Διαβάστε ένα αξιόλογο άρθρο του σ. Νάσου Θεοδωρίδη που δημοσιεύθηκε στην “Εφημερίδα των Συντακτών” και απαντά σε μια λαθεμένη, πολύ διαδεδομένη στην Αριστερά, θεώρηση σχετικά με τα μεσαία στρώματα.
Με αφορμή την επικείμενη πολιτική ανατροπή και τον σχηματισμό –για πρώτη φορά στην ιστορία της Ελλάδας– μιας αμιγώς αριστερής προοδευτικής κυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, έχει ξεκινήσει μια συζήτηση σχετικά με το εύρος της κοινωνικής διαστρωμάτωσης που θα πλαισίωνε μια νέα λαϊκή συμμαχία για την εφαρμογή ενός ριζοσπαστικού –και μελλοντικά αντικαπιταλιστικού– προγράμματος αριστερής εξουσίας.
Παρ’ όλο που αδιαμφισβήτητη ηγεμονία σε ένα τέτοιο εγχείρημα πρέπει να έχει ασφαλώς η –υπό ευρεία έννοια– εργατική τάξη (στην οποία συμπεριλαμβάνονται στη σημερινή εποχή πλήθος επαγγελμάτων που ασκούνται με σωματική ή κυρίως πλέον με διανοητική εργασία και υφίστανται απόσπαση υπεραξίας), δεν χωράει αμφιβολία ότι ενεργό ρόλο για τη διαμόρφωση της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας που χρειάζεται για την ευόδωση μιας τέτοιας τιτάνιας προσπάθειας θα έπαιζε ασφαλώς και η συστράτευση ευρύτερων μεσαίων στρωμάτων, που δυστυχώς κάποιοι που διαβάζουν με μονομέρεια τον μαρξισμό τα θεωρούν «εχθρικά» στο σύνολό τους (χαρίζοντας έτσι στον ταξικό αντίπαλο ζωντανές κοινωνικές δυνάμεις, ως μη όφειλαν). Αυτό ισχύει για δύο λόγους: πρώτον, διότι στην Ελλάδα της κρίσης είμαστε μάρτυρες μιας εκτεταμένης πληβειοποίησης και προλεταριοποίησης των στρωμάτων αυτών και, δεύτερον, διότι η ιδιαίτερη κοινωνική δομή της μεταπολεμικής Ελλάδας ήταν τέτοια που (προς ανατριχίλα της τρόικας) είχε οδηγήσει στη δημιουργία ενός κοινωνικού ιστού ολότελα διαφορετικού από το αυστηρά ιεραρχικό «στρατιωτικοποιημένο» μοντέλο των άλλων χωρών του δυτικού βιομηχανικού καπιταλισμού. Ο ιστός αυτός είχε μεν στρεβλώσεις, αλλά είχε και μια θετική όψη, καθώς διευκόλυνε την κοινωνική ανέλιξη («ασανσέρ») πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε αντίστοιχο καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό.
Μερικοί ισχυρίζονται ότι αντίπαλος της Αριστεράς δεν πρέπει να είναι μόνο οι 200 οικογένειες των οικονομικά ισχυρών της άρχουσας τάξης αλλά και μια ευρεία μερίδα μεσαίων στρωμάτων που υποτίθεται ότι λειτουργούν κι αυτά συλλήβδην (!) με εκμεταλλευτικό τρόπο έναντι των φτωχών. Πέρα από την αδυναμία στατιστικής τεκμηρίωσης του εν λόγω ισχυρισμού (που μαζί με τα ξερά καίει και τα χλωρά), η προσέγγιση αυτή φανερώνει και μια έμμεση απροθυμία για σύγκρουση με την «κεφαλή του ψαριού», δηλαδή με τους πραγματικά πλούσιους που έχουν ζεστό χρήμα, είτε σε επενδύσεις, είτε σε εισοδήματα, είτε σε off shore εταιρείες κ.λπ., χωρίς την αναδιανομή του οποίου δεν μπορεί να υπάρξει κανενός είδους ριζική ανατροπή συσχετισμών. Πρόκειται για μια θεώρηση που παραβλέπει επιπόλαια τόσο τα αίτια που ωθούν πλήθος μικρομεσαίων σε φοροδιαφυγή (ως άμυνα σε μια ραγδαία πτώση του βιοτικού επιπέδου εξαιτίας παραλογισμών, τύπου φορολόγησης ανύπαρκτων εισοδημάτων βάσει τεκμηρίων, ή αντικειμενικών καταστάσεων, όπως η έλλειψη ρευστότητας, χάριν τραπεζοκρατίας) όσο και τις επιπτώσεις που θα επέφερε στα αδύναμα στρώματα η υιοθέτηση της στοχοποίησης της ευμάρειας της μεσαίας τάξης. Εξηγούμαι: η εφαρμογή πολιτικών «απόλυτης προτεραιότητας» για τους «εξαθλιωμένους» αφαιρεί το δίχτυ ασφαλείας που παρέχει ως ασπίδα για τους πιο αδύναμους η απόλαυση κοινωνικών κατακτήσεων από ευρύτερα μεσαία στρώματα. Ετσι, τα κοινωνικά δικαιώματα μετατρέπονται σε βοηθήματα απορίας, όπως συνέβη σε Αγγλία, Γερμανία κ.λπ. Κάτι τέτοιο αποτελεί υποχώρηση από την ορθή αντίληψη περί δικαιωμάτων για όλους (και χρηματοδότησής τους με φόρους προοδευτικής κλίμακας). Για παράδειγμα, οι 300 κιλοβατώρες δωρεάν ρεύματος μόνο για «πάμφτωχους» (αντί για θέσπιση αντίστοιχου κοινωνικού δικαιώματος για όλους) ανοίγουν την κερκόπορτα για την επικράτηση νεοφιλελεύθερων λογικών που ήδη με υποκρισία διερωτώνται γιατί άραγε ένας πλούσιος δεν θα πρέπει να πληρώνει δίδακτρα σε δημόσιο ΑΕΙ ή νοσήλια σε δημόσιο νοσοκομείο.
Η ίδια αυτή θεώρηση, διαπνεόμενη από έναν εσφαλμένο «εργατισμό», έχει ως αγαπημένη της θεματολογία και τη φορολόγηση του ακινήτου, αντιδρώντας λυσσαλέα στην εξαίρεση της πρώτης κατοικίας. Παραβλέποντας ότι το ακίνητο έχει ήδη φορολογηθεί κατά την αγορά ή κατασκευή του, η άποψη αυτή αντιμετωπίζει την πρώτη κατοικία ως στοιχείο πλούτου, ενώ κάτι τέτοιο θα ίσχυε μόνο κατά τη ρευστοποίησή της (προς την οποία έμμεσα προτρέπει). Ομως η απόλαυση νομής και κατοχής (αποκομμένης από το κερδοσκοπικό στοιχείο) αποτελεί δικαίωμα που η Αριστερά εξ ορισμού οφείλει να στηρίζει, με στόχο την εξίσωση προς τα πάνω. Επικαλούνται μάλιστα το επιχείρημα των ΗΠΑ, όπου πράγματι υπάρχει βαριά σχετική φορολογία, ακριβώς επειδή βασική αρχή του καπιταλισμού είναι ο οικονομικά αδύναμος ή μεσαίος να μην έχει την ανεξαρτησία ή τη σιγουριά που του παρέχει η ιδιόκτητη στέγη, ώστε να καθίσταται οικονομικά έρμαιο εκείνων που συγκεντρώνουν τον πλούτο στα χέρια τους και έτσι η στέγαση (λόγω φόρου ή ενοικίου) να μην αποτελεί καθολικό ανθρώπινο δικαίωμα αλλά προνόμιο των ολίγων.
Ο σ. Νάσος Θεοδωρίδης είναι δικηγόρος με ειδίκευση στα δικαιώματα του ανθρώπου
{fcomment}