Καθώς οι βόμβες και οι πύραυλοι πέφτουν στις πόλεις της Ουκρανίας, οι εργαζόμενοι σε όλο τον κόσμο είναι φυσικά αποτροπιασμένοι με τον θάνατο και την καταστροφή που προκλήθηκε από τη ρωσική εισβολή. Ωστόσο, ο ρόλος που έπαιξε η ιμπεριαλιστική Δύση σε αυτή τη σύγκρουση δεν εξηγείται ποτέ.
Αν το σκεφτούμε για λίγο, είναι σαφές ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι απλώς ένας πόλεμος μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, αλλά ένας πόλεμος «δια αντιπροσώπων» μεταξύ των δυτικών συμμάχων και της Ρωσίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία με ποιανού πλευρά βρίσκεται η Δύση. Τα τελευταία χρόνια, ο ουκρανικός στρατός οπλίζεται και εκπαιδεύεται από χώρες του ΝΑΤΟ.
Σήμερα, η πολεμική δράση της Ουκρανίας χρηματοδοτείται από την ΕΕ και τις ΗΠΑ. Στέλνουν και όπλα και χρήματα με πρωτοφανή τρόπο. Η Γερμανία έσπασε τον μακροχρόνιο κανόνα της να μην στέλνει όπλα. Η Βουλή των Αντιπροσώπων του Ηνωμένου Βασιλείου μόλις ενέκρινε 13 δισεκατομμύρια δολάρια για την Ουκρανία και ούτω καθεξής.
Θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε: πού ήταν αυτά τα χρήματα όταν η Ουκρανία βρισκόταν στη μέση μιας καταστροφικής οικονομικής κρίσης; Τώρα που είναι σε πόλεμο, θεωρούνται ξεκάθαρα ως εύλογα έξοδα. Όταν οι μάζες των Ουκρανών αντιμετώπιζαν τη φτώχεια και την εξαθλίωση, αυτό δεν ίσχυε και τόσο πολύ. Το γεγονός ότι οι δυτικοί κατασκευαστές όπλων αποκομίζουν τεράστια κέρδη από αυτό, είναι το κερασάκι στην τούρτα.
Τι όφελος θα έχει αυτή η υποστήριξη; Πολύ λίγο. Εάν έχει τις επιδιωκόμενες συνέπειες, θα παρατείνει τον πόλεμο, αλλά με καταστροφικό κόστος. Φυσικά, δεν θα είναι οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι και οι μάνατζερ στις ΗΠΑ ή τη Δυτική Ευρώπη που αντιμετωπίζουν αυτήν την καταστροφή, αλλά τα εκατομμύρια των Ουκρανών των οποίων καταστρέφονται τα σπίτια και τα μέσα διαβίωσής τους. Ο ρωσικός στρατός θα ισοπεδώσει τις πόλεις της Ουκρανίας, ώστε να αποτρέψει τη χώρα από το να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ.
Οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι θα αισθανθούν επίσης την πίεση, με τις τιμές της ενέργειας να εκτοξεύονται στα ύψη. Για να μην αναφέρουμε τους εργάτες και τους φτωχούς της Αιγύπτου και του Λιβάνου, οι οποίοι είναι σημαντικοί καταναλωτές ρωσικού και ουκρανικού σιταριού. Ωστόσο, όπως κατέστησαν σαφές ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπάιντεν και η υπουργός Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, Λιζ Τρας, είναι «ένα τίμημα που αξίζει να πληρωθεί». Φυσικά, είναι εύκολο για αυτούς να το πουν αυτό.
Για τις χώρες του ΝΑΤΟ, διακυβεύεται μια σημαντική αρχή: η διατήρηση της Ουκρανίας σταθερά στη σφαίρα επιρροής τους και η αποφυγή της ρωσικής παρέμβασης. Αυτό συνδέεται με την πλούσια φρασεολογία περί «εθνικής κυριαρχίας» και «αυτοδιάθεσης». Αλλά πίσω από τις όμορφες φράσεις, όπως συμβαίνει συχνά, κρύβονται ιμπεριαλιστικά συμφέροντα.
Υποσχέσεις που δόθηκαν
Η αιτία αυτής της σύγκρουσης μπορεί να εντοπιστεί στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Την εποχή εκείνη, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας ήταν σε ισχύ σε όλη την Ανατολική Ευρώπη. Το σύμφωνο είχε δημιουργηθεί ειδικά για να αντιμετωπιστεί η ένταξη της Δυτικής Γερμανίας στο ΝΑΤΟ. Στρατιώτες της Σοβιετικής Ένωσης στάθμευαν σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη – αφενός ως εγγύηση έναντι μιας δυτικής επίθεσης και αφετέρου ως μέσο διασφάλισης του ελέγχου της κρατικής γραφειοκρατίας της Μόσχας πάνω στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης.
Το 1989, ωστόσο, το σύμφωνο κατέρρευσε. Οι καπιταλιστές της Δύσης είδαν μια τεράστια ευκαιρία για νέες κερδοφόρες επενδύσεις σε όλη την Ανατολική Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της Ρωσίας, ως αποτέλεσμα της επιστροφής στον καπιταλισμό, μια διαδικασία που μόλις άρχιζε να ξεδιπλώνεται σε εκείνη την περιοχή. Ήθελαν να εμποδίσουν τον στρατό της Σοβιετικής Ένωσης από το να επέμβει για να ανατρέψει αυτή τη διαδικασία.
Η κρατική γραφειοκρατία της Σοβιετικής Ένωσης είχε χρησιμοποιήσει τα στρατεύματά της για να καταστείλει τα επαναστατικά κινήματα στην Ουγγαρία το 1956 και στην Πράγα το 1968. Εκείνη την εποχή, η πολιτική επανάσταση, και όχι η παλινόρθωση του καπιταλισμού, βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη, αλλά παρ’ όλα αυτά υπήρχε φόβος μεταξύ των καπιταλιστών πολιτικών ότι ο στρατός θα επενέβαινε ξανά. Στο στρατιωτικό κατεστημένο, υπήρχε ισχυρή υποστήριξη, όχι φυσικά για τον σοσιαλισμό, αλλά για το κύρος του στρατού της Σοβιετικής Ένωσης και του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Η Δύση, λοιπόν, υποσχέθηκε πολλά πράγματα στους ηγέτες της Σοβιετικής Ένωσης. Συγκεκριμένα, υποσχέθηκε να μην επεκτείνει το ΝΑΤΟ. Ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος υποσχέθηκε στον Γκορμπατσόφ να μην εκμεταλλευτεί τα διάφορα κινήματα στην Ανατολική Ευρώπη για να βλάψει τα συμφέροντα της σοβιετικής ασφάλειας το 1989. Την εποχή της επανένωσης της Γερμανίας το 1990, αυτό έγινε ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο ζήτημα.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Δυτικής Γερμανίας, Γκένσερ, έδωσε μια ομιλία στην οποία είπε ότι για να μην βλάψει τα σοβιετικά συμφέροντα ασφάλειας, το ΝΑΤΟ θα πρέπει να αποκλείσει «την επέκταση των εδαφών του προς τα ανατολικά, δηλαδή να πλησιάσει τα σοβιετικά σύνορα». Μια συνθήκη για την ενοποίηση της Γερμανίας που υπογράφηκε από τις δύο γερμανικές δημοκρατίες, τη Σοβιετική Ένωση, τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες όριζε ότι, αν και η νέα Ενωμένη Γερμανία ήταν ελεύθερη να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, μετά την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων από την Ανατολική Γερμανία (ΛΔΓ), κανένας ξένος στρατός δεν θα στάθμευε στην πρώην ΛΔΓ.
Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, οι δυτικές δυνάμεις γνώριζαν πολύ καλά ότι αυτή η αποδοχή της από τη Σοβιετική Ένωση εξαρτάται από διαβεβαιώσεις ως προς τις προθέσεις της Δύσης έναντι των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Στις 9 Φεβρουαρίου του 1990 ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζέιμς Α. Μπέικερ, δήλωσε στον Γκορμπατσόφ ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί ούτε μια ίντσα προς τα ανατολικά, εάν η Σοβιετική Ένωση αποδεχόταν την ένταξη της νέας ενωμένης Γερμανίας στο ΝΑΤΟ. Την επόμενη μέρα, ο καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας, Κολ, υποσχέθηκε στον Γκορμπατσόφ ότι «το ΝΑΤΟ δεν θα πρέπει να επεκτείνει τα πεδία δράσης του». Και οι υποσχέσεις συνεχίστηκαν ολόκληρο το 1990, αλλά και την επόμενη χρονιά.
Τον Μάρτιο του 1991, λίγους μόλις μήνες πριν από τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, ο Βρετανός πρωθυπουργός Τζον Μέιτζορ είπε στον Γκορμπατσόφ ότι «δεν μιλάμε για την ενίσχυση του ΝΑΤΟ» και στο ζήτημα της επέκτασης του ΝΑΤΟ ότι «τίποτα τέτοιο δεν θα συμβεί». Το Σύμφωνο της Βαρσοβίας διαλύθηκε την 1η Ιουλίου του 1991.
Το Αρχείο Εθνικής Ασφάλειας του Πανεπιστημίου Τζορτζ Ουάσιγκτον συνέταξε μια σειρά από έγγραφα που δείχνουν την αύξηση της διπλωματικής δραστηριότητας που είχε σχεδιαστεί για να προσφέρει διαβεβαιώσεις στους σοβιετικούς ηγέτες: «Επέκταση του ΝΑΤΟ: Τι άκουσε ο Γκορμπατσόφ». Πραγματικά δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας για τα όσα είχαν υποσχεθεί τότε. Αλλά οι υποσχέσεις αθετήθηκαν λίγα χρόνια αργότερα.
Η λεηλασία της Ανατολικής Ευρώπης
Η ολιγαρχία στη Ρωσία που δημιουργήθηκε από τη λεηλασία των κρατικών περιουσιακών στοιχείων δεν ήταν ακόμη αρκετά ισχυρή για να επιβληθεί. Η οικονομία βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση και η αντίσταση της εργατικής τάξης δεν είχε ακόμη ξεπεραστεί πλήρως. Η Ρωσία τη δεκαετία του 1990 μετατράπηκε σε παρθένο έδαφος για τους νέους ολιγάρχες και το δυτικό χρηματιστικό κεφάλαιο.
Η προσωποποίηση αυτής της διαδικασίας ήταν ο Πρόεδρος Γιέλτσιν, ο οποίος στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στη Δύση για να διατηρήσει την κυριαρχία του. Αν ο Γκορμπατσόφ προσπαθούσε να ισορροπήσει μεταξύ των μεταρρυθμίσεων της αγοράς και της παλιάς σχεδιασμένης οικονομίας, ο Γιέλτσιν έγινε το πρόσωπο της ανοιχτής αντεπανάστασης και της «μεταρρύθμισης της αγοράς». Σε κρίσιμες στιγμές, η Δύση παρενέβη για να ενισχύσει τη θέση της απέναντι στους διαμαρτυρόμενους εργάτες και σε μια πτέρυγα της γραφειοκρατίας που δεν είχε ακόμη περάσει εντελώς στον καπιταλισμό.
Ακόμη και όταν ο Πούτιν προετοιμαζόταν για να αντικαταστήσει τον Γιέλτσιν, στηρίχτηκε στη Δύση, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων συναντήσεων με τον Τόνι Μπλερ και άλλους. Προοριζόταν να γίνει ο νέος άνθρωπός τους στη Μόσχα. Η παλινόρθωση του καπιταλισμού μέχρι εκείνο το σημείο σήμαινε την υποταγή της Ρωσίας στον δυτικό ιμπεριαλισμό.
Η Δύση προωθούσε την επιρροή της στην Ανατολική Ευρώπη. Η εργατική τάξη στην περιοχή είχε αποθαρρυνθεί πλήρως και αποδιοργανωθεί από τη διαδικασία της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Ήταν έτοιμοι για εκμετάλλευση και το δυτικό κεφάλαιο κινήθηκε για να κάνει ακριβώς αυτό.
Σε αυτό έπαιξε μεγάλο ρόλο το γερμανικό κεφάλαιο, που έγινε βασικός παράγοντας στις οικονομίες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, καθώς και των Βαλκανίων. Στην πορεία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αντιδραστική διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Το σουηδικό χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο ανέλαβε τις τραπεζικές εργασίες στα κράτη της Βαλτικής (Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία). Οι βιομηχανίες σε όλη την Ανατολική Ευρώπη εξαγοράστηκαν από ευρωπαϊκές εταιρείες, ιδιαίτερα αυτές που ήταν σε καλή κατάσταση. Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία Volkswagen ανέλαβε τη Skoda κ.λπ. Αλλά αυτές οι νέες εξαγορές παρέμειναν ευάλωτες σε μια Ρωσία που είχε αρχίσει να πατάει ξανά στα πόδια της.
Ο πόλεμος στην Τσετσενία, όπου η Ρωσία κατέστειλε βάναυσα τις τοπικές διαθέσεις για ανεξαρτησία, ήταν ένα σημάδι ότι η Ρωσία δεν ήταν πια η ευάλωτη Ρωσία του παρελθόντος. Ο πόλεμος αποτέλεσε επίσης ένα κρίσιμο στοιχείο στην προεδρική εκστρατεία του Πούτιν. Ονόμασε την προεδρία του ως προεδρία αναβίωσης, συμπεριλαμβανομένης της επανεισαγωγής του εθνικού ύμνου της Σοβιετικής Ένωσης (με νέους, εθνικιστικούς, στίχους).
Αθετημένες υποσχέσεις
Αν οι Ρώσοι ολιγάρχες ήταν οι μεγάλοι γκάνγκστερ, οι μικροί γκάνγκστερ της Ανατολικής Ευρώπης που είχαν γίνει πλούσιοι στη βάση της καταλήστευσης των κρατικών περιουσιακών στοιχείων ανησυχούσαν τώρα για τον μεγαλύτερο γείτονά τους στα ανατολικά. Η επίσημη ένταξή τους στη δυτική σφαίρα επιρροής ήταν μια ελκυστική επιλογή.
Σύντομα, μεταξύ 1999 και 2004 τα περισσότερα κράτη του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας ενσωματώθηκαν στο ΝΑΤΟ. Η ένταξη, ιδίως των Βαλτικών χωρών, έφερε το ΝΑΤΟ μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας.
Έτσι, τα αμερικανικά στρατεύματα θα μπορούσαν εύκολα να αναπτυχθούν ακριβώς στα σύνορα της Ρωσίας, περίπου δύο ώρες οδικώς από την Αγία Πετρούπολη, αν και για να μειωθεί ο όγκος των προκλήσεων, δεν αναπτύχθηκαν αμερικανικά στρατεύματα σε αυτό το στάδιο. Οι ΗΠΑ, μέχρι τότε, είχαν εμείνει σε αυτό το μέρος της συμφωνίας που όριζε ότι δεν θα υπήρχαν μόνιμα στρατεύματα ανατολικά της Γερμανίας. Αλλά αυτό δεν θα διαρκούσε για πολύ, όπως θα δούμε.
Η Μαντλίν Ολμπράιτ, υπουργός Εξωτερικών του Μπιλ Κλίντον, ανέφερε τη ρωσική άποψη για αυτό το ζήτημα εκείνη την εποχή (1998): «[Ο Ρώσος Πρόεδρος] Γιέλτσιν και οι συμπατριώτες του ήταν σθεναρά αντίθετοι στη διεύρυνση, βλέποντάς την ως μια στρατηγική για την εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης τους και την προώθηση της διαχωριστικής γραμμής της Ευρώπης προς τα ανατολικά, αφήνοντάς τους απομονωμένους».
Την ίδια περίπου περίοδο, το ΝΑΤΟ διεξήγαγε μια εκστρατεία βομβαρδισμού 78 ημερών κατά της Γιουγκοσλαβίας (Σερβία), η οποία προκάλεσε τεράστια οικονομική ζημιά. Σε μια διάλεξη για την κρίση του 2014 στην Ουκρανία, ο καθηγητής Τζον Μερσχάιμερ του Πανεπιστημίου του Σικάγο εξήγησε τη σημασία αυτού του ζητήματος: «Το ΝΑΤΟ όχι μόνο παρενέβη στις υποθέσεις μιας χώρας που δεν ανήκει στο ΝΑΤΟ, αλλά πήρε θέση εναντίον των Σέρβων, συμμάχων των Ρώσων και το έκανε χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών».
Ακολούθησαν επεμβάσεις στο Κοσσυφοπέδιο, όπου οι ρωσικές τεθωρακισμένες μονάδες ήρθαν σε αντιπαράθεση με τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ· στο Αφγανιστάν, όπου οι ΗΠΑ υποκριτικά ενεργοποίησαν το άρθρο 5 της αμοιβαίας άμυνας· και πιο πρόσφατα στη Λιβύη. Το συμπέρασμα ήταν σαφές, το ΝΑΤΟ δεν ήταν απλώς μια αμυντική συμμαχία, αλλά κάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τη Δύση για να προωθήσει τα συμφέροντά της εναντίον της Ρωσίας.
Η Ρωσία τραβάει μια «κόκκινη γραμμή»
Το ΝΑΤΟ συνέχισε το πρόγραμμα επέκτασής του. Το 2008, πραγματοποιήθηκε μια σύνοδος κορυφής στο Βουκουρέστι όπου δημοσιεύθηκε μια δήλωση. Σε αντίθεση με τις επιθυμίες της Ουκρανίας και της Γεωργίας, οι δύο χώρες δεν εγκρίθηκαν αμέσως για ένταξη. Ωστόσο, η δήλωση ανέφερε ξεκάθαρα ότι «το ΝΑΤΟ χαιρετίζει τις ευρωατλαντικές φιλοδοξίες της Ουκρανίας και της Γεωργίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Συμφωνήσαμε σήμερα ότι αυτές οι χώρες θα γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ».
Απαντώντας σε αυτή τη δήλωση, ο υφυπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας δήλωσε: «Η ένταξη της Γεωργίας και της Ουκρανίας στη συμμαχία είναι ένα τεράστιο στρατηγικό λάθος που θα έχει τις πιο σοβαρές συνέπειες για την πανευρωπαϊκή ασφάλεια». Ο Πούτιν χαρακτήρισε την ένταξη της Γεωργίας και της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ «άμεση απειλή» για τη Ρωσία.
Σε ένα τηλεγράφημα που διέρρευσε την 1η Φεβρουαρίου του 2008, ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Μόσχα εξήγησε τη ρωσική θέση: «5. (C) Οι φιλοδοξίες της Ουκρανίας και της Γεωργίας για το ΝΑΤΟ όχι μόνο αγγίζουν ένα ευαίσθητο ζήτημα της Ρωσίας, αλλά προκαλούν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τις συνέπειες για τη σταθερότητα στην περιοχή. Η Ρωσία όχι μόνο αντιλαμβάνεται την περικύκλωση και τις προσπάθειες υπονόμευσης της επιρροής της στην περιοχή, αλλά φοβάται επίσης απρόβλεπτες και ανεξέλεγκτες συνέπειες που θα επηρέαζαν σοβαρά τα ρωσικά συμφέροντα ασφαλείας. Οι ειδικοί μας λένε ότι η Ρωσία ανησυχεί ιδιαιτέρως πως οι έντονοι διχασμοί στην Ουκρανία σχετικά με την ένταξη στο ΝΑΤΟ, με μεγάλο μέρος της εθνικής ρωσικής κοινότητας να είναι κατά της ένταξης, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μεγάλη διχόνοια, που θα περιλαμβάνει βία ή, στη χειρότερη, εμφύλιο πόλεμο. Σε αυτό το ενδεχόμενο, η Ρωσία θα πρέπει να αποφασίσει εάν θα παρέμβει· μια κατάσταση που δεν θέλει να αντιμετωπίσει η Ρωσία». (Τηλεγράφημα: 08MOSCOW265_a)
Περίπου την ίδια περίοδο, οι ΗΠΑ έπαιζαν με την ιδέα της δημιουργίας ενός συστήματος αντιπυραυλικής άμυνας στην Πολωνία. Η πολωνική κυβέρνηση πίεζε γι’ αυτό, όχι τόσο επειδή αυτό θα προστάτευε την Πολωνία από πυραύλους, αλλά επειδή θα δημιουργούσε μια μόνιμη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στη χώρα. Το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών εξέδωσε δήλωση τον Ιούλιο του 2008 – χρησιμοποιώντας τα ίδια λόγια που είχε χρησιμοποιήσει ο Πούτιν τον Ιανουάριο – δηλώνοντας ότι εάν το έργο προχωρήσει, «θα αναγκαστούμε να αντιδράσουμε όχι με διπλωματικές, αλλά με στρατιωτικο-τεχνικές μεθόδους». Το πολωνικό σχέδιο υποτίθεται πως ήταν αμυντικό και δεν στρεφόταν εναντίον της Ρωσίας, αλλά αυτό ήταν μόνο στα λόγια.
Το ζήτημα της τοποθέτησης των πυραυλικών συστημάτων έχει ιστορία. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους αρέσκονται να προσποιούνται ότι η εγκατάσταση Αμερικανών στρατιωτών ή πυραύλων στην Ανατολική Ευρώπη δεν είναι καθόλου μια επιθετική κίνηση. Αλλά οι ΗΠΑ έχουν από καιρό διατηρήσει το δόγμα Μονρόε που κηρύσσει ολόκληρη την Αμερική ως απαγορευμένη ζώνη για άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Δεν χρειάζεται να φανταστούμε τι θα σκέφτονταν οι ΗΠΑ αν ένας από τους αντιπάλους τους έβαζε στρατεύματα και πυραύλους, ας πούμε, στην Καραϊβική. Γνωρίζουμε ήδη ποια θα ήταν η αντίδρασή τους. Κατά τη διάρκεια της κουβανικής κρίσης των πυραύλων, οι ΗΠΑ απείλησαν με πυρηνικό πόλεμο για την παρουσία σοβιετικών πυραύλων και στρατευμάτων στην Κούβα. Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τι θα έλεγαν αν οι Κινέζοι τοποθετούσαν στρατεύματα και πυραύλους στην Κούβα ή στο Μεξικό σήμερα.
Οι συνεχιζόμενες προκλήσεις του ΝΑΤΟ ώθησαν τη Ρωσία και τον Πούτιν να χαράξουν μια «κόκκινη» γραμμή. Χρησιμοποίησαν την ανεπίλυτη σύγκρουση μεταξύ Γεωργίας και Νότιας Οσετίας για να εξαπολύσουν μια εισβολή στη Γεωργία. Ο πόλεμος διήρκεσε 12 ημέρες και τελείωσε με τη Γεωργία να αναγκάζεται να αποδεχθεί την de facto ανεξαρτησία της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας. Αν και αυτό δεν ήταν ποτέ μέρος της επίσημης συμφωνίας, εμπόδισε επίσης ουσιαστικά τη Γεωργία από το να συνεχίσει την πορεία της προς ένταξη στο ΝΑΤΟ.
Αυτό θα μπορούσε να ήταν το τέλος αυτής της πολιτικής, αλλά η Δύση δεν είχε ακόμη εγκαταλείψει τις ελπίδες της να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής της. Έγιναν όντως ορισμένες παραχωρήσεις: το σχέδιο της πολωνικής βάσης πυραύλων απορρίφθηκε, για παράδειγμα. Ωστόσο, ένα άλλο σοβαρό σημείο ανάφλεξης επρόκειτο να δημιουργηθεί στην Ουκρανία – ένα σημείο ανάφλεξης που ήταν πραγματικά το προοίμιο του σημερινού πολέμου.
Το κίνημα Μαϊντάν
Το 2013, ο Ουκρανός Πρόεδρος Γιανουκόβιτς διαπραγματευόταν εμπορικές συμφωνίες με την Ευρώπη. Ο Γιανουκόβιτς έπαιζε ρόλο ισορροπιστή ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση. Είχε διαπραγματευτεί μια εμπορική συμφωνία με την ΕΕ, αλλά αυτό απείλησε τη σχέση της Ουκρανίας με τη Ρωσία.
Ο Πούτιν αντιτάχθηκε στη συμφωνία αυτή, θεωρώντας τη σωστά ως μια προσπάθεια να τραβηχτεί η Ουκρανία πιο κοντά στην τροχιά της ΕΕ. Ολιγάρχες από την Ανατολική Ουκρανία τάχθηκαν στο πλευρό του Πούτιν, φοβούμενοι την απώλεια της ρωσικής αγοράς. Αντίθετα, ο Πούτιν πρότεινε τριμερείς διαπραγματεύσεις μεταξύ ΕΕ, ΔΝΤ και Ρωσίας, αλλά μια τέτοια προσφορά απορρίφθηκε από την ΕΕ. Αυτό ήταν ξεκάθαρα ένα ζήτημα «ή αυτό ή τίποτε» για την ΕΕ, η οποία δεν ήθελε να στηρίξει την προβληματική οικονομία της Ουκρανίας. Η υπόσχεσή της για 1 δισεκατομμύριο δολάρια ήταν ασήμαντη και θα είχε κάνει ελάχιστα. Η Ρωσία πρόσφερε 15 δισ. δολάρια. Δεν είναι περίεργο που ο Γιανουκόβιτς πήγε με την τελευταία.
Η Άνγκελα Μέρκελ σχολίασε τη ρωσική αντίθεση στη συμφωνία λέγοντας ότι «ο Ψυχρός Πόλεμος τελείωσε». Όμως οι ενέργειες τόσο της ρωσικής κυβέρνησης όσο και της Δύσης απέδειξαν ότι το αντίθετο συνέβαινε. Σημείωσε επίσης ότι «περιμέναμε περισσότερα» από τον Γιανουκόβιτς.
Για κάποιο διάστημα, η σύνδεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση είχε χρησιμοποιηθεί από τη Δύση ως καρότο. Οι υποσχέσεις για εύκολη πρόσβαση στην αγορά εργασίας στη Δύση, επενδύσεις κ.λπ., οδήγησαν ένα στρώμα του πληθυσμού να βγει στους δρόμους υπέρ της συμφωνίας τον Νοέμβριο του 2013. Αυτό καλλιεργήθηκε από τους ηγέτες της Ε.Ε.
Όπως φάνηκε από τα γεγονότα που ακολούθησαν, η ΕΕ δεν είχε καμία πρόθεση να παράσχει στην Ουκρανία πλήρη ένταξη στην ΕΕ. Ήταν στην ευχάριστη θέση να ξεκολλήσουν την Ουκρανία από τη Ρωσία, ακόμη και με τίμημα τον εμφύλιο πόλεμο, αλλά δεν ήθελαν να παράσχουν καμία σοβαρή υποστήριξη. Ακόμη και τώρα, οι ηγέτες της ΕΕ είναι αντίθετοι στην ένταξη της Ουκρανίας, ανεξάρτητα από το τι ψηφίζει το Ευρωκοινοβούλιο. Εάν η Ουκρανία προσχωρούσε στην ΕΕ, τότε θα είχε πρόσβαση στον προϋπολογισμό της ΕΕ και οι πολίτες της θα ταξίδευαν χωρίς βίζα. Αυτό δεν απασχολεί καθόλου τους ηγέτες της ΕΕ.
Ωστόσο, καθώς εξελίσσονταν οι διαμαρτυρίες, με χαρά υπερασπίστηκαν το δικαίωμα της Ουκρανίας να ενταχθεί στην ΕΕ. Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, ο Βεστερβέλε, δήλωσε ότι οι συγκεντρώσεις για την υποστήριξη της ενταξιακής συμφωνίας έδειξαν ότι «η καρδιά του ουκρανικού λαού χτυπά με ευρωπαϊκό τρόπο». Αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι θα τους επέτρεπαν να ενταχθούν στην ΕΕ.
Καθώς οι διαμαρτυρίες συνεχίζονταν, οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν. Στις 3 Δεκεμβρίου ο Γραμματέας Τύπου του Λευκού Οίκου, Τζέι Κάρνεϊ, δήλωσε: «Η βία και ο εκφοβισμός δεν πρέπει να έχουν θέση στη σημερινή Ουκρανία. Συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε τις φιλοδοξίες του ουκρανικού λαού για την επίτευξη μιας ευημερούσας ευρωπαϊκής δημοκρατίας. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι ο πιο σίγουρος δρόμος για την οικονομική ανάπτυξη και την ενίσχυση της δημοκρατίας της Ουκρανίας».
Αλλά η πιο επιθετική πτέρυγα της αστικής τάξης των ΗΠΑ ήθελε να προχωρήσει ακόμα παραπέρα. Ο γερουσιαστής Τζον Μακέιν έκανε πολλές πολεμικές δηλώσεις και επισκέφτηκε τις διαδηλώσεις στο Μαϊντάν, δίνοντας μια ομιλία εκεί στις 15 Δεκεμβρίου. Ετοιμαζόταν πραξικόπημα.
Μια ηχητική ηχογράφηση συνομιλίας μεταξύ του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ και του πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Ουκρανία αναρτήθηκε στο Youtube, πιθανότατα από τις ρωσικές υπηρεσίες πληροφοριών. Αποτελεί μια ξεκάθαρη απόδειξη ότι οι ΗΠΑ συμμετείχαν στον σχεδιασμό της απομάκρυνσης του Γιανουκόβιτς.
Ο στόχος της εμπλοκής των ΗΠΑ ήταν σαφής: εγκατάσταση μιας κυβέρνησης φιλικής προς τη Δύση που θα υπέγραφε τη συμφωνία ένταξης στην ΕΕ και θα συνέχιζε να υποστηρίζει την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Είναι αμφίβολο αν η πρόθεση ήταν ποτέ να τους αφήσουν να ενταχθούν, αλλά σίγουρα είχαν στόχο να συνεχίσουν να προβάλλουν την ελπίδα της οικονομικής ευημερίας (με τη μορφή της ένταξης στην ΕΕ) και της στρατιωτικής ασφάλειας (με τη μορφή της ένταξης στο ΝΑΤΟ) μπροστά στα μάτια των Ουκρανών.
Το πραξικόπημα έλαβε χώρα στις 22 Φεβρουαρίου του 2014. Το νέο καθεστώς δεν έχασε χρόνο για να διακηρύξει τις αντιρωσικές του προθέσεις. Την επομένη, 23 Φεβρουαρίου, το ουκρανικό κοινοβούλιο κατάργησε τους νόμους που αφορούσαν τα διακαιώματα της ρωσικής μειονότητας. Ένα μήνα μετά το πραξικόπημα, υπέγραψαν την ενταξιακή συμφωνία.
Στη διαδικασία της κινητοποίησης εναντίον του Γιανουκόβιτς, οι ιμπεριαλιστές και οι φιλοδυτικοί Ουκρανοί ολιγάρχες αναβίωσαν το φάντασμα των συνεργαζόμενων με τους ναζί φασιστικών ομάδων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και οι νεοναζί παρείχαν τα τάγματα εφόδου των διαδηλώσεων του Μαϊντάν. Όπως είδαμε, το νέο καθεστώς ενσωμάτωσε την κληρονομιά των συνεργατών των ναζί στους θεσμούς του, συμπεριλαμβανομένου του άσματος «Δόξα στην Ουκρανία! Δόξα στους Ήρωες!», που έγινε ακόμη και το επίσημο άσμα του ουκρανικού στρατού και έχει υιοθετηθεί και από δυτικούς φιλελεύθερους τις τελευταίες εβδομάδες.
Η αντίδραση του Πούτιν και της ρωσικής κυβέρνησης ήταν αναμενόμενα εχθρική. Η νέα κυβέρνηση αποτελούσε απειλή για τη ρωσική ναυτική βάση στη Σεβαστούπολη, και μέσα σε ένα μήνα ο Πούτιν προσάρτησε την Κριμαία για να εξασφαλίσει την πρόσβαση της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο. Υποστήριξε επίσης –αρχικά απρόθυμα και τελικά με πυγμή – τους αυτονομιστές μαχητές στο Ντονμπάς, ιδιαίτερα στις δύο περιπτώσεις που φαινόταν ότι ο ουκρανικός στρατός επρόκειτο να τους νικήσει.
Κατά ειρωνικό τρόπο, το επίτευγμα του ουκρανικού εθνικιστικού κινήματος ήταν η απώλεια τριών σημαντικών περιοχών της Ουκρανίας. Όλα αυτά ενθαρρύνθηκαν σαφώς, από την αρχή μέχρι το τέλος, από τις ΗΠΑ, αλλά και, κάπως πιο απρόθυμα, από την ΕΕ.
Η συνεχιζόμενη ανάμιξη του ΝΑΤΟ
Το 2017 και το 2020, το ΝΑΤΟ πρόσθεσε δύο ακόμη χώρες που προηγουμένως αποτελούσαν μέρος της ρωσικής σφαίρας επιρροής στη συμμαχία του: το Μαυροβούνιο και τη Μακεδονία. Από μόνες τους, αυτές οι προσθήκες δεν ήταν καθοριστικές, αλλά έδειξαν ότι το ΝΑΤΟ ήταν έτοιμο να συνεχίσει την επέκτασή του, ακόμη και πιθανώς στην Ουκρανία.
Οι ΗΠΑ και η ΕΕ συνέχισαν να υποκινούν την Ουκρανία εναντίον της Ρωσίας. Ενθαρρύνθηκαν να παραβιάσουν τη συμφωνία Μινσκ ΙΙ, στην οποία οι Ουκρανοί εθνικιστές είχαν αντιταχθεί από την αρχή. Νέα drones παρασχέθηκαν στην Ουκρανία από την Τουρκία και οι ΗΠΑ προμήθευαν αντιαρματικούς πυραύλους Javelin. Βασικά, ετοιμάζονταν για άλλη μια επίθεση στο Ντονμπάς. Τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, ο γραμματέας του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας και Άμυνας της Ουκρανίας, Αλεξέι Ντανίλοφ, ανακοίνωσε: «Η εκπλήρωση της συμφωνίας του Μινσκ σημαίνει καταστροφή της χώρας. Όταν υπογράφτηκαν κάτω από τη ρωσική κάννη του όπλου – και οι Γερμανοί και οι Γάλλοι παρακολουθούσαν – ήταν ήδη σαφές για όλους τους λογικούς ανθρώπους ότι ήταν αδύνατο να εφαρμοστούν αυτά τα έγγραφα».
Η ουκρανική κυβέρνηση συνέχισε την εχθρότητά της προς τη ρωσόφωνη μειονότητα. Το 2019 ο Ζελένσκι εισήγαγε έναν γλωσσικό νόμο που επιβάλλει τη χρήση της ουκρανικής γλώσσας στον κλάδο των υπηρεσιών και τη διδασκαλία στα σχολεία. Έτσι τιμωρούταν από το νόμο ένας σερβιτόρος αν χαιρετούσε κάποιον στα ρωσικά, εκτός και εάν ο πελάτης το είχε ζητήσει συγκεκριμένα. Ομοίως, τα σχολεία που έκαναν τα μαθήματά τους στα ρωσικά είχαν πλέον απαγορευτεί από το να το κάνουν. Ήταν μια ακόμη πρόκληση εναντίον της ρωσικής μειονότητας – και της Ρωσίας.
Και η πίεση διατηρήθηκε. Την άνοιξη του 2021, το ΝΑΤΟ πραγματοποίησε μια τεράστια άσκηση με την ονομασία «Defender Europe 2021», συμπεριλαμβανομένων στρατιωτικών κινήσεων σε όλα τα κράτη της Βαλτικής και την Πολωνία. Η Ουκρανία ήταν μία από τις 26 χώρες που συμμετείχαν. Σύμφωνα με τον αμερικανικό στρατό, η άσκηση «αποδεικνύει την ικανότητά μας να υπηρετούμε ως στρατηγικός εταίρος ασφαλείας στα Δυτικά Βαλκάνια και τις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, διατηρώντας παράλληλα τις ικανότητές μας στη βόρεια Ευρώπη, τον Καύκασο, την Ουκρανία και την Αφρική». Βασικά, σε όλες τις περιοχές που φιλονικούν η Ρωσία και η Δύση. Το ΝΑΤΟ, φυσικά, θα ισχυριζόταν ότι αυτό δεν ήταν εχθρικό προς τη Ρωσία. Αλλά οι ασκήσεις τους ήταν τόσο «φιλικές», όσο και οι ρωσικές ασκήσεις στη Λευκορωσία πριν από την εισβολή. Οι ασκήσεις περιλάμβαναν επίσης αμερικανικά βομβαρδιστικά B1 κοντά στον ρωσικό εναέριο χώρο, ωθώντας τη Ρωσία να τα αναχαιτίσει με μαχητικά αεροσκάφη ως απάντηση.
Το καλοκαίρι του 2021, η βρετανική κυβέρνηση έστειλε επίσης ένα πολεμικό πλοίο, το HMS Defender, στα ρωσικά χωρικά ύδατα, νότια της Κριμαίας. Ήταν εκεί για να «κάνουν ξεκάθαρο» πως η Βρετανία δεν αναγνωρίζει την Κριμαία ως ρωσική, αναφέροντάς την ως «ουκρανικά ύδατα». Τον Σεπτέμβριο, οι ΗΠΑ έστειλαν και πάλι βομβαρδιστικά γύρω από τον ρωσικό εναέριο χώρο, αυτή τη φορά στη Μαύρη Θάλασσα. Στη συνέχεια, τον Οκτώβριο, υπό το πρόσχημα της «Συνεργασίας για την Ειρήνη», το ΝΑΤΟ πραγματοποίησε ασκήσεις στην Ουκρανία στις οποίες συμμετείχαν αμερικανικά στρατεύματα.
Επιπλέον, οι χώρες του ΝΑΤΟ ανέλαβαν μια αποστολή για την εκπαίδευση των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων. Χρησιμοποιώντας το Στρατιωτικό Γήπεδο Εκπαίδευσης Γιαροβίβ, μεταξύ Λβίβ και πολωνικών συνόρων – επίσης γνωστό με το οργουελικό όνομα του Διεθνούς Κέντρου Διατήρησης της Ειρήνης και Ασφάλειας – από το 2015, εκπαιδευτές του ΝΑΤΟ εκπαιδεύουν τον ουκρανικό στρατό σύμφωνα με τα πρότυπα του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένων των νεοναζιστικών ταγμάτων που ανήκουν στην Εθνική Φρουρά. Αυτή είναι η στρατιωτική βάση που καταστράφηκε από τους ρωσικούς βομβαρδισμούς στις 12 Μαρτίου.
Η πρόθεση αυτών των ασκήσεων, πτήσεων, εκπαίδευσης κ.λπ., είναι ξεκάθαρη. Το ΝΑΤΟ δεν ήταν καν προσεκτικό σχετικά με αυτό: ήθελαν να αποδείξουν την προθυμία τους να μετακινήσουν στρατεύματα στην Ανατολική Ευρώπη, να προετοιμαστούν για πόλεμο με τη Ρωσία και να υποστηρίξουν την Ουκρανία στη σύγκρουσή της με τη Ρωσία. Φυσικά, όπως έδειξαν τα γεγονότα, το ΝΑΤΟ δεν έχει καμία πρόθεση να πολεμήσει πραγματικά, αλλά ήθελαν να στείλουν ένα μήνυμα.
Ο Ζεσχάν Αλέμ, ένας αρθρογράφος στο MSNBC το διατύπωσε πολύ καλά: «Με το να αιωρείται η πιθανότητα ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ για χρόνια, αλλά χωρίς ποτέ να γίνεται αυτό πραγματικότητα, το ΝΑΤΟ δημιούργησε ένα σενάριο που ενθάρρυνε την Ουκρανία να ενεργήσει σκληρά και να υποτιμήσει τη Ρωσία — χωρίς καμία πρόθεση να υπερασπιστεί άμεσα την Ουκρανία με τη δύναμη πυρός του σε περίπτωση που η Μόσχα αποφάσιζε ότι η Ουκρανία είχε ξεπεράσει πλέον τα όρια».
Ο καθηγητής Μερσκχάιμερ το είπε μάλλον πιο ωμά το 2015: «Η Δύση οδηγεί την Ουκρανία στον γκρεμό και το τελικό αποτέλεσμα θα είναι ότι η Ουκρανία θα ναυαγήσει». Ο ίδιος πρόσθεσε: «Αυτό που κάνουμε είναι να ενθαρρύνουμε τους Ουκρανούς να παίξουν σκληρό παιχνίδι με τη Ρωσία. Αυτό που κάνουμε είναι να ενθαρρύνουμε τους Ουκρανούς να πιστεύουν ότι τελικά θα γίνουν μέρος της Δύσης γιατί τελικά θα νικήσουμε τον Πούτιν και τελικά θα κάνουμε αυτό που θέλουμε εμείς».
Το τελικό αποτέλεσμα του σκληρού παιχνιδιού με τη Ρωσία είναι ότι η Ουκρανία θα καταστραφεί. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν δυτικοί ηγέτες όπως ο Μπάιντεν και ο Τζόνσον φαντάζονταν ότι η Ρωσία θα εισέβαλε στην Ουκρανία, αλλά ήταν ξεκάθαρα διατεθειμένοι να το διακινδυνεύσουν. Είχαν καβαλήσει το καλάμι ολόκληρο το φθινόπωρο και τον χειμώνα, υπερασπιζόμενοι το δικαίωμα της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, όπως υπερασπίζονταν το δικαίωμα της Ουκρανίας να ενταχθεί στην ΕΕ. Ή ίσως, πιο συγκεκριμένα: το δικαίωμά της να υποβάλει αίτηση για ένταξη, γιατί μέχρι στιγμής δεν υπάρχει σχέδιο για να της δοθεί ουσιαστική συμμετοχή σε κανέναν από τους δύο οργανισμούς.
Ποιος είναι υπεύθυνος;
Καθώς πλησιάζουμε τώρα τους δύο εκατομμύρια πρόσφυγες, και με τις περισσότερες πόλεις της Ουκρανίας να πολιορκούνται και να βομβαρδίζονται, πολλοί αναρωτιούνται ποιος ευθύνεται για αυτό; Η Δύση κατηγορεί τον Πούτιν, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ίσως έχει τρελαθεί. Αλλά αν κοιτάξουμε πέρα από τα πρωτοσέλιδα, αυτή η σύγρουση είναι η έκφραση του ανταγωνισμού μεταξύ της Ρωσίας και των χωρών του ΝΑΤΟ.
Ο δυτικός ιμπεριαλισμός προσπαθεί συνεχώς να προωθήσει τα όρια του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Όταν το έκανε, η Ρωσία εξήγησε επίμονα ότι αυτό ήταν απαράδεκτο. Απείλησε μάλιστα να κάνει χρήση βίας. Όταν οι απειλές δεν ήταν επαρκείς, οι Ρώσοι χρησιμοποίησαν στην πραγματικότητα βία, όπως στη Γεωργία, στη σύγκρουση στο Ντονμπάς και στη Συρία. Ήταν απολύτως σαφές ότι η Ρωσία ήταν έτοιμη να χρησιμοποιήσει στρατιωτικά μέτρα για να επιβάλει τα συμφέροντά της.
Η Δύση μάλλον δεν ήξερε μέχρι που έφταναν τα όρια του Πούτιν. Αλλά ήταν έτοιμοι να παίξουν με τις ζωές του ουκρανικού λαού πάνω στις οποίες μπλόφαρε ο Πούτιν. Προκαλούσαν επίμονα και τώρα ο λαός της Ουκρανίας πληρώνει το τίμημα.
Αυτόν τον χειμώνα, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να έχουν προσφέρει κάποιες παραχωρήσεις. Η αλήθεια είναι ότι οι ΗΠΑ και η ΕΕ δεν ήταν έτοιμες να δώσουν στην Ουκρανία επίσημη θέση στο ΝΑΤΟ ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν είχαν τέτοιες προθέσεις. Κάτι θα μπορούσε να είχε συμφωνηθεί. Ο Πούτιν ζητούσε γραπτές διαβεβαιώσεις, καθώς οι προφορικές φαίνεται να έχουν μικρή αξία.
Αντίθετα, ο Μπάιντεν, ο Τζόνσον και ο Μακρόν καβάλησαν το καλάμι, μιλώντας για «ουκρανική κυριαρχία», «το δικαίωμα της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ», κ.λπ. Προέτρεπαν επίσης την ουκρανική κυβέρνηση να ακολουθήσει σκληρή γραμμή: «προχωρήστε, είμαστε μαζί σας» ήταν το μήνυμα. Αυτό, πέρα από το να καθησυχάσει τους Ρώσους, ήταν πιθανό να τους έκανε να ανησυχήσουν περισσότερο.
Μόνο ο Μακρόν και ο Σολτς φαίνεται να είχαν δεύτερες σκέψεις, φοβούμενοι το κόστος εκατομμυρίων προσφύγων, το κόστος για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας και, φυσικά, την απειλή για τις ευρωπαϊκές προμήθειες πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Η στάση της Δύσης ήταν, και συνεχίζει να είναι, ότι είναι διατεθειμένη να πολεμήσει μέχρι την τελευταία σταγόνα αίματος για το δικαίωμα της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ – την τελευταία σταγόνα του ουκρανικού αίματος, όμως.
Δεν υπάρχει, φυσικά, τίποτα προοδευτικό στη ρωσική εισβολή. Η συζήτηση για την καταπολέμηση των ναζί, αν και αναμφίβολα είναι αρκετά δημοφιλής στη Ρωσία, είναι απλώς ένα προπέτασμα καπνού. Το αποτέλεσμα αυτής της εισβολής είναι, τουλάχιστον προσωρινά, η ενίσχυση των αντιδραστικών δυνάμεων από όλες τις πλευρές. Απειλεί επίσης να δημιουργήσει βαθιές διαιρέσεις μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών εργατών.
Εντούτοις, το να θεωρηθεί αυτό απλώς μια ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είναι πολύ λάθος και χρησιμεύει για να συγκαλύψει τον ρόλο που έπαιξε και συνεχίζει να παίζει το ΝΑΤΟ στην τόνωση των εντάσεων. Πέρα από το να είναι μια αμυντική συμμαχία, είναι μια συμμαχία που στρέφεται κυρίως κατά της Ρωσίας στην Ανατολική Ευρώπη, η οποία συνεχίζει να ωθεί τα όριά της όλο και πιο κοντά στη Ρωσία.
Το ΝΑΤΟ, όπως και η ΕΕ, είναι ένα μέσο προώθησης των δυτικών συμφερόντων στην Ανατολική Ευρώπη, ενάντια σε εκείνα της Ρωσίας και της Κίνας. Ο πόλεμος στην Ουκρανία αφορά ακριβώς το επίπεδο επιρροής που πρέπει να έχουν οι χώρες του ΝΑΤΟ, κυρίως οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία, στην Ουκρανία. Καθώς η συμμαχία δεν είναι πρόθυμη να δεσμεύσει τα δικά της στρατεύματα στον αγώνα, ως εκ τούτου διεξάγεται ως πόλεμος «δια αντιπροσώπων» μεταξύ του ρωσικού στρατού και του ουκρανικού στρατού, που χρηματοδοτείται και προμηθεύεται από χώρες του ΝΑΤΟ.
Από αυτό, μπορούμε επίσης να συμπεράνουμε ότι δεν πρόκειται καθόλου για πόλεμο για το «δικαίωμα αυτοδιάθεσης» της Ουκρανίας ή για την «κυριαρχία» της, αλλά για το ποια ιμπεριαλιστική δύναμη θα πρέπει να κυριαρχήσει πάνω της. Θα είναι η Ουκρανία υπό ρωσική κυριαρχία, δυτική κυριαρχία ή μπορούν να συνάψουν κάποιου είδους συμφωνία για την αμοιβαία εκμετάλλευση της χώρας; Δεν κατάφεραν να επιλύσουν αυτό το ζήτημα με διπλωματικά μέσα και έτσι τώρα επιχειρούν να το λύσουν με τη δύναμη των όπλων. Όπως είπε ο Κλαούζεβιτς, «ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα».
Πριν από λίγο περισσότερο από 100 χρόνια, ο Λένιν επεσήμανε ότι ο καπιταλισμός αναπόφευκτα οδήγησε στον ιμπεριαλισμό. Η αστική τάξη και οι διάφορες αποχρώσεις των ειρηνιστών-πασιφιστών και των ρεφορμιστών έχουν υποστηρίξει ότι αυτό είναι λάθος, και ότι στην πραγματικότητα, ο καπιταλισμός, ακόμη και ο ιμπεριαλισμός, οδηγούν σε ειρήνη και σταθερότητα. Τέτοια είναι η γελοία υπεράσπιση του ΝΑΤΟ. Αν μόνο οι ΗΠΑ/ΝΑΤΟ μπορούσαν να κυριαρχήσουν σε όλη την Ανατολική Ευρώπη, θα είχαμε ειρήνη, λένε. Όμως η αλήθεια είναι συγκεκριμένη και συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που ισχυρίζονται.
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης δεν οδήγησε σε «επίτευξη ειρήνης» όπως ισχυρίζονταν εκείνη την εποχή η Θάτσερ και ο Μπους. Οι στρατιωτικές δαπάνες είναι πάντα υψηλές και οι συγκρούσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων εντείνονται σε όλο τον κόσμο. Η επέκταση του ΝΑΤΟ είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους επιδιώκεται αυτή η σύγκρουση.
Αυτός ο πόλεμος είναι προϊόν συγκρουόμενων καπιταλιστικών συμφερόντων. Έχει να κάνει με το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει το ΝΑΤΟ στις ιμπεριαλιστικές του φιλοδοξίες και το πόσο η μικρότερη ιμπεριαλιστική δύναμη, η Ρωσία, μπορεί να αντισταθεί και να κερδίσει πίσω μερικές από τις χαμένες σφαίρες επιρροής της.
Το καθήκον των μαρξιστών είναι να τα εξηγήσουν όλα αυτά υπομονετικά στους εργάτες όλων των χωρών. Πρέπει να εξηγήσουμε ότι όσο επιβιώνει ο καπιταλισμός, οι συγκρούσεις για τις αγορές και τις σφαίρες επιρροής θα συνεχιστούν. Η βαρβαρότητα του καπιταλισμού θα συνεχιστεί μόλις τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία και θα οδηγήσει σε νέους πολέμους. Μόνο όταν οι εργαζόμενοι όλων των χωρών βάλουν επιτέλους ένα τέλος στον καπιταλισμό, θα δούμε το τέλος του πολέμου.
Νίκλας Άλμπιν Σβένσον, 14 Μαρτίου 2022
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Αυγέρος