Το κείμενο του Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν που καθιερώθηκε να αποκαλείται «Διαθήκη» είναι μια επιστολή που ο ίδιος υπαγόρευσε με σκοπό να γνωστοποιηθεί στο 12ο Συνέδριο του Μπολσεβίκικου κόμματος και κατοπινού Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ). Το πρώτο από τα τρία της τμήματα είναι γραμμένο στις 24 Δεκέμβρη του 1922 και το τρίτο που έχει τη μορφή υστερόγραφου, γράφτηκε στις 4 Γενάρη του 1923. Υπαγορεύτηκε λίγο μετά το δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη ο Λένιν στο πλαίσιο της ασθένειάς του, η οποία επρόκειτο να τον οδηγήσει στον θάνατο έναν περίπου χρόνο μετά.
Την τελευταία αυτή περίοδο της ζωής του, ο Λένιν διεξήγαγε σε πλήρη αλληλεγγύη με τον Λέον Τρότσκι – σ’ ένα κοινό πολιτικό «μπλοκ» – έναν κρίσιμο πολιτικό αγώνα ενάντια στην ανερχόμενη σοβιετική γραφειοκρατία και τον ηγετικό εκφραστή της, Ιωσήφ Στάλιν. Η «Διαθήκη», γραμμένη στο πλαίσιο αυτού του αγώνα, ουσιαστικά αποτελούσε την τελευταία συμβουλή του ετοιμοθάνατου Λένιν προς το Μπολσεβίκικο κόμμα.
Σε αυτήν λοιπόν, προβαίνοντας σε κρίσεις για τα βασικά ηγετικά στελέχη, ενώ από τη μία πλευρά χαρακτήριζε τον Τρότσκι ως «τον αναμφισβήτητα πιο ικανό άνθρωπο» στην μπολσεβίκικη Κεντρική Επιτροπή (ΚΕ), σημειώνοντας ορισμένα, σαφώς δευτερεύοντα, πολιτικά του «ελαττώματα», από την άλλη, τόνιζε τα αρνητικά χαρακτηριστικά του Στάλιν τα οποία τον καθιστούσαν ακατάλληλο για τη θέση του Γενικού Γραμματέα της ΚΕ του κόμματος και κατέληγε στην πρόταση για άμεση απομάκρυνσή του από αυτή τη θέση.
Η επιθυμία του Λένιν να διαβαστεί αυτή η επιστολή στο 12ο Συνέδριο του κόμματος τον Απρίλιο του 1923, δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί, αφού τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς το τρίτο κατά σειρά εγκεφαλικό επεισόδιο τον κατέστησε παράλυτο και ανίκανο να μιλήσει. Η αρχική ελπίδα για μια ανάρρωσή του, έκανε τη σύζυγο του Λένιν και ηγετική μπολσεβίκα, Ναντέζντα Κρούπτσκαγια, να περιμένει λίγους μήνες και να μη γνωστοποιήσει την «Διαθήκη». Αλλά μετά τον θάνατό του, που ήρθε τελικά στις 21 Ιανουαρίου 1924, η Κρούπτσκαγια παρέδωσε το ντοκουμέντο στη Γραμματεία της Κεντρικής Επιτροπής (ΚΕ) του κόμματος με το αίτημα να διανεμηθεί στους αντιπροσώπους του 13ου Συνεδρίου και να τεθεί ανοικτά στη συζήτηση που θα λάμβανε χώρα στο πλαίσιο των εργασιών του, τον Μάιο του 1924.
Ωστόσο, αυτό δεν συνέβη ποτέ, με ευθύνη της «τρόικας» των Ζινόβιεφ, Κάμενεφ και Στάλιν, η οποία από τα τέλη του 1922 κυριαρχούσε στην μπολσεβίκικη ηγεσία. Σύμφωνα με όσα ανέφερε ο Τρότσκι σε σχετικό κείμενο του για τη «Διαθήκη», το ελεγχόμενο από την «τρόικα» Συμβούλιο Βετεράνων του Συνεδρίου τον Μάρτιο του 1923, αφού άκουσε μια ανάγνωση του κειμένου από τον Κάμενεφ, χωρίς το δικαίωμα τήρησης σημειώσεων, με ισχυρή πλειοψηφία (30 έναντι 10 σύμφωνα με την περιγραφή που βρίσκεται στα τεύχη Ιουλίου και Αυγούστου 1934 της «Νέας Διεθνούς», θεωρητικού περιοδικού της Αριστερής Αντιπολίτευσης στις ΗΠΑ) αποφάσισε η τελευταία συμβουλή του Λένιν να κρατηθεί μυστική από το Συνέδριο, παρά τις διαμαρτυρίες της Κρούπσκαγια. Έτσι ο Στάλιν διέσωσε τη θέση του και η ηγετική του κλίκα απαγόρευσε την κυκλοφορία της «Διαθήκης» για πάνω από 3 δεκαετίες.
Η μόνη πολιτική τάση που τόλμησε να κυκλοφορήσει παράνομα το ντοκουμέντο του Λένιν στην ΕΣΣΔ ήταν η Αριστερή Αντιπολίτευση του Τρότσκι. Στο εξωτερικό, αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά ως μέρος ενός άρθρου του συγγραφέα και ηγετικού στελέχους της Αριστερής Αντιπολίτευσης για μια περίοδο, Μαξ Ίστμαν στους New York Times, στις 18 Οκτωβρίου 1926.
Η αυθεντικότητα της «Διαθήκης» δεν αμφισβητήθηκε ουσιαστικά ποτέ. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το 1927, ο ίδιος ο Στάλιν σε μια ομιλία του στη Μόσχα που αναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Κομμουνιστικής Διεθνούς, «Διεθνής Αλληλογραφία Τύπου» στο τεύχος της 17ης Νοεμβρίου 1927, αποδέχθηκε ανοιχτά την αυθεντικότητα της «Διαθήκης». Μάλιστα σε μερικές περιπτώσεις, ο Στάλιν χρησιμοποίησε ορισμένες ξεκομμένες φράσεις της στην κατοπινή πάλη του εναντίον του Ζινόβιεφ και του Μπουχάριν.
Ωστόσο, όσο ζούσε ο Στάλιν και ήταν ο επικεφαλής της προνομιούχας σοβιετικής γραφειοκρατίας, η κυκλοφορία της «Διαθήκης» έμενε σταθερά απαγορευμένη. Μάλιστα όσοι αγωνιστές της Αριστερής Αντιπολίτευσης συλλαμβάνονταν για την κυκλοφορία της, εκτοπίζονταν στη Σιβηρία ή και τουφεκίζονταν. Χρειάστηκαν 33 ολόκληρα χρόνια για να κυκλοφορήσει ελεύθερα η «Διαθήκη» στην ΕΣΣΔ.
Αυτό συνέβη μέσα στο κλίμα της λεγόμενης αποσταλινοποίησης, αυτής της απόπειρας της σοβιετικής γραφειοκρατίας να ενοχοποιήσει αποκλειστικά τον Στάλιν για να αμνηστεύσει τον συλλογικό, αντιδραστικό της ρόλο. Το ορόσημο ήταν το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, που έλαβε χώρα στη Μόσχα από τις 14 έως τις 25 Φλεβάρη του 1956. Εκεί, η σταλινική και φανατική αντιτροτσκίστρια «ιστορικός» της γραφειοκρατίας, Άννα Πανκράτοβα ζήτησε τη δημοσίευση ορισμένων ανέκδοτων κειμένων του Λένιν. Στο ίδιο Συνέδριο, ο επίσης σταλινικός γραφειοκράτης και αντιτροτσκιστής Αναστάς Μικογιάν, αναφέρθηκε στους φόβους που εξέφρασε ο Λένιν στη «Διαθήκη» σχετικά με ένα ενδεχόμενο σχίσμα στο κόμμα.
Σε λιγότερο από δύο μήνες μετά το Συνέδριο, στις 13 Μάη του 1956, η εφημερίδα «Κομσομόλσκαγια Πράβδα» («Νεολαιίστικη Αλήθεια») δημοσίευσε τα αποσπάσματα της «Διαθήκης» που αναφέρονταν στον Στάλιν, παραλείποντας τα σχετικά με τον Τρότσκι και τους άλλους ηγέτες του Μπολσεβίκικου κόμματος. Ώσπου στις 30 Ιουνίου 1956, η «Διαθήκη» δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά ολόκληρη στην ΕΣΣΔ, στο περιοδικό «Κομμουνιστής», επίσημο όργανο του ΚΚΣΕ.
Στα 33 χρόνια που μεσολάβησαν από τη συγγραφή μέχρι τη δημοσίευσή της «Διαθήκης», οι φόβοι του Λένιν που εκφράζονταν σ’ αυτήν σχετικά με τον Στάλιν, επιβεβαιώθηκαν πλήρως. Η μη απομάκρυνση του Στάλιν από τη θέση του Γραμματέα συνετέλεσε στην επιτάχυνση του γραφειοκρατικού εκφυλισμού. Η συγκέντρωση «τεράστιας δύναμης» στα χέρια του που διαπίστωνε ο Λένιν, έφτασε να λάβει στις δεκαετίες του 1930 και 1940 τη μορφή επαναλαμβανόμενων κυμάτων αιματηρής τρομοκρατίας, με θύματα εκατομμύρια πιστούς στην Επανάσταση αγωνιστές, με τα οποία επιβλήθηκε ένα ακόμα πιο οδυνηρό «σχίσμα» από αυτό για το οποίο ανησυχούσε ο Λένιν. Ένα σχίσμα που χώρισε με ποτάμια αίματος τη σοβιετική γραφειοκρατία από τον γνήσιο μπολσεβικισμό.
Στην Ελλάδα η «Διαθήκη» πρωτοδημοσιεύτηκε το 1928 στο περιοδικό Σπάρτακος (τεύχος 3-4, Μάρτιος-Απρίλιος) που εξέδιδε η διαγραμμένη από το ΚΚΕ αντιπολιτευτική ομάδα του Παντελή Πουλιόπουλου, σε μετάφραση πιθανότατα του ίδιου. Ξαναδημοσιεύτηκε σε άλλη μετάφραση το 1956 από τον τροτσκιστή αγωνιστή Βαγγέλη Σακκάτο και την Εκδοτική Φιλολογική Εταιρία σε 2.000 αντίτυπα. Η μετάφραση και ο πρόλογος σε αυτή την έκδοση ήταν του Χρήστου Αναστασιάδη, στενού συνεργάτη του Παντελή Πουλιόπουλου και γραμματέα της ΕΟΚΔΕ.
Οι εκδόσεις του ΚΚΕ, «Σύγχρονη Εποχή», κυκλοφόρησαν μια μετάφραση της «Διαθήκης» μόλις στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ως μέρος του βιβλίου με τίτλο «Τελευταία γράμματα και άρθρα». Ένα βασικό πρόβλημα εκείνης της έκδοσης ήταν οι σημειώσεις, οι οποίες έκαναν τα κείμενα πολιτικά ακατανόητα, προσπαθώντας να αλλοιώσουν τη σημασία τους και να δημιουργήσουν σύγχυση γύρω από το τι εννοούσε ο Λένιν. Αλλά και η μετάφραση αυτή καθ’ αυτή ήταν σκόπιμα ανακριβής, ώστε να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ο Λένιν επιτίθεται στον Τρότσκι.
Το πιο χαρακτηριστικό σημείο που προδίδει τη σκόπιμη απόπειρα αλλοίωσης του νοήματος είναι η ακόλουθη φράση της «Διαθήκης», με πηγή μας τη συλλογή “Lenin Collected Works” (τόμος 36, σελ. 593-97), που κυκλοφόρησε από τον επίσημο σοβιετικό εκδοτικό οργανισμό Progress Publishers στη Μόσχα το 1964, όπως παρατίθεται στο βιβλίο των Τεντ Γκραντ και Άλαν Γουντς με τίτλο «Λένιν και Τρότσκι: Τι Πραγματικά Υποστήριζαν;» που υπάρχει διαθέσιμο στην ιστοσελίδα In Defence of Marxism. Γράφει συγκεκριμένα ο Λένιν: «Δεν πρόκειται να δώσω άλλες πρόσθετες εκτιμήσεις για τις προσωπικές ιδιότητες άλλων μελών της ΚΕ. Θα θυμίσω απλά ότι το επεισόδιο του Οκτώβρη με τους Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ [σ.: αναφέρεται στο ατόπημά τους να δημοσιοποιήσουν την εναντίωσή τους στην απόφαση της ΚΕ του Μπολσεβίκικου κόμματος για την οργάνωση της ένοπλης εξέγερσης στην μη κομματική εφημερίδα του Μαξίμ Γκόρκι, «Νέα Ζωή»], δεν ήταν, φυσικά, τυχαίο, αλλά ούτε και μπορεί η ευθύνη γι’ αυτό να τους αποδοθεί προσωπικά, το ίδιο όπως δεν μπορεί να αποδοθεί μη-Μπολσεβικισμός στον Τρότσκι».
Αυτές οι φράσεις αποδόθηκαν στα ελληνικά εντελώς παραπλανητικά, ως εξής: «Δεν πρόκειται να χαρακτηρίσω και τα άλλα μέλη της ΚΕ με βάση τις προσωπικές τους ιδιότητες, θα θυμίσω μόνο ότι το επεισόδιο με τον Ζηνόβιεφ και τον Κάμενεφ δεν ήταν φυσικά τυχαίο, όμως παράλληλα δεν μπορούμε να ρίξουμε όλη την ευθύνη προσωπικά πάνω τους, όπως τη ρίχνουμε στον Τρότσκι για τον μη μπολσεβικισμό του.» Δυστυχώς, η ίδια σκόπιμα ανακριβής μετάφραση περιέχεται και στις κατοπινές εκδόσεις των «Απάντων» του Λένιν από τη «Σύγχρονη Εποχή», με ενδεικτική περίπτωση την έκδοση που πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 1984 (45ος τόμος, σελίδα 345).
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος
Β. Ι. Λένιν: Επιστολή στο Συνέδριο (Η «Διαθήκη»)
Πηγή: Η αγγλική μετάφραση του ντοκουμέντου που βρίσκεται στη συλλογή “Lenin Collected Works” (τόμος 36, σελ. 593-97), η οποία κυκλοφόρησε από τον επίσημο σοβιετικό εκδοτικό οργανισμό Progress Publishers στη Μόσχα το 1964. Αυτή η μετάφραση παρατίθεται στο βιβλίο των Τεντ Γκραντ και Άλαν Γουντς με τίτλο «Λένιν και Τρότσκι: Τι Πραγματικά Υποστήριζαν;» που υπάρχει διαθέσιμο στην ιστοσελίδα In Defence of Marxism. Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Μαρξιστική Φωνή».
Με τον όρο σταθερότητα της Κεντρικής Επιτροπής, τον οποίο χρησιμοποίησα παραπάνω (1), εννοώ μέτρα εναντίον μιας διάσπασης, στο μέτρο που τέτοια μέτρα μπορούν να ληφθούν. Γιατί, βέβαια, ο αντεπαναστάτης αρθρογράφος του Russkaya Mysl [φαίνεται να είναι ο Σ.Ε. Όλντενμπουργκ (2)] είχε δίκιο όταν, στον πόλεμό του κατά της Σοβιετικής Ρωσίας στοιχημάτιζε πρώτα-πρώτα σε μια διάσπαση στο κόμμα μας, και όταν, δεύτερον, πόνταρε για ένα τέτοιο σχίσμα πάνω στις σοβαρές διχογνωμίες στο κόμμα μας.
Το κόμμα μας στηρίζεται σε δύο τάξεις και επομένως η αστάθειά του θα ήταν πιθανή και η πτώση του αναπόφευκτη, αν δεν υπήρχε συμφωνία ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο τάξεις. Σ’ αυτή την περίπτωση το ένα ή το άλλο μέτρο και γενικά όλη η συζήτηση για τη σταθερότητα της Κεντρικής Επιτροπής μας θα ήταν μάταιη. Κανένα μέτρο οποιουδήποτε είδους δεν θα μπορούσε να αποτρέψει μια διάσπαση σε μια τέτοια περίπτωση. Όμως ελπίζω ότι πρόκειται για ένα τόσο μακρινό μέλλον και μια τόσο απίθανη περίπτωση ώστε να μιλάμε γι’ αυτή.
Εκείνο που με απασχολεί είναι η σταθερότητα της Κεντρικής Επιτροπής σαν μια εγγύηση εναντίον μιας διάσπασης στο άμεσο μέλλον και προτίθεμαι να εκθέσω εδώ ορισμένες παρατηρήσεις που αφορούν προσωπικές ιδιότητες.
Θεωρώ απ’ αυτή τη σκοπιά ότι ένας βασικός παράγοντας στο ζήτημα της σταθερότητας είναι η προσωπικότητα δύο μελών της ΚΕ, του Στάλιν και του Τρότσκι. Νομίζω ότι οι μεταξύ τους σχέσεις συνιστούν το μεγαλύτερο μέρος του κινδύνου μιας διάσπασης, η οποία θα μπορούσε να αποφευχθεί και αυτός ο σκοπός, κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί, μεταξύ άλλων, από την αύξηση του αριθμού των μελών της ΚΕ από 50 σε 100.
Από τότε που ο σύντροφος Στάλιν έγινε Γενικός Γραμματέας του Κόμματος συγκέντρωσε στα χέρια του μια τεράστια δύναμη και δεν είμαι βέβαιος πως κατορθώνει πάντοτε να τη χρησιμοποιεί με αρκετή φρόνηση. Ο σύντροφος Τρότσκι, από την άλλη πλευρά, όπως η πάλη του εναντίον της ΚΕ πάνω στο ζήτημα του Λαϊκού Επιτροπάτου των Συγκοινωνιών έχει ήδη αποδείξει, διακρίνεται όχι μόνο για τις εξαιρετικές ικανότητές του – είναι ως πρόσωπο δίχως άλλο ο πιο ικανός σύντροφος μέσα στη σημερινή ΚΕ – αλλά ξεχωρίζει επίσης για την πάρα πολύ μεγάλη αυτοπεποίθησή του και για την τάση του να τραβιέται από την καθαρά διοικητική πλευρά των ζητημάτων.
Τα χαρακτηριστικά αυτά των δύο σημαντικότερων ηγετών της σημερινής ΚΕ θα μπορούσαν, χωρίς αυτοί να το θέλουν, να οδηγήσουν σε σχίσμα κι αν το κόμμα μας δεν κάνει βήματα για να την αποτρέψει, η διάσπαση μπορεί να επέλθει απροσδόκητα.
Δεν πρόκειται να δώσω άλλες πρόσθετες εκτιμήσεις για τις προσωπικές ιδιότητες άλλων μελών της ΚΕ. Θα θυμίσω απλά ότι το επεισόδιο του Οκτώβρη με τους Ζηνόβιεφ (3) και Κάμενεφ (4), δεν ήταν, φυσικά, τυχαίο (5), αλλά ούτε και μπορεί η ευθύνη γι’ αυτό να τους αποδοθεί προσωπικά, το ίδιο όπως δεν μπορεί να αποδοθεί μη μπολσεβικισμός στον Τρότσκι.
Μιλώντας για τα νέα μέλη της ΚΕ, θα ήθελα να πω λίγα λόγια σχετικά με τον Μπουχάριν (6) και τον Πιατάκοφ (7). Είναι κατά τη γνώμη μου οι πιο αξιόλογοι ανάμεσα στα νέα στελέχη και θα πρέπει σχετικά με αυτούς να έχουμε υπόψη μας τα εξής: ο Μπουχάριν δεν είναι μόνο ο πολυτιμότερος και σημαντικότερος θεωρητικός του κόμματος, αλλά και σωστά θεωρείται ως το αγαπημένο παιδί ολόκληρου του κόμματος, όμως οι θεωρητικές του απόψεις μπορεί να ταξινομηθούν ως πλήρως μαρξιστικές μόνο με μεγάλη επιφύλαξη, καθότι υπάρχει κάτι το σχολαστικό σ’ αυτόν. (Ποτέ δεν μελέτησε τη διαλεκτική και, νομίζω, ότι ποτέ δεν την κατανόησε πλήρως.)
Λένιν
24 Δεκεμβρίου 1922 – Υπαγορεύτηκε στην Μαρία Βολοντίσεβα (8)
Τώρα όσον αφορά τον Πιατάκοφ, είναι αναμφισβήτητα ένας άνθρωπος εξαιρετικής θέλησης και εξαιρετικής ικανότητας, όμως επιδεικνύει υπερβολικό ζήλο για τη διοίκηση και τη διοικητική πλευρά των υποθέσεων για να του εμπιστευθεί κανείς ένα σοβαρό πολιτικό θέμα.
Και οι δύο αυτές παρατηρήσεις, βέβαια, γίνονται μόνο για το παρόν, με την προϋπόθεση ότι και οι δύο αυτοί εξαιρετικοί και αφοσιωμένοι κομματικοί εργάτες θα βρουν την ευκαιρία να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους και να διορθώσουν τη μονομέρειά τους.
Λένιν
25 Δεκεμβρίου 1922 – Υπαγορεύτηκε στη Μαρία Βολοντίσεβα
Υστερόγραφο
Ο Στάλιν είναι υπερβολικά απότομος και αυτό το ελάττωμα, αν και είναι υποφερτό στις σχέσεις κομμουνιστών μεταξύ τους, δεν είναι ανεκτό για εκείνον που κατέχει τη θέση του Γενικού Γραμματέα. Γι’ αυτό προτείνω στους συντρόφους να βρουν έναν τρόπο να τοποθετήσουν στη θέση αυτή κάποιον άλλο, ο οποίος από κάθε άποψη να είναι καλύτερος από τον σύντροφο Στάλιν, δηλαδή να είναι πιο υπομονετικός, πιο ειλικρινής και πιο καλοπροαίρετος απέναντι στους συντρόφους, λιγότερο δύστροπος κ.λπ. Το ζήτημα αυτό μπορεί να φαίνεται σαν ασήμαντη μικρολογία. Μα πιστεύω πως αν το δούμε από την άποψη της αποφυγής ενός σχίσματος και από την άποψη των σχέσεων Στάλιν και Τρότσκι, δεν είναι καθόλου μικρολογία ή τουλάχιστον είναι μια τέτοια μικρολογία που αργότερα μπορεί να πάρει μια αποφασιστική σημασία.
Λένιν
4 Ιανουαρίου 1923 – Υπαγορεύτηκε στη Λυδία Φωτίεβα (9)
Σημειώσεις
(1) Εδώ ο Λένιν εννοεί το γράμμα που υπαγόρευσε στη Μαρία Βολοντίσεβα στις 23/12/1922. Περιέχεται στο «Λένιν και Τρότσκι: Τι Πραγματικά Υποστήριζαν», Τεντ Γκραντ – Άλαν Γουντς, εκδόσεις «Μαρξιστικη Φωνή».
(2) Σεργκέι Σεργκέγιεβιτς Όλντενμπουργκ (1863-1934): ηγετικό στέλεχος των Λευκών αντεπαναστατών το 1920 και ένας από τους πιο γνωστούς αντιδραστικούς συγγραφείς.
(3) Ζηνόβιεφ Γκριγκόρι Εβσέγιεβιτς (1883-1936): ηγέτης του Μπολσεβίκικου Κόμματος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ροντομίσλσκι. Ο πιο κοντινός συνεργάτης του Λένιν την εποχή που ζούσε στη Δυτική Ευρώπη. Μαζί με τον Κάμενεφ, εναντιώθηκαν στην κατάληψη της εξουσίας κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Μπολσεβίκικου Κόμματος από το 1912 και μέλος του Πολιτικού Γραφείου από το 1917 μέχρι το 1927. Πρόεδρος του Σοβιέτ της Πετρούπολης μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και πρόεδρος της Κομμουνιστικής Διεθνούς από το 1919 μέχρι το 1926. Μετά το θάνατο του Λένιν ενώθηκε με τους Στάλιν και Κάμενεφ ενάντια στην Αριστερή Αντιπολίτευση και τον Τρότσκι. Αλλά το 1925-1926 μαζί με τον Κάμενεφ, προσέγγισαν τον Τρότσκι και συγκρότησαν την Ενωμένη Αντιπολίτευση. Στο 15ο συνέδριο τον Δεκέμβριο του 1927, ο Στάλιν τον διέγραψε από το Κόμμα και τον επόμενο μήνα τον εκτόπισε στη Σιβηρία. Συνθηκολόγησε ύστερα από λίγους μήνες. Ξαναδιαγράφτηκε το 1932, αλλά υποτάχτηκε στον Στάλιν και ξανάγινε μέλος το 1934. Τον ίδιο χρόνο διαγράφηκε πάλι και ρίχτηκε στη φυλακή ως υπεύθυνος για τη δολοφονία του Κίροφ, ο οποίος όμως δολοφονήθηκε με εντολή του ίδιου του Στάλιν. Τελικά ο Ζηνόβιεφ καταδικάστηκε στις σταλινικές εκκαθαρίσεις και εκτελέστηκε το 1936 σαν προδότης.
(4) Λεφ Μπορίσοβιτς Κάμενεφ (1883-1936): Ένας από του κορυφαίους ηγέτες του Μπολσεβίκικου κόμματος, μέλος του Πολιτικού Γραφείου. Αν και στήριγμα του Στάλιν στα πρώτα χρόνια της ανόδου του στη θέση του Γενικού Γραμματέα, μετά από ένα σύντομο πέρασμα στην Αντιπολίτευση μαζί με τον Ζηνόβιεφ, συνθηκολόγησε, αλλά τελικά αφού έπεσε σε δυσμένεια, εκτελέστηκε από τον Στάλιν το 1936.
(5) Αναφέρεται στο ατόπημά τους να δημοσιοποιήσουν στην μη κομματική εφημερίδα «Νέα Ζωή», την εναντίωσή τους στην απόφαση της ΚΕ του Μπολσεβίκικου κόμματος για την οργάνωση της ένοπλης εξέγερσης.
(6) Μπουχάριν Νικολάι Ιβάνοβιτς (1888-1938): Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και του Πολιτικού Γραφείου του Μπολσεβίκικου Κόμματος Κόμματος για πολλά χρόνια και συγγραφέας πολυάριθμων θεωρητικών έργων. Στενός συνεργάτης του Λένιν στην περίοδο της αναγκαστικής μετανάστευσης. Μαζί με τον Τρότσκι, εξέδιδε τη διεθνιστική εφημερίδα «Νόβι Μιρ» στη Νέα Υόρκη κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Αρχισυντάκτης της «Πράβντα» από το 1918 μέχρι το 1929 και πρόεδρος της Κομμουνιστικής Διεθνούς από το 1926 μέχρι το 1929. Μετά το θάνατο του Λένιν συνεργάστηκε με τον Στάλιν ενάντια στον Τρότσκι και την Αριστερή Αντιπολίτευση. Ήταν ο κύριος ηγέτης της Δεξιάς Κομμουνιστικής Αντιπολίτευσης που σύντριψε ο Στάλιν το 1928-1929. Αμέσως μετά, ο Στάλιν τον εξόρισε στη Σιβηρία. Ο Μπουχάριν συνθηκολόγησε και επέστρεψε στη Μόσχα. Υποτάχθηκε και τοποθετήθηκε αρχισυντάκτης της «Ιζβέστια» από το 1933 μέχρι το 1937. Όμως το 1938 ο Στάλιν τον συνέλαβε ξανά και τον έστειλε στο εκτελεστικό απόσπασμα.
(7) Γκεόργκι (Γιούρι) Λεωνίδοβιτς Πιατάκοφ (1890 –1937): Ουκρανός ηγέτης του Μπολσεβίκικου κόμματος. Υπηρέτησε τη σοβιετική εξουσία σε κυβερνητικές θέσεις οικονομικής διαχείρισης. Αρχικά υποστήριξε την Αριστερή Αντιπολίτευση, αλλά μετά συνθηκολόγησε με τον Στάλιν. Το 1936 συνελήφθη και το 1937 εκτελέστηκε από τον Στάλιν, όπως όλα τα μέλη της παλιάς επαναστατικής γενιάς των Μπολσεβίκων.
(8) Μαρία Βολοντίσεβα: Μια από τις γραμματείς του Λένιν την περίοδο που γράφτηκε η «Διαθήκη».
(9) Λυδία Φωτίεβα (1881-1975): Μέλος του Μπολσεβίκικου κόμματος και γραμματέας του Λένιν από το 1918 έως το 1924.