Η επιθετικότητα του κεφαλαίου και της κυβέρνησής του κλιμακώνεται. Η αστική τάξη εκμεταλλευόμενη το μεγάλο πολιτικό κενό στις τάξεις του εργατικού κινήματος αψηφά το τεράστιο μίσος που συσσωρεύεται για τον παρασιτικό της ρόλο στα θεμέλια της κοινωνίας και σκληραίνει την στάση της στον ταξικό πόλεμο που πάντα διεξάγεται από την πλευρά της με ένα και μοναδικό σκοπό: τη μεγιστοποίηση του κέρδους με κάθε τρόπο, με κάθε κοινωνικό τίμημα.
Οι μαζικές απολύσεις και η κλιμάκωση της ασυδοσίας στα ωράρια είναι το τελευταίο δείγμα όξυνσης της καπιταλιστικής βαρβαρότητας σε βάρος της εργατικής τάξης.
Απολύσεις αλά “Coca-Cola” για τη δυσπεψία από τα κέρδη
Οι 150 εργάτες της «Coca-Cola» που πετιούνται στο δρόμο (150 «επίσημα» γιατί το σωματείο ισχυρίζεται βάσιμα ότι τα σχέδια αφορούν πολλούς περισσότερους), προσθέτουν έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα του δράματος που περνούν χιλιάδες εργατικές οικογένειες σαν αποτέλεσμα του κλεισίματος χιλιάδων επιχειρήσεων τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας της αναζήτησης από τα αφεντικά του φθηνότερου δυνατού εργατικού κόστους στους αναδυόμενους «παραδείσους» εργοδοτικής ασυδοσίας των Βαλκανίων, της Ανατολικής Ευρώπης και της Ασίας.
Το στοιχείο που δείχνει τον απόλυτο παρασιτισμό της τάξης των καπιταλιστών είναι ότι ενώ ζητούν διαρκώς τα κεφάλια των εργατών «επί πίνακι» ως «κίνητρο για επενδύσεις», αξιώνοντας απόλυτη «ευελιξία» σε αμοιβές, ωράρια και απολύσεις, εμφανιζόμενοι μονίμως δυσαρεστημένοι από την «ανελαστικότητα της ελληνικής αγοράς εργασίας» και φθάνοντας μέσω του ΣΕΒ να ζητούν ως και την κατάργηση των κατώτατων μισθών σε 4 νομούς της Μακεδονίας, ταυτόχρονα, σημειώνουν κερδοφορία – ρεκόρ : σύμφωνα με στοιχεία της “Eurostat” στον παγκόσμιο κατάλογο κερδοφορίας έρχονται μόλις δεύτεροι, με πρωταθλητές τα Μεξικανικά «αδελφικά» τους παράσιτα.
Είναι χαρακτηριστική για την προκλητικότητά της η περίπτωση της «Coca – Cola» που απολύει δεκάδες εργάτες, ενώ πέρσι είχε κέρδη τα οποία ξεπέρασαν τα 300 εκατομμύρια ευρώ («Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» 22/1/06).
Αυτή η πραγματικότητα αποδεικνύει μια απλή αλήθεια, που παρά το ότι οι απολογητές των αστών και οι ρεφορμιστές συνοδοιπόροι τους θα την αποκαλούσαν «μαρξιστική ιδεοληψία», συνάγεται με έναν φυσικό τρόπο μέσα από μια πρόχειρη ματιά στην οικονομία: η τάξη των καπιταλιστών δεν έχει να προσφέρει τίποτα στην κοινωνία, αντίθετα ο σύγχρονος ρόλος της είναι πηγή όλων των αδικιών των κοινωνικών δεινών και αδιεξόδων.
Αφού λοιπόν χρειάζεται να γίνουν απολύσεις για να σωθούν επιχειρήσεις όπως η «Coca – Cola», που παρά την υπερκερδοφορία τους κλείνουν παραγωγικά τους τμήματα και καταστρέφουν θέσεις εργασίας, τότε δεν χρειάζεται απαραίτητα οι απολύσεις να είναι μαζικές και να έχουν δυσβάσταχτο κοινωνικό κόστος. Αρκεί μόνο να απολυθούν τα λιγοστά – και σε αντίθεση με τους φτωχούς εργάτες – εξασφαλισμένα «μέχρι 10ης γενεάς» αφεντικά τους και να εμπιστευθούμε αυτές τις επιχειρήσεις στους εργάτες και σε ένα κράτος που θα το ελέγχουν τα εκλεγμένα τους όργανα. Κρατικοποίηση των επιχειρήσεων που κλείνουν, με εργατικό έλεγχο και διαχείριση και λειτουργία τους σαν τμήματα ενιαίων φορέων κατά κλάδο παραγωγής στο πλαίσιο μιας οικονομίας σχεδιασμένης για το κοινωνικό όφελος, να ποιος είναι ο μόνος τρόπος για τη σωτηρία των επιχειρήσεων και των εργαζόμενων που δουλεύουν σε αυτές, ο μόνος σίγουρος δρόμος για την εξάλειψη της ανεργίας και την εκτόξευση της οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής ευημερίας. Αυτή πρέπει να γίνει άμεσα και η κεντρική αγωνιστική διεκδίκηση του εργατικού κινήματος.
Ωράρια τύπου Eurobank – «ΔΕΚΟ» τύπου Θάτσερ
Στο σαφάρι της ασυδοσίας οι βιομήχανοι έχουν άξιους συμπαραστάτες τους τραπεζίτες. Έτσι υπό τις επευφημίες του υπ. Οικονομίας και με τη σύμφωνη γνώμη της ξεπουλημένης στους τραπεζίτες συνδικαλιστικής ηγεσίας των εργαζόμενων της «Eurobank», άνοιξε ο δρόμος για την ανεξέλεγκτη επέκταση του ωραρίου των τραπεζοϋπαλλήλων. Για το σκοπό αυτό μάλιστα μεθοδεύεται και η διάσπαση της Ομοσπονδίας των Τραπεζοϋπαλλήλων, της ΟΤΟΕ, με αυτουργό την εργοδοτική παράταξη ΑΣΚΕ, ώστε να αποδυναμωθούν οι αντιδράσεις των εργαζομένων στα σχέδια των τραπεζιτών για την πλήρη απελευθέρωση του ωραρίου, τα οποία ανοιχτά υποστήριξε με δηλώσεις του ο υπουργός Ανάπτυξης στις 20/1/06.
Παράλληλα συνεχίζονται οι αντεργατικές αλλαγές που εξυπηρετούν τα σχέδια ξεπουλήματος όλων των Δημόσιων επιχειρήσεων σε ντόπια και ξένα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα. Στην προσπάθεια όλες αυτές οι επιχειρήσεις να παραδοθούν στα μεγάλα αφεντικά με χαμηλό εργατικό κόστος, η κυβέρνηση πασχίσει να βιαστεί. Έχοντας ήδη νομοθετήσει την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων για χιλιάδες εργαζόμενους στις ΔΕΚΟ, εξήγγειλε την επέκταση της πρόσληψης υπαλλήλων Ιδιωτικού Δικαίου στο Δημόσιο, ετοιμάζει νέο νόμο για την περικοπή εργατικών κεκτημένων δικαιωμάτων (επιδομάτων κ.λ.π) και την εφαρμογή της απογευματινής λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών.
Και σαν να μην έφθαναν αυτά, με βάση τον νέο νόμο για τις ΔΕΚΟ, σταδιακά απελευθερώνονται τα τιμολόγια στις εισηγμένες στο χρηματιστήριο δημόσιες επιχειρήσεις (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, ΟΤΕ κ.λ.π) και στις συγκοινωνίες (βλ. νέα αύξηση στα εισιτήρια), ώστε να εξασφαλιστούν ακόμα μεγαλύτερα κέρδη στους μετόχους και τα υποψήφια αφεντικά τους. Τέλος, πάλι με βάση τον ίδιο νόμο, προγράμματα «εθελούσιας εξόδου» (βλέπε εξαναγκασμού σε απόλυση με κάποια ανταλλάγματα) χιλιάδων εργαζόμενων, ήδη εφαρμόζονται ( ΟΤΕ, ΔΕΗ) για να συρρικνωθεί κι άλλο το κόστος λειτουργίας τους. Με άλλα λόγια κάθε εργατική και κοινωνική κατάκτηση πάνω στο σημερινό αστικό κράτος, μετατρέπεται σε «αναχρονιστικό» προνόμιο ή «περιττή δαπάνη», με σκοπό τα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα να κυριαρχήσουν πλήρως πάνω σε όλες τις κερδοφόρες λειτουργίες του κράτους.
Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι ο καπιταλισμός τρέφεται σαν παράσιτο από τις σάρκες τις κοινωνίας, αποτελώντας ένα τεράστιο φρένο για την πρόοδο. Η διαπίστωση αυτή είναι ακόμα πιο αληθινή για τον σάπιο ελληνικό καπιταλισμό. Του λόγου το αληθές αποδεικνύει έρευνα του ΟΟΣΑ που δημοσιεύθηκε στον Τύπο στα μέσα Γενάρη και δείχνει πως η Ελλάδα, παρά το «πάρτι» κερδοφορίας των τελευταίων χρόνων, κατατάσσεται τελευταία σε επενδύσεις στην έρευνα, τις τεχνολογίες και τις καινοτομίες, στο πλαίσιο της «Ε.Ε των 25». Όταν τα υπερκέρδη δεν επενδύονται σε «σίγουρες δουλειές», δηλ. με εξασφαλισμένη εκ των προτέρων υψηλή κερδοφορία από την αρωγή του κράτους, μετατρέπονται σε κότερα, τζιπ, βίλες, καταθέσεις και τζόγο στο χρηματιστήριο. Η άνοδος μάλιστα του δείκτη της «Σοφοκλέους», με την δημιουργία νέων «φούσκων» που αργά ή σύντομα θα ξανασκάσουν, αποδεικνύει πως το κερδοσκοπικό όργιο του 1999-2000 δεν ήταν συγκυριακό φαινόμενο, αλλά ένα γνήσιο προϊόν του παρασιτισμού αυτού του συστήματος και της γεμάτης δομικές στρεβλώσεις ελληνικής μορφής του.
«Τρομο-υστερία» και καταστολή στα διεθνή πρότυπα
Η κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη δυσαρέσκεια και την άνοδο των αγώνων του εργατικού κινήματος, στρέφεται στην καλλιέργεια κλίματος τρομο-υστερίας, που θυμίζει το σκοτεινό καλοκαίρι του 2002. Με σύμμαχο τα ΜΜΕ επιχειρεί τη «δαιμονοποίηση» του πολιτικού χώρο των αναρχικών και βαφτίζοντας «αποτελεσματικότητα» την βαναυσότητα της αστυνομίας επιδιώκει την ενίσχυση του κοινωνικού προφίλ των δυνάμεων καταστολής, που της χρειάζονται περισσότερο από ποτέ για την αστυνόμευση των αγώνων του εργατικού κινήματος και της νεολαίας.
Στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων ήρθε και η υπογραφή συνθήκης που επιτρέπει την ελεύθερη έκδοση ελλήνων «υπόπτων» στις ΗΠΑ, ενώ το επιχειρούμενο πέρασμα του περιβόητου Αντικομουνιστικού Μνημονίου στο Συμβούλιο της Ευρώπης, δείχνει πως τα βέλη της διεθνούς καταστολής, μετά την νομιμοποίηση της παρακολούθησης των προσωπικών συνομιλιών, στρέφονται πλέον ξεκάθαρα στην πολιτική πρωτοπορία του εργατικού κινήματος.
Άνοδος των αγώνων
Οι εργαζόμενοι με την μεγάλη συμμετοχή στην γενική απεργία, στις απεργίες των ΔΕΚΟ και στους αγώνες των επιχειρήσεων που ιδιωτικοποιούνται ή κλείνουν, δείχνουν πως είναι αποφασισμένοι να σταθούν φραγμός στα κυβερνητικά σχέδια. Όμως η στάση της ηγεσίας της ΓΣΕΕ είναι καταδικαστική για το κίνημα. Αντί να ενώσει σε ένα μέτωπο όλους τους χώρους που χτυπιούνται, στη βάση ενός κλιμακούμενου αγωνιστικού προγράμματος δράσης, αντιδρά αμήχανα, αποσπασματικά και απρόθυμα μπροστά στην επέλαση της κυβέρνησης και του κεφαλαίου. Υπόσχεται διαρκώς ένα πρόγραμμα αγωνιστικής κλιμάκωσης που όμως οι εργαζόμενοι δεν βλέπουν ποτέ, αντίθετα, κάθε της αντίδραση είναι «κατόπιν εορτής» και έχει χαρακτήρα «για την τιμή των όπλων».
Στην σημερινή περίοδο όξυνσης της φτώχειας και έντονου φόβου των απολύσεων, καλέσματα αγώνα χωρίς συντονισμό, οργάνωση, στρατηγική κλιμάκωσης και αποφασιστικότητα δεν μπορούν να φέρουν αποτέλεσμα, ούτε να εμπνεύσουν τους εργαζόμενους. Η ηγεσία της ΓΣΕΕ, εξαιτίας του εθισμού της στην γραφειοκρατική ρουτίνα και τη συναίνεση, κάνει με τη στάση της τα πάντα, ώστε η οργή των εργαζόμενων να κοπάσει ανέξοδα για την κυβέρνηση.
Όμως όσο η πίεση στους εργαζόμενους από την κυβερνητική πολιτική θα μεγαλώνει, θα πολλαπλασιάζονται και οι πιέσεις στη συνδικαλιστική ηγεσία, με αποτέλεσμα μέρα με τη μέρα να κλονίζεται η θέση της. Αν η ηγεσία του ΠΑΜΕ είχε μια άλλη τακτική, μακριά από την παρούσα διαχωριστική, σεχταριστική τακτική που φθάνει στα όρια της εχθρότητας για τους ίδιους τους εργαζόμενους σε χώρους που δεν ελέγχονται από παρατάξεις του ΠΑΜΕ, αν ακολουθούσε μια στρατηγική διαρκούς ειλικρινής επιδίωξης ενός πραγματικού πανεργατικού Μετώπου, θα μπορούσε να συντομεύσει την ώρα της αποκαθήλωσης της παρούσας ανίκανης και συναινετικής πλειοψηφίας . Οι διαχωριστικές τακτικές αντίθετα έχουν έναν τριπλά επιζήμιο αποτέλεσμα αφού απογοητεύουν τους εργαζόμενους, διασπούν το κίνημα την ώρα της μάχης και εφοδιάζουν την συνδικαλιστική γραφειοκρατία με τα εύσημα της «ενωτική δύναμης».
Τη λύση σε αυτόν το «γόρδιο δεσμό» της ηγεσίας του κινήματος, πρέπει να τη δώσουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι με τη συσπείρωση τους στα σωματεία και την άσκηση πίεσης για να υπάρξει ενότητα στους αγώνες, πανεργατικός συντονισμός και κλιμάκωση του αγώνα ενάντια στην λιτότητα, την ακρίβεια, τις απολύσεις, την ανεργία, την χειροτέρευση των εργασιακών σχέσεων και τις ιδιωτικοποιήσεις.
Ταξική-σοσιαλιστική ενότητα της Αριστεράς
Ο πιο αποφασιστικός παράγοντας όμως που κάνει την αστική τάξη μέσω της κυβέρνησης της Ν.Δ, παρά την κοινωνική δυσαρέσκεια, να περνά την πολιτική των συμφερόντων της και να γίνεται θρασύτερη, είναι η πολιτική της ηγεμονία. Καθοριστικό ρόλο για την ύπαρξή της διαδραματίζει η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ που όχι μόνο αδιαφορεί για την τύχη των εργαζόμενων, αλλά μέρα με τη μέρα διαμορφώνει ένα σκηνικό συναίνεσης με την κυβέρνηση γύρω από μια σειρά αντιδραστικές αλλαγές στο Σύνταγμα, που στόχο έχουν την ενίσχυση των εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας, την κατάργηση της μονιμότητας και την επιστροφή στον απόλυτο ρουσφετολογικό μεσαίωνα στις τάξεις του Δημοσίου και την ιδιωτικοποίηση της Δωρεάν Εκπαίδευσης.
Το καθήκον όμως να χτιστεί από σήμερα μια νέα πολιτική λύση για τους εργαζόμενους είναι ζωτικό και δεν παίρνει αναβολή. Έτσι είναι ανάγκη κάθε αριστερός αγωνιστής να παλέψει ενεργά ενάντια στις δεξιές ρεφορμιστικές ιδέες και τους φορείς τους που κυριάρχησαν μέσα στο εργατικό κίνημα την προηγούμενη δεκαετία, ως αποτέλεσμα της υποχώρησης των αγώνων. Οι κύριοι φορείς τους σήμερα είναι η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και η δεξιά ανανεωτική πτέρυγα του ΣΥΝ και πρέπει να βγουν ηττημένες στις πολιτικές μάχες που έρχονται. Ενόψει μιας τέτοιας μάχης όπως οι δημοτικές εκλογές πρέπει να παλέψουμε για την ταξική – σοσιαλιστική ενότητα της Αριστεράς, που στις παρούσες συνθήκες μεταφράζεται σε ενότητα ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ και αριστερών στελεχών και υποστηριχτών του ΠΑΣΟΚ σε ενιαίους αγωνιστικούς συνδυασμούς. Αυτοί οι συνδυασμοί μπορούν να βάλουν τις βάσεις για την δημιουργία ενός μαζικού εργατικού κόμματος, απαλλαγμένου από τις αποτυχημένες και επιζήμιες συνταγές του ρεφορμισμού, που θα θέσει σαν στόχο την εφαρμογή ενός σοσιαλιστικού προγράμματος και την εγκαθίδρυση μιας γνήσιας εργατικής δημοκρατίας, σε μια πορεία για μια Σοσιαλιστική Ενωμένη Ευρώπη και την νίκη του σοσιαλισμού σε ολόκληρο τον κόσμο. Αξίζει λοιπόν να αφιερώσουμε από σήμερα όλες μας τις δυνάμεις για να χτίσουμε μια μαζική Μαρξιστική Τάση στο εργατικό κίνημα και τις οργανώσεις του που θα δουλέψει για αυτό το σκοπό.