδήλωση μετά τη συναυλία του συνθέτη Σταύρου Ξαρχάκου στο γήπεδο του ΠΑΟ. Στα Μέγαρα διεξάγεται δίωρη γενική απεργία κατά των σχεδίων για εγκατάσταση εργοστασίου αλουμίνας και διυλιστηρίου και αργότερα, συγκέντρωση 10.000 κατοίκων της πόλης για την ίδια υπόθεση. Ο μήνας κλείνει με μια 24ωρη απεργία των εργαζόμενων της ΔΕΗ στην Αθήνα, που έχει καθολική συμμετοχή. Η απεργία επαναλαμβάνεται, αυτή τη φορά σαν 48ωρη, στα μέσα Νοέμβρη με την ίδια συμμετοχή.
Η εμπιστοσύνη της Χούντας στην δυνατότητα απρόσκοπτης εφαρμογής του σχεδίου του ψευδεπίγραφου εκδημοκρατισμού αρχίζει να κλονίζεται, όταν στις 4 Νοεμβρίου 5.000 άτομα που συμμετείχαν στο Μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου τολμούν να πορευτούν προς τον «Άγνωστο Στρατιώτη», στήνουν οδοφράγματα και συγκρούονται με την αστυνομία που χτυπάει ανηλεώς. Επρόκειτο στην κυριολεξία για μια μαζική σύγκρουση με την αστυνομία. Τα γεγονότα αυτά, ανάγκασαν τους παλιούς αστούς πολιτικούς να αρχίζουν να κρατούν αποστάσεις από τον ψευτο-εκδημοκρατισμό της Χούντας.
Λίγες μόνο μέρες αργότερα, η εξέγερση του Πολυτεχνείου ανάγκασε και την ίδια τη Χούντα να απομακρυνθεί οριστικά από τα σχέδια «ελεγχόμενης μετάβασης» στη Δημοκρατία. Οι εκλογές θα ματαιώνονταν επ’ αόριστο και οι Χουντικοί θιασώτες τους, όπως ο πρωθυπουργός Μαρκεζίνης, θα κατέβαζαν στους δρόμους τα τανκς και θα προχωρούσαν εκ νέου στην κήρυξη στρατιωτικού νόμου.
Η εξέγερση και η αιματηρή καταστολή
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν ήταν ένα φαινόμενο που προκλήθηκε μόνο από «ελληνικά» αίτια. Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση που ξέσπασε το 1973 έπαιξε έναν ορισμένο ρόλο. Η Χούντα ωθούμενη από την κρίση έλαβε αντιπληθωριστικά μέτρα, που όξυναν τη δυσαρέσκεια της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων για το καθεστώς. Η δυσαρέσκεια αυτή, σε συνδυασμό με την δυσφορία από την ασφυκτική, αστυνομική καταπίεση, βρήκε εκρηκτική αντανάκλαση στο πιο ευαίσθητο κοινωνικό «βαρόμετρο», τη νεολαία.
Η κρίση ήταν ο καταλύτης για την είσοδο διεθνώς σε μια νέα περίοδο μεγάλων ταξικών αγώνων και έντονης ριζοσπαστικοποίησης, για την οποία, «γενική πρόβα» αποτέλεσε το επαναστατικό έτος 1968. H εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν ο κρίκος στην αλυσίδα ενός μεγάλου κύματος ταξικών αγώνων και ριζοσπαστικοποίησης, με σταθμούς τον Γαλλικό Μάη του 1968, την αντιγραφειοκρατική εξέγερση στην Τσεχοσλοβακία το ίδιο έτος, το κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, το «Καυτό φθινόπωρο» του 1969 στην Ιταλία, την «επανάσταση των γαρυφάλλων» στην Πορτογαλία το 1974, το μαζικό κίνημα για την ανατροπή της δικτατορίας του Φράνκο στην Ισπανία.
Η εξέγερση ξέσπασε όπως ξεσπά μια πυρκαγιά σε ένα δάσος. Η εύφλεκτη ύλη υπάρχει διάχυτη και αυτό που απαιτείται είναι μόνο μια σπίθα την κατάλληλη στιγμή. Την Τετάρτη 14 Νοέμβρη από το πρωί διεξάγονταν Γενικές Συνελεύσεις των φοιτητών με θέμα τις φοιτητικές εκλογές. Στη Νομική σχολή πραγματοποιείται συγκέντρωση με πρωτοβουλία της ελεγχόμενης από την ΚΝΕ και τον «Ρήγα» «Αντί-ΕΦΕΕ», μιας επιτροπής συντονισμού του φοιτητικού αντιδικτατορικού αγώνα.
Το μεσημέρι φθάνει στη Νομική η είδηση ότι στο Πολυτεχνείο η αστυνομία προκαλεί τους φοιτητές. Ο αριστερός φοιτητής της ΦΜΣ Διονύσης Μαυρογένης κάνει πρόταση να γίνει διαδήλωση προς το Πολυτεχνείο. Παρά την αντίθεση των μελών της Αντι-ΕΦΕΕ – μάλιστα στο περίφημο φύλο της Πανσπουδαστικής αρ.8 που κυκλοφόρησε τον Γενάρη-Φλεβάρη 1974 η ΚΝΕ κατήγγειλε τον Μαυρογένη σαν «πράκτορα της ΚΥΠ» – εκατοντάδες φοιτητές ξεκινούν διαδήλωση προς το Πολυτεχνείο. Η αστυνομία χτυπά τους φοιτητές κι εκείνοι κατευθύνονται μέσα στο Πολυτεχνείο.
Στο σημείο αυτό, είναι ανάγκη να αναφέρουμε ότι δεν ήταν μόνο ο Μαυρογένης που καταγγέλθηκε από την ΚΝΕ και την ΑΝΤΙ-ΕΦΕΕ σαν πληρωμένος πράκτορας. Στο τεύχος της Πανσπουδαστικής, αρ.φυλ. 8, Γενάρης – Φλεβάρης 1974, δημοσιεύθηκε ψευδής ανακοίνωση της Συντονιστικής Επιτροπής του Πολυτεχνείου, στην οποία οι εκατοντάδες φοιτητές που μπήκαν στο Πολυτεχνείο χαρακτηρίζονται «πληρωμένοι πράκτορες της ΚΥΠ».
Σύμφωνα με επώνυμες μαρτυρίες, όπως η δημοσιευμένη στην εφημερίδα «Σοσιαλιστική Αλλαγή» (αριθμός Φύλλου 112, 13 Νοεμβρίου 1976) από το μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής του Πολυτεχνείου τις μέρες της κατάληψης Τάκη Νικολαΐδη, οι οποίες επιβεβαιώνονται από επίσημα κομματικά ντοκουμέντα όπως αυτό με τίτλο «Έκθεση και Συμπεράσματα για τα Γεγονότα του Νοέμβρη 1973» (εγκρίθηκε στην 4η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, τον Ιούλιο του 1976), τα στελέχη της Αντι-ΕΦΕΕ – ΚΝΕ όλη την πρώτη μέρα προσπαθούν με κάθε τρόπο να πείσουν τους συγκεντρωμένους στο προαύλιο του Πολυτεχνείου να εγκαταλείψουν το χώρο. Οι ενέργειες αυτές, εντάσσονται στη συνολικά καχύποπτη και εχθρική στάση που τήρησαν τα ηγετικά στελέχη των δύο ΚΚΕ έναντι της κατάληψης του Πολυτεχνείου, την οποία θεωρούσαν τυχοδιωκτική πράξη και γι’ αυτό – όπως θα δούμε και στη συνέχεια – υιοθέτησαν την τακτική της «απαγκίστρωσης».
Οι φοιτητές του Πολυτεχνείου, όταν ολοκλήρωσαν τις γενικές συνελεύσεις τους, αποφάσισαν αποχή και ενώθηκαν με τους υπόλοιπους συναδέλφους τους στο προαύλιο. Όλοι μαζί οι κλεισμένοι στο Πολυτεχνείο φοιτητές, ενώθηκαν με εκατοντάδες πολίτες που είχαν ήδη συγκεντρωθεί απ’ έξω. Ανάμεσά τους, ήταν αρκετοί σπουδαστές και μαθητές.
Αργά το απόγευμα, οι συγκεντρωμένοι πλέον έφθασαν τις 10.000. Τα συνθήματα που κυριαρχούσαν ήταν «Κάτω η Χούντα» και «Επανάσταση λαέ». Στο εσωτερικό του κτιρίου οι γενικές συνελεύσεις συνεχίζονται. Το βράδυ η κυκλοφορία σταματά εντελώς και οι συγκεντρωμένοι ξεπερνούν τις 30.000.
Μέσα στο Πολυτεχνείο δημιουργούνται επιτροπές περιφρούρησης και αρχίζει η εσωτερική οργάνωση για την εξυπηρέτηση των αναγκών της κατάληψης. Λειτουργούν οι ακόλουθες υπηρεσίες: τύπου και ραδιοφώνου που συντάσσει και μεταδίδει ανακοινώσεις, συσσιτίου, η ιατρική υπηρεσία, η υπηρεσία του υπνωτηρίου που φροντίζει για την ανάπαυση των καταληψιών αγωνιστών και η υπηρεσία καθαριότητας.
Αργά το βράδυ λαμβάνεται η πρωτοβουλία για τη λειτουργία μιας εργατικής συνέλευσης, η οποία τελικά ξεκινάει τις πρώτες πρωινές ώρες της Πέμπτης στο κτίριο Γκίνη, με την παρουσία 300 ατόμων. Σε αυτή συμμετέχουν εργαζόμενοι από όλες τις πολιτικές τάσεις. Η εργατική συνέλευση εκλέγει μια προσωρινή επιτροπή και αποφασίζει να βγάλει μια προκήρυξη για τα εργοστάσια και γενικά για τους εργατικούς χώρους. Όλα αυτά συμβαίνουν παρά την απόπειρα στελεχών των δύο ΚΚΕ να υπονομεύσουν τη συνέλευση, επικαλούμενοι τη δικαιολογία ότι το «Πολυτεχνείο ανήκει στους φοιτητές» και προτείνοντας να μην προβάλλονται εργατικά και επαναστατικά συνθήματα.
Το πρωί της Πέμπτης 15 Νοέμβρη δημιουργούνται μεγάλες και μαχητικές συγκεντρώσεις μπροστά στο Πολυτεχνείο. Οι φοιτητές του Πανεπιστημίου της Πάτρας και της Θεσσαλονίκης αποφασίζουν εκδηλώσεις συμπαράστασης, ενώ οι φοιτητές του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων καταλαμβάνουν το κτίριο της σχολής τους. Ο ραδιοφωνικός σταθμός του Πολυτεχνείου αρχίζει να εκπέμπει. Ανάμεσα στα συνθήματα που εκφωνούνται, είναι τα καλέσματα σε Γενική Εξέγερση και Γενική Απεργία. Συγκεντρώνονται τρόφιμα και χρήματα για τους καταληψίες από εργαζόμενους, συνταξιούχους, νοικοκυρές, απλούς καθημερινούς ανθρώπους που θέλουν να δείξουν την αλληλεγγύη τους με έναν έμπρακτο τρόπο. Η αστυνομία πολιορκείται πλέον από μαζικά πλήθη και έχει αρχίσει να υποχωρεί.
Η εκλεγμένη απ’ την εργατική συνέλευση Εργατική Επιτροπή Κινητοποίησης αποφασίζει να στείλει επιτροπές στα εργοστάσια που καλούν σε Γενική Απεργία Διαρκείας και στη δημιουργία εργοστασιακών επιτροπών πάλης. Όμως αυτές οι επιτροπές δεν μπορούν να κινητοποιήσουν συντονισμένα και μαζικά τους εργαζόμενους, καθώς δεν έχουν τις απαιτούμενες «ρίζες» στην εργατική τάξη.
Συγκροτείται η Συντονιστική Επιτροπή της κατάληψης του Πολυτεχνείου. Αποτελείται από 30 μέλη, 2 από τα οποία είναι εργάτες, εκπρόσωποι της εργατικής συνέλευσης. Τα δύο ΚΚΕ έχουν σημαντική εκπροσώπηση στην Συντονιστική Επιτροπή – ιδίως το ΚΚΕ Εσωτερικού – όμως δεν έχουν την πλειοψηφία, καθώς συμμετέχουν επίσης ανεξάρτητοι και μέλη μικρότερων αριστερών οργανώσεων.
Το βράδυ της Πέμπτης λαμβάνει χώρα μια απόπειρα αναστολής της κατάληψης από νεολαίους σταλινικούς ηγέτες της εποχής. Την περιγράφει στο βιβλίο του με τίτλο «Φοιτητικό κίνημα και ταξική πάλη στην Ελλάδα» ο δημοσιογράφος Σταύρος Λυγερός: «…Συγκεκριμένα, όπως αναφέρθηκε σε συνέλευση της Νομικής (απολογισμού του 1975) και επιβεβαιώθηκε από το ηγετικό στέλεχος της ΚΝΕ Αλαβάνο, την Πέμπτη το βράδυ στο Πολυτεχνείο πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στελεχών με πρωτοβουλία των Αλαβάνου – Παριανού που δήλωσαν ότι εκπροσωπούν επίσημα το ΚΚΕ / ΚΝΕ, και συζητήθηκε το ζήτημα της διάλυσης της κατάληψης. Στη σύσκεψη αυτή πήραν επίσης μέρος οι Ματζουράνης, Τσαφαράκης, Λαλιώτης, Μαυρογένης, Μιχαλόπουλος και Τσούρας (οι δυο τελευταίοι στελέχη του ΠΑΚ). Η σύσκεψη αυτή που έγινε γνωστή και στο ΕΑΤ / ΕΣΑ από ομολογίες ορισμένων από τους παραπάνω (ήταν κρατούμενοι) συμφώνησε στην ανάγκη της αποχώρησης (εκτός Μαυρογένη) και προχώρησε στον τρόπο που θα την πραγματοποιούσε…» (Σταύρος Λυγερός, «Φοιτητικό κίνημα και ταξική πάλη στην Ελλάδα», σελ. 67-68, Σεπτέμβρης 1977).
Από την Πέμπτη και μετά, ο φόβος για την αστυνομική βία είχε ξεπεραστεί, ακόμα και από τους μικρούς μαθητές. Την επόμενη μέρα, Παρασκευή 16 Νοεμβρίου, δεν έχουμε πλέον να κάνουμε με μια φοιτητική κινητοποίηση στην οποία συμπαραστέκονται τμήματα του εργαζόμενου λαού. Έχουμε μπροστά μας ξεκάθαρα τις διαστάσεις μιας μαζικής εξέγερσης. Η αυξανόμενη συμμετοχή στις διαδηλώσεις, ιδιαίτερα από τις τάξεις των νέων εργατών, τα μηνύματα συμπαράστασης από διάφορους εργατικούς χώρους και ο ερχομός στο Πολυτεχνείο των αγροτών από τα Μέγαρα που πάλευαν ενάντια στις απαλλοτριώσεις της γης τους από τη Χούντα, δείχνουν ότι η κινητοποίηση αγκάλιαζε ταχύτατα τις πλατιές μάζες του εργαζόμενου λαού.
Στη συνεδρίαση της Συντονιστικής Επιτροπής τίθεται το ζήτημα της «συντεταγμένης αποχώρησης», αλλά απορρίπτεται. Ακόμα απορρίπτονται προτάσεις μελών των δύο ΚΚΕ για υποστήριξη σε συγκρότηση κυβέρνησης «εθνικής ενότητας».
Οι διαδηλωτές έξω από το Πολυτεχνείο πυκνώνουν συνεχώς. Οι συγκρούσεις με την αστυνομία γενικεύονται. Το απόγευμα 300.000 λαού διαδηλώνουν μαχητικά σ’ όλη την έκταση της Αθήνας. Μετά τις 7.00 μμ οι πρώτοι τραυματίες από πυρά ελεύθερων σκοπευτών και από την κατασταλτική μανία της Αστυνομίας μεταφέρονται στο Πολυτεχνείο. Οι διαδηλωτές στήνουν οδοφράγματα άοπλοι, έχοντας απέναντί τους πραγματικά πυρά. Επιτίθενται στη Νομαρχία Αττικής και την καταλαμβάνουν. Πολιορκούν τα υπουργεία Παιδείας, Γεωργίας, Δικαιοσύνης, Κοινωνικών Υπηρεσιών και Δημοσίων Έργων.
Μετά τις 10.00 μμ πυκνώνουν οι πυροβολισμοί από τους ακροβολισμένους σε διάφορα σημεία ελεύθερους σκοπευτές. Μολαταύτα ακόμα και στις 12 τα μεσάνυχτα, σχηματίζεται στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας μια διαδήλωση 15-20.000 ατόμων. Είναι άλλο ένα δείγμα απαράμιλλου ηρωισμού του εξεγερμένου λαού και της νεολαίας.
Η Χούντα αποφασίζει τελικά να καταστείλει την εξέγερση από το φόβο της γενίκευσής της, πριν εξαπλωθεί στα εργοστάσια και στις εργατικές συνοικίες. Πέντε λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, ξεκινούν φάλαγγες αρμάτων για το Πολυτεχνείο από τα στρατόπεδα του Διονύσου και του Γουδιού.
Στις 3.00 τα ξημερώματα τρία τανκς εφορμούν προς το Πολυτεχνείο. Οι αστυνομικοί και οι ελεύθεροι σκοπευτές πυροβολούν ασταμάτητα. Δεκάδες εξεγερμένοι πέφτουν βαριά τραυματισμένοι ή νεκροί. Η καταστολή είναι πρωτοφανής. Ο ακριβής αριθμός των νεκρών παραμένει ακόμα και σήμερα αδιευκρίνιστος.
Αμέσως μετά την επίθεση για την εκκένωση του Πολυτεχνείου, η Χούντα είχε ανακοινώσει ότι οι νεκροί της εξέγερσης ήταν 4. Αργότερα αναγνώρισε τον αριθμό των 15. Όμως στην πραγματικότητα, οι νεκροί ήταν μερικές εκατοντάδες. Δολοφονήθηκαν όχι μόνο τη νύχτα της εφόρμησης των τανκς, αλλά και τις αμέσως επόμενες μέρες, όταν επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος και ο στρατός και η αστυνομία πυροβολούσαν αδιάκριτα για μαζικό εκφοβισμό.
Οι πρώτες δημοσιογραφικές έρευνες μιλούσαν για 59 ή και 79 νεκρούς με βάση τον λεγόμενο κατάλογο Γεωργούλα. Η πρώτη επίσημη καταγραφή των θυμάτων έγινε τον Οκτώβριο του 1974 από τον εισαγγελέα Δημήτρη Τσεβά, ο οποίος με το γνωστό πόρισμά του έκανε λόγο για 18 «πλήρως βεβαιωθέντες» νεκρούς και 16 άγνωστους «βασίμως προκύπτοντες». Το 1975 ο αντιεισαγγελέας εφετών Ιωάννης Ζαγκίνης έκανε λόγο για 23 νεκρούς, ενώ κατά τη διάρκεια της δίκης για το Πολυτεχνείο που ακολούθησε προστέθηκε ακόμη ένας.
Η έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2003 από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών έκανε λόγο για την ύπαρξη 24 επωνύμων νεκρών και 16 νεκρών «αγνώστων στοιχείων». Στην έρευνα αυτή, έγινε για πρώτη φορά προσπάθεια καταγραφής των συνθηκών κάτω από τις οποίες δολοφονήθηκαν τα θύματα της εξέγερσης. Αναφέρεται ότι υπήρξαν συνολικά 2.000 συλλήψεις, 128 απόπειρες ανθρωποκτονίας, 1.103 τραυματισμοί πολιτών και 61 τραυματισμοί αστυνομικών. Οι αστυνομικοί χρησιμοποίησαν 24.000 φυσίγγια, η φρουρά του υπουργείου Δημόσιας Τάξης 2.192 φυσίγγια και οι στρατιώτες 300.000 φυσίγγια.
Με έναν τόσο μεγάλο αριθμό σφαιρών να έχουν ριχτεί, ο «επίσημος» αριθμός των νεκρών μοιάζει πολύ μικρός. Πέρα όμως από τις εικασίες, τις εντυπώσεις και τις φήμες που προέρχονται από πολλούς αυτόπτες μάρτυρες που βρίσκονταν στην πλευρά των εξεγερμένων και θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «προκατειλημμένες», υπάρχουν επίσημες μαρτυρίες από προσωπικό του στρατού και στελέχη του ίδιου του χουντικού καθεστώτος, που έκαναν λόγο για 400 – 500 νεκρούς και για ομαδικούς τάφους.
Ο στρατιωτικός γιατρός και ταγματάρχης Γιώργος Σφακιανάκης, σε συνέντευξή του στην αμερικανική εφημερίδα «Cincinnati Enquier» μίλησε για «400 ή 500 νεκρούς συνολικά». Ο Δημήτρης Πίμπας, πράκτορας της ΚΥΠ με δράση προβοκάτορα στο Πολυτεχνείο, στην κατάθεσή του στον εισαγγελέα Δημήτρη Τσεβά τον Οκτώβρη του 1974 αναφέρθηκε σε «450 νεκρούς και ομαδικούς τάφους στο νεκροταφείο Ζωγράφου». Επίσης, ο στρατιώτης Παντελής Τσαγκουρνής, που υπηρετούσε στο τότε Υπουργείο Αμύνης, κατέθεσε στον Τσεβά ότι είχε δει μια αναφορά του συνταγματάρχη Ντερτιλή, στην οποία αναγραφόταν ότι «ο μέχρι τότε αριθμός των νεκρών ήταν 423». Όταν κλήθηκε από το δικαστήριο να καταθέσει ανασκεύασε λέγοντας ότι ίσως η αναφορά να έλεγε «νεκροί ή τραυματίαι». Παρόλα αυτά, η έρευνα είχε ήδη ταυτοποιήσει 1.103 τραυματίες κι έτσι η ανασκευή του Τσαγκουρνή δεν ήταν πειστική.
Η ιστορική αλήθεια κατέγραψε ότι η εξέγερση του Πολυτεχνείου «πνίγηκε στο αίμα». Με τη θυσία των εκατοντάδων νεκρών και το αίμα των χιλιάδων τραυματιών αγωνιστών του Πολυτεχνείου δημιουργήθηκε μια επαναστατική παράδοση που εμπνέει μέχρι σήμερα τους αγώνες του εργατικού κινήματος και της νεολαίας και «στοιχειώνει» τους εφιάλτες της άρχουσας τάξης.
Το ίδιο το γεγονός της εξέγερσης του Πολυτεχνείου είναι ηθικά μεγαλειώδες. Ο ηρωισμός χιλιάδων άοπλων εργαζόμενων και νέων που έμειναν μέχρι τέλους στις επάλξεις μιας άνισης μάχης, αντιμετωπίζοντας με «γυμνά χέρια» τα τανκς και τα πολυβόλα ενός καθεστώτος που μπορούσε να μείνει στην εξουσία μόνο πατώντας πάνω σε πτώματα, είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά φαινόμενα στη σύγχρονη, παγκόσμια μεταπολεμική Ιστορία.
Νίκησε η εξέγερση;
H εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν οδήγησε άμεσα στην πτώση της δικτατορίας. Ο στρατιωτικός νόμος επιβλήθηκε ξανά την επομένη της καταστολής της εξέγερσης και μια βδομάδα μετά, στις 25 Νοεμβρίου, η χουντική κλίκα του Ιωαννίδη ανέτρεψε εκείνη του Παπαδόπουλου, επιβάλλοντας ένα ακόμα σκληρότερο καθεστώς. Οι τόποι εξορίας ξανάνοιξαν και οι αμνηστία που είχε δοθεί σε χιλιάδες αγωνιστές καταργήθηκε. Όλα τούτα όμως στην πραγματικότητα αποδείχτηκαν ενδείξεις αδυναμίας και όχι ισχύος του καθεστώτος. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου είχε τινάξει στον αέρα την απόπειρά του να μασκαρευτεί με δημοκρατικό προσωπείο και το ανάγκασε να δείξει ξανά το αληθινό, αποκρουστικό του πρόσωπο.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν ένας αποφασιστικός παράγοντας επιτάχυνσης της πτώσης της Χούντας, που οριστικά πραγματοποιήθηκε λίγους μήνες μετά, τον Ιούλιο του 1974. Θα μπορούσαμε να την παρομοιάσουμε με μια μεγάλη σεισμική δόνηση που δημιούργησε μεγάλο ρήγμα στα θεμέλια του καθεστώτος, για να έρθει έπειτα ο επίσης σοβαρός σεισμός των γεγονότων της Κύπρου να βρει το οικοδόμημα ετοιμόρροπο και να το γκρεμίσει. Με αυτή την έννοια, η εξέγερση του Νοέμβρη αποδείχθηκε αναμφίβολα μια νικηφόρα εξέγερση.
Οι πολιτικές επιπτώσεις της εξέγερσης όμως δεν σταμάτησαν εδώ. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου καθόρισε την κοινωνική συνείδηση και τον συσχετισμό ανάμεσα στις τάξεις, τουλάχιστον για μια δεκαετία. Μετά την – επιταχυνόμενη από το Πολυτεχνείο – κατάρρευση της Χούντας, τα εργατικά κόμματα και τα συνδικάτα νομιμοποιήθηκαν και γενικότερα, κατακτήθηκαν σημαντικές δημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα για την εργατική τάξη. Μια ολόκληρη γενιά ριζοσπαστικοποιήθηκε και στράφηκε ορμητικά προς τ’ αριστερά, σαν αποτέλεσμα της επίδρασης του Πολυτεχνείου.
Με ορόσημο το Πολυτεχνείο, άνοιξε στην Ελλάδα η αυλαία μιας παρατεταμένης προεπαναστατικής περιόδου, που έβαλε σε θέση άμυνας την άρχουσας τάξη και τον προστάτη της αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, με επιστέγασμα την εκλογή 8 χρόνια μετά, της πρώτης (και μοναδικής ως σήμερα) αριστερής κυβέρνησης στην ελληνική Ιστορία, της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ το 1981. Το Πολυτεχνείο δεν υπήρξε μόνο ο πρώτος, αναγκαίος κρίκος στην αλυσίδα αυτής της αλληλουχίας γεγονότων και φαινομένων, αλλά και ο καθοριστικός.
Θα μπορούσε όμως η εξέγερση του Πολυτεχνείου να έχει οδηγήσει σε μια άμεση, επαναστατική ανατροπή της δικτατορίας, στην εγκαθίδρυση της εξουσίας της εργατικής τάξης και στην έναρξη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στην Ελλάδα; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα για τους μαρξιστές είναι αναγκαστικά υποθετική, αλλά πολιτικά είναι σαφής.
Οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για μια νικηφόρα προλεταριακή επανάσταση υπήρχαν. Η νεολαία, σπουδάζουσα και εργατική, αφυπνίστηκε ορμητικά, δείχνοντας πνεύμα αυτοθυσίας στον αγώνα και ικανότητα να τραβήξει στην πάλη τις πλατιές εργατικές μάζες. Οι μικροαστοί με κάθε τρόπο εξέφραζαν την συμπάθειά τους στο κίνημα. Η άρχουσα τάξη ήταν συγχυσμένη και διασπασμένη σε αλληλοσυγκρουόμενες μερίδες «σκληρών» και «μετριοπαθών». Διορατικοί παλιοί αστοί πολιτικοί όπως ο Κανελλόπουλος, επιχείρησαν δημόσια να ταυτιστούν με το Πολυτεχνείο για να το κρατήσουν σε ακίνδυνα για το αστικό καθεστώς όρια, την ώρα που η ίδια η σκληρή, χουντική μερίδα της άρχουσας τάξης, διασπώντων ανάμεσα σε ακραίους και μετριοπαθείς. Η μόνη αναγκαία – αλλά και πιο καθοριστική από όλες – προϋπόθεση που έλειπε για μια νικηφόρα επανάσταση, ήταν η ύπαρξη μιας επαναστατικής, μαρξιστικής ηγεσίας, βαθιά «ριζωμένης» στους εργαζόμενους και τη νεολαία.
Μια τέτοια ηγεσία, θα έπρεπε να είχε προετοιμαστεί κατάλληλα για τα γεγονότα της εξέγερσης, εκπαιδεύοντας υπομονετικά στις μαρξιστικές ιδέες και το μαρξιστικό πρόγραμμα στελέχη για δράση στις εργατικές γειτονιές, στους χώρους νεολαίας, στα εργοστάσια και στους στρατώνες. Πάνω σε αυτή τη βάση, θα μπορούσε να συμβάλει καθοριστικά στην εξάπλωση του κινήματος σε όλη τη χώρα με μια γενική πολιτική απεργία, η οποία αναπόφευκτα θα επιδρούσε αποφασιστικά στις γραμμές του στρατού, θα ήταν δυνατό να τις διασπάσει και να οδηγήσει στην επαναστατική ανατροπή της Χούντας. Έτσι θα δημιουργούνταν οι ιδανικοί όροι για την άνοδο στην εξουσία μια εργατικής, σοσιαλιστικής κυβέρνησης, την ώρα που τα παλιά αστικά κόμματα και οι αστοί πολιτικοί θα παρατηρούσαν αμήχανα την κινητοποίηση των μαζών, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να λάβουν καμία ουσιαστική πολιτική πρωτοβουλία.
Δυστυχώς όμως, η εργατική τάξη και η νεολαία δεν διέθεταν ένα τέτοιο επαναστατικό κόμμα. Τα δυο ΚΚΕ, αποδιοργανωμένα από τις ιστορικές πολιτικές προδοσίες του σταλινισμού, συνέχιζαν να βαδίζουν στον ίδιο αδιέξοδο δρόμο που είχε οδηγήσει σε αυτές. Στον αδιέξοδο δρόμο της χρεοκοπημένης θεωρίας των σταδίων και της επιδίωξης συμμαχίας με μια ανύπαρκτη «δημοκρατική», πατριωτική αστική τάξη. Γι’ αυτό, όχι μόνο στάθηκαν ανίκανα να παίξουν τον επαναστατικό ρόλο που απέρρεε από τον τίτλο τους, αλλά αντίθετα, με ευθύνη των ηγεσιών τους και παρά τις διαθέσεις της πλειονότητας των αγωνιστών της βάσης τους, προσπάθησαν – ευτυχώς δίχως καμία επιτυχία – να εμποδίσουν το αυθόρμητο ξεδίπλωμα της εξέγερσης.
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος