Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - Ιστορία«Άκρως Απόρρητο»: ένα πολύτιμο βιβλίο για τη δεκαετία της σταλινικής ανωμαλίας στο...

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

«Άκρως Απόρρητο»: ένα πολύτιμο βιβλίο για τη δεκαετία της σταλινικής ανωμαλίας στο ΚΚΕ, 1944-1953

Ιστορικά και πολιτικά συμπεράσματα από το πολύτιμο βιβλίο του Νίκου Παπαδάτου «Άκρως Απόρρητο. Οι Σχέσεις ΕΣΣΔ-ΚΚΕ / 1944-1952» (εκ. ΚΨΜ, Αθήνα 2019).

Άκρως Απόρρητο: Ένα πολύτιμο βιβλίο για τη δεκαετία της σταλινικής ανωμαλίας στο ΚΚΕ, 1944-1953

του Χρήστου Κεφαλή*

Το βιβλίο του Νίκου Παπαδάτου Άκρως Απόρρητο. Οι Σχέσεις ΕΣΣΔ-ΚΚΕ / 1944-1952 (εκ. ΚΨΜ, Αθήνα 2019) είναι μια σημαντική προσθήκη στη βιβλιογραφία για το κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μας. Περιλαμβάνει πολλά σημαντικά ντοκουμέντα από την πιο κρίσιμη δεκαετία της ιστορίας του ΚΚΕ, τη δεκαετία του 1940, όταν το ΚΚΕ και το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ έφτασαν στα πρόθυρα της εξουσίας, αλλά τελικά το κίνημα ηττήθηκε συντριπτικά λόγω των γνωστών λαθών της ζαχαριαδικής ηγεσίας. Λαθών που ανάγονται τελικά στην κυριαρχία του σταλινισμού στο ΚΚΕ, η οποία σε αυτή την περίοδο εδραιώθηκε και έφτασε στο αποκορύφωμά της, παράγοντας τα τραγικά, καταστροφικά για το κίνημα αποτελέσματά της.

Τα γεγονότα-σταθμοί της περιόδου είναι βέβαια γνωστά και πολυσυζητημένα. Η ερασιτεχνική διεξαγωγή της μάχης του Δεκέμβρη από τους Σιάντο-Ιωαννίδη με την απομάκρυνση του Άρη Βελουχιώτη και των κύριων δυνάμεων του ΕΛΑΣ στην Ήπειρο· η παράδοση του εαμικού κινήματος έρμαιου στις εκδικητικές διαθέσεις της αντίδρασης με τη συμφωνία της Βάρκιζας· η αποκήρυξη του Άρη Βελουχιώτη· το λάθος της αποχής από τις εκλογές του 1946· η έναρξη του δεύτερου αντάρτικου υπό δυσμενείς διεθνείς και εσωτερικούς συσχετισμούς που προκαθόριζαν την ήττα του· οι αλλοπρόσαλλες επιλογές του Ζαχαριάδη που έκαναν την ήττα συντριπτική (αποτροπή εξόδου των μαχητών του ΕΛΑΣ στο βουνό με συνέπεια τη σύλληψη και εξόρισή τους, δημιουργία τακτικού στρατού για κατά μέτωπο συγκρούσεις με τις συντριπτικά υπέρτερες κυβερνητικές δυνάμεις και ρήξη με τον Τίτο, τη μόνη νοητή πηγή βοήθειας για τον ΔΣΕ μετά την εγκατάλειψή του από τον Στάλιν, προβολή του συνθήματος για «ανεξάρτητη Μακεδονία»)· η υιοθέτηση και προβολή μετά την ήττα του συνθήματος «Τα όπλα παράποδα», δίνοντας στην αντίδραση το άλλοθι για να εκτελεί τους αγωνιστές· η συκοφάντηση ως προδοτών και εκκαθάριση από τη ζαχαριαδική ηγεσία των καλύτερων αγωνιστών που είχαν επισημάνει κατά καιρούς τα λάθη της· η αθλιότητα ιδιαίτερα της 3ης Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ (1950) με την καταδίκη όσων αγωνιστών ασκούσαν έντιμη κριτική, πρώτα και κύρια του Καραγιώργη, σε μια προσπάθεια ριχτούν σε αποδιοπομπαίους τράγους οι ευθύνες για τα λάθη· η εξωπραγματική εκτίμηση ότι η κατάσταση στην Ελλάδα παρέμενε επαναστατική και το σύνθημα «Τι Πλαστήρας, τι Παπάγος;»· η κορύφωση του ξεπεσμού με τη διάψευση της επιστολής του Πλουμπίδη και την αχρεία καταγγελία του ως χαφιέ, που καταδίκασε ταυτόχρονα τον Μπελογιάννη.

Αυτά τα γεγονότα έχουν κριθεί ιστορικά και παρμένα ως όλο εκφέρουν μια ριζική, αμετάκλητη καταδίκη για τη ζαχαριαδική ηγεσία. Αποκαλύπτουν την πλαστότητα των κομμουνιστικών, επαναστατικών της διακηρύξεων, που έδιναν απλά άλλοθι και απατηλό κύρος στην ανεπάρκεια και την ανικανότητα, καθαγιάζοντας τις καταστροφικές για το κίνημα επιλογές της. Και ταυτόχρονα, απογυμνώνοντας την εγχώρια εκδοχή του, την οποία αποτέλεσε ο ζαχαριαδισμός, φωτίζουν συνολικά τον καταστροφικό ρόλο του σταλινισμού στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.

Εκείνο που εμπόδιζε και εμποδίζει όμως την ιστορική έρευνα να ρίξει ένα πλήρες φως στις λεπτομέρειες, τα παρασκήνια και τις ατομικές πράξεις και ευθύνες είναι η έλλειψη πρόσβασης σε σημαντικά ντοκουμέντα σχετικά με την ιστορία του κομμουνιστικού μας κινήματος. Τέτοια ντοκουμέντα κρατούνται εφτασφράγιστα από το ΚΚΕ στο αρχείο του, ιδιαίτερα μετά την επικράτηση της νεοσταλινικής ηγεσίας Παπαρήγα μετά το 1990. Ταυτόχρονα, με τις πλαστογραφημένες «κομματικές ιστορίες» που εκδίδουν, στο πλαίσιο της συστηματικά προωθημένης στο ίδιο διάστημα σταλινικής αναπαλαίωσης, παραπλανούν και αποχαυνώνουν τα απλά μέλη του ΚΚΕ. Ο στόχος και εδώ δεν είναι άλλος παρά η εδραίωση και αυτοδικαίωση της τωρινής ανερμάτιστης ηγεσίας, που αναγνωρίζει τον εαυτό της στις σταλινικές πρακτικές και προσπαθεί να αποκρύβει τα καταστροφικά τους αποτελέσματα.

Η αξία του βιβλίου του Παπαδάτου από αυτή την άποψη έγκειται πρώτα και κύρια στο γεγονός ότι με τα ντοκουμέντα που περιέχει, βοηθά να ριχτεί ένα φως στο κομματικό παρασκήνιο του ΚΚΕ, που οι ηγεσίες του προσπαθούν με νύχια και με δόντια να κρατούν στο σκοτάδι. Δεν είναι το πρώτο ή το μόνο βιβλίο που συνεισφέρει σε αυτό. Έχουν προηγηθεί άλλα, από τα οποία θα αναφέρουμε ενδεικτικά τις Αναμνήσεις του Γιάννη Ιωαννίδη (μέλους του ΠΓ και επικεφαλής του ΚΚΕ στην κατοχή μαζί με τον Σιάντο, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1979), την έκδοση των υλικών της 3ης Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ (εκδ. Γλάρος, Αθήνα 1988) και του φακέλου της Υπόθεσης Καραγιώργη (επιμέλεια Λευτέρης Μαυροειδής, εκδ. Φυτράκης, Αθήνα 1990), τις αναμνήσεις αγωνιστών που γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα λόγω της σημαντικής θέσης τους στον κομματικό μηχανισμό όπως του Κ. Σιαπέρα (εκδ. Γλάρος, Αθήνα 1990), κ.ά. Ωστόσο, το βιβλίο του Παπαδάτου είναι αν όχι το πιο σημαντικό, σίγουρα ένα από τα 2-3 πιο σημαντικά, καθώς περιέχει αδιαμφισβήτητα ντοκουμέντα, στο μεγαλύτερο μέρος τους μάλιστα ως τώρα αδημοσίευτα1. Αυτό το περιστατικό καθιστά αναγκαία μια σοβαρή μελέτη και συζήτησή του, μερικά εναύσματα για την οποία θα επιχειρηθεί να δοθούν με την παρούσα, κάπως καθυστερημένη χρονικά –το βιβλίο έχει ήδη δυο χρόνια κυκλοφορίας– κριτική.

Τα ντοκουμέντα προέρχονται από δυο κέντρα φύλαξης αρχείων, τα Αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικής Πολιτικής της Ρωσικής Ομοσπονδίας (AVP RF) και τα Αρχεία Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας (RGARPI). Συγκεκριμένα, μετά την Εισαγωγή του συγγραφέα, παρουσιάζονται, σε χρονολογική σειρά: 39 έγγραφα από τα AVP RF, της περιόδου Νοέμβριος 1943 – Δεκέμβριος 1944 (ενότητα 2). 111 έγγραφα από τα RGARPI, της περιόδου Αύγουστος 1944 – Οκτώβρης 1950 (ενότητα 3). Βιογραφικά στοιχεία και προσωπικοί φάκελοι ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ: Σ. Αναστασιάδης, Ν. Βαβούδης, Γ. Σιάντος, Γ. Ιωαννίδης, Β. Μπαρτζιώτας και Ν. Ζαχαριάδης (ενότητα 4, σε θεματική παράθεση, από το 1928 ως το 1955). Τέλος, στην πέμπτη ενότητα δίνονται σύντομα βιογραφικά σοβιετικών αξιωματούχων που αναφέρονται στο βιβλίο. Ιδιαίτερα οι ενότητες, 3 και 4, περιέχουν πολλά σημαντικά έγγραφα, υπομνήματα του Ζαχαριάδης και άλλων μελών της ηγεσίας προς τον Στάλιν και την ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ), κ.ά. αναφορικά με την πολιτική του ΚΚΕ, καθώς και υλικά για σημαντικές κομματικές φυσιογνωμίες, όπως οι Καραγιώργης, Παρτσαλίδης και Βαφειάδης, προερχόμενα είτε από τους ίδιους είτε από την ηγεσία. Ο εντοπισμός, η συγκέντρωση και η μετάφραση των ντοκουμέντων έγιναν από τον συγγραφέα.

Στην εκτενή Εισαγωγή του, ο Παπαδάτος σχολιάζει τα πιο σημαντικά ντοκουμέντα για να υποστηρίξει, ως ένα γενικό εξαγόμενο, τη θέση ότι η πολιτική του ΚΚΕ στα 1944-52 προσαρμοζόταν στις επιδιώξεις της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ. Η τελευταία, σύμφωνα με τον ίδιο, είχε ως κύριες στοχεύσεις τη συντριβή της ναζιστικής Γερμανίας, την αποτροπή της μεταπολεμικής συνένωσης των δυτικών δυνάμεων εναντίον της ΕΣΣΔ, τη διασφάλιση των «τροπαίων» του Κόκκινου Στρατού και τη δημιουργία μιας σειράς δορυφορικών χωρών γύρω από την ΕΣΣΔ, ως ανάχωμα σε μια μελλοντική δυτική επέμβαση. «Η πολιτική του ΚΚΕ», συμπεραίνει, «… χρησιμοποιήθηκε από τη σοβιετική ηγεσία ως τακτικό μέσο με στόχο την προώθηση των ανωτέρω στρατηγικών επιδιώξεων» (σελ. 128).

Η επιχειρηματολογία του Παπαδάτου δηλώνει κάτι πρόδηλο, είναι θεμελιωμένη και πιθανά επαρκής στο πλαίσιο μιας επιστημονικής ιστορικής πραγματείας. Είναι όμως ανεπαρκής στο πλαίσιο μιας μαρξιστικής ανάλυσης, στο βαθμό που της διαφεύγουν ή υποτιμά δυο κομβικά σημεία. Πρώτο, ότι η πολιτική της σταλινικής ηγεσίας της ΕΣΣΔ, υπηρετώντας τα βραχυχρόνια συμφέροντα της γραφειοκρατίας του Στάλιν, ερχόταν σε σύγκρουση με τα συμφέροντα της παγκόσμιας επανάστασης, τα οποία και θυσίαζε. Και δεύτερο, ότι η επιβολή της σε κομμουνιστικά κόμματα όπως το ΚΚΕ, που ηγούνταν μεγάλων κινημάτων με προοπτική εξουσίας, περιλάμβανε αναγκαία την καταστροφή αυτών των κινημάτων και τη δημιουργία μιας ανώμαλης εσωκομματικής κατάστασης, μέσα από τη διαδοχή μιας σειράς λαθών και αυθαιρεσιών των πειθήνιων στον Στάλιν ηγεσιών τους. Μιας εσωκομματικής ανωμαλίας η οποία από πολλές απόψεις θυμίζει την κατάσταση που είχε επιφέρει στο ΚΚΣΕ ο Στάλιν με τις εκκαθαρίσεις και την τρομοκρατία του 1936-38.

Στη συνέχεια του παρόντος θα εστιάσουμε σε εκείνα τα υλικά του βιβλίου που ρίχνουν φως και τεκμηριώνουν αυτές ακριβώς τις κρίσιμες πλευρές. Πρόκειται κυρίως για τα ντοκουμέντα αναφορικά με την Υπόθεση Καραγιώργη καθώς και τους προσωπικούς φακέλους ηγετών του ΚΚΕ (Ιωαννίδης, Μπαρτζιώτας, κ.ά.). Η συζήτησή τους, σε σύνδεση και με άλλες πηγές, βοηθά όχι μόνο να αποκατασταθεί η ιστορική αλήθεια σε σχέση με σημαντικά γεγονότα και πρόσωπα στην ιστορία του ΚΚΕ, αλλά και να εκτεθούν ψεύδη και παραχαράξεις στην τωρινή κομματική φιλολογία του, τα οποία επίσης θα μας απασχολήσουν ιδιαίτερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι αγνοούμε άλλα ντοκουμέντα στο βιβλίο, τα οποία σε μια ευρύτερη ιστορική έρευνα έχουν επίσης τη σημασία τους.

Η 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ: Καραγιώργης, Παρτσαλίδης και Βαφειάδης

Η 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, ένα πολυσυζητημένο κομματικό σώμα, συγκλήθηκε στις 10-14 Οκτώβρη του 1950 στο Βουκουρέστι. Διακηρυγμένος σκοπός της ήταν να εξάγει τα συμπεράσματα της δεκαετίας 1940-50 και να καθορίσει τις κατευθύνσεις της κομματικής πολιτικής στο νέο στάδιο μετά την ήττα του ΔΣΕ. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, επρόκειτο για μια σκηνοθεσία του Ζαχαριάδη, μεθοδευμένη για να απαλλάξει τον ίδιο και τους συνεργάτες του από τις ευθύνες τους και να εδραιώσει τη θέση τους στην ηγεσία καταπνίγοντας τις διαφωνίες και τις φωνές αμφισβήτησης, που είχαν πάρει έκταση μετά την ήττα. Ιδιαίτερα επεδίωκε να απαλλαγεί από τις κριτικές των επιλογών του από τους Καραγιώργη, Παρτσαλίδη και Βαφειάδη, που είχαν διατυπώσει πριν τη Συνδιάσκεψη σε κείμενά τους, ακόμη και με τη φυσική εξόντωση των διαφωνούντων.

Ο Ζαχαριάδης προχώρησε μεθοδικά τόσο με τις θέσεις που παρουσίασε πριν τη Συνδιάσκεψη, στην μπροσούρα του Δέκα Χρόνια Πάλης, όσο και σε παρασκηνιακό επίπεδο. Η διαφορά σε σχέση με προηγούμενες εκτιμήσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ και του ίδιου του Ζαχαριάδη, οι οποίες δικαίωναν το Λίβανο και τη Βάρκιζα ως σωστές επιλογές, ήταν ότι τώρα καταδικάστηκε η γραμμή της περιόδου της εθνικής αντίστασης ως λαθεμένη και οπορτουνιστική. Αυτό όμως δεν είχε διόλου την έννοια να ερευνηθούν τα αίτια των λαθών, αλλά μόνο να αποδοθούν σε συγκεκριμένα πρόσωπα, πράκτορες του εχθρού, και να εμφανιστεί ψευδώς ότι ο Ζαχαριάδης, με την επιστροφή του το 1945, είχε πάρει τις πρωτοβουλίες για να διορθώσει τα λάθη και να βάλει το κόμμα στο σωστό επαναστατικό δρόμο. Αν το κίνημα ηττήθηκε πάλι, τότε και αυτό οφειλόταν στην παρέμβαση άλλων πρακτόρων που υπονόμευαν σε κάθε βήμα τις προσπάθειές του.

Σε αυτό το πλαίσιο ο Ζαχαριάδης παρουσίασε για κάθε στάδιο του αγώνα έναν αποδιοπομπαίο τράγο, στον οποίο φόρτωσε τις ευθύνες. Για την ήττα του Δεκέμβρη και τη Βάρκιζα έφταιγε ο Σιάντος, παλιός χαφιές της ασφάλειας· η καθυστέρηση στην ανάληψη πρωτοβουλίας για το δεύτερο αντάρτικο οφειλόταν στην υπονόμευση του Άρη και του Πετσόπουλο, που κριτικάριζαν πρακτορικά τη Βάρκιζα για να σπρώξουν το κόμμα σε τυχοδιωκτισμό· η ήττα του ΔΣΕ ήταν αποτέλεσμα του πισώπλατου χτυπήματος του Τίτο, που μετά τη ρήξη με τον Στάλιν είχε προσχωρήσει στους ιμπεριαλιστές, αλλά και του «σπασίματος» ηγετικών στελεχών του ΔΣΕ σαν τους Βαφειάδη, Γιαννούλη, Γεωργιάδη, κ.ά., που είχαν γίνει πράκτορας του εχθρού· ο Καραγιώργης, πάλι, ήταν ένας πράκτορας που επιχειρούσε να βγάλει το ΚΚΕ από το σωστό επαναστατικό δρόμο και να σπείρει ηττοπάθεια, όπως έκανε και ο Παρτσαλίδης, εκμεταλλευόμενος τις δυσκολίες του κινήματος μετά την ήττα, αργότερα ο Πλουμπίδης, κοκ.

Οι κατευθύνσεις του Ζαχαριάδη δεν ήταν εύκολο να επιβληθούν, καθώς μετά τη συντριπτική ήττα του κινήματος οι δυσαρέσκειες και οι αμφισβητήσεις στη βάση του κόμματος και στα στελέχη του ΔΣΕ είχαν πάρει αρκετά ευρεία έκταση. Ως αποτέλεσμα, ο Ζαχαριάδης και οι στενοί συνεργάτες του, Ιωαννίδης, Μπαρτζιώτας, Βλαντάς, Γούσιας, κ.ά., εξαπέλυσαν ένα κλίμα τρομοκρατίας, συκοφαντιών και αυθαιρεσιών, εκκαθαρίζοντας πριν και μετά την 3η Συνδιάσκεψη δεκάδες έντιμους αγωνιστές που ασκούσαν κριτική στις επιλογές τους. Οι θέσεις του Καραγιώργη, όπως εκφράστηκαν στην πλατφόρμα του πριν τη Συνδιάσκεψη, και σε σαφώς μικρότερο βαθμό εκείνες των Παρτσαλίδη και Βαφειάδη, αντανακλούσαν τις αναζητήσεις αυτών των αγωνιστών.

Ο Καραγιώργης, ένα ιστορικό κομματικό στέλεχος, ήταν ένα από τα δυο μόνο μέλη της ΚΕ του ΚΚΕ –ο άλλος ήταν ο Ζεύγος– που είχαν ασκήσει κριτική στην ατιμωτική συμφωνία της Βάρκιζας. Αν και ο Καραγιώργης είχε τελικά, σε αντίθεση με τον Ζεύγο, ψηφίσει τη συμφωνία, υποτασσόμενος (λαθεμένα) στην κομματική πειθαρχία, είχε εκφράσει τις αντιρρήσεις του για τη γραμμή υποταγής του κινήματος στους Εγγλέζους σε αναλυτικά υπομνήματα στην ηγεσία του ΚΚΕ τόσο στα χρόνια της κατοχής όσο και αργότερα.

Στην πλατφόρμα του ο Καραγιώργης, συνεχίζοντας την πρότερη κριτική του, διαπίστωνε τη συνολική ιστορική αποτυχία της ηγεσίας Ζαχαριάδη. Έκανε λόγο για μια αλυσίδα λαθών της ηγεσίας που είχαν οδηγήσει στην ήττα το κίνημα και ακόμη για το καθεστώς ανωμαλίας που είχαν οικοδομήσει ο Ζαχαριάδης και οι συνεργάτες του, σε μια προσπάθεια να διατηρηθούν στην ηγεσία. Προειδοποιούσε ότι η 3η Συνδιάσκεψη θα απέβαινε μια νοσηρή διαδικασία απόσεισης των ευθυνών της ηγεσίας, όπως πραγματικά έγινε:

«Η Ολομέλεια αποφάσισε να συγκληθεί Κομματική Συνδιάσκεψη. Αυτή δεν έχει καμιά έννοια, γιατί ενώ δεν θα προσθέσει τίποτα σε ό,τι θετικό έχουμε, θα επικυρώσει αναγκαστικά ό,τι σάπιο υπάρχει… Σύντροφοι, και μέσα στην 6η Ολομέλεια (περασμένη) και κατόπιν πολύ γρήγορα άρχισα να καταλήγω στη γνώμη, ότι ο Ζαχαριάδης χρεοκόπησε στην εφαρμογή της κομματικής γραμμής στη δεύτερη φάση της επανάστασης, όπως και οι Ιωαννίδης, Σιάντος είχαν χρεοκοπήσει στην πρώτη και έχει σημειώσει πλήρη αποτυχία και παλιά και τώρα στο διάλεγμα και την ανάδειξη των στελεχών… Τώρα βλέπω ότι ο Ζαχαριάδης και μέσω των ανθρώπων που ανέδειξε (Ιωαννίδης, Σιάντος, κ.λπ.) μας οδήγησε στην ήττα την άλλη φορά και τώρα μας οδήγησε ο ίδιος προσωπικά στην ήττα, εξ ίσου με μια ατελείωτη αλυσίδα λαθών που δεν αφήνει καμιά περίοδο και κανένα τομέα του Κόμματος απ’ έξω. Βλέπω ακόμη –το χειρότερο– ότι η λέξη αυτοκριτική δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο του σ. Ζαχαριάδη… Και έτσι ο σ. Ζαχαριάδης έχει οδηγήσει το Κόμμα σε μια εσωτερική κατάσταση πολύ δύσκολη και πολύ επικίνδυνη, κατάσταση ιδεολογικής πολιτικής στειρότητας και απόπνιξης κάθε πνεύματος κριτικής και αυτοκριτικής»2.

Οι άλλες δυο παρεμβάσεις στην πορεία προς την 3η Συνδιάσκεψη, των Παρτσαλίδη και Βαφειάδη, ήταν λιγότερο σημαντικές. Σε αντίθεση με τον Καραγιώργη, που έθετε συνολικά και σε πολιτική βάση τα ζητήματα, περιορίζονταν σε επιμέρους διαπιστώσεις, κατά βάση σωστές, που όμως δεν αμφισβητούσαν τη γενική πορεία του κόμματος (ο Παρτσαλίδης) ή το έκαναν σε ριζικά λάθος βάση (ο Βαφειάδης). Ο Βαφειάδης ειδικά, στην πλατφόρμα που κατέθεσε, κριτικάρισε ως λαθεμένη τη γραμμή του Ζαχαριάδη για μετατροπή του ΔΣΕ σε τακτικό στρατό και κατά μέτωπο σύγκρουση με τον κυβερνητικό στρατό, που υπερείχε συντριπτικά σε όλους τους τομείς, ενώ επέκρινε και τις εξωπραγματικές εκτιμήσεις του 1948 ότι ο «μοναρχοφασισμός» βρισκόταν στα «πρόθυμα της κατάρρευσης». Ωστόσο, όπως δείχνουν τα ντοκουμέντα στο βιβλίο του Παπαδάτου, αναπαράγοντας τις εμπαθείς λογικές της ζαχαριαδικής ηγεσίας, «εξήγησε» αυτή την επιλογή του Ζαχαριάδη ως μια απόδειξη ότι ήταν «πράκτορας των αγγλοαμερικάνων» που συνειδητά οδηγούσε στην καταστροφή το ΚΚΕ. Ο Παρτσαλίδης, από τη μεριά του, επέκρινε το λάθος της αποχής από τις εκλογές του 1946, όπως είχε κάνει και όταν λήφθηκε η απόφαση από τον Ζαχαριάδη το 1946, καθώς και τις εξωπραγματικές εκτιμήσεις του Ζαχαριάδη ότι η κατάσταση στην Ελλάδα μετά την ήττα του ΔΣΕ παρέμενε επαναστατική, χωρίς όμως να προχωρήσει παραπέρα.

Η αποτυχία των δυο αυτών στελεχών να εξάγουν κάποια συνολικά συμπεράσματα, όπως έκανε ο Καραγιώργης, δεν ήταν τυχαία. Ο Βαφειάδης βαρυνόταν με τη στάση του στη διάσκεψη της Λαμίας το Νοέμβρη του 1944, όταν είχε ουσιαστικά τορπιλίσει την πρωτοβουλία του Άρη για αναπροσανατολισμό της γραμμής του κινήματος, λειτουργώντας ως όργανο της κομματικής ηγεσίας. Ο Παρτσαλίδης, από τη μεριά του, δεν διακρινόταν για τη σταθερότητα στις απόψεις του, έχοντας στο παθητικό του την κεντρική εμπλοκή του στη συμφωνία της Βάρκιζας.

Αυτά τα περιστατικά καθόρισαν την αντίδραση της ηγεσίας Ζαχαριάδη, η οποία πήρε αμέσως δραστικά μέτρα για να απομονώσει και να συντρίψει τον Καραγιώργη, ενώ έδειξε μια ορισμένη ανοχή απέναντι στον Παρτσαλίδη και δευτερευόντως στον Βαφειάδη. Σε αυτό ασφαλώς, όπως θα δούμε, έπαιξε ένα ρόλο και η αντίθεση που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στον Ζαχαριάδη και την ηγεσία του ΠΚΚ (Μπ), ιδιαίτερα τον Στάλιν. Ο Ζαχαριάδης στην περίοδο αυτή χρειαζόταν τις εκτιμήσεις περί ύπαρξης «επαναστατικής κατάστασης» στην Ελλάδα, για να αποκρούει τις εναντίον του κριτικές εμφανίζοντας μια φανταστική άμεση προοπτική ανόδου και νίκης του κινήματος, προοπτική που υπήρχε μόνο μέσα στο κεφάλι του. Ο Στάλιν, ωστόσο, προέκρινε το κλείσιμο των εντάσεων και εκκρεμοτήτων με το δυτικό κόσμο, έχοντας ως άμεση προτεραιότητα την εδραίωση του ελέγχου του στις Λαϊκές Δημοκρατίες, όπου διεξάγονταν στο ίδιο διάστημα εκκαθαρίσεις στο πρότυπο των Δικών της Μόσχας (οι δίκες του Τ. Κοστόφ στη Βουλγαρία, του Λ. Ράικ στην Ουγγαρία και του Ρ. Σλάσνκι στην Τσεχοσλοβακία). Το αποτέλεσμα ήταν να υποστηρίξει στην εσωκομματική διαμάχη του ΚΚΕ τους Παρτσαλίδη και Βαφειάδη, γεγονός που απέτρεπε τη λήψη μέτρων εναντίον τους, όχι όμως και τον Καραγιώργη, του οποίου η πολιτική κριτική θύμιζε τις αντιπολιτεύσεις στο ΠΚΚ (Μπ) τις οποίες ο ίδιος ο Στάλιν είχε εκκαθαρίσει στη δεκαετία του 1930.

Ο Παπαδάτος παραθέτει ένα ιδιαίτερα διαφωτιστικό ντοκουμέντο σχετικά με τη μεθόδευση της εξόντωσης του Καραγιώργη από την ηγεσία του ΚΚΕ. Πρόκειται για ένα ενημερωτικό έγγραφο του Προϊστάμενου του Ι Τμήματος του Υπουργείου Κρατικής Ασφάλειας της ΕΣΣΔ Σαχαρόφσκι προς τον Β. Αμπακούμοφ, διαβόητο Υπουργό Κρατικής Ασφάλειας της ΕΣΣΔ, όπου αναφέρονται τα αιτήματα της ηγεσίας του ΚΚΕ προς τις ρουμανικές αρχές για τις συνθήκες κράτησης του Καραγιώργη. Τα αιτήματα δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι ο Ζαχαριάδης είχε προαποφασίσει την εξόντωση του Καραγιώργη και η διεξαγόμενη «ανάκριση» ήταν προσχηματική. Όπως αναφέρεται, δυο στελέχη της ΚΕ του ΚΚΕ που διερευνούσαν την υπόθεση είχαν απαιτήσει να εφαρμόζονται καθημερινά βασανιστήρια στον Καραγιώργη και να υποσιτίζεται, ώστε να μην είναι σε θέση να σκεφτεί τις απαντήσεις του στην ανάκριση. Παραθέτουμε εδώ τα κύρια σημεία:

«Αναφέρω ότι, από συνομιλίες με ανώτερους αξιωματούχους των υπηρεσιών ασφαλείας της Ρουμανίας, έμαθα πως στις 16 Σεπτεμβρίου τρέχοντος έτους [1950] συνελήφθη από τους Ρουμάνους, μετά από αίτημα της ΚΕ του ελληνικού Κομμουνιστικού Κόμματος, το μέλος του Πολιτικού Γραφείου του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας Καραγεώργης3, ο οποίος βρίσκεται στη Ρουμανία με την ιδιότητα του πολιτικού πρόσφυγα. Στην ηγεσία της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ υπάρχουν υπόνοιες ότι ο Καραγιώργης έχει δεσμούς με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες…
Την υπόθεση του Καραγιώργη τη διερευνούν, με εντολή της ΚΕ του ΚΚΕ, δυο στελέχη της ΚΕ που διαμένουν στη Ρουμανία με τα ψευδώνυμα “Σταύρος” και “Κώστας”. Απευθυνόμενοι στον επικεφαλής της Διεύθυνσης Ερευνών των Ρουμανικών Υπηρεσιών Ασφαλείας συνταγματάρχη Ντουλγκέρου, οι “Σταύρος” και “Κώστας” είπαν ότι τον Καραγιώργη θα πρέπει να τον βάλουν στο χειρότερο κελί της φυλακής, να του δώσουν ένα στρώμα χωρίς κρεβάτι και ένα μικρό τραπέζι, να του αλλάξουν τα ρούχα με κάποια κουρέλια και να τον συντηρούν με δίαιτα πείνας.
Οι “Σταύρος” και “Κώστας” ζήτησαν να οριστούν οι εξής συνθήκες κράτησης για τον Καραγιώργη:
Ο Καραγιώργης πρέπει μέχρι τις 3 τη νύχτα να περπατάει στο κελί του και να μετράει φωναχτά από το ένα ως το εκατό· από τις 3 τη νύχτα ως τις 6 το πρωί να κοιμάται, κι αφού σηκωθεί, να στέκεται μια ώρα σε θέση προσοχής, να μετράει μέχρι το εκατό και μετά να κοιμάται μέχρι το εγερτήριο.
Την αναγκαιότητα αυτών των συνθηκών κράτησης οι “Σταύρος” και “Κώστας” την αιτιολόγησαν με το σκεπτικό ότι ο Καραγιώργης δεν θα μπορεί να εξετάσει εκ των προτέρων τις απαντήσεις που θα δώσει στην ανάκριση.
Η ηγεσία της Γενικής Διεύθυνσης Λαϊκής Ασφάλειας της Ρουμανίας αρνήθηκε να εφαρμόσει στον Καραγιώργη τις συγκεκριμένες μεθόδους καταστολής χωρίς την έγκριση του υπουργού Εσωτερικών.
Στις 19 Σεπτεμβρίου, ο Καραγιώργης αποπειράθηκε να κρεμαστεί στο κελί.
Στην ερώτηση του συνταγματάρχη Ντουλγκέρου γιατί αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, ο Καραγιώργης είπε ότι ποτέ δεν υπήρξε προδότης στα δεκατρία χρόνια που βρισκόταν στις γραμμές του κόμματος, συμμετείχε δραστήρια στον αγώνα εναντίον της ελληνικής αντίδρασης και δέκα χρόνια ήταν φυλακισμένος· η γυναίκα του και άλλοι συγγενείς εξακολουθούν να κρατούνται στις φυλακές της Ελλάδας…
Σαχαρόφσκι, Προϊστάμενος του Ι Τμήματος του Μ.Γκ.Μπ. ΕΣΣΔ» (Παπαδάτος, σελ. 422-423).

Ο Παπαδάτος παραθέτει επίσης μια επιστολή του Καραγιώργη στις 9/6/1950 προς την ΚΕ του ΠΚΚ(μπ.), στην οποία διαμαρτύρεται για τη σύλληψή του και ζητά να συνδράμει το σοβιετικό κόμμα για να διασφαλιστούν οι όροι μιας ουσιαστικής εσωκομματικής συζήτησης στο ΚΚΕ και να αποτραπούν οι αυθαιρεσίες του Ζαχαριάδη. Και η επιστολή αυτή είναι αποκαλυπτική για τις μεθοδεύσεις της ζαχαριαδικής ηγεσίας, οι οποίες δεν εφαρμόζονταν μόνο στον Καραγιώργη αλλά σε κάθε αγωνιστή που ασκούσε κριτική.

Όπως αναφέρει ο Καραγιώργης, την προηγούμενη ακριβώς μέρα, 8/6/1950, είχε επιδώσει μια επιστολή για τα προβλήματα του ΚΚΕ4 με παράκληση να δοθεί στο ρωσικό κόμμα και στα μέλη της ΚΕ και της ΚΕ Ελέγχου του ΚΚΕ. Αντί άλλης απάντησης, το ΠΓ του ΚΚΕ τον ενημέρωσε ότι θα έπρεπε να βρεθεί στις 7 το πρωί της επομένης, 9 Ιουνίου, σε ένα συγκεκριμένο σπίτι για να τον στείλουν σε κομματική δουλειά. Αποδείχτηκε ότι η «δουλειά» ήταν μια συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ με μοναδικό θέμα τη διαγραφή του Καραγιώργη από το κόμμα, με βάση ένα σχέδιο απόφασης που είχε συντάξει η ηγεσία. Στον Καραγιώργη δεν δόθηκε ούτε η δυνατότητα να προετοιμαστεί ούτε να έχει πρόσβαση σε ντοκουμέντα, ενώ του διατέθηκε λιγότερος από το μισό χρόνο που είχε ζητήσει (μια ώρα αντί για 2-2,5) και λιγότερη από μισή ώρα για να προετοιμάσει την ομιλία του. Στη συνεδρίαση, αποφασίστηκε ομόφωνα η διαγραφή του –μέσα στο κλίμα τρομοκρατίας που είχε διαμορφώσει η ηγεσία Ζαχαριάδη, οποιαδήποτε διαφοροποίηση στελέχους θα είχε μοιραίες συνέπειες για το ίδιο– ενώ υπήρξαν βρισιές και απειλές εναντίον του. Ο στόχος αυτής της μεθόδευσης ήταν να αποτραπεί η παρουσία του Καραγιώργη στη Συνδιάσκεψη, καθώς ο Ζαχαριάδης θεωρούσε επικίνδυνη την παρουσίαση των απόψεών του:

«Είμαι βέβαιος», σημείωνε ο Καραγιώργης, «ότι με την εσπευσμένη σύγκληση της ΚΕ και με αυτόν τον τρόπο συζήτησης του ζητήματός μου, το Πολιτικό Γραφείο είχε στόχο να αποτρέψει τη συμμετοχή μου σε μια διεξοδική συζήτηση για τα καθήκοντα του κόμματος τα οποία πρόκειται να συζητήσει μαζί σας. Αυτή η προσέγγιση του ζητήματος αποδεικνύει, για άλλη μια φορά, πόσο ανώμαλο είναι το εσωκομματικό καθεστώς που δημιούργησαν ο σ. Ζαχαριάδης και οι άμεσοι συνεργάτες του… Είμαι βέβαιος ότι η διαγραφή μου οφείλεται στο ότι εξέφρασα άποψη διαφορετική από εκείνη της καθοδήγησης του Ζαχαριάδη και των συνεργατών του και μόνο» (Παπαδάτος, σελ. 409-410, 408-410 για τα υπόλοιπα σημεία).

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο Βαφειάδης, σε υπομνήματά του προς τον Στάλιν και την ηγεσία του ΠΚΚ (Μπ) που παραθέτει ο Παπαδάτος, είχε χαρακτηρίσει τον Ζαχαριάδη πράκτορα. Σε ένα από αυτά δήλωνε χαρακτηριστικά: «Επικεφαλής των πρακτόρων του εχθρού είναι ο Ζαχαριάδης. Ο Ζαχαριάδης είναι πράκτορας της αγγλοαμερικάνικης κατασκοπείας… Το 1946, στη 2η Ολομέλεια, ο Ζαχαριάδη, σε συνεργασία με τη συμμορία του Τίτο και με εντολή των αγγλοαμερικανών, προσπάθησε να σπρώξει το ΚΚΕ σε ένοπλο πραξικόπημα… Την παρούσα στιγμή δεν έχω καμιά αμφιβολία για τους πραγματικούς στόχους των προβοκατόρων Τίτο-Ράνκοβιτς-Ζαχαριάδη. Οι θέσεις του Ζαχαριάδη στη 2η Ολομέλεια είναι θέσεις που προέρχονται απευθείας από τις υπηρεσίες πληροφοριών του αμερικανικού ιμπεριαλισμού» (βλέπε Παπαδάτος, σελ. 298, 430, 433, κ.λπ.).

Με αφορμή αυτές τις (ασύστατες ασφαλώς) καταγγελίες, ο Ζαχαριάδης, ο οποίος το ίδιο διάστημα απεύθυνε τις ίδιες ακριβώς κατηγορίες ενάντια σε δεκάδες έντιμα στελέχη του ΚΚΕ, από τον Άρη και τον Πετσόπουλο ως τον Καραγιώργη, έθεσε στην ηγεσία του ΠΚΚ (Μπ) «προσωπικό θέμα» ξεκαθαρίσματος των εναντίον του διαβολών και επιβεβαίωσης της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του. Συγκεκριμένα, αμέσως μετά την 3η Συνδιάσκεψη έστειλε τρεις επιστολές που περιλαμβάνονται στη συλλογή. Δυο με την ίδια ημερομηνία, μια προς την ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ) (σελ. 424-427), μια που εκτός από την ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ) απευθυνόταν επίσης προς τους Στάλιν και Μολότοφ (σελ. 428-429), και μια τρίτη δέκα μέρες αργότερα, πάλι προς την ΚΕ του ΠΚΚ (μπ.). Και οι τρεις επιστολές φανερώνουν την εναγώνια προσπάθεια του Ζαχαριάδη να εξασφαλίσει την πλήρη στήριξη του Στάλιν ώστε να προχωρήσει στην εκκαθάριση των διαφωνούντων.

Στην πρώτη επιστολή (17/10/1950) ο Ζαχαριάδης ενημερώνει για τα αποτελέσματα της Συνδιάσκεψης, δίνοντας έμφαση στις αποφάσεις της ενάντια στους Βαφειάδη, Παρτσαλίδη και Καραγιώργη. Αναφέρεται στον Βαφειάδη ως «λιποτάκτη», στην πλατφόρμα του Παρτσαλίδη ως «αντικομματική, οπορτουνιστική και φραξιονιστική-διασπαστική» και στον Καραγιώργη ως «πράκτορα του εχθρού», όπως κάνει και για τον Σιάντο. Ενδεικτική του κλίματος τρομοκρατίας που επέβαλλε ο Ζαχαριάδης είναι η πληροφορία ότι ενώ ο Παρτσαλίδης είχε αρχικά δηλώσει συμφωνία με τη γραμμή του ΚΚΕ και ζητούσε χρόνο για να δει τα λάθη του, στη συνέχεια συνεδρίασε η Κεντρική Επιτροπή όπου ο ίδιος πρότεινε στον Παρτσαλίδη να κάνει μια δήλωση πλήρους συμφωνίας με τη γραμμή και την κριτική του κόμματος, αλλιώς θα κινδύνευε «να διαγραφεί από το κόμμα». Δήλωση που ο Παρτσαλίδης έκανε, υπό το κράτος των απειλών. Ακόμη, αναφέρει ότι ενώ ο ίδιος είχε προτείνει να επιτραπεί στον Βαφειάδη να μιλήσει στη Συνδιάσκεψη (μια υποκριτική μάλλον πρόταση που ήταν δεδομένο και φροντισμένο από πριν ότι θα απορριφθεί), αυτό απορρίφθηκε ομόφωνα με 179 ψήφους από τη Συνδιάσκεψη και αποφασίστηκε η παραπομπή του σε «στρατιωτικό δικαστήριο». Αυτό ο Ζαχαριάδης το αποκαλεί ειρωνικά «δημοκρατικό τρόπο» λειτουργίας που έδειξε «την ωρίμανση του κόμματος» (Παπαδάτος, σελ. 425-427).

Στη δεύτερη επιστολή (επίσης 17/10/1950), ο Ζαχαριάδης επανέρχεται στο θέμα του Βαφειάδη και ζητά από τον Στάλιν να συναινέσει στο «να πραγματοποιηθεί στη Μόσχα η διαλεύκανση της υπόθεσης Βαφειάδη» (σελ. 429). Παράλληλα παραπονείται ότι η ηγεσία του ΚΚΣΕ δεν απέρριψε κατηγορηματικά τις αιτιάσεις του Βαφειάδη ότι ο ίδιος είναι πράκτορας του εχθρού και ότι αυτή η «ορισμένη επιφυλακτικότητα… στην ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ) τον «δυσκολεύει στη δουλειά» του, κάνοντας έκκληση για «διαλεύκανση στην ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ) του ζητήματος Ζαχαριάδη» (Παπαδάτος, σελ. 429, 428).

Στην τρίτη επιστολή (27/10/1950), επανέρχεται στο θέμα της δεύτερης, ζητώντας επιπλέον να αναλάβει η σοβιετική πλευρά τη διαλεύκανση των υποθέσεων των Καραγιώργη και Αποστόλου, καθώς και μιας σειράς Σλαβομακεδόνων αγωνιστών που είχαν τότε κατηγορηθεί για πράκτορες του Τίτο, όπως ο Πασκάλ Μιτρόφσκι. Ο Ζαχαριάδης αναφέρεται σε όλους ως αποδεδειγμένους πράκτορες του εχθρού και ζητά τη βοήθεια των σοβιετικών επειδή «στις συνθήκες της προσφυγιάς… δεν μας είναι εύκολο να διαλευκάνουμε αυτές τις υποθέσεις» (Παπαδάτος, σελ. 441).

Παρμένες μαζί, οι τρεις επιστολές, με τον Ζαχαριάδη να κατηγορεί από τη μια τους πάντες για προδότες και πράκτορες –η πρώτη επιστολή περιλαμβάνει αναφορές σε κάμποσα ακόμη στελέχη του ΚΚΕ, Μπλάνας, Βατουσιανός, Βέττας, Χατζής, Μαυρομάτης, Ρουμελιώτης, κ.ά., που είχαν διαγραφεί ή καταγγελθεί στην 3η Συνδιάσκεψη– και από την άλλη να υποφέρει επειδή κάποιος του απεύθυνε την ίδια κατηγορία, προκαλούν ελεεινή εντύπωση. Η πραγματική επιδίωξη του Ζαχαριάδη, όμως, ήταν να δείξει στην ηγεσία του ΚΚΣΕ και στον Στάλιν ότι είχε απόλυτο έλεγχο στο ΚΚΕ ζητώντας πλήρη επιβεβαίωση της στήριξής τους στο πρόσωπό του. Σε αυτό το πλαίσιο, η αιτούμενη παραπομπή των Βαφειάδη και Καραγιώργη σε δικαστική διαδικασία στη Μόσχα σήμαινε ουσιαστικά να συναινέσει και να βοηθήσει ο Στάλιν στην εξόντωσή τους από τη ζαχαριαδική ηγεσία.

Από την απάντηση της σοβιετικής πλευράς, με απόφαση της ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ) για το θέμα, γίνεται σαφές ότι ο Ζαχαριάδης δεν πέτυχε να μεταφερθούν οι υποθέσεις των Βαφειάδη και Καραγιώργη στη Μόσχα. Συγκεκριμένα, στην απόφαση αναφέρεται: «Δεδομένου ότι η 3η Συνδιάσκεψη του ελληνικού Κομμουνιστικού Κόμματος συζήτησε τα θέματα που τίθενται στο γράμμα του σ. Ζαχαριάδη, η ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ) δεν θεωρεί σκόπιμη την επανεξέταση αυτών των ζητημάτων και επαναλαμβάνει την άποψή της ότι ο σύντροφος Ζαχαριάδης ως ηγέτης πρέπει να εκπληρώνει τα καθήκοντά του στο ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Η ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ) δεν βρίσκει κανένα λόγο να διερευνηθεί δικαστικά η υπόθεση του Μάρκου Βαφειάδη. Όσο για την έρευνα των υποθέσεων Καραγιώργη και Αποστόλου, η οποία ξεκίνησε στο Βουκουρέστι, αυτή πρέπει να ολοκληρωθεί επιτόπου» (σελ. 447, τα ίδια επαναλαμβάνονται ως πρόταση και σε επιστολή του Β. Γκριγκοριάν, επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικής Πολιτικής της ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ) στις 10/11/1950 προς τον Στάλιν και τους άλλους ηγέτες του ΚΚΣΕ, Μαλενκόφ, Μολότοφ, Μπέρια, Καγκάνοβιτς, κ.ά., σελ. 443-444).

Συνολικά, η απόφαση δηλώνει την απροθυμία του Στάλιν να εμπλακεί άμεσα στην εκκαθάριση του ΚΚΕ από τους διαφωνούντες. Αποτρέπει ρητά από τη λήψη μέτρων ενάντια στον Βαφειάδη και αφήνει διακριτικά ένα ελεύθερο χέρι στην ηγεσία του ΚΚΕ να χειριστεί τις υποθέσεις των Καραγιώργη και Αποστόλου (ενός λιγότερο σημαντικού στελέχους που επέζησε) στη Ρουμανία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι της παραπάνω απόφασης είχε προηγηθεί μια έκθεση του Β. Γκριγκοριάν, προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικής Πολιτικής του ΠΚΚ (Μπ) προς τον Στάλιν, στις 24 Ιούνη 1950, η οποία τοποθετούνταν καταρχήν θετικά στο αίτημα της ηγεσίας Ζαχαριάδη για μεταφορά του Καραγιώργη από τη Ρουμανία στη Μόσχα. Ο Γκριγκοριάν παρέθετε στο υπόμνημά του όλες τις κατηγορίες της απόφασης του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ για τον Καραγιώργη (8/6/1950), η οποία διαπίστωνε ότι «όλη η ζωή του Καραγιώργη ήταν κατά βάση αντικομματική» και εμφάνιζε τον Καραγιώργη σαν υπόλογο «μιας ολόκληρης αλυσίδας αντικομματικών, φραξιονιστικών, τροτσκιστικών επιδόσεων». Με αυτό το σκεπτικό η έκθεση κατέληγε με την πρόταση να σταλεί ο Καραγιώργης στη Μόσχα και να περιέλθει στην αρμοδιότητα της Κρατικής Ασφάλειας της ΕΣΣΔ, εντασσόμενος στην ανάκριση των συλληφθέντων Σλαβομακεδόνων του ΔΣΕ, που εκκαθαρίζονταν την ίδια περίοδο ως «πράκτορες του Τίτο» (Μαυρουδής, σελ. 399-400). Ωστόσο, η πρόταση απορρίφθηκε, πιθανότατα από τον ίδιο τον Στάλιν. Επιστέγασμα όλων αυτών ήταν η απόρριψη από τον Στάλιν του αιτήματος του Ζαχαριάδη να παραβρεθεί εκπρόσωπος του ΠΚΚ (Μπ) στην 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (βλέπε τη σχετική εισήγηση του Γκριγκοριάν στον Στάλιν, Παπαδάτος, σελ. 418-419).

Είναι σαφές ότι ο Στάλιν, ο οποίος στην αλληλογραφία του με τον Τσόρτσιλ το 1945 είχε αναγνωρίσει ρητά τη βρετανική κυριαρχία στην Ελλάδα, έδωσε μια χλιαρή έγκριση για το αντάρτικο του ΔΣΕ μόνο για όσο το χρειαζόταν ως άλλοθι για την επιβολή του ψυχρού πολέμου και την περιχαράκωση των Λαϊκών Δημοκρατιών απέναντι στις δυτικές χώρες (την αποκοπή τους από το σχέδιο Μάρσαλ, κ.ά.). Από τη στιγμή που αυτός ο στόχος είχε επιτευχθεί και προείχε πια η πλήρης επιβολή του σοβιετικού ελέγχου, με την εκκαθάριση των κομμουνιστικών κομμάτων των ΛΔ από «ανεπιθύμητα στοιχεία», η διατήρηση της έντασης στην Ελλάδα όχι μόνο δεν βοηθούσε σε τίποτα, αλλά αποτελούσε ανεπιθύμητο περισπασμό στις προτεραιότητές του. Ήδη από το 1948, σύμφωνα με μαρτυρίες του Ιωαννίδη, αλλά και των Γιουγκοσλάβων ηγετών και άλλων, ο Στάλιν είχε αρχίσει να εκφράζεται αρνητικά για τον αγώνα του ΔΣΕ, στάση που ισχυροποίησε στη συνέχεια. Αυτά τα περιστατικά εξηγούν την καθαρά καιροσκοπική στήριξη ή ανοχή του Στάλιν προς τους Βαφειάδη-Παρτσαλίδη στο συγκεκριμένο διάστημα, παρότι βέβαια ο Ζαχαριάδης ήταν ο άνθρωπός του στο ΚΚΕ.

Ο Παπαδάτος παραθέτει τρία ακόμη ντοκουμέντα που επιβεβαιώνουν τις παραπάνω εκτιμήσεις. Το πρώτο είναι μια επιστολή του Ζαχαριάδη προς την ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ) στις 15 Ιούνη 1948 με θέμα τις σχέσεις του ΚΚΕ με το ΚΚ της Γιουγκοσλαβίας. Στην επιστολή αυτή ο Ζαχαριάδης αναφέρεται στις τοποθετήσεις των Ράνκοβιτς και Τζίλας (χωρίς να τις αμφισβητεί) σε συνάντησή τους στο Βελιγράδι το Μάρτη του 1948, ότι «ο σύντροφος Στάλιν εξέφρασε τις αμφιβολίες του για τις δυνατότητες επιτυχίας του αγώνα του ΚΚΕ». Σημειώνει δε επίσης τα παράπονα των Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών για το γεγονός ότι τα άλλα κομμουνιστικά κόμματα στις λαϊκές δημοκρατίες έδιναν μικρή ως καθόλου βοήθεια στο ΚΚΕ (Παπαδάτος, σελ. 100). Αυτό φυσικά δεν εμπόδισε τον Ζαχαριάδη, αντιστρέφοντας τα πράγματα, να πάρει στη συνέχεια θέση υπέρ του Στάλιν, εμφανίζοντας την ήττα του ΔΣΕ σαν το αποτέλεσμα ενός πισώπλατου χτυπήματος του Τίτο, ενώ η Γιουγκοσλαβία ήταν η μόνη χώρα που ως τα 1949 πρόσφερε ουσιαστική βοήθεια.

Το δεύτερο ντοκουμέντο αφορά σε αποσπάσματα μιας επιστολής των Βλαντά και Μπαρτζιώτα στις 26 Απρίλη 1951 προς τη σοβιετική ηγεσία. Η ίδια η επιστολή είναι δείγμα της διανοητικής τρικυμίας που μαινόταν μέσα στα μυαλά των μελών της ζαχαριαδικής ηγεσίας. Ενώ το αντάρτικο είχε συντριβεί πλήρως εδώ και δυο χρόνια, οι Βλαντάς και Μπαρτζιώτας, σε πλήρη απόσπαση από την πραγματικότητα, ανέφεραν ότι «στην Ελλάδα υπάρχουν οι παρτιζάνικες ομάδες μας οι οποίες, παρά τη λυσσασμένη προσπάθεια του εχθρού, κρατούν σθεναρά». Σημείωναν ακόμη ότι το ΚΚ Βουλγαρίας είχε ανακοινώσει στο ΚΚΕ ότι σταματούσε κάθε βοήθεια σε αυτόν τον τομέα και ζητούσαν υλικοτεχνική βοήθεια από το ΠΚΚ (Μπ) για να στείλουν νέες παρτιζάνικες μονάδες στην Ελλάδα. Στην επιστολή όμως γινόταν αναφορά και στο σύνθημα της ουδετερότητας της Ελλάδας, που προωθούσε τότε ο Ζαχαριάδης, ζητώντας σχετικά την «έγκριση» του ΠΚΚ (Μπ), περίπου όπως τα παιδιά ζητούν άδεια από τη μαμά τους για να βγουν να παίξουν με τα γειτονόπουλα.

Η σοβιετική πλευρά όχι μόνο αγνόησε τα αιτήματα για βοήθεια στο έτσι κι αλλιώς ανύπαρκτο πλέον ελληνικό αντάρτικο, αλλά απέρριψε κατηγορηματικά την ιδέα της ελληνικής ουδετερότητας. Σε επιστολή του προς την Επιτροπή Εξωτερικής Πολιτικής του ΠΚΚ (Μπ) ο Μίτιν, στενός συνεργάτης και ιδεολόγος του Στάλιν, σημείωνε ότι «δεν μπορεί να γίνει λόγος για “ουδετερότητα” υπό τις παρούσες συνθήκες του αγώνα μεταξύ των δυο στρατοπέδων». Το σύνθημα της «ουδετερότητας», που είχε ένα δυναμικό να εμπνεύσει τη λαϊκή αντίσταση στο νέο στάδιο στην Ελλάδα, δίνοντάς της μια προοπτική, απορρίφθηκε προφανώς από τη σταλινική ηγεσία επειδή θα μπορούσε να εγείρει ανάλογες αξιώσεις από τη μεριά των Δυτικών για ουδετερότητα της Πολωνίας και άλλων ανατολικών χωρών (Παπαδάτος, σελ. 121, 123).

Το τρίτο έγγραφο είναι μια παρόμοιου πνεύματος επιστολή των Ιωαννίδη και Ρούσου προς τους ηγέτες του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας Γκότβαλντ και Σλάνσκι της 19 Νοέμβρη 1949, λίγο μετά την ήττα του ΔΣΕ, στην οποία επίσης γινόταν λόγος για προτεραιότητα που απέδιδε το ΚΚΕ στην ένοπλη πάλη. Στην επιστολή γινόταν αναφορά στις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ, εκτιμώντας ότι «Το κύριο σε αυτές τις αποφάσεις είναι ότι, διατηρώντας τις ανταρτικές ομάδες στα μετόπισθεν του εχθρού, το Κόμμα μας, αναπροσαρμόζοντας την τακτική και τον τρόπο δουλειάς του, θα πρέπει να κατευθύνει την κύρια προσπάθειά του στην οργάνωση και στην καθοδήγηση της μαζικής λαϊκής πάλης στα βουνά και στα χωριά». Σε αυτό το πνεύμα υποβάλλονταν μια σειρά αιτήματα για την εκπαίδευση των ανταρτών του ΔΣΕ στα τανκς και την αεροπορία, καθώς και την παροχή στρατιωτικού υλικού για ενίσχυση των υποτιθέμενων αντάρτικων ομάδων στην Ελλάδα, κοκ. Παράλληλα, διατυπώνονταν αιτήματα για την παροχή βοήθειας στους πρόσφυγες, κ.λπ. Από τη συνοδευτική επιστολή του Σλάνσκι προς τον Στάλιν γίνεται σαφές ότι η ηγεσία του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας ικανοποίησε όλα τα άλλα αιτήματα, εκτός από τα αναφερόμενα στην παροχή στρατιωτικής βοήθειας και εκπαίδευσης (σελ. 304-305).

Το εκπληκτικό με τη ζαχαριαδική ηγεσία δεν είναι ότι είχε μια τόσο εξωπραγματική εκτίμηση της κατάστασης στην Ελλάδα το 1949, αμέσως μετά την ήττα του ΔΣΕ. Το εκπληκτικό είναι ότι, όπως πιστοποιεί το δεύτερο ντοκουμέντο, συνέχισε να έχει την ίδια ντελιριακή εκτίμηση ακόμη και τον Απρίλη του 1951. Φυσικά δεν χρειάζεται ιδιαίτερη οξύνοια για να αντιληφθεί κανείς τι επίδραση είχε μια τόσο πλήρης πολιτική τύφλωση και αεροβασία στις εκτιμήσεις και τις αποφάσεις που παίρνονταν για τα πραγματικά ζητήματα του κινήματος την ίδια περίοδο στη χώρα.

Υπόθεση Καραγιώργη: οι ψευδολογίες του Μαΐλη

Η υπόθεση Καραγιώργη είναι αναμφίβολα η πιο σημαντική της περιόδου μετά την ήττα του ΔΣΕ, στην οποία συνοψίζονται οι αντιθέσεις και οι εκτροπές της ηγεσίας του ΚΚΕ στο συγκεκριμένο ιστορικό στάδιο.

Ο Καραγιώργης διαγράφηκε ως «πράκτορας του εχθρού» με απόφαση του ΠΓ του ΚΚΕ της 8/6/1950 και απόφαση της ΚΕ της 9/6/1950 (η ίδια η μεσολάβηση μιας μόνο μέρας μεταξύ των δυο αποφάσεων δείχνει για τι διαδικασία επρόκειτο), αποφάσεις που επικυρώθηκαν και από την 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ5. Μετά τη συκοφάντησή του ως προδότη και τη διαγραφή του, υποβλήθηκε σε εξοντωτικές ανακρίσεις, φυλακίστηκε σε ένα κάτεργο στην πόλη Πιτέστι και, έχοντας προσβληθεί από φυματίωση, πέθανε πιθανώς τον Οκτώβρη του 1954. Αργότερα οι ηγεσίες του ΚΚΕ, πέρα από μια τυπική, χλωμή «αποκατάσταση» αρνήθηκαν πεισματικά να δώσουν στοιχεία για την υπόθεση και να προβούν σε ουσιαστικές πολιτικές εκτιμήσεις. Η στάση αυτή ενισχύθηκε στα χρόνια της σταλινικής αναπαλαίωσης μετά το 1990 υπό την Α. Παπαρήγα, όταν ουσιαστικά, μέσα από μια σειρά αποφάσεις, δικαιώθηκαν οι συκοφαντίες και τα αίσχη του Ζαχαριάδη τόσο ενάντια στον Καραγιώργη όσο και ενάντια σε άλλους αγωνιστές. Η Μαρία Καραγιώργη, σύζυγος του Καραγιώργη, αναφέρθηκε επανειλημμένα σε συνεντεύξεις της, στην πεισματική άρνηση που αντιμετώπισε στις προσπάθειές της να αποσπάσει από την ηγεσία του ΚΚΕ κάποιες πληροφορίες για τα πραγματικά περιστατικά της ουσιαστικής εξόντωσης του Καραγιώργη, οι οποίες κρατιούνται εφτασφράγιστες στον Περισσό:

«Όταν ζήτησα τη σορό του για να τη φέρω στην πατρίδα, όλοι δήλωσαν άγνοια και κανένας δεν έφερε την ευθύνη για τίποτε. Όταν όμως ο Ζαχαριάδης τον καταδίκαζε σε θάνατο, όλοι είχαν πει “ναι”! Τα πρακτικά για την όλη “υπόθεση Καραγιώργη” ανακρίσεις, μέθοδοι ανακρίσεων κτλ. – τα κρατούσε το κόμμα και τα κρατά ακόμη. Κάπου θα είναι εδώ φυλαγμένα στα βαθιά υπόγεια του Περισσού… Η κόλαση… στις ρουμανικές φυλακές, οι ανακρίσεις στις οποίες υπεβλήθη από στελέχη του ΚΚΕ στα μπουντρούμια της Σεκουριτάτε και ο εγκλεισμός του στο κάτεργο του Μαρτζινένι, ένα συγκρότημα πολιτικών επανορθωτικών φυλακών στην πόλη Πιτέστι, δίχως ποτέ να δικαστεί, τον οδήγησαν στην απόλυτη ψυχολογική και σωματική κατάρρευση και, σε συνδυασμό με τη βαριά φυματίωση από την οποία είχε προσβληθεί, στον θάνατό του, μόνος και αβοήθητος, κατά κάποιους, τον Οκτώβριο του 1954, μια και δεν έχει εξακριβωθεί ακόμη η ακριβής ημερομηνία του θανάτου του! Δεν έγιναν ποτέ γνωστές οι ακριβείς συνθήκες τόσο της κράτησής του (ανακρίσεις, βασανισμοί κτλ.) όσο και οι λεπτομέρειες γύρω από το τραγικό τέλος του. Οι οικείοι του δεν έμαθαν καν πού ετάφη… Από τον Περισσό αν περίμενα αποκατάσταση, θα πρέπει να ήμουν ή ηλίθια ή βλαμμένη ή τρελή. Ο Περισσός, αν τον είχε στα χέρια του, θα του έκανε όχι μόνο αυτά που του έκανε ο “καλύτερος φίλος” του από το 1924, ο “καρδιακός φίλος” του ο Ζαχαριάδης, αλλά θα επινοούσε ό,τι “καλύτερο” είχε ο Μεσαίωνας για να “τιμωρήσει” τον άτακτο, ανήσυχο και προβληματιζόμενο υπήκοό του. Αλλά για τον Περισσό θα μιλάμε τώρα; Ας μου έδινε όλο το αρχείο που έχει κρυμμένο στα βάθη του μεγάρου του και ας μου έλειπαν αυτά που λέτε για “αποκατάσταση της κομματικής τιμής” και λοιπά – “αστεία πράγματα” για τον Περισσό».6

Στη συνέντευξη της Καραγιώργη είχε απαντήσει ο Μ. Μαΐλης, μέλος τότε του ΠΓ του ΚΚΕ, με ένα υποκριτικό άρθρο, «Ψέματα και αλήθειες για τον Κ. Καραγιώργη. “Το ΒΗΜΑ”, ναυαρχίδα του αντικομμουνισμού» (Ριζοσπάστης, 30/4/2011). Στο άρθρο αυτό φληναφούσε επί παντός επιστητού εκτός από την «ταμπακιέρα»: πώς έγιναν οι ανακρίσεις του Καραγιώργη, ποιες ήταν οι συνθήκες κράτησής του, γιατί η ηγεσία του ΚΚΕ αρνείται πεισματικά να δώσει οποιαδήποτε στοιχεία για την υπόθεση, κ.λπ. Και φυσικά δεν έλειπαν οι πάγιες κορώνες εναντίον των οπορτουνιστών, που θέλουν να κτυπήσουν το ΚΚΕ.

Πριν προχωρήσουμε στις αιτιάσεις του Μαΐλη είναι χρήσιμο να πούμε δυο λόγια για το βιβλίο του Λ. Μαυροειδή Φάκελος Καραγιώργη, που αποτελεί την κύρια πηγή πληροφοριών για την υπόθεση Καραγιώργη. Το βιβλίο περιλαμβάνει τα πρακτικά των ανακρίσεων του Καραγιώργη και τις δηλώσεις του πράκτορα «Χ», τον οποίο η ηγεσία Ζαχαριάδη είχε βάλει στο ίδιο κελί με τον Καραγιώργη (χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει την ιδιότητά του) για να του αποσπά πληροφορίες, καθώς και το Πόρισμα του 1958, που συνέταξε η Επιτροπή του ΚΚΕ που ερεύνησε την υπόθεση του Καραγιώργη μετά την απομάκρυνση του Ζαχαριάδη. Από τα υλικά των ανακρίσεων προκύπτει μια άθλια εικόνα συνεχών πιέσεων για ενοχοποίηση του Καραγιώργη με βάση ασύστατες υπόνοιες και «στοιχεία» όπως οι επαφές που είχε το 1923-24 με μέλη του κόμματος που αργότερα έγιναν τροτσκιστές (τέτοιες επαφές είχαν τότε όλα τα μέλη του κόμματος), οι επαφές με Άγγλους όπως ο Έντι και τα χρήματα που πήρε από αυτόν στα χρόνια της κατοχής (οι Άγγλοι ενίσχυαν τότε τον ΕΛΑΣ και πολλά στελέχη έρχονταν σε επαφή μαζί τους), κοκ. Ως αποτέλεσμα, μετά από συνεχείς πιέσεις και βασανιστήρια, έχοντας μετατραπεί σε ανθρώπινο ράκος, ο Καραγιώργης υπέγραψε το Νοέμβρη του 1950 μια διφορούμενη «ομολογία».

Στο Πόρισμα του 1958, μετά από εκτενή συζήτηση, διαπιστωνόταν το ασύστατο των κατηγοριών ενάντια στον Καραγιώργη και γινόταν η εκτίμηση ότι επρόκειτο για μια σκευωρία της ηγεσίας Ζαχαριάδη με στόχο την εξόντωσή του: «Ο Κώστας Γυφτοδήμος-Καραγιώργης πιάστηκε, ταπεινώθηκε, βασανίστηκε και τελικά εξοντώθηκε, γιατί είχε το θάρρος να αντιταχθεί στην αλλοπρόσαλλη και τυχοδιωκτική πολιτική του Ζαχαριάδη και των άμεσων συνεργατών του… Όσα γράφτηκαν και σκηνοθετήθηκαν σε βάρος του είχαν σκοπό την πολιτική και φυσική του εξόντωση». Ωστόσο, στην τελική απόφαση της «αποκατάστασης» δεν γινόταν καμιά πολιτική εκτίμηση ή αναφορά τόσο για τις θέσεις του Καραγιώργη όσο και για τις μεθοδεύσεις της ζαχαριαδικής ηγεσίας 7.

Στο άρθρο του που αναφέραμε ο Μαΐλης ισχυριζόταν ότι «η διαφωνία που ο Κ. Καραγιώργης εξέφρασε σχετικά με λαθεμένες επιλογές που έκριναν την πορεία του λαϊκού κινήματος στην περίοδο της Κατοχής, εκδηλώθηκε πρώτη φορά μετά το 1949 και όχι στη διάρκεια της Κατοχής, όπως υποστήριξε το 1950». Και για του λόγου το αληθές παρέθετε επαινετικές δημόσιες δηλώσεις του Καραγιώργη για τον Ζαχαριάδη.

Αυτό είναι υποκρισία γιατί εκείνα τα χρόνια η έκφραση ανοικτής, δημόσιας διαφωνίας με την ηγεσία ήταν πλήρως απαγορευμένη και όσοι επέλεγαν αυτό το δρόμο είχαν την τύχη του Άρη. Είναι όμως γνωστό από αρκετές μαρτυρίες ότι ο Καραγιώργης και ο Ζέβγος άσκησαν εσωκομματικά κριτική στη Βάρκιζα στη σχετική συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ, όντας από τα ελάχιστα στελέχη που το έκαναν8. Ο ίδιος ο Καραγιώργης στην πλατφόρμα του του 1950, αναφέρεται ρητά σε υπομνήματά του προς την ηγεσία από το 1944 ως το 1948, όπου ασκούσε κριτική στην κομματική πολιτική. Συγκεκριμένα κάνει λόγο για «δικά μου υπομνήματα προς τη Γραμματεία του ΠΓ από το καλοκαίρι του 1944 ως το τελευταίο σημείωμα, που έστειλα στο σ. Ζαχαριάδη το καλοκαίρι του 1948»9. Σε μια από τις ανακρίσεις του στις οποίες υποβλήθηκε, από τον Π. Καλοδίκη, γίνεται ακόμη πιο σαφής: «Είχα υποβάλει τις διαφωνίες μου με τη γραμμή στην πρώτη κατοχή στη Γραμματεία του ΠΓ. Τις πήρε ο Ιωαννίδης σ’ ένα υπόμνημα με 40 σελίδες τον Ιούλη του 1944. Δεν τις έδωσε στη γραμματεία, για να μην ενισχυθεί ο Ζέβγος, με τον οποίο οι απόψεις μου συνέπιπταν». Τέλος, στην επιστολή του προς τον Ζαχαριάδη στις 17 Ιούνη 1948, την οποία παραθέτει ο Μαυρουδής, ο Καραγιώργης κάνει εκτενείς αναφορές στο υπόμνημά του του 1944 –«το καλοκαίρι του 1944 έκανα ένα μεγάλο υπόμνημα προς τη Γραμματεία του ΠΓ με όλες αυτές τις απόψεις. Το διάβασαν οι σ. Ιωαννίδης και Σιάντος. Πρέπει να υπάρχει μέσα στο αρχείο του ΠΓ»– καθώς και σε άλλα που είχε στείλει από το 194310.

Αν ο Μαΐλης και οι όμοιοί του εννοούν όσα λένε και δεν κοροϊδεύουν, θα όφειλαν το λιγότερο να απαντήσουν αν υπάρχουν στο αρχείο του ΚΚΕ τα υπομνήματα που ανέφερε ο Καραγιώργης ή να δείξουν ότι ο Καραγιώργης ψευδόταν όταν βεβαίωνε ότι τα είχε στείλει στην ηγεσία, φέρνοντας και κανένα υποστηρικτικό στοιχείο. Από τη στιγμή που παρακάμπτουν αυτό το σημείο, εκθέτουν μόνοι τους την υποκρισία τους.

Στο βιβλίο του Παπαδάτου βρίσκουμε ένα σημαντικό ντοκουμέντο που πιστοποιεί ότι ο Μαΐλης ψευδόταν ασύστολα όταν βεβαίωνε ότι ο Καραγιώργης δεν είχε εκδηλώσει διαφωνίες με την κομματική πολιτική ως το 1950. Πρόκειται για μια ενημερωτική έκθεση του Παρτσαλίδη προς τους Σοβιετικούς σχετικά με την πορεία του ΚΚΕ μετά τη Βάρκιζα, με ημερομηνία 31/1/1946. Στην έκθεση, όπου ο Παρτσαλίδης συντάσσεται πλήρως με τον Ζαχαριάδη και την κομματική γραμμή, αναφέρεται ότι οι Ζέβγος και Καραγιώργης είχαν επικρίνει τη Βάρκιζα και ο Ζαχαριάδης, με την επιστροφή του, είχε φροντίσει να τους απομακρύνει από τις κομματικές θέσεις τους:

«Στην 11η Ολομέλεια, ύστερα από το Δεκεμβριανά, κάτω από την ολομέτωπη επίθεση της αντίδρασης, εκδηλώθηκαν ορισμένες απόψεις για “κρίση” της ηγεσίας του Κόμματος… Τις απόψεις αυτές εκπροσώπησε κυρίως ο σ. Ζέβγος, μέλος της Γραμματείας του ΠΓ, και ο σ. Καραγιώργης… μέλος της ΚΕ. Οι σ. Ζέβγος και Καραγιώργης άσκησαν κριτική στο Κόμμα από τα αριστερά. Η ολομέλεια καταδίκασε τις απόψεις τους, χωρίς να πάρει οργανωτικά μέτρα. Η 12η Ολομέλεια, με πρόταση του σ. Ζαχαριάδη, που στο μεταξύ γύρισε από τη Γερμανία, απομάκρυνε τον σ. Ζέβγο από μέλος του ΠΓ και στη συνέχεια το ΠΓ τον έστειλε στην κομματική οργάνωση της Πελοποννήσου. Ο σ. Καραγιώργης από το 7ο Συνέδριο του Κόμματος βγήκε μόνο υποψήφιος της ΚΕ. Η καθοδήγηση του Κόμματος είναι γερά συσπειρωμένη γύρω από τον σ. Ζαχαριάδη, που εξελέγη γενικός γραμματέας του Κόμματος και από το τελευταίο συνέδριό μας» (Παπαδάτος, σελ. 214).

Από αυτό και μόνο καταλαβαίνει κανείς τι ψευδολογίες αραδιάζει ο Μαΐλης και τι «κομματικές ιστορίες» εκδίδει υπό την εποπτεία τη δική του και των ομοίων του το ΚΚΕ.
Ο Μαΐλης υποστήριζε ακόμη ότι η απόφαση για την αποχή πάρθηκε από τη 2η Ολομέλεια του 1946 χωρίς καμιά διαφωνία: «Η απόφαση για αποχή από τις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 πάρθηκε επί της ουσίας στη 2η Ολομέλεια της ΚΕ (12-15 Φλεβάρη 1946) και ήταν ομόφωνη (βλέπε ΚΚΕ – Επίσημα Κείμενα, τ. 6ος, σελ. 173) και δημοσιεύτηκε στο “Ριζοσπάστη” στις 17 Φλεβάρη 1946. Την υπερψήφισαν και ο Κ. Καραγιώργης και ο Θ. Χατζής, αναπληρωματικό μέλος της ΚΕ ο πρώτος και τακτικό μέλος της ο δεύτερος».

Αυτό επίσης είναι παραχάραξη, γιατί στην Ολομέλεια δεν υπήρξε εισήγηση της ηγεσίας για το θέμα της αποχής με συγκεκριμένη πρόταση προς το σώμα, ούτε πάρθηκε επί της ουσίας συγκεκριμένη απόφαση. Η «ομόφωνη» απόφαση που πάρθηκε ήταν να αποφασίσει για το θέμα το Πολιτικό Γραφείο. Στην ίδια την επίσημη «Ιστορία» του ΚΚΕ αναφέρεται: «Στο ζήτημα των εκλογών η Ολομέλεια συζήτησε τη θέση που είχε πάρει η ΚΕ του ΕΑΜ στις 7 του Φλεβάρη 1946, δηλαδή αποχή από τις εκλογές, εφόσον δεν εξασφαλιστούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ελεύθερη έκφραση της θέλησης του λαού, αλλά δεν πήρε απόφαση. Εξουσιοδότησε το ΠΓ ν’ αποφασίσει, αφού ζητήσει και τη γνώμη αδελφών κομμάτων, που ήταν βασικά κατά της αποχής. Παρ’ όλα αυτά, το ΠΓ πήρε απόφαση για αποχή από τις εκλογές»11. Αυτό ακριβώς, το να αποφασίζει ερήμην του κόμματος το Πολιτικό Γραφείο, και στην πράξη ο Ζαχαριάδης, στις επιλογές του οποίου προσαρμόζονταν δουλικά οι υπόλοιποι, ήταν το ανώμαλο εσωκομματικό καθεστώς που κατήγγειλε το 1950 ο Καραγιώργης.

Τέλος, ο Μαΐλης καταλόγιζε στη Μαρία Καραγιώργη ότι «εδώ και περίπου πενήντα χρόνια διέρρηξε τους δεσμούς της με το ΚΚΕ περνώντας στον οπορτουνιστικό χώρο», ότι τα λεγόμενά της «στερούνται κάθε προσπάθειας αναζήτησης της αλήθειας» και ότι πέφτει σε ανακρίβεια όταν μιλά για «“αποκατάσταση” του Καραγιώργη [από το ΚΚΕ] με μισό στόμα… Το ΚΚΕ έχει αποκαταστήσει τον Κώστα Καραγιώργη εδώ και 53 χρόνια». Και αναφέρεται, για του λόγου το αληθές, στη «δημοσιευμένη εδώ και χρόνια Απόφαση της 9ης Ολομέλειας της ΚΕ, με την οποία αποκαταστάθηκαν οι Γ. Σιάντος και Ν. Πλουμπίδης, μαζί και ο Κ. Καραγιώργης».

Και εδώ επίσης ο Μαΐλης διαστρέβλωνε κατάφωρα την αλήθεια. Η συγκεκριμένη απόφαση της «αποκατάστασης» δεν είχε καν δημοσιευθεί στο όργανο του ΚΚΕ, το Νέο Κόσμο, μαζί με τα άλλα υλικά της Ολομέλειας, ούτε ανακοινωθεί στα κομματικά μέλη. Επιπλέον, σε αυτή δηλωνόταν ότι «Η Ολομέλεια αποφασίζει την αποκατάσταση της μνήμης των συντρόφων Γιώργη Σιάντου, Νίκου Πλουμπίδη (Μπάρμπα) και Κώστα Γυφτοδήμου (Καραγιώργη)»12. Δεν επρόκειτο δηλαδή για αποκατάσταση της κομματικής ιδιότητας, αλλά γενικά και αόριστα για «αποκατάσταση της μνήμης», που θα μπορούσε να την είχε κάνει και ένας χριστιανικός σύλλογος.

Οι αξιώσεις του Μαΐλη και των ομοίων του ότι εξ ορισμού εκθέτουν την «αλήθεια» για τον Καραγιώργη και για το κάθε τι, απέναντι στα «ψέματα» των άλλων, δεν είναι κάτι παραπάνω από μια μορφή θρασυδειλίας. Στο βιβλίο του Μαυροειδή περιέχονται πράγματι αρκετά διαφωτιστικά ντοκουμέντα από τη δίωξη και τις ανακρίσεις του Καραγιώργη, που φωτίζουν την ουσιαστική εξόντωσή του από τη ζαχαριαδική ηγεσία. Εκείνο που λείπει είναι οι παρασκηνιακές μεθοδεύσεις: ποια ήταν τα μέλη της ΚΕ που αναφέρονται στα ντοκουμέντα του Παπαδάτου με τα ψευδώνυμα «Σταύρος» και «Κώστας», από ποιον έπαιρναν εντολές, κοκ. Και φυσικά, ανάλογα στοιχεία λείπουν για πλήθος παρόμοιες υποθέσεις σαν του Καραγιώργη που σημάδευσαν τότε την πορεία του ΚΚΕ, από την καταγγελία του Άρη ως τη δίωξη ή την εξόντωση πολλών στελεχών και αγωνιστών του ΔΣΕ μετά την ήττα13. Αυτά ακριβώς τα ζητήματα επιχειρούν να σκεπάζουν με τις ψευδολογίες τους ο Μαΐλης και οι όμοιοί του.

Ο Καραγιώργης ήταν ένα επιφανές στέλεχος του ΚΚΕ με θετική παρουσία στο κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μας. Φυσικά βαρυνόταν με λάθη, ταλαντεύσεις και αδυναμίες. Στα ίδια τα κείμενά του γίνονται έκδηλες οι ψευδαισθήσεις του για το σοβιετικό κόμμα και τον Στάλιν, αλλά και τη δική του θέση, στις αρνητικές κρίσεις του ιδιαίτερα για τον Τίτο και τον Τ. Κοστόφ (μια τραγική νότα, καθώς ο ρόλος του στην εσωκομματική διαμάχη στο ΚΚΕ το 1950 είναι συγκρίσιμος με εκείνο του Κοστόφ στο βουλγαρικό κόμμα). Στα ίδια κείμενα προέβαινε ακόμη σε μερικές αρνητικές κρίσεις για τον Άρη, ενώ αναφέρεται ότι είχε αδικήσει κάποιους αγωνιστές στον ΔΣΕ, υπόθεση που μεγαλοποίησαν στη συνέχεια οι κατήγοροί του. Στην περίπτωση του Καραγιώργη, ωστόσο, επρόκειτο για επιμέρους λάθη, όχι για ένα συνολικό λάθος και απάτη, που ενσάρκωσε στην πορεία η ζαχαριαδική ηγεσία.

Οι προσωπικοί φάκελοι των Ιωαννίδη και Μπαρτζιώτα

Το βιβλίο του Παπαδάτου περιλαμβάνει, όπως έχουμε αναφέρει, ένα μέρος με φακέλους στελεχών του ΚΚΕ, συγκεκριμένα των Σ. Αναστασιάδη, Ν. Βαβούδη, Γ. Σιάντου, Γ. Ιωαννίδη, Β. Μπαρτζιώτα και Ν. Ζαχαριάδη. Από αυτούς, σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι φάκελοι των Ιωαννίδη και Μπαρτζιώτα, κυρίως λόγω των «ανακαταγραφών» που περιέχουν, οι οποίες έλαβαν χώρα στη συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ της 21/11/1952. Εκεί συζητήθηκε η πορεία των δυο στελεχών στο κόμμα, από την ένταξή τους σε αυτό και ιδιαίτερα στην κρίσιμη δεκαετία του ΕΑΜ και του ΔΣΕ. Οι εξεταζόμενοι μίλησαν οι ίδιοι για τον εαυτό τους, τους υποβλήθηκαν ερωτήσεις και έγιναν ομιλίες παριστάμενων στελεχών. Αν και οι δυο «ανακαταγραφές» διαφέρουν κάθετα –στην περίπτωση του Ιωαννίδη επρόκειτο μάλλον για μια ανάκριση με σκοπό να του φορτωθούν οι ευθύνες για την ήττα της εαμικής αντίστασης· με τον Μπαρτζιώτα, αντίθετα, ο Ζαχαριάδης και οι υπόλοιποι ομιλητές επιδόθηκαν σε υμνολόγια– είναι, με τον τρόπο της η καθεμιά, διαφωτιστικές για το ανώμαλο καθεστώς των κατηγοριών, του φαβοριτισμού και της δουλικότητας που είχε επιβάλει η ζαχαριαδική ηγεσία.

Οι Ιωαννίδης και Μπαρτζιώτας ήταν ανώτατα στελέχη του ΚΚΕ, μέλη του ΠΓ, στα χρόνια της κατοχής και του αγώνα του ΔΣΕ. Ο Ιωαννίδης ήταν ο βασικός καθοδηγητής του κόμματος στην κατοχή μαζί με τον Σιάντο, αργότερα επικεφαλής του κλιμακίου του ΚΚΕ στη Γιουγκοσλαβία (όπου βαρύνεται με δολοφονίες αγωνιστών στο Μπούλκες) και μέλος της κυβέρνησης του βουνού. Ο Μπαρτζιώτας, ως γραμματέας της ΚΟΑ, είχε σημαντικό ρόλο στα Δεκεμβριανά, όπου φάνηκε η πλήρης ανεπάρκειά του, ενώ αργότερα ήταν υπουργός οικονομικών στην κυβέρνηση του βουνού και ένας από τους 2-3 πιο στενούς συνεργάτες του Ζαχαριάδη. Και οι δυο συνόψισαν στο πρόσωπό τους τα νοσηρά γνωρίσματα του σταλινισμού, που καλλιέργησε στο ΚΚΕ ο Ζαχαριάδης –αυταρχισμός, ημιμάθεια, έλλειψη αρχών, αλαζονεία– ώστε αξίζει να ρίξουμε μια ματιά σε αυτά τα υλικά.

Οι ερωτήσεις που υπέβαλλαν στον Ιωαννίδη κατά τη συνεδρίαση τα άλλα στελέχη του ΚΚΕ και οι τοποθετήσεις τους φανερώνουν τα ίδια ακριβώς ελαττώματα –φιλαυτία, μικροαστική νοοτροπία και έλλειψη κομματικότητας– που καταδίκαζαν προσποιητά στον Ιωαννίδη. Εμφανής στόχος τους ήταν όχι να αποσαφηνιστούν οι –πραγματικά τεράστιες– ευθύνες του Ιωαννίδη, αλλά να του φορτώσουν τα πάντα, κερδίζοντας την εύνοια του Ζαχαριάδη. Είναι χαρακτηριστική η επίθεση των Πορφυρογένη και Βλαντά, δυο από τους χειρότερους καριερίστες στο ΚΚΕ, στον Ιωαννίδη, με τον Ζαχαριάδη να σιγοντάρει, για την ανάδειξη του Γληνού στην ηγεσία:

«Πορφυρογένης: Τίνος πρόταση ήταν να βγει ο Γληνός στο ΠΓ και στη Γραμματεία; Και είχαμε όχι καλή γνώμη γι’ αυτόν;
Ιωαννίδης: Δική μου γνώμη. Δεν θυμάμαι αν μιλήσαμε για αυτόν μέσα.
Βλαντάς: Με τι κριτήρια μπήκε;
Ιωαννίδης: Νόμιζα ότι μπορούσε να αποδώσει. Ήταν μέλος του κόμματος από το 1936. Ήταν ωραίος. Τίμιο τον είχα. Έλλειψη από ανθρώπους είχαμε. Έκανε προσπάθειες να προσφέρει. Αυτά ήταν τα κριτήρια.
Βλαντάς: Είναι κομματικά σωστά τα κριτήρια αυτά για την ανάδειξη σε ανώτατα πόστα;
Ιωαννίδης: Τότε τα θεωρούσα σωστά. Τώρα καταλαβαίνω ότι δεν ήταν σωστά.
Ζαχαριάδης: Είχατε τίποτα για το πώς απολύθηκε. Είχατε σκεφτεί ότι η απόλυσή του από τη Σαντορίνη μπορεί να μην είναι τυχαία;
Ιωαννίδης: Όχι. Κάτι μου έλεγε ο Σιάντος. Τίποτα όμως δεν βγήκε» (Παπαδάτος, σελ. 499).
Ο Γληνός είναι μια αξιοσέβαστη φυσιογνωμία στην ιστορία του ΚΚΕ, επιφανής επιστήμονας, παιδαγωγός και μαρξιστής λόγιος. Και τίποτε άλλο να μην υπήρχε, οι λοιδορίες των Βλαντά και Πορφυρογένη εναντίον του πιστοποιούν πλήρως την εξαχρείωση της ηγεσίας του ΚΚΕ εκείνη την περίοδο. Εδώ όμως γίνεται εμφανές ότι η πηγή της εξαχρείωσης ήταν ο ίδιος ο Ζαχαριάδης, που όχι μόνο δημιουργούσε τις συνθήκες για να φυτρώνουν τα άνθη του κακού, αλλά το γιγάντωνε με τις παρεμβάσεις του, πετώντας σπόντες ότι ο Γληνός μπορεί να ήταν πράκτορας.
Παρόμοια ήταν η τοποθέτηση του Μπαρτζιώτα, ο οποίος κατηγόρησε στην ομιλία του τον Ιωαννίδη γιατί ανέδειξε τον Γληνό, τον Ζέβγο, τον Άρη και κάμποσους άλλους:
«Το κόμμα μίλησε για την πολιτική του κόμματος στην πρώτη κατοχή. Χάσαμε την επανάσταση. Ποιος ήταν ο ρόλος του Γιάννη την περίοδο αυτή;… Στην περίοδο αυτή ο Γιάννης χάνει τα κομματικά κριτήρια για την ανάδειξη των στελεχών. Κατάπληξη κάνει πώς βάζει τον Ζέβγο, που τον πρόδωσε, μέλος της γραμματείας του ΠΓ. Και τον Γληνό τον βάζει μέλος της γραμματείας του ΠΓ, έναν συνοδοιπόρο, γιατί λέει είχαμε λειψανδρία, ενώ είχαμε τόσα στελέχη. Τίποτα δεν λέει ο Γιάννης για τον Μιζέρια, που τον κάνει αρχηγό του ΕΛΑΣ, δηλωσία. Που τον ξέραμε τι είναι. Γνωστά πράγματα τι έκανε. Αυτά ο Γιάννης δεν τα ξέρει. Και δεν είναι μόνο ένας-δύο. Συνέχεια είναι. Τον Χατζή στον ΕΛΑΣ πώς χειριζόταν τα πράγματα» (Παπαδάτος, σελ. 504).
Ο Μπαρτζιώτας, ένα πιστό όργανο του Ζαχαριάδη, έμεινε διάσημος για τη ρήση του «Το κόμμα είναι ο Νίκος και ο Νίκος είναι το κόμμα». Αυτή την πάγια επωδό του, μέτρο της αντίληψής του περί «κομματικότητας», την επανέλαβε στη συνεδρίαση, αναφερόμενος στη στάση του Ιωαννίδη στην Ακροναυπλία: «Για την Ακροναυπλία βγήκε το βιβλίο του Νίκου που βάζει το πρόβλημα αυτό και μιλάει για τη δράση του Γιάννη εκεί. Του γίναν ερωτήσεις και απαντάει ότι η δουλειά του είναι θετική εκεί. Δηλαδή διαφορετική γνώμη από τον Νίκο, από το κόμμα» (Παπαδάτος, σελ. 503).

Εκείνη που πραγματικά πιάνει απόλυτο πάτο είναι η παρέμβαση του Ζαχαριάδη στο τέλος της διαδικασίας. Μερικά σημεία της θυμίζουν δημοσιεύματα της Espresso, επί το χείρον μάλιστα:
«Από τη βάση πρέπει να αρχίσει ο Γιάννης και να προσέξει πολύ. Αυτά που λέει για τις γυναίκες. Ψέματα μου έλεγε. Και του το είπα 10 φορές γι’ αυτή την Ελευθερία. Ψέματα ότι τα δολάρια που έδωσε για να ασημώσει την κοπέλα στην Ουγγαρία ήταν δικά του… Από τη μια οπορτουνισμός, από την άλλη αποσύνθεση κομματική. Οπορτουνισμός και στα οργανωτικά ζητήματα. Όλα τα σάρωσες. Τον Ζέβγο πώς τον πήρες στο ΠΓ; Πώς ανέχτηκες τη γυναίκα σου; Εφόσον ανέχτηκε τη γυναίκα του, επόμενο ήταν να ανεχτεί και τη Ζέβγου. Η Λίζα στα μαξιλάρια να κοιμάται και την πήρε και συνέχισε ο Λουλές. Όλα αυτά τα κριτήρια είναι σοσιαλδημοκρατία» (Παπαδάτος, σελ. 512).

Η διαδικασία για τον Μπαρτζιώτα βρίσκεται φαινομενικά στον αντίποδα εκείνης για τον Ιωαννίδη: γλυκεροί έπαινοι από τον Ζαχαριάδη και άλλα στελέχη για τις ικανότητες και την αφοσίωσή του στο κόμμα, τη θεωρητική του κατάρτιση, κοκ. Στην πραγματικότητα, αποτελεί μόνο το συμπλήρωμά της. Αν το θάψιμο του Ιωαννίδη ήταν μια προσπάθεια της ηγεσίας Ζαχαριάδη να τα φορτώσει όλα σε έναν αποδιοπομπαίο τράγο, η εξύψωση του Μπαρτζιώτα ήταν το μέσο για τον ίδιο και τους υπόλοιπους για να εξυψώσουν τον εαυτό τους και να του δώσουν άφεση αμαρτιών.

Είναι χαρακτηριστικά τα υμνολόγια της Αύρας Παρτσαλίδου: «Νομίζω ότι ο σ. Βασίλης είναι από τους λίγους συντρόφους που δουλεύει τον εαυτό του πολύ, που γράφει περισσότερο. Καλυτερεύει έκδηλα, ωριμάζει και γίνεται πιο ικανός για το κόμμα. Πρέπει να τον μιμηθούμε όλοι. Αλλιώτικος ήταν στην Αθήνα, αλλιώτικος στο βουνό, αλλιώτικος τώρα» (Παπαδάτος, σελ. 522). Ή ακόμη του ίδιου του Ζαχαριάδη: «Ο Βασίλης έχει μια σταθερή και γρήγορη ανάπτυξη προς τα πάνω… που τον έφερε σωστά στην καθοδήγηση του κόμματος… Ο Βασίλης από το 1945 έχει μεγάλη αλλαγή, αλλά κείνο που πρέπει να πούμε είναι ότι στο βουνό καθιερώθηκε σαν ηγετική φυσιογνωμία… Στο βουνό ανεβαίνει σταθερά, αναπτύσσεται πλατιά» (Παπαδάτος, σελ. 527, 528).

Στην πραγματικότητα, ανεξάρτητα από επιμέρους διαφορές, ο Μπαρτζιώτας ήταν ένα καρμπόν του Ιωαννίδη και των υπόλοιπων αποτυχημένων μελών της ηγεσίας. Ακριβώς τα ίδια πράγματα που έλεγε ο Ιωαννίδης για τον πρακτορικό ρόλο του Άρη, του Ζέβγου, του Καραγιώργη, κ.λπ., ακριβώς τα ίδια και χειρότερα έλεγε, όπως είδαμε, και ο Μπαρτζιώτας. Το «πλάτεμα» και η «κατάρτισή» του δεν ήταν κάτι άλλο από την προθυμία του να αναμασά σαν φερέφωνο τις ανοητολογίες της ηγεσίας, πλέκοντας το εγκώμιο του Ζαχαριάδη.

Θα μπορούσε να παραθέσουμε πλήθος παρόμοιες διακηρύξεις των Ιωαννίδη και Μπαρτζιώτα, καθώς και του Ζαχαριάδη και άλλων μελών της ηγεσίας, από τα γραπτά τους της περιόδου, τις ομιλίες τους στην 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, κοκ. Στο τελευταίο μέρος θα επανέλθουμε σε μερικές από αυτές. Εδώ θα αρκεστούμε καταληκτικά να σχολιάσουμε μια τοποθέτηση και 2-3 μαρτυρίες του Ιωαννίδη, ενδεικτικές για την απουσία επαφής με την πραγματικότητα και την καθολική ανεπάρκεια της ζαχαριαδικής ηγεσίας.

Στην ανακαταγραφή, ο Ιωαννίδης εξηγεί πώς έβλεπε το ρόλο της Αγγλίας: «Δεν φανταζόμουνα, δεν πίστευα να επέμβει η Αγγλία. Έλεγα: Νικάει η Σοβ. Ένωση, έχουμε το λαό, έχουμε τον ΕΛΑΣ. Θα έρθει η Αγγλία να τα βάλει με το λαό; Όχι» (Παπαδάτος, σελ. 490). Η δήλωση μιλά από μόνη της. Το αληθινά εκπληκτικό είναι πώς αυτοί οι άνθρωποι, που δεν έβλεπαν πέρα από τη μύτη τους, είχαν το «σθένος» να κατηγορούν τον Άρη, που προειδοποίησε για την αγγλική επέμβαση και έδειξε το δρόμο για τη νίκη του κινήματος, ή τον Τίτο, που οδήγησε τη γιουγκοσλαβική αντίσταση στη νίκη, ότι ήταν «πράκτορες των Εγγλέζων».

Οι μαρτυρίες του Ιωαννίδη στις Αναμνήσεις του είναι διαφωτιστικές σχετικά με τις ικανότητες και την αξία που επέδειξαν ο ίδιος και ο Μπαρτζιώτας, όπως και οι άλλοι της ηγεσίας, στη μάχη του Δεκέμβρη. Σύμφωνα με τον Ιωαννίδη, ο Μπαρτζιώτας [Φάνης ήταν τότε το κομματικό ψευδώνυμό του] και μερικά άλλα μέλη της ηγεσίας αποφάσισαν το πέρασμα στην ένοπλη εξέγερση μετά το αιματοκύλισμα στις 3 Δεκέμβρη, χωρίς όμως να έχει υπάρξει η παραμικρή προπαρασκευή και χωρίς να γίνει συνεδρίαση των αρμόδιων κομματικών οργάνων (ΚΕ ή ΠΓ) για να πάρει αποφάσεις για το θέμα:

«Έβαλα ζήτημα ότι πρέπει να γίνει συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου μόλις έμαθα ότι αυτοί τραβάνε για εμφύλιο πόλεμο, γενική πολιτική απεργία, όπως μου τόπε ο Φάνης… Εγώ τότε αμέσως του είχα πει: “Ρε Βασίλη, ξέρεις τι σημαίνει γενική πολιτική απεργία; Σημαίνει ένοπλη εξέγερση. Είμαστε εμείς έτοιμοι να κάνουμε σήμερα ένοπλη εξέγερση; Τι πράγματα είναι αυτά;…”… Έτσι δεν έγινε αυτό που θάπρεπε να γίνει. Αυτό που θα έκανε κάθε μαρξιστικό κόμμα. Εμφύλιο πόλεμο, χωρίς απόφαση του Πολιτικού Γραφείου, έστω του Πολιτικού Γραφείου που νάναι όλοι μαζί. Εμφύλιο πόλεμο, χωρίς να ξέρει η Κεντρική Επιτροπή ότι γίνεται εμφύλιος πόλεμος…»14.

Στο πέρας της μάχης, ο Μπαρτζιώτας, γραμματέας τότε της ΚΟΑ και «ιθύνων στρατιωτικός νους» της, υποσχόταν στον Ιωαννίδη ότι θα κρατήσει την Αθήνα τρεις ακόμη μέρες, ώσπου να κατέβουν τα τμήματα του ΕΛΑΣ από τη Μακεδονία, ενώ οι αντάρτες είχαν ήδη ηττηθεί και έφευγαν κυνηγημένοι:

«Λοιπόν, στις 3 ή στις 4 ή στις 2 του Γενάρη που έγινε η συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου, η ερώτηση που υποβλήθηκε στο Φάνη ήταν αν μπορεί να κρατήσει τον πόλεμο στην Αθήνα τρεις ή τέσσερεις μέρες. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς που γίνονταν, τόσος χρόνος χρειαζόταν για να φτάσουν εκεί τα τμήματα της Μακεδονίας και το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ να ριχτούν στη μάχη και να κρατήσουν ωσότου άρχισαν να καταφτάνουν οι κύριες δυνάμεις του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν στην Ήπειρο και είχαν εξουδετερώσει τον ΕΔΕΣ.
Ο Φάνης μας λέει: “Θα κρατήσω. Τρεις μέρες οπωσδήποτε θα κρατήσω”.
Έτσι ξημερωθήκαμε εκεί πέρα.
Όταν με τον Πετρή φύγαμε για να πάμε πάλι στη Θήβα, στο δρόμο πέσαμε σε μπουλούκια γυναικόπαιδων που φεύγανε από την Αθήνα. Άρα ούτε ο Φάνης είχε το σφυγμό του πολέμου στα χέρια του. Εκείνη την ημέρα το πρωί, κατά τις 4 ή 5 η ώρα, μας λέει εμάς “τρεις μέρες οπωσδήποτε μπορώ να κρατήσω την Αθήνα” και ύστερα από δυο ώρες εμείς βρισκόμαστε σε κόσμο που από τα μεσάνυχτα είχε ξεκινήσει από την Αθήνα και έβγαινε έξω… Βγαίνουμε έξω και βλέπουμε εκεί πέρα καταλημμένα όλα τα καφενεία από γυναίκες και άνδρες ξυπόλητους μέσα στα χιόνια, με μικρά παιδιά, μυστήρια, κ.λπ. Τρέμανε από το κρύο… Λέω του Πετρή [Ρούσου]: – Πάμε να φύγουμε, μη μας πάρουν χαμπάρι ποιοι είμαστε και μας λυντσάρουνε εδώ πέρα»15.

Ο Ιωαννίδης λέει στο τέλος μια αλήθεια. Οι «κομματικότητες», οι «μαρξισμοί-λενινισμοί», οι κατάρες που εκτόξευαν ενάντια στους προδότες, όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα φύλλο συκής για τη γύμνια των σταλινικών ηγετών. Ο πραγματικός τους αγώνας ήταν μην τους πάρουν χαμπάρι ποιοι είναι και τους λυντσάρουν εκεί πέρα…

Για την ίδρυση της ΚΕ του ΕΛΑΣ, που ανέλαβε τη διεύθυνση της μάχης μετά την απομάκρυνση του Άρη, από τον Σιάντο και τον τρόπο που δόθηκε η μάχη του Δεκέμβρη, ο Ιωαννίδης αναφέρει: «Το μόνο που έμαθα μετά είναι ότι από την 1η του Δεκέμβρη ο Σιάντος είχε στείλει εντολές στη Θεσσαλονίκη, στη Μακεδονία και παντού όπου είχε σύνδεση και προσανατόλισε το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ να πάει να κυνηγήσει τον ΕΔΕΣ. Αυτά γίνονται την 1η του Δεκέμβρη… Και όλα αυτά τα πράγματα. Ενώ οι δυνάμεις ήταν προσανατολισμένες προς την Αθήνα εσύ τις έσπρωξες και πήγαν προς τον Ζέρβα στην αντίθετη μεριά…
Ο Σιάντος τι έλεγε, γιατί την έκανε την Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ; Δε σου απάντησε;
Πώς. Η απάντηση είναι κλασική…
– Πήρα μου λέει, τον Χατζημιχάλη, γιατί αυτός ποτέ δεν έχει γνώμη, πήρα και τον Μάντακα, ο οποίος ό,τι λέω μ’ ακούει. Συνεπώς, ό,τι θέλουμε εμείς θα κάνουμε»16.

Σε αυτό το τελευταίο επεισόδιο βρίσκεται η απάντηση γιατί οι σταλινικοί ηγήτορες ξέπεφταν στην κατάντια να αγωνίζονται «να μην τους πάρουν χαμπάρι» προφασιζόμενοι τον κομμουνισμό. Η εξουσιομανία τους, η πεισματική επιμονή τους να κυριαρχούν στην ηγεσία ενώ δεν είχαν τα φόντα, τους έκαναν να καλλιεργούν το λακεδισμό και τη θεσιθηρία, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι με αυτό τον τρόπο διασφάλιζαν την ήττα του κινήματος και τη δική τους μαζί καταστροφή στις κρίσιμες μάχες με την αντίδραση.

Η εκκαθάριση των Σλαβομακεδόνων μαχητών του ΔΣΕ και τα άλλα θύματα του σταλινισμού στο ΚΚΕ

Σημειώσαμε προηγούμενα ότι οι επιθέσεις ενάντια στον Καραγιώργη και άλλα ηγετικά στελέχη του κόμματος συμβάδιζαν με εκκαθαρίσεις στη βάση και τις κατώτερες κομματικές δομές, όπου αναπτύσσονταν, ιδιαίτερα μετά την ήττα του ΕΑΜ αρχικά και αργότερα του ΔΣΕ, τάσεις δυσαρέσκειας και ανυπακοής στην ηγεσία. Μια τέτοια περίπτωση, για την οποία δίνει μερικές σημαντικές πληροφορίες το βιβλίο του Παπαδάτου, είναι η δίωξη και εκκαθάριση πολλών Σλαβομακεδόνων αγωνιστών του ΚΚΕ.

Ο ΔΣΕ στηρίχτηκε αρκετά στο σλαβομακεδονικό στοιχείο, γεγονός που καθόρισε μεταξύ άλλων μερικές καιροσκοπικές ενέργειες του Ζαχαριάδης στη διάρκεια του εμφυλίου, όπως η θέση για την ανεξάρτητη Μακεδονία, με την οποία προσπαθούσε να τους προσεταιριστεί. Μετά την ήττα του ΔΣΕ όμως η ζαχαριαδική ηγεσία μεταχειρίστηκε άθλια τους Σλαβομακεδόνες επειδή πολλοί από αυτούς συντάχθηκαν με τον Τίτο, με αποτέλεσμα όσοι δεν κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία, όπου είχε στο μεταξύ ιδρυθεί η ΣΔ της Μακεδονίας, να κυνηγηθούν ως «τιτικοί πράκτορες». Σε κάμποσες επιστολές του προς τον Στάλιν και την ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ) ο Ζαχαριάδης θέτει αυτό το θέμα.

Σε επιστολή του της 23/9/1950 αναφέρει για παράδειγμα: «Πριν από έξι μήνες, από τους πολιτικούς πρόσφυγες που βρίσκονται στην Πολωνία, κατέφυγαν στον Τίτο οι Σλαβομακεδόνες-προβοκάτορες του Τίτο και συνεργοί της συμμορίας του Μιτρόφσκι: Τανάς Ναούμοφ, Κώστας Κύρης, Στέργις Στεργίου. Όπως πληροφορηθήκαμε, αυτοί οι προβοκάτορες κρατούνται στην Τσεχοσλοβακία. Αυτοί οι προδότες γνωρίζουν αναμφίβολα πάρα πολλά και η εξέτασή τους θα βοηθήσει με πολλούς τρόπους στην αποσαφήνιση της δραστηριότητας του Πασκάλ Μιτρόφσκι, του Πάβελ Ρακόφσκι και άλλων» (Παπαδάτος, σελ. 420).

Σε μια άλλη επιστολή τους προς την ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ) της 15/1/1950 οι Ζαχαριάδης και Παρτσαλίδης διαμαρτύρονται για τη στάση των Αλβανών ηγετών, οι οποίοι είχαν αφαιρέσει από την αρμοδιότητα της ζαχαριαδικής ηγεσίας τις ανακρίσεις 11 αγωνιστών που είχε συλλάβει ως «πράκτορες του Τίτο». «Στην Αλβανία», ανέφεραν, «συλλάβαμε 11 πράκτορες του Τίτο και τους παραδώσαμε στους Αλβανούς συντρόφους… Ποτέ δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε τον λόγο για τον οποίο οι Αλβανοί σύντροφοι πήραν από εμάς αυτούς τους προδότες του ΚΚΕ και γιατί μας απέκλεισαν από τη διεξαγωγή της ανάκρισης». Εκφραζόταν δε η ανησυχία για το γεγονός ότι οι Αλβανοί εκπαίδευαν αυτούς τους «προδότες» για να τους στείλουν σε δουλειά εναντίον του Τίτο στη Γιουγκοσλαβία, ενώ κανονικά θα έπρεπε να παραδοθούν στην ηγεσία του ΚΚΕ για τα περαιτέρω (σελ. 335, βλέπε επίσης σελ. 415, 441 για άλλες παρόμοιες αναφορές).

Αργότερα, στα 1951, συγκλήθηκε μια σύσκεψη 72 Σλαβομακεδόνων στελεχών του ΚΚΕ η οποία με απόφασή της καταδίκασε ως «τιτικούς πράκτορες» σχεδόν ολόκληρη την αρχική ηγεσία του ΝΟΦ. Στην απόφαση, η οποία εγκρίθηκε από το ΠΓ του ΚΚΕ στις 12/9/1951, αναφερόταν μεταξύ άλλων: «Μια μεγάλη μερίδα από τα σλαβομακεδόνικα στελέχη, που βρίσκονταν στην ηγεσία του ΝΟΦ… όπως οι Πάσκαλ Μητρόφσκι, Πάβελ Ρακόφσκι, Μιχαήλ Μάλλιοφ, Βέρα Νικολόφσκα, Ουρανία Πιρόφσκα, Ηλο Διμάκη (Γκότσε) και Μιχάλ Κεραμιτζίεφ και Σια, αποκαλύφθηκαν πράχτορες του ταξικού εχθρού και ειδικά της τιτικής κλίκας. Αυτοί πρόδωσαν το απελευθερωτικό κίνημα του σλαβομακεδόνικου λαού και γενικά το δημοκρατικό κίνημα της Ελλάδας. Γι’ αυτό και ξεσκεπάστηκαν, χτυπήθηκαν και διώχτηκαν από τις γραμμές μας… Ο ιδρυτικός και καθοδηγητικός του πυρήνας αποτελέστηκε από πράχτορες της τιτικής συμμορίας τύπου Μητρόφσκι, Κεραμιτζίεφ, Γκότσε, Ρακόφσκι και Σία»17. Σε άλλα έγγραφα της ίδιας περιόδου αναφερόταν πως σκοπός των παραπάνω στελεχών ήταν «να υποδουλώσουν τους Μακεδόνες στη φασιστική συμμορία του Τίτο»18.

Στην πραγματικότητα, τα στελέχη αυτά, ακόμη και αν έσφαλλαν σε κάποιες απόψεις τους, ήταν έντιμοι αγωνιστές που είχαν συμμετάσχει στη γιουγκοσλαβική και ελληνική αντίσταση και είχαν στηρίξει τον αγώνα του ΔΣΕ. Η υποστήριξή τους στον Τίτο δεν είχε να κάνει με οποιεσδήποτε ιμπεριαλιστικές συνωμοσίες αλλά με το γεγονός ότι για πρώτη φορά στη Λαϊκή Γιουγκοσλαβία οι Σλαβομακεδόνες είχαν βρεθεί σε ένα καθεστώς εθνικής ισοτιμίας. Οι εναντίον τους επιθέσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ στόχευαν στην αντικατάστασή τους από πιστά σταλινικά στελέχη που θα εκτελούσαν πειθήνια τις εντολές του Ζαχαριάδη.

Καθώς η διένεξη του Στάλιν με τον Τίτο βρισκόταν στο ζενίθ της και οι οπαδοί του στα άλλα ΚΚ διώκονταν με μανία, η σοβιετική ηγεσία συναίνεσε αυτή τη φορά πρόθυμα να αναλάβουν τις ανακρίσεις των Σλαβομακεδόνων οι σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες. Στην κοινοποίηση της παραπάνω επιστολής του Ζαχαριάδη στον Στάλιν επισυνάπτεται έγγραφο του Γκριγκοριάν της 6/10/1950, όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «τα υλικά που αναφέρονται από τον σ. Ζαχαριάδη σχετικά με τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες οι οποίοι κατηγορούνται για σχέσεις με την κλίκα του Τίτο, θα ήταν σκόπιμο… να παραδοθούν στο Υπουργείο Εθνικής Ασφάλειας της ΕΣΣΔ, για να χρησιμοποιηθούν στην έρευνα της υπόθεσης των συλληφθέντων Σλαβομακεδόνων» (Παπαδάτος, σελ. 419). Ως αποτέλεσμα αρκετοί αγωνιστές φυλακίστηκαν σε σοβιετικές φυλακές για χρόνια υπό άθλιες συνθήκες και υποβλήθηκαν σε βασανιστικές ανακρίσεις.

Για το τι σήμαιναν στην πράξη αυτές οι «ανακρίσεις» μια κατατοπιστική μαρτυρία δίνει ο Κώστας Σιαπέρας. Ο Σιαπέρας ιστορεί στο βιβλίο του την περιπέτεια ενός από τους αναφερόμενους στα παραπάνω υπομνήματα Σλαβομακεδόνες αγωνιστές και προσωπικού του φίλου, του Πάβελ Ρακόφσκι: «Ο Παύλος Ρακόφσκι είχε τελειώσει την Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης, ήταν καλός και πιστός αγωνιστής του σλαβομακεδονικού λαού, ήταν συμμαθητής μου στο Γυμνάσιο της Φλώρινας και καλός φίλος. Ο Παύλος είναι σήμερα ένας από τους ζωντανούς μάρτυρες της λευτεριάς του σλαβομακεδονικού λαού, ένα από τόσα και τόσα θύματα της ηγεσίας του ΚΚΕ, ύστερα από την ήττα του ΔΣΕ. Από τις δικές μου περιπέτειες δεν μου είχε μείνει καιρός ν’ ασχοληθώ και να μάθω λεπτομέρειες για το αληθινό “πογκρόμ” των Σλαβομακεδόνων στην προσφυγιά, μια άλλη ακόμα τραγωδία, μια άλλη μαύρη κηλίδα στο επαναστατικό μας κίνημα. Κάποτε όμως, όταν ο Παύλος είχε τελικά “αποκατασταθεί”, ήρθε και με επισκέφθηκε στη Βουλγαρία, όπου μου διηγήθηκε πολλά από τα βάσανα και τους καημούς του. Με μελανά χρώματα μου περιέγραψε την τελευταία σκηνή του δράματος της πολιτικής ζωής του. Τη μεταδίδω με μεγάλη συντομία: “Με την ηγεσία του ΚΚΕ είχα προστριβές για το ‘μακεδονικό’ και για ορισμένα άλλα ζητήματα τακτικής απέναντί μας. Χωρίς να το υποπτεύομαι καθόλου με έπιασαν μια μέρα και με παρέδωσαν στους Σοβιετικούς. Εκείνοι με έκλεισαν σε κάποιο κρατητήριο-απομονωτήριο στη Μόσχα, όπου τα εφόδιά μου ήταν ατομικά σκεπάσματα και ένα κουτί τενεκεδένιο για να βάζω το μόνιμο φαγητό μου, βρασμένο λάχανο. Το κελί δεν είχε παράθυρο, ούτε φυσικό φως από πουθενά. Μέρα-νύχτα έφεγγε μια μικρή ηλεκτρική λαμπίτσα. Πότε νύχτωνε και πότε ξημέρωνε, το μισοκαταλάβαινα από κάποια μικροσκοπική σχισμάδα, ψηλά σε μια γωνιά, απ’ όπου κάπου-κάπου τρύπωνε κανά κουνούπι ή καμιά μύγα, οι μόνοι και καλόδεκτοι σύντροφοί μου στο μαύρο εκείνο τάφο… Από τις ανακρίσεις που μου έκαναν τα πρώτα χρόνια είχα καταλάβει πως με κατηγορούσαν για ‘αντιδραστικό’, ‘προδότη’ και ‘πράκτορα του Τίτο’. Οι ανακριτές ήταν Σοβιετικοί και Έλληνες. Τις αντιρρήσεις μου δεν τις έλεγχαν και δεν τις έπαιρναν υπόψη. Προσπαθούσαν επίμονα να με αναγκάσουν να ομολογήσω, να παραδεχτώ τις κατηγορίες και να δηλώσω μετάνοια. Εφτά ολόκληρα χρόνια ‘έζησα’ διπλοκλειδωμένος σ’ εκείνο το σκοτεινό κλουβί της Μόσχας. Ύστερα με έστειλαν στην περιοχή της Άλμα-ατά στην Ασία, σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Σ’ εκείνο το στρατόπεδο εξόντωσης βρίσκονταν κλεισμένοι φασίστες, διάφοροι κοινοί εγκληματίες και αντιφρονούντες κομμουνιστές από όλες τις εθνότητες της Σοβιετικής Ένωσης. Με πολλούς κινδύνους και περιπέτειες κατάφερα να επιβιώσω, οπότε κάποτε πληροφορήθηκα ότι στη Μόσχα είχαν υποδεχτεί τον Τίτο με μεγάλες τιμές. Κάθισα και έγραψα ένα μεγάλο γράμμα στο Προεδρείο του Ανώτατου Σοβιέτ, με όλη αυτή τη βρώμικη ιστορία, και στο τέλος διαμαρτυρόμουνα, γιατί ενώ τιμούν τον Τίτο, εμένα τον πράκτορά του με κρατούν. Ύστερα από πολλά με μετέφεραν στη Μόσχα και μου έδωσαν ΑΠΑΛΛΑΚΤΙΚΟ, όπου έγραφε ότι ποτέ δεν έκανα τίποτα και οι κατηγορίες ήταν αστήρικτες. Με άφησαν ελεύθερο”»19.

Ο Σιαπέρας, ο οποίος εκείνη την περίοδο ήταν σύνδεσμος ανάμεσα στο ΚΚΕ και τα ΚΚ της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας, είχε άμεση γνώση και εμπλοκή με τις εκκαθαρίσεις της ζαχαριαδικής ηγεσίας. Είχε πάρει μέρος σε ανακρίσεις και σε βασανισμούς αγωνιστών, αργότερα όμως συνειδητοποίησε το σφάλμα του και έδωσε πολύτιμες πληροφορίες για τις αχρειότητες που είχαν διαπραχθεί από τον Βλαντά και άλλους, με εντολές του Ζαχαριάδη. Σοκαριστικές είναι η αφηγήσεις του σχετικά με τις ανακρίσεις στην 7η Μεραρχία του ΔΣΕ, όταν ο Ζαχαριάδης και οι συνεργάτες του ενοχοποίησαν σαν πράκτορες τους «απείθαρχους» αντάρτες. Όπως παραθέτει οι ανακρίσεις αυτές αφορούσαν περί τους 150-200 αντάρτες πολλοί από τους οποίους ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου. Ο ίδιος είχε παραστεί σε μια από τις μεταφορές τέτοιων «υπόπτων»: «Το θέαμα ήταν τρομαχτικό! Ίσαμε 20-22 κατατσακισμένοι, με πρησμένα πρόσωπα αντάρτες, ανάμεσά τους και 2-3 κοπέλες, άλλοι ξαπλωμένοι και άλλοι καθιστοί, και γύρω τους στέκονταν όρθιοι με τ’ αυτόματα στο χέρι οι σύντροφοί τους, οι φρουροί. Ήταν ολοφάνερο, πως τους είχαν βασανίσει τρομερά. Ο επικεφαλής της φρουράς τους διέταξε να σηκωθούν. Οι περισσότεροι σηκώθηκαν με μεγάλες προσπάθειες και κόπο, μα κάποιοι άλλοι δε μπόρεσαν να σηκωθούν και απόμειναν όπως ήταν ξαπλωμένοι στο χώμα. Βοηθήσαμε τους όρθιους να ανεβούν στα αυτοκίνητα και τους υπόλοιπους τους βάλαμε σηκωτούς».

Ο Σιαπέρας, που είχε συμμετάσχει προσωπικά, με εντολή της ηγεσίας σε βασανισμούς κρατουμένων αγωνιστών, αφού δίνει έναν λεπτομερή απολογισμό των ανακρίσεων που διεξήγαγε ο Βλαντάς, εξάγει τα συμπεράσματα για τις ευθύνες της ζαχαριαδικής ηγεσίας, χωρίς να εξαιρεί τον εαυτό του: «Δεν ξέρω τι συμπεράσματα είχε βγάλει ο Βλαντάς και τι έκθεση είχε κάνει στο ΠΓ του ΚΚΕ, αλλά όλοι εκείνοι οι κρατούμενοι στάλθηκαν στο τέλος από τους Βουλγάρους κάπου σε απομόνωση, με πρόταση δική του. Είχα υποχρέωση να αφηγηθώ τα γεγονότα όπως τα έζησα. Έχω ακόμα υποχρέωση να πω, πως κάπου-κάπου, όταν βρισκόμουνα εκεί με τον Μάνεφ, ο Βλαντάς έτυχε να με διατάξει να δείρω κάποιους από τους κρατούμενους και το έκανα με προθυμία και τυφλή υπακοή. Παρά τις αμφιβολίες που είχα για την υπόθεση, δεν βρήκα το θάρρος ν’ αρνηθώ. Από φόβο ή από πίστη και πειθαρχία, δεν έχει σημασία. Το έκανα! Και ήμουνα έτοιμος να τους τουφεκίσω, αν μου έδινε εντολή το κόμμα, ο Βλαντάς δηλαδή. Τέτοιες ήταν τότε οι συνθήκες, έτσι μας είχε διαπαιδαγωγήσει το κόμμα, να σκοτώνει ο σύντροφος το σύντροφό του»20.

Στην κατακλείδα, παραθέτουμε έναν σύντομο κατάλογο των υποθέσεων εκκαθαρισθέντων αγωνιστών του ΚΚΕ και του κινήματος από τη ζαχαριαδική ηγεσία και τις σταλινικές αρχές στην ΕΣΣΔ, με βάση κυρίως το σχετικό πόρισμα της Επιτροπής Βουρνά21 και άλλες πηγές:

1. Στελέχη του ΚΚΕ που εξοντώθηκαν στην ΕΣΣΔ στη διάρκεια των σταλινικών εκκαθαρίσεων. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονταν ο ΓΓ του ΚΚΕ στα 1928-31 Ανδρόνικος Χαϊτάς, τα μέλη του ΠΓ στο ίδιο διάστημα Διονύσης Πυλιώτης και Κώστας Ευτυχιάδης, οι γραμματείς της ΟΚΝΕ Γιώργος Κολοζόφ (1925-28) και Γιώργος Ντούβας (1928-31), ο διευθυντής του Ριζοσπάστη Αλέξης Χριστοδουλίδης (1928-31), ο βουλευτής και μέλος της ΚΕ Απόστολος Κλυδωνάρης, το στέλεχος της ΟΚΝΕ Μάρκος Μαρκοβίτης, κ.ά. Αρκετοί από αυτούς είχαν αποδράσει κατά τη διάσημη απόδραση εννέα στελεχών του ΚΚΕ από τις φυλακές Συγγρού τον Απρίλη του 1931 και είχαν διαφύγει στην ΕΣΣΔ, όπου εκτελέστηκαν με την κατηγορία ότι η απόδρασή τους ήταν σκηνοθετημένη από την ελληνική ασφάλεια που τους είχε στείλει στην ΕΣΣΔ για να ενεργούν κατασκοπία.

2. Στελέχη του ΚΚΕ που εξοντώθηκαν στα χρόνια της κατοχής, μεταξύ των οποίων οι Παντελής Δαμασκόπουλος (μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ), Γρηγόρης Σκαφίδας (μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ), Γιώργος Κωνσταντινίδης (ψευδώνυμο Ασημίδης, μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ και συγκαθοδηγητής του κόμματος στα 1931-33 μαζί με τον Ζαχαριάδη), Παναγιώτης Τζινιέρης (μέλος της ΚΕ και Γραμματέας της ΚΟΑ στα 1927-30). Τα στελέχη αυτά εξοντώθηκαν είτε στο Καρπενήσι, όπου είχαν παρασυρθεί με το πρόσχημα ότι θα τους ανατεθεί κομματική δουλειά, είτε στην Αθήνα στα Δεκεμβριανά, είτε στον τόπο διαμονής τους στην επαρχία.

3. Αρχειομαρξιστές (τροτσκιστές). Έχουν καταγραφεί τουλάχιστον 49 περιπτώσεις αγωνιστών που δολοφονήθηκαν, οι περισσότεροι στο διάστημα Σεπτέμβρη-Δεκέμβρη 1944, παρότι πολλοί από αυτούς είχαν ενταχθεί στον ΕΛΑΣ και συμμετείχαν ενεργά στην Αντίσταση.

4. Στελέχη του ΔΣΕ. Αναφέρονται 15 περιπτώσεις, μεταξύ άλλων οι Γιώργος Γιαννούλης (ταξίαρχος ΔΣΕ), Γιώργος Γεωργιάδης (ταξίαρχος ΔΣΕ), Βασίλης Ραφτούδης (καπετάνιος του ΔΣΕ στις Σέρρες) κ.ά. Σε αυτές τις διώξεις πρωταγωνίστησαν οι Δημήτρης Βλαντάς και Γιώργος Γούσιας, στενοί τότε συνεργάτες του Ζαχαριάδη.

5. Πολιτικοί πρόσφυγες στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας. Στο Μπούλκες είχαν καταφύγει περί τις 5000-6000 διωκόμενοι αντάρτες από την Ελλάδα. Σύμφωνα με μαρτυρίες, περί τους 100 εξοντώθηκαν από την ηγεσία, κυρίως λόγω διαφωνιών για την πορεία και την ήττα του ΔΣΕ. Καθοδηγητές στο Μπούλκες ήταν οι Γιάννης Ιωαννίδης και Πέτρος Ρούσος.

6. Οι 36 του νησιού Μπέλενε. Τους αντάρτες αυτούς επέλεξε ο Ζαχαριάδης από έναν κατάλογο 100 φερόμενων ως «λυγισμένων» αγωνιστών του ΔΣΕ που είχε συνταχτεί το 1947, και τους παρέδωσε στις βουλγαρικές αρχές. Φυλακίστηκαν στο κάτεργο του νησιού Μπέλενε στο Δούναβη, κάτω από απάνθρωπες συνθήκες. Δεν είναι γνωστό αν επέζησε κάποιος.

7. Σλαβομακεδόνες στελέχη και μέλη του ΝΟΦ, των σλαβομακεδόνικων τμημάτων του ΔΣΕ, που καταδιώχθηκαν ως «τιτικοί πράκτορες». Οι Σλαβομακεδόνες μαχητές· αποτελούσαν σε πολλές μονάδες την πλειοψηφία των μαχητών του ΔΣΕ. Σχεδόν όλη η αρχική ηγεσία τους καθαιρέθηκε και φυλακίστηκε από την ηγεσία Ζαχαριάδη.

8. Στελέχη και μαχητές της 6ης και 7ης Μεραρχίας του ΔΣΕ που κατηγορήθηκαν ως πράκτορες μετά την ήττα του ΔΣΕ. Οι ανακρίσεις σε αυτή την υπόθεση διεξήχθησαν από τους Βλαντά και Μπαρτζιώτα, με εντολές του Ζαχαριάδη. Αρκετοί αγωνιστές βασανίστηκαν, εξοντώθηκαν ή φυλακίστηκαν, ενώ σε άλλους δεν επιτράπηκε να βρουν άσυλο στις Λαϊκές Δημοκρατίες και εξαναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, όπου τους περίμεναν τα στρατοδικεία.

Το πλήρες φώτισμα του συνόλου αυτών των υποθέσεων, με τη δημοσιοποίηση όσων στοιχείων αποκρύβονται ακόμη από το ΚΚΕ, αποτελεί ένα μείζον ηθικό ζήτημα για τους κομμουνιστές.

Συμπερασματικά: η σταλινική αναπαλαίωση στο ΚΚΕ και ο ζαχαριαδισμός

Η διαδικασία της σταλινικής αναπαλαίωσης στο ΚΚΕ που ξεκίνησε από το 1990 με την υπερίσχυση της ομάδας Παπαρήγα, συνοδεύτηκε, ιδιαίτερα από το 2000 και μετά, με μια διαδικασία αποκατάστασης, δικαίωσης και εξαγνισμού του Ζαχαριάδη. Ο Ζαχαριάδης και οι συνεργάτες του εμφανίστηκαν ως οι πιστοί κομμουνιστές που, παρά επιμέρους λάθη, υπεράσπισαν την «επαναστατική φυσιογνωμία» του ΚΚΕ απέναντι στους κάθε λογής οπορτουνιστές, φραξιονιστές, κοκ. Για την ηγεσία Παπαρήγα αυτή η διαδικασία ήταν μέσο και όρος για τη δική της αυτοδικαίωση, στο βαθμό που αναπαρήγαγε όλες τις νοσηρές πρακτικές και λογικές της σταλινικής-ζαχαριαδικής περιόδου.

Σε αυτό το πλαίσιο η Σύγχρονη Εποχή, το εκδοτικό του ΚΚΕ, εξέδωσε το 2010 τα πρακτικά της 3ης Συνδιάσκεψης, ως έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ και με μια Εισαγωγή του ΠΓ του ΚΚΕ. Σε αυτή την Εισαγωγή η ηγεσία του ΚΚΕ δικαιώνει επί της ουσίας πλήρως σε όλα τα ζητήματα τον Ζαχαριάδη, εμφανίζοντας την 3η Συνδιάσκεψη σαν ένα σωτήριο κομματικό σώμα που υπεράσπισε τον επαναστατικό χαρακτήρα του κόμματος και κατατρόπωσε τους οπορτουνιστές.

Η 3η Συνδιάσκεψη, εκτιμά το ΠΓ του ΚΚΕ, «χαρακτήρισε ως ύποπτη, συκοφαντική και χαφιέδικη την επίθεση του Βαφειάδη, ενέκρινε τη διαγραφή του από μέλος του κόμματος και ανέθεσε στην ΚΕ του ΚΚΕ το τελικό ξεκαθάρισμα της υπόθεσης Βαφειάδη. Καταδίκασε ολοκληρωτικά την αντικομματική, αναθεωρητική, ηττοπαθή και φραξιονιστική, διασπαστική πλατφόρμα του Δ. Παρτσαλίδη… Τα συμπεράσματα αυτής της πάλης με τον οπορτουνισμό έχουν διαχρονική σημασία. Οι οπορτουνιστικές (και αστικές) θέσεις αυτής της περιόδου συμπίπτουν με ανάλογες σημερινές. Καλλιεργούν την υποταγή της ταξικής πάλης στην αστική νομιμότητα»22.

Ο Καραγιώργης στην Εισαγωγή του ΠΓ του ΚΚΕ δεν αναφέρεται πουθενά, ούτε μια φορά, επειδή τον θεωρούν φαίνεται μια ιστορικά ανύπαρκτη φυσιογνωμία. Αναφορικά με τον Τίτο παραθέτουν ένα απόσπασμα από άρθρο του Ζαχαριάδη σύμφωνα με το οποίο «αν από το 1946 ήταν γνωστός ο άτιμος ρόλος του προβοκάτορα Τίτο, τότε το ΚΚΕ δεν θα κατέληγε στην απόφαση να ξαναπάρει τα όπλα, θα ακολουθούσε άλλο δρόμο». Και εκτιμούν ότι από αυτές τις διακηρύξεις και τις αναφορές του Ζαχαριάδη στη Συνδιάσκεψη στην «προδοσία του Τίτο», «δίνεται ακόμη μια απάντηση σε όλους τους εγχώριους και ξένους αντιπάλους του Ζαχαριάδη που ισχυρίστηκαν ότι ο Ζαχαριάδης επιχείρησε να φορτώσει στον Τίτο τις ευθύνες από τις δικές του τυχοδιωκτικές ενέργειες. Η ηγεσία του ΚΚΕ και το κομματικό σώμα αναδεικνύουν τις πραγματικές ευθύνες του Τίτο για το “πισώπλατο κτύπημα”»23.

Τέλος, αποφαίνονται ότι η αποχή από τις εκλογές του 1946 ήταν σωστή: «Εφόσον είχε ωριμάσει η ανάγκη της ένοπλης πάλης, η αποχή από τις εκλογές δεν ήταν λάθος, λάθος ήταν οι ταλαντεύσεις που εκδηλώθηκαν μέχρι τη γενίκευση της ένοπλης πάλης», εκτίμηση που ενσωματώθηκε κατά λέξη αργότερα και στο Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ24.

Για να καταλάβουμε τι πραγματικά σημαίνουν οι παραπάνω εκτιμήσεις περί «καταδίκης του οπορτουνισμού» στην 3η Συνδιάσκεψη, είναι σκόπιμο να παραθέσουμε μερικές από τις διακηρύξεις στα τότε κείμενα του Ζαχαριάδη και του Μπαρτζιώτα που κατατρόπωναν, σύμφωνα με το ΠΓ του ΚΚΕ, τους «οπορτουνιστές». Ο Ζαχαριάδης στην μπροσούρα του Δέκα Χρόνια Πάλης, που συνόψιζε υποτίθεται τα συμπεράσματα από τους αγώνες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, έβριζε σκαιά τον Άρη και τους άλλους αγωνιστές που αντιτάχτηκαν στη Βάρκιζα, παρουσιάζοντάς τους σαν προβοκάτορες και τυχοδιώκτες:

«Η 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ κάνοντας μια κριτική εξέταση της δράσης και της γραμμής του ΚΚΕ απτή Βάρκιζα και δω, έδωσε εχτίμηση και ανάλυση του σφάλματός μας στη Βάρκιζα. Σημαίνει μήπως αυτό ότι οι τυχοδιώχτες και οι προβοκάτορες Κλάρας (Μιζέριας), Πετσόπουλος και Σία που χτύπησαν τη συμφωνία της Βάρκιζας είχαν δίκιο; Γεγονός είναι ότι αυτοί χτυπούσαν τη Βάρκιζα γιατί θέλαν να σπρώξουν το ΚΚΕ σε καταστροφή και σε εξοντωτικό χτύπημα, όπως είναι και γεγονός ότι εκμεταλλεύτηκαν το λάθος αυτό όχι για να βοηθήσουν μα για να χτυπήσουν το ΚΚΕ… Το Κόμμα είχε ν’ αντιμετωπίσει όχι μόνο τη λυσσασμένη προσπάθεια των άγγλων και της ασφάλειας για να το υπονομεύσουν απτά μέσα, να το υποσκάψουν, εκμεταλλευόμενοι τα λάθη της κατοχής και της Βάρκιζας, με την επίθεση που οργάνωσαν ενάντια στο Κόμμα με τις ομάδες του Μιζέρια (Κλάρα) και του Πετσόπουλου, μα έπρεπε και να ερευνήσει και να ξεκαθαρίσει αν τα θεμελιακά λάθη της κατοχής… η ήττα μας το Δεκέμβρη και η συνθηκολόγηση στη Βάρκιζα ήταν έργο πραχτόρων του εχθρού μέσα στην καθοδήγηση του Κόμματος»25.

Παρόμοιες ήταν οι κρίσεις του Ζαχαριάδη για τον Τίτο και για τους εσωκομματικούς αντιπάλους του στην 3η Συνδιάσκεψη, Καραγιώργη, Βαφειάδη και Παρτσαλίδη. Ειδικά για τον Καραγιώργη σημείωνε: «Τελευταία έχουμε… το λυσσασμένο αντικομματικό αφηνίασμα του τυχοδιώχτη ψευτοδιανοούμενου Καραγιώργη (Γυφτοδήμου) που πήγε να εκμεταλλευτεί την κρίση που φαντάστηκε ότι ο Παρτσαλίδης θα δημιουργήσει στο Κόμμα με την αντικομματική στάση και την πλατφόρμα του. Πήγε να το εκμεταλλευτεί αυτό ο Καραγιώργης για να χτυπήσει το Κόμμα πισώπλατα, προδοτικά, χαφιεδικά. Τώρα είναι αποδειγμένο ότι ο Καραγιώργης πέρασε στην υπηρεσία των αμερικανών και άγγλων ιμπεριαλιστών. Τα στοιχεία που συγκεντρώνονται αφήνουν βάσιμα να διαφαίνεται ότι πρόκειται για παλιό πράχτορα της Ιντέλιτζενς Σέρβις και της αμερικάνικης κατασκοπείας»26.
Ο Ζαχαριάδης προέβηκε σε πανομοιότυπες εκτιμήσεις στην Εισήγηση και στον Τελικό Λόγο του στην 3η Συνδιάσκεψη. Στο ΕΑΜ, «τα λάθη της κατοχής ήταν στην ουσία προδοσία του Σιάντου». Για την ήττα του ΔΣΕ το 1949 «η προδοσία του Τίτο ήταν η αιτία η βασική… Ήρθε από πίσω και μας κάρφωσε». Για το ότι ο ΔΣΕ δεν έγινε ένας μεγάλος στρατός 60.000 ανδρών και έμεινε χωρίς εφεδρείες «φταίει το σαμποτάζ του Βαφειάδη». Ο Άρης «σαν κομματική φυσιογνωμία ήταν ένας άνθρωπος που μόνο να χαντακώσει το Κόμμα μπορούσε… Ο Τίτο τον έβαλε κι έφαγε το κεφάλι του… Ήταν ένας μικροαστός τυχοδιώχτης»27. Κοντολογίς, για όλα έφταιγαν οι άλλοι· ο ίδιος ο Ζαχαριάδης και οι συνεργάτες του δεν έφταιγαν σε τίποτα…

Ο Μπαρτζιώτας, από τη μεριά του, σε ένα πόνημά του πριν την 3η Συνδιάσκεψη για την πολιτική στελεχών του ΚΚΕ, ξεπερνώντας ακόμη και τον Ζαχαριάδη έφτανε να παρουσιάζει σχεδόν όλους τους καπετάνιους του ΕΛΑΣ και τα στελέχη του ΚΚΕ σαν πράκτορες της Ιντέλιτζενς Σέρβις:
«Στα πιο κάτω στελέχη, η κατάσταση στην πρώτη κατοχή ήταν πιο χειρότερη. Γραμματείς αχτίδων, κομματικών οργανώσεων πόλεων και χωριών μπήκαν διάφοροι τυχοδιώχτες, αριβίστες, συμφεροντολόγοι, ιντελιτζοσερβίτες, που διαστρέβλωναν συνειδητά τη γραμμή του Κόμματος… Στην Αθήνα το Μάη του 1943 απτούς 17 γραμματείς αχτίδων, οι 16 ήταν δηλωσίες και ύποπτοι… Η εσφαλμένη μας πολιτική στελεχών στην πρώτη κατοχή είχε την πιο χτυπητή της έκφραση στα στελέχη του ΕΛΑΣ. Η κομματική καθοδήγηση τοποθέτησε καπετάνιο του Γεν. Στρατηγείου το Θανάση Κλάρα (Μιζέρια) που έκανε δήλωση και αποκήρυξε το ΚΚΕ στην 4η Αυγούστου και ήταν γνωστός για τις αλήτικες εκδηλώσεις του. Αυτός μισούσε το Κόμμα και έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να το βλάψει. Η καθοδήγηση του Κόμματος ανέχονταν όλες τις αντικομματικές, αντιλαϊκές εκδηλώσεις του Θ. Κλάρα. Δίπλα στον Κλάρα, καπετάνιοι των περισσότερων μεραρχιών και ταξιαρχιών τοποθετήθηκαν πρώην δηλωσίες και διαγραμμένοι από το ΚΚΕ για ύποπτοι… Αν εξαιρέσουμε μερικούς τίμιους αξιωματικούς με επικεφαλής το στρατηγό Σαράφη, στρατιωτικά στελέχη συγκεντρώθηκαν στον ΕΛΑΣ ανίκανοι αξιωματικοί του παλιού στρατού και το χειρότερο ύποπτοι. Μεγάλες μονάδες του ΕΛΑΣ (μεραρχίες και ομάδες μεραρχιών) βρίσκονταν στην ουσία στα χέρια της Ιντέλιτζενς Σέρβις»28.

Αν αυτές οι αναλύσεις των Ζαχαριάδη-Μπαρτζιώτα, επιπέδου της φυλλάδας «Μακελειό», γίνουν δεκτές, τότε θα έπρεπε να συμπεράνει κανείς ότι το ΚΚΕ ήταν ένα άντρο πρακτόρων και όλη η εθνική αντίσταση έγινε από «ιντελιτζοσερβίτες»… Θα μπορούσε να παρατεθούν δεκάδες ακόμη παρόμοιες διακηρύξεις των ίδιων καθώς και των Ιωαννίδη, Βλαντά, Γούσια, κ.ά., από τις ομιλίες τους στην 3η Συνδιάσκεψη. Αυτά τα παραληρήματα, που είχαν ως μοναδικό στόχο την παραμονή του Ζαχαριάδη και των συνεργατών του στην ηγεσία, δικαιώνονται και εκθειάζονται σήμερα από το ΠΓ του ΚΚΕ στην Εισαγωγή του στα υλικά της 3ης Συνδιάσκεψης ως «αγώνας ενάντια στους οπορτουνιστές»!!!

Οι εκτιμήσεις του ΠΓ του ΚΚΕ, στην έκδοση των πρακτικών της 3ης Συνδιάσκεψης ότι ο Ζαχαριάδης έδειξε «τις πραγματικές ευθύνες του Τίτο για το “πισώπλατο κτύπημα”» αποτελούν μνημείο αχρειότητας. Τα περί πισώπλατου ήταν μια επινόηση του Ζαχαριάδη, η οποία υποστηρίχθηκε ένθερμα από τον Στάλιν, στη συνάντησή τους στις 16 Σεπτέμβρη 1949, αμέσως μετά την ήττα του ΔΣΕ, όπου υπογράφηκε ένα κοινό ντοκουμέντο, το λεγόμενο «Ντοκουμέντο της λίμνης Ρίτσα», με τον Στάλιν να επιμένει να τονιστεί η «προδοσία του Τίτο»29. Αυτό το ντοκουμέντο υιοθετήθηκε κατόπιν ως Απόφαση της Συνδιάσκεψης των Κομματικών Οργανώσεων των Τμημάτων Βίτσι – Γράμμου του ΔΣΕ στις 30 Σεπτέμβρη του 1949, αποδίδοντας την καθοριστική ευθύνη για την ήττα στον Τίτο.

Ο ίδιος ο Ζαχαριάδης, ωστόσο, σε υπομνήματά του ακόμη και μετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιν αναγνώριζε την ουσιαστική βοήθεια που παρείχαν οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές στο ΚΚΕ. Σε επιστολή του προς την ΚΕ του ΠΚΚ(μπ.) στις 15/6/1948, την οποία παραθέτει ο Παπαδάτος, ο Ζαχαριάδης τόνιζε: «Το ΚΚΓ μας βοηθούσε και μας βοηθάει και τώρα με οπλισμό, πολεμοφόδια, τρόφιμα και ιματισμό. Οι Γιουγκοσλάβοι σύντροφοι ποτέ δεν μας αρνήθηκαν ό,τι τους ζητήσαμε… Με τους συντρόφους Ράνκοβιτς και Τζίλας συναντήθηκα στο Βελιγράδι στις 10 και 12 Ιουνίου. Και τις δυο φορές με διαβεβαίωσαν ότι τίποτε δεν άλλαξε στις σχέσεις τους με το ΚΚΕ, ότι συνεχίζουν την παροχή βοήθειας… Οι Γιουγκοσλάβοι σύντροφοι πάντα έκαναν παράπονα για τα άλλα κομμουνιστικά κόμματα και ιδιαίτερα για τα κομμουνιστικά κόμματα Τσεχοσλοβακίας και Βουλγαρίας επειδή αυτά δεν βοηθούν καθόλου ή βοηθούν πολύ λίγο τη δημοκρατική Ελλάδα» (Παπαδάτος, σελ. 99, 100).

Σε ένα άλλο ντοκουμέντο, μια επιστολή του Βαφειάδη προς την ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ) της 30/12/1948, αναφέρεται η εξής δήλωση του Ζαχαριάδη σε κομματικό σώμα του ΚΚΕ για την ίδια συνάντησή του με τους Τζίλας και Ράνκοβιτς: «Στη διάρκεια της συζήτησης, όταν τέθηκε το ερώτημα αν θα συνεχίσουν οι Γιουγκοσλάβοι να μας παρέχουν βοήθεια, ο Ζαχαριάδης είπε: “Δεν θέλησα να συναντηθώ με τον Τίτο, συναντήθηκα με τον Τζίλας και τον Ράνκοβιτς. Είναι τελείως απογοητευμένοι, και με το δίκιο τους, αφού τους χαρακτηρίζουν αντεπαναστάτες. Ο Ράνκοβιτς μου δήλωσε με πολλή συγκίνηση ότι θα συνεχίσουν να μας βοηθούν”» (Παπαδάτος, σελ. 269).

Με τις εκτιμήσεις του περί «πισώπλατου του Τίτο», το ΠΓ του ΚΚΕ σκυλεύει ακόμη και τον τάφο του Ζαχαριάδη, που τουλάχιστον ως τα τέλη του 1948 έλεγε την αλήθεια σε αυτό το ζήτημα. Η αξίωση που βρίσκεται πίσω από τις παραπάνω εκτιμήσεις τους είναι ότι ο Τίτο θα έπρεπε να συνεχίσει να βοηθά τον ΔΣΕ και μετά, το 1949, όταν ο Ζαχαριάδης πήρε ενεργά το μέρος του Στάλιν και άρχισε να στηλιτεύει τον Τίτο ως πράκτορα. Αυτό όμως ήταν μια καταστροφική επιλογή του Ζαχαριάδη και ακόμη και ένα βρέφος θα αντιληφθεί ότι όταν ο Τίτο δεχόταν μια τέτοια επίθεση από το ΚΚΕ, που ενίσχυε τη σταλινική εκστρατεία υπονόμευσης της ΛΔ Γιουγκοσλαβίας, δεν μπορούσε να σφυρίζει αδιάφορα.

Η δικαίωση της 3ης Συνδιάσκεψης από την τωρινή ηγεσία Παπαρήγα-Κουτσούμπα γίνεται ακόμη πιο αποκρουστική από το γεγονός ότι δικαιώνουν με φανατισμό ακριβώς τα πιο νοσηρά, αχρεία στοιχεία της κατάστασης που είχε δημιουργήσει η ζαχαριαδική ηγεσία. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στην απόφαση της 3ης Συνδιάσκεψης για να δει ότι οι επιθέσεις της στρέφονταν αποφασιστικά ενάντια στις σωστές απόψεις των Παρτσαλίδη και Βαφειάδη. Επιπλέον, το ΠΓ του ΚΚΕ σήμερα υπερακοντίζει σε τύφλωση και ανοησία ακόμη και τις εκτιμήσεις του ίδιου του Ζαχαριάδη. Για παράδειγμα, στο θέμα της αποχής ο Ζαχαριάδης αναγνώριζε ότι επρόκειτο για λάθος: «Η αποχή από τις εκλογές του 1946. Ήταν ένα λάθος τακτικής, που η βασική του σημασία εκδηλώνεται στο ότι μας εμπόδισε πιο πολύ, πιο σωστά και πιο καλά να συγκεντρώσουμε και να κινητοποιήσουμε τις δυνάμεις μας για το δεύτερο ένοπλο αγώνα»30. Σήμερα αντίθετα, 75 χρόνια μετά, οι ρακένδυτοι ινστρούχτορες του ΚΚΕ μας λένε ότι αφού είχε ληφθεί η απόφαση για το αντάρτικο δεν χρειαζόταν η συγκέντρωση δυνάμεων και επομένως η αποχή δεν ήταν λάθος…

Αντί άλλων παραπέρα σχολίων, θα σταθούμε σε ένα τελευταίο ντοκουμέντο από τον Παπαδάτο. Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον δημοσίευμα από τη Message d’ Athènes, μια άσημη γαλλόγλωσση αστική εφημερίδα των Αθηνών, την οποία εξέδιδε ο δημοσιογράφος Γ. Σκούρας. Το δημοσίευμα, με ημερομηνία 1/9/1953, αναφερόταν στην υπόθεση Βαβούδη, σε σύνδεση με την καταγγελία του ως χαφιέ από τον Ζαχαριάδη, και είχε μεταφραστεί στα ρωσικά και αποσταλεί στην ΕΣΣΔ, προφανώς από την εδώ ρωσική πρεσβεία.

Ο Βαβούδης ήταν μια δεύτερης σειράς, μάλλον αρνητική φυσιογνωμία. Χειριζόταν τους ασυρμάτους του ΚΚΕ, έχοντας εκπαιδευτεί από τη ζαχαριαδική ηγεσία στην παράνομη δουλειά. Βαρύνεται για την αποστολή σημάτων με αθεμελίωτες καταγγελίες για κομματικά στελέχη, τις οποίες αξιοποιούσε κατά το δοκούν ο Ζαχαριάδης. Είχε όμως ένα ηρωικό τέλος, όταν εντοπίστηκε από την Ασφάλεια το Νοέμβρη του 1951 στην κρύπτη με τον ασύρματο του ΚΚΕ στην Καλλιθέα και αυτοκτόνησε για να μη συλληφθεί, έχοντας πρώτα καταστρέψει πολλά έγγραφα. Παρ’ όλα αυτά, ο Ζαχαριάδης τον κατήγγειλε σαν χαφιέ που είχε διαφύγει στις ΗΠΑ χαρακτηρίζοντας την αυτοκτονία του μυθεύματα της Ασφάλειας, ακριβώς όπως έκανε και με τον Πλουμπίδη. Με τον τρόπο αυτό, «αποδείκνυε» ότι ο ασύρματος και οι κώδικες που είχαν βρεθεί στο κρησφύγετο ήταν συνωμοσία της Ασφάλειας, οργανωμένη από τον Βαβούδη, ώστε ο Ζαχαριάδης και οι συν αυτώ έβγαιναν πάλι άσπιλοι και δικαιωμένοι:

«Όταν τέλειωσε ο Εμφύλιος Πόλεμος», έλεγε η σχετική ανακοίνωση του Ζαχαριάδη, «ο Βαβούδης χρησιμοποιήθηκε στο σχεδιασμό μιας μεγάλης πρόκλησης εναντίον του Κομμουνιστικού Κόμματος. Οργάνωσε το λεγόμενο δίκτυο κατασκοπίας και σταθμούς μετάδοσης. Η διαβόητη αυτοκτονία του, η οποία δήθεν δεν του επέτρεψε να καταστρέψει τους κωδικούς και τα μηνύματα, είναι ένα τεράστιο ψέμα. Ο Βαβούδης είναι ζωντανός. Οι Αμερικανοί τον έστειλαν στην Αμερική όπου ζει και απολαμβάνει τους καρπούς της προδοσίας του» (Παπαδάτος, σελ. 462).

Παραθέτοντας τα κύρια σημεία της υπόθεσης, η Message d’ Athènes σχολίαζε: «Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ιδιαίτερα, ο Ζαχαριάδης έχει χρησιμοποιήσει επανειλημμένα την κατηγορία περί προδοσίας εναντίον ανώτατων στελεχών του κόμματος, όπως ο Μάρκος, ο Καραγιώργης, η Χρύσα Χατζηβασιλείου, ο Παρτσαλίδης, ο Ιωαννίδης και ο Πλουμπίδης. Η εν λόγω σύγχυση οδηγεί στα ακόλουθα συμπεράσματα. Είτε οι προαναφερθέντες κομμουνιστές ηγέτες ήταν πράγματι πράκτορες της ασφάλειας, και μάλιστα για πολλά χρόνια· στην περίπτωση αυτή πρέπει να παραδεχτούμε ότι μεταξύ των κομμουνιστών ηγετών υπάρχει μια διαφθορά άνευ προηγουμένου στην πολιτική ιστορία, κι ότι η ευθύνη γι’ αυτό βαρύνει εξ ολοκλήρου τον Ζαχαριάδη, ο οποίος ήταν επικεφαλής του κόμματος από το 1931. Είτε, από την άλλη, οι κατηγορίες είναι ψευδείς, οπότε είναι σαφές ότι ο Ζαχαριάδης βρήκε έναν αποτελεσματικό τρόπο για να αποποιηθεί των ευθυνών του, κατηγορώντας τους παλιούς συντρόφους και συνοδοιπόρους του για προδοσία. Και στις δυο περιπτώσεις η ηθική κατάπτωση των ηγετών του ΚΚΕ υπερβαίνει τα όρια που μπορεί να φανταστεί κανείς» (Παπαδάτος, σελ. 462).

Σήμερα είναι σαφές πως το δεύτερο ήταν η περίπτωση. Όπως είναι το ίδιο σαφές ότι η καταστροφή του εαμικού κινήματος οφείλεται στο γεγονός ότι ο Ζαχαριάδης επέβαλλε στο ΚΚΕ τα σταλινικά πρότυπα καθοδήγησης και, σε κρίσιμες στιγμές, επέλεξε να ενεργήσει σαν πιόνι του Στάλιν παρά με βάση τα πραγματικά συμφέροντα του κινήματος. Ο ίδιος ο Παπαδάτος δεν συνάγει τα παραπάνω συμπεράσματα, που ήταν προφανή ήδη στα 1950 ακόμη και στους κάπως σοβαρούς και έξυπνους δημοσιολόγους του κατεστημένου. Δεν τα συνάγει επίσης, και μάλιστα τα αρνείται πεισματικά, η νεοσταλινική ηγεσία του ΚΚΕ, που δεν ενδιαφέρεται για την ιστορική αλήθεια αλλά μόνο για την αυτοδικαίωσή της, την οποία για να εξάγει πλαστογραφεί ταχυδακτυλουργικά όλα τα γεγονότα. Ωστόσο, δεν παύουν να βοούν μέσα από το υλικό που συγκέντρωσε με επιμέλεια και παρουσίασε ο Παπαδάτος, όπως και από κάθε σοβαρή μελέτη της ιστορίας του κομμουνιστικού μας κινήματος. Στην τεκμηρίωση αυτών των ιστορικών διδαγμάτων με σοβαρά ντοκουμέντα συνίσταται η ιδιαίτερη αξία και η χρησιμότητα του βιβλίου του.

*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα