ΣΥΡΙΖΑ: η «ΠΑΣΟΚοποίηση» στην πολιτική φέρνει «ΠΑΣΟΚοποίηση» και στην επιρροή στους εργαζόμενους
Οι ραγδαίες εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ με την ανακοίνωση της παραίτησης του Αλέξη Τσίπρα, μας επιβάλουν αντικειμενικά να αναλύσουμε το εκλογικό αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ πολύ περισσότερο από εκείνο των άλλων κομμάτων.
Για τις υποκριτικές μοιρολογίστρες που παροικούν στις κορυφές της Αριστεράς και από το βράδυ της 15ης Ιουνίου μας καλούν να θρηνήσουμε, μια εκλογική νίκη της Δεξιάς, ανεξάρτητα από το αν έχασε ή κέρδισε ψήφους και πόσες, ανεξάρτητα από το αν αυτή συντελείται σε μια γενική φάση ανόδου ή υποχώρησης των μαζικών αγώνων, αυτόματα πρέπει να οδηγεί και στο συμπέρασμα ότι μπροστά στα μάτια μας συντελείται «συντηρητικοποίηση», «δεξιά στροφή» ή ακόμα και «εκφασισμός» της κοινωνίας. Ο λόγος για την «αυτοματοποιημένη» αυτή απλούστευση που λαμβάνει τον χαρακτήρα «τικ» μετά από κάθε νίκη της Δεξιάς στις εκλογές, δεν είναι άλλος από την υπαρξιακή τους ανάγκη να ρίξουν τις ευθύνες για την εκλογική νίκη της Δεξιάς, όσο γίνεται πιο μακριά από τις αριστερές ηγεσίες, στους απλούς εργαζόμενους.
Σε αντίθεση με τις ένοχες απλουστεύσεις των απολογητών των αριστερών ηγεσιών, υπάρχουν εκλογικές νίκες της Δεξιάς οι οποίες δεν οφείλονται σε δεξιά στροφή της κοινωνίας, αλλά αποκλειστικά στις ήττες που προκαλούν οι πολιτικές των ηγεσιών της Αριστεράς. Στην προκειμένη περίπτωση των εκλογών της 25ης Ιούνη, η ΝΔ κέρδισε γιατί έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος με τη σειρά του, έχασε εκ νέου, αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας της πολιτικής της ηγεσίας του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε στις 25 Ιούνη ποσοστό 17,83%, 930 χιλιάδες ψήφους και 48 έδρες. Δηλαδή μέσα σε μόλις ένα μήνα, έχασε ποσοστό 2,24% και 255 χιλιάδες ψήφους. Τον ΣΥΡΙΖΑ του Ιούνη του 2023 τον χωρίζει πλέον ένα μεγάλο χάσμα επιρροής από τον ΣΥΡΙΖΑ των εκλογών του 2019: 850 χιλιάδες ψήφοι και 13,7 ποσοστιαίες μονάδες! Η γενική εικόνα της πτώσης της εκλογικής επιρροής του κόμματος μπορεί να περιγραφεί με έναν όρο: ταχύτατη «ΠΑΣΟΚοποίηση».
Και η περαιτέρω ανάλυση του εκλογικού αποτελέσματος του ΣΥΡΙΖΑ στις 25 Ιούνη, οδηγεί ακόμα περισσότερο σ’ αυτό το συμπέρασμα. Η εκλογική απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ συγκεκριμένα στην εργατική τάξη έχει πλέον υποστεί πολύ μεγάλα πλήγματα, αρχίζοντας να θυμίζει την ανάλογη καθίζηση του ΠΑΣΟΚ στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, η οποία σε αποφασιστικό βαθμό έχει καθορίσει και τον αυξημένο βαθμό του αστικού του εκφυλισμού.
Έτσι, στις εκλογικές περιφέρειες της Αθήνας με αυξημένο εργατικό πληθυσμό όπως η Β’ Πειραιά και ο Δυτικός τομέας της Β’ Αθήνας, ο ΣΥΡΙΖΑ απώλεσε σε σχέση με το 2019 πάνω από το 50% της εκλογικής του δύναμης, χάνοντας 30 χιλιάδες και 42 χιλιάδες ψήφους αντίστοιχα.
Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία του exit poll, στο σύνολο των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα σε 4 χρόνια (Ιούλιος 2019-Ιούνιος 2023) απώλεσε σχεδόν το 50% της εκλογικής δύναμής του, πέφτοντας από το 30% στο 16,8% και πλέον τον χωρίζουν μόλις 5 μονάδες από το ΠΑΣΟΚ που από 7% με μια αξιοσημείωτη άνοδο έφτασε στο 11,5%,. Αξίζει να τονίσουμε εδώ, απαντώντας στους θιασώτες της θεωρίας της συντηρητικοποίησης και της δεξιάς στροφής της εργατικής τάξης, ότι στο ίδιο διάστημα η ΝΔ στους μισθωτούς έπεσε από 38% στο 30,8%. Επίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε πάνω από το 50% της επιρροής του στο ίδιο διάστημα στους άνεργους (από 42% στο 19,2%), ενώ η πτώση του στους δημοσίους υπαλλήλους ήταν επίσης μεγάλη (από 37 στο 21,5%). Το ίδιο συνέβη και με το μέχρι χθες «ισχυρό χαρτί» του, την επιρροή στους νέους από 17 έως 24 ετών, η οποία έπεσε από το 36% στο 19,3%.
Αυτά τα στοιχεία διαψεύδουν συντριπτικά την πολιτική-στρατηγική επιλογή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ που βρίσκεται στον πυρήνα της δεξιάς της στροφής, η οποία κλιμακώθηκε με την άνοδό της στην κυβέρνηση, με ιδιαίτερη σφοδρότητα από το καλοκαίρι του 2015 και μετά: τη στροφή στο «μεσαίο χώρο» και την απόπειρα διείσδυσης στη λεγόμενη μεσαία τάξη. Κι ενώ όπως μόλις είδαμε, αυτή η στρατηγική επιλογή απέφερε εκλογική πανωλεθρία στην εργατική τάξη, το ίδιο σχεδόν συνέβη και στη «μεσαία τάξη» και τους νέους, με το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ στους αγρότες να πέφτει από το 26% στο 13,4% και στους ελεύθερους επαγγελματίες από το 27% στο 16%.
Γιατί η «μήτρα» της κατάρρευσης είναι η προδοσία του 2015 και η δεξιά κυβερνητική πολιτική
Ποιο ήταν το καθοριστικό πολιτικό ορόσημο από το οποίο ξεκίνησε η εξελικτική διαδικασία της κατάρρευσης της απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ στην εργατική τάξη; Όπως έχουμε επανειλημμένα τονίσει, αυτό δεν είναι άλλο από το καλοκαίρι του 2015, με την προδοσία από τον Αλέξη Τσίπρα και την ηγετική ομάδα του, της ίδιας της υπόσχεσής τους ότι θα σεβαστούν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Αυτή η προδοσία και η μεγάλη δεξιά στροφή που σηματοδοτούσε για ένα κόμμα που έφερε τον τίτλο «Ριζοσπαστική Αριστερά», οδήγησε μεγάλα τμήματα των εργαζόμενων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων στο συμπέρασμα ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολιτικά αναξιόπιστη, ένα συμπέρασμα που εκείνη με τη στάση της, τους το επιβεβαίωσε επανειλημμένα στα χρόνια που ακολούθησαν.
Εδώ οι απολογητές της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ σίγουρα θα θεωρήσουν αναγκαίο να μας αντιτάξουν το ακόλουθο λογικοφανές ερώτημα: Πως μπορεί ένα γεγονός που συνέβη πριν από 8 χρόνια να είναι το καθοριστικό για μια εκλογική κατάρρευση που συνέβη φέτος; Για να απαντήσουμε ολοκληρωμένα και ξεκάθαρα σ’ αυτό το ερώτημα, είναι ανάγκη να εξηγήσουμε τη δική μας, τη μαρξιστική, διαλεκτική μέθοδο εξέτασης ενός καθοριστικού ζητήματος, του ζητήματος της πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης. Θεωρούμε ότι η μέθοδος αυτή είναι η μόνη που μπορεί να κάνει δυνατή την κατανόηση των πραγματικών αιτιών που διαμορφώνουν την εργατική συνείδηση προς τη μία ή την άλλη πολιτική κατεύθυνση.
Η ανθρώπινη συνείδηση γενικότερα, είναι συντηρητική. Κατά κανόνα, αντανακλά αργοπορημένα τις εξελίξεις και τις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στην υλική πραγματικότητα. Μέσα στο πλαίσιο αυτού του γενικού κανόνα, η πολιτική συνείδηση των εργατικών μαζών δεν ακολουθεί μια ευθύγραμμη πορεία, ούτε αποτυπώνει αμέσως και αυτόματα ό,τι συμβαίνει στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Οι διάφορες φάσεις μέσα από τις οποίες περνά, διαμορφώνονται μέσα από μια αντιφατική εξελικτική διαδικασία με ποιοτικές και ποσοτικές αλλαγές, άλματα όπως οι επαναστάσεις στο πλαίσιο των οποίων η εργατική συνείδηση συγχρονίζεται βίαια με τις αλλαγές που έχουν ήδη συμβεί στην κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, αλλά και πισωγυρίσματα. Σ’ αυτή τη διαδικασία αποφασιστικό ρόλο διαδραματίζουν τα μεγάλα γεγονότα, εγχώρια και διεθνή, αλλά και άλλοι παράγοντες όπως η κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι μαζικές εργατικές οργανώσεις, η ζωντανή πείρα των μαζών από τις πολιτικές επιλογές των ηγεσιών τους, ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ αυτών των οργανώσεων και των πολιτικών δυνάμεων του ταξικού αντιπάλου κ.α.
Έχοντας διασαφηνίσει τη δική μας γενική μέθοδο προσέγγισης του ζητήματος, αξίζει να ξαναθυμηθούμε τη συγκεκριμένη πορεία που ακολούθησε ως σήμερα η κατάρρευση της απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ στην εργατική τάξη, ανά εκλογική διαδικασία. Τον Γενάρη του 2015, ψηφίζοντας μαζικά ένα αριστερό πρόγραμμα (γεμάτο βέβαια από χτυπητά «κενά», αντιφάσεις και ανακολουθίες) οι εργαζόμενοι και τα φτωχά λαϊκά στρώματα φέρνουν τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση με ποσοστό 36,34% και 2,25 εκατομμύρια ψήφους. Μετά την υποταγή στην τρόικα, τον Σεπτέμβρη του 2015, το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ επιβιώνει με μικρές μεν ποσοστιαίες απώλειες, και διαμορφώνεται στο 35,46%, αλλά σε απόλυτο αριθμό ψήφων το κόμμα υφίσταται την αξιοσημείωτη απώλεια των 330 χιλιάδων ψήφων μέσα σε 9 μήνες, πέφτοντας στο 1,92 εκατομμύριο ψήφους.
Τον Ιούλιο του 2019, μετά από 4 χρόνια εφαρμογής στην κυβέρνηση μιας γενικά δεξιάς πολιτικής, η οποία επιχειρείται να μετριαστεί με έκτακτα επιδόματα σε άνεργους και συνταξιούχους και με μια μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού προς το τέλος της κυβερνητικής θητείας, το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ πέφτει ακόμα περισσότερο και φτάνει στο 31,53%, με τις ψήφους του να μειώνονται κι άλλο, κατά 160 χιλιάδες, φτάνοντας στο 1,78 εκατομμύριο. Για να φτάσουμε τελικά στο 2023, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ υφίσταται εκλογική κατάρρευση χάνοντας σε σύγκριση με το 2019 σχεδόν το 48% της δύναμης του!
Το γεγονός ότι η κατάρρευση δεν συντελέστηκε στην κυβέρνηση, αλλά στην αντιπολίτευση, έχει οδηγήσει σε μια φυσιολογική, ως έναν βαθμό, σύγχυση. Αξιοποιώντας αυτή τη σύγχυση, οι απολογητές της δεξιάς στροφής της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, επιχειρούν να αθωώσουν τα έργα της στην κυβέρνηση. Με αυτόν τον τρόπο, επιχειρούν να «τεμαχίσουν» την αδιάσπαστη ενότητα στη βάση κοινών δεξιών αντιλήψεων και επιλογών που υπάρχει μεταξύ των δυο περιόδων της δεξιάς στροφής, της κυβερνητικής και της αντιπολιτευτικής περιόδου, και να ενοχοποιήσουν αποκλειστικά τη δεύτερη, ώστε να αποδώσουν το κακό, μόνο σε «άστοχες δηλώσεις στελεχών», «νοοτροπίες» και όχι σε δεξιές επιλογές οι οποίες απέδειξαν την καταστροφική τους ουσία με κυβερνητική εφαρμογή.
Όμως, καταρχάς, τα στοιχεία για τη διακύμανση της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ που μόλις αναφέραμε, μαρτυρούν ότι η εκλογική πτώση του ΣΥΡΙΖΑ είχε ήδη ξεκινήσει αμέσως μετά την κλιμάκωση της δεξιάς του στροφής, από την περίοδο που βρισκόταν στην κυβέρνηση. Έτσι, από τον Γενάρη του 2015 μέχρι τη στιγμή που πέρασε στην αντιπολίτευση, τον Ιούλιο του 2019, ο «κυβερνητικός» ΣΥΡΙΖΑ είχε ήδη χάσει 465.000 ψήφους. Δηλαδή είχε ήδη εισπράξει μια γερή αποδοκιμασία για τη δεξιά του στροφή. Ο μόνος λόγος για τον οποίο αυτή η αποδοκιμασία από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα δεν ήταν ακόμα μεγαλύτερη, ήταν η απουσία οποιασδήποτε άλλης ορατής κυβερνητικής λύσης από τ’ αριστερά απέναντι στη ΝΔ.
Σ’ αυτό το σημείο, χρειάζεται να τονίσουμε ότι τα εκλογικά αποτελέσματα δεν είναι ο ασφαλέστερος δείκτης για να καταλάβει κανείς τους δεσμούς της εργατικής τάξης μ’ ένα κόμμα και τη στάση της έναντι της πολιτικής του. Η δυσαρέσκεια της εργατικής τάξης και της νεολαίας για τη μεγάλη δεξιά στροφή του ΣΥΡΙΖΑ μετά το καλοκαίρι του 2015 αποτυπωνόταν έντονα στην πολύ αδύναμη επιρροή των δυνάμεών του στους χώρους της εργατικής τάξης και της νεολαίας, στα συνδικάτα και τους φοιτητικούς συλλόγους, όπου η επιρροή του ήταν παντού χαμηλότερη, όχι μόνο από το ΚΚΕ, αλλά ακόμα και αυτό το λαομίσητο ΠΑΣΟΚ. Αυτή η πολύ αδύναμη επιρροή «κραύγαζε» για τον ερχομό της μελλοντικής εκλογικής κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ, στο βαθμό που δεν θα είχαμε μια δραματική αλλαγή στην πολιτική του κόμματος στη θητεία του ως αντιπολίτευση.
Ο εφησυχασμός και η πολιτική αυτοϊκανοποίηση μετά τον Ιούλιο του 2019
Μετά την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιουλίου του 2019 όμως, ο Τσίπρας και η ηγετική του ομάδα κάνουν ένα ακόμα μοιραίο λάθος, αποδεικνύοντας για πολλοστή φορά την πολιτική τύφλωση και τη μεγάλη απόσταση που χωρίζει τους καριερίστες ρεφορμιστές ηγέτες από την πραγματική συνείδηση και τη ζωή της εργατικής τους βάσης. Με μια ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων που συνιστούσε τυπικό κράμα εκτιμήσεων μαθητευόμενου πολιτικού ρεπόρτερ και αλαζόνα γραφειοκράτη, ο «χαρισματικός» αρχηγός, υποτιμώντας τη διαδικασία πτώσης της απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ που βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη και αγνοώντας τα (προφανή για κάθε απλό εργαζόμενο) αληθινά της αίτια, δηλαδή τη δεξιά στροφή, συμπέρανε ότι αφού το κόμμα διατήρησε μετά από 4 χρόνια στην κυβέρνηση ένα ποσοστό άνω του 30%, θα είναι εύκολο ως αντιπολίτευση να φτάσει ξανά κοντά στο 35-40% για να ξαναδιεκδικήσει την κυβέρνηση.
Όπως απέδειξε τα επόμενα χρόνια η ίδια η «αντιπολιτευτική» τακτική του ΣΥΡΙΖΑ, ο Τσίπρας μετά την ήττα του 2019 συμπέρανε ότι το μόνο που είχε να κάνει ως αντιπολίτευση ήταν να βρει ένα νέο «αφήγημα» (σ.σ: δηλαδή παραμύθι, για να το πούμε με την πραγματική του ονομασία, γιατί, χωρίς καμία πικρόχολη διάθεση, αυτή είναι η αληθινή πολιτική σημασία της λέξης σύμφωνα με την ίδια την εξήγηση που δίνουν οι ρεφορμιστές που την χρησιμοποιούν). Ένα «αφήγημα» που να παντρεύει από τη μία πλευρά τη δεξιά στροφή προς τον μεσαίο χώρο και να εγγυάται τα ήδη κατατεθειμένα διαπιστευτήρια νομιμότητας στο καθεστώς και την άρχουσα τάξη, και από την άλλη, αποσπασματικά αριστερά συνθήματα για μεταρρυθμίσεις που θα δείχνουν έναν ορισμένο βαθμό (άτολμης) ανταπόκρισης στις ανάγκες και τις διεκδικήσεις των εργαζόμενων.
Όμως οι ανάγκες των εργαζόμενων αποδείχθηκαν πολύ διαφορετικές και οι απαιτήσεις από ένα κόμμα στο οποίο στήριξαν τις ελπίδες τους υπήρξαν πολύ μεγαλύτερες από αυτό που φαντάστηκε η «χαρισματική» του ηγεσία. Η επίθεση της κυβέρνησης της ΝΔ από τον Ιούλιο του 2019 και μετά στο εισόδημα και τα βασικά τους δικαιώματα δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί με μια απλή αναθεώρηση του ηγετικού «αφηγήματος» από τ’ αριστερά. Ειδικά μια ηγεσία που είχε ήδη αποδειχθεί εντελώς αναξιόπιστη στα μάτια της εργατικής τάξης, με καθοριστικό σταθμό το καλοκαίρι του 2015 και με ανάλογη συνέχεια στην κυβερνητική της θητεία, ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να παγιώσει το 31,5% του 2019 και να χτίσει πάνω του μια σύντομη επάνοδο στην κυβέρνηση, ήταν πολύ δυσκολότερος από ό,τι φανταζόταν ο Τσίπρας, και στην πραγματικότητα ήταν ακατάλληλος για ρεφορμιστές καριερίστες. Αυτός ο μόνος τρόπος ήταν η γενναία αυτοκριτική για την προδοσία του 2015 και τη δεξιά κυβερνητική πολιτική, και μια αποφασιστική στροφή στ’ αριστερά, με ένα νέο πρόγραμμα ρήξης με την άρχουσα τάξη και την τρόικα, αλλά και με μια ενεργή και μαχητική αντιπολίτευση στην κυβέρνηση της Δεξιάς.
Γιατί η κατάρρευση ήρθε στην αντιπολίτευση
Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι για τους εργαζόμενους και τη νεολαία, αποτελεσματική αντιπολίτευση δεν σημαίνει ανέξοδοι λόγοι με περισσότερη αριστερή «σάλτσα» στη Βουλή ή αριστερά προγραμματικά κείμενα που ψηφίζονται βαριεστημένα στα κομματικά συνέδρια για να καταχωνιαστούν αργότερα και να περάσουν στη λήθη. Αποτελεσματική αντιπολίτευση για εκείνους σημαίνει έμπρακτη προσπάθεια κινητοποίησης μαζών στους δρόμους, με σκοπό να συντομεύσει ο χρόνος των μαρτυρίων τους από μια κυβέρνηση της Δεξιάς.
Όμως μια τέτοια επιλογή δεν ήταν στις προθέσεις του Τσίπρα και των λοιπών ηγετών του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί θα μπορούσε να ξαναφέρει το κόμμα στην κυβέρνηση πάνω στη «ράχη» ενός απαιτητικού μαζικού κινήματος, το οποίο εξαρχής θα πίεζε ασφυκτικά για ριζικές φιλεργατικές αλλαγές και ρήξη με την άρχουσα τάξη. Αυτό είναι ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που οργανικά επιθυμούν οι ρεφορμιστές καριερίστες, δηλαδή μια ειρηνική, φιλήσυχη κυβερνητική σταδιοδρομία στο αστικό κράτος, με τους εργαζόμενους σε ρόλο θεατή των εξελίξεων, να περιμένουν έλεος από «χαρισματικούς» αρχηγούς.
Το γνωστό «επιχείρημα» των απολογητών της ηγεσίας ότι ο «κόσμος δεν ήθελε μια τέτοια αντιπολίτευση» συγκρούεται με την πραγματικότητα. Στις 3 γενικές απεργίες των ετών 2021-22 και στα 2 πολύ μαζικά αντικυβερνητικά κινήματα, εκείνο ενάντια στην αστυνομική βία και ιδιαίτερα εκείνο για τα Τέμπη, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να λάβει τις αναγκαίες πρωτοβουλίες για μια αληθινά αποτελεσματική αντιπολίτευση.
Αλλά, εκτός από εκφώνηση δηλώσεων συμπάθειας και τη συμβολική κινητοποίηση ενός πολύ μικρού αριθμού μελών του, στην κυριολεξία, δεν έκανε απολύτως τίποτα. Μάλιστα κατά έναν ειρωνικό τρόπο, η μόνη πρωτοβουλία που πήρε απευθυνόμενη στις μάζες ήταν η απόπειρα κινητοποίησης ψηφοφόρων του κόμματος για συμμετοχή στη διαδικασία-παρωδία της επανεκλογής Τσίπρα στην προεδρία χωρίς αντίπαλο, επιβεβαιώνοντας στους εργαζόμενους την εντύπωση ότι αυτή η ηγεσία είναι διατεθειμένη να κινητοποιήσει μόνο χειροκροτητές για τον εαυτό της και όχι αγωνιζόμενους ανθρώπους ενάντια στη Δεξιά και τον καπιταλισμό.
Η «ιδανική» συγκυρία για την κατάρρευση και ο μηχανισμός εκδήλωσής της
Και πάλι εδώ ένας φανατικός απολογητής της «χαρισματικής» πολιτικής του Αλέξη Τσίπρα θα μπορούσε να μας αντιτείνει: «Και γιατί στις 21 Μάη δεν συνέβη από που συνέβη το 2019 και ο ΣΥΡΙΖΑ που αντιπροσώπευε τη μόνη εναλλακτική κυβερνητική λύση στη Δεξιά εγκαταλείφθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις εργατικές μάζες; Άρα έχουμε δεξιά στροφή της κοινωνίας!». Η απάντηση στην ένοχα απλοϊκή αυτή άποψη, είναι σχετικά απλή για όποιον έχει στοιχειώδη επαφή με την ζωή και τη συνείδηση των εργαζόμενων. Ας την αναπτύξουμε στοιχειωδώς εδώ, βλέποντας το πώς ακριβώς εξελίχθηκε η διαδικασία που οδήγησε στην εκδήλωση αυτής της από καιρό επαπειλούμενης κατάρρευσης της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ σε δυο δόσεις, τον Μάη και τον Ιούνη.
Σε ολόκληρη την προεκλογική περίοδο, ακόμα και οι πιο φιλικές στον ΣΥΡΙΖΑ δημοσκοπήσεις, αποτύπωναν μια σίγουρη επικράτηση για τη ΝΔ και παρέπεμπαν επαναλαμβανόμενα σε ποσοστά για τον ΣΥΡΙΖΑ που βρίσκονταν, ακόμα και στην καλύτερη εκδοχή τους, αισθητά κάτω από το ποσοστό του 2019. Σ’ αυτές τις συνθήκες, η εναλλακτική κυβερνητική λύση που πρόβαλε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή η «προοδευτική κυβέρνηση» με το καταδικασμένο στη συνείδηση της μεγάλης πλειονότητας των εργαζόμενων και της νεολαίας ΠΑΣΟΚ, δεν ενθουσίασε κανέναν εργαζόμενο και νέο. Επιπλέον, η βεβαιότητα ότι θα οδηγηθούμε σε μια δεύτερη διαδοχική εκλογική αναμέτρηση, έκανε την ψήφο τον εργαζόμενων και των νέων ακόμα πιο «χαλαρή».
Έχοντας λοιπόν ήδη απογοητεύσει τις εργατικές μάζες με τη δεξιά στροφή της στην κυβέρνηση αλλά και με την (μη) «αντιπολίτευσή» της στη ΝΔ, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε εκτεθειμένη σε μια συγκυρία ιδανική για να πυροδοτηθεί η εκρηκτική ύλη δυσαρέσκειας και αμφισβήτησης που συσσωρευόταν 8 χρόνια κάτω από τα πόδια της και να εκδηλωθεί η εκλογική κατάρρευση. Το μέγεθος της πολιτική αναξιοπιστίας της ανάμεσα στους εργαζόμενους αποδείχθηκε τεράστιο, τινάζοντας στον αέρα όλες τις βασικές στρατηγικές εκτιμήσεις και τις τακτικές της.
Η πτώση στις εκλογές της 21ης Μάη ήταν τόσο εντυπωσιακή, που εξέπληξε ακόμα και τους ίδιους τους εργαζόμενους ψηφοφόρους που εγκατέλειψαν τον ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα όμως, η τεράστια πλέον απόσταση που άρχισε να χωρίζει τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ από εκείνα της ΝΔ, διαμόρφωσε μια νέα πραγματικότητα, που τους αφαίρεσε κάθε κίνητρο για να ξαναψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ στις 25 Ιουνίου. Επιπλέον, οδήγησε ακόμα περισσότερους στην αποχή ως αποτέλεσμα της μαζικής πολιτικής απογοήτευσης από την απουσία μιας ορατής εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης στη Δεξιά. Και τα υπόλοιπα είναι πλέον Ιστορία.
Μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να ανακάμψει στις 25 Ιούνη;
Υπήρχε κάποιος τρόπος οι απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ στις 21 Μάη να καλυφθούν, έστω εν μέρει, στην δεύτερη διαδοχική κάλπη του Ιούνη; Στη θεωρία, φυσικά και υπήρχε! Στη βάση μιας ειλικρινούς και εφ’ όλης της ύλης αυτοκριτικής για όλες τις συστημικές, μνημονιακές και δεξιές πολιτικές, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση ενός προγράμματος ρήξης με τη Δεξιά και την άρχουσα τάξη που θα προπαγανδίζεται με μια εκστρατεία μαζικών συγκεντρώσεων στις εργατικές και λαϊκές γειτονιές, θα μπορούσε το 20% να ξαναγίνει 25 και 30%, ξαναφέρνοντας την ελπίδα στους εργαζόμενους. Όμως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, στο σύνολό της και όχι μόνο ο Αλέξης Τσίπρας, έχει αποδείξει ότι είναι οργανικά ανίκανη να ακολουθήσει αυτόν το δρόμο. Έτσι ήταν καταδικασμένη να οδηγήσει το κόμμα σε μια ακόμα βαριά ήττα.
Αυτό ακριβώς έκανε με τα συμπεράσματα, τη στάση και την τακτική της η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κατά την τελευταία προεκλογική περίοδο. Έτσι, οργάνωσε μια «συνεδρίαση» της Κεντρικής Επιτροπής, στην οποία ο Αλέξης Τσίπρας εκφώνησε έναν λόγο γεμάτο κορώνες ενοχοποίησης της «ελληνικής κοινωνίας», χωρίς να ξεκαθαρίζει στοιχειωδώς το ποιες είναι συγκεκριμένα οι πολιτικές ευθύνες που υποκριτικά ο ίδιος ανέλαβε, και μετά δεν επιτράπηκε σε κανέναν άλλο να μιλήσει!
Με την επίσημη αποτίμησή της για την ήττα, συνολικά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σύγχυσε τους εργαζόμενους και υποτίμησε τη νοημοσύνη τους, επικαλούμενη τη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας και τις γνωστές δηλώσεις Κατρούγκαλου και άλλων στελεχών στο ένα ή στο άλλο τηλεοπτικό κανάλι. Και μετά «αποφάσισε και διέταξε» όλη η προεκλογική εκστρατεία να περάσει αποκλειστικά και «εν λευκώ» στη δικαιοδοσία του «χαρισματικού» αρχηγού. Αυτός δημιούργησε μια δική του εκλογική επιτροπή με τη «χαρισματική» έμπνευση να συμπεριλάβει έναν επιφανή αντικομουνιστή διανοούμενο του «μεσαίου χώρου» και εξάντλησε ουσιαστικά όλη την προεκλογική εκστρατεία σε συνεντεύξεις στα κανάλια, όπου απαντούσε σε στημένες ερωτήσεις, βγαλμένες από την πολιτική ατζέντα που επέβαλε η ΝΔ. Κάθε στοιχειωδώς ψύχραιμη αποτίμηση αυτής της τακτικής, δεν δυσκολεύεται να φτάσει στο συμπέρασμα ότι η επιπλέον απώλεια 250 χιλιάδων ψήφων σε σχέση με τις 21 Μάη – τα 2/3 των οποίων κατευθύνθηκαν όπως έδειξε το exit poll στην αποχή – μάλλον είναι και μικρή.
Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν και λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, συμπεραίνουμε ότι την κατάρρευση των εκλογικών ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ που παρακολουθήσαμε σε δύο εκλογικές δόσεις τον Μάη και τον Ιούνη έφερε μια «διπλή» αιτία: από τη μία πλευρά η αμείωτη διατήρηση της πολιτικής αναξιοπιστίας που δημιούργησε στις εργατικές μάζες η δεξιά κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ με ορόσημο έναρξης την προδοσία του 2015, και από την άλλη η άρνηση διεξαγωγής της έμπρακτης, πραγματικής, αποτελεσματικής αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση της ΝΔ που είχε ανάγκη η εργατική τάξη. Και κάπως έτσι, η εγχώρια σοσιαλδημοκρατία απέκτησε μετά το ΠΑΣΟΚ έναν νέο μεγάλο ασθενή.
Το ΚΚΕ μπροστά σε ιστορικά καθήκοντα
Το 7,69% (από 7,29% στις 21 Μάη) και οι 401.000 ψήφοι που έλαβε το ΚΚΕ στις 25η Ιούνη έδειξαν ότι οι δεύτερες διαδοχικές εκλογές δεν επεφύλασσαν εκπλήξεις για το κόμμα. Από τη μία πλευρά υπογράμμισαν ότι η άνοδός του κατά 125 χιλιάδες ψήφους στις 21 Μάη σε σύγκριση με το 2019 δεν ήταν συγκυριακή, έστω και αν στις 25 Ιούνη μετριάστηκε με την απώλεια 25 χιλιάδων ψήφων (το κόμμα είχε λάβει 426 χιλιάδες ψήφους στις 21 Μάη). Αποτυπώνει μια γνήσια κίνηση ενός σεβαστού αριθμού εργαζόμενων και νέων προς τον κομμουνισμό. Αυτή η πραγματική τάση εδραίωσε πλέον το κόμμα στην 3η θέση στην Αθήνα και τον Πειραιά, όπου ζει και εργάζεται σχεδόν το μισό του πληθυσμού της χώρας, δηλαδή στα σημαντικότερα κέντρα που διαμορφώνουν τις τάσεις και τις προοπτικές της χώρας σε όλα τα επίπεδα, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό.
Μάλιστα, όπως έδειξε το exit poll το ΚΚΕ έχει πλέον σχεδόν διπλασιάσει την απήχησή του στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, αφού από μόλις 5% που διέθετε το 2019 έφτασε τώρα στο 9%. Ιδιαίτερη σημασία για το μέλλον του κόμματος έχει η άνοδος του ποσοστού του στους νέους 17-24 ετών, πηγαίνοντας από το 6,4% στο 8,9%.
Από την άλλη πλευρά, τα αποτελέσματα φανέρωσαν τις αρνητικές επιπτώσεις από τα σοβαρά λάθη που υπάρχουν στην κεντρική πολιτική γραμμή του κόμματος. Το φαινόμενο με το οποίο εκδηλώθηκαν αυτές οι επιπτώσεις ήταν η αδυναμία του κόμματος να ωφεληθεί από τις νέες, πολύ μεγάλες απώλειες που υπέστη ο ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε 255 χιλιάδες ψήφους, το ΚΚΕ κέρδισε μόνο 23,5 χιλιάδες από αυτές, ενώ έχασε και 20.000 προς εκείνον, διαμορφώνοντας ένα οριακά θετικό ισοζύγιο μόλις 3,5 χιλιάδων ψήφων. Επιπλέον, θα περίμενε κανείς το ΚΚΕ, ως το μεγαλύτερο κόμμα στ’ αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, να κερδίσει έστω περισσότερες ψήφους από όσες κέρδισε από εκείνον το ΠΑΣΟΚ, το οποίο υποδέχθηκε 35,5 χιλιάδες ψήφους από τον ΣΥΡΙΖΑ έχοντας μεγαλύτερο θετικό ισοζύγιο (15 χιλιάδες ψήφους).
Η βασική αιτία γι’ αυτήν την αδυναμία δεν είναι άλλη από το κεντρικό προεκλογικό σύνθημα της ψήφου για «μαχητική αντιπολίτευση». Δυστυχώς, ενώ πριν από τις 21 Μάη η ηγεσία για πρώτη φορά έκανε αρκετές δημόσιες αναφορές στο πρόγραμμα και τη λύση εξουσίας του ΚΚΕ, αυτές εντελώς παράλογα, τις εξαφάνισε ακριβώς όταν θα έπρεπε να τις κλιμακώσει, δηλαδή στην προεκλογική περίοδο για την 25η Ιούνη, όπου το κόμμα «πατούσε» πλέον πάνω σ’ ένα πολύ καλύτερο ποσοστό και η αστική εναλλακτική λύση της «προοδευτικής κυβέρνησης» του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ είχε εξαφανιστεί από το προσκήνιο.
Η γραμμή της ψήφου για «μαχητική αντιπολίτευση» είναι πολλαπλά ακατάλληλη για ένα μαζικό κομμουνιστικό κόμμα, για τους ακόλουθους βασικούς λόγους: 1) Παραμερίζει τη στοιχειώδη αλήθεια της κομμουνιστικής πολιτικής ότι χωρίς την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη με το κομμουνιστικό κόμμα επικεφαλής, είναι αδύνατο να επιτευχθούν σταθερές και οριστικές εργατικές κατακτήσεις. 2) Υπερτιμά τις δυνατότητες που υπάρχουν πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού να αντιμετωπιστεί σταθερά και ουσιαστικά η επίθεση του κεφαλαίου. 3) Ενισχύει την υπαρκτή καχυποψία μέσα στις εργατικές μάζες που συμπυκνώνεται στο απλοϊκό σλόγκαν «το ΚΚΕ δεν θέλει να κυβερνήσει», ενώ αντίθετα το ΚΚΕ, από τις ιδρυτικές του αρχές οφείλει πάντοτε να εμφανίζεται ως το κατεξοχήν κόμμα που θέλει να κυβερνήσει για να υπηρετήσει μέσα από ένα άλλο, εργατικό κράτος, τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. 4) Φέρνει το κόμμα σε χτυπητή αντίφαση με την ίδια την πραγματικότητα των τελευταίων χρόνων, η οποία απέδειξε ότι καμία από τις βασικές επιθέσεις της άρχουσας τάξης δεν έγινε δυνατό να αποκρουστεί με «μαχητική αντιπολίτευση», ακριβώς γιατί όλοι οι μαζικοί αγώνες, με την ευθύνη των εργατικών ηγεσιών (κι εδώ καθόλου δεν είναι άμοιρη ευθυνών η ηγεσία του ΚΚΕ), ενώ υπήρχε η αντικειμενική δυνατότητα, δεν κλιμακώθηκαν με την υιοθέτηση του συνθήματος της ανατροπής της κυβέρνησης και της εκλογής μιας άλλης, εργατικής κυβέρνησης, και γι’ αυτό ηττήθηκαν.
Για να κερδηθεί στον κομμουνισμό ένας εργαζόμενος ψηφοφόρος που εγκαταλείπει τον ΣΥΡΙΖΑ έχοντας απορρίψει τη σοσιαλδημοκρατική-αστική πρόταση εξουσίας του, οι κομμουνιστές πρέπει, πρώτα και πάνω απ’ όλα, να του εξηγήσουν τη δική τους, επαναστατική πρόταση εξουσίας. Το να προσπαθεί ένας κομμουνιστής να προσελκύσει αυτόν τον εργαζόμενο με σημαία το σύνθημα για «μαχητική αντιπολίτευση» ισοδυναμεί με μια εκούσια επιβεβαίωση του διαδεδομένου και πολύ επιζήμιου για το κόμμα σλόγκαν που προαναφέραμε.
Ωστόσο, η επιβεβαίωση της ενδυνάμωσης της επιρροής του ΚΚΕ στις 25 Ιούνη, του δίνει τα αναγκαία περιθώρια ώστε το λάθος αυτό να διορθωθεί. Και το γεγονός ότι συνοδεύτηκε από την κατάρρευση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ στην εργατική τάξη, θέτει πλέον το ΚΚΕ ενώπιον ιστορικών πολιτικών καθηκόντων και ευκαιριών. Το μεγάλο πολιτικό κενό που δημιουργείται με την πλατιά πλέον συνειδητοποίηση από τις εργατικές μάζες της χρεοκοπίας της σοσιαλδημοκρατίας, μπορεί και πρέπει να καλυφθεί το συντομότερο από το ΚΚΕ! Η άμεση πολιτική προσέλκυση των εργαζόμενων που εγκατέλειψαν τον ΣΥΡΙΖΑ στον κομμουνισμό, είναι καθήκον ζωτικό για το μέλλον του ΚΚΕ και την προοπτική της ίδιας της σοσιαλιστικής επανάστασης. Από τη δική μας πλευρά, θεωρούμε ότι η ταχύτερη δυνατή διόρθωση των βασικών λαθών της κεντρικής πολιτικής γραμμής του κόμματος τα οποία έχουμε επισημάνει στην αναλυτική δήλωση της εκλογικής μας υποστήριξης στο ΚΚΕ στις αρχές Απριλίου, αποτελεί βασική προϋπόθεση για να εκπληρωθεί αυτό το καθήκον.
ΠΑΣΟΚ: μόνη ικανοποίηση η «ψόφια κατσίκα» του σοσιαλδημοκράτη γείτονα
Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ έλαβε 11,84% και 617 χιλιάδες ψήφους, χάνοντας 60 χιλιάδες ψήφους σε σύγκριση με τις 21 Μάη. Έτσι διέψευσε τις «προβλέψεις» που άρχισαν να διαδίδουν τα ΜΜΕ της άρχουσας τάξης αμέσως μετά την 21η Μάη, στο πλαίσιο των οποίων εμφανιζόταν ως η ανερχόμενη δύναμη που θα υποσκέλιζε σίγουρα τον ΣΥΡΙΖΑ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όπως είχαμε εξηγήσει στην ανάλυσή μας για τα αποτελέσματα της 21ης Μάη, καμία τάση δεν διαφαινόταν για τη δυνατότητα πραγματοποίησης αυτού του, τουλάχιστον πρόωρου, ονείρου. Οι πολύ κακές επιδόσεις του ΠΑΣΟΚ σε Αθήνα και Πειραιά, όπου είδε ξανά την πλάτη του ΚΚΕ ως τέταρτο κόμμα, δίνουν μια απόλυτα αντιπροσωπευτική εικόνα για προβληματικό του μέλλον.
Ωστόσο, όσο διατηρείται η βασική αιτία που τροφοδοτεί με εκλογική βιωσιμότητα το ΠΑΣΟΚ, δηλαδή η μεγάλη κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ και η τάση κατάρρευσης της επιρροής του στους εργαζόμενους και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, και όσο η ΝΔ δεν θα έχει την άμεση ανάγκη για έναν κυβερνητικό παρτενέρ, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ έχει δικαίωμα να ονειρεύεται. Η πολιτική πραγματικότητα όμως, δείχνει ότι τα όνειρά της στην καλύτερη των περιπτώσεων δικαιούνται να φτάσουν μέχρι την ολοκλήρωση της πλήρους «ΠΑΣΟΚοποίησης» του ΣΥΡΙΖΑ και την ταυτόχρονη διατήρηση του ΠΑΣΟΚ, για κάποια ακόμα χρόνια, στο πολιτικό προσκήνιο στη θέση του εκλογικά βιώσιμου «φτωχού συγγενή»-κυβερνητικού εταίρου της Δεξιάς.
Πλεύση Ελευθερίας χωρίς στίγμα και πυξίδα
Η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου, λαμβάνοντας 3,17% και 165 χιλιάδες ψήφους, διέσωσε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή ένα μέρος από τη δυναμική που είχε εμφανίσει στις 21 Μάη και εισήλθε στη Βουλή. Αν είχαμε μία ακόμα εβδομάδα προεκλογικής περιόδου, πιθανότατα η ραγδαία αποκάλυψη της πολιτικής υπόστασης της Πλεύσης θα μπορούσε να την έχει αφήσει «εκτός νυμφώνος».
Το βασικό πρόβλημα της Πλεύσης, δεν ήταν αυτές καθ’ αυτές οι αποφάσεις της Κωνσταντοπούλου για αλλαγές στη σειρά των βουλευτών στα ψηφοδέλτια σε βάρος εκείνων που είχαν έρθει πρώτοι σε ψήφους τον Μάη προς όφελος ατόμων από τον οικογενειακό και στενό της κύκλο, οι οποίες ασφαλώς εξέπεμψαν ένα ηχηρό μήνυμα πολιτικής αλαζονείας. Το βασικό πρόβλημα ήταν ότι αποκάλυψαν δημόσια πως η Πλεύση Ελευθερίας δεν είναι καν ένα κόμμα, ότι δεν έχει σαφείς πολιτικές αρχές, εκλεγμένα όργανα, σώματα, τοπικές οργανώσεις και διαδικασίες.
Επιπλέον, εκτός από την έμπρακτη πρόθεση η Πλεύση να μην είναι ένα κανονικό κόμμα, η αρχηγός της απέδειξε με τις δημόσιες δηλώσεις της επανειλημμένα ότι επίσης δεν επιθυμεί να είναι ένα αριστερό κόμμα. Η προεκλογική της καμπάνια βασίστηκε αποκλειστικά στις υποτιθέμενα μεγάλες δυνατότητες για δυναμική αντιπολίτευση που θα δώσει τάχα στους πολίτες η είσοδος της Πλεύσης στη Βουλή, λόγω των προνομίων για έξτρα παρεμβάσεις και ομιλίες που δίνει στους πρώην προέδρους της Βουλής ο κανονισμός λειτουργίας της. Ούτε «μισή» δημόσια αναφορά δεν έκανε η Πλεύση και η αρχηγός της στην ακρίβεια, τη φτώχεια και την ανεργία, καμία θέση στην κυριολεξία δεν εκφώνησε γενικότερα για τα θεμελιώδη εργατικά και λαϊκά προβλήματα.
Η μόνη κοινωνική ομάδα στην οποία η Πλεύση συγκέντρωσε ένα αξιοσημείωτα υψηλότερο ποσοστό από το εθνικό της ήταν οι φοιτητές (7%). Αυτό το γεγονός αντανακλά την αυξημένη πολιτική σύγχυση, αλλά σ’ έναν βαθμό και την τάση της ριζοσπαστικοποιημένης από το κίνημα των Τεμπών νεολαίας να στραφεί για πολιτικές απαντήσεις προς τ’ αριστερά. Γιατί, μπορεί η Ζωή Κωνσταντοπούλου να δηλώνει ότι το κόμμα της «δεν κοιτά ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, αλλά μπροστά», όμως στη συνείδηση των μαζών είναι ακόμα ταυτισμένη με παλιό αριστερό ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου υπήρξε ηγετικό στέλεχος κατά την αριστερή του περίοδο. Αυτή η εκτίμηση επιβεβαιώνεται πλήρως από το exit poll της 25ης Ιούνη, το οποίο έδειξε ότι η συντριπτική πλειονότητα των ψηφοφόρων της Πλεύσης αυτοπροσδιορίζονται ως κεντροαριστεροί, αριστεροί ή άκροαριστεροί. Αυτό σημαίνει ότι παρά την περί του αντιθέτου άποψη της αρχηγού της, τουλάχιστον σε αυτήν την εκλογική αναμέτρηση, το ποσοστό της Πλεύσης θα πρέπει να θεωρείται τμήμα της συνολικής εκλογικής δύναμης της Αριστεράς.
ΜέΡΑ25: τα αίτια της δεύτερης συνεχόμενης ήττας
Το ΜέΡΑ25, λαμβάνοντας 2,5% και 130 χιλιάδες ψήφους, παρά τις τεράστιες εκλογικές απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο δεν κατάφερε να επωφεληθεί από αυτές και να επιστρέψει στη Βουλή, αλλά απέτυχε ακόμα και να κρατήσει τις δικές του μικρές δυνάμεις της 21ης Μάη, χάνοντας 24 χιλιάδες ψήφους. Με αυτό το αποτέλεσμα, για μία ακόμα φορά, αποδείχθηκε ότι το ΜέΡΑ25 παρά την αριστερή στροφή στην πολιτική και το πρόγραμμά του τη τελευταία διετία, απέτυχε να χτίσει ισχυρούς δεσμούς με την εργατική τάξη και τη νεολαία.
Τα πολιτικά αίτια γι’ αυτό το αποτέλεσμα, τα προσδιορίσαμε στην ανάλυση των αποτελεσμάτων της 21ης Μάη. Συνοπτικά, θα επαναλάβουμε εδώ μόνο ότι το πρόγραμμα και η πολιτική πρόταση του κόμματος δεν μπορεί να αποκτήσει μαζική απήχηση εξαιτίας της μεγάλης ποσότητας τεχνοκρατικών αυτοσχεδιασμών που περιέχει και οι οποίοι φέρουν τη σφραγίδα της συγχυσμένης πολιτικής σκέψης του ιδρυτή του (πρόγραμμα Δήμητρα, Οδυσσέας, ΔΙΑΣΚΕΠ κ.λπ.).
Αυτοί οι αυτοσχεδιασμοί, δίνουν την εντύπωση ότι η «Ρήξη» που προτείνει το ΜέΡΑ25 έχει στο επίκεντρό της ουτοπικούς πειραματισμούς δημιουργίας «δημοκρατικών» και «προοδευτικών» νησίδων μέσα στον καπιταλισμό και μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο των αντιδραστικών εγχώριων και διεθνών του θεσμών. Μια πρόταση αυτού του είδους δεν μπορεί ποτέ να οδηγήσει στη δημιουργία ενός αριστερού κόμματος με ισχυρές ρίζες στην εργατική τάξη.
Επιπλέον, στη συνείδηση των εργατικών μαζών, ο Γιάννης Βαρουφάκης έχει καταγραφεί ως ο εμπνευστής και πρωταγωνιστής ενός κυβερνητικού σχεδίου που στηρίχθηκε στην απόπειρα αποφυγής και αναβολής της «Ρήξης», το οποίο τελικά απέτυχε παταγωδώς: το σχέδιο της λεγόμενης μαχητικής διαπραγμάτευσης με την τρόικα. Μπορεί στην εξέλιξή τους οι απόψεις του Γιάνη Βαρουφάκη, ως αποτέλεσμα της πείρας του από την άδοξη έκβαση της (εξαρχής καταδικασμένης σε αποτυχία) «μαχητικής διαπραγμάτευσης» να έφτασαν στην ανάγκη για ρήξη, αλλά στη συνείδηση ενός τμήματος των μαζών ο ίδιος έχει καταγραφεί ως το επιφανές στέλεχος μιας κυβέρνησης που ανέβαλε μήνα με τον μήνα τη μονομερή εφαρμογή του προγράμματος που είχε εγκρίνει με την ψήφο του ο λαός τον Γενάρη του 2015, αναβάλλοντας έτσι διαρκώς και τη ρήξη στο βωμό της διαπραγμάτευσης.
Η πολιτική δυσπιστία για τον Γιάνη Βαρουφάκη που παρήγαγε στη συνείδηση των εργατικών μαζών αυτό το ιστορικό γεγονός, αποδείχθηκε βαθιά ριζωμένη. Δεν μπόρεσε να ξεπεραστεί, όσες φορές κι αν ο ίδιος και τα στελέχη του ΜέΡΑ25 ορκίστηκαν προεκλογικά (χωρίς να θέλουμε να αμφισβητήσουμε την ειλικρινή τους πρόθεση) στη «Ρήξη».
Μπορούσε το ΜέΡΑ25 να ανατρέψει το αρνητικό αποτέλεσμα του Μάη στις 25 Ιούνη και να μπει στη Βουλή; Με τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια τόσο βαθιά κρίση και αποσυσπείρωση, ασφαλώς και μπορούσε. Όμως, εκτός από όλα όσα προαναφέραμε, αυτό που φαίνεται ότι επίσης πλήρωσε το κόμμα ήταν τα συμπεράσματα που έβγαλε η ηγεσία του από την ήττα. Όπως έκανε και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, έτσι και η ηγεσία του ΜέΡΑ25, για να καλύψει τα δικά της λάθη επικαλέστηκε τη θεωρία της «συντηρητικής στροφής της κοινωνίας». Μόνο που ο Γιάννης Βαρουφάκης προχώρησε ένα βήμα περισσότερο. Με άρθρο του την επομένη των εκλογών του Μάη, αντί να παραδεχθεί τα δικά του σοβαρά πολιτικά λάθη, έφτασε στο σημείο να ενοχοποιήσει εμμέσως (πλην σαφώς) τη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία του ΟΧΙ του Ιουλίου του 2015, της καταλόγισε ότι δέχθηκε συνειδητά τον καπιταλιστικό ζόφο, αμφισβήτησε τα δημοκρατικά της φρονήματα, αλλά και την ίδια τη νοημοσύνη της, που τάχα δεν της επέτρεψε να καταλάβει τις «δύσκολες» αναλύσεις του. Η ηγεσία ενός αριστερού κόμματος που υιοθετεί μια τόσο κυνική, σκεπτικιστική και βαθιά ηττοπαθή ανάγνωση της πραγματικότητας, δεν θα μπορούσε ποτέ να το οδηγήσει σε μια εκλογική ανάκαμψη.
Τι έρχεται
Η προηγούμενη κυβέρνηση της ΝΔ διάνυσε μια θητεία με εξαιρετικά ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες για την υπόθεση της προσωρινής σταθεροποίησης του ελληνικού καπιταλισμού. Ακόμα και η βαθιά ύφεση που προκάλεσε η πανδημία, αποτελώντας την αφορμή για το προσωρινό, πανευρωπαϊκό πάγωμα της λιτότητας και για τη χορήγηση των δανείων και των επιχορηγήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης, επέδρασσε σταθεροποιητικά πάνω στον εύθραυστο ελληνικό καπιταλισμό. Δεν μπορεί να υπάρξει καλύτερη επιβεβαίωση γι’ αυτή την εκτίμηση από την ίδια την εκλογική νίκη της ΝΔ.
Όμως πλέον, η κατάσταση έχει γίνει διεθνώς εντελώς διαφορετική. Με όχημα τον υψηλό πληθωρισμό, η παγκόσμια οικονομία μπήκε εκ νέου σε ύφεση, η οποία συνοδεύεται από μια διεθνή άνοδο των επιτοκίων, που με τη σειρά της βαθαίνει την ύφεση και αυξάνει τα χρέη τροφοδοτώντας μια νέα καθοδική φάση στη σπείρα της εξέλιξης του παγκόσμιου καπιταλισμού. Με την ύφεση να βαθαίνει σε όλη την Ευρωζώνη, οι προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού γίνονται ξανά εξαιρετικά δυσοίωνες. Το ελληνικό εμπορικό ισοζύγιο ουδέποτε ήταν τόσο ελλειμματικό, τα επιτόκια των ελληνικών κρατικών ομολόγων έχουν πάρει σταθερά την ανιούσα θυμίζοντας τα επίπεδα που βρίσκονταν λίγο πριν ξεσπάσει η κρίση των Μνημονίων, η ανεργία ξαναφουντώνει και η κυβέρνηση ήδη μετά από τη σχετική οδηγία της Κομισιόν, ανακοίνωσε το σταμάτημα της επιδότησης του ρεύματος.
Επιπλέον, από φέτος η Ελλάδα επιστρέφει και επίσημα στους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 2% του ΑΕΠ το 2023, 2,8% το 2024 και 3,7% το 2025. Μια εικόνα για το πόσο μεγάλες θα είναι οι περικοπές που θα γίνουν για να πιαστούν αυτοί οι στόχοι μας δίνει το ποσοστό 0,1% που ήταν το επίπεδο του πρωτογενούς πλεονάσματος της Ελλάδας το 2022, παρά τα υπερέσοδα του κρατικού προϋπολογισμού από τη δεύτερη συνεχόμενη χρονιά ανάκαμψης του ΑΕΠ και από την ακρίβεια.
Έτσι, η νέα αυτοδύναμη κυβέρνηση της ΝΔ από το Φθινόπωρο θα αρχίσει να αντικαθιστά τον κεϋνσιανισμό των εφάπαξ επιδομάτων με ένα νέο πρόγραμμα σκληρής λιτότητας, σταματώντας μια μέθοδο κατά την οποία το κράτος λειτούργησε σαν μεσάζοντας στην κερδοσκοπία, λαμβάνοντας φορολογικό μερίδιο από αυτήν για να το επιστρέψει μερικώς σε μορφή επιδομάτων στα πιο εξαθλιωμένα λαϊκά στρώματα ώστε να προλάβει ένα ανεξέλεγκτο μαζικό κίνημα.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, αναπόφευκτα θα ξεσπάσουν νέοι μαζικοί αγώνες της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Η μαζική αντιφασιστική κινητοποίηση για την καταδίκη της Χρυσής Αυγής τον Οκτώβρη του 2020, οι 3 σχετικά μαζικές γενικές απεργίες που ακολούθησαν τη διετία 2021 και 2022, οι μαζικές νεολαιίστικες διαδηλώσεις ενάντια στην αστυνομική βία το 2021 και το μαζικό κίνημα των Τεμπών που συνδυάστηκε με μια ακόμα μεγάλη 24ωρη γενική απεργία, είναι γεγονότα που έχουν ήδη προαναγγείλει μια νέα περίοδο μεγάλων ταξικών αγώνων.
Αναπόφευκτα, ασφαλώς, το σοκ που έχει δημιουργήσει στις εργατικές μάζες η άνετη εκλογή μιας ακόμα δεξιάς κυβέρνησης, θα τείνει να λειτουργεί παραλυτικά για ένα διάστημα, πισωγυρίζοντας την αφύπνιση των εργατικών μαζών που είχε κορυφωθεί με μπροστάρη τη νεολαία στο μαζικό κίνημα των Τεμπών. Εκείνη που είναι η πρώτη υποψήφια για να «ρυμουλκήσει» τις πολιτικά απογοητευμένες εργατικές μάζες σ’ ένα νέο κίνημα είναι η νεολαία. Η εκλογική στάση του πιο φρέσκου της τμήματος, των νέων 17-24 ετών, απέδειξε ότι βρίσκεται σε μια κατάσταση αριστερών αναζητήσεων και ριζοσπαστικής διέγερσης, «δίνοντας» στα κόμματα που βρίσκονται στ’ αριστερά του ΠΑΣΟΚ ένα 46% στις 21 Μάη, και πάνω από 40% στις 25 Ιούνη.
Αυτή η γενιά αντιπροσωπεύει την πραγματική ελπίδα της ελληνικής κοινωνίας και οι πολιτικές της αναζητήσεις αποτελούν χαστούκι σε κάθε ιδιοτελή κυνικό και σκεπτικιστή. Το κέρδισμά της το συντομότερο δυνατό στις ιδέες και το πρόγραμμα του γνησίου κομμουνισμού, είναι προϋπόθεση για να βγούμε οριστικά από μια ζοφερή καπιταλιστική πραγματικότητα που γεννά διαρκώς ειδεχθή εγκλήματα όπως εκείνα των Τεμπών και της Πύλου, φέρνει στο κοινοβούλιο φασιστικές σέχτες και στέλνει τις μάζες στην πολιτική απογοήτευση και την εκλογική αποχή.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ – www.marxismos.com
Διαβάστε το 1ο μέρος εδώ.