Στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, ο τρόπος με τον οποίο οι φυσικοί αντιλαμβάνονταν τον κόσμο άλλαξε ριζικά. Η ποσοτική συγκέντρωση πειραματικών δεδομένων, αλλά και θεωρητικών προβλέψεων, ερχόταν να ανατρέψει τη μηχανιστική νευτώνεια λογική και να οδηγήσει τη σκέψη σε ένα επαναστατικό ποιοτικό άλμα. Η νέα αυτή πραγματικότητα πήρε σάρκα και οστά με την ανάπτυξη δύο νέων φυσικών θεωριών, της κβαντομηχανικής και της σχετικότητας. Η πρώτη θεωρία, που αρχικά προτάθηκε από τον Μαξ Πλανκ, πραγματεύεται τις ιδιότητες της ύλης κυρίως σε ατομικό και υποατομικό επίπεδο, ενώ η δεύτερη, που θεμελιώθηκε από τον Άλμπερτ Αϊνστάιν, μελετά την κίνηση των σωμάτων με μεγάλες κατά μέτρο ταχύτητες (ειδική θεωρία της σχετικότητας) αλλά και την αλληλεπίδραση της ύλης με το χώρο και το χρόνο (γενική θεωρία της σχετικότητας).
Η κβαντική φυσική αρχικά ασχολήθηκε με τη φύση του φωτός, κάτι που είχε προβληματίσει δύο αιώνες νωρίτερα τον Νεύτωνα, ο οποίος, μελετώντας την ανάκλαση φωτεινών δεσμών, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το φως αποτελείται από σωματίδια. Η αντίληψη αυτή επικράτησε παρά το γεγονός ότι τα πειραματικά δεδομένα, αρχικά του Κρίστιαν Χιούγκενς και αργότερα του Τόμας Γιάνγκ, έδειχναν ότι το φως έχει κυματική φύση. Έπρεπε να έρθει η συνδυαστική σκέψη του Τζέιμς Μάξγουελ και η ενοποίηση των θεωριών του ηλεκτρισμού και του μαγνητισμού, για να καταδείξει ότι το φως είναι ηλεκτρομαγνητικό κύμα.
Το πρόβλημα όμως δεν είχε λυθεί οριστικά, αντιθέτως είχε δημιουργηθεί έντονη σύγχυση, αφού μερικά δεδομένα της παρατήρησης ενίσχυαν τη μια, ενώ άλλα στήριζαν την άλλη φυσική θεωρία. Η κβαντομηχανική ήρθε και επίλυσε το πρόβλημα, επιβεβαιώνοντας το διαλεκτικό υλισμό και τον Πρωταγόρα, που είχε μιλήσει για την ύπαρξη πολύπλευρης αλήθειας.
Σήμερα, η επιστημονική κοινότητα είναι εξοικειωμένη με την έννοια του «κυματοσωματιδιακού δυϊσμού» και αποδέχεται πλήρως ότι το φως έχει διττή φύση, δηλαδή και σωματιδιακή και κυματική. Η ρήξη με την τυπική λογική είναι ουσιαστικά η επιβεβαίωση του νόμου της διαλεκτικής περί «άρνησης της άρνησης». Η ηλεκτρομαγνητική θεωρία αρνήθηκε τη σωματιδιακή φύση του φωτός, η οποία όμως επανήλθε σε ένα αναβαθμισμένο επίπεδο με τα κβάντα φωτός του Πλανκ, αλλά και όλα τα σωματίδια να έχουν κυματικές ιδιότητες που μπορούν να παρατηρηθούν.
Ο χρόνος
Την ίδια εποχή που η κβαντική φυσική έκανε τα πρώτα δειλά βήματα της, ο Αϊνστάιν επανεξετάζοντας διεισδυτικά τις «προφανείς» αλήθειες της νευτώνειας μηχανικής, έδειξε ότι οι θεμελιώδεις έννοιες του χώρου και του χρόνου δεν είναι απόλυτες και ότι η ύλη επιδρά με την ίδια τη γεωμετρία του χωροχρόνου. Η σχετικότητα σήμερα αποτελεί την πιο σύγχρονη και αποδεκτή φυσική θεωρία για το χρόνο.
Ο χρόνος έχει μια εγγενή δυσκολία, είναι πρακτικά αδύνατο να οριστεί. Η χρήση του λεξικού δε μας βοηθάει ιδιαίτερα. Ο χρόνος ορίζεται ως η περίοδος, αλλά και η περίοδος ως χρόνος. Ίσως, όμως, αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία, όπως είχε τονίσει και ο Φέινμαν: αυτό που έχει πραγματική σημασία δεν είναι πώς ορίζουμε το χρόνο, αλλά πώς τον μετράμε. Η μέτρηση αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο στην ανάπτυξη των φυσικών επιστημών και μας δίνει τη δυνατότητα να κάνουμε προβλέψεις για την εξέλιξη των φυσικών φαινομένων.
Κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται τη «ροή» του χρόνου, καθώς αυτός αποτελεί μια αντικειμενική έκφραση της μεταβαλλόμενης κατάστασης της ύλης, όπως είχε αντιληφθεί ο πατέρας της διαλεκτικής, ο Ηράκλειτος. Η αίσθηση αυτής της «ροής», που θυμίζει περισσότερο ρευστό παρά μια αφηρημένη έννοια όπως είναι ο χρόνος, εξηγήθηκε με απόλυτα φυσικούς και μαθηματικούς όρους από τον Λούτντβιχ Μπόλτζμαν. Ο Μπόλτζμαν ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της επιστήμης της θερμοδυναμικής, ο οποίος παρουσιάζοντας το «βέλος του χρόνου», έδειξε ότι οι φυσικές διεργασίες ακολουθούν μια πορεία μη αντιστρεπτή σε χρονικές «μετατοπίσεις». Τίποτα δεν μπορεί να ανατρέψει τη «ροή» αυτή του χρόνου από το παρελθόν προς το μέλλον.
Χρόνος και αθανασία
Αυτή η ξεχωριστή ιδιότητα του χρόνου, που δεν παρουσιάζει ανάλογο σε χωρικές μετατοπίσεις, είναι ουσιαστικά η πηγή της άγνοιας μας για το μέλλον, που, με τη σειρά της οδηγεί σε ανασφάλεια, φόβο αλλά και την παράλογη ελπίδα της αθανασίας.
Οι θρησκείες, εκμεταλλευόμενες αυτή την ανθρώπινη αδυναμία, ευαγγελίζονται μια ευτυχισμένη αιώνια ζωή μετά το θάνατο και σε συνεργασία με την εκάστοτε εξουσία εξασφαλίζουν μία επίγεια ζωή με φτώχεια, πείνα, εξαθλίωση για τις πλατιές μάζες των ανθρώπων του πλανήτη μας.
Αν πρέπει να αναζητήσουμε την αθανασία, η σωστή κατεύθυνση είναι η προσπάθεια μας για την αθανασία του είδους. Αυτή είναι η μοναδική αθανασία στην οποία έχουμε δικαίωμα να αποβλέπουμε και αντί να ανυπομονούμε για φανταστικούς παραδείσους στο υπερπέραν, να παλεύουμε, για να υλοποιήσουμε τις κοινωνικές συνθήκες για την οικοδόμηση ενός παραδείσου στον κόσμο αυτό.
Διαλεκτική και μεταφυσική θεώρηση του χρόνου
Η συστηματική πειραματική επεξεργασία και μελέτη του χρόνου και του χώρου ξεκίνησε από τον Γαλιλαίο και γενικεύτηκε ως μια μαθηματική-φυσική θεωρία από τον Νεύτωνα. Η νευτώνεια μηχανική υποστήριζε ότι ο χρόνος και ο χώρος αποτελούν δύο ξεχωριστές έννοιες και ότι κάθε παρατηρητής αντιλαμβάνεται (μετρά) τον ίδιο απόλυτο χώρο και χρόνο. Επίσης, η θεωρία αυτή υποστήριζε ότι τα υλικά σώματα απλά υπάρχουν μέσα σε αυτό τον απόλυτο χώρο και χρόνο και αλληλεπιδρούν, ασκώντας δυνάμεις το ένα στο άλλο.
Η συγκεκριμένη αυτή φυσική θεώρηση των πραγμάτων βρίσκεται σε πλήρη ταύτιση με την ιδεαλιστική προσέγγιση του Εμμάνουελ Καντ, ο οποίος υποστήριξε ότι κάθε υλικό αντικείμενο αποτελεί συνάθροιση πολλών ιδιοτήτων. Αν απομακρύνουμε όλες αυτές τις ιδιότητες, απομένουν μόνο δύο μεταφυσικές οντότητες, ο χώρος και ο χρόνος.
Ο διαλεκτικός φιλόσοφος Χέγκελ συγκρούστηκε με τη συγκεκριμένη αντίληψη σε μια εποχή, στην οποία όλα τα δεδομένα παρατήρησης επιβεβαίωναν τη νευτώνεια μηχανική και η τυπική λογική είχε θριαμβεύσει. Για τον Χέγκελ, ο αρμονικός κόσμος της μηχανιστικής αιτιοκρατίας, που ήταν απαλλαγμένος από ξαφνικά ποιοτικά άλματα και επαναστάσεις, ερχόταν σε αντίθεση με τη διαλεκτική. Μια τέτοια θεώρηση της φύσης ασφαλώς εξυπηρετούσε την νέα άρχουσα αστική τάξη που, από τη στιγμή που κατέλαβε την εξουσία, αρνήθηκε το επαναστατικό της παρελθόν. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, ο χώρος και ο χρόνος δεν μπορούσαν να είναι ούτε απόλυτα μεγέθη αλλά ούτε ανεξάρτητα από την ύλη, αφού τα πάντα είναι, σύμφωνα με τη διαλεκτική, αποτέλεσμα καθολικών αλληλεξαρτήσεων και αλληλεπιδράσεων. Η φιλοσοφική αυτή αντίληψη επιβεβαιώθηκε το 1905, αρχικά με την ανάπτυξη της ειδικής θεωρίας της σχετικότητας και αργότερα το 1915 με την εμφάνιση της γενικής θεωρίας της σχετικότητας.
Οι απόλυτες αλήθειες της κλασσικής μηχανικής αποδείχτηκαν σχετικές. Η θεωρία αυτή είναι μια πολύ καλή προσέγγιση της πραγματικότητας, όταν η ταχύτητα των παρατηρητών είναι μικρού μέτρου. Όταν τα σώματα έχουν ταχύτητες συγκρίσιμες με την ταχύτητα του φωτός, τότε η νευτώνεια μηχανική καταρρέει. Ο κινούμενος παρατηρητής μετράει διαφορετικά χρονικά διαστήματα και διαφορετικές αποστάσεις για μια φυσική διεργασία σε σχέση με έναν ακίνητο παρατηρητή για την ίδια φυσική διεργασία.
Θεωρία της σχετικότητας
Αυτή η πρόταση έχει επιβεβαιωθεί πειραματικά για όλα τα σωμάτια που κινούνται με «σχετικιστικές» ταχύτητες. Κατ’ επέκταση, δύο φαινόμενα που μπορούν να παρατηρηθούν, όπως η απόκλιση του περιηλίου του πλανήτη Ερμή και η εκτροπή φωτεινών δεσμών μακρινών άστρων από το βαρυτικό πεδίο του Ηλίου κατά τη διάρκεια της έκλειψης είναι αδύνατο να ερμηνευτούν από τη κλασική μηχανική. Τα δύο αυτά φαινόμενα ερμηνεύονται ικανοποιητικά από τη γενική θεωρία της σχετικότητας.
Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η ύλη επιδρά πάνω στην ίδια τη γεωμετρία του χώρου και του χρόνου με τέτοιο τρόπο, ώστε ο χωρόχρονος να καμπυλώνεται. Οι τέλειες, ευκλείδειες επίπεδες επιφάνειες, που μάθαμε στο Λύκειο, αναφέρονται σε έναν κόσμο απαλλαγμένο από την ύλη, μια μαθηματική αφαίρεση, που πηγάζει από ένα ιδεαλιστικό τρόπο σκέψης, που, όπως έδειξε ο Αϊνστάιν, απέχει από την πραγματικότητα. Είναι εύκολα κατανοητό ότι οι διορθώσεις της σχετικότητας δεν έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη καθημερινή μας ζωή, όπου είναι πρακτικά αδύνατο να μετρήσουμε τις αποκλίσεις από τη νευτώνεια μηχανική. Όπως όμως είχε τονίσει ο Φέυνμαν, «φιλοσοφικά, κάνουμε τελείως λάθος με τον κατά προσέγγιση νόμο, διότι ακόμα κι ένα μικρό αποτέλεσμα, μερικές φορές, απαιτεί σημαντικές αλλαγές στις ιδέες μας».
Η θεωρία της σχετικότητας, σε πρώτη ανάγνωση, δηλώνει ότι η μέτρηση του χώρου και του χρόνου είναι σχετική σε ό,τι αφορά την ταχύτητα των παρατηρητών. Ουσιαστικά, όμως, αυτό που καταδεικνύει είναι ότι είναι ατελές να μιλάμε ξεχωριστά για χρόνο και χώρο και είμαστε υποχρεωμένοι να μιλάμε για ένα κόσμο τεσσάρων διαστάσεων τον χωρόχρονο.
Σε αυτό τον κόσμο, οι νόμοι της φυσικής δεν είναι ούτε σχετικοί ούτε υποκειμενικοί, οι γνωστοί νόμοι (διατήρηση μάζας, ενέργειας και ορμής) συνεχίζουν να ισχύουν σε ένα ανώτερο ενοποιημένο επίπεδο που συνοψίζεται από την περίφημη σχέση ισοδυναμίας μάζας–ενέργειας: E = mc2 .
Η ιδεαλιστική διαστρέβλωση και η υπεροχή του διαλεκτικού υλισμού
Πολύ συχνά, ακούμε για τα «παράδοξα» της θεωρίας της σχετικότητας, στην πραγματικότητα, τέτοια παράδοξα δεν υφίστανται, αυτά γεννούνται, όταν προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τις προβλέψεις της σχετικότητας με τη χρήση της τυπικής νευτώνειας λογικής. Φαίνεται πραγματικά παράδοξο πώς μπορεί η ενέργεια να μετατρέπεται σε ύλη αλλά και το αντίστροφο, όμως αυτό είναι πειραματικά επιβεβαιωμένο και δυστυχώς με τον πιο τραγικό τρόπο, τον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ επέλεξαν να τελειώσουν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (Χιροσίμα και Ναγκασάκι)…
Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν την ανεπάρκεια της τυπικής στατικής λογικής για την ανάπτυξη των πιο γενικών νόμων της κίνησης της φύσης και της κοινωνίας, καθώς και την υπεροχή του διαλεκτικού υλισμού.
Όπως είχε τονίσει ο Λαντάου, «Η λεγόμενη κοινή λογική δεν αντιπροσωπεύει τίποτα περισσότερο παρά μια απλή γενίκευση των αντιλήψεων και συνηθειών που έχουν καλλιεργηθεί στην καθημερινή μας ζωή. Είναι ένα καθορισμένο επίπεδο κατανόησης, το όποιο αντανακλά ένα συγκεκριμένο επίπεδο πειραματισμού. Η επιστήμη δε φοβάται τις συγκρούσεις με τη κοινή λογική. Τα νέα πειραματικά δεδομένα πρέπει να οδηγούν την επιστήμη στη αμείλικτη συντριβή των απόψεων που είχε οικοδομήσει και την προώθηση της γνώσης μας σε ανώτερο επίπεδο».
Η σύγχυση που πηγάζει από τη χρήση του όρου «παράδοξα της σχετικότητας» γενικεύεται με την ιδεαλιστική ερμηνεία της θεωρίας του Αϊνστάιν. Σύμφωνα με τους ιδεαλιστές, αφού η μέτρηση του χρόνου είναι σχετική, όλα είναι σχετικά και φυσικά και ο ίδιος ο χρόνος είναι καθαρά υποκειμενικός, αν όχι ανύπαρκτος.
Η ιδεαλιστική προσέγγιση της σχετικότητας είναι η κύρια πηγή της κατεστημένης αντίληψης ότι είναι δυνατά ταξίδια πίσω στο χρόνο, αφού απλά μπορούμε να κάνουμε οτιδήποτε μέσα σε ένα χρόνο που δεν υπόκειται σε φυσικούς νόμους. Στη πραγματικότητα, η θεωρία της σχετικότητας αρνείται τη δυνατότητα αυτή, θέτοντας ένα μέγιστο όριο στο μέτρο της ταχύτητας που μπορεί να έχει ένα σώμα. Η σχετικότητα δεν αντικρούει το «βέλος του χρόνου», αφού ακόμα και στο περίφημο «παράδοξο των διδύμων» ο χρόνος συνεχίζει να «ρέει» από το παρελθόν προς το μέλλον (αν και με διαφορετική εκτίμηση ρυθμού) για κάθε παρατηρητή.
Στην επιχειρηματολογία υπέρ της διαλεκτικής, υπάρχει μια ενδιαφέρουσα σύγκριση μεταξύ χρήματος και χρόνου, που ξεκαθαρίζει τη σύγχυση της ιδεαλιστικής προσέγγισης. Στο Κεφάλαιο, ο Μαρξ, αναπτύσσοντας την έννοια της αξίας, αναγνωρίζει ότι αυτή είναι μια διανοητική αφαίρεση, που δεν παράγεται από τις φυσικές ιδιότητες ενός αγαθού. Αλλά δεν πρόκειται για μια αυθαίρετη επινόηση. Ουσιαστικά, είναι η έκφραση μιας αντικειμενικής διαδικασίας και προσδιορίζεται από την ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργατικής δύναμης που διατίθεται στην παραγωγή. Το χρήμα δεν έχει αντικειμενική αξία, διαφέρει από τόπο σε τόπο και από χρόνο σε χρόνο, είναι όμως μια αντικειμενική αξία που ανταλλάσσεται με υλικά αγαθά και υπηρεσίες.
Με τον ίδιο τρόπο, ο χρόνος είναι μια αφηρημένη έννοια που μπορεί να διατυπωθεί με σχετικό τρόπο ως προς τη μέτρηση, παρ’ όλα αυτά καταδεικνύει μια αντικειμενική υλική διαδικασία. Η ιδεαλιστική εκτίμηση ότι το χρήμα δεν είναι τίποτα άλλο από ένα σύμβολο και ότι ο χρόνος είναι μια αυταπάτη του ανθρωπινού μυαλού έχει φιλοσοφικά, ιστορικά και από την άποψη της παρατήρησης ηττηθεί.
Αυτή η πραγματικότητα πρέπει να γίνει κτήμα σε όλους μας, αλλά κυρίως στην επιστημονική κοινότητα, η οποία πολλές φορές, ελλείψει στέρεας φιλοσοφικής βάσης, ολισθαίνει στον μυστικισμό και τον ιδεαλισμό. Ο διαλεκτικός υλισμός έχει αποδείξει τη δυναμική του στην πρόβλεψη κοινωνικών και φυσικών φαινομένων και πρέπει να είναι ο γνώμονας στην προσπάθεια των φυσικών να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στη κβαντομηχανική και τη σχετικότητα με στόχο την ενοποιημένη θεωρία της κβαντικής βαρύτητας.