Οι αστοί πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι – φερέφωνα των μεγάλων συμφερόντων και οι μικροαστοί ηθικολόγοι, δεν κουράζονται να καταδικάζουν τη βία «απ’ όπου και προέρχεται». Ιδιαίτερα μετά την νεολαιίστικη εξέγερση του 2008, αυτή η μονότονη χορωδία έχει γίνει εκκωφαντική. Η δολοφονία του Π. Φύσσα από τους φασίστες, καθώς και η δολοφονία δύο Χρυσαυγιτών έδωσε νέα ώθηση σε αυτό το υστερικό ντελίριο.
Οι αστοί μας καλούν να καταδικάσουμε την βία απ’ όπου κι αν προέρχεται. Τι εννοούν όμως με την έννοια «βία»; Βία για την αστική τάξη είναι κάθε μαχητική δράση του εργατικού κινήματος και της νεολαίας. Η απεργία είναι μία μορφή «βίας»: Οι απεργοί σταματάνε την δουλειά, δημιουργούν απεργιακές φρουρές, διώχνουν, αν χρειαστεί, με τη βία τους απεργοσπάστες, αντιμετωπίζουν με βία τους προβοκάτορες που βρίσκονται ανάμεσα τους. Βία για την αστική τάξη είναι οι καταλήψεις δημοσίων χώρων από τους εργαζόμενους, οι καταλήψεις σχολείων από τους μαθητές και των πανεπιστημίων από τους φοιτητές.
Με την καταδίκη της «βίας», η αστοί και τα φερέφωνά τους, δεν μας ζητάνε τίποτα λιγότερο από το να καταδικάσουμε οποιαδήποτε δράση του εργατικού κινήματος και της νεολαίας θίγει τα συμφέροντα τους και να περιοριστούμε σε «άκακες» συγκεντρώσεις στην άκρη του πεζοδρομίου. Είναι φανερό ότι αυτή τη «βία» δεν μπορούμε και δεν πρέπει να την καταδικάσουμε.
Ο υπουργός Δημόσιας Τάξης καλεί τον ΣΥΡΙΖΑ να καταδικάσει τη βία των δύο «άκρων» χωρίς «αστερίσκους και υποσημειώσεις». Αυτή η «καταδίκη» σημαίνει πρακτικά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να εξισώσει τις δολοφονίες και τα μαχαιρώματα αθώων ανθρώπων από τους φασίστες, με την πέτρα που πέταξε ένας μαθητής σε αστυνομικούς, αντιδρώντας στην εν ψυχρώ δολοφονία ενός συμμαθητή του. Η Αριστερά όμως δεν πρέπει να κρατήσει ίσες αποστάσεις σε κάθε μορφή βίας. Ανάμεσα στη βία του καταπιεστή και του καταπιεζόμενου, ανάμεσα στη βία του δούλου και του αφέντη είμαστε σταθερά με τη βία του σκλάβου.
Η αστική τάξη καλώντας τον ΣΥΡΙΖΑ να καταδικάσει τη «βία απ όπου κι αν προέρχεται», του ζητά να σταθεί απέναντι σε κάθε μαχητική διαδήλωση των εργαζομένων, σε κάθε εξέγερση που γεννά η φρικτή καταπίεση του συστήματος, να σταθεί απέναντι στην αναπόφευκτη στο μέλλον επαναστατική βία των μαζών και να αναγνωρίσει μόνο την οργανωμένη κρατική βία της αστικής τάξης, να γίνει δηλαδή συνεργός στη βίαια καταστολή του κινήματος.
Οι εκκλήσεις για την καταδίκη της βίας από τους πολιτικούς εκπροσώπους της αστικής τάξης είναι καθαρά υποκριτική. Η βία δεν εμφανίστηκε ξαφνικά ούτε με τη Χρυσή Αυγή, ούτε με τις διάφορες οργανώσεις ατομικής τρομοκρατίας. Η βία ασκείται καθημερινά γύρω μας, από το αστικό κράτος, χωρίς απαραίτητα να εκδηλώνεται με μαχαιρώματα, γροθιές ή βομβιστικές επιθέσεις.
Βία είναι όταν ένας άνθρωπος πετιέται στο δρόμο γιατί δεν έχει να πληρώσει το δάνειο. Βία είναι όταν χιλιάδες άνθρωποι κλείνονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης μόνο και μόνο επειδή είναι μετανάστες, άνθρωποι που ξεριζώθηκαν με την βία από το ιμπεριαλιστικό μακελειό και την λεηλασία των χωρών τους, με την άμεση η έμμεση βοήθεια των «δημοκρατικών» μας κυβερνήσεων. Βία είναι η ακραία φτώχεια και η ανεργία. Βία είναι οι δολοφονικές επιθέσεις των ΜΑΤ, με πιο πρόσφατο περιστατικό, την ευθεία δολοφονική βολή δακρυγόνου, που οδήγησε στην τύφλωση ενός διαδηλωτή, στην πρώτη διαδήλωση μετά τη δολοφονία του Φύσσα.
Η βία του αστικού κράτους είναι παντού γύρω μας. Μόνο συνειδητοί εχθροί του εργατικού κινήματος ή τυφλωμένοι ρεφορμιστές δεν μπορούν να την δουν. Αυτή τη βία, τη βία της εκμετάλλευσης, οφείλει να πολεμήσει για να εξαλείψει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Οι αστοί πολιτικοί, που όλο το προηγούμενο διάστημα έκαναν τα «στραβά μάτια» απέναντι στη Χρυσή Αυγή και πλέον πασχίζουν να αποκρύψουν τους φασιστικούς πυρήνες μέσα στο στρατό και την αστυνομία, έχουν το θράσος να αποκαλούν τον ΣΥΡΙΖΑ «άκρο», που τάχα δείχνει ανοχή στη βία.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να απολογείται, ούτε να συναγωνίζεται τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ για μια θέση στο πολιτικό «κέντρο», ούτε βέβαια να επιδιώκει να ενταχθεί σε οποιοδήποτε «τόξο» με τους πολιτικούς εκφραστές αυτού του χρεοκοπημένου συστήματος.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αποδεχθεί το ρόλο του διαμετρικά αντίθετου άκρου από τη Χρυσή Αυγή και να τον υπερασπίσει με περηφάνια. Ας αφήσουμε τον ενδιάμεσο χώρο του «Κέντρου» στη ΝΔ, αναγνωρίζοντάς τους ότι είναι κάπως λιγότερο φασίστες, λιγότερο ρατσιστές, περισσότερο «δημοκράτες» από τη ΧΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να διεκδικήσει το ρόλο του άκρου που θέλει να ξεριζώσει το ρατσισμό, το φασισμό, την εκμετάλλευση και στη θέση της ψευδεπίγραφης αστικής δημοκρατίας να παλέψει για τη δημιουργία μιας πραγματικής δημοκρατίας της εργαζόμενης πλειοψηφίας.
Το αδιέξοδο της ατομικής τρομοκρατίας
Η δολοφονία δύο Χρυσαυγιτών, επαναφέρει ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα της ατομικής τρομοκρατίας και της στάσης που πρέπει να τηρεί η Aριστερά απέναντι σε αυτήν. Αν και η εν λόγω δολοφονία πολύ λίγο μοιάζει με την δράση μιας κλασικής «αριστερής» τρομοκρατικής οργάνωσης και περισσότερο μοιάζει με δράση επαγγελματιών δολοφόνων, τα κίνητρα μας είναι λίγο πολύ αδιάφορα.
Η ουσία του ζητήματος είναι ότι ασχέτως του κινήτρου, το αντικειμενικό αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας ήταν εξαιρετικά δυσμενές για το κίνημα. Η δολοφονία των δύο Χρυσαυγιτών, μετέτρεψε μονομιάς τη Χρυσή Αυγή από θήτη σε θύμα, εξέτρεψε την προσοχή της κοινής γνώμης από την πολιτική της κυβέρνησης, συσπείρωσε τα μικροαστικά στρώματα, που φοβούνται την κλιμάκωση της βίας, στο πλευρό της κυβέρνησης. Τέλος, ελλείψει μιας σοβαρής μαχητικής απάντησης από τις ηγεσίες της Αριστεράς και των συνδικάτων, σκόρπισε τον φόβο στο εργατικό κίνημα και την νεολαία.
Η ατομική τρομοκρατία είναι ένα φαινόμενο που εμφανίζεται όταν η κρατική καταστολή παίρνει τερατώδεις διαστάσεις, καθώς επίσης και όταν στο κίνημα επικρατεί η απελπισία και το αδιέξοδο. Σε αυτές τις συνθήκες, ανυπόμονα στοιχεία μπορούν να καταφύγουν στην ατομική τρομοκρατία. Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι η ατομική τρομοκρατία, οποιαδήποτε μορφή και να έχει, οδηγεί αναπόφευκτα σε ενδυνάμωση της κρατικής καταστολής και από την άλλη πλευρά, συγχύζει και αποδυναμώνει το εργατικό κίνημα.
Το αν μια τρομοκρατική ενέργεια θα οδηγήσει σε σύγχυση το στρατόπεδο της αστικής τάξης και την κυβέρνηση της, αυτό είναι ένα ζήτημα που εξαρτάται από τις εκάστοτε περιστάσεις. Σε κάθε περίπτωση η σύγχυση στο στρατόπεδο των αστών δεν μπορεί να κρατήσει πολύ. Το καπιταλιστικό σύστημα δεν βασίζεται σε υπουργούς και άλλους κρατικούς αξιωματούχους.
Οι επιπτώσεις που έχει ένα τρομοκρατικό χτύπημα στην εργατική τάξη όμως είναι εξαιρετικά δυσμενείς. Τις περισσότερες φορές ένα τρομοκρατικό χτύπημα αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό ακόμη και με εχθρότητα από μέρους των εργαζομένων. Η αστική τάξη χρησιμοποιεί αυτό το φόβο στις γραμμές των μικροαστικών στρωμάτων και το «μούδιασμα» στις γραμμές των εργαζομένων, για να ενισχύσει περεταίρω την κρατική καταστολή με την δικαιολογία της «ασφάλειας».
Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις, όπου οι τρομοκρατικές ενέργειες κερδίζουν την συμπάθεια μεγάλου μέρους των καταπιεσμένων. Η δολοφονία ενός βασανιστή, ενός δικτάτορα ή ενός μισητού κρατικού αξιωματούχου μπορεί πολλές φορές να κερδίσει τη συμπάθεια της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Στην περίπτωση αυτή, η τρομοκρατία είναι διπλά επιζήμια γιατί εκτός από την αναπόφευκτη ενίσχυση της κρατικής καταστολής, εκτρέπει την δίκαια οργή των καταπιεζόμενων τάξεων στην ελπίδα, ότι ο «τιμωρός» τρομοκράτης, θα εκδικηθεί για τα βάσανα που οι ίδιοι υπομένουν. Αφαιρεί δηλαδή την εμπιστοσύνη που πρέπει να έχουν οι εργαζόμενες μάζες στις ίδιες τους τις δυνάμεις και ικανοποιεί πλασματικά την οργή τους. Η οργή των μαζών δεν μπορεί να βρει δικαίωση με τη δολοφονία αξιωματούχων «πιονιών» στην σκακιέρα του συστήματος, αλλά μόνο με την ανατροπή αυτού του συστήματος που γεννά φτώχεια, εκμετάλλευση, ανεργία.
Η στάση της Αριστεράς απέναντι στην ατομική τρομοκρατία δεν πρέπει να έχει τίποτα κοινό με την αφηρημένη – και υποκριτική – καταδίκη της βίας των αστών πολιτικών και των ηθικολόγων μικροαστών. Καταδικάζουμε τη βία της ατομικής τρομοκρατίας γιατί οδηγεί στα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που ευαγγελίζεται ότι επιδιώκει. Ενισχύει την κρατική καταστολή και συγχύζει και αποδυναμώνει την εργατική τάξη. Η ιστορία έχει αποδείξει ότι η συνείδηση των καταπιεζόμενων μαζών δεν μπορεί να εκβιαστεί με τις εκρήξεις και τις δολοφονίες.
Ηλίας Κυρούσης