Διαβάστε την πολιτική απάντηση της Τάσης μας στο «αμόκ» ρωσοφιλίας που έχει καταλάβει μεγάλα τμήματα των ηγεσιών της ελληνικής Αριστεράς.
(…) Ας υποθέσουμε ότι δυο χώρες πολεμούν ανάμεσά τους στην εποχή των αστικών, εθνικών και απελευθερωτικών κινημάτων. Ποιας χώρας της επιτυχία πρέπει να εύχεται κανείς από την άποψη της σύγχρονης δημοκρατίας; Βέβαια εκείνης της χώρας που η επιτυχία της θα σπρώξει πιο δυνατά και θα αναπτύξει πιο ορμητικά το απελευθερωτικό κίνημα της αστικής τάξης και που θα υποσκάψει περισσότερο την φεουδαρχία. Ας υποθέσουμε, σε συνέχεια, ότι το καθοριστικό στοιχείο της αντικειμενικής ιστορικής εποχής άλλαξε και τη θέση του κεφαλαίου, που παλεύει για εθνική απελευθέρωση, την κατέλαβε το διεθνές αντιδραστικό, το χρηματιστικό, το ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο. Η πρώτη από τις κυρίαρχες χώρες κατέχει, ας υποθέσουμε, τα 3/4 της Αφρικής ενώ η δεύτερη το 1/4. Το αντικειμενικό περιεχόμενο του πολέμου τους είναι το ξαναμοίρασμα της Αφρικής. Ποιας πλευράς την επιτυχία πρέπει να ευχόμαστε; Το πρόβλημα, όπως έμπαινε προηγούμενα, αποτελεί παραλογισμό, γιατί δεν ισχύουν σήμερα τα παλιά κριτήρια εκτίμησης: Δεν έχουμε ούτε μια πολύχρονη ανάπτυξη ενός αστικού απελευθερωτικού κινήματος, ούτε το πολύχρονο προτσές της κατάρρευσης της φεουδαρχίας. Δεν είναι δουλειά της σύγχρονης δημοκρατίας ούτε να βοηθήσει την πρώτη χώρα να κατοχυρώσει το «δικαίωμά» της στα 3/4 της Αφρικής, ούτε να βοηθήσει τη δεύτερη (έστω κι αν έχει αναπτυχθεί οικονομικά πιο γρήγορα από την πρώτη) να αποσπάσει αυτά τα 3/4.
Η σύγχρονη δημοκρατία θα παραμείνει πιστή στον εαυτό της μόνο στην περίπτωση που δεν θα προσχωρήσει σε καμία ιμπεριαλιστική αστική τάξη, στην περίπτωση που θα πει ότι «και οι δυο τους είναι η μια χειρότερη από την άλλη», στην περίπτωση που σε κάθε χώρα θα εύχεται την αποτυχία της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης. Κάθε άλλη λύση θα είναι στην πράξη εθνικοφιλελεύθερη και δεν θα έχει τίποτε το κοινό με τον αληθινό διεθνισμό. (…)
Το παραπάνω απόσπασμα, προέρχεται από το κείμενο του Λένιν «Κάτω από ξένη σημαία», (Β.Ι. Λένιν: Για τον πόλεμο και τη σοσιαλιστική επανάσταση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2013) που γράφτηκε το Γενάρη του 1915, για να απαντήσει στην επιλογή των ηγετών της 2ης Διεθνούς να υποστηρίξουν τις εθνικές κυβερνήσεις τους στην εμπλοκή τους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι ωστόσο εξαιρετικά επίκαιρο, γιατί απαντάει στο ερώτημα που θέτουν κάποιοι σύντροφοι στην ελληνική Αριστερά, «ποιας πλευράς πρέπει να ευχόμαστε τη νίκη;» στη σημερινή σύγκρουση μεταξύ της Ρωσίας που υποστηρίζει την αντιδραστική κυβέρνηση του Γιαννουκόβιτς και του μπλοκ ΕΕ-ΗΠΑ, που υποστηρίζουν τον εξίσου αντιδραστικό συνασπισμό της Αντιπολίτευσης (με προεξάρχοντες τους φασίστες) στην Ουκρανία.
Τις τελευταίες μέρες έχουν κάνει την εμφάνιση τους μια σειρά δημοσιεύματα σε αριστερές ιστοσελίδες, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την «Ίσκρα», που εκφράζει το Αριστερό Ρεύμα και την Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ, που περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτά εκφράζουν την θέση ότι η ελληνική και ευρωπαϊκή Αριστερά, πρέπει να λάβει θέση υπέρ της Ρωσίας και της ολιγαρχικής κλίκας του Γιαννουκόβιτς στη σύγκρουση αυτή (1). Ακόμη χειρότερα, κάποιοι αρθρογράφοι παίρνουν θέση από τη σκοπιά «των συμφερόντων της Ελλάδας» (2), σαν να έχουμε κοινά συμφέροντα με τους έλληνες καπιταλιστές και την ελληνική κυβέρνηση στη σύγκρουση αυτή.
Η λογική του «μικρότερου κακού», είναι η βασική μεθοδολογία των επιχειρημάτων αυτής της άποψης. Είναι όμως μια λογική που δεν έχει καμία σχέση με την μαρξιστική παράδοση στο συγκεκριμένο ζήτημα. Το μικρότερο κακό είναι η ήττα της πατρίδας, όταν συγκρούονται δύο ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, έλεγε ο Λένιν ο οποίος τοποθετούταν πάντα από τη σκοπιά των συμφερόντων της διεθνούς εργατικής τάξης και ποτέ της χώρας ή του έθνους.
Μπορεί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αντικειμενικά η ήττα του Χίτλερ και η νίκη των Συμμάχων να ήταν το μικρότερο κακό, μόνο όμως για το λόγο ότι ο Χίτλερ είχε επιτεθεί στην ΕΣΣΔ, τη μόνη πατρίδα που είχαν οι εργάτες σε όλο τον κόσμο, και όχι γιατί οι Σύμμαχοι υπεράσπιζαν τάχα την αστική δημοκρατία απέναντι στο φασισμό. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή οι Σύμμαχοι είχαν κηρύξει τον πόλεμο στην ΕΣΣΔ, οι κομμουνιστές θα έπρεπε να έχουν καλέσει τους εργάτες σε όλο τον κόσμο να παλέψουν για την ήττα των Συμμάχων, ενώ αν ο πόλεμος ήταν μόνο μεταξύ των Συμμάχων και του Άξονα, οι εργάτες σε κάθε χώρα θα έπρεπε να παλέψουν για την ήττα της δικής τους πατρίδας και τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο.
Ας περάσουμε όμως από τις ιστορικές αναλογίες, στην συγκεκριμένη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σήμερα. Τι θα σήμαινε για τις εργαζόμενες μάζες και τους λαούς της Ουκρανίας μια νικηφόρα επέμβαση του Ρώσικου ιμπεριαλισμού, σαν αυτή που εύχονται οι σύντροφοι της ηγεσίας του ΑΡ; Θα σήμαινε βέβαια όχι ειρήνευση στην περιοχή, αλλά την πλήρη αποσταθεροποίηση της, την κατρακύλα σε ακόμη χειρότερη βαρβαρότητα και πάνω από όλα, την διάσπαση των εργαζόμενων μαζών της Ουκρανίας σε εθνικές και γλωσσικές γραμμές, όπως έγινε στα Βαλκάνια μετά την κατάρρευση της Ενιαίας Γιουγκοσλαβίας.
Αυτή η εξέλιξη θα βάθαινε τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις λαϊκές μάζες των διαφορετικών εθνοτήτων, θα αποτελούσε εύφορο έδαφος για την επικράτηση των εθνικισμών και φαινομένων τρομοκρατίας με εθνικά και φυλετικά κριτήρια, ή ακόμα και ενός εμφυλίου πολέμου σε εθνικές γραμμές, σαν τη Βοσνία κλπ. Και βέβαια αντικειμενικά θα αδυνάτιζε την δυνατότητα της πολυδιασπασμένης Ουκρανικής εργατικής τάξης να απελευθερωθεί από τα καπιταλιστικά δεσμά που την έχουν ρίξει στο σημερινό επίπεδο αθλιότητας, αλλά και της εργατικής τάξης των γειτονικών χωρών, που θα έμπαιναν σε έναν κυκεώνα αποσταθεροποίησης.
Και σε αυτό το έγκλημα απέναντι στην διεθνή εργατική τάξη, οι «ρωσόφιλοι» σύντροφοι, θέλουν να αποκτήσει συνευθύνη η ελληνική και ευρωπαϊκή Αριστερά! Κάτι τέτοιο θα έκανε τους λαούς της περιοχής να απομακρυνθούν ακόμα περισσότερο από την Αριστερά, συσσωρεύοντας μια νέα αρνητική εμπειρία πάνω στα τραγικά εγκλήματα του σταλινισμού, που έχουν διευκολύνει την επιρροή του εθνικιστικού δηλητηρίου ανάμεσα στις λαϊκές μάζες στο πρώην ανατολικό μπλοκ.
Από την άλλη πλευρά, μια πιθανή υποστήριξη σε μια πολεμική επέμβαση από τη Ρωσία προς την Ουκρανία, δήθεν για να υπερασπιστεί τις εθνικές μειονότητες της περιοχής, είναι ίδια στη λογική της με μια υποστήριξη στους «ανθρωπιστικούς πολέμους» που διεξάγουν οι ΝΑΤΟικές δυνάμεις σε διάφορες χώρες ανά την υφήλιο. Με τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα, θα μπορούσε να υπερασπιστεί κανείς την επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Σερβία για να υπερασπιστεί τους Κοσσοβάρους από τις διώξεις του Μιλόσεβιτς και των Σέρβων εθνικιστών, την επέμβαση στη Συρία για να προστατευθούν οι θρησκευτικές μειονότητες από τους Ισλαμοφασίστες που έχουν πάρει το πάνω χέρι στον «Συριακό Απελευθερωτικό Στρατό» και βεβαίως θα μπορούσε να υποστηριχθεί και η Τουρκική επέμβαση στην Κύπρο το 1974, προκειμένου ο Τούρκικος στρατός να προστατεύσει τους Τουρκοκύπριους από την πιθανότητα να επαναληφθούν οι σφαγές της ΕΟΚΑ Β’, από το καθεστώς που ανέκυψε τότε, με τη στήριξη της Ελληνικής Χούντας. Ένας διαμελισμός της Ουκρανίας στα πρότυπα της Κύπρου είναι μια πιθανή εξέλιξη από μια τέτοια επέμβαση στις σημερινές συνθήκες. Ελπίζουμε οι σύντροφοι, να αντιλαμβάνονται πόσο καταστροφική θα ήταν για την Αριστερά μια τέτοια θέση και τι είδους προηγούμενο θα δημιουργήσει η υιοθέτηση της από την ελληνική και διεθνή Αριστερά.
Χρέος των Ουκρανών και των Ρώσων εργατών, δεν είναι να στρατευτούν κάτω από καμία ταξικά ξένη σημαία, αλλά να παλέψουν αδελφωμένοι, ενάντια σε κάθε εθνικό διαχωρισμό, ενάντια σε κάθε ξένη στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία, και για τη συντριβή των Φασιστών, στηριγμένοι μόνο στις δικές τους δυνάμεις, τις δικές τους οργανώσεις, τις δικές τους πολιτοφυλακές. Να παλέψουν για την απόσπαση της κυριαρχίας από όλες τις αντιμαχόμενες κλίκες της Ουκρανικής ολιγαρχίας, φιλορώσικης ή φιλοδυτικής, για την εργατική δημοκρατία και το σοσιαλισμό. Και χρέος δικό μας να τους δείξουμε τη σημαία του προλεταριακού διεθνισμού και όχι του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστή.
(1) Ενδεικτικά παραθέτουμε:
«ΜΕ ΤΗ ΡΩΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΥΤΙΝ ΛΟΙΠΟΝ;»
ΤΟ ΚΚΕ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΑ Κ.Κ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ ΚΑΙ Κ.Κ ΡΩΣΙΑΣ, ΣΤΗ ΓΡΑΜΜΗ “ΤΩΝ ΙΣΩΝ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΝ”.
(2) ΟΥΚΡΑΝΙΑ: ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΗΤΤΑ ΤΗΣ «ΔΥΣΗΣ»