Οι Δημοτικές και Περιφερειακές εκλογές συνιστούν την εφαρμογή του καθολικού εκλογικού δικαιώματος στο πεδίο της τοπικής διοίκησης του αστικού κράτους.
Η ελληνική άρχουσα τάξη έχει αναγκαστεί ιστορικά να παραχωρήσει αυτό το δικαίωμα για δύο βασικούς λόγους: Α) Ως αποτέλεσμα της πίεσης από τη γενικότερη πάλη του εργατικού κινήματος για την αλλαγή της κοινωνίας. Καθόλου τυχαία, οι σοβαρότερες παραχωρήσεις γύρω από το καθολικό εκλογικό δικαίωμα στο πεδίο της τοπικής διοίκησης του αστικού κράτους γίνονταν σε περιόδους μεγάλης ανόδου του εργατικού κινήματος. Έτσι, στις Δημοτικές εκλογές του 1934, σε μία περίοδο ανάκαμψης των εργατικών αγώνων που κορυφώθηκε αργότερα με την εργατική εξέγερση του Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη, οι γυναίκες ψήφισαν για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Επίσης, το 1974, μετά την πτώση της δικτατορίας των Συνταγματαρχών και την έναρξη μιας παρατεταμένης προεπαναστατικής περιόδου με την ορμητική είσοδο του εργατικού κινήματος στο προσκήνιο, καθιερώθηκε για πρώτη φορά η εκλογή των δημάρχων από το λαό. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1994, έναν χρόνο μετά την πτώση της αντιδραστικής κυβέρνησης της Ν.Δ (πρωθυπουργός ο Κων. Μητσοτάκης), η οποία προήλθε από τα χτυπήματα των μαζικών κινημάτων της εργατικής τάξης και της νεολαίας, θεσμοθετήθηκε και η εκλογή των νομαρχών. Β) Ως τρόπος για να επιτυγχάνεται η συχνή ανανέωση και ο τεχνοκρατικός εκσυγχρονισμός της σύνθεσης των τοπικών μηχανισμών διαχείρισης της αστικής κρατικής εξουσίας και η ενίσχυση του κύρους τους μέσω «δημοκρατικής» νομιμοποίησης.
Για να ξεγελάσει τις διψασμένες για δημοκρατικά δικαιώματα εργατικές μάζες, η ελληνική άρχουσα τάξη διαμόρφωσε το μύθο της «Τοπικής Αυτοδιοίκησης», με την αμέριστη συμπαράσταση των ρεφορμιστών και τους σταλινικούς στην πρώτη γραμμή αυτού του εγχειρήματος. Για τον εργαζόμενο λαό, δεν υπάρχει σήμερα κανενός είδους τοπική αυτοδιοίκηση. Αν ο στρατός, η αστυνομία και τα υπουργεία αποτελούν την καρδιά του αστικού κράτους, οι Δήμοι και οι Περιφέρειες είναι τα απαραίτητα άκρα του. Η άρχουσα τάξη κυβερνά και επιβάλλει τη θέλησή της στην κοινωνία μέσα και από τους Δήμους και τις Περιφέρειες, που συνιστούν πολύτιμα εξαρτήματα του κράτους της. Επιβάλλουν ένα μέρος της (ταξικής και άδικης από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης) κρατικής φορολογίας και εκτελούν μια σειρά ζωτικών για το αστικό κράτος γραφειοκρατικών και καταπιεστικών λειτουργιών, συμπεριλαμβανομένων ως ένα βαθμό και καθηκόντων αστυνόμευσης.
Αντανακλώντας την καθυστέρηση του ελληνικού καπιταλισμού, το ελληνικό αστικό κράτος έχει έναν πολύ χαμηλό βαθμό αποκέντρωσης, συγκριτικά με τις πιο αναπτυγμένες χώρες της καπιταλιστικής Δύσης. Υπολογίζεται ότι το κεντρικό τμήμα του κρατικού μηχανισμού έχει σήμερα πάνω από 6.000 αρμοδιότητες, ενώ οι Δήμοι και οι Περιφέρειες μόλις λίγες περισσότερες από 600. Όμως, για την εργατική τάξη, η αποκέντρωση του αστικού κράτους είναι μια αδιάφορη υπόθεση. Εκείνη δεν έχει λόγο να επιλέγει ανάμεσα σε μια λιγότερο ή περισσότερο συγκεντρωτική αστική εξουσία. Αγωνίζεται για τη δική της ταξική εξουσία, την εργατική εξουσία, που εκφράζει τα συμφέροντα της εργαζόμενης πλειονότητας της κοινωνίας.
Τα ιστορικά καθήκοντα της εργατικής τάξης και του κινήματός της έναντι της Δημοτικής και της Περιφερειακής κρατικής διοίκησης είναι τα ίδια με εκείνα έναντι του αστικού κράτους ως σύνολο. Η εργατική τάξη πρέπει να συντρίψει την αστική κρατική μηχανή, που είναι φτιαγμένη για να την καταπιέζει και να στερεώνει την πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης. Γι’ αυτό, οι κομμουνιστές αυτονόητα απορρίπτουμε τα αιτήματα για «εκσυγχρονισμό», «εκδημοκρατισμό», «αποκέντρωση» του αστικού κράτους και των τοπικών του παραρτημάτων, των Δήμων και των Περιφερειών. Αυτά είναι αιτήματα των διαχειριστών του αστικού κράτος, είναι θέσεις των ρεφορμιστών, που υποκλίνονται μπροστά στην καπιταλιστική ιδιοκτησία και τους καταπιεστικούς, γραφειοκρατικούς κρατικούς θεσμούς που αποτελούν τους θεματοφύλακές της.
Οι κομμουνιστές, στηριζόμενοι στην ιστορική πείρα της επαναστατικής πάλης του προλεταριάτου, η οποία έφτασε στο ανώτερό της σημείο, αρχικά με την Παρισινή Κομμούνα και αργότερα με το σύστημα των Σοβιέτ στο πλαίσιο της πρώτης περιόδου της εργατικής εξουσίας στη Ρωσία, και έχοντας σαν σημείο αναφοράς τους θεσμούς που αυτή η πείρα ανέδειξε, αντιπαραβάλλουν στην εξουσία του κεφαλαίου, την εξουσία των συμβουλίων του εργαζόμενου λαού. Στα τοπικά παραρτήματα της πρώτης, αντιπαραβάλλουν τους τοπικούς βραχίονες της δεύτερης, τα συμβούλια των χώρων δουλειάς και των συνοικιών, ως έκφραση της μόνης γνήσιας αυτοδιοίκησης της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων που ανέδειξε η Ιστορία.
Ωστόσο, ένα τέτοιο σύστημα αληθινής τοπικής αυτοδιοίκησης των εργαζόμενων πολιτών μπορεί να επιβληθεί πλήρως και μόνιμα, μόνο μέσα από τη νικηφόρα επαναστατική πάλη του προλεταριάτου σε πανεθνικό επίπεδο. Δε γίνεται να καθιερωθεί πλήρως και μόνιμα σε μία μεμονωμένη περιφέρεια, σε έναν ή σε λίγους μεμονωμένους δήμους, ακόμα και αν εκεί εκλεγούν οι πιο επαναστατικές δημοτικές διοικήσεις. Αυτό, όμως, καθόλου δε σημαίνει ότι οι κομμουνιστές θα πρέπει παθητικά να περιμένουν τη μελλοντική δημιουργία μιας επαναστατικής κατάστασης σε εθνικό επίπεδο και να αγνοήσουν την ευκαιρία που παρέχουν σήμερα οι Δημοτικές και Περιφερειακές εκλογές για ενεργή προώθηση και δραστήρια προετοιμασία του εδάφους για τη μελλοντική κατάκτηση αυτού του πολιτικού σκοπού. Πρέπει να αξιοποιήσουν στο έπακρο αυτή την ευκαιρία, παλεύοντας για εκλογικές νίκες των μαζικών κομμουνιστικών συνδυασμών, όπου αυτό είναι δυνατό.
Στις 13 συνολικά περιφέρειες της χώρας δε φαίνεται σήμερα να είναι ρεαλιστική η δυνατότητα μιας εκλογικής επικράτησης των μαζικών κομμουνιστικών δυνάμεων, κι έτσι στις Περιφερειακές εκλογές η πολιτική δράση των κομμουνιστών αντικειμενικά έχει κυρίως προπαγανδιστικό χαρακτήρα. Αντίθετα, σε αρκετούς Δήμους της χώρας μπορούν να κατακτηθούν πολύτιμες κομμουνιστικές εκλογικές νίκες. Για να πραγματοποιηθεί αυτό, χρειαζόμαστε μαζικές κομμουνιστικές παρατάξεις, που θα υπερασπίζουν ένα πλαίσιο μεταβατικών διεκδικήσεων για τους Δήμους και τις Περιφέρειες, δηλαδή διεκδικήσεων που συνδέουν άρρηκτα τις σημερινές, στοιχειώδεις, ζωτικές διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος με την αναγκαιότητα ριζικής ανατροπής της παρούσας αστικής κρατικής μηχανής.
Το πρόγραμμα μεταβατικών διεκδικήσεων δεν αποτελεί πρόγραμμα ενός «ενδιάμεσου σταδίου», πριν από την εργατική εξουσία. Ένα τέτοιο στάδιο δεν μπορεί να υπάρξει, παρά μόνο στη φαντασία των ρεφορμιστών. Αυτοί είναι που, πίσω από τέτοια ουτοπικά στάδια, επιχειρούν να κρύψουν τον δικό τους ταπεινό στόχο για μια επικερδή καριέρα στη διαχείριση του αστικού κρατικού μηχανισμού, επιφυλάσσοντας για τους εργαζόμενους τον ρόλο του παθητικού και άβουλου υποστηρικτή. Το πρόγραμμα μεταβατικών διεκδικήσεων για τους Δήμους και τις Περιφέρειες, αντίθετα, είναι ένα πρόγραμμα ρήξης με τον αστικό κρατικό μηχανισμό, ξεκινώντας από τους τοπικούς του βραχίονες και το οποίο μπορεί να εφαρμοστεί μόνο με την ενεργή και μαζική κινητοποίηση των εργαζόμενων δημοτών.
Οι βασικοί άξονες και οι συγκεκριμένες, ενδεικτικές διεκδικήσεις αυτού του προγράμματος έχουν ως εξής:
1) Όχι στους σημερινούς μηχανισμούς τοπικής κρατικής διοίκησης: είναι διεφθαρμένοι, γραφειοκρατικοί, καταπιεστικοί και φτιάχτηκαν για να υπηρετούν τα συμφέροντα και τους σκοπούς της άρχουσας τάξης. Είναι αναπόσπαστο τμήμα της κεντρικής της κρατικής εξουσίας. Μέσα από τη διαχείριση τους, το περισσότερο που μπορεί να «επιτευχθεί» για το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων είναι αποσπασματικά, αδύναμα και προσωρινά μέτρα φιλανθρωπικού χαρακτήρα, που αποκοιμίζουν την ταξική συνείδηση των εργαζόμενων και τους εξαρτούν από τους προνομιούχους αετονύχηδες «ειδικούς» των αστικών μηχανισμών εξουσίας. Οι σημερινοί μηχανισμοί τοπικής κρατικής διοίκησης πρέπει να ξεθεμελιωθούν και να αντικατασταθούν από αληθινά δημοκρατικούς θεσμούς της αυτοδιοίκησης των εργαζόμενων δημοτών. Το αίτημα για αληθινή αυτοδιοίκηση των εργαζόμενων δημοτών μπορεί να εκφραστεί με τις ακόλουθες διεκδικήσεις:
α) Όλα τα μέλη των διοικήσεων σε Περιφέρειες και Δήμους πρέπει όχι μόνο να εκλέγονται, αλλά και να είναι ανά πάσα ώρα ανακλητά από το σώμα που τους εκλέγει.
β) Η θητεία των διοικήσεων σε Περιφέρειες και Δήμους να είναι ετήσια και όχι μεγαλύτερης διάρκειας. Η σημερινή διάρκεια της θητείας αυτής (4-5 χρόνια) παρέχει επαρκή χρόνο για να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για αθέτηση της πολιτικής εντολής που συνόδευε την εκλογή των εκάστοτε διοικήσεων.
γ) Όλα τα μέλη των διοικήσεων σε Περιφέρειες και Δήμους θα πρέπει να αμείβονται με το μισθό ενός ειδικευμένου εργάτη, χωρίς κανένα επιπλέον οικονομικό προνόμιο ή απολαβή.
δ) Λειτουργία συνοικιακών συμβουλίων και συμβουλίων στους χώρους δουλειάς των μεσαίων ή μεγάλων επιχειρήσεων (δηλαδή σε επιχειρήσεις με πάνω από 50 εργαζόμενους) με ετήσια θητεία, που θα εκλέγονται και θα μπορούν να ανακαλούνται από όλους τους ενήλικους ανθρώπους που διαμένουν στη συνοικία ή εργάζονται στις πιο πάνω επιχειρήσεις, θα λογοδοτούν σε τακτικές συνελεύσεις συνοικιών και χώρων δουλειάς και θα έχουν δικαίωμα «βέτο» στις αποφάσεις των Δημοτικών και Περιφερειακών συμβουλίων.
ε) Νέο εκλογικό σύστημα που θα προβλέπει αυξημένο συντελεστή εκπροσώπησης στα Δημοτικά και Περιφερειακά συμβούλια από τις εργατικές συνοικίες και τις περιοχές με μαζικούς χώρους δουλειάς και ταυτόχρονα, θα προχωρά στη δημιουργία εκλογικών τμημάτων σε όλες τις μεσαίες ή μεγάλες επιχειρήσεις που βρίσκονται μέσα στα όρια των Δήμων και των Περιφερειών. Μ’ αυτό τον τρόπο, θα γίνει ένα σημαντικό βήμα για μια πιο αντιπροσωπευτική ταξικά σύνθεση των τοπικών συμβουλίων αναφορικά με τον πληθυσμό. Ως σήμερα, ενώ η πλειονότητα των κατοίκων στις πόλεις ανήκει στην εργατική τάξη, τα Δημοτικά συμβούλια αποτελούνται κατά 90 με 95% από άτομα που ανήκουν στη μεσαία ή τη μεγάλη αστική τάξη.
2) Να δοθεί η απαραίτητη χρηματοδότηση στους Δήμους για την ουσιαστική αναβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των δημοτών της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Πιο συγκεκριμένα να διεκδικήσουμε κρατική χρηματοδότηση για:
α) Να χορηγούνται μηνιαία επιδόματα στους ανέργους δημότες που δε δικαιούνται κρατικό επίδομα ανεργίας και στους άπορους δημότες, ενώ παράλληλα να τους εξασφαλιστεί δωρεάν παροχή των αγαθών βασικής κατανάλωσης.
β) Να καταρτιστούν κατάλογοι άνεργων δημοτών και να γίνουν οι αναγκαίες δημοτικές επενδύσεις σε δημοτικά προγράμματα κατασκευής εργατικών κατοικιών και σε άλλα έργα με σκοπό την πολιτική προστασία και την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής, ώστε να βρουν εργασία όλοι οι καταγεγραμμένοι άνεργοι δημότες και ταυτόχρονα, να λυθούν χρονίζοντα μεγάλα προβλήματα των δημοτών.
γ) Δημιουργία σύγχρονων χώρων δωρεάν άθλησης, πολιτιστικής έκφρασης και ψυχαγωγίας σε κάθε συνοικία.
δ) Δημιουργία δημοτικών φορέων δωρεάν παροχής βασικών υπηρεσιών υγείας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης για όλους του δημότες της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Τα χρήματα που απαιτούνται για να ληφθούν αυτά τα αναγκαία μέτρα μπορεί να βρεθούν άμεσα με τη διακοπή εξυπηρέτησης του ληστρικού κρατικού χρέους, την αξιοποίηση του υπερπλεονάσματος των δεκάδων δισ. ευρώ που έχει δημιουργήσει η δεκαετής μνημονιακή λιτότητα, τη βαριά φορολόγηση των εφοπλιστών και των άλλων καπιταλιστών, την απαλλοτρίωση – κοινωνικοποίηση της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας, την άμεση παύση καταβολής δαπανών για τις ανάγκες του δολοφονικού ιμπεριαλιστικού ΝΑΤΟ.
3) Για να διεκδικηθούν και να αρχίζουν να εφαρμόζονται τα παραπάνω, θα πρέπει στις τοπικές διοικήσεις να εκλεχθούν επαναστατικές, κομμουνιστικές παρατάξεις, οι οποίες θα κηρύξουν ανυπακοή στο κεντρικό αστικό κράτος και την κυβέρνηση, θα κινητοποιήσουν τους εργαζόμενους δημότες και θα δουλέψουν για να σχηματίσουν ένα ενιαίο μέτωπο δράσης με τα συνδικάτα και τους μαζικούς φορείς της νεολαίας, καθώς και με άλλες αριστερές δημοτικές αρχές, που επιθυμούν να κινητοποιήσουν τους εργαζόμενους δημότες τους για ένα μέρος έστω, αυτών των διεκδικήσεων.
Οι κομμουνιστές πρέπει να στηρίζουν και να συμμετέχουν μόνο σε τέτοιες επαναστατικές, κομμουνιστικές δημοτικές διοικήσεις. Οι παρατάξεις του ΚΚΕ θα πρέπει να υιοθετήσουν αυτές ή παρόμοιες στην ουσία και το «πνεύμα» τους προγραμματικές διεκδικήσεις και οι δημοτικές αρχές που ελέγχει το κόμμα θα πρέπει να μπουν άμεσα στο δρόμο της αναγκαίας επαναστατικής πολιτικής που περιγράφηκε πιο πάνω. Οι 5 Δήμοι που ελέγχει σήμερα το κόμμα (Πάτρα, Καισαριανή, Πετρούπολη, Χαϊδάρι, Ικαρία), με αιχμή τον μαζικό, τρίτο μεγαλύτερο Δήμο στη χώρα, τον Δήμο της Πάτρας, μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν ενιαίο επαναστατικό πολιτικό υπόδειγμα και ενιαίο μοχλό μαζικής, επαναστατικής κινητοποίησης και ανυπακοής απέναντι στην κεντρική αστική εξουσία. Η μοναδική άλλη επιλογή για τις κομμουνιστικές δημοτικές αρχές είναι η απόπειρα για μίζερη «αριστερή» διαχείριση, που δεν αλλάζει κάτι ουσιαστικό στη ζωή της εργατικής τάξης και δεν προσφέρει τίποτα στη ζωτική υπόθεση του επαναστατικού αγώνα για το σοσιαλισμό.
Υπερασπίζοντας τις πιο πάνω προγραμματικές αρχές, που μπορούν να αναπτυχθούν και να αναλυθούν σε ολοκληρωμένα προγράμματα με μια ορισμένη προσαρμογή στις εκάστοτε τοπικές ιδιαιτερότητες, η πολιτική οργάνωση Κομμουνιστική Τάση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), δηλώνει την κριτική της στήριξη στους συνδυασμούς του ΚΚΕ, οι οποίοι έχουν τον τίτλο «Λαϊκή Συσπείρωση», στις Δημοτικές και Περιφερειακές εκλογές σ’ όλη τη χώρα.
Καλούμε τους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων να ψηφίσουν μαζικά τους συνδυασμούς της «Λαϊκής Συσπείρωσης», για δύο σημαντικούς ταξικούς και πολιτικούς λόγους.
Πρώτον, γιατί αυτοί οι συνδυασμοί, έχοντας δημιουργηθεί από το μοναδικό μαζικό αντικαπιταλιστικό εργατικό κόμμα στη χώρα, είναι οι μόνοι μαζικοί συνδυασμοί που μπορούν να εκλεγούν και να υπηρετήσουν τις αναγκαίες επαναστατικές προγραμματικές αρχές που παραθέσαμε πιο πάνω. Δεύτερον, γιατί η ενίσχυση του συνολικού εθνικού ποσοστού του ΚΚΕ, που θα επιτευχθεί μέσα από την άνοδο των ποσοστών των περιφερειακών και δημοτικών συνδυασμών του, θα δώσει ώθηση στην ψυχολογία των, απογοητευμένων από τις απανωτές ήττες και τις προδοσίες, εργατικών και φτωχών λαϊκών μαζών και θα αρχίσει να αλλάζει το συσχετισμό δύναμης σε βάρος του αστικού πολιτικού στρατοπέδου.
Η Κομμουνιστική Τάση, πάντοτε στη βάση της υπεράσπισης της προαναφερθείσας επαναστατικής προγραμματικής πλατφόρμας, δηλώνει θετική στο ενδεχόμενο να συμμετάσχουν μέλη της ως υποψήφιοι στα ψηφοδέλτια της «Λαϊκής Συσπείρωσης», όπου αυτό της προταθεί από τους εκπροσώπους των κατά Δήμο ή Περιφέρεια εκπροσώπων της παράταξης.
Ανεξάρτητα από αυτό το ενδεχόμενο, η Κομμουνιστική Τάση στους Δήμους και τις Περιφέρειες που διαθέτει οργανωμένες δυνάμεις θα διεξάγει τη δική της δραστήρια πολιτική εκστρατεία για την εκλογική νίκη της «Λαϊκής Συσπείρωσης», επιδιώκοντας με συντροφικό πνεύμα το συντονισμό δράσης γι’ αυτόν τον κοινό σκοπό με τις κατά τόπους οργανωμένες δυνάμεις της παράταξης.
Απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Τάσης (ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης – IMT) – Αθήνα, 7/4/2019