Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΑφιέρωμα: Το αναγκαίο πρόγραμμα της κυβέρνησης της Αριστεράς - Το Μεταβατικό...

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Αφιέρωμα: Το αναγκαίο πρόγραμμα της κυβέρνησης της Αριστεράς – Το Μεταβατικό Πρόγραμμα – Λέον Τρότσκι

Ο ΣΥΡΙΖΑ με τη μαζική ώθηση των εργαζόμενων και της νεολαίας, βρίσκεται σε τροχιά εξουσίας. Η πολιτική διεκδίκηση μιας Κυβέρνησης της Αριστεράς είναι πολύ κοντά στην πραγματοποίησή της. Έτσι το πιο καθοριστικό ζήτημα της περιόδου γίνεται πλέον το είδος του προγράμματος που αυτή η κυβέρνηση θα εφαρμόσει. Η σ.ο της εφημερίδας «Επανάσταση» και του περιοδικού «Μαρξιστική Φωνή» έχει διατυπώσει ξεκάθαρη άποψη: χρειζόμαστε ένα πρόγραμμα ανατροπής του καπιταλισμού και θεμελίωσης του σοσιαλισμού, δηλαδή ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Στη σειρά άρθρων και κειμένων - δικών μας, αλλά και των μεγάλων επαναστατών θεωρητικών του μαρξισμού - που συμπεριλαμβάνουμε σε αυτό εδώ το  αφιέρωμα, ο αναγνώστης μπορεί να κατανοήσει σε βάθος τι σημαίνει το σοσιαλιστικό πρόγραμμα και γιατί είναι απόλυτα αναγκαίο σήμερα.

[nextpage title=”Μέρος 1ο” ]

 

Η ΘΑΝΑΣΙΜΗ ΑΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ

Το Μεταβατικό Πρόγραμμα

Γράφτηκε: το 1938 και υιοθετήθηκε από το Ιδρυτικό Συνέδριο της Τέταρτης Διεθνούς
Σύνταξη: Θεοδόσης Θωμαδάκης
Μετάφραση-Επιμέλεια: ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΘΩΜΑΔΑΚΗΣ

Οι Αντικειμενικές Προϋποθέσεις για τη Σοσιαλιστική Επανάσταση

Η παγκόσμια πολιτική κατάσταση, στο σύνολό της, χαρακτηρίζεται, κυρίως, από την ιστορική κρίση της ηγεσίας του προλεταριάτου.

Οι οικονομικές προϋποθέσεις για την προλεταριακή επανάσταση έχουν, γενικά, από καιρό φτάσει στο πιο υψηλό σημείο που μπορούν να φτάσουν κάτω από τον καπιταλισμό. Οι παραγωγικές δυνάμεις της ανθρωπότητας λιμνάζουν. Ήδη οι καινούριες εφευρέσεις και βελτιώσεις αδυνατούν να υψώσουν το επίπεδο του υλικού πλούτου. Οι συγκυριακές κρίσεις, μέσα στις συνθήκες της κοινωνικής κρίσης ολόκληρου του καπιταλιστικού συστήματος, φορτώνουν όλο και πιο μεγάλες στερήσεις και βάσανα πάνω στις μάζες. Η αύξηση της ανεργίας, βαθαίνει, με τη σειρά της, την οικονομική κρίση του κράτους και υπονομεύει τα κλονισμένα νομισματικά συστήματα. Τα δημοκρατικά καθεστώτα, όπως και τα φασιστικά, πέφτουν από τη μια χρεοκοπία στην άλλη.

Η ίδια η μπουρζουαζία δεν βλέπει πουθενά διέξοδο. Στις χώρες όπου βρέθηκε κιόλας αναγκασμένη να διακυβεύσει τον τελευταίο της οβολό πάνω στο χαρτί του φασισμού, σέρνεται τώρα με κλειστά τα μάτια προς την οικονομική και στρατιωτική καταστροφή. Στις ιστορικά προνομιούχες χώρες, δηλαδή στις χώρες εκείνες όπου η μπουρζουαζία μπορεί για μια περίοδο ακόμα να επιτρέπει στον εαυτό της την πολυτέλεια της δημοκρατίας σε βάρος της εθνικής συσσώρευσης (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ενωμένες Πολιτείες, κλπ.), όλα τα παραδοσιακά κόμματα του κεφαλαίου βρίσκονται σε μια κατάσταση αμηχανίας, που πάει πλάι πλάι με την παράλυση της θέλησης. Το «Νιου Ντιλ», παρά την εξεζητημένη αποφασιστικότητα της πρώτης περιόδου του, δεν αντιπροσωπεύει παρά μια ειδική μορφή της αμηχανίας -δυνατή μονάχα σε μια χώρα όπου η μπουρζουαζία μπόρεσε να συσσωρεύσει αμύθητα πλούτη. Η σημερινή κρίση, που δεν έχει ακόμα αναπτύξει όλη της την ταχύτητα, πέτυχε κιόλας να δείξει πως η πολιτική του «Νιου Ντιλ», όπως η πολιτική του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία, δεν ανοίγει ένα νέο δρόμο στο οικονομικό αδιέξοδο.

Οι διεθνείς σχέσεις δεν παρουσιάζουν καλύτερη εικόνα. Κάτω από την αυξανόμενη ένταση της καπιταλιστικής αποσύνθεσης, οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί φτάνουν σ’ ένα αδιέξοδο, που στην κορυφή του οι διάφορες επιμέρους συγκρούσεις και οι αιματηρές τοπικές ταραχές (Αιθιοπία, Ισπανία, .’πω Ανατολή, Κεντρική Ευρώπη) πρέπει άφευκτα να συγχωνευτούν σε μια πυρκαγιά παγκόσμιας έκτασης. Η μπουρζουαζία, βέβαια, είναι πλήρως ενημερωμένη για τον θανάσιμο κίνδυνο που αντιπροσωπεύει για την κυριαρχία της ένας καινούριος πόλεμος. Αλλά αυτή η τάξη είναι τώρα ανυπολόγιστα λιγότερο ικανή, απ’ ότι ήταν τις παραμονές του 1914, να αποτρέψει τον πόλεμο.

Τα λόγια ότι οι ιστορικές συνθήκες δεν είναι ακόμα «ώριμες» για το σοσιαλισμό είναι το προϊόν της άγνοιας ή μιας συνειδητής απάτης. Οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για την προλεταριακή επανάσταση όχι μονάχα είναι «ώριμες», αλλά κι έχουν αρχίσει να σαπίζουν. Χωρίς τη σοσιαλιστική επανάσταση, κι αυτό στην ερχόμενη ιστορική περίοδο, μια καταστροφή απειλεί ολόκληρο τον πολιτισμό της ανθρωπότητας. Τώρα είναι η σειρά του προλεταριάτου, δηλαδή κυρίως της επαναστατικής πρωτοπορίας του. Η ιστορική κρίση της ανθρωπότητας έχει αναχθεί σε κρίση της επαναστατικής ηγεσίας.

Το Προλεταριάτο και οι Ηγεσίες του

Η οικονομία, το κράτος, η πολιτική της μπουρζουαζίας και οι διεθνείς σχέσεις της έχουν ολότελα καταστραφεί από την κοινωνική κρίση -χαρακτηριστικό της προεπαναστατικής κατάστασης της κοινωνίας. Το κύριο εμπόδιο στο δρόμο της μετατροπής της προεπαναστατικής κατάστασης σε επαναστατική είναι ο οπορτουνιστικός χαρακτήρας της ηγεσίας του προλεταριάτου: η μικροαστική ανανδρία της μπροστά στη μεγάλη μπουρζουαζία και οι δόλιες σχέσεις μ’ αυτήν, ακόμα και τη στιγμή της θανάσιμης αγωνίας της.

Σ’ όλες τις χώρες, το προλεταριάτο συγκλονίζεται από μια βαθιά ανησυχία. Οι μάζες κατά εκατομμύρια μπαίνουν ξανά και ξανά στο δρόμο της επανάστασης. Αλλά κάθε φορά μπλοκάρονται από τους ίδιους τους τούς συντηρητικούς γραφειοκρατικούς μηχανισμούς.

Το ισπανικό προλεταριάτο, από τον Απρίλη του 1931, έχει κάνει, μια σειρά ηρωικές προσπάθειες να καταλάβει την εξουσία και να πάρει στα χέρια του τις τύχες της κοινωνίας. Όμως, τα ίδια του τα κόμματα (σοσιαλδημοκράτες, σταλινικοί, αναρχικοί, ΠΟΥΜιστές) -καθένα με τον τρόπο του- παίξανε το ρόλο του φρένου και έτσι προετοίμασαν τον θρίαμβο του Φράνκο.

Στη Γαλλία, το τεράστιο κύμα των απεργιών με καταλήψεις των εργοστασίων, ιδιαίτερα τον Ιούνη του 1936, αποκάλυψε πως το προλεταριάτο ήταν εντελώς έτοιμο να ανατρέψει το καπιταλιστικό σύστημα. Όμως, οι ηγετικές οργανώσεις (σοσιαλιστικές, σταλινικές, συνδικαλιστικές), κατόρθωσαν, κάτω από την ετικέτα του Λαϊκού Μετώπου, να καναλιζάρουν και να υψώσουν, τουλάχιστον προσωρινά, ένα φράγμα μπροστά στον επαναστατικό χείμαρρο.

Το χωρίς προηγούμενο κύμα των απεργιών με καταλήψεις των εργοστασίων και η καταπληκτικά γοργή ανάπτυξη των βιομηχανικών συνδικάτων (C.Ι.Ο.) στις Ενωμένες Πολιτείες, είναι η έκφραση η πιο αναμφισβήτητη της ενστικτώδικης θέλησης των αμερικανών εργατών να υψωθούν στο επίπεδο των καθηκόντων που τους επιβάλλει η Ιστορία. Όμως, κι εδώ, οι ηγετικές πολιτικές οργανώσεις, κι εδώ περιλαβαίνεται και η νεοδημιουργημένη C.I.O., κάνουν καθετί δυνατό για να αναχαιτίσουν και να παραλύσουν την επαναστατική επίθεση των μαζών.

Το οριστικό πέρασμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς στο πλευρό της αστικής τάξης πραγμάτων, ο κυνικά αντεπαναστατικός ρόλος της σ’ ολόκληρο τον κόσμο, ιδιαίτερα στην Ισπανία, τη Γαλλία, τις Ενωμένες Πολιτείες και άλλες δημοκρατικές χώρες, δημιούργησε κι άλλες, ιδιαίτερες δυσκολίες στο παγκόσμιο προλεταριάτο. Κάτω από το λάβαρο της Επανάστασης του Οκτώβρη, η συμφιλιωτική πολιτική των Λαϊκών Μετώπων καταδικάζει σε αδυναμία την εργατική τάξη και ανοίγει το δρόμο στο φασισμό.

Τα «Λαϊκά Μέτωπα», από τη μια, ο φασισμός από την άλλη -αυτά είναι τα τελευταία πολιτικά μέσα του ιμπεριαλισμού στην πάλη του ενάντια στην προλεταριακή επανάσταση. Από ιστορική άποψη, ωστόσο, τα δύο αυτά μέσα δεν είναι παρά προσωρινά υποκατάστατα. Η κατάρρευση του καπιταλισμού συνεχίζεται τόσο κάτω από το σήμα του φρυγιανού σκούφου στη Γαλλία, όσο και κάτω από το σήμα της σβάστικας στη Γερμανία. Μόνο η ανατροπή της μπουρζουαζίας μπορεί να ανοίξει μια διέξοδο.

Ο προσανατολισμός των μαζών καθορίζεται πρώτα από τις αντικειμενικές συνθήκες του καταρρέοντος καπιταλισμού, και δεύτερο, από την προδοτική πολιτική των παλιών εργατικών οργανώσεων. Από τους δύο αυτούς παράγοντες, ο πρώτος, φυσικά, είναι ο αποφασιστικός: οι νόμοι της ιστορίας είναι πιο ισχυροί από τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς. Όποιες κι αν είναι οι μέθοδες των σοσιαλπροδοτών -από την «κοινωνική» νομοθεσία του Μπλουμ μέχρι τις δικαστικές σκηνοθεσίες του Στάλιν- δεν θα κατορθώσουν ποτέ να συντρίψουν την επαναστατική θέληση του προλεταριάτου. Κάθε μέρα που περνάει, οι απελπισμένες προσπάθειές τους να γυρίσουν προς τα πίσω τον τροχό της Ιστορίας θα αποδείχνουν ολοένα και πιο καθαρά στις μάζες πως η κρίση ηγεσίας του προλεταριάτου, έχοντας γίνει κρίση του ανθρώπινου πολιτισμού, δεν μπορεί να λυθεί παρά από την Τέταρτη Διεθνή.

Το Μίνιμουμ Πρόγραμμα και το Μεταβατικό Πρόγραμμα

Το στρατηγικό καθήκον για την ερχόμενη περίοδο -μια προεπαναστατική περίοδος ζύμωσης, προπαγάνδας και οργάνωσης- είναι να ξεπεραστεί η αντίφαση ανάμεσα στην ωριμότητα των αντικειμενικών επαναστατικών συνθηκών και την ανωριμότητα του προλεταριάτου και της πρωτοπορίας του (η σύγχιση και η απογοήτευση της παλιάς γενιάς, η έλλειψη εμπειρίας της νέας γενιάς). Είναι ανάγκη να βοηθήσουμε τις μάζες, στο προτσές της καθημερινής πάλης, να βρουν τη γέφυρα που ενώνει τις σημερινές διεκδικήσεις τους με το σοσιαλιστικό πρόγραμμα της επανάστασης. Η γέφυρα αυτή πρέπει να περιλαβαίνει ένα σύστημα μεταβατικών διεκδικήσεων, που θα ξεκινούν από τις σημερινές συνθήκες κι από τη σημερινή συνείδηση των πλατιών στρωμάτων της εργατικής τάξης και θα οδηγούν αμετάκλητα σε ένα και μόνο τελικό συμπέρασμα: την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο.

Η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία, που υπήρξε σε μια εποχή προοδευτικού καπιταλισμού, χώριζε το πρόγραμμά της σε δύο μέρη, που το ένα ήταν ανεξάρτητο από το άλλο: το μίνιμουμ πρόγραμμα, που περιοριζόταν σε μεταρρυθμίσεις μέσα στα πλαίσια της αστικής κοινωνίας, και το μάξιμουμ πρόγραμμα, που υποσχόταν την αντικατάσταση του καπιταλισμού από το σοσιαλισμό σ’ ένα απροσδιόριστο μέλλον. Ανάμεσα στο μίνιμουμ και το μάξιμουμ πρόγραμμα δεν υπήρχε καμιά γέφυρα. Και πραγματικά, η σοσιαλδημοκρατία δεν είχε ανάγκη από μια τέτοια γέφυρα, μια και η λέξη σοσιαλισμός, δεν χρησιμοποιούνταν παρά στις κυριακάτικες αγορεύσεις της. Η Κομμουνιστική Διεθνής μπήκε στο μονοπάτι της σοσιαλδημοκρατίας, σε μια εποχή που ο καπιταλισμός καταρρέει: τότε που, γενικά, δεν υπάρχει πια ζήτημα για συστηματικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και για ύψωση του βιοτικού επιπέδου των μαζών, τότε που η μπουρζουαζία παίρνει πάντα πίσω με το δεξί χέρι αυτό που παραχωρεί με το αριστερό χέρι (φόροι, δασμοί, πληθωρισμός, «αποπληθωρισμός», υψηλές τιμές, ανεργία, αστυνομικές επεμβάσεις στις απεργίες, κλπ.), τότε που, κάθε σοβαρή διεκδίκηση του προλεταριάτου κι ακόμα κάθε προοδευτική διεκδίκηση των μικροαστών οδηγεί αναπόφευκτα πέρα από τα όρια των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας και του αστικού κράτους.

Το στρατηγικό καθήκον της Τέταρτης Διεθνούς δεν είναι να μεταρρυθμίσει τον καπιταλισμό, αλλά να τον ανατρέψει. Ο πολιτικός της στόχος είναι η κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο για να απαλλοτριώσει την μπουρζουαζία. Η εκπλήρωση, όμως, του στρατηγικού αυτού καθήκοντος είναι ακατανόητη χωρίς τη μεγαλύτερη προσοχή απέναντι σ’ όλα, ακόμα και στα πιο μικρά και επιμέρους ζητήματα της τακτικής.

Όλα τα τμήματα του προλεταριάτου, όλα του τα στρώματα, τα επαγγέλματα και οι ομάδες θα πρέπει να τραβηχτούν στο επαναστατικό κίνημα. Η σημερινή εποχή διακρίνεται όχι από το γεγονός ότι απαλλάσσει το επαναστατικό κόμμα από την καθημερινή δουλειά, αλλά από το γεγονός ότι του επιτρέπει να κάνει αυτή τη δουλειά σε αδιάλυτη σύνδεση με τα σημερινά καθήκοντα της επανάστασης.

Η Τέταρτη Διεθνής δεν απορρίπτει το πρόγραμμα των παλιών «μίνιμουμ» διεκδικήσεων, στο βαθμό που αυτές έχουν διατηρήσει τουλάχιστο ένα μέρος της ζωτικότητας τους. Ακούραστα, υπερασπίζει τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις κοινωνικές κατακτήσεις των εργατών. Διεξάγει, όμως, την καθημερινή αυτή δουλειά μέσα στα πλαίσια μιας σωστής, πραγματικής, δηλαδή επαναστατικής προοπτικής. Στο μέτρο που οι παλιές επιμέρους, «μίνιμουμ» διεκδικήσεις των μαζών έρχονται σε σύγκρουση με τις καταστροφικές και αποσυνθετικές τάσεις του καταρρέοντος καπιταλισμού -κι αυτό γίνεται σε κάθε βήμα- η Τέταρτη Διεθνής προωθεί ένα σύστημα μεταβατικών διεκδικήσεων, που η ουσία τους βρίσκεται στο γεγονός ότι κατευθύνονται όλο και πιο ανοιχτά, όλο και πιο αποφασιστικά, ενάντια στις ίδιες τις βάσεις του αστικού καθεστώτος. Το παλιό «μίνιμουμ πρόγραμμα» έχει ξεπεραστεί από το Μεταβατικό Πρόγραμμα, που έχει για στόχο του τη συστηματική κινητοποίηση των μαζών για την προλεταριακή επανάσταση.

Κινητή Κλίμακα Μισθών και Κινητή Κλίμακα Ωρών Εργασίας

Μέσα στις συνθήκες ενός καπιταλισμού που αποσυντίθεται, οι μάζες συνεχίζουν να ζουν τη μίζερη ζωή των καταπιεσμένων, που τώρα, περισσότερο από ποτέ, απειλούνται να ριχτούν στο βάραθρο της εξαθλίωσης. Είναι αναγκασμένες να υπερασπίσουν την μπουκιά το ψωμί τους, αν δεν μπορούν να την μεγαλώσουν ή να την βελτιώσουν. Δεν υπάρχει ούτε η ανάγκη ούτε η δυνατότητα να απαριθμήσουμε εδώ τις χωριστές, τις επιμέρους διεκδικήσεις που κάθε φορά ξεπηδούν πάνω στη βάση των συγκεκριμένων συνθηκών -εθνικών, τοπικών, συνδικαλιστικών. Δύο, όμως, βασικές οικονομικές συμφορές που σ’ αυτές συνοψίζεται ο αυξανόμενος παραλογισμός του καπιταλιστικού συστήματος, δηλαδή η ανεργία και η ακρίβεια, απαιτούv γενικευμένα συνθήματα και μέθοδες πάλης.

Η Τέταρτη Διεθνής κηρύσσει ασυμφιλίωτο πόλεμο ενάντια στην πολιτική των καπιταλιστών -πολιτική που, ως ένα μεγάλο μέρος, είναι η πολιτική των πρακτόρων τους, των ρεφορμιστών- που σκοπεύουν να ρίξουν ολόκληρο το βάρος του μιλιταρισμού, της κρίσης, της κατάρρευσης του νομισματικού συστήματος και κάθε άλλη μάστιγα που φέρνει μαζί της η θανάσιμη αγωνία του καπιταλισμού, πάνω στους ώμους των εργαζόμενων. Η Τέταρτη Διεθνής απαιτεί δουλειά και ανθρώπινες συνθήκες ζωής για όλους.

Ούτε ο πληθωρισμός ούτε η σταθεροποίηση μπορούν να χρησιμέψουν σαν συνθήματα για το προλεταριάτο, γιατί αυτά δεν είναι παρά οι δυο άκρες ενός και του ίδιου ραβδιού. Ενάντια στα άλματα των τιμών, που όσο θα πλησιάζει ο πόλεμος θα αποκτούν ένα ολοένα και πιο αχαλίνωτο χαρακτήρα, δεν μπορεί να παλέψει κανείς παρά με το σύνθημα της κινητής κλίμακας των μισθών. Αυτό σημαίνει ότι οι συλλογικές συμβάσεις θα πρέπει να εξασφαλίζουν μια αυτόματη αύξηση των μισθών ανάλογη με την άνοδο των τιμών στα είδη κατανάλωσης.

Κάτω από την απειλή της δικής του αποσύνθεσης, το προλεταριάτο δεν μπορεί να επιτρέψει τη μετατροπή ενός όλο και πιο μεγάλου τμήματος της εργατικής τάξης σε χρόνια εξαθλιωμένους άνεργους, που τρέφονται από τα αποφάγια μιας κοινωνίας που κονιορτοποιείται. Το δικαίωμα στη δουλειά είναι το μόνο σοβαρό δικαίωμα που άφησαν στον εργάτη σε μια κοινωνία που βασίζεται στην εκμετάλλευση. Αυτό το δικαίωμα είναι σήμερα που του αφαιρούν σε κάθε βήμα. Ενάντια στην ανεργία, τόσο την «οργανική» όσο και την «συγκυριακή», είναι καιρός πια να προωθήσουμε, μαζί με το σύνθημα για δημόσια έργα, το σύνθημα της κινητής κλίμακας των ωρών εργασίας. Τα συνδικάτα και οι άλλες μαζικές οργανώσεις θα πρέπει να δέσουν τους εργάτες που δουλεύουν με τους άνεργους σε μια αλληλεγγύη αμοιβαίας ευθύνης. Πάνω σ’ αυτή τη βάση, όλη η δουλειά που υπάρχει πρέπει να μοιραστεί σε όλους τους εργάτες, κι αυτό το μοίρασμα να καθορίζει το μέγεθος της εργάσιμης βδομάδας. Το μέσο μεροκάματο κάθε εργάτη μένει όπως ήταν στην παλιά εργάσιμη βδομάδα. Το μεροκάματο, με βάση ένα αυστηρό εγγυημένο μίνιμουμ, ακολουθεί την κίνηση των τιμών. Στη σημερινή καταστροφική περίοδο είναι αδύνατο να δεχτεί κανείς oποιοδήποτε άλλο πρόγραμμα.

Οι ιδιοκτήτες και οι δικηγόροι τους θα αποδείξουν το «απραγματοποίητο» αυτών των αιτημάτων. Οι μικροί καπιταλιστές, ιδιαίτερα οι καταστρεμμένοι καπιταλιστές, θα αναφερθούν, επιπλέον, στα λογιστικά τους βιβλία. Οι εργάτες θα απορρίψουν χωρίς συζήτηση αυτά τα συμπεράσματα κι αυτές τις αναφορές στα βιβλία τους. Εδώ δεν πρόκειται για μια «συνηθισμένη» σύγκρουση με αντιτιθέμενα υλικά συμφέροντα. Πρόκειται για το πώς θα προφυλαχτεί το προλεταριάτο από την παρακμή, την ηθική κατάπτωση και την καταστροφή. Πρόκειται για τη ζωή ή το θάνατο της μόνης δημιουργικής και προοδευτικής τάξης, και, κατά συνέπεια, για το μέλλον της ανθρωπότητας. Αν ο καπιταλισμός είναι ανίκανος να ικανοποιήσει τα αιτήματα που με αδήριτη αναγκαιότητα ξεπηδούν από τις συμφορές που ο ίδιος γεννάει, τότε να τον συντρίψουμε! Το «πραγματοποιήσιμο» ή το «απραγματοποίητο» των αιτημάτων είναι, στην προκειμένη περίπτωση, ένα ζήτημα συσχετισμού των δυνάμεων, που δεν μπορεί να αποφασιστεί παρά μέσα στην πάλη. Διαμέσου αυτής της πάλης, οι εργάτες, ανεξάρτητα από το ποιες μπορεί να είναι οι άμεσες πρακτικές επιτυχίες τους, θα φτάσουν πιο εύκολα στην κατανόηση της αναγκαιότητας να συντρίψουν την καπιταλιστική σκλαβιά.

Τα Συνδικάτα στη Μεταβατική Εποχή

Στην πάλη για τις επιμέρους και μεταβατικές διεκδικήσεις, οι εργάτες χρειάζονται τώρα περισσότερο από ποτέ μαζικές οργανώσεις, και πριν απ’ όλα συνδικάτα. Η τεράστια ανάπτυξη των συνδικάτων στη Γαλλία και τις Ενωμένες Πολιτείες είναι η καλύτερη απάντηση στα κηρύγματα των υπεραριστερών δογματικών που διακηρύσσουνε πως έχει «ξεπεραστεί η χρησιμότητα» των συνδικάτων.

Οι Μπολσεβίκοι-Λενινιστές βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του χαρακώματος σε κάθε είδους πάλη, ακόμα και όταν πρόκειται για τα πιο μέτρια υλικά συμφέροντα ή δημοκρατικά δικαιώματα της εργατικής τάξης. Παίρνουν δραστήρια μέρος στη ζωή των μαζικών συνδικάτων, προσπαθώντας να τα ενισχύσουν και να αναπτύξουν το μαχητικό τους πνεύμα. Παλεύουν ασυμβίβαστα ενάντια σε κάθε προσπάθεια υποταγής των συνδικάτων στο αστικό κράτος και δεσίματος του προλεταριάτου στις «υποχρεωτικές διαιτησίας» και κάθε άλλη μορφή αστυνομικής κηδεμονίας -όχι μόνο φασιστικής, αλλά και «δημοκρατικής». Μόνο πάνω στη βάση μιας τέτοιας δουλειάς μέσα στα συνδικάτα είναι δυνατό να παλέψουμε με επιτυχία ενάντια στους ρεφορμιστές, κι εδώ περιλαβαίνεται και η σταλινική γραφειοκρατία. Οι σεχταριστικές προσπάθειες για την οικοδόμηση ή τη διατήρηση μικρών «επαναστατικών» συνδικάτων, σαν μια δεύτερη έκδοση του κόμματος σημαίνει, στην πραγματικότητα, άρνηση της πάλης για την ηγεσία της εργατικής τάξης. Είναι αναγκαίο να εγκαθιδρύσουμε τον παρακάτω σταθερό κανόνα: η συνθηκολόγα ποικιλία της αυτοαπομόνωσης από τα μαζικά συνδικάτα, που ισοδυναμεί με την προδοσία της επανάστασης, είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του μέλους της Τέταρτης Διεθνούς.

Ταυτόχρονα, η Τέταρτη Διεθνής απορρίπτει και καταδικάζει ανεπιφύλακτα κάθε συνδικαλιστικό φετιχισμό, που είναι εξίσου χαρακτηριστικό γνώρισμα των τρεϊντγιουνιονιστών και των συνδικαλιστών.

α) Τα συνδικάτα δεν προσφέρουν, και η γραμμή των καθηκόντων τους, της σύνθεσής τους και του τρόπου που στρατολογούν τα μέλη τους, δεν μπορεί να προσφέρει ένα ολοκληρωμένο επαναστατικό πρόγραμμα. Κατά συνέπεια, δεν μπορούν να αντικαταστήσουν το Κόμμα. Η οικοδόμηση εθνικών επαναστατικών Κομμάτων, τμημάτων της Τέταρτης Διεθνούς, είναι το κεντρικό καθήκον της μεταβατικής εποχής.

β) Τα συνδικάτα, ακόμα και τα πιο ισχυρά, δεν αγκαλιάζουν πάνω από το 20 με 25% της εργατικής τάξης, και κύρια τα πιο ειδικευμένα και τα πιο καλοπληρωμένα στρώματά της. Η πιο καταπιεσμένη πλειοψηφία της εργατικής τάξης δεν σέρνεται στην πάλη παρά επεισοδιακά, και σε περίοδες εξαιρετικών ανατάσεων του εργατικού κινήματος. Σε τέτοιες στιγμές, είναι αναγκαία η δημιουργία οργανώσεων ad hoc (κατάλληλες για την περίπτωση), που να αγκαλιάζουν ολόκληρη τη μαχόμενη μάζα: απεργιακές επιτροπές, επιτροπές εργοστασίων και, τέλος, Σοβιέτ.

γ) Σαν οργανώσεις που εκφράζουν τα ανώτατα στρώματα του προλεταριάτου, τα συνδικάτα, όπως το δείχνει ολόκληρη η ιστορική εμπειρία του παρελθόντος, κι εδώ περιλαβαίνεται και η ολότελα νωπή εμπειρία των αναρχοσυνδικαλιστικών συνδικάτων της Ισπανίας, αναπτύσσουν ισχυρές τάσεις συμβιβασμού με το αστικό δημοκρατικό καθεστώς. Σε περίοδες όξυνσης της ταξικής πάλης, τα ηγετικά σώματα των συνδικάτων προσπαθούν να κυριαρχήσουν πάνω στο μαζικό κίνημα για να το καταστήσουν ακίνδυνο Αυτό γίνεται κιόλας την περίοδο των απλών απεργιών, και ειδικά στην περίπτωση των μαζικών απεργιών που συνδέονται με την κατάληψη των εργοστασίων, που αμφισβητούν τις αρχές της αστικής ιδιοκτησίας. Σε καιρό πολέμου ή επανάστασης, που η μπουρζουαζία βυθίζεται σε εξαιρετικές δυσκολίες, οι ηγέτες των συνδικάτων συνήθως γίνονται αστοί υπουργοί.

Γι’ αυτό, τα τμήματα της Τέταρτης Διεθνούς θα πρέπει πάντα να παλεύουν όχι μονάχα να ανανεώσουν την ανώτατη ηγεσία των συνδικάτων, προωθώντας με τόλμη και αποφασιστικότητα στις κρίσιμες στιγμές νέους μαχητές ηγέτες στη θέση των ρουτινιάριδων υπαλλήλων και καριεριστών, αλλά και να δημιουργούν, σ’ όλες τις δυνατές περιπτώσεις ανεξάρτητες μαχητικές οργανώσεις που να ανταποκρίνονται καλύτερα στα καθήκοντα της μαζικής πάλης ενάντια στην αστική κοινωνία, και ακόμα να μην δειλιάζουν, αν αυτό είναι αναγκαίο, μπροστά σ’ ένα ανοιχτό σπάσιμο με το συντηρητικό μηχανισμό των συνδικάτων. Αν είναι εγκληματικό το να γυρίζει κανείς την πλάτη στις μαζικές οργανώσεις χάρη στην υποστήριξη σεχταριστικών επινοημάτων, δεν είναι λιγότερο εγκληματικό το να ανέχεται παθητικά την υποταγή του επαναστατικού κινήματος των μαζών στον έλεγχο ανοιχτά αντιδραστικών ή καλυμμένων συντηρητικών (»προοδευτικών») γραφειοκρατικών κλικών. Τα συνδικάτα δεν είναι αυτοσκοπός, δεν είναι παρά ένα μέσο στο δρόμο της προλεταριακής επανάστασης.

Οι Εργοστασιακές Επιτροπές

Στη διάρκεια της μεταβατικής εποχής, το εργατικό κίνημα δεν έχει ένα συστηματικό και καλοζυγισμένο χαρακτήρα, αλλά ένα χαρακτήρα πυρετώδη και εκρηκτικό. Τα συνθήματα, το ίδιο όπως και οι μορφές οργάνωσης, πρέπει να υποτάσσονται στους δείκτες του κινήματος. Αποφεύγοντας τη ρουτίνα σαν να είναι χολέρα, η ηγεσία πρέπει να ανταποκρίνεται με ευαισθησία στην πρωτοβουλία των μαζών.

Οι απεργίες με κατάληψη των εργοστασίων, μια από τις τελευταίες εκδηλώσεις αυτού του είδους της πρωτοβουλίας, πάνε πέρα από τα όρια του «ομαλού» καπιταλιστικού καθεστώτος. Ανεξάρτητα από τα αιτήματα των απεργών, η προσωρινή κατάληψη των εργοστασίων δίνει ένα χαστούκι στο είδωλο της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Κάθε απεργία με κατάληψη του εργοστασίου θέτει με έναν πρακτικό τρόπο το ερώτημα ποιος είναι ο κύριος του εργοστασίου: ο καπιταλιστής ή οι εργάτες;
Αν η απεργία με την κατάληψη του εργοστασίου θέτει επεισοδιακά αυτό το ερώτημα. η εργοστασιακή επιτροπή δίνει στο ίδιο αυτό ερώτημα μια οργανωμένη έκφραση. Εκλεγμένη απ’ όλους τους εργάτες του εργοστασίου, η Επιτροπή του εργοστασίου δημιουργεί άμεσα ένα αντίβαρο στη θέληση της διεύθυνσης.

Στην κριτική που κάνουν οι ρεφορμιστές στα αφεντικά τα λεγόμενα «βασιλιάδες της οικονομίας» του τύπου Φορντ, σε αντιδιαστολή με τους «καλούς», «δημοκράτες» εκμεταλλευτές, αντιτάσσουμε το σύνθημα των εργοστασιακών επιτροπών σαν κέντρα της πάλης ενάντια και στους δυο.

Οι γραφειοκράτες των συνδικάτων, γενικά, θα αντιταχθούν στη δημιουργία των εργοστασιακών επιτροπών, το ίδιο όπως αντιτάσσονται σε κάθε τολμηρό βήμα που γίνεται στο δρόμο της κινητοποίησης των μαζών.

Ωστόσο, όσο πιο πλατύ θα είναι το κίνημα, τόσο πιο εύκολο θα είναι να συντρίψουμε την αντίστασή τους. Εκεί όπου έχει καθιερωθεί ήδη το κλειστό επάγγελμα. (cloced shop) στην «ειρηνική» περίοδο, η επιτροπή θα συμπέσει τυπικά με το κανονικό όργανο του συνδικάτου, αλλά θα ανανεώσει το προσωπικό της και θα διευρύνει τις λειτουργίες της. Ωστόσο, η κύρια σημασία των επιτροπών βρίσκεται στο γεγονός ότι γίνονται επιτελεία μάχης για εκείνα τα εργατικά στρώματα που το συνδικάτο δεν είναι συνήθως ικανό να κινητοποιήσει. Απ’ αυτά ακριβώς τα στρώματα των πιο εκμεταλλευομένων, θα βγουν τα πιο αφοσιωμένα στην επανάσταση αποσπάσματα.

Από τη στιγμή που η επιτροπή κάνει την εμφάνισή της, εγκαθιδρύεται στην πραγματικότητα μια δυαδική εξουσία μέσα στο εργοστάσιο. Από την ίδια της την ουσία, αυτή η δυαδική εξουσία αντιπροσωπεύει τη μεταβατική κατάσταση, γιατί περικλείει μέσα της δυο ασυμφιλίωτα καθεστώτα: το καπιταλιστικό και το προλεταριακό. Η θεμελιώδης σημασία των εργοστασιακών επιτροπών βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι αυτές ανοίγουν την πόρτα, αν όχι σε μια άμεσα επαναστατική περίοδο, τουλάχιστο σε μια προεπαναστατική περίοδο -ανάμεσα στο αστικό και στο προλεταριακό καθεστώς. Το ότι η διάδοση της ιδέας για τις εργοστασιακές επιτροπές δεν είναι ούτε πρόωρη ούτε τεχνητή, αυτό το δείχνουν πολύ καλά τα κύματα κατάληψης των εργοστασίων που κατακλύζουν ένα ορισμένο αριθμό χωρών. Νέα κύματα αυτού του τύπου είναι αναπόφευκτα στο άμεσο μέλλον. Είναι ανάγκη να ανοίξουμε έγκαιρα μια καμπάνια υπέρ των εργοστασιακών επιτροπών για να μη μας αιφνιδιάσουν τα γεγονότα.

Το «Εμπορικό Μυστικό» και ο Εργατικός Έλεγχος στη Βιομηχανία

Ο φιλελεύθερος καπιταλισμός. που στηριζόταν στο συναγωνισμό και την ελευθερία του εμπορίου, χάθηκε στα βάθη του παρελθόντος. Ο διάδοχός του, ο μονοπωλιακός καπιταλισμός, όχι μόνο δεν έχει περιορίσει την αναρχία στην αγορά, αλλά, αντίθετα, της έχει δώσει ένα χαρακτήρα ιδιαίτερα σπασμωδικό. Η αναγκαιότητα μιας «ελεγχόμενης» οικονομίας, μιας κρατικής «διεύθυνσης» πάνω στην οικονομία και ενός «σχεδιασμού», αναγνωρίζεται τώρα -τουλάχιστο στα λόγια- από όλα σχεδόν τα αστικά ρεύματα και τις μικροαστικές τάσεις, από το φασισμό μέχρι τη σοσιαλδημοκρατία.

Για τους φασίστες, είναι κυρίως ένα ζήτημα μιας «σχεδιασμένης» καταλήστευσης του λαού για μιλιταριστικούς σκοπούς. Οι σοσιαλδημοκράτες προσπαθούν να αδειάσουν τον ωκεανό της αναρχίας με το κουτάλι μιας γραφειοκρατικής «σχεδιοποίησης». Οι μηχανικοί και οι καθηγητές γράφουν άρθρα για την «τεχνοκρατία». Στα δειλά πειράματά τους για μια «ρύθμιση», οι δημοκρατικές κυβερνήσεις σκοντάφτουν στο ακατανίκητο σαμποτάζ του μεγάλου κεφαλαίου.

Η πραγματική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στους εκμεταλλευτές και τους δημοκρατικούς «ελεγκτές» παρουσιάζεται πολύ καθαρά στο γεγονός ότι οι κύριοι «μεταρρυθμιστές» σταματούν με θρησκευτική ευλάβεια στο κατώφλι των τραστ και των βιομηχανικών και εμπορικών «μυστικών» τους. Εδώ βασιλεύει η αρχή της «μη επέμβασης». Οι λογαριασμοί ανάμεσα στον μεμονωμένο καπιταλιστή και την κοινωνία παραμένουν ένα μυστικό του καπιταλιστή: δεν αφορούν την κοινωνία. Η δικαιολογία που προσφέρουν για την αρχή του εμπορικού «μυστικού» είναι φαινομενική, όπως και στην εποχή του φιλελεύθερου καπιταλισμού, είναι ο ελεύθερος «ανταγωνισμός». Στην πραγματικότητα, τα τραστ δεν έχουν μυστικά μεταξύ τους. Το εμπορικό μυστικό, στην εποχή μας, είναι μέρος μιας επίμονης συνωμοσίας του μονοπωλιακού καπιταλισμού ενάντια στα συμφέροντα της κοινωνίας. Τα σχέδια για περιορισμό του απολυταρχισμού των «βασιλιάδων της οικονομίας» μένουν αξιοθρήνητες φάρσες όσο οι ατομικοί ιδιοκτήτες των κοινωνικών μέσων παραγωγής μπορούν να κρύβουν από τους παραγωγούς και τους καταναλωτές τις μηχανορραφίες της εκμετάλλευσης, της ληστείας, της απάτης. Η κατάργηση του «εμπορικού μυστικού» είναι το πρώτο βήμα στο δρόμο για έναν πραγματικό έλεγχο στη βιομηχανία.

Οι εργάτες έχουν το δικαίωμα. όχι λιγότερο από τους καπιταλιστές, να ξέρουν τα «μυστικά» της επιχείρησης, του τραστ, του βιομηχανικού κλάδου, ολόκληρης της εθνικής οικονομίας. Πρώτα πρώτα, οι τράπεζες, η βαριά βιομηχανία και οι συγκεντροποιημένες μεταφορές πρέπει να μπουν κάτω από το φακό της έρευνας.

Το άμεσο καθήκον του εργατικού ελέγχου είναι: να ξεκαθαρίσει ποια είναι τα εισοδήματα και ποιες οι δαπάνες της κοινωνίας, ξεκινώντας από τη μεμονωμένη επιχείρηση. Να καθορίσει το πραγματικό μερίδιο που οικειοποιούνται οι καπιταλιστές σαν άτομα και οι εκμεταλλευτές σαν όλο, από το εθνικό εισόδημα. Να ξεσκεπάσει τις παρασκηνιακές κομπίνες και τις απάτες των τραπεζών και των τραστ, και τέλος, να παρουσιάσει μπροστά σ’ ολόκληρη την κοινωνία, την παράλογη σπατάλη ανθρώπινης εργασίας που είναι το αποτέλεσμα της καπιταλιστικής αναρχίας και το γυμνό κυνήγι του κέρδους.

Καμιά υπηρεσία του αστικού κράτους δεν είναι σε θέση να φέρει σε πέρας αυτή τη δουλειά, όποιες κι αν είναι οι εξουσίες με τις οποίες μπορεί κανείς να την περιβάλει. Ολόκληρος ο κόσμος στάθηκε μάρτυρας της αδυναμίας του προέδρου Ρούζβελτ και του πρωθυπουργού Λεόν Μπλουμ μπροστά στις συνωμοσίες των «εξήντα» ή των «διακοσίων οικογενειών» των αντίστοιχων εθνών τους. Για να συντριβεί η αντίσταση των εκμεταλλευτών, είναι αναγκαία η μαζική πίεση του προλεταριάτου. Μόνο οι εργοστασιακές επιτροπές μπορούν να εγγυηθούν έναν πραγματικό έλεγχο πάνω στην παραγωγή, παίρνοντας κοντά τους -με την ιδιότητα του συμβούλου και όχι του «τεχνοκράτη»- έντιμους και αφοσιωμένους στο λαό ειδικούς: λογιστές, στατιστικολόγους, πολιτικούς μηχανικούς, επιστήμονες, κτλ.

Η πάλη ενάντια στην ανεργία είναι ακατανόητη χωρίς το κάλεσμα για μια πλατιά και τολμηρή οργάνωση δημόσιων έργων. Αλλά τα δημόσια έργα δεν μπορούν να έχουν μια διαρκή και προοδευτική σπουδαιότητα, τόσο για την κοινωνία όσο και για τους ίδιους τους άνεργους, παρά μόνο όταν αποτελούν μέρος ενός γενικού πλάνου, που έχει καταστρωθεί για να καλύψει ένα σημαντικό αριθμό χρόνων. Μέσα στα πλαίσια ενός τέτοιου πλάνου, οι εργάτες θα διεκδικήσουν το ξαναρχίνισμα της δουλειάς, για λογαριασμό της κοινωνίας, στις ιδιωτικές επιχειρήσεις που έκλεισαν με την κρίση. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο εργατικός έλεγχος θα παραχωρούσε τη θέση του στην άμεση εργατική διαχείριση.

Η επεξεργασία ακόμα και του πιο στοιχειώδους οικονομικού πλάνου -από τη σκοπιά των συμφερόντων των εργατών κι όχι των εκμεταλλευτών- είναι αδύνατη χωρίς τον εργατικό έλεγχο, χωρίς, δηλαδή, να διεισδύσει το βλέμμα του εργάτη σε όλα τα ελατήρια, φανερά και κρυφά, που κινούν την καπιταλιστική οικονομία. Οι επιτροπές των διαφόρων μεμονωμένων επιχειρήσεων, πρέπει να εκλέξουν, στις αντίστοιχες συνδιασκέψεις τους, επιτροπές τραστ, ολόκληρων βιομηχανικών κλάδων, οικονομικών περιοχών και, τέλος, της εθνικής οικονομίας σαν όλο. Έτσι, ο εργατικός έλεγχος γίνεται ένα σχολειό για τη σχεδιασμένη οικονομία. Στη βάση της εμπειρίας του ελέγχου, το προλεταριάτο θα προετοιμαστεί για να διευθύνει άμεσα την εθνικοποιημένη βιομηχανία, όταν η ώρα θα σημάνει τελικά.

Στους καπιταλιστές, κυρίως τους μικρούς και τους μεσαίους, που καμιά φορά προτείνουν οι ίδιοι να ανοίξουν τα λογιστικά τους βιβλία μπροστά στους εργάτες -συνήθως για να τους αποδείξουν την ανάγκη για πιο χαμηλότερα μεροκάματα- οι εργάτες απαντούν πως εκείνο που τους ενδιαφέρει, δεν είναι η λογιστική κατάσταση των χρεοκοπημένων ή μισοχρεοκοπημένων ατομικών καπιταλιστών, αλλά η λογιστική κατάσταση όλων των εκμεταλλευτών σαν σύνολο. Οι εργάτες δεν μπορούν ούτε θέλουν να προσαρμόσουν το επίπεδο των όρων της ζωής τους στις απαιτήσεις των μεμονωμένων καπιταλιστών που έχουν γίνει θύματα του ίδιου του καθεστώτος τους. Το καθήκον είναι να αναδιοργανωθεί ολόκληρο το σύστημα της παραγωγής και της διανομής πάνω σε μια πιο αξιοπρεπή και εργάσιμη βάση. Αν η κατάργηση του εμπορικού μυστικού είναι ο αναγκαίος όρος για τον εργατικό έλεγχο, αυτός ο έλεγχος είναι το πρώτο βήμα στο δρόμο για τη σοσιαλιστική διεύθυνση της οικονομίας.

Η Απαλλοτρίωση Ορισμένων Ομάδων Καπιταλιστών

Το σοσιαλιστικό πρόγραμμα της απαλλοτρίωσης, δηλαδή της πολιτικής ανατροπής της μπουρζουαζίας και της συντριβής της οικονομικής κυριαρχίας της, δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση, στη σημερινή μεταβατική περίοδο, να μας εμποδίζει να προωθούμε, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν, το αίτημα για την απαλλοτρίωση ορισμένων κλάδων-κλειδιά της βιομηχανίας, ζωτικών για την εθνική ύπαρξη, ή των πιο παρασιτικών ομάδων της μπουρζουαζίας.

Έτσι, σε απάντηση στην παθιασμένη θρηνολογία των κύριων δημοκρατών για τη δικτατορία των «60 οικογενειών» στις Ενωμένες Πολιτείες ή των «200 οικογενειών» στη Γαλλία, αντιτάσσουμε τη διεκδίκηση της απαλλοτρίωσης αυτών των 60 ή 200 φεουδαρχών καπιταλιστών Υπερλόρδων.

Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο διεκδικούμε την απαλλοτρίωση των μονοπωλιακών εταιριών της βιομηχανίας πολέμου, των σιδηροδρόμων, των πιο σημαντικών πηγών πρώτων υλών, κλπ.

Η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτά τα αιτήματα και το σύνθημα της «εθνικοποίησης» των ρεφορμιστών χοντροκέφαλων βρίσκεται στα εξής: 1) Εμείς απορρίπτουμε την αποζημίωση. 2) Προειδοποιούμε τις μάζες ενάντια στους δημαγωγούς του Λαϊκού Μετώπου, που, ενώ μιλάνε με την άκρη των χειλιών τους για εθνικοποίηση, στην πραγματικότητα παραμένουν οι πράκτορες του κεφαλαίου. 3) Καλούμε τις μάζες να μην υπολογίζουν παρά μόνο στη δική τους επαναστατική δύναμη. 4) Συνδέουμε το ζήτημα της απαλλοτρίωσης με το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας από τους εργάτες και τους αγρότες.

Η ανάγκη να προωθήσουμε το σύνθημα της απαλλοτρίωσης στην πορεία της καθημερινής αγκιτάτσιας, με την επιμέρους μορφή του, κι όχι μονάχα στην προπαγάνδα μας στην περιεκτική του όψη, απορρέει από το γεγονός ότι οι διάφοροι κλάδοι της βιομηχανίας βρίσκονται σε διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης, κατέχουν διαφορετικές θέσεις στην ζωή της κοινωνίας και περνούνε από διάφορα στάδια της πάλης των τάξεων. Μονάχα η γενική επαναστατική άνοδος του προλεταριάτου μπορεί να θέσει την ολοκληρωμένη απαλλοτρίωση της μπουρζουαζίας στην ημερήσια διάταξη. Το καθήκον των μεταβατικών διεκδικήσεων είναι να προετοιμάσουν το προλεταριάτο να λύσει αυτό το πρόβλημα.

Η Απαλλοτρίωση των Ιδιωτικών Τραπεζών και η Κρατικοποίηση του Πιστωτικού Συστήματος

Ιμπεριαλισμός σημαίνει κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου. Δίπλα δίπλα με τα κονσόρτσιουμ και τα τραστ, και συχνά πάνω απ’ αυτά, οι τράπεζες συγκεντρώνουν στα χέρια τους την πραγματική διοίκηση της οικονομίας. Στην δομή τους, οι τράπεζες αντανακλούν, κάτω από μια συγκεντροποιημένη μορφή, ολόκληρη τη δομή του σύγχρονου καπιταλισμού: συνδυάζουν τις τάσεις του μονοπωλίου με τις τάσεις της αναρχίας. Οργανώνουν θαύματα της τεχνολογίας, γιγαντιαίες επιχειρήσεις, παντοδύναμα τραστ, αλλά επίσης οργανώνουν τις υψηλές τιμές, τις κρίσεις και την ανεργία. Είναι αδύνατο να κάνει κανείς έστω κι ένα κάπως σοβαρό βήμα στην πάλη ενάντια στο δεσποτισμό των μονοπωλίων και την καπιταλιστική αναρχία -που αλληλοσυμπληρώνονται στο καταστροφικό τους έργο- αν αφήσει τα κατευθυντήρια πόστα των τραπεζών στα χέρια των αρπαχτικών που λέγονται καπιταλιστές. Για να δημιουργήσουμε ένα ενιαίο σύστημα επένδυσης και πίστης, σύμφωνα μ’ ένα ορθολογικό σχέδιο που να ανταποκρίνεται στα συμφέροντα ολόκληρου του λαού, είναι αναγκαίο να συγχωνέψουμε όλες τις τράπεζες σ’ ένα και μόνο ενιαίο εθνικό ίδρυμα. Μονάχα η απαλλοτρίωση των ιδιωτικών τραπεζών και η συγκέντρωση ολόκληρου του πιστωτικού συστήματος στα χέρια του κράτους θα προμηθεύσουν το τελευταίο με τα πραγματικά αναγκαία μέσα, δηλαδή με τους υλικούς πόρους -και όχι μονάχα με χαρτιά και γραφειοκρατικά μέσα- για την οικονομική σχεδιοποίηση.

Η απαλλοτρίωση των τραπεζών δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση την απαλλοτρίωση των τραπεζιτικών καταθέσεων. Αντίθετα: η ενιαία κρατική τράπεζα θα είναι ικανή να δημιουργήσει πολύ πιο ευνοϊκούς όρους για τους μικρούς καταθέτες απ’ ότι οι ιδιωτικές τράπεζες. Με τον ίδιο τρόπο, μόνο η κρατική τράπεζα μπορεί να εγκαθιδρύσει για τους κτηματίες, τους εμπόρους και τους μικρέμπορους συνθήκες ευνοϊκές, δηλαδή φτηνή πίστη. Όμως, ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι ολόκληρη η οικονομία -πρώτα απ’ όλα η βαριά βιομηχανία και οι μεταφορές- που θα κατευθύνεται από ένα ενιαίο οικονομικό επιτελείο, θα υπηρετεί τα ζωτικά συμφέροντα των εργατών κι όλων των άλλων εργαζομένων.

Οπωσδήποτε, η κρατικοποίηση των τραπεζών δεν θα δόση τα ευνοϊκά αυτά αποτελέσματα παρά αν η ίδια η κρατική εξουσία περάσει ολόκληρη από τα χέρια των εκμεταλλευτών στα χέρια των εργαζομένων.

Οι Απεργιακές Φρουρές, οι Ομάδες Αυτοάμυνας, η Εργατική Πολιτοφυλακή, ο Εξοπλισμός του Προλεταριάτου

Οι απεργίες με κατάληψη των εργοστάσιων είναι μια πολύ σοβαρή προειδοποίηση απομέρους των μαζών προς την κατεύθυνση, όχι μονάχα της μπουρζουαζίας, αλλά και των οργανώσεων των εργατών, κι εδώ περιλαβαίνεται και η Τέταρτη Διεθνής. Το 1919-20, οι ιταλοί εργάτες καταλάβανε με δική τους πρωτοβουλία τις επιχειρήσεις, προειδοποιώντας έτσι τους ίδιους τους «αρχηγούς» τους, πως ήρθε η ώρα της κοινωνικής επανάστασης. Οι «αρχηγοί» δεν λάβανε υπόψη τους την προειδοποίηση. Το αποτέλεσμα ήταν η νίκη του φασισμού.

Οι απεργίες με κατάληψη των εργοστασίων δεν σημαίνουν ακόμα το πάρσιμο των εργοστασίων α λα ιταλικά. Αποτελούν όμως ένα αποφασιστικό βήμα σ’ αυτό το δρόμο. Η σημερινή κρίση μπορεί να οξύνει την ταξική πάλη στο πιο υψηλό της σημείο και να επισπεύσει τη λύση. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως μια επαναστατική κατάσταση έρχεται με ένα χτύπημα. Στην πραγματικότητα, το πλησίασμα της σημειώνεται με ολόκληρη μια σειρά από σπασμούς. Και το κύμα των απεργιών με κατάληψη των εργοστασίων είναι ακριβώς ένας απ’ αυτούς τους σπασμούς. Το καθήκον για τα τμήματα της Τέταρτης Διεθνούς είναι να βοηθούν την προλεταριακή πρωτοπορία να κατανοήσει το γενικό χαρακτήρα και τους ρυθμούς της εποχής μας, και να γονιμοποιούν, την κατάλληλη στιγμή, την πάλη των μαζών με όλο και πιο αποφασιστικά συνθήματα και με μαχητικά οργανωτικά μέτρα.

Ο παροξυσμός της πάλης του προλεταριάτου σημαίνει παροξυσμό στις μέθοδες αντεπίθεσης απομέρους του κεφαλαίου. Τα νέα απεργιακά κύματα με κατάληψη των εργοστασίων μπορεί να προκαλέσουν, και θα προκαλέσουν αναπόφευκτα, αποφασιστικά αντίμετρα απομέρους της μπουρζουαζίας. Η προπαρασκευαστική δουλειά γίνεται από τώρα από τα εμπιστευτικά επιτελεία των μεγάλων τραστ. Αλίμονο στις επαναστατικές οργανώσεις, αλίμονο στο προλεταριάτο αν πιαστεί ξανά απροετοίμαστο!

Πουθενά η μπουρζουαζία δεν αρκείται στην επίσημη αστυνομία και τον επίσημο στρατό της. Στις Ενωμένες Πολιτείες, ακόμα και στις «ειρηνικές» περίοδες, η μπουρζουαζία διατηρεί στρατιωτικοποιημένα αποσπάσματα απεργοσπαστών και ένοπλες ιδιωτικές συμμορίες στα εργοστάσια. Σ’ αυτά πρέπει τώρα να προσθέσουμε τις διάφορες ομάδες των αμερικανών ναζί. Η γαλλική μπουρζουαζία, με το πρώτο πλησίασμα του κινδύνου, κινητοποίησε τα μισονόμιμα και τα παράνομα φασιστικά αποσπάσματα, μαζί μ’ αυτά που έχει μέσα στον επίσημο στρατό της. Μόλις η πίεση των άγγλων εργατών δυναμώνει ξανά, αμέσως οι φασιστικές συμμορίες διπλασιάζονται, τριπλασιάζονται, αυξάνουν δέκα φορές και κατεβαίνουν σε αιματηρές πορείες ενάντια στους εργάτες. Η μπουρζουαζία είναι με ακρίβεια πληροφορημένη για το γεγονός ότι στη σημερινή εποχή η πάλη των τάξεων τείνει άφευκτα να μεταμορφωθεί σε εμφύλιο πόλεμο. Τα παραδείγματα της Ιταλίας, της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Ισπανίας και των άλλων χωρών έμαθαν πολύ περισσότερα στους μεγιστάνες και στους λακέδες του κεφαλαίου απ’ ότι στους επίσημους ηγέτες του προλεταριάτου.

Οι πολιτικοί της Δεύτερης και της Τρίτης Διεθνούς, το ίδιο όπως οι γραφειοκράτες των συνδικάτων, κλείνουν συνειδητά τα μάτια και δεν βλέπουν τον ιδιωτικό στρατό της μπουρζουαζίας. Αλλιώτικα, δεν θα μπορούσαν να διατηρήσουν τη συμμαχία τους μαζί της ούτε για 24 ώρες. Οι ρεφορμιστές τυπώνουν συστηματικά στο μυαλό των εργατών την ιδέα ότι η ιερότητα της δημοκρατίας εξασφαλίζεται καλύτερα όταν η μπουρζουαζία είναι οπλισμένη μέχρι τα δόντια και οι εργάτες είναι άοπλοι.

Το καθήκον της Τέταρτης Διεθνούς είναι να θέσει ένα τέλος, μια για πάντα, σε μια τέτοια δουλική πολιτική. Οι μικροαστοί δημοκράτες -κι εδώ περιλαβαίνονται οι σοσιαλδημοκράτες, οι σταλινικοί και οι αναρχικοί- ουρλιάζουν τόσο πιο δυνατά για την πάλη ενάντια στο φασισμό όσο πιο άνανδρα συνθηκολογούν, στην πραγματικότητα, μαζί του. Μονάχα τα ένοπλα αποσπάσματα των εργατών, που αισθάνονται πίσω τους την υποστήριξη δεκάδων εκατομμυρίων εργαζομένων, μπορούν να αντιταχθούν με επιτυχία ενάντια στις φασιστικές συμμορίες. Η πάλη ενάντια στο φασισμό δεν αρχίζει από τη σύνταξη μιας φιλελεύθερης εφημερίδας, αλλά από το εργοστάσιο -και τελειώνει στο δρόμο. Οι απεργοσπάστες και οι ιδιωτικοί χωροφύλακες που είναι φυτεμένοι μέσα στα εργοστάσια είναι οι βασικοί πυρήνες του φασιστικού στρατού. Οι απεργιακές φρουρές είναι οι βασικοί πυρήνες του προλεταριακού στρατού. Απ’ αυτό πρέπει να ξεκινάμε.

Σε συνδυασμό με κάθε απεργία και κάθε διαδήλωση, πρέπει να προπαγανδίζουμε την ιδέα της αναγκαιότητας της δημιουργίας εργατικών ομάδων αυτοάμυνας. Είναι ανάγκη να γράψουμε αυτό το σύνθημα στο πρόγραμμα της επαναστατικής πτέρυγας των συνδικάτων. Είναι επιτακτική ανάγκη να οργανώνουμε αποσπάσματα αυτοάμυνας, παντού όπου αυτό είναι δυνατό, ξεκινώντας με ομάδες νέων, και να τα εκπαιδεύουμε και να τα εξοικειώνουμε με την χρήση των όπλων.

Το νέο κύμα του μαζικού κινήματος πρέπει να χρησιμέψει όχι μόνο στο να αυξήσουμε τον αριθμό αυτών των μονάδων, αλλά και για να τις ενώσουμε, κατά συνοικίες, κατά πόλεις, κατά περιοχές. Είναι ανάγκη να δώσουμε οργανωμένη έκφραση στο δίκαιο μίσος των εργατών ενάντια στους απεργοσπάστες και τις συμμορίες των γκάγκστερ και των φασιστών. Είναι ανάγκη να προωθήσουμε το σύνθημα της εργατικής πολιτοφυλακής, σαν τη μόνη σοβαρή εγγύηση για το απαραβίαστο των εργατικών οργανώσεων, των εργατικών συγκεντρώσεων και του εργατικού Τύπου.

Μονάχα με τη βοήθεια μιας τέτοιας συστηματικής, επίμονης, ακούραστης και τολμηρής δουλειάς αγκιτάτσιας και προπαγάνδας, πάντα πάνω στη βάση της εμπειρίας των ίδιων των μαζών, μπορεί κανείς να ξεριζώσει από τη συνείδησή τους τις παραδόσεις της υποτακτικότητας και της παθητικότητας.

Να εκπαιδεύσει αποσπάσματα ηρωικών μαχητών, ικανών να δώσουν το παράδειγμα σ’ όλους τους εργαζόμενους!
Να επιβάλει μια σειρά από τακτικές ήττες στους ένοπλους δολοφόνους της αντεπανάστασης!
Να ανεβάσει την αυτοπεποίθηση των εκμεταλλευομένων και των καταπιεσμένων!
Να εκθέσει το φασισμό στα μάτια των μικροαστών και να ανοίξει το δρόμο για την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο!

Ο Έγκελς προσδιόρισε το κράτος σαν σώματα «ενόπλων». Ο εξοπλισμός του προλεταριάτου είναι ένα επιτακτικό συνακόλουθο στοιχείο στην πάλη του για απελευθέρωση. Όταν το προλεταριάτο θα το θελήσει, θα βρει τους τρόπους και τα μέσα για να εξοπλιστεί. Και σ’ αυτόν τον τομέα η ηγεσία πέφτει φυσικά στα τμήματα της Τέταρτης Διεθνούς.

Η Συμμαχία των Εργατών και των Χωρικών

Ο σύντροφος στα όπλα και το αντίστοιχο του εργάτη στην ύπαιθρο είναι ο εργάτης γης. Αποτελούν δυο κομμάτια μιας και της ίδιας τάξης. Τα συμφέροντα τους είναι αξεχώριστα. Το πρόγραμμα των μεταβατικών διεκδικήσεων των εργατών βιομηχανίας, με αλλαγές εδώ κι εκεί, είναι και το πρόγραμμα του αγροτικού προλεταριάτου.

Οι χωρικοί (κτηματίες) αντιπροσωπεύουν μιαν άλλη τάξη: είναι η μικρομπουρζουαζία του χωριού. Η μικρομπουρζουαζία αποτελείται από διάφορα στρώματα, από μισοπρολετάριους μέχρι εκμεταλλευτικά στοιχεία. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, το πολιτικό καθήκον του βιομηχανικού προλεταριάτου είναι να μεταφέρει την πάλη των τάξεων στην επαρχία. Έτσι μονάχα θα μπορέσει να τραβήξει μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους συμμάχους του και τους εχθρούς του.

Οι ιδιομορφίες της εθνικής ανάπτυξης σε κάθε χώρα βρίσκουν την πιο παράξενη έκφρασή τους στην κατάσταση των κτηματιών και, σε κάποια έκταση, στην κατάσταση της μικρομπουρζουαζίας των πόλεων (βιοτέχνες και μαγαζάτορες). Αυτές οι τάξεις, όσο ισχυρές αριθμητικά, κι αν είναι, στην ουσία αντιπροσωπεύουν απομεινάρια από προκαπιταλιστικές μορφές παραγωγής. Τα τμήματα της Τέταρτης Διεθνούς πρέπει να επεξεργαστούν προγράμματα μεταβατικών διεκδικήσεων, όσο το δυνατό πιο συγκεκριμένα, για τους χωρικούς (κτηματίες) και τη μικρομπουρζουαζία της πόλης -προγράμματα που να ανταποκρίνονται στις συνθήκες της κάθε χώρας. Οι προχωρημένοι εργάτες πρέπει να μάθουν να δίνουν καθαρές και συγκεκριμένες απαντήσεις στα ερωτήματα των μελλοντικών συμμάχων τους.

Όσο ο κτηματίας παραμένει ένας «ανεξάρτητος» μικροπαραγωγός, έχει ανάγκη από φτηνή πίστη, από αγροτικά μηχανήματα και λιπάσματα με τιμές που να μπορεί να πληρώσει, από ευνοϊκούς όρους μεταφοράς, κι από μια ευσυνείδητα οργανωμένη αγορά για τα αγροτικά του προϊόντα. Αλλά οι τράπεζες, τα τραστ, οι χοντρέμποροι ληστεύουν τον χωρικό απ’ όλες τις μεριές. Μονάχα οι ίδιοι οι χωρικοί, με τη βοήθεια των εργατών, μπορούν να χαλιναγωγήσουν αυτούς τους ληστές. Επιτροπές εκλεγμένες μικροκτηματιών πρέπει να κάνουν την εμφάνισή τους στην εθνική σκηνή και να ενωθούν με επιτροπές εργατών και επιτροπές τραπεζικών υπαλλήλων, που πρέπει να πάρουν στα χέρια τους τον έλεγχο της μεταφοράς, της πίστης και του εμπορίου σ’ ότι αφορά τη γεωργία.

Επικαλούμενη ψεύτικα τις «υπερβολικές» απαιτήσεις των εργατών, η μεγάλη μπουρζουαζία μεταμορφώνει επιδέξια το ζήτημα των τιμών των εμπορευμάτων σε μια σφήνα που τη χώνει ανάμεσα στους εργάτες και τους χωρικούς, όπως κι ανάμεσα στους εργάτες και τη μικρομπουρζουαζία των πόλεων. Ο χωρικός, ο βιοτέχνης, ο μικρός έμπορας, δεν μπορεί, όπως ο βιομηχανικός εργάτης, ο υπάλληλος, ο υπάλληλος στις δημόσιες υπηρεσίες, να διεκδικήσει μια αύξηση του μισθού του παράλληλη με την αύξηση των τιμών. Η επίσημη πάλη της κυβέρνησης με τις υψηλές τιμές, δεν είναι παρά μια εξαπάτηση των μαζών. Όμως, οι χωρικοί, οι βιοτέχνες, οι έμποροι, πρέπει, σαν καταναλωτές, να επέμβουν δραστήρια πιασμένοι χέρι χέρι με τους εργάτες, σ’ αυτό που αφορά την πολιτική των τιμών. Στα κλαψουρίσματα των καπιταλιστών για το κόστος παραγωγής, μεταφοράς και εμπορίου, οι καταναλωτές απαντούν: «Δείξτε μας τα βιβλία σας. Απαιτούμε έλεγχο πάνω στην πολιτική των τιμών» Τα όργανα γι’ αυτόν τον έλεγχο πρέπει να είναι οι επιτροπές για τις τιμές, που θα αποτελούνται από εκπροσώπους των εργοστασίων, των συνδικάτων, των συνεταιρισμών, των οργανώσεων των κτηματιών, των «απλών ανθρώπων» της πόλης, των νοικοκυρών κλπ. Μ’ αυτόν τον τρόπο, οι εργάτες θα μπορέσουν να δείξουν στους χωρικούς ότι η πραγματική αιτία για τις υψηλές τιμές δεν βρίσκεται στα μεγάλα μεροκάματα, αλλά στα υπερβολικά κέρδη των καπιταλιστών και στα απρόβλεπτα έξοδα της καπιταλιστικής αναρχίας.

Το πρόγραμμα της εθνικοποίησης της γης και της κολεχτιβοποίησης της γεωργίας, πρέπει να καταστρωθεί έτσι που, από την ίδια τη βάση του, να αποκλείει τη δυνατότητα της απαλλοτρίωσης των μικρών χωρικών και την υποχρεωτική κολεχτιβοποίηση τους. Ο χωρικός θα μείνει ο ιδιοκτήτης του κλήρου του όσο ο ίδιος θα το θεωρεί δυνατό και αναγκαίο. Για να αποκαταστήσουμε το πρόγραμμα του σοσιαλισμού στα μάτια του χωρικού, είναι ανάγκη να καταγγείλουμε χωρίς οίκτο τις σταλινικές μέθοδες κολεχτιβοποίησης, που υπαγορεύτηκαν όχι από τα συμφέροντα των χωρικών ή των εργατών, αλλά από τα συμφέροντα της γραφειοκρατίας.

Επιπλέον, η απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών, δεν σημαίνει τη βίαιη δήμευση της ιδιοκτησίας των βιοτεχνών και των καταστηματαρχών. Αντίθετα, ο εργατικός έλεγχος στις τράπεζες και στα τραστ -και ακόμα περισσότερο, η εθνικοποίηση τους- μπορεί να δημιουργήσει για τη μικρομπουρζουαζία των πόλεων ασύγκριτα πιο ευνοϊκούς όρους πίστης, αγοράς και πώλησης, απ’ αυτούς που υπάρχουν κάτω από την ανεμπόδιστη κυριαρχία των μονοπωλίων. Η εξάρτηση από το ιδιωτικό κεφάλαιο, θα παραχωρήσει τη θέση της στην εξάρτηση από το κράτος, που θα δείχνει τόσο μεγαλύτερη προσοχή απέναντι στις ανάγκες των μικρών συνεργατών και πρακτόρων του όσο σταθερότερα οι ίδιοι οι εργαζόμενοι θα κρατούν το τιμόνι του κράτους στα δικά τους τα χέρια.

Η πρακτική συμμετοχή των εκμεταλλευόμενων χωρικών στον έλεγχο των διαφόρων τομέων της οικονομίας, θα τους επιτρέπει να αποφασίζουν οι ίδιοι αν τους συμφέρει ή όχι να περάσουν στην κολεχτιβοποιημένη εργασία της γης –πότε και σε ποια κλίμακα. Οι εργάτες βιομηχανίας πρέπει να θεωρούν τον εαυτό τους υποχρεωμένο να προσφέρει, σ’ αυτό το δρόμο, κάθε συνεργασία στους χωρικούς: διαμέσου των συνδικάτων, των εργοστασιακών επιτροπών, και, πράγμα που είναι πιο σημαντικό, διαμέσου της κυβέρνησης εργατών και χωρικών.

Η συμμαχία που προτείνεται από το προλεταριάτο –όχι στις «μεσαίες τάξεις» γενικά, αλλά στα εκμεταλλευόμενα στρώματα της μικρομπουρζουαζίας της πόλης και του χωριού, ενάντια σ’ όλους τους εκμεταλλευτές, κι εδώ περιλαβαίνονται και οι «μεσαίες τάξεις»– μπορεί να βασίζεται όχι στον καταναγκασμό, αλλά πάνω σε μια ελεύθερη συγκατάθεση που πρέπει να εδραιωθεί σε μια ειδική «σύμβαση». Κι αυτή η «σύμβαση» είναι το πρόγραμμα των μεταβατικών διεκδικήσεων, που υιοθετείται ελεύθερα κι από τα δύο μέρη.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 2ο” ]

Η Πάλη ενάντια στον Ιμπεριαλισμό και τον Πόλεμο

Ολόκληρη η παγκόσμια προοπτική και, κατά συνέπεια, η εσωτερική πολιτική ζωή των διαφόρων χωρών, είναι σκοτεινή, κάτω από την απειλητική σκιά του παγκοσμίου πολέμου. Η επικείμενη καταστροφή εξαπολύει ήδη βίαια κύματα φόβου στις πιο πλατιές μάζες της ανθρωπότητας.

Η Δεύτερη Διεθνής συνεχίζει την περιβόητη πολιτική της του 1914 με όλο και μεγαλύτερη σιγουριά, μια και σήμερα είναι η Κομμουνιστική Διεθνής που παίζει το πρώτο βιολί του σοβινισμού. Όσο ο κίνδυνος του πολέμου παίρνει συγκεκριμένη μορφή, τόσο οι σταλινικοί ξεπερνούν τους αστούς και μικροαστούς πατσιφιστές, γίνανε οι χυδαίοι ρήτορες της λεγόμενης «εθνικής άμυνας». Η μόνη εξαίρεση είναι οι φασιστικές χώρες, δηλαδή οι χώρες εκείνες όπου οι σταλινικοί δεν παίζουν κανένα ρόλο. Έτσι, η επαναστατική πάλη ενάντια στον πόλεμο πέφτει πάλι αποκλειστικά πάνω στους ώμους της Τέταρτης Διεθνούς.

Η πολιτική των Μπολσεβίκων-Λενινιστών πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, που διατυπώθηκε στις θέσεις της Διεθνούς Γραμματείας, Η Τέταρτη Διεθνής και ο Πόλεμος, διατηρεί ακόμα και σήμερα ολόκληρη την αξία της. Στην επόμενη περίοδο, οι επιτυχίες του επαναστατικού κόμματος θα εξαρτηθούν πρώτα απ’ όλα, από την πολιτική του στο ζήτημα του πολέμου. Και μια σωστή πολιτική περιλαβαίνει δυο στοιχεία: την αδιάλλακτη στάση του απέναντι στον ιμπεριαλισμό και τους πολέμους του, και την ικανότητά του να στηρίξει ένα πρόγραμμα πάνω στην πείρα των ίδιων των μαζών.

Η μπουρζουαζία και οι πράκτορές της χρησιμοποιούν το ζήτημα του πολέμου, περισσότερο από κάθε άλλο, για να εξαπατούν το λαό με αφαιρέσεις. με γενικές φόρμουλες, με συγκινητικές εκφράσεις: «ουδετερότητα», «συλλογική ασφάλεια», «εξοπλισμοί για την άμυνα της ειρήνης», «εθνική άμυνα», «πάλη ενάντια στο φασισμό», κλπ. Όλες αυτές οι φόρμουλες, συνοψίζονται, τελικά, στο γεγονός ότι το ζήτημα του πολέμου, δηλαδή, η τύχη των λαών, έχει αφεθεί στα χέρια των ιμπεριαλιστών, των κυβερνητικών επιτελείων τους, της διπλωματίας τους, των στρατηγών τους, με όλες τις ίντριγκες και όλες τους τις συνωμοσίες ενάντια στο λαό.

Η Τέταρτη Διεθνής απορρίπτει με απέχθεια όλες αυτές τις αφηρημένες έννοιες, που παίζουν τον ίδιο ρόλο, τόσο στο δημοκρατικό όσο και στο φασιστικό στρατόπεδο: «τιμή», «αίμα», «ράτσα». Η απέχθεια, όμως, δεν φτάνει. Είναι επιτακτική ανάγκη να βοηθήσουμε τις μάζες, διαμέσου της εξύψωσης του κριτηρίου τους, των συνθημάτων και τα αιτημάτων τους, να διακρίνουν τη συγκεκριμένη πραγματικότητα από τις απατηλές αυτές αφαιρέσεις.

«Αφοπλισμός»; –Αλλά όλο το ζήτημα περιστρέφεται γύρω από το ποιος θα αφοπλίσει ποιόν. Ο μόνος αφοπλισμός που μπορεί να αποτρέψει ή να σταματήσει τον πόλεμο, είναι ο αφοπλισμός της μπουρζουαζίας από τους εργάτες. Για να αφοπλίσουν όμως την μπουρζουαζία, πρέπει οι ίδιοι οι εργάτες να εξοπλιστούν.

«Ουδετερότητα»; –Αλλά το προλεταριάτο δεν είναι καθόλου ουδέτερο στον πόλεμο ανάμεσα στην Ιαπωνία και την Κίνα ή σ’ έναν πόλεμο ανάμεσα στη Γερμανία και την ΕΣΣΔ. «Αυτό σημαίνει ότι υπερασπίζει την Κίνα και την ΕΣΣΔ;». Βεβαίως! Αλλά όχι διαμέσου των ιμπεριαλιστών, που θέλουν να στραγγαλίσουν και την Κίνα και την ΕΣΣΔ.

«Υπεράσπιση της πατρίδας»; –Αλλά μ’ αυτήν την αφαίρεση, η μπουρζουαζία εννοεί την υπεράσπιση των κερδών της και των ληστειών που κάνει. Είμαστε έτοιμοι να υπερασπίσουμε την πατρίδα ενάντια στους ξένους καπιταλιστές, αν πρώτα δέσουμε χειροπόδαρα τους δικούς μας καπιταλιστές και τους εμποδίσουμε να επιτεθούν στις πατρίδες των άλλων, αν οι εργάτες και οι χωρικοί της χώρας μας γίνουν οι πραγματικοί της αφέντες, αν τα πλούτη της χώρας περάσουν από τα χέρια μιας απειροελάχιστης μειοψηφίας στα χέρια του λαού, αν ο στρατός, από όργανο των εκμεταλλευτών γίνει ένα όργανο των εκμεταλλευομένων.

Είναι ανάγκη να μεταφράζουμε τις θεμελιώδεις αυτές ιδέες, αναλύοντάς τις σε πιο συγκεκριμένες και επιμέρους ιδέες, ανάλογα με την πορεία των γεγονότων και τον προσανατολισμό της σκέψης των μαζών. Είναι ανάγκη, επιπλέον, να κάνουμε αυστηρή διάκριση ανάμεσα στον πατσιφισμό του διπλωμάτη, του καθηγητή, του δημοσιογράφου και τον πατσιφισμό του μαραγκού, του εργάτη γης και της πλύστρας. Στην πρώτη περίπτωση, ο πατσιφισμός είναι ένα κάλυμμα για τον ιμπεριαλισμό. Στη δεύτερη περίπτωση, ο πατσιφισμός είναι η συγχυσμένη έκφραση της δυσπιστίας απέναντι στον ιμπεριαλισμό. Όταν ο μικροκτηματίας ή ο εργάτης μιλάνε για την υπεράσπιση της πατρίδας, εννοούν την υπεράσπιση του σπιτιού τους, της οικογένειάς τους και της οικογένειας των άλλων ενάντια στην επέμβαση, ενάντια στις μπόμπες, ενάντια στα ασφυξιογόνα αέρια. Ο καπιταλιστής και ο δημοσιογράφος του, με τον όρο υπεράσπιση της πατρίδας, εννοούν την κατάκτηση αποικιών και αγορών, τη ληστρική αύξηση της «εθνικής» τους μερίδας σε σχέση με το παγκόσμιο εισόδημα. Ο αστικός πατσιφισμός και πατριωτισμός είναι μια σκέτη απάτη. Στον πατσιφισμό κι ακόμα στον πατριωτισμό του καταπιεζόμενου, υπάρχει ένα στοιχείο που αντανακλά, από τη μια, το μίσος στον καταστρεπτικό πόλεμο, και, από την άλλη, μια προσκόλληση σ’ αυτό που πιστεύει ότι είναι το δικό του το καλό –στοιχεία που πρέπει να ξέρουμε να αρπάζουμε και να βγάζουμε απ’ αυτά τα αναγκαία επαναστατικά συμπεράσματα. Πρέπει να ξέρουμε να αντιπαραθέτουμε τις δυο αυτές μορφές πατσιφισμού και πατριωτισμού. Χρησιμοποιώντας αυτούς τους υπολογισμούς σαν αφετηρία της, η Τέταρτη Διεθνής υποστηρίζει κάθε διεκδίκηση, ακόμα και αν είναι ασήμαντη, αν αυτή μπορεί να τραβήξει τις μάζες σ’ ένα ορισμένο βαθμό στην ενεργητική πολιτική, να διεγείρει την κριτική τους και να δυναμώσει τον έλεγχό τους ενάντια στις μηχανορραφίες της μπουρζουαζίας.

Είναι απ’ αυτήν την άποψη που το αμερικανικό τμήμα μας υποστηρίζει, λόγου χάρη, κριτικά την πρόταση για την διενέργεια ενός δημοψηφίσματος πάνω στο ζήτημα της κήρυξης του πολέμου. Είναι καθαρό πως καμιά δημοκρατική μεταρρύθμιση δεν μπορεί, από μόνη της, να παρεμποδίσει την κυρίαρχη τάξη από το να προκαλέσει τον πόλεμο, όταν θα τον θελήσει. Είναι ανάγκη να προειδοποιήσουμε με ειλικρίνεια γι’ αυτό. Αλλά, παρόλα αυτά, οι αυταπάτες των μαζών σ’ ό,τι αφορά το προτεινόμενο δημοψήφισμα, η υποστήριξή τους, αντανακλά το αίσθημα δυσπιστίας των εργατών και των αγροτών απέναντι στην κυβέρνηση και το Κογκρέσο της μπουρζουαζίας. Χωρίς να υποστηρίξουμε ή να χαϊδέψουμε τις αυταπάτες, είναι αναγκαίο να στηρίξουμε με όλες μας τις δυνάμεις την προοδευτική δυσπιστία των εκμεταλλευόμενων ενάντια στους εκμεταλλευτές τους. Όσο πιο μεγάλο γίνεται το κίνημα για το δημοψήφισμα, όσο πιο γρήγορα οι αστοί πατσιφιστές διαχωρίσουν τη θέση τους απ’ αυτό, όσο πιο πολύ εκτεθούν οι προδότες της Κομμουνιστικής Διεθνούς, τόσο πιο βαθιά θα γίνεται η δυσπιστία των εργαζομένων απέναντι στους ιμπεριαλιστές.

Απ’ αυτή την άποψη είναι ανάγκη να προωθήσουμε το αίτημα: εκλογικά δικαιώματα για άνδρες και γυναίκες από 18 χρονών και πάνω. Εκείνος που θα καλεστεί να πεθάνει αύριο για την πατρίδα, πρέπει να έχει σήμερα το δικαίωμα να ψηφίσει. Η πάλη ενάντια στον πόλεμο πρέπει πάνω απ’ όλα να αρχίζει με την επαναστατική κινητοποίηση της νεολαίας.

Πρέπει να ρίξουμε άπλετο φως πάνω στο πρόβλημα του πολέμου, απ’ όλες τις γωνίες, λαβαίνοντας υπόψη την πλευρά από την οποία θα το αντιμετωπίσουν οι μάζες σε μια δοσμένη στιγμή.

Ο πόλεμος είναι μια γιγαντιαία εμπορική επιχείρηση, ιδιαίτερα για την πολεμική βιομηχανία. Και είναι γι’ αυτό το λόγο που οι «60 οικογένειες» είναι οι πρώτοι πατριώτες και οι κύριοι προβοκάτορες του πολέμου. Ο εργατικός έλεγχος στην πολεμική βιομηχανία είναι το πρώτο βήμα στην πάλη ενάντια στους «εργοστασιάρχες» του πολέμου.

Στο σύνθημα των ρεφορμιστών: να φορολογηθούν τα πολεμικό κέρδη, αντιτάσσουμε τα συνθήματα: δήμευση των πολεμικών κερδών και απαλλοτρίωση των λαθρεμπόρων των πολεμικών βιομηχανιών. Εκεί όπου η πολεμική βιομηχανία έχει «εθνικοποιηθεί», όπως στη Γαλλία, το σύνθημα του εργατικού ελέγχου διατηρεί όλη του τη δύναμη. Το προλεταριάτο δεν έχει εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση της μπουρζουαζίας ούτε και στον καπιταλιστή σαν άτομο.

  • Ούτε έναν άνθρωπο, ούτε μια δεκάρα για την αστική κυβέρνηση!
  • Όχι στο πρόγραμμα των εξοπλισμών, ναι στο πρόγραμμα των χρήσιμων δημόσιων έργων!
  • Πλήρη ανεξαρτησία των εργατικών οργανώσεων από τον στρατιωτικό αστυνομικό έλεγχο!

Πρέπει μια για πάντα να αποσπάσουμε την τύχη των λαών από τα χέρια των άπληστων και ανελέητων ιμπεριαλιστικών κλικών, που μηχανορραφούν πίσω από τις πλάτες τους.

Σε σχέση μ’ αυτό, απαιτούμε:

  • Πλήρη κατάργηση της μυστικής διπλωματίας. Όλες οι συνθήκες και οι συμφωνίες πρέπει να είναι προσιτές σε κάθε εργάτη και σε κάθε χωρικό.
  • Στρατιωτική εξάσκηση και εξοπλισμός των εργατών και των χωρικών κάτω από τον άμεσο έλεγχο των επιτροπών εργατών και χωρικών.
  • Δημιουργία στρατιωτικών σχολών για την εκπαίδευση διοικητών από τις γραμμές των εργαζομένων που θα εκλέγονται από τις εργατικές οργανώσεις.
  • Αντικατάσταση του μόνιμου στρατού, από μια λαϊκή πολιτοφυλακή, αδιάσπαστα δεμένη με τα εργοστάσια, τα Ορυχεία, τις φάρμες κλπ.

Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος είναι η συνέχιση και ο παροξυσμός της ληστρικής πολιτικής της μπουρζουαζίας. Η πάλη του προλεταριάτου ενάντια στον πόλεμο είναι η συνέχιση και ο παροξυσμός της ταξικής του πάλης. Το ξέσπασμα του πολέμου αλλάζει την κατάσταση και, ως ένα βαθμό, τα μέσα της πάλης ανάμεσα στις τάξεις, δεν αλλάζει, όμως, ούτε τους σκοπούς ούτε τη βασική πορεία αυτής της πάλης.

Η ιμπεριαλιστική μπουρζουαζία κυριαρχεί πάνω στον κόσμο. Γι’ αυτό και ο επερχόμενος πόλεμος θα είναι, σ’ ό,τι αφορά το βασικό του χαρακτήρα, ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Το βασικό περιεχόμενο της πολιτικής του διεθνούς προλεταριάτου θα είναι, κατά συνέπεια, η πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμό του. Η βασική αρχή σ’ αυτήν την πάλη είναι: «ο κύριος εχθρός είναι μέσα στην ίδια μας τη χώρα», ή «η ήττα της δικής μας (ιμπεριαλιστικής) κυβέρνησης είναι το μικρότερο κακό».

Όμως, όλες οι χώρες του κόσμου δεν είναι χώρες ιμπεριαλιστικές. Αντίθετα, η πλειοψηφία των χωρών είναι θύματα του ιμπεριαλισμού. Ορισμένες αποικιακές ή μισοαποικιακές χώρες, αναμφίβολα, θα επιχειρήσουν να χρησιμοποιήσουν τον πόλεμο για να πετάξουν το ζυγό της σκλαβιάς. Ο πόλεμός τους δεν θα είναι ιμπεριαλιστικός, αλλά απελευθερωτικός. Το καθήκον του διεθνούς προλεταριάτου θα είναι να βοηθήσει τις καταπιεσμένες χώρες στον πόλεμό τους ενάντια στους καταπιεστές Το ίδιο καθήκον μπαίνει και σε σχέση με τη βοήθεια στην ΕΣΣΔ, ή για οποιοδήποτε άλλο εργατικό κράτος που μπορεί να γεννηθεί πριν από τον πόλεμο ή στη διάρκεια του πολέμου. Η ήττα κάθε ιμπεριαλιστικής κυβέρνησης στη σύγκρουση με ένα εργατικό κράτος ή με μια αποικιακή χώρα είναι το μικρότερο κακό. Οι εργάτες μιας ιμπεριαλιστικής χώρας δεν μπορούν, ωστόσο, να βοηθήσουν μια αντιιμπεριαλιστική χώρα διαμέσου της κυβέρνησής τους, όποιες κι αν είναι, στη δοσμένη στιγμή, οι διπλωματικές και στρατιωτικές σχέσεις ανάμεσα στις δυο χώρες. Αν οι κυβερνήσεις βρίσκονται σε μια προσωρινή και, από την ουσία των πραγμάτων, σε μια αβέβαιη συμμαχία, τότε το προλεταριάτο της ιμπεριαλιστικής χώρας συνεχίζει να παραμένει σε ταξική αντίθεση με την ίδια του την κυβέρνηση και να υποστηρίζει τον μη ιμπεριαλιστή «σύμμαχό» της με τις δικές του μέθοδες, δηλαδή με τις μέθοδες της διεθνούς ταξικής πάλης (αγκιτάτσια υπέρ του εργατικού κράτους και της αποικιακής χώρας, και ενάντια όχι μόνο στους εχθρούς τους, αλλά και ενάντια στους άπιστους συμμάχους τους: μποϋκοτάζ και απεργία σε ορισμένες περιπτώσεις, απόρριψη του μποϋκοτάζ και της απεργίας σε άλλες περιπτώσεις, κλπ.)

Ενώ υπερασπίζει την αποικιακή χώρα ή την ΕΣΣΔ στον πόλεμο, το προλεταριάτο δεν τάσσεται στο παραμικρό αλληλέγγυο, ούτε με την αστική κυβέρνηση της αποικιακής χώρας ούτε με τη θερμιδοριανή γραφειοκρατία της ΕΣΣΔ. Αντίθετα, διατηρεί την πλήρη πολιτική ανεξαρτησία του τόσο απέναντι στον ένα όσο κι απέναντι στον άλλο. Βοηθώντας ένα δίκαιο και προοδευτικό πόλεμο, το επαναστατικό προλεταριάτο κερδίζει τη συμπάθεια των εργαζόμενων της αποικίας και της ΕΣΣΔ, δυναμώνει, έτσι, την επίδραση και το κύρος της Τέταρτης Διεθνούς, και αυξάνει την ικανότητα του να βοηθήσει στην ανατροπή της αστικής κυβέρνησης στην αποικιακή χώρα και της αντιδραστικής γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ.

Στις αρχές του πολέμου, τα τμήματα της Τέταρτης Διεθνούς αναπόφευκτα θα αισθανθούν απομονωμένα: κάθε πόλεμος βρίσκει τις λαϊκές μάζες απροετοίμαστες και τις σπρώχνει προς τη μεριά του κυβερνητικού μηχανισμού. Οι διεθνιστές θα έχουν να κολυμπήσουν ενάντια στο ρεύμα. Όμως, οι καταστροφές και η εξαθλίωση που θα προκαλέσει ο νέος πόλεμος, που, από τους πρώτους μήνες, θα αφήσει μακριά πίσω του τις αιματηρές φρικαλεότητες του 1914-1918, θα ξεμεθύσουν γρήγορα τις μάζες. Η δυσαρέσκεια των μαζών και το ξεσήκωμά τους θα αναπτυχθούν με άλματα. Τα τμήματα της Τέταρτης Διεθνούς θα βρεθούν επικεφαλής της επαναστατικής πλημμυρίδας. Το πρόγραμμα των μεταβατικών διεκδικήσεων θα αποκτήσει μια φλέγουσα επικαιρότητα. Το πρόβλημα της κατάκτησης της εξουσίας από το προλεταριάτο θα ορθωθεί σ’ όλο του το μέγεθος.

Πριν να στραγγαλίσει ή να πνίξει την ανθρωπότητα στο αίμα, ο καπιταλισμός δηλητηριάζει την παγκόσμια ατμόσφαιρα με τους πνιγηρούς ατμούς του εθνικού και φυλετικού μίσους. Ο αντισημιτισμός σήμερα είναι ένας από τους οξύτατους σπασμούς της θανάσιμης αγωνίας του καπιταλισμού.

Η χωρίς συμβιβασμούς αποκάλυψη των ριζών των ρατσιστικών προλήψεων κι όλων των μορφών και αποχρώσεων εθνικής υπεροψίας και σοβινισμού, ιδιαίτερα του αντισημιτισμού, πρέπει να γίνει ένα μέρος της καθημερινής δουλειάς όλων των τμημάτων της Τέταρτης Διεθνούς, σαν το πιο σημαντικό μέρος της πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο. Το κύριο σύνθημά μας παραμένει:

Προλετάριοι Όλων των Χωρών Ενωθείτε!

Η Κυβέρνηση Εργατών και Αγροτών

Η φόρμουλα «κυβέρνηση εργατών και αγροτών» εμφανίστηκε για πρώτη φορά, το 1917, στην αγκιτάτσια των Μπολσεβίκων, και υιοθετήθηκε οριστικά μετά την Επανάσταση του Οκτώβρη. Σ’ αυτή την περίπτωση, δεν αντιπροσώπευε παρά τη λαϊκή ονομασία της δικτατορίας του προλεταριάτου που είχε ήδη εγκαθιδρυθεί. Η σπουδαιότητα αυτής της ονομασίας βρισκόταν κυρίως στο γεγονός ότι υπογράμμιζε την ιδέα της συμμαχίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς, πάνω στην οποία στηριζόταν η σοβιετική εξουσία.

Όταν η Κομμουνιστική Διεθνής των επιγόνων επιχείρησε να ξαναζωντανέψει τη φόρμουλα της «δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς» που είχε θάψει η Ιστορία, έδωσε στη φόρμουλα «κυβέρνηση εργατών και αγροτών» ένα περιεχόμενο εντελώς διαφορετικό, καθαρά «δημοκρατικό», δηλαδή αστικό περιεχόμενο, αντιτάσσοντας την στη δικτατορία του προλεταριάτου. Οι Μπολσεβίκοι-Λενινιστές απόρριψαν χωρίς ενδοιασμούς το σύνθημα της «κυβέρνησης εργατών και αγροτών» στην αστική-δημοκρατική του έκδοση. Διαβεβαίωσαν τότε και διαβεβαιώνουν και τώρα ότι, αν το κόμμα του προλεταριάτου αρνηθεί το βήμα πέρα από τα αστικά-δημοκρατικά όρια, η συμμαχία του με την αγροτιά θα καταλήξει απλά στην υποστήριξη του κεφαλαίου, όπως έγινε με τους Μενσεβίκους και τους Σοσιαλ-Επαναστάτες, το 1917, όπως έγινε με το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας, το 1925-27, και όπως γίνεται τώρα με τα Λαϊκά Μέτωπα στην Ισπανία, στη Γαλλία και σε άλλες χώρες.

Από τον Απρίλη μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1917, οι Μπολσεβίκοι απαιτούσαν από τους Σοσιαλ-Επαναστάτες και τους Μενσεβίκους να σπάσουν τους δεσμούς τους με τη φιλελεύθερη μπουρζουαζία και να πάρουν την εξουσία στα δικά τους χέρια. Με αυτόν τον όρο, οι Μπολσεβίκοι υπόσχονταν στους Μενσεβίκους και τους Σοσιαλ-Επαναστάτες, σαν τους μικροαστούς εκπροσώπους των εργατών και αγροτών, την επαναστατική τους βοήθεια ενάντια στη μπουρζουαζία. Οι ίδιοι όμως αρνούνταν κατηγορηματικά, είτε να μπουν στην κυβέρνηση των Μενσεβίκων και των Σοσιαλ-Επαναστατών είτε να πάρουν πάνω τους την πολιτική ευθύνη των πράξεών τους. Αν οι Μενσεβίκοι και οι Σοσιαλ-Επαναστάτες είχαν πραγματικά σπάσει τους δεσμούς τους με τους Καντέ (φιλελεύθερους) και με τον ξένο ιμπεριαλισμό, τότε η «κυβέρνηση εργατών και αγροτών» που είχε σχηματιστεί απ’ αυτούς δεν θα μπορούσε παρά να επιταχύνει και να διευκολύνει την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αλλά, ήταν ακριβώς γι’ αυτό το λόγο που οι κορυφές της μικροαστικής δημοκρατίας αντιστέκονταν μ’ όλες τους τις δυνάμεις στην εγκαθίδρυση της δικής τους κυβέρνησης. Η εμπειρία της Ρωσίας απόδειξε, και η πείρα της Ισπανίας και της Γαλλίας το επιβεβαιώνει γι’ άλλη μια φορά, πως ακόμα και μέσα σε συνθήκες πάρα πολύ ευνοϊκές, τα κόμματα της μικροαστικής δημοκρατίας (Σοσιαλ-Επαναστάτες, σοσιαλδημοκράτες, σταλινικοί, αναρχικοί) είναι ανίκανα να σχηματίσουν μια κυβέρνηση εργατών και αγροτών, δηλαδή μια κυβέρνηση ανεξάρτητη από την μπουρζουαζία.

Παρ’ όλ’ αυτά, η διεκδίκηση των Μπολσεβίκων, που απευθυνόταν στους Μενσεβίκους και τους Σοσιαλ-Επαναστάτες: «Σπάστε τους δεσμούς σας με την μπουρζουαζία, πάρτε στα χέρια σας την εξουσία!», είχε για τις μάζες μια τεράστια εκπαιδευτική σημασία. Η επίμονη απροθυμία των Μενσεβίκων και των Σοσιαλ-Επαναστατών να πάρουν την εξουσία, που τόσο δραματικά εκτέθηκε στις Μέρες του Ιούλη, τους καταδίκασε οριστικά μπροστά στις μάζες και προετοίμασε τη νίκη των Μπολσεβίκων.

Το κεντρικό καθήκον της Τέταρτης Διεθνούς είναι να απελευθερώσει το προλεταριάτο από την παλιά ηγεσία, που ο συντηρητισμός της βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την καταστροφική έκρηξη του αποσυντιθέμενου καπιταλισμού και αποτελεί το κύριο εμπόδιο στην ιστορική πρόοδο. Η κύρια κατηγορία που η Τέταρτη Διεθνής εκτοξεύει ενάντια στις παραδοσιακές οργανώσεις του προλεταριάτου, είναι το γεγονός ότι αυτές δεν θέλουν να ξεκολλήσουν από το πολιτικό μισοπτώμα της μπουρζουαζίας. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, η διεκδίκηση, η συστηματικά απευθυνόμενη στην παλιά ηγεσία: «σπάστε τους δεσμούς σας με την μπουρζουαζία, πάρτε την εξουσία!», είναι ένα εξαιρετικά σπουδαίο όπλο για να αποκαλύψουμε τον προδοτικό χαρακτήρα των κομμάτων και των οργανώσεων της Δεύτερης και της Τρίτης Διεθνούς, όπως και της Διεθνούς του ’μστερνταμ. Έτσι, το σύνθημα «κυβέρνηση εργατών και αγροτών», χρησιμοποιείται από μας αποκλειστικά με την έννοια που είχε το 1917 στο στόμα των Μπολσεβίκων, δηλαδή σαν ένα σύνθημα ενάντια στην μπουρζουαζία και τον καπιταλισμό, αλλά σε καμιά περίπτωση με τη «δημοκρατική» έννοια που του έδωσαν αργότερα οι επίγονοι, μεταμορφώνοντάς το από γέφυρα προς τη σοσιαλιστική επανάσταση στο κύριο εμπόδιο στο δρόμο της.

Απ’ όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις, που βασίζονται πάνω στους εργάτες και τους αγρότες και μιλούν στο όνομά τους, απαιτούμε να σπάσουν τους πολιτικούς τους δεσμούς με την μπουρζουαζία και να μπούνε στο δρόμο της πάλης για μια κυβέρνηση εργατών και αγροτών. Σ’ αυτό το δρόμο, τους υποσχόμαστε πλήρη υποστήριξη ενάντια στην καπιταλιστική αντίδραση. Ταυτόχρονα, αναπτύσσουμε ακούραστα μια ζύμωση γύρω από τις μεταβατικές διεκδικήσεις που θα πρέπει κατά τη γνώμη μας, να αποτελούν το πρόγραμμα της «Κυβέρνησης Εργατών και Αγροτών».

Είναι δυνατή η δημιουργία μιας τέτοιας κυβέρνησης από τις παραδοσιακές εργατικές οργανώσεις; Η προηγούμενη εμπειρία δείχνει, όπως το έχουμε κιόλας πει, πως κάτι τέτοιο είναι τουλάχιστο πάρα πολύ απίθανο. Είναι, ωστόσο, αδύνατο νο αρνηθούμε κατηγορηματικά από τα πριν τη θεωρητική δυνατότητα ότι, κάτω οπό την επίδραση ενός συνδυασμού εντελώς εξωτερικών περιστάσεων (πόλεμος, ήττα, οικονομικό κραχ, επαναστατική πίεση των μαζών, κλπ.), τα μικροαστικά κόμματα, κι εδώ περιλαβαίνονται και οι σταλινικοί, μπορούν να πάνε πιο μακριά απ’ ότι τα ίδια θέλουν στο δρόμο του σπασίματος των δεσμών τους με την μπουρζουαζία. Όπως και νά ‘χει, ένα πράγμα είναι πέρα από κάθε αμφιβολία: ακόμα κι αν αυτό το ενδεχόμενο, το πάρα πολύ απίθανο, γινόταν μια μέρα κάπου πραγματικότητα, και μια «κυβέρνηση εργατών και αγροτών» με την έννοια που αναφέραμε πιο πάνω, εγκαθιδρυόταν στην πραγματικότητα, αυτή δεν θα αντιπροσώπευε παρά ένα σύντομο επεισόδιο στο δρόμο της αληθινής δικτατορίας του προλεταριάτου.

Δεν υπάρχει, ωστόσο, ανάγκη να κάνουμε εικασίες. Η ζύμωση γύρω από το σύνθημα της «κυβέρνησης εργατών και αγροτών» διατηρεί κάτω απ’ όλες τις συνθήκες μια τεράστια παιδαγωγική αξία. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο: το γενικευμένο αυτό σύνθημα ακολουθεί πέρα για πέρα τη γραμμή της πολιτικής ανάπτυξης της εποχής μας (χρεοκοπία και αποσύνθεση των παλιών αστικών κομμάτων, πτώση της δημοκρατίας, άνοδος του φασισμού, επιταχυνόμενη πορεία των εργατών προς μια πιο δραστήρια και πιο επιθετική πολιτική). Κάθε μεταβατική διεκδίκηση, επομένως, πρέπει να οδηγεί σ’ ένα και το ίδιο πάντα πολιτικό συμπέρασμα: οι εργάτες πρέπει να σπάσουν τους δεσμούς τους με όλα τα παραδοσιακά κόμματα της μπουρζουαζίας με στόχο να ενωθούν με τους αγρότες, για να εγκαθιδρύσουν τη δική τους εξουσία.

Είναι αδύνατο να προβλέψουμε από τα πριν ποιο θα είναι το συγκεκριμένο στάδιο της επαναστατικής κινητοποίησης των μαζών. Τα τμήματα της Τέταρτης Διεθνούς πρέπει κριτικά να προσανατολίζονται σε κάθε νέο στάδιο και να προωθούν τέτοια συνθήματα που θα βοηθούν την πάλη των εργατών για μια ανεξάρτητη πολιτική, θα βαθαίνουν τον ταξικό χαρακτήρα αυτής της πολιτικής, θα συντρίβουν τις ρεφορμιστικές και πατσιφιστικές αυταπάτες, θα δυναμώνουν το δεσμό της πρωτοπορίας με τις μάζες και θα προετοιμάζουν την επαναστατική κατάχτηση της εξουσίας.

Τα Σοβιέτ

Οι εργοστασιακές επιτροπές, όπως έχουμε κιόλας πει, είναι στοιχεία δυαδικής εξ ουσίας στο εργοστάσιο. Κατά συνέπεια, η ύπαρξή τους δεν είναι δυνατή παρά μόνο κάτω από συνθήκες μιας αυξανόμενης πίεσης των μαζών. Το ίδιο ισχύει και για τις ειδικές μαζικές ενώσεις για την πάλη ενάντια στον πόλεμο, για τις επιτροπές επιτήρησης των τιμών και για όλα τα άλλα καινούρια κέντρα του κινήματος, που η ίδια η εμφάνισή τους μαρτυράει πως η πάλη των τάξεων έχει ξεπεράσει τα πλαίσια των παραδοσιακών οργανώσεων του προλεταριάτου.

Όμως, τα καινούρια αυτά όργανα και κέντρα θα αρχίσουν πολύ γρήγορα να αισθάνονται την έλλειψη συνάφειας και την ανεπάρκειά τους. Καμιά από τις μεταβατικές διεκδικήσεις δεν μπορεί να ικανοποιηθεί πλήρως κάτω από συνθήκες διατήρησης του αστικού καθεστώτος. Την ίδια στιγμή, το βάθεμα της κοινωνικής κρίσης θα μεγαλώνει όχι μονάχα τα βάσανα των μαζών, αλλά και την ανυπομονησία τους, την επιμονή και την πίεσή τους. Συνέχεια νέα στρώματα καταπιεζομένων θα σηκώνουν το κεφάλι τους και θα βγαίνουν μπροστά με τις διεκδικήσεις τους. Εκατομμύρια σακατεμένοι από τη δουλειά «φτωχοί άνθρωποι», που οι ρεφορμιστές αρχηγοί δεν σκέφτηκαν ποτέ, θα αρχίσουν να χτυπούν επίμονα τις πόρτες των εργατικών οργανώσεων. Οι άνεργοι θα ενωθούν με το κίνημα. Οι εργάτες γης, οι καταστρεμμένοι ή μισοκαταστρεμμένοι αγρότες, οι καταπιεσμένοι των πόλεων, οι εργαζόμενες, οι νοικοκυρές, τα προλεταριοποιημένα στρώματα της διανόησης –όλοι αυτοί θα ψάχνουν για ενότητα και ηγεσία.

Πώς θα εναρμονίσουμε τις διάφορες διεκδικήσεις και τις διάφορες μορφές πάλης έστω και μέσα στα πλαίσια μιας πόλης; Η Ιστορία έχει κιόλας απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα: διαμέσου των Σοβιέτ. Αυτά θα ενώσουν τους αντιπροσώπους όλων των μαχόμενων ομάδων. Γι’ αυτό το σκοπό κανείς μέχρι τώρα δεν πρότεινε μια διαφορετική μορφή οργάνωσης. Πραγματικά, θα χρειαζόταν μεγάλη τόλμη για να επινοήσει κανείς κάποια καλύτερη. Τα Σοβιέτ δεν είναι περιορισμένα από ένα απριόρι κομματικό πρόγραμμα. Έχουν ορθάνοιχτες τις πόρτες τους για όλους τους εκμεταλλευόμενους. Απ’ αυτές τις πόρτες περνούν οι αντιπρόσωποι όλων των στρωμάτων που σπρώχνονται στο γενικό ρεύμα της πάλης. Η οργάνωση, απλώνεται μαζί με το κίνημα, ανανεώνεται ξανά και ξανά μέσα στα σπλάχνα του. Όλα τα πολιτικά ρεύματα του προλεταριάτου μπορούν να παλέψουν για την ηγεσία των Σοβιέτ πάνω στη βάση της πιο πλατιάς δημοκρατίας. Να γιατί το σύνθημα των Σοβιέτ είναι το στεφάνωμα του προγράμματος των μεταβατικών διεκδικήσεων.

Τα Σοβιέτ μπορούν να γεννηθούν μόνο τον καιρό που το μαζικό κίνημα μπαίνει σ’ ένα ανοιχτά επαναστατικό στάδιο. Από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής τους, τα Σοβιέτ ενεργούν σαν ένας άξονας γύρω από τον οποίο ενώνονται εκατομμύρια εργαζόμενοι στην πάλη τους ενάντια στους εκμεταλλευτές, γίνονται οι ανταγωνιστές και οι αντίπαλοι των τοπικών αρχών, και έπειτα της κεντρικής κυβέρνησης. Αν η εργοστασιακή επιτροπή δημιουργεί μια δυαδική εξουσία μέσα στο εργοστάσιο, τα Σοβιέτ ανοίγουν μια περίοδο δυαδικής εξουσίας μέσα στη χώρα.

Η δυαδική εξουσία είναι, με τη σειρά της, το αποκορύφωμα της μεταβατικής περιόδου. Δυο καθεστώτα, το αστικό και το προλεταριακό καθεστώς, αντιπαρατίθενται ασυμβίβαστα το ένα απέναντι στο άλλο. Η σύγκρουση ανάμεσά τους είναι αναπόφευκτη. Από την έκβαση αυτής της σύγκρουσης εξαρτάται η τύχη της κοινωνίας. Αν ηττηθεί η επανάσταση, θα ακολουθήσει η φασιστική δικτατορία της μπουρζουαζίας Στην περίπτωση της νίκης, γεννιέται η εξουσία των Σοβιέτ, δηλαδή, η δικτατορία του προλεταριάτου και η σοσιαλιστική ανοικοδόμηση της κοινωνίας.

Οι Καθυστερημένες Χώρες και το Πρόγραμμα των Μεταβατικών Διεκδικήσεων

Οι αποικιακές και μισοαποικιακές χώρες, από την ίδια τους την ουσία, είναι καθυστερημένες χώρες. Αλλά οι καθυστερημένες χώρες είναι μέρος της παγκόσμιας κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού. Γι’ αυτό και η ανάπτυξή τους έχει ένα συνδυασμένο χαρακτήρα: οι πιο πρωτόγονες οικονομικές μορφές συνδυάζονται με την τελευταία λέξη της καπιταλιστικής τεχνικής και του καπιταλιστικού πολιτισμού. Με παρόμοιο τρόπο καθορίζεται και η πολιτική πάλη του προλεταριάτου στις καθυστερημένες χώρες: η πάλη για τα πιο στοιχειώδη καθήκοντα της εθνικής ανεξαρτησίας και της αστικής δημοκρατίας συνδυάζεται με τη σοσιαλιστική πάλη ενάντια στον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό. Τα δημοκρατικά συνθήματα, οι μεταβατικές διεκδικήσεις και τα προβλήματα της σοσιαλιστικής επανάστασης δεν τεμαχίζονται σε χωριστές ιστορικές εποχές, αλλά το ένα απορρέει άμεσα από το άλλο. Το κινέζικο προλεταριάτο μόλις είχε αρχίσει να οργανώνει τα συνδικάτα του όταν βρέθηκε υποχρεωμένο να ενδιαφερθεί για τα Σοβιέτ. Μ’ αυτή την έννοια, αυτό εδώ το πρόγραμμα είναι εντελώς εφαρμόσιμο στις αποικιακές και μισοαποικιακές χώρες, το λιγότερο στις χώρες εκείνες όπου το προλεταριάτο έχει γίνει ικανό να ακολουθήσει μια ανεξάρτητη πολιτική.

Τα κεντρικά καθήκοντα των αποικιακών και μισοαποικιακών χωρών είναι η αγροτική επανάσταση, δηλαδή, η συντριβή της φεουδαρχικής κληρονομιάς και η εθνική ανεξαρτησία, δηλαδή η ανατροπή του ιμπεριαλιστικού ζυγού. Τα δύο αυτά καθήκοντα είναι στενά δεμένα μεταξύ τους.

Είναι αδύνατο απλά να απορρίψουμε το δημοκρατικό πρόγραμμα: είναι επιτακτικό οι ίδιες οι μάζες, στην πάλη τους να το ξεπεράσουν. Το σύνθημα της Εθνικής (ή Συνταχτικής) Συνέλευσης διατηρεί όλη του την αξία, σε χώρες όπως η Κίνα ή η Ινδία. Το σύνθημα αυτό πρέπει να είναι αναπόσπαστα δεμένο με τα προβλήματα της εθνικής απελευθέρωσης και της αγροτικής μεταρρύθμισης. Σαν πρώτο βήμα, οι εργάτες πρέπει να εξοπλιστούν με το δημοκρατικό αυτό πρόγραμμα. Αυτοί μονάχα θα είναι ικανοί να καλέσουν και να ενώσουν τους αγρότες. Πάνω στη βάση του δημοκρατικού επαναστατικού προγράμματος, είναι ανάγκη να αντιπαρατάξουμε τους αγρότες στην «εθνική» μπουρζουαζία. Σ’ ένα ορισμένο στάδιο της κινητοποίησης των μαζών κάτω από το σύνθημα της επαναστατικής δημοκρατίας, τα Σοβιέτ μπορούν και πρέπει να εμφανιστούν. Ο ιστορικός τους ρόλος σε κάθε δοσμένη περίοδο, ιδιαίτερα οι σχέσεις τους με την Εθνική Συνέλευση, θα καθοριστεί από το πολιτικό επίπεδο του προλεταριάτου, από το δεσμό που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτό και την αγροτιά, και από το χαρακτήρα της πολιτικής του προλεταριακού κόμματος. Αργά ή γρήγορα, τα Σοβιέτ πρέπει να ανατρέψουν την αστική δημοκρατία. Αυτά μονάχα είναι ικανά να οδηγήσουν τη δημοκρατική επανάσταση μέχρι το τέλος και να ανοίξουν έτσι την εποχή της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Το ειδικό βάρος των μεμονωμένων δημοκρατικών και μεταβατικών διεκδικήσεων στην πάλη του προλεταριάτου, οι αμοιβαιότητά τους και η σειρά διαδοχής τους καθορίζονται από τις ιδιομορφίες και τις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε καθυστερημένης χώρας, κι ως ένα σημαντικό μέρος, από το βαθμό της καθυστέρησης της. Παρόλα αυτά, η γενική τάση της επαναστατικής ανάπτυξης σ’ όλες τις καθυστερημένες χώρες, μπορεί να καθοριστεί από τη φόρμουλα της Διαρκούς Επανάστασης, με την έννοια που δόθηκε οριστικά σ’ αυτή τη φόρμουλα από τις τρεις επαναστάσεις στη Ρωσία (1905, Φλεβάρης 1917, Οκτώβρης 1917).

Η Κομμουνιστική Διεθνής έχει εφοδιάσει τις καθυστερημένες χώρες με ένα κλασικό παράδειγμα για το πώς είναι δυνατό να καταστραφεί μια επανάσταση με τεράστια δύναμη και ελπίδες. Στη διάρκεια μιας ορμητικής ανόδου του κινήματος των μαζών στην Κίνα το 1925-27, η Κομμουνιστική Διεθνής δεν προώθησε το σύνθημα της Εθνικής Συνέλευσης, και, ταυτόχρονα, απαγόρεψε τη δημιουργία των Σοβιέτ. (Το αστικό κόμμα, το Κουόμινταγκ όφειλε, σύμφωνα με τα σχέδια του Στάλιν, να αντικαταστήσει και τα δυο –τόσο την Εθνική Συνέλευση όσο και τα Σοβιέτ). Αφού συντρίφτηκαν οι μάζες από το Κουόμινταγκ η Κομμουνιστική Διεθνής οργάνωσε, στην Καντόνα, μια καρικατούρα των Σοβιέτ. Ύστερα από την αναπόφευκτη κατάρρευση της εξέγερσης στην Καντόνα, η Κομμουνιστική Διεθνής μπήκε στο δρόμο του ανταρτοπολέμου και των αγροτικών Σοβιέτ, σε μια κατάσταση πλήρους παθητικότητας του βιομηχανικού προλεταριάτου. Καταλήγοντας έτσι σ’ ένα αδιέξοδο, η Κομμουνιστική Διεθνής εκμεταλλεύτηκε τον Κινεζο-Ιαπωνικό πόλεμο για να διαλύσει με μια κίνηση της πένας τη «σοβιετική Κίνα», υποτάσσοντας, όχι μονάχα τον αγροτικό «Κόκκινο Στρατό», αλλά και το λεγόμενο «Κομμουνιστικό» Κόμμα, στο ταυτόσημο του Κουόμινταγκ, δηλαδή, στην μπουρζουαζία.

Προδίνοντας τη διεθνή προλεταριακή επανάσταση στο όνομα της φιλίας με τους «δημοκράτες» δουλοκτήτες, η Κομμουνιστική Διεθνής δεν θα παράλειπε να προδώσει ταυτόχρονα και την απελευθερωτική πάλη των αποικιακών λαών, και πραγματικά, με έναν κυνισμό ακόμα πιο μεγάλο από αυτόν που έδειξε πιο πριν η Δεύτερη Διεθνής. Ένα από τα καθήκοντα της πολιτικής των Λαϊκών Μετώπων και της «εθνικής άμυνας» είναι να μεταβάλουν εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους του αποικιακού πληθυσμού σε κρέας για τα κανόνια του «δημοκρατικού» ιμπεριαλισμού. Η σημαία πάνω στην οποία υπήρχε το έμβλημα της πάλης για την απελευθέρωση των αποικιακών και μισοαποικιακών λαών, δηλαδή, της μισής περίπου ανθρωπότητας πέρασε οριστικά στα χέρια της Τέταρτης Διεθνούς.

Το Πρόγραμμα των Μεταβατικών Διεκδικήσεων στις Φασιστικές Χώρες

Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που οι στρατηγοί της Κομμουνιστικής Διεθνούς διακήρυχναν πως η νίκη του Χίτλερ δεν ήταν παρά ένα βήμα προς τη νίκη του Τέλμαν. Ο Τέλμαν βρίσκεται τώρα και πέντε χρόνια στις φυλακές του Χίτλερ. Ο Μουσολίνι κρατάει την Ιταλία κάτω από τις αλυσίδες του φασισμού πάνω από 16 χρόνια. Όλα αυτά τα χρόνια, τα κόμματα της Δεύτερης και της Τρίτης Διεθνούς στάθηκαν ανίκανα, όχι μονάχα να ξεσηκώσουν ένα μαζικό κίνημα, αλλά και να δημιουργήσουν μια σοβαρή παράνομη οργάνωση, που να συγκρίνεται κάπως με τα ρώσικα επαναστατικά κόμματα της εποχής του τσαρισμού.

Δεν έχουμε τον παραμικρό λόγο να εξηγήσουμε αυτές τις αποτυχίες με μια αναφορά στο δυναμισμό της φασιστικής ιδεολογίας. (Ουσιαστικά, ο Μουσολίνι δεν είχε ποτέ κάποια ιδεολογία). Η «ιδεολογία» του Χίτλερ δεν επέδρασε ποτέ σοβαρά πάνω στους εργάτες. Τα στρώματα εκείνα του πληθυσμού που, σε μια δοσμένη στιγμή, δηλητηριάστηκαν από το φασισμό, δηλαδή κυρίως οι μεσαίες τάξεις, είχαν αρκετό χρόνο για να συνέλθουν. Το γεγονός ότι μια κάπως αισθητή αντιπολίτευση περιορίζεται στους εκκλησιαστικούς κύκλους, ανάμεσα στους προτεστάντες και τους καθολικούς, δεν εξηγείται από τη δύναμη των μισοπαρανοϊκών-μισοτσαρλατάνικων θεωριών της «ράτσας» και του «αίματος», αλλά από την τρομακτική κατάρρευση των ιδεολογιών της δημοκρατίας, της Σοσιαλδημοκρατίας και της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

Ύστερα από τη σφαγή της Κομμούνας του Παρισιού κυριάρχησε μια μαύρη αντίδραση που κράτησε 8 περίπου χρόνια. Μετά την ήττα της ρώσικης επανάστασης του 1905, οι εργαζόμενες μάζες παραμείνανε σε μια κατάσταση νάρκης για μια το ίδιο περίπου μεγάλη περίοδο. Όμως, και στις δυο αυτές περιπτώσεις, το φαινόμενο δεν ήταν παρά μια φυσική ήττα, που καθορίστηκε από το συσχετισμό των δυνάμεων. Στη Ρωσία, επιπλέον, επρόκειτο για ένα σχεδόν παρθένο προλεταριάτο. Η φράξια των Μπολσεβίκων δεν είχε τότε παρά μια ζωή 3 χρόνων. Η κατάσταση ήταν ολότελα διαφορετική στη Γερμανία, όπου την ηγεσία την είχαν πανίσχυρα κόμματα, που το ένα τους αριθμούσε 70 χρόνια ζωής και το άλλο 15 περίπου χρόνια. Τα δυο αυτά κόμματα, που είχαν εκατομμύρια ψηφοφόρους πίσω τους, παράλυσαν ηθικά πριν από τη μάχη και συνθηκολόγησαν χωρίς μάχη. Η ιστορία δεν έχει καταγράψει παράλληλη καταστροφή. Το γερμανικό προλεταριάτο δεν τσακίστηκε από τον εχθρό στη μάχη. Συντρίφτηκε από την ανανδρία, τη χαμέρπεια, την απιστία των ίδιων των κομμάτων του. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράξενο που έχασε την πίστη του σε καθετί που ήταν συνηθισμένο να πιστεύει για πάνω από τρεις περίπου γενιές. Η νίκη του Χίτλερ δυνάμωσε, με τη σειρά της, τον Μουσολίνι.

Η παρατεταμένη αποτυχία της επαναστατικής δουλειάς στην Ιταλία και τη Γερμανία δεν είναι παρά η ανταμοιβή για την εγκληματική πολιτική της Σοσιαλδημοκρατίας και της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Η παράνομη δουλειά, δεν χρειάζεται μονάχα τη συμπάθεια των μαζών, αλλά και το συνειδητό ενθουσιασμό των προχωρημένων στρωμάτων τους. Μπορεί, όμως, να περιμένει κανείς ενθουσιασμό για οργανώσεις που ιστορικά έχουν χρεοκοπήσει; Η πλειοψηφία εκείνων που εμφανίζονται σαν εμιγκρέδες ηγέτες είναι είτε εξαθλιωμένοι ως το μεδούλι πράκτορες του Κρεμλίνου και της Γκε Πε Ου, είτε παλιοί Σοσιαλδημοκράτες υπουργοί, που ονειρεύονται πως, με κάποιο θαύμα, οι εργάτες θα τους δώσουν ξανά τα χαμένα πόστα τους. Μπορεί κανείς να φανταστεί, έστω και για μια στιγμή, αυτούς τους κυρίους στο ρόλο των ηγετών της μελλοντικής «αντιφασιστικής» επανάστασης;

Και τα γεγονότα στην παγκόσμια αρένα –το τσάκισμα των εργατών στην Αυστρία, η ήττα της Ισπανικής Επανάστασης, ο εκφυλισμός του σοβιετικού κράτους– δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν για μια επαναστατική άνοδο στην Ιταλία και τη Γερμανία. Καθώς οι Ιταλοί και Γερμανοί εργάτες εξαρτώνται, σ’ ένα μεγάλο βαθμό, σ’ ότι αφορά την πολιτική πληροφόρηση, από το ράδιο, μπορεί με βεβαιότητα να πει κανείς πως οι εκπομπές του ραδιοφωνικού σταθμού της Μόσχας, που συνδυάζουν το θερμιδοριανό ψέμα με την ηλιθιότητα και την αναίδεια, έχουν γίνει ένας ισχυρός συντελεστής στην κατάρρευση του ηθικού των εργατών στα ολοκληρωτικά κράτη. Απ’ αυτήν την άποψη, όπως και από πολλές άλλες, ο Στάλιν ενεργεί σαν βοηθός του Γκέμπελς.

Ταυτόχρονα, οι ταξικοί ανταγωνισμοί που οδήγησαν στη νίκη του φασισμού, συνεχίζουν το έργο τους, ακόμα και κάτω από την κυριαρχία του φασισμού, και σιγά σιγά τον υποσκάπτουν. Οι μάζες είναι ολοένα και πιο δυσαρεστημένες. Εκατοντάδες και χιλιάδες αυτοθυσιαζόμενοι εργάτες, συνεχίζουν, παρ’ όλα αυτά, να κάνουν μια συνετή δουλειά επαναστατικού τυφλοπόντικα. Οι καινούριες γενιές, που δεν έχουν μια άμεση εμπειρία από την κατάρρευση των παλιών παραδόσεων και των μεγάλων ελπίδων, μεγαλώνουν. Ασυγκράτητα, η μοριακή προετοιμασία της προλεταριακής επανάστασης προχωράει κάτω από τη βαριά πλάκα του ολοκληρωτικού καθεστώτος. Αλλά, για ν’ απλώσει η υπόγεια δραστηριότητα σε ανοιχτό ξεσήκωμα, είναι αναγκαίο η πρωτοπορία του προλεταριάτου να δώσει καινούριες προοπτικές, ένα καινούριο πρόγραμμα και μια καινούρια ακηλίδωτη σημαία.

Εδώ βρίσκεται το κύριο εμπόδιο. Είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους εργάτες στις φασιστικές χώρες, να προσανατολιστούν προς ένα καινούριο πρόγραμμα. Η επαλήθευση ενός προγράμματος γίνεται μέσα από την εμπειρία. Και είναι ακριβώς αυτή η εμπειρία του μαζικού κινήματος που λείπει από τις χώρες του ολοκληρωτικού δεσποτισμού. Είναι πολύ πιθανό να είναι αναγκαία μια αυθεντική επιτυχία του προλεταριάτου σε μια από τις «δημοκρατικές» χώρες, για να δοθεί μια ώθηση στο επαναστατικό κίνημα πάνω στο έδαφος του φασισμού. Μια οικονομική ή στρατιωτική καταστροφή, μπορεί να έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Σήμερα, είναι επιτακτικό να κάνουμε μια προπαρασκευαστική δουλειά, προπαντός προπαγανδιστική, που δεν θα φέρει μεγάλα αποτελέσματα παρά μόνο στο μέλλον.

Ένα πράγμα μπορούμε ακόμα να πούμε με πεποίθηση σ’ αυτό το σημείο: μόλις το επαναστατικό κίνημα ξεσπάσει ανοιχτά στις φασιστικές χώρες, θα πάρει αμέσως ένα μεγαλειώδες πλάτος και, σε καμιά περίπτωση, δεν θα σταματήσει στο πείραμα για το ξαναζωντάνεμα κάποιου είδους πτώματος της Βαϊμάρης.

Απ’ αυτό το σημείο και μπρος, αρχίζουν οι ασυμβίβαστες διαφορές ανάμεσα στην Τέταρτη Διεθνή και τα παλιά κόμματα, που συνεχίζουν να επιζούν παρά τη χρεοκοπία τους. Το Λαϊκό Μέτωπο στην εμιγκράτσια είναι το πιο ολέθριο και το πιο ύπουλο απ’ όλα τα Λαϊκά Μέτωπα. Στην ουσία εκφράζει τον ευσεβή πόθο για μια συμμαχία με την ανύπαρχτη φιλελεύθερη μπουρζουαζία. Αν είχε κάποιες επιτυχίες σ’ αυτό, δεν θα έκανε τίποτε άλλο από το να προετοιμάζει μια σειρά καινούριες ήττες ισπανικού τύπου για το προλεταριάτο. Να γιατί το ανελέητο ξεσκέπασμα της θεωρίας και της πράξης του Λαϊκού Μετώπου είναι ο πρώτος όρος για μια επαναστατική πάλη ενάντια στο φασισμό.

Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι η Τέταρτη Διεθνής απορρίπτει τα δημοκρατικά συνθήματα σαν ένα μέσο για την κινητοποίηση των μαζών ενάντια στο φασισμό. Αντίθετα, τα συνθήματα αυτά μπορούν, σε ορισμένες στιγμές, να παίξουν έναν σοβαρό ρόλο. Αλλά οι φόρμουλες της δημοκρατίας (δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, ελευθερία Τύπου, κλπ.), είναι για μας συνθήματα πρόσκαιρα ή επεισοδιακά μέσα στο ανεξάρτητο κίνημα του προλεταριάτου, κι όχι μια δημοκρατική θηλιά περασμένη στο λαιμό του προλεταριάτου από τους πράκτορες της μπουρζουαζίας (Ισπανία!). Από τη στιγμή που το κίνημα θα πάρει έναν κάποιο μαζικό χαραχτήρα, τα δημοκρατικά συνθήματα θα ανακατευτούν με τα μεταβατικά συνθήματα. Οι εργοστασιακές επιτροπές, μπορεί να υποθέσει κανείς, θα κάνουν την εμφάνισή τους πριν οι ρουτηνιάρηδες αρχίσουν, από τις καγκελαρίες τους, να οργανώνουν συνδικάτα. Τα Σοβιέτ θα καλύψουν τη Γερμανία πριν να συγκεντρωθεί μια καινούρια Συνταχτική Συνέλευση στη Βαϊμάρη. Το ίδιο θα γίνει στην Ιταλία και στις άλλες ολοκληρωτικές και μισοολοκληρωτικές χώρες.

Ο φασισμός βύθισε αυτές τις χώρες στην πολιτική βαρβαρότητα. Όμως, δεν άλλαξε τον κοινωνικό τους χαρακτήρα. Ο φασισμός είναι ένα όργανο στα χέρια του χρηματιστικού κεφαλαίου, κι όχι των φεουδαρχών γαιοκτημόνων. Το επαναστατικό πρόγραμμα πρέπει να στηρίζεται πάνω στη διαλεκτική της πάλης των τάξεων, που ισχύει και για τις φασιστικές χώρες, κι όχι πάνω στην ψυχολογία των τρομοκρατημένων χρεοκόπων. Η Τέταρτη Διεθνής απορρίπτει με αηδία τις μέθοδες της πολιτικής μασκαράτας που προωθούν οι σταλινικοί, οι πρώην αυτοί ήρωες της «τρίτης περιόδου», για να εμφανιστούν με τη μάσκα πότε του καθολικού, πότε του προτεστάντη, πότε του εβραίου, πότε του γερμανού εθνικιστή, πότε των φιλελεύθερων -μόνο και μόνο για να κρύψουν το δικό τους αποκρουστικό πρόσωπο. Η Τέταρτη Διεθνής εμφανίζεται πάντα και παντού με τη δική της σημαία. Προβάλλει ανοιχτά το δικό της πρόγραμμα στο προλεταριάτο των φασιστικών χωρών. Από τώρα κιόλας, οι προχωρημένοι εργάτες ολόκληρου του κόσμου είναι σταθερά πεπεισμένοι πως η ανατροπή του Μουσολίνι, του Χίτλερ και των πρακτόρων και μιμητών τους θα γίνει μόνο κάτω από την ηγεσία της Τέταρτης Διεθνούς.

Η ΕΣΣΔ και τα Προβλήματα της Μεταβατικής Εποχής

Η Σοβιετική Ένωση γεννήθηκε από την Επανάσταση του Οκτώβρη σαν εργατικό κράτος. Η κρατική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, αναγκαία προϋπόθεση για τη σοσιαλιστική ανάπτυξη, άνοιξε τη δυνατότητα μιας γοργής αύξησης των παραγωγικών δυνάμεων. Αλλά, ταυτόχρονα, ο μηχανισμός του εργατικού κράτους υποβλήθηκε σε έναν πλήρη εκφυλισμό: μεταμορφώθηκε από όπλο της εργατικής τάξης σε όπλο της γραφειοκρατικής βίας ενάντια στην εργατική τάξη και, ολοένα και περισσότερο, σε όπλο για το σαμποτάζ της οικονομίας της χώρας, Η γραφειοκρατικοποίηση του καθυστερημένου και απομονωμένου εργατικού κράτους και η μεταμόρφωση της γραφειοκρατίας σε μια παντοδύναμη προνομιούχα κάστα, αποτελεί την πιο πειστική αναίρεση –όχι μονάχα θεωρητική, αλλά, αυτή τη στιγμή, και πρακτική– της θεωρίας του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα.

Έτσι, η ΕΣΣΔ ενσωματώνει τρομακτικές αντιφάσεις. Αλλά παραμένει ακόμα ένα εκφυλισμένο εργατικό κράτος. Αυτή είναι η κοινωνική διάγνωση. Η πολιτική πρόγνωση έχει ένα διαζευκτικό χαρακτήρα: ή η γραφειοκρατία, που θα γίνεται ολοένα και περισσότερο το όργανο της παγκόσμιας μπουρζουαζίας μέσα στο εργατικό κράτος, θα ανατρέψει τις νέες μορφές ιδιοκτησίας και θα ξαναρίξει την χώρα πίσω στον καπιταλισμό ή η εργατική τάξη θα συντρίψει την γραφειοκρατία και θα ανοίξει το δρόμο προς το σοσιαλισμό.

Για τα τμήματα της Τέταρτης Διεθνούς, οι Δίκες της Μόσχας δεν ήταν μια έκπληξη ούτε το αποτέλεσμα της προσωπικής παραφροσύνης του δικτάτορα του Κρεμλίνου, άλλα ο νόμιμος απόγονος του Θερμιδόρ. Είναι γέννημα των αφόρητων διενέξεων στους κόλπους της σοβιετικής γραφειοκρατίας. που, με τη σειρά τους, αντανακλούν τις αντιφάσεις ανάμεσα στη γραφειοκρατία και το λαό, όπως και τους ανταγωνισμούς που βαθαίνουν μέσα στον ίδιο το «λαό». Η «φανταστικά» αιματηρή φύση των Δικών δίνει το μέτρο της έντασης των αντιφάσεων και, ταυτόχρονα, προαναγγέλλει το πλησίασμα της τελικής λύσης.

Οι δημόσιες δηλώσεις πρώην αντιπροσώπων του Κρεμλίνου στο εξωτερικό, που αρνήθηκαν να επιστρέψουν στη Μόσχα, με το δικό τους τρόπο, επιβεβαιώνουν αναντίρρητα πως στους κόλπους της γραφειοκρατίας υπάρχουν όλες οι αποχρώσεις της πολιτικής σκέψης: από το γνήσιο Μπολσεβικισμό (Ίγκνας Ράις) μέχρι τον ολοκληρωμένο φασισμό (Φ. Μπουτένκο). Τα επαναστατικά στοιχεία μέσα στη γραφειοκρατία, που αποτελούν μια ελάχιστη μειοψηφία, αντανακλούν, παθητικά είναι αλήθεια, τα σοσιαλιστικά συμφέροντα του προλεταριάτου. Τα φασιστικά, τα αντεπαναστατικά στοιχεία, που ο αριθμός τους αυξάνει ασταμάτητα, εκφράζουν με ακόμα μεγαλύτερη συνέπεια τα συμφέροντα του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού. Οι υποψήφιοι αυτοί στο ρόλο των κομπραντόρες θεωρούν, όχι χωρίς λόγο, πως το νέο κυρίαρχο στρώμα μπορεί να εξασφαλίσει τις προνομιούχες θέσεις του μόνο διαμέσου της απόρριψης της εθνικοποίησης, της κολεχτιβοποίησης και του μονοπωλίου του εξωτερικού εμπορίου, στο όνομα της αφομοίωσης του «δυτικού πολιτισμού», δηλαδή του καπιταλισμού. Ανάμεσα στους δυο αυτούς πόλους, υπάρχουν ενδιάμεσες, συγκεχυμένες τάσεις, μενσεβίκικου, σοσιαλεπαναστατικού ή φιλελεύθερου χαρακτήρα, που έλκονται προς την αστική δημοκρατία.

Μέσα στις ίδιες τις γραμμές της λεγόμενης αυτής «αταξικής» κοινωνίας, υπάρχουν αναμφισβήτητα οι ίδιοι ακριβώς σχηματισμοί που υπάρχουν και μέσα στη γραφειοκρατία, μόνο που εκφράζονται με μικρότερη οξύτητα και με αντίστροφη αναλογία: οι συνειδητές καπιταλιστικές τάσεις, διακρίνονται κυρίως στο εύπορο τμήμα των συλλογικών εκμεταλλεύσεων (koIkhozi) και χαρακτηρίζουν μια μικρή μόνο μειοψηφία του πληθυσμού. Αυτό όμως το στρώμα προμηθεύει στον εαυτό του μια πλατιά βάση μέσα στις μικροαστικές τάσεις και συσσωρεύει πλούτη ατομικά σε βάρος της γενικής φτώχειας, και που η γραφειοκρατία τους ενθαρρύνει συνειδητά.

Στην κορυφή αυτού του συστήματος των αυξανόμενων ανταγωνισμών, που καταστρέφουν ολοένα και πιο πολύ την κοινωνική ισορροπία, η θερμιδοριανή ολιγαρχία, που σήμερα περιορίζεται κυρίως στη βοναπαρτιστική κλίκα του Στάλιν, κρατιέται με τις μέθοδες της τρομοκρατίας. Οι τελευταίες δικαστικές σκευωρίες είχαν σαν στόχο ένα χτύπημα ενάντια στην αριστερά. Το ίδιο ισχύει και για τις εκκαθαρίσεις των ηγετών της Δεξιάς Αντιπολίτευσης, γιατί, η Δεξιά ομάδα του παλιού Μπολσεβίκικου Κόμματος, αν ιδωθεί από την άποψη των συμφερόντων και των τάσεων της γραφειοκρατίας, αντιπροσώπευε έναν αριστερό κίνδυνο. Το γεγονός ότι η βοναπαρτιστική κλίκα, που φοβάται και τους ίδιους τους συμμάχους της τής Δεξιάς, τύπου Μπουτένκο, βρίσκεται υποχρεωμένη, για την αυτοσυντήρησή της, να εκτελέσει ολόκληρη σχεδόν τη γενιά των Παλιών Μπολσεβίκων, προσφέρει μια αναμφισβήτητη απόδειξη της ζωτικότητας των επαναστατικών παραδόσεων μέσα στις μάζες, όπως και της αυξανόμενης δυσαρέσκειάς τους.

Οι μικροαστοί δημοκράτες της Δύσης, που χτες ακόμα έβλεπαν τις Δίκες της Μόσχας καθαρές σαν χρυσάφι, επαναλαβαίνουν σήμερα με επιμονή πως «στην ΕΣΣΔ δεν υπάρχει ούτε Τροτσκισμός ούτε Τροτσκιστές». Ωστόσο, δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν γιατί όλες οι εκκαθαρίσεις γίνονται κάτω από το λάβαρο της πάλης ενάντια σ’ αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο. Αν πάρουμε τον «Τροτσκισμό» σαν ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα, και, για ένα λόγο παραπάνω, σαν μια οργάνωση, τότε ο «Τροτσκισμός» είναι αναμφίβολα εξαιρετικά αδύνατος στην ΕΣΣΔ. Ωστόσο, η ακαταμάχητη δύναμή του βρίσκεται στο γεγονός ότι εκφράζει, όχι μονάχα την επαναστατική παράδοση, αλλά και τη σημερινή πραγματική αντίσταση της ρωσικής εργατικής τάξης. Το κοινωνικό μίσος των εργατών ενάντια στη γραφειοκρατία –αυτό ακριβώς είναι, για την κλίκα του Κρεμλίνου, ο «Τροτσκισμός». Φοβάται –έχει ένα θανάσιμο, συγκεκριμένο και καλά θεμελιωμένο φόβο– τη σύνδεση ανάμεσα στην εντεινόμενη αλλά άναρθρη ακόμα αγανάκτηση των εργατών με την οργάνωση της Τέταρτης Διεθνούς.

Η εξόντωση της γενιάς των Παλιών Μπολσεβίκων και των επαναστατών αντιπροσώπων της ενδιάμεσης και της νέας γενιάς, είναι μια προσπάθεια να σπάσει η πολιτική ισορροπία ακόμα περισσότερο προς όφελος της Δεξιάς, αστικής, πτέρυγας της γραφειοκρατίας και των συμμάχων της μέσα στη χώρα. Απ’ αυτήν, δηλαδή από τη Δεξιά, μπορεί να περιμένει κανείς, στην επόμενη περίοδο, ακόμα πιο αποφασιστικές απόπειρες να αναθεωρήσει τον κοινωνικό χαρακτήρα της ΕΣΣΔ και να φέρει το μοντέλο του «δυτικού πολιτισμού», στη φασιστική μορφή του.

Η προοπτική αυτή κάνει πολύ συγκεκριμένο το ζήτημα της «υπεράσπισης της ΕΣΣΔ». Αν αύριο η αστική φασιστική ομάδα, η «φράξια Μπουτένκο», ας το πούμε έτσι, θελήσει να καταλάβει την εξουσία, η «φράξια Ράις» αναπόφευκτα θα παραταχτεί στην αντίθετη μεριά του χαρακώματος. Και ενώ προσωρινά θα βρεθεί σύμμαχος του Στάλιν, δεν θα υπερασπίζει, βέβαια, τη βοναπαρτιστική κλίκα, αλλά τις κοινωνικές βάσεις της ΕΣΣΔ, δηλαδή την ιδιοκτησία που αποσπάστηκε από τους καπιταλιστές και μεταμορφώθηκε σε κρατική ιδιοκτησία. Αν η «φράξια Μπουτένκο» αποδείχνει ότι είναι σε συμμαχία με τον Χίτλερ, τότε η «φράξια Ράις» θα υπερασπίσει την ΕΣΣΔ ενάντια στη στρατιωτική επέμβαση, στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ, όπως και πάνω στην παγκόσμια αρένα. Κάθε άλλη στάση θα ήταν μια προδοσία.

Έτσι, αν και είναι ανεπίτρεπτο να αρνηθούμε από τα πριν τη δυνατότητα, σε περιπτώσεις αυστηρά καθορισμένες, ενός «ενιαίου μετώπου» με το θερμιδοριανό τμήμα της γραφειοκρατίας ενάντια στην ανοιχτή επίθεση της καπιταλιστικής αντεπανάστασης, το κύριο πολιτικό καθήκον στην ΕΣΣΔ μένει ακόμα η ανατροπή της ίδιας της θερμιδοριαvής γραφειοκρατίας. Η συνέχιση της κυριαρχίας της, υποσκάπτει κάθε μέρα και πιο πολύ τα σοσιαλιστικά στοιχεία της οικονομίας και αυξάνει τις δυνατότητες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Προς την ίδια ακριβώς κατεύθυνση κινείται και η Κομμουνιστική Διεθνής, σαν πράκτορας και συνένοχος της σταλινικής κλίκας στο στραγγάλισμα της ισπανικής επανάστασης και στην πτώση του ηθικού του διεθνούς προλεταριάτου.

Όπως και στις φασιστικές χώρες, η κύρια δύναμη της γραφειοκρατίας δεν είναι στον εαυτό της, αλλά στην απογοήτευση των μαζών, στο γεγονός ότι τους λείπει μια καινούρια προοπτική. Όπως και στις φασιστικές χώρες, από τις οποίες ο πολιτικός μηχανισμός του Στάλιν δεν διαφέρει σε τίποτε, αν εξαιρέσουμε την πιο αχαλίνωτη βαρβαρότητά του, μονάχα μια προπαρασκευαστική προπαγανδιστική δουλειά είναι δυνατή σήμερα στην ΕΣΣΔ. Όπως και στις φασιστικές χώρες, την ώθηση στην άνοδο του επαναστατικού κινήματος των σοβιετικών εργατών θα την δώσουν πιθανόν γεγονότα έξω από τη χώρα. Η πάλη ενάντια στην Κομμουνιστική Διεθνή στην παγκόσμια αρένα, είναι σήμερα το πιο σημαντικό μέρος της πάλης ενάντια στη σταλινική δικτατορία. Υπάρχουν πολλά σημάδια ότι η Κομμουνιστική Διεθνής, καταρρέει. Μια και δεν έχει το άμεσο στήριγμα της Γκε Πε Ου, θα προηγηθεί της κατάρρευσης της βοναπαρτιστικής κλίκας κι ολόκληρης γενικά της θερμιδοριανής γραφειοκρατίας.

Η νέα άνοδος της επανάστασης στην ΕΣΣΔ αναμφίβολα θα αρχίσει κάτω από τη σημαία της πάλης ενάντια στην κοινωνική ανισότητα και την πολιτική καταπίεση.

  •   Κάτω τα προνόμια της γραφειοκρατίας!
  •   Κάτω ο Σταχανοβισμός!
  •   Κάτω η σοβιετική αριστοκρατία με τα γαλόνια της και τα παράσημά της!
  •   Μεγαλύτερη ισότητα αμοιβής για όλες τις μορφές εργασίας!

Η πάλη για την ελευθερία των συνδικάτων και των εργοστασιακών επιτροπών, για το δικαίωμα της συγκέντρωσης και την ελευθερία του Τύπου, θα αναπτυχθεί σε πάλη για την αναγέννηση και την ανάπτυξη της σοβιετικής δημοκρατίας.

Η γραφειοκρατία αντικατάστησε τα Σοβιέτ, τα ταξικά αυτά όργανα, με το παραμύθι της καθολικής ψηφοφορίας –σε στυλ Χίτλερ-Γκέμπελς.

Είναι ανάγκη να ξαναδώσουμε στα Σοβιέτ, όχι μονάχα την ελεύθερη δημοκρατική μορφή τους, αλλά και το ταξικό τους περιεχόμενο.

Όπως στο παρελθόν, η μπουρζουαζία και οι κουλάκοι δεν είχαν το δικαίωμα να μπουν στα Σοβιέτ, το ίδιο και τώρα: είναι ανάγκη να πετάξουμε τη γραφειοκρατία και τη νέα αριστοκρατία έξω από τα Σοβιέτ. Μέσα στα Σοβιέτ, δεν υπάρχει θέση παρά μόνο για τους αντιπροσώπους των εργατών, των εργαζόμενων στα κολχόζ, των αγροτών και των κόκκινων φαντάρων.

Η δημοκρατικοποίηση των Σοβιέτ είναι αδύνατη χωρίς τη νομιμοποίηση των σοβιετικών κομμάτων. Οι ίδιοι οι εργάτες και οι αγρότες με την ελεύθερη ψήφο τους θα δείξουν ποια κόμματα αναγνωρίζουν σαν σοβιετικά κόμματα.

Αναθεώρηση της σχεδιασμένης οικονομίας από πάνω μέχρι κάτω, μέσα στα πλαίσια των συμφερόντων των παραγωγών και των καταναλωτών!

Οι εργοστασιακές επιτροπές πρέπει να ξαναπάρουν στα χέρια τους το δικαίωμα ελέγχου της παραγωγής!

Οι δημοκρατικά οργανωμένοι συνεταιρισμοί των καταναλωτών πρέπει να ελέγχουν την ποιότητα και τις τιμές των προϊόντων!

Αναδιοργάνωση των κολχόζ σύμφωνα με τη θέληση και τα συμφέροντα των εργατών που δουλεύουν εκεί!

Η αντιδραστική διεθνής πολιτική της γραφειοκρατίας πρέπει να αντικατασταθεί από την πολιτική του προλεταριακού διεθνισμού. Ολόκληρη η διπλωματική αλληλογραφία του Κρεμλίνου πρέπει να δημοσιευτεί.

Κάτω η μυστική διπλωματία!

Όλες οι πολιτικές δίκες, που σκηνοθέτησε η θερμιδοριανή γραφειοκρατία, πρέπει να αναθεωρηθούν, στο φως της πλήρους δημοσιότητας. της ανοιχτής αμφισβήτησης και της ακεραιότητας. Οι οργανωτές των σκηνοθεσιών πρέπει να τιμωρηθούν όπως τους αξίζει.

Είναι αδύνατο να πραγματωθεί αυτό το πρόγραμμα χωρίς την ανατροπή της γραφειοκρατίας, που κρατιέται στην εξουσία με τη βία και την παραποίηση. Μόνο η νικηφόρα επαναστατική εξέγερση των καταπιεζομένων μαζών μπορεί να αναγεννήσει το σοβιετικό καθεστώς και να εγγυηθεί την παραπέρα ανάπτυξή του προς το σοσιαλισμό. Δεν υπάρχει παρά ένα κόμμα ικανό να οδηγήσει τις σοβιετικές μάζες στην εξέγερση –το Κόμμα της Τέταρτης Διεθνούς!

    Κάτω η γραφειοκρατική συμμορία του Κάιν-Στάλιν!

    Ζήτω η Σοβιετική δημοκρατία!

    Ζήτω η Παγκόσμια Σοσιαλιστική Επανάσταση!

Ενάντια στον Οπορτουνισμό και στον Χωρίς Αρχές Ρεβιζιονισμό

Η πολιτική του κόμματος του Λεόν Μπλουμ στη Γαλλία, αποδείχνει, γι’ άλλη μια φορά, πως οι ρεφορμιστές είναι ανίκανοι να διδαχτούν οτιδήποτε έστω κι από τα πιο τραγικά μαθήματα της ιστορίας. Η γαλλική σοσιαλδημοκρατία αντιγράφει δουλικά την πολιτική της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και βαδίζει προς την ίδια καταστροφή. Μέσα σε λίγες δεκαετίες, η Δεύτερη Διεθνής περιπλέχτηκε με το αστικό δημοκρατικό καθεστώς, στην πραγματικότητα έγινε ένα μέρος του και σαπίζει μαζί μ’ αυτό.

Η Τρίτη Διεθνής έχει πάρει το δρόμο του ρεφορμισμού σε μια εποχή όπου η κρίση του καπιταλισμού είχε οριστικά θέσει στην ημερήσια διάταξη την προλεταριακή επανάσταση. Η σημερινή πολιτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς στην Ισπανία και την Κίνα –πολιτική που την κάνει να σέρνεται στα πόδια της «δημοκρατικής» και «εθνικής» μπουρζουαζίας– αποδείχνει πως και η Κομμουνιστική Διεθνής δεν είναι πια ικανή να μάθει οτιδήποτε ή να αλλάξει. Η γραφειοκρατία, που έχει καταντήσει μια αντιδραστική δύναμη στην ΕΣΣΔ, δεν μπορεί να παίξει έναν επαναστατικό ρόλο στην παγκόσμια αρένα.

Ο αναρχοσυνδικαλισμός, γενικά, γνώρισε μια εξέλιξη του ίδιου είδους. Στη Γαλλία, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία του Λεόν Ζουό έχει καταντήσει από πολύν καιρό τώρα ένα πρακτορείο της μπουρζουαζίας μέσα στην εργατική τάξη. Στην Ισπανία, ο αναρχοσυνδικαλισμός πέταξε από πάνω του τον φαινομενικό επαναστατισμό του, από τη στιγμή που άρχισε η επανάσταση, κι έγινε ο πέμπτος τροχός στην άμαξα της αστικής δημοκρατίας.

Οι ενδιάμεσες κεντριστικές οργανώσεις, που συγκεντρώνονται γύρω από το Γραφείο του Λονδίνου, δεν είναι παρά τα «αριστερά» εξαρτήματα της σοσιαλδημοκρατίας και της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Έχουν αποδείξει την πλήρη ανικανότητά τους να προσανατολιστούν μπροστά σε μια πολιτική κατάσταση και να βγάλουν επαναστατικά συμπεράσματα απ’ αυτήν. Στο υψηλότερό τους σημείο έφτασαν με το ισπανικό POUM που, μέσα σε επαναστατικές συνθήκες, αποδείχτηκε απόλυτα ανίκανο να ακολουθήσει μια επαναστατική γραμμή.

Οι τραγικές ήττες που έπαθε το παγκόσμιο προλεταριάτο στη διάρκεια μιας μακριάς σειράς χρόνων, έσπρωξαν τις επίσημες οργανώσεις σ’ ένα ακόμα πιο μεγάλο συντηρητισμό και παράλληλα οδήγησαν τους απογοητευμένους μικροαστούς «επαναστάτες», στην αναζήτηση, «νέων δρόμων». Όπως πάντα, σε εποχές αντίδρασης και παρακμής, εμφανίζονται απ’ όλες τις μεριές αγύρτες και τσαρλατάνοι, που θέλουν να αναθεωρήσουν ολόκληρη την πορεία της επαναστατικής σκέψης. Αντί να διδαχτούν από το παρελθόν, το «απορρίπτουν». Μερικοί ανακαλύπτουν την ανακολουθία του μαρξισμού, άλλοι διακηρύσσουν τη χρεοκοπία του Μπολσεβικισμού. Υπάρχουν εκείνοι που φορτώνουν πάνω στην επαναστατική θεωρία την ευθύνη για τα λάθη και τα εγκλήματα εκείνων που την έχουν προδώσει. ’λλοι που αναθεματίζουν την ιατρική, γιατί δεν τους εγγυάται μια άμεση και θαυματουργή θεραπεία. Οι πιο τολμηροί υπόσχονται να ανακαλύψουν μια πανάκεια και, στο μεταξύ, απαιτούν να σταματήσει η πάλη των τάξεων. Πολυάριθμοι προφήτες της «νέας ηθικής» είναι έτοιμοι να ανανεώσουν το εργατικό κίνημα με τη βοήθεια μιας ηθικής ομοιοπαθητικής. Οι απόστολοι αυτοί, στην πλειοψηφία τους κατορθώνουν να γίνουν οι ίδιοι ηθικά ανάπηροι πριν ακόμα κατεβούνε στο πεδίο της μάχης. Έτσι, κάτω από την άποψη των «νέων δρόμων», προσφέρουν στο προλεταριάτο παλιές ρετσέτες, θαμμένες από πολλά χρόνια στα αρχεία του προμαρξιστικού σοσιαλισμού

Η Τέταρτη Διεθνής κηρύσσει ασυμφιλίωτο πόλεμο στους γραφειοκράτες της Δεύτερης και της Τρίτης Διεθνούς, της Διεθνούς του ’μστερνταμ και της αναρχοσυνδικαλιστικής Διεθνούς, όπως και στους κεντριστές δορυφόρους τους, στον αμεταρρύθμιστο μεταρρυθμισμό, στο δημοκρατισμό-σύμμαχο της Γκε Πε Ου, στον ανειρήνευτο ειρηνισμό (πατσιφισμό), στον αναρχισμό που είναι στην υπηρεσία της μπουρζουαζίας, στους «επαναστάτες» που ζουν με το θανάσιμο φόβο της επανάστασης. Όλες αυτές οι οργανώσεις δεν είναι εχέγγυα για το μέλλον, αλλά τα σάπια κατάλοιπα του παρελθόντος. Η εποχή των πολέμων και των επαναστάσεων θα τις κατεδαφίσει από τα θεμέλια.

Η Τέταρτη Διεθνής δεν επινοεί ούτε ψάχνει για κάποια πανάκεια. Στέκεται αποκλειστικά πάνω στο έδαφος του Μαρξισμού σαν τη μόνη επαναστατική θεωρία που μας επιτρέπει να καταλάβουμε την πραγματικότητα, να αποκαλύψουμε τα αίτια πίσω από τις ήττες και να προετοιμαστούμε συνειδητά για τη νίκη.

Η Τέταρτη Διεθνής συνεχίζει την παράδοση του Μπολσεβικισμού, που έδειξε για πρώτη φορά στο προλεταριάτο πώς να κατακτήσει την εξουσία.

Η Τέταρτη Διεθνής παραμερίζει τους αγύρτες, τους τσαρλατάνους και τους ανιαρούς προφεσόρους της ηθικής. Σε μια κοινωνία που βασίζεται πάνω στην εκμετάλλευση, η ανώτατη ηθική είναι η ηθική της σοσιαλιστικής επανάστασης. Καλές είναι οι μέθοδες που εξυψώνουν την ταξική συνείδηση των εργατών, την εμπιστοσύνη τους στις ίδιες τους τις δυνάμεις, τη διάθεσή τους για αυτοθυσία μέσα στην πάλη. Απαράδεχτες είναι οι μέθοδες που σπέρνουν το φόβο στους καταπιεζόμενους και την υποτακτικότητα των καταπιεσμένων μπροστά στους καταπιεστές τους, που πνίγουν το πνεύμα της διαμαρτυρίας και της αγανάκτησης, που αντικαθιστούν τη θέληση των μαζών με τη θέληση των αρχηγών, την πειθώ με τον καταναγκασμό, την ανάλυση της πραγματικότητας, με τη δημαγωγία και την παραποίηση. Να γιατί η σοσιαλδημοκρατία, που εκπορνεύει το μαρξισμό, και ο σταλινισμός, που είναι ο αντίποδας του Μπολσεβικισμού, είναι οι θανάσιμοι εχθροί της προλεταριακής επανάστασης και της ηθικής της.

Να κοιτάζουμε κατά πρόσωπο την πραγματικότητα! Να μην αναζητούμε τη γραμμή της μικρότερης αντίστασης! Να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους! Να λέμε την αλήθεια στις μάζες, όσο πικρή κι αν είναι! Να μη φοβόμαστε τα εμπόδια! Να είμαστε αυστηροί στα μικρά πράγματα όπως και στα μεγάλα! Να βασίζουμε το πρόγραμμα πάνω στη λογική της ταξικής πάλης! Να δείχνουμε τόλμη όταν έρχεται η ώρα της δράσης! Αυτές είναι οι αρχές της Τετάρτης Διεθνούς!
Η Τέταρτη Διεθνής έχει αποδείξει πως ξέρει να κολυμπάει ενάντια στο ρεύμα Το προσεχές ιστορικό κύμα, που πλησιάζει, θα την ανεβάσει στην κορυφή του.

Ενάντια στο Σεχταρισμό

Κάτω από την επίδραση της προδοσίας των ιστορικών οργανώσεων του προλεταριάτου, ορισμένες σεχταριστικές διαθέσεις και ομάδες διαφόρων ειδών γεννιούνται ή αναβιώνουν, στην περιφέρεια της Τέταρτης Διεθνούς. Στη βάση τους βρίσκεται η άρνηση να παλέψουν για τις επιμέρους ή μεταβατικές διεκδικήσεις, δηλαδή, για τα στοιχειώδη συμφέροντα και τις ανάγκες των μαζών, όπως παρουσιάζονται σήμερα. Προετοιμάζομαι για την επανάσταση σημαίνει για τους σεχταριστές να πείσω τον εαυτό μου για την ανωτερότητα του σοσιαλισμού.

Προτείνουν να γυρίσουν την πλάτη στα «παλιά» συνδικάτα, σε δεκάδες, δηλ., εκατομμύρια οργανωμένους εργάτες

–σαν να μπορούσαν οι μάζες να ζήσουν κάπως έξω από τις συνθήκες της πραγματικής ταξικής πάλης!
Παραμένουν αδιάφοροι σε ότι αφορά την εσωτερική σύγκρουση που διεξάγεται στις ρεφορμιστικές οργανώσεις

–σαν να μπορούσε κανείς να κατακτήσει τις μάζες χωρίς να επέμβει στην καθημερινή τους πάλη!
Αρνούνται να εγκαθιδρύσουν μια οποιαδήποτε διάκριση ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και το φασισμό

–σαν να μπορούσαν οι εργαζόμενες μάζες να μην αισθάνονται αυτή τη διαφορά σε κάθε τους βήμα!

Οι σεχταριστές δεν είναι ικανοί να διακρίνουν παρά δύο χρώματα: το άσπρο και το μαύρο. Για να μην δελεαστούν οι ίδιοι, απλοποιούν την πραγματικότητα. Αρνούνται να κάνουν μια διάκριση ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα στην Ισπανία, για το λόγο ότι και τα δυο στρατόπεδα έχουν αστικό χαρακτήρα. Για τον ίδιο λόγο, θεωρούν ότι είναι αναγκαίο να κρατηθούν «ουδέτεροι» στον πόλεμο ανάμεσα στην Ιαπωνία και την Κίνα. Αρνούνται τη διαφορά αρχών που υπάρχει ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τις ιμπεριαλιστικές χώρες και, λόγω της αντιδραστικής πολιτικής της σοβιετικής γραφειοκρατίας, απορρίπτουν την υπεράσπιση των νέων μορφών ιδιοκτησίας που δημιούργησε η Επανάσταση του Οκτώβρη ενάντια στην επίθεση του ιμπεριαλισμού. Ανίκανοι οι ίδιοι να βρούνε το δρόμο προς τις μάζες, κατηγορούν με ζήλο τις μάζες πως είναι ανίκανες να ανυψωθούν μέχρι το επίπεδο των επαναστατικών ιδεών.

Οι στείροι αυτοί πολιτικοί, γενικά δεν έχουν ανάγκη από μια γέφυρα με τη μορφή των μεταβατικών διεκδικήσεων, αφού δεν είναι καθόλου διατεθειμένοι να περάσουν στην απέναντι όχθη. Αλλά χαζεύουν στο ίδιο πάντα μέρος, ικανοποιημένοι με την επανάληψη των ίδιων ισχνών αφαιρέσεων. Τα πολιτικά γεγονότα είναι γι’ αυτούς μια ευκαιρία για σχόλια, αλλά όχι για δράση. Καθώς οι σεχταριστές, όπως γενικά κάθε είδους κομφουζιονιστές και θαυματοποιοί, τρώνε σε κάθε τους βήμα κατακεφαλιές απομέρους της πραγματικότητας, ζούνε σε μια κατάσταση διαρκούς απόγνωσης, κατηγορώντας ασταμάτητα το «καθεστώς» και τις «μέθοδες», βουτηγμένοι μόνιμα μέχρι το λαιμό στις μικρομηχανορραφίες. Στους δικούς τους κύκλους επιβάλλουν συνήθως ένα καθεστώς δεσποτισμού. Η πολιτική κατάπτωση του σεχταρισμού χρησιμεύει στο να συμπληρώνει, σαν σκιά, την κατάπτωση του οπορτουνισμού χωρίς να ανοίγει επαναστατικές προοπτικές. Στην πολιτική πράξη, οι σεχταριστές ενώνονται με τους οπορτουνιστές, ιδιαίτερα με τους κεντριστές, κάθε στιγμή στην πάλη ενάντια στο μαρξισμό.

Οι περισσότερες σεχταριστικές ομάδες και κλίκες που συμπτωματικά τρέφονται από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι της Τέταρτης Διεθνούς, έχουν μια «ανεξάρτητη» οργανωτική ύπαρξη, με μεγάλες αξιώσεις, αλλά χωρίς την παραμικρή δυνατότητα επιτυχίας. Οι Μπολσεβίκοι-Λενινιστές δεν πρέπει να σπαταλούν το χρόνο τους, ήρεμα αφήνουν αυτές τις ομάδες στη δική τους τύχη. Ωστόσο, σεχταριστικές τάσεις υπάρχουν και μέσα στις δικές μας γραμμές και εξασκούν μια ολέθρια επίδραση πάνω στη δουλειά ορισμένων τμημάτων. Είναι αδύνατο να κάνουμε οποιοδήποτε συμβιβασμό μαζί τους, έστω και για μια μόνο μέρα. Μια σωστή πολιτική απέναντι στα συνδικάτα είναι ο απαραίτητος όρος για να ανήκει κανείς στην Τέταρτη Διεθνή. Εκείνος που δεν ψάχνει ή δεν βρίσκει το δρόμο του μαζικού κινήματος, αυτός δεν είναι μαχητής, αλλά ένα νεκρό βάρος για το Κόμμα. Ένα πρόγραμμα δεν διατυπώνεται για το δημοσιογραφικό γραφείο, ή για τους ηγέτες των συζητητικών κλαμπ, αλλά για την επαναστατική δράση εκατομμυρίων ανθρώπων. Το ξεκαθάρισμα των γραμμών της Τέταρτης Διεθνούς από το σεχταρισμό και τους αγιάτρευτους σεχταριστές, είναι ο πιο σημαντικός όρος για επαναστατικές επιτυχίες.

Ανοίξτε το Δρόμο για την Εργάτρια!

Ανοίξτε το Δρόμο στη Νεολαία!

Η ήττα της Ισπανικής Επανάστασης, που σχεδιάστηκε από τους «ηγέτες» της, η επαίσχυντη χρεοκοπία του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία και το ξεσκέπασμα των δικαστικών σκηνοθεσιών της Μόσχας –τα τρία αυτά γεγονότα, στην ενότητά τους έδωσαν ένα ανεπανόρθωτο χτύπημα στην Κομμουνιστική Διεθνή, και, παρεκβατικά, τραυμάτισαν βαριά τους συμμάχους της, τους σοσιαλδημοκράτες και τους αναρχοσυνδικαλιστές. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, πως τα μέλη αυτών των οργανώσεων θα στραφούν άμεσα προς την Τέταρτη Διεθνή. Η παλιά γενιά, που έπαθε τρομερές ήττες, θα εγκαταλείψει, σ’ ένα μεγάλο της μέρος, το κίνημα. Επιπλέον, η Τέταρτη Διεθνής δεν έχει βάλει σαν στόχο της να γίνει το άσυλο για ανάπηρους επαναστάτες, για απογοητευμένους γραφειοκράτες και καριερίστες. Αντίθετα, είναι ανάγκη να παρθούν αυστηρά προφυλαχτικά μέτρα από την οργάνωση μας ενάντια σε μια πιθανή συρροή μικροαστικών στοιχείων που τώρα κυριαρχούν στους μηχανισμούς των παλιών οργανώσεων: μεγάλωμα της δοκιμαστικής περιόδου για τα υποψήφια μέλη που δεν είναι εργάτες, ιδιαίτερα όταν αυτά είναι πρώην κομματικοί γραφειοκράτες. Να αποκλειστούν από υπεύθυνα πόστα μέσα στο κόμμα για το διάστημα των τριών πρώτων χρόνων, κλπ.

Στην Τέταρτη Διεθνή δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει θέση για τον καριερισμό, το καρκίνωμα αυτό των παλιών Διεθνών. Μόνο εκείνοι που θέλουν να ζουν για το κίνημα, κι όχι σε βάρος του κινήματος, θα βρουν ανοιχτό το δρόμο προς το Κόμμα μας. Οι επαναστάτες εργάτες πρέπει να νοιώσουν πως είναι οι κύριοι. Γι’ αυτούς, οι πόρτες της οργάνωσης μας είναι διάπλατα ανοιχτές.

Βέβαια, κι από τους εργάτες εκείνους που ήταν άλλοτε στις πρώτες γραμμές, υπάρχει τώρα ένας μεγάλος αριθμός που είναι κουρασμένοι κι απογοητευμένοι. Αυτοί θα μείνουν, το λιγότερο για την προσεχή περίοδο, στην άκρη. Όταν φθείρεται ένα πρόγραμμα ή μια οργάνωση, φθείρεται μαζί τους και η γενιά που τα κρατούσε στους ώμους της. Η αναγέννηση του κινήματος γίνεται από τη νεολαία, που δεν έχει καμιά ευθύνη για το παρελθόν.

Η Τέταρτη Διεθνής δίνει εξαιρετική προσοχή στη νέα γενιά του προλεταριάτου. Με την πολιτική της ολόκληρη, παλεύει να οπλίσει τη νεολαία με την εμπιστοσύνη στις δικές της δυνάμεις και στο μέλλον της. Μονάχα ο φλογερός ενθουσιασμός και το επιθετικό πνεύμα της νεολαίας μπορούν να εγγυηθούν τις πρώτες επιτυχίες στον αγώνα. Μονάχα αυτές οι επιτυχίες μπορούν να ξαναφέρουν στο δρόμο της επανάστασης τα καλύτερα στοιχεία από την παλιά γενιά. Έτσι γινόταν πάντα και έτσι θα γίνει.
Οι οπορτουνιστικές οργανώσεις από την ίδια τους τη φύση συγκεντρώνουν την κύρια προσοχή τους στα ανώτατα στρώματα της εργατικής τάξης και, κατά. συνέπεια, αγνοούν τόσο τη νεολαία όσο και την εργαζόμενη γυναίκα. Η εποχή, όμως, της καπιταλιστικής παρακμής δίνει πολύ σκληρά χτυπήματα στη γυναίκα, τόσο σαν μισθοσυντήρητη όσο και σαν νοικοκυρά. Τα τμήματα της Τέταρτης Διεθνούς πρέπει να βρούνε στηρίγματα στα πιο καταπιεσμένα στρώματα της εργατικής τάξης, και, κατά συνέπεια, μέσα στις εργαζόμενες γυναίκες. Εκεί θα βρουν ανεξάντλητες πηγές αφοσίωσης. αφιλοκέρδειας και αυτοθυσίας.

  Κάτω ο γραφειοκρατισμός και ο καριερισμός!

  Ανοίξτε το δρόμο για τη νεολαία!

  Ανοίξτε το δρόμο για την εργάτρια!

Αυτά τα συνθήματα είναι γραμμένα πάνω στη σημαία της Τέταρτης Διεθνούς.

Κάτω από τη Σημαία της Τέταρτης Διεθνούς!

Οι σκεπτικιστές ρωτάνε: Μα έφτασε η ώρα για να ιδρύσουμε τη νέα Διεθνή; Είναι αδύνατο, λένε, να ιδρύσουμε «τεχνητά» μια Διεθνή. Μονάχα μεγάλα γεγονότα μπορούν να την γεννήσουν κλπ. Όλες αυτές οι αντιρρήσεις αποδείχνουν μονάχα ότι οι σκεπτικιστές δεν είναι άξιοι για την οικοδόμηση μιας νέας Διεθνούς. Δεν είναι άξιοι για τίποτε.

Η Τέταρτη Διεθνής βγήκε κιόλας από μεγάλα γεγονότα: τις πιο μεγάλες ήττες του προλεταριάτου στην Ιστορία. Η αιτία για τις ήττες αυτές βρίσκεται στον εκφυλισμό και την προδοσία της παλιάς ηγεσίας. Η πάλη των τάξεων δεν ανέχεται διακοπή. Η Τρίτη Διεθνής, ακολουθώντας την Δεύτερη, έχει πεθάνει για την επανάσταση.

  Ζήτω η Τέταρτη Διεθνής!

Οι σκεπτικιστές, όμως, δεν σωπαίνουν: Αλλά έχει έρθει κιόλας η ώρα για να ανακηρύξουμε την ίδρυσή της; Η Τέταρτη Διεθνής, απαντάμε, δεν έχει ανάγκη από καμιά «ανακήρυξη». Υπάρχει και παλεύει Είναι αδύνατη; Ναι, οι γραμμές της δεν είναι ακόμα πυκνές, γιατί είναι ακόμα νέα. Για την ώρα, την επανδρώνουν κυρίως στελέχη. Αλλά τα στελέχη αυτά είναι τα εχέγγυα για το μέλλον. Πέρα απ’ αυτά τα στελέχη, δεν υπάρχει, πάνω σ’ αυτό τον πλανήτη, ούτε ένα μονάχα επαναστατικό ρεύμα που να αξίζει πραγματικά αυτό το όνομα. Αν η Διεθνής μας είναι ακόμα αριθμητικά αδύνατη, είναι δυνατή σ’ ότι αφορά τη θεωρία, το πρόγραμμα, την παράδοση, το χωρίς προηγούμενο ατσάλωμα των στελεχών της. Εκείνος που δεν το βλέπει αυτό σήμερα. ας τον αφήσουμε για την ώρα στην άκρη. Αύριο, αυτό θα γίνει πιο καθαρό.

Η Τέταρτη Διεθνής συγκεντρώνει, από τώρα κιόλας, επάξια το μίσος των σταλινικών, των σοσιαλδημοκρατών, των αστών φιλελευθέρων και των φασιστών .Δεν υπάρχει κι ούτε μπορεί να υπάρξει γι’ αυτήν θέση σε κάποιο Λαϊκό Μέτωπο. Πολεμάει ασυμβίβαστα όλες τις πολιτικές ομάδες που γλύφουν τα πόδια της μπουρζουαζίας. Το καθήκον της: η καταστροφή της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Ο στόχος της: ο σοσιαλισμός. Η μέθοδός της: η προλεταριακή επανάσταση.

Χωρίς εσωτερική δημοκρατία, δεν υπάρχει επαναστατική διαπαιδαγώγηση. Χωρίς πειθαρχία, δεν υπάρχει επαναστατική δράση. Το εσωτερικό καθεστώς της Τέταρτης Διεθνούς βασίζεται πάνω στις αρχές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού: πλήρη ελευθερία στη συζήτηση, πλήρη ενότητα στη δράση.

Η τωρινή κρίση του ανθρώπινου πολιτισμού είναι κρίση της προλεταριακής ηγεσίας Οι προχωρημένοι εργάτες, ενωμένοι στην Τέταρτη Διεθνή, δείχνουν στην τάξη τους το δρόμο για να βγει από την κρίση. Της προσφέρουν ένα πρόγραμμα που βασίζεται πάνω στη διεθνή εμπειρία του αγώνα του προλεταριάτου κι όλων των καταπιεζομένων του κόσμου για την απελευθέρωσή τους. Της προσφέρουν μιαν ακηλίδωτη σημαία.

Εργάτες –γυναίκες και άνδρες– όλων των χωρών:

Ενταχθείται κάτω από τη σημαία της Τέταρτης Διεθνούς!

Είναι η σημαία της νίκης σας που πλησιάζει!

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 3ο” ]

1. Μια Συζήτηση Ορισμένων Μελών του ΣΕΚ με τον Λεόν Τρότσκι για το «Μεταβατικό Πρόγραμμα»

ΚΡΟΥΞ:[1] «Είναι πολύ σημαντικό να διευκρινίσουμε ορισμένα σημεία πάνω στο ζήτημα, γενικά, του προγράμματος. Πώς μπορεί κανείς να καταστρώσει ένα πραγματικό πρόγραμμα;

Ορισμένοι σύντροφοι λένε πως αυτό το προσχέδιο προγράμματος δεν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στην πνευματική κατάσταση και στην ιδιοσυγκρασία των αμερικανών εργατών. Γι’ αυτό πρέπει να αναρωτηθούμε αν αυτό το πρόγραμμα χρειάζεται να προσαρμοστεί στη νοοτροπία των εργατών, ή αν θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην πραγματική, οικονομική και κοινωνική, κατάσταση που υπάρχει στη χώρα.

Αυτό είναι το πιο σημαντικό ζήτημα.

Ξέρουμε πως η συνείδηση κάθε κοινωνικής τάξης καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, από τις παραγωγικές δυνάμεις, από την οικονομική κατάσταση της χώρας, αλλά ο καθορισμός αυτός δεν γίνεται με μηχανικό τρόπο. Η συνείδηση, γενικά, καθυστερεί. Καθυστερεί σε σχέση με την οικονομική εξέλιξη, και με έναν τρόπο που μπορεί λίγο ή πολύ να καθοριστεί. Σε ομαλές περίοδες, όταν η εξέλιξη είναι αργή, όταν τα πράγματα κυλάνε αργά-αργά, η καθυστέρηση αυτή δεν μπορεί να έχει συνέπειες καταστροφικές. Αυτή η καθυστέρηση, σ’ ένα μεγάλο βαθμό, σημαίνει πως οι εργάτες δεν βρίσκονται στο ύψος των καθηκόντων που τους επιβάλλουν οι αντικειμενικές συνθήκες. Αντίθετα, σε μια περίοδο κρίσης, αυτή η καθυστέρηση μπορεί να είναι καταστροφική. Στην Ευρώπη, λόγου χάρη, έφερε στην εξουσία το φασισμό. Ο φασισμός είναι η ποινή που επιβάλλεται στους εργάτες, όταν δεν κατορθώνουν να πάρουν την εξουσία.

Σήμερα, οι Ενωμένες Πολιτείες μπαίνουν σε μια ανάλογη φάση και αντιμετωπίζουν τους ίδιους κινδύνους. Η αντικειμενική κατάσταση της χώρας είναι απ’ όλες τις απόψεις ώριμη για την Σοσιαλιστική Επανάσταση και το πέρασμα στο σοσιαλισμό, πιο ώριμη απ’ ό,τι είναι στην Ευρώπη, πιο ώριμη ίσως από ό,τι είναι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο, μα η πολιτική καθυστέρηση της αμερικανικής εργατικής τάξης είναι απερίγραπτη. Αυτό σημαίνει πως ο κίνδυνος μιας φασιστικής καταστροφής είναι πάρα πολύ μεγάλος. Αυτή η ανάλυση είναι η αφετηρία κάθε δραστηριότητάς μας. Το πρόγραμμα πρέπει να εκφράζει τα αντικειμενικά καθήκοντα των εργατών και όχι να αντανακλά την πολιτική καθυστέρησή τους. Το πρόγραμμα πρέπει να παίρνει την κοινωνία όπως αυτή είναι, γιατί το ίδιο είναι ένα όργανο για να παλέψουμε την καθυστερημένη αυτή πνευματική κατάσταση της εργατικής τάξης και να την νικήσουμε. Γι’ αυτό οφείλουμε, στο πρόγραμμά μας, να προσηλωθούμε στο να δείξουμε όλη την έκταση της κοινωνικής κρίσης που συνταράσσει την καπιταλιστική κοινωνία –κρίση που στην πρώτη γραμμή της βρίσκονται οι Ενωμένες Πολιτείες. Δεν μπορούμε εμείς να καθορίζουμε από μόνοι μας προθεσμίες, ή να τροποποιούμε όρους που δεν εξαρτώνται από μας. Δεν μπορούμε να εγγυηθούμε πως οι μάζες θα λύσουν την κρίση, οφείλουμε, όμως, να πάρουμε την κατάσταση όπως αυτή είναι: αυτό είναι το καθήκον του προγράμματος.

Είναι άλλο ζήτημα το να ξέρουμε με τι τρόπο θα παρουσιάσουμε το πρόγραμμα στους εργάτες. Είναι περισσότερο ζήτημα παιδαγωγικό και λεξιλογίου, ζήτημα εκλογής όρων. Η πολιτική πρέπει να χαράσσεται με μόνο γνώμονα το κεντρικό ζήτημα, το ζήτημα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και του μπλοκαρίσματος αυτής της ανάπτυξης από την καπιταλιστική μορφή οργάνωσης της ιδιοκτησίας, και το αποτέλεσμά του, την αυξανόμενη ανεργία, την πιο μεγάλη κοινωνική πληγή. Οι παραγωγικές δυνάμεις δεν μπορούν να αναπτυχθούν πια. Η επιστήμη και η τεχνολογία αναπτύσσονται, οι υλικές δυνάμεις, όμως, παρακμάζουν. Αυτό σημαίνει πως η ανθρωπότητα φτωχαίνει όλο και πιο πολύ, πως ο αριθμός των ανέργων αυξάνει. Η αθλιότητα των μαζών μεγαλώνει, οι δυσκολίες γίνονται ολοένα και πιο μεγάλες, τόσο για την μπουρζουαζία όσο και για τους εργαζόμενους. Η μπουρζουαζία δεν έχει άλλη λύση από το φασισμό. Η κρίση που βαθαίνει θα αναγκάσει την μπουρζουαζία να καταλύσει και τα τελευταία ίχνη της δημοκρατίας. Το αμερικανικό προλεταριάτο κινδυνεύει πολύ να πληρώσει το γεγονός ότι του λείπει η οργάνωση, η θέληση και το κουράγιο, με 20 ή 30 χρόνια φασιστικού καθαρτηρίου. Και τότε, η μπουρζουαζία, με το σιδερένιο ρόπαλό της, θα μάθει στους αμερικανούς εργάτες τα επαναστατικά τους καθήκοντα. Η Αμερική θα δει το ευρωπαϊκό πείραμα να αναπαράγεται σε μια πελώρια κλίμακα. Θα πρέπει να έχουμε απόλυτη συνείδηση γι’ αυτό.

Αυτό, σύντροφοι, είναι εξαιρετικά σοβαρό. Πρόκειται για το μέλλον που επιφυλάσσουν, και που άρχισε να φαίνεται, στους αμερικανούς εργαζόμενους. Μετά τη νίκη του Χίτλερ, όταν ο Τρότσκι έγραψε την μπροσούρα: “Πού πάει η Γαλλία;”, οι γάλλοι σοσιαλδημοκράτες έλεγαν γελώντας: “Η Γαλλία δεν είναι Γερμανία”. Όμως, πριν τη νίκη του Χίτλερ, είχε γράψει πολλές μπροσούρες, για να προειδοποιήσει τους γερμανούς εργάτες και οι σοσιαλδημοκράτες χλευάζανε κι αυτοί: “Η Γερμανία δεν είναι Ιταλία”. Δεν τις λάβανε υπόψη τους. Σήμερα είναι η Γαλλία που βρίσκεται κάθε μέρα και πιο κοντά στο φασιστικό καθεστώς. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει και με τις Ενωμένες Πολιτείες. Η Αμερική έχει αποθέματα λίπους, είναι αυτά τα αποθέματα του παρελθόντος που επέτρεψαν το πείραμα Ρούζβελτ, μα κι αυτά εξαντλούνται… Η γενική κατάσταση είναι παντού η ίδια, ο κίνδυνος είναι ο ίδιος.

Είναι αλήθεια πως η αμερικανική εργατική τάξη έχει μικροαστική νοοτροπία, πως της λείπει το αίσθημα της επαναστατικής αλληλεγγύης, πως είναι συνηθισμένη σε ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο, αλλά η νοοτροπία της αμερικανικής εργατικής τάξης δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή πραγματικότητα, αντανακλά τις αναμνήσεις μιας εποχής που έχει περάσει.

Σήμερα, η κατάσταση είναι ριζικά διαφορετική. Τι μπορεί να κάνει ένα επαναστατικό κόμμα μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση; Πρώτα πρώτα, έχει καθήκον να δώσει μια ακριβή εικόνα της κατάστασης και των ιστορικών καθηκόντων που απορρέουν απ’ αυτήν, πέρα και ξέχωρα από το γεγονός αν οι εργάτες είναι έτοιμοι ή όχι να αναλάβουν αυτά τα καθήκοντα. Τα καθήκοντά μας δεν εξαρτώνται από την κατάσταση πνευμάτων που υπάρχει στους εργάτες. Τα καθήκοντά μας αυτά είναι να αναπτύξουμε τη συνείδησή τους. Να, εκείνο που πρέπει να διατυπώσει το πρόγραμμα και να το παρουσιάσει στους προχωρημένους εργάτες.

Μερικοί θα πουν: “Σύμφωνοι, αυτό το πρόγραμμα είναι ένα πρόγραμμα επιστημονικό, ανταποκρίνεται στην πραγματική κατάσταση, αλλά αν οι εργάτες δεν το υιοθετήσουν, θα είναι ανώφελο”. Αυτό μπορεί να γίνει. Όμως αυτό θα σήμαινε πως οι εργάτες θα συντρίβονταν πριν μπορέσει η κρίση να λυθεί προς όφελος της Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Αν ο αμερικανός εργάτης δεν υιοθετήσει έγκαιρα αυτό το πρόγραμμα, θα αναγκαστεί να δεχτεί το πρόγραμμα του φασισμού. Όταν παρουσιάζουμε το πρόγραμμά μας στην εργατική τάξη, δεν μπορεί να υπάρχει καμιά εγγύηση όσον αφορά την απόρριψη ή την αποδοχή του από την ίδια την εργατική τάξη. Δεν μπορούμε να πάρουμε μια τέτοια ευθύνη… μπορούμε να αναλάβουμε την ευθύνη σ’ ό,τι αφορά αυτό το πρόγραμμα, μόνο για τους εαυτούς μας.

Οφείλουμε να πούμε την αλήθεια στους εργάτες, έτσι θα κερδίσουμε τα καλύτερα στοιχεία. Δεν ξέρω αν τα προχωρημένα αυτά στοιχεία σταθούν ικανά να οδηγήσουν την εργατική τάξη στην εξουσία. Ελπίζω πως θα είναι ικανά. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να το εγγυηθεί αυτό.

Αλλά, ακόμα και στη χειρότερη περίπτωση, αν η εργατική τάξη δεν κινητοποιήσει όλες της τις δυνάμεις, όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της, για τη Σοσιαλιστική Επανάσταση, και πέσει κάτω από τη φασιστική μπότα, οι πιο προχωρημένοι εργάτες, σαν μάρτυρες, θα μπορούν να πουν: Αυτό εδώ το Κόμμα μάς είχε προειδοποιήσει: ήταν το καλύτερο. Αυτό θα γίνει το σύμβολο μιας μεγάλης παράδοσης που θα μείνει ζωντανή μέσα στην εργατική τάξη.

Αυτή, φυσικά, είναι η χειρότερη εικασία που κάνουμε. Όμως, αποδείχνεται πως όλα τα επιχειρήματα που λένε πως δεν θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε ένα τέτοιο πρόγραμμα επειδή δεν ανταποκρίνεται στη νοοτροπία των μαζών, είναι ψευτοεπιχειρήματα, που προδίνουν το φόβο που νοιώθουν οι υποστηρικτές τους μπροστά στη σημερινή κατάσταση.

Αν προφανώς έκλεινα τα μάτια, θα μπορούσα να συντάξω ένα ωραίο, ρόδινο πρόγραμμα που όλος ο κόσμος θα το δεχόταν. Αλλά αυτό το πρόγραμμα δεν θα ανταποκρινόταν στην κατάσταση, και το ιδιαίτερο γνώρισμα του προγράμματος είναι να ανταποκρίνεται πρώτα στην αντικειμενική κατάσταση. Πιστεύω πως το στοιχειώδες αυτό επιχείρημα είναι ένα καθοριστικό στοιχείο.

Η ταξική συνείδηση των εργατών καθυστερεί σε σχέση με τα γεγονότα, αλλά η ταξική συνείδηση δεν είναι ένα πράγμα φτιαγμένο από τα ίδια υλικά που είναι φτιαγμένα τα εργοστάσια, τα ορυχεία και οι σιδηρόδρομοι: είναι φτιαγμένη από υλικό πιο εύπλαστο, και κάτω από τα χτυπήματα της κρίσης, κάτω από το βάρος εκατομμυρίων ανέργων, μπορεί να αλλάξει με γοργό ρυθμό.

Σήμερα, το αμερικανικό προλεταριάτο έχει ορισμένα αβαντάζ που βγαίνουν από την πολιτική του καθυστέρηση. Αυτό μπορεί να φαίνεται παράδοξο, όμως, είναι έτσι. Οι ευρωπαίοι εργάτες, αυτοί, έχουν μια μακριά σοσιαλδημοκρατική παράδοση, έχουν την παράδοση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, κι αυτές οι παραδόσεις είναι δυνάμεις συντηρητικές. Ακόμα και μετά από πολλές προδοσίες, οι εργάτες παραμένουν πιστοί στις οργανώσεις τους, γιατί αυτές οι οργανώσεις τους αφύπνισαν για πρώτη φορά, γιατί τους έδωσαν μια πολιτική κουλτούρα. Αυτό αποτελεί μειονέκτημα όταν πρόκειται να αποκτήσουν έναν καινούριο προσανατολισμό. Οι αμερικανοί εργάτες έχουν ένα πλεονέκτημα: στη μεγάλη τους πλειοψηφία δεν υπήρξαν ποτέ οργανωμένοι, και τώρα μόλις αρχίζουν να συγκεντρώνονται στα συνδικάτα. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στο επαναστατικό κόμμα να τους κινητοποιήσει, για να αποκρούσουν μαζί τα χτυπήματα της κρίσης.

Με ποια ταχύτητα θα αναπτυχθούν αυτά τα γεγονότα; Κανείς δεν το ξέρει: δεν μπορούμε να δώσουμε παρά το γενικό προσανατολισμό που κανένας δεν τον αμφισβητεί. Μονάχα ύστερα απ’ αυτό τίθεται το ζήτημα της παρουσίασης αυτού του προγράμματος στους εργάτες: φυσικά, αυτό είναι ένα ζήτημα πολύ σημαντικό. Πρέπει να εφαρμόσουμε στην πολιτική εκείνα που ξέρουμε από την παιδαγωγική και την ψυχολογία των μαζών, για να χτίσουμε μια γέφυρα με σκοπό να φτάσουμε στο πνεύμα των εργατών.

Σ’ αυτόν τον τομέα, μόνο η πείρα μπορεί να μας διδάξει. Για ένα διάστημα, θα πρέπει να παλέψουμε σκληρά για να συγκεντρώσουμε την προσοχή των εργατών πάνω σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο: την κινητή κλίμακα μισθών και ωρών εργασίας.

Ο εμπειρισμός των αμερικανών εργατών επέτρεψε στα πολιτικά κόμματα να αναδειχτούν με μια ή δυο βασικές ιδέες, όπως η ενιαία φορολογία, το διμεταλλικό νομισματικό σύστημα (χρυσάφι-ασήμι), κλπ. Αυτές οι ιδέες άπλωσαν ταχύτατα μέσα στις μάζες: όταν οι μάζες διαπιστώσουν πως μια πανάκεια δεν αξίζει τίποτα, πέφτουν με τα μούτρα πάνω σε μια άλλη.

Εμείς, σήμερα, μπορούμε να παρουσιάσουμε ένα φάρμακο έντιμο, που δεν είναι δημαγωγικό, που είναι αναπόσπαστο μέρος του προγράμματός μας και που ανταποκρίνεται απόλυτα στη σημερινή κατάσταση.

Οι επίσημες στατιστικές μας πληροφορούν για 13 με 14 εκατομμύρια άνεργους, στην πραγματικότητα, πρέπει να υπολογίζουμε 16 με 20 εκατομμύρια. Τους νέους, ιδιαίτερα, τους έχουν ρίξει στην αθλιότητα.

Ο κύριος Ρούζβελτ ρίχνει σήμερα το βάρος του στα δημόσια έργα. Εμείς, όμως, θέλουμε να έχουν όλοι δουλειά, τόσο οι εργαζόμενοι στα δημόσια έργα, όσο και κείνοι που δουλεύουν στα ορυχεία, στους σιδηροδρόμους, κλπ… Θέλουμε να μπορεί ο καθένας να ζήσει με ευπρεπή τρόπο, και όπως και νά ‘χει, σε ένα επίπεδο ίσο με το σημερινό, και απαιτούμε από τον κύριο Ρούζβελτ και το τραστ εγκεφάλων του, να οργανώσουν το πρόγραμμά τους για τα δημόσια έργα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε όλος ο κόσμος να μπορεί να δουλεύει με ανθρώπινους μισθούς. Κι αυτό είναι δυνατό με την κινητή κλίμακα των μισθών και των ωρών εργασίας. Παντού, σ’ όλες τις περιοχές, πρέπει να σκεφτούμε πάνω στον τρόπο με τον οποίο θα παρουσιάσουμε αυτές τις ιδέες. Μετά πρέπει να οργανώσουμε μια καμπάνια ζύμωσης, με τέτοιο τρόπο που ο καθένας να μάθει ότι αυτό το πρόγραμμα είναι το πρόγραμμα του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος. Πιστεύω πως μπορούμε να συγκεντρώσουμε την προσοχή των εργατών πάνω σ’ αυτό το σημείο. Φυσικά, δεν είναι το μόνο σημείο, αλλά αυτό είναι απόλυτα προσαρμοσμένο στη σημερινή κατάσταση: τα άλλα μπορούν να προστεθούν σ’ αυτό στο βαθμό που αυτή η ιδέα γίνεται κτήμα των μαζών. Οι γραφειοκρατίες θα την πολεμήσουν. Αν αυτή η ιδέα κυριαρχήσει, πραγματικά, μέσα στις μάζες, οι φασιστικές τάσεις θα οργανωθούν για να απαντήσουν. Τότε λέμε πως πρέπει να οργανώσουμε και να αναπτύξουμε τις φρουρές αυτοάμυνας.

Σκέφτομαι πως στην αρχή, οι εργάτες θα υιοθετήσουν αυτή τη διεκδίκηση για την κινητή κλίμακα των μισθών και των ωρών εργασίας. Αλλά, στην ουσία, τι σημαίνει αυτή η διεκδίκηση; Στην πραγματικότητα, είναι η περιγραφή του συστήματος οργάνωσης της δουλειάς μέσα στη σοσιαλιστική κοινωνία. Είναι ο συνολικός αριθμός των ωρών εργασίας που χρειάζονται, διαιρεμένος με το συνολικό αριθμό των εργαζομένων. Αλλά, αν παρουσιάζαμε από την αρχή το σοσιαλιστικό σύστημα, θα χαρακτηριζόμασταν σαν ουτοπιστές από τον μέσο αμερικανό, που θα μας έλεγε πως αυτές είναι ιδέες που εισάγουμε από την Ευρώπη. Παρουσιάζουμε λοιπόν αυτό το σύστημα σαν την λύση της κρίσης, που θα εγγυηθεί στους εργάτες το δικαίωμά τους να τραφούν, να ζήσουν σε ευπρεπή διαμερίσματα, κάτω από ευπρεπείς όρους: είναι το ίδιο το σοσιαλιστικό πρόγραμμα, αλλά στην πιο απλή του μορφή, την πιο κοντινή στις μάζες».

ΕΡΩΤΗΣΗ: «Πώς να οργανώσουμε την καμπάνια γι’ αυτό το πρόγραμμα;».

ΚΡΟΥΞ: «Θα μπορούσε να φανταστεί κανείς πως αυτή η καμπάνια ξετυλίσσεται με τον ακόλουθο τρόπο: αρχίζετε την αγκιτάτσια, για παράδειγμα, στη Μινεάπολη. Κερδίζετε ένα ή δυο συνδικάτα σ’ αυτό το πρόγραμμα. Μετά στέλνετε αντιπροσώπους στις άλλες πόλεις, στα διάφορα συνδικάτα. Όταν αυτό το πρόγραμμα θα έχει βγει από το Κόμμα για να διεισδύσει μέσα στα συνδικάτα, θα έχετε ήδη μισο-κερδισμένη τη μάχη. Θα στείλετε αντιπροσώπους στη Νέα Υόρκη, στο Σικάγο, στα ίδια συνδικάτα. Όταν η μάχη θα έχει κερδηθεί, θα καλέσετε ένα ειδικό συνέδριο. Αυτό θα αναγκάσει τους συνδικαλιστές γραφειοκράτες να πάρουν θέση υπέρ ή κατά: η συζήτηση θα είναι τότε δημόσια και θα δώσει υπέροχες ευκαιρίες για προπαγάνδα».

ΕΡΩΤΗΣΗ: «Αυτό το πρόγραμμα μπορεί να πραγματωθεί σήμερα;».

ΚΡΟΥΞ: «Είναι πιο εύκολο να ανατραπεί ο καπιταλισμός παρά να επιβληθεί πραγματικά η κινητή κλίμακα μισθών και ωρών εργασίας μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Καμιά από τις διεκδικήσεις μας δεν θα πραγματωθεί μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, γι’ αυτό και τις αποκαλούμε μεταβατικές διεκδικήσεις: αυτές εγκαθιστούν μια γέφυρα που μας επιτρέπει να κερδίσουμε τους εργάτες, και μια πραγματική γέφυρα για να πάμε στη Σοσιαλιστική Επανάσταση. Όλο το πρόβλημα είναι να ξέρουμε το πώς να κινητοποιήσουμε τις μάζες για τον αγώνα: το πρόβλημα της διάσπασης των εργατών σε εργαζόμενους και άνεργους, λόγου χάρη, τίθεται μέσα σε αυτά τα πλαίσια. Πρέπει να βρούμε τα μέσα να ξεπεράσουμε αυτή τη διάσπαση. Η ιδέα μιας ξεχωριστής τάξης, της τάξης των ανέργων, που αποτελείται από καινούριους παρίες, είναι μια ιδέα που αποτελεί μέρος της ψυχολογικής προετοιμασίας για το φασισμό. Αν η εργατική τάξη δεν καταφέρει να ξεπεράσει αυτή τη διάσπαση, προπαντός στο συνδικαλιστικό επίπεδο, ο φασισμός θα έχει κάνει τη δουλειά του».

ΕΡΩΤΗΣΗ: «Πολλοί σύντροφοι δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί αυτή η διεκδίκηση δεν μπορεί να ικανοποιηθεί».

ΚΡΟΥΞ: «Είναι ένα ζήτημα πολύ σημαντικό. Αυτό το πρόγραμμα δεν είναι εφεύρεση ενός ανθρώπου. Απορρέει από τη μακριά εμπειρία των μπολσεβίκων. Το επαναλαμβάνω: το πρόγραμμα αυτό είναι η συγκεκριμενοποίηση της συλλογικής πείρας των επαναστατών. Είναι η εφαρμογή των παλιών αρχών στη σημερινή κατάσταση. Δεν πρέπει να το θεωρούμε σαν να έχει χαραχτεί οριστικά πάνω σε μάρμαρο, αλλά πρέπει να το βλέπουμε σαν προσαρμόσιμο στην αντικειμενική κατάσταση.

Οι επαναστάτες θεωρούν πάντα τις μεταρρυθμίσεις και τις κατακτήσεις σαν υποπροϊόντα της επαναστατικής πάλης. Αν περιοριστούμε στο να διεκδικούμε αυτό που μπορούμε να πετύχουμε, η κυρίαρχη τάξη δεν θα μας δώσει παρά το ένα δέκατο απ’ αυτό, ή και τίποτε. Αν ζητάμε περισσότερα και είμαστε μάλιστα σε θέση να επιβάλουμε τις διεκδικήσεις μας, οι καπιταλιστές θα αναγκαστούν να παραχωρήσουν το μάξιμουμ. Όσο πιο μαχητικοί και απαιτητικοί είναι οι εργάτες, τόσο πιο πολλά μπορεί κανείς να απαιτεί και να κερδίζει. Οι διεκδικήσεις μας δεν είναι στείρα συνθήματα, είναι μέσα πίεσης πάνω στην μπουρζουαζία. Στο παρελθόν, στη διάρκεια του καλού καιρού για τον αμερικανικό καπιταλισμό, οι εργάτες αποκτούσαν πλεονεκτήματα από το γεγονός και μόνο ότι ρίχνονταν εμπειρικά στη μάχη και με πολύ μαχητικό πνεύμα.

Η σημερινή κατάσταση είναι πολύ διαφορετική.

Οι καπιταλιστές δεν έχουν μπροστά τους μια εποχή ευημερίας. Δεν φοβούνται καθόλου τις απεργίες, δεδομένου ότι υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός εργατών που ψάχνουν για δουλειά. Γι’ αυτό και το πρόγραμμα πρέπει να προσπαθεί να ενώσει τα δυο μέρη της εργατικής τάξης, τους εργαζόμενους και τους άνεργους. Κι αυτό ακριβώς κάνει η κινητή κλίμακα των μισθών και των ωρών εργασίας».

2. Μια Συζήτηση με τον Λεόν Τρότσκι για το «Εργατικό Κόμμα»

ΕΡΩΤΗΣΗ: «Στο Κόμμα μας, η συζήτηση πάνω στο Μεταβατικό Πρόγραμμα περιστρέφεται γύρω από το ζήτημα του Εργατικού Κόμματος στις Ενωμένες Πολιτείες. Ορισμένοι σύντροφοι, ξεκινώντας από το γεγονός ότι τίποτε δεν δείχνει πως η επιθυμία για την οικοδόμηση ενός τέτοιου κόμματος είναι ένα αίσθημα ριζωμένο μέσα στις μάζες, πιστεύουν πως σήμερα, δεν είναι σωστό να παλέψουν για την ίδρυση ενός τέτοιου Εργατικού Κόμματος. Οι σύντροφοι αυτοί προσθέτουν πως αν ένα εργατικό κόμμα Βρισκόταν στη γένεσή του, ή αν οι μάζες το απαιτούσαν πλατιά, τότε θα μπορούσε κανείς να προτείνει ένα πρόγραμμα, για να δώσει έναν επαναστατικό προσανατολισμό σ’ αυτό το κίνημα. Επειδή όμως δεν λαβαίνει χώρα ένα τέτοιο προτσές, οι θέσεις μας για το Εργατικό Κόμμα θα ήταν οπορτουνιστικές. Θα μπορούσατε να διαλευκάνετε αυτό το σημείο;».

ΚΡΟΥΞ: «Νομίζω πως πρέπει να θυμηθούμε γενικά τα πιο βασικά γεγονότα της ιστορίας του εργατικού κινήματος, και ιδιαίτερα των συνδικάτων. Οι μορφές ανάπτυξης διαφέρανε πάρα πολύ από χώρα σε χώρα. Πραγματικά, κάθε χώρα γνώρισε μια ιδιαίτερη ανάπτυξη, αυτό, όμως, δεν μας εμποδίζει στο να κάνουμε μια γενική ταξινόμηση.

Στην Αυστρία και, ιδιαίτερα, στη Ρωσία, το εργατικό κίνημα αρχίζει σαν πολιτικό κίνημα, δομημένο πάνω σ’ ένα κόμμα. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα. Η σοσιαλδημοκρατία, από τη στιγμή που γεννήθηκε, έβλεπε τη σοσιαλιστική ανοικοδόμηση της κοινωνίας, σ’ ένα πολύ κοντινό μέλλον, αλλά συνέβηκε ο καπιταλισμός να βρει τις δυνάμεις να επιζήσει. Οι σοσιαλδημοκράτες βρέθηκαν υποχρεωμένοι, στη διάρκεια της μακριάς αυτής περιόδου σχετικής ευημερίας, να προσανατολίσουν τις προσπάθειές τους προς την οικοδόμηση συνδικάτων.

Σε χώρες όπως η Γερμανία, η Αυστρία, και, ιδιαίτερα, η Ρωσία, όπου ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν ακούσει να μιλάνε για συνδικάτα, αυτά στήθηκαν στα πόδια τους οικοδομημένα και κατευθυνόμενα από ένα πολιτικό κόμμα, τη σοσιαλδημοκρατία.

Έναν τύπο ανάπτυξης πολύ διαφορετικό συναντάει κανείς στις λατινικές χώρες και, ιδιαίτερα, στην Γαλλία και την Ισπανία. Εδώ το πολιτικό κόμμα και το συνδικαλιστικό κίνημα είναι σχεδόν ξένα το ένα προς το άλλο και, με μια ορισμένη έννοια, ανταγωνιστικά.

Το κόμμα είναι ένας κοινοβουλευτικός μηχανισμός. Τα συνδικάτα, μέχρις ενός σημείου στην Γαλλία –σ’ ένα μεγάλο βαθμό στην Ισπανία– βρίσκονται κάτω από την ηγεσία των αναρχικών.

Η Μεγάλη Βρετανία, οι Ενωμένες Πολιτείες και σε διάφορους βαθμούς τα Ντομίνιον[2] μας προσφέρουν τα καλύτερα παραδείγματα για να μιλήσουμε για τον τρίτο τύπο ανάπτυξης. Η Αγγλία είναι η χώρα των συνδικάτων. Τα συνδικάτα έκαναν εκεί την εμφάνισή τους το 18ο αιώνα, λίγο πριν τη γαλλική επανάσταση και στη διάρκεια εκείνου που αποκαλούμε βιομηχανική επανάσταση. (Στις Ενωμένες Πολιτείες αυτό έγινε με την επέκταση της μηχανοποίησης). Στην Αγγλία, η εργατική τάξη δεν είχε το ανεξάρτητο κόμμα της, τα συνδικάτα ήταν η μόνη οργάνωση της εργατικής τάξης –στην πραγματικότητα η οργάνωση της εργατικής αριστοκρατίας, των ανώτατων στρωμάτων της εργατικής τάξης. Στην Αγγλία είχε να κάνει κανείς μ’ ένα αριστοκρατικό προλεταριάτο, τουλάχιστον σ’ ό,τι αφορά τα ανώτερα στρώματά του, γιατί η βρετανική μπουρζουαζία, που διέθετε σχεδόν το μονοπώλιο της παγκόσμιας αγοράς, μπορούσε να μοιράζει τα ψίχουλα από τα πλούτη της στην εργατική τάξη, χρησιμοποιώντας ένα μέρος από το εθνικό εισόδημα. Τα συνδικάτα ήταν ικανά να το αποσπούν αυτό από την μπουρζουαζία. Ύστερα από έναν αιώνα ύπαρξης, τα συνδικάτα άρχισαν να οικοδομούν ένα πολιτικό κόμμα. Είναι ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που έγινε στη Γερμανία ή την Αυστρία, όπου το κόμμα ξεσήκωσε την εργατική τάξη και οικοδόμησε τα συνδικάτα. Στην Αγγλία ήταν τα συνδικάτα, που ύστερα από αιώνες ύπαρξης και πάλης αναγκάστηκαν να οικοδομήσουν ένα πολιτικό κόμμα.

Ποιοι ήταν οι λόγοι που επιβάλανε αυτή την αλλαγή; Η αλλαγή αυτή βρίσκει την εξήγησή της στην πλήρη παρακμή του αγγλικού καπιταλισμού που έγινε μ’ ένα βίαιο τρόπο. Το αγγλικό κόμμα δεν έχει παρά 20 χρόνων ζωή: δεν άρχισαν να μιλούν πραγματικά γι’ αυτό παρά μετά τον παγκόσμιο πόλεμο.

Ποια ήταν η αιτία για τη δημιουργία του; Είναι πολύ γνωστό πως αυτή η κατάσταση βρίσκει την εξήγησή της στην καταστροφή του μονοπωλίου της Αγγλίας στην παγκόσμια αγορά. Αυτό άρχισε στη δεκαετία του 1880 με τον ανταγωνισμό που αντιπαρέθετε το Ενωμένο Βασίλειο στην Γερμανία και στις Ενωμένες Πολιτείες. Η μπουρζουαζία γίνεται ανίκανη να εγγυηθεί τις προνομιούχες θέσεις των ανώτατων στρωμάτων του προλεταριάτου. Τα συνδικάτα έχασαν την ικανότητά τους να βελτιώνουν τους όρους ζωής των εργατών και σπρώχτηκαν στο δρόμο της πολιτικής δραστηριότητας, γιατί η πολιτική δραστηριότητα δεν είναι παρά η γενίκευση της οικονομικής δραστηριότητας. Η πολιτική δραστηριότητα δίνει μια γενική μορφή στις ανάγκες των εργατών και απευθύνει τις διεκδικήσεις αυτές, όχι σ’ αυτήν ή την άλλη ιδιαίτερη φράξια της μπουρζουαζίας, αλλά στην μπουρζουαζία σαν όλο, έτσι όπως είναι οργανωμένη μέσα στο κράτος.

Μπορεί να πει κανείς πως σήμερα ξαναβρίσκουμε στις Ενωμένες Πολιτείες τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αγγλικής ανάπτυξης, κάτω από μια μορφή ακόμα πιο συγκεντροποιημένη, γιατί η ιστορία των Ενωμένων Πολιτειών είναι από μόνη της μια σύντμηση.

Πραγματικά, η συνδικαλιστική ανάπτυξη στις Ενωμένες Πολιτείες, αρχίζει αμέσως μετά τον εμφύλιο πόλεμο, αλλά τα συνδικάτα αυτά καθυστέρησαν σημαντικά στον πολιτικό τομέα, ακόμα κι αν τα συγκρίνει κανείς με τα αγγλικά συνδικάτα. Συχνά ήταν μικτά συνδικάτα, που συγκέντρωναν αφεντικά και εργάτες, και όχι δραστήρια και μαχητικά συνδικάτα. Ήταν πάρα πολύ τομεακά και περιορισμένα. Βασίζονταν πάνω στο συντεχνιακό σύστημα, πάνω στην άρνηση της μεγάλης βιομηχανίας. Μονάχα στα δύο ή τρία τελευταία χρόνια παρουσιάστηκαν αληθινά συνδικάτα στις Ενωμένες Πολιτείες. Το καινούριο αυτό κίνημα είναι το CIO[3].

Ποιος είναι ο λόγος της εμφάνισης του CIO; Είναι η παρακμή του αμερικάνικου καπιταλισμού. Στη Μεγάλη Βρετανία, η αρχή αυτής της παρακμής, μόνο που γέννησε τα μεγάλα συνδικάτα της βιομηχανίας. Αλλά τα συνδικάτα αυτά δεν εμφανίστηκαν στη σκηνή παρά τη στιγμή ακριβώς που έπρεπε να παραβρεθούν στην καινούρια φάση παρακμής του καπιταλισμού, ή, πιο συγκεκριμένα, μπορούμε να πούμε πως η πρώτη κρίση του 1929-33 δίνει την αρχική ώθηση, και καταλήγει στη δημιουργία του CIO. Μόλις όμως οργανώθηκε το CIO, αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει τη δεύτερη κρίση, την κρίση του 1937-38 που συνεχίζει να βαθαίνει.

Τι σημαίνει αυτό; Τα συνδικάτα άρχισαν από πολύν καιρό να οργανώνονται στις Ενωμένες Πολιτείες, αλλά τώρα που υπάρχουν, θα ακολουθήσουν την ίδια εξέλιξη που ακολούθησαν τα αγγλικά συνδικάτα. Αυτό πάει να πει πως, μέσα στις σημερινές συνθήκες, στην παρακμή του καπιταλισμού, είναι αναγκασμένα να στραφούν προς την πολιτική δραστηριότητα. Νομίζω πως αυτό είναι το πιο σημαντικό θέμα.

Το ζήτημα που μου τέθηκε δίνει τον τόνο στο γεγονός “ότι τίποτε δεν δείχνει πως η επιθυμία για την οικοδόμηση ενός τέτοιου κόμματος είναι ένα αίσθημα ριζωμένο μέσα στις μάζες”. Θυμάστε πως όταν είχαμε μιλήσει γι’ αυτό το ζήτημα με τους άλλους συντρόφους, υπήρξαν διαφορές. Δεν μπορώ να κρίνω αν αυτό το αίσθημα είναι ριζωμένο ή όχι μέσα στις μάζες: δεν έχω προσωπικές εντυπώσεις ούτε έχω κάνει παρατηρήσεις που μου επιτρέπουν να κρίνω γι’ αυτό, μα δεν νομίζω πως το βασικό μας θέμα είναι να ξέρουμε ποιος από τους ηγέτες ή τους μαχητές των συνδικάτων είναι έτοιμος σήμερα, και σε ποιο βαθμό, να οικοδομήσει ένα πολιτικό κόμμα. Πάνω σε αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο να συγκεντρώσει κανείς αντικειμενικές πληροφορίες. Δεν έχουμε τα μέσα να οργανώσουμε ένα δημοψήφισμα. Δεν θα μετρήσουμε τις αντιδράσεις στις προτάσεις μας παρά όταν θα έχουμε θέσει συγκεκριμένα αυτές τις προτάσεις στην ημερήσια διάταξη.

Αυτό όμως που μπορούμε να πούμε χωρίς το φόβο να κάνουμε λάθος, είναι ότι η αντικειμενική κατάσταση είναι απόλυτα καθοριστική. Τα συνδικάτα, σαν τέτοια που είναι, δεν μπορούν να έχουν παρά μια αμυντική δραστηριότητα. Στο βαθμό που η κρίση βαθαίνει και η ανεργία μεγαλώνει, χάνουν μέλη και αδυνατίζουν. Τα απεργιακά ταμεία φτωχαίνουν. Τα καθήκοντα γίνονται όλο και πιο πιεστικά, τη στιγμή που τα μέσα είναι όλο και πιο περιορισμένα. Αυτό είναι ένα γεγονός, στο οποίο δεν μπορούμε να αλλάξουμε τίποτε.

Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία χάνει τον προσανατολισμό της όλο και πιο πολύ, οι εργαζόμενοι της βάσης δυσαρεστούνται όλο και περισσότερο Η δυσαρέσκειά τους εξαρτάται από τις ελπίδες που τοποθέτησαν στο CIΟ, στην πίστη για τις κατοπινές επιτυχίες του.

Η κατάσταση είναι η ακόλουθη: μέσα σε τρία χρόνια, οι άνεργοι αυξήθηκαν κατά 4 εκατομμύρια, κι έχουν να αντιμετωπίσουν μιαν αντικειμενική κατάσταση στην οποία τα συνδικάτα δεν μπορούν να αλλάξουν τίποτε. Πρέπει να δώσουμε μια απάντηση σ’ αυτή την κατάσταση.

Αν οι συνδικαλιστές ηγέτες δεν είναι έτοιμοι για την πολιτική δραστηριότητα, πρέπει να απαιτήσουμε απ’ αυτούς να επεξεργαστούν ένα νέο προσανατολισμό. Αν αρνηθούν, θα τους καταγγείλουμε.

Επαναλαμβάνω εδώ εκείνο που είπα για το Μεταβατικό Πρόγραμμα στο σύνολό του. Το πρώτο πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε, δεν είναι η κατάσταση πνευμάτων των μαζών, αλλά η αντικειμενική κατάσταση, και το δικό μας καθήκον είναι να φέρουμε τις καθυστερημένες αυτές μάζες αντιμέτωπες με τα καθήκοντα που καθορίζονται από την αντικειμενική κατάσταση, κι όχι από ψυχολογικούς υπολογισμούς. Η ίδια παρατήρηση επιβάλλεται και από αφορμή το ζήτημα για το Εργατικό Κόμμα. Για να μη συντριβεί η μαχητικότητα της τάξης, για να μην κυριέψει τις μάζες η αποθάρρυνση, το κίνημα πρέπει να ακολουθήσει μια νέα πορεία Η πορεία αυτή πρέπει να είναι πολιτική. Αυτό είναι το βασικό επιχείρημα που πρέπει να προωθήσουμε πάνω στο ζήτημα του Εργατικού Κόμματος.

Επικαλούμαστε το μαρξισμό, τον επιστημονικό σοσιαλισμό. Στην πραγματικότητα τι σημαίνει επιστημονικός σοσιαλισμός;

Αυτό θέλει ακριβώς να πει πως το κόμμα που τον επικαλείται δεν ξεκινάει, όταν θεμελιώνει την πολιτική του, από υποκειμενικές ευχές, από επιμέρους τάσεις, από την κατάσταση πνευμάτων, αλλά από τα ίδια τα αντικειμενικά γεγονότα, από την υλική κατάσταση των διαφόρων τάξεων, κι από τη σχέση τους, όπως το κάνει κανείς στις διάφορες επιστήμες, στηρίζεται στα γεγονότα. Μονάχα μ’ αυτή τη μέθοδο θα μπορέσουμε να καταστρώσουμε διεκδικήσεις που να ανταποκρίνονται στην πραγματική κατάσταση. Μονάχα κατόπιν θα προσαρμόσουμε αυτές τις διεκδικήσεις, αυτά τα συνθήματα, στον τρόπο σκέψης των μαζών. Να υπολογίζαμε αυτόν τον τρόπο σκέψης σαν το βασικό γεγονός, αυτό δεν θα ανταποκρινόταν σε μιαν επιστημονική πολιτική, αλλά σε μια συγκυριακή, δημαγωγική ή τυχοδιωκτική πολιτική.

Θα μπορούσε κανείς να διερωτηθεί πώς γίνεται και δεν είχαμε προβλέψει την εξέλιξη τώρα και 5, 6 ή 7 χρόνια; Γιατί δεν παλέψαμε για το σύνθημα του Εργατικού Κόμματος στο παρελθόν; Η εξήγηση είναι πολύ απλή. Σαν μαρξιστές, ιδρυτές του αμερικανικού κινήματος για την Τέταρτη Διεθνή, ήμασταν απόλυτα πεπεισμένοι πως ο διεθνής καπιταλισμός είχε μπει σε μια περίοδο παρακμής. Σε μια περίοδο δηλαδή που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι οι εργάτες διαπαιδαγωγούνται από τις ίδιες τις αντικειμενικές συνθήκες, και υποκειμενικά αγκαζάρονται στο δρόμο της Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Αυτή ήταν η γενική τάση, και οι Ενωμένες Πολιτείες δεν θα αποτελούσαν εξαίρεση. Η γενική όμως τάση δεν αρκεί για να καθορίσει όλα τα ιδιαίτερα φαινόμενα.

Εδώ όλο το ζήτημα είναι ζήτημα των ρυθμών ανάπτυξης. Κι από αυτή την άποψη, πολλοί ανάμεσά μας, κι εγώ ο ίδιος, υπολογίζοντας τη δύναμη του αμερικανικού καπιταλισμού, σκεφτόμασταν πως αυτός ο κολοσσός θα μπορούσε να αντισταθεί για πολύν καιρό στις εσωτερικές του αντιφάσεις, και να εκμεταλλευτεί την παρακμή του ευρωπαϊκού καπιταλισμού για να εξασφαλίσει στον εαυτό του μια κάποια ανάπαυλα. Για πόσο χρόνο όμως; Δέκα ή, ίσως, τριάντα χρόνια. Όπως και νά ‘χει, δεν φανταζόμουνα, σε ό,τι με αφορά προσωπικά, πως αυτή η σειρά των οξύτατων κρίσεων, θα άνοιγε τόσο γρήγορα κι ότι αυτές οι κρίσεις θα βάθαιναν διαρκώς. Να γιατί, όταν συζητούσα, πριν 8 χρόνια, με τους αμερικανούς συντρόφους, ήμουνα εξαιρετικά συνετός στις υποθέσεις μου.

Η άποψή μου ήταν πως δεν μπορούσε κανείς να προβλέψει πότε τα αμερικανικά συνδικάτα θα υποχρεώνονταν από την κατάσταση να καταφύγουν στην πολιτική δράση. Έλεγα πως αν η κρίσιμη περίοδος τοποθετούνταν σε 10 ή 15 χρόνια, μέχρι τότε, εμείς, η επαναστατική οργάνωση, θα είχαμε γίνει μια πραγματική δύναμη, που θα επιδρούσε άμεσα στα συνδικάτα, και θα γινόταν η κύρια δύναμη: γι’ αυτό θα ήταν απόλυτα αφηρημένο, επιφανειακό και σχολαστικό, να διακηρύξουμε στα 1930 την αναγκαιότητα για την οικοδόμηση του Εργατικού Κόμματος, αυτό το σύνθημα θα ήταν ένα εμπόδιο στην ανάπτυξη του Κόμματός μας. Αυτά τα σκεπτόμασταν στην αρχή της προηγούμενης κρίσης. Δεν προβλέψαμε πως εκείνη η κρίση θα ακολουθιόταν από μια κρίση ακόμα πιο βαθιά, που η δύναμή της θα ήταν δεκαπλάσια από το ίδιο το γεγονός ότι επρόκειτο για μια επανάληψη!

Πρέπει να βασιστούμε, όχι πάνω στις χθεσινές προβλέψεις μας, αλλά πάνω στην τωρινή κατάσταση. Ο αμερικανικός καπιταλισμός είναι πολύ ισχυρός, αλλά οι αντιφάσεις του είναι ακόμα πιο ισχυρές. Η ίδια του η παρακμή αναπτύσσεται με αμερικανική ταχύτητα, κι αυτό δημιουργεί μια καινούρια κατάσταση για τα νέα συνδικάτα –στο CIO ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι στην AFL[4], γιατί η AFL θα αντισταθεί καλύτερα στηριζόμενη πάνω στην πιο αριστοκρατική βάση της.

Πρέπει να αλλάξουμε το πρόγραμμά μας, γιατί η αντικειμενική κατάσταση έχει πέρα για πέρα αλλάξει.

Τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει μήπως πως είμαστε σίγουροι ότι η εργατική τάξη και τα συνδικάτα θα υιοθετήσουν αυτή την προοπτική του εργατικού κόμματος; Όχι, δεν είμαστε καθόλου σίγουροι. Αλλά, αρχίζοντας την πάλη δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι θα οδηγηθούμε στη νίκη. Απλώς μπορούμε να πούμε πως το σύνθημά μας ανταποκρίνεται στην αντικειμενική κατάσταση. Τα πιο προχωρημένα στοιχεία θα το καταλάβουν, και τα πιο καθυστερημένα στοιχεία δεν θα αντιταχθούν σ’ αυτό, ακόμα κι αν δεν το καταλάβουν.

Στην ίδια τη Μινεάπολη, δεν μπορούμε να προτείνουμε στα συνδικάτα να γίνουν μέλη της οργάνωσής μας, του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος. Αυτό θα ήταν αστείο, ακόμα και στη Μινεάπολη. Γιατί; Γιατί η παρακμή του καπιταλισμού προχωράει δέκα φορές, εκατό φορές πιο γρήγορα από ό,τι πιστεύει το Κόμμα μας. Αυτό είναι μια νέα διαστρέβλωση. Η αναγκαιότητα για ένα πολιτικό κόμμα που θα είναι το κόμμα των εργατών, υπάρχει μέσα στις αντικειμενικές συνθήκες, αλλά το δικό μας κόμμα είναι πολύ μικρό, έχει πολύ μικρό κύρος για να οργανώσει τους εργαζόμενους στις γραμμές του. Γι’ αυτό πρέπει να πούμε στους εργαζόμενους, στις μάζες: φτιάξτε το κόμμα σας. Δεν μπορούμε όμως να απευθυνθούμε άμεσα στις μάζες, καλώντας τις να γίνουν μέλη του Κόμματός μας.

Αν μια συγκέντρωση 500 ατόμων εκδηλώσει τη συμφωνία της πάνω στη σκέψη πως είναι αναγκαίο ένα Εργατικό Κόμμα, τα 5 ίσως άτομα θα είναι έτοιμα να γίνουν μέλη του Κόμματός μας. Πράγμα που δείχνει πως το σύνθημα για το Εργατικό Κόμμα είναι ένα σύνθημα αγκιτάτσιας. Το δεύτερο σύνθημα –γίνετε μέλη στο Κόμμα μας– είναι για τα πιο προχωρημένα στοιχεία.

Μήπως, όμως, πρέπει να προωθούμε μόνο το ένα από αυτά τα συνθήματα; Αντίθετα, πρέπει να τα προωθούμε και τα δυο. Το πρώτο, “για ένα ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα”, προετοιμάζει το έδαφος για το δικό μας Κόμμα. Το δεύτερο σύνθημα προετοιμάζει τους εργάτες, τους βοηθάει να προχωρήσουν, κι ανοίγει το δρόμο για το Κόμμα μας.

Σε άλλο κείμενο θα δείξουμε πως δεν είμαστε ικανοποιημένοι με το απλό σύνθημα του Εργατικού Κόμματος, που άλλωστε δεν είναι τόσο αφηρημένο όσο ήταν πριν δέκα χρόνια, από αφορμή την τροποποίηση της συγκεκριμένης κατάστασης. Αλλά θα αποδείξουμε πως είναι μια ιδέα που πρέπει να γίνει συγκεκριμένη. Θα δείξουμε στους εργάτες τι πράγμα πρέπει να είναι αυτό το κόμμα. Ένα ανεξάρτητο κόμμα, όχι για να υποστηρίζει τον Ρούζβελτ ή τον Λαφολέτ, μα ένα εργαλείο για τους ίδιους τους εργάτες. Γι’ αυτό θα πρέπει το κόμμα αυτό να έχει τους δικούς του υποψήφιους στον εκλογικό στίβο.

Στο Εργατικό αυτό Κόμμα θα διοχετεύουμε τα μεταβατικά συνθήματά μας. Προφανώς, όχι όλα ταυτόχρονα, αλλά το ένα ύστερα από το άλλο, στο βαθμό που θα μας προσφέρονται οι ευκαιρίες. Γι’ αυτό, δεν βλέπω κανέναν ουσιαστικό λόγο να αρνηθούμε αυτό το σύνθημα.

Στην άρνηση του συνθήματος, βρίσκω μονάχα έναν ψυχολογικό λόγο. Οι σύντροφοί μας, πολεμώντας τους οπαδούς του Λόβστοουν, πάλευαν για το Κόμμα μας, ενάντια στην ιδέα ενός κόμματος γενικά κι αφηρημένα. Αυτό είναι προφανώς δυσάρεστο. Είναι σίγουρο πως, από την άλλη μεριά, οι σταλινικοί θα μας αποκαλέσουν φασίστες, κτλ… Αλλά όλα αυτά δεν ανήκουν στον τομέα των αρχών, ανήκουν στον τομέα της τακτικής.

Ο Λόβστοουν θα πει πως χάσαμε το κεφάλι μας, αλλά αυτό δεν είναι τίποτε. Για να επεξεργαστούμε την πολιτική μας στηριζόμαστε πάνω στις ανάγκες της εργατικής τάξης, κι όχι στις αντιδράσεις του Λόβστοουν. Πιστεύω πως ακόμα κι από την άποψη της πάλης μας ενάντια στους οπαδούς του Λόβστοουν, αυτό θα είναι ένα πλεονέκτημα κι όχι ένα μειονέκτημα. Αν είχα να αντιμετωπίσω έναν απ’ αυτούς, θα εξηγούσα ποιες ήταν οι θέσεις μας και γιατί έχουν αλλάξει. Θα του έλεγα: “Εκείνη τη στιγμή κάνατε επίθεση εναντίον μας. Καλά. Σήμερα, πάνω σ’ αυτό το σημείο που σας φαίνεται τόσο σημαντικό, έχουμε αλλάξει γνώμη. Τι έχετε ενάντια στην Τέταρτη Διεθνή;”. Είμαι βέβαιος πως μ’ αυτό τον τρόπο θα μπορούσαμε ακόμα και να δημιουργήσουμε ένα ρήγμα στους Λοβστοουνιστές.

Απ’ αυτή την άποψη δεν βλέπω κανένα εμπόδιο.

Πριν τελειώσω, θα ήθελα να κάνω μια διόρθωση πάνω στο ζήτημα. Το σύνθημα του “Εργατικού Κόμματος” δεν αποτελεί ένα τμήμα του Μεταβατικού Προγράμματος. Αυτό είναι ένα χωριστό σημείο».

ΕΡΩΤΗΣΗ: «Πώς να υπερασπιστούμε την ανάγκη του Εργατικού Κόμματος σ’ ένα συνδικάτο; Κάνοντας προτάσεις;».

ΚΡΟΥΞ: «Γιατί όχι; Αν ήμουνα σ’ ένα συνδικάτο, κι αν το ζήτημα έμπαινε επί τάπητος, θα έπαιρνα το λόγο για να πω πως το Εργατικό Κόμμα είναι μια αναγκαιότητα που την επιβάλουν τα γεγονότα. Έχει αποδειχτεί πως η δραστηριότητα στον οικονομικό τομέα, δεν αρκεί. Χρειάζεται πολιτική δραστηριότητα: θα έλεγα εκείνο που κατά τη γνώμη μου μετράει σ’ ό,τι αφορά ένα τέτοιο σύνθημα. Θα εξηγούσα πώς γι’ αυτό το λόγο επιφυλάσσομαι να επέμβω αργότερα πάνω στο περιεχόμενο του προγράμματος αυτού του κόμματος, αλλά θα ψήφιζα υπέρ της πρότασης».

ΕΡΩΤΗΣΗ: «Οι εργαζόμενοι μένουν απολύτως απαθείς σ’ ό,τι αφορά το Εργατικό Κόμμα, οι ηγέτες τους δεν κάνουν τίποτε, και οι σταλινικοί υποστηρίζουν τον Ρούζβελτ».

ΚΡΟΥΞ: «Αυτό χαρακτηρίζει την περίοδο που περνάμε, που δεν υπάρχει καθορισμένο πρόγραμμα, όπου οι εργαζόμενοι δεν ξέρουν πού να αναζητήσουν τον καινούριο δρόμο. Υπάρχει απόλυτη ανάγκη να υπερπηδήσουμε αυτή την απάθεια. Υπάρχει απόλυτη ανάγκη να καθορίσουμε την καινούρια προοπτική».

ΕΡΩΤΗΣΗ: «Ορισμένοι σύντροφοι έχουν μάλιστα συγκεντρώσει στατιστικά στοιχεία, προσπαθώντας να αποδείξουν πως το κίνημα για το Εργατικό Κόμμα χάνει έδαφος ανάμεσα στους εργάτες».

ΚΡΟΥΞ: «Πρέπει να διακρίνουμε τη γενική γραμμή από τις επιμέρους ταλαντεύσεις και από τις διαθέσεις που μπορούν να κυριαρχούν σε μια στιγμή ή σε μιαν άλλη μέσα στο CIO. Σε ό,τι αφορά τη μαχητικότητα, είναι βέβαιο πως το CIO εμφανίζεται σήμερα χίλιες φορές πιο επικίνδυνο απ’ ότι άλλοτε στα μάτια των καπιταλιστών, οι ηγέτες όμως φοβούνται να σπάσουν από τον Ρούζβελτ. Οι μάζες περιμένουν, χωρίς προοπτική, Η ανεργία μεγαλώνει. Είναι δυνατό ίσως να αποδείξουμε πως το κίνημα για το Εργατικό Κόμμα έχασε ένα μέρος της επίδρασης του μέσα σ’ ένα χρόνο.

Ίσως η επίδραση των σταλινικών να πηγαίνει προς αυτήν την κατεύθυνση. Μα αυτό δεν είναι παρά μια επιμέρους ταλάντευση, και θα ήταν πολύ επικίνδυνο να βασιστούμε στις επιμέρους ταλαντεύσεις, αφού μέσα σε λίγο χρόνο θα είναι το βασικό ρεύμα, που προχωρά σε βάθος, εκείνο που θα πάρει πάνω του, και η αντικειμενική αναγκαιότητα θα πρέπει να βρει την υποκειμενική έκφρασή της στο κεφάλι των εργατών, και με μεγαλύτερη ακρίβεια αν εμείς τους βοηθήσουμε. Το Κόμμα είναι ακριβώς ένα ιστορικό εργαλείο για να βοηθάει τους εργάτες».

ΕΡΩΤΗΣΗ: «Ορισμένοι από τους συντρόφους μας που προέρχονται από το “Σοσιαλιστικό Κόμμα” λένε πως όταν ήταν στο “Σ.Κ.” υπεράσπιζαν την ιδέα για ένα Εργατικό Κόμμα κι ότι πείστηκαν πως είχαν άδικο συζητώντας με τους τροτσκιστές: Σήμερα, θα πρέπει να γυρίσουν προς τα πίσω;».

ΚΡΟΥΞ: «Ναι. Είναι ένα ζήτημα διαπαιδαγώγησης, είναι ένα σχολειό για τους συντρόφους μας. Τώρα, μπορούν να προσεγγίσουν αυτό το πρόβλημα του Εργατικού Κόμματος με έναν τρόπο πιο πλήρη και πιο διαλεκτικό».

Μάης 1938

3. Μια Ακόμα Συζήτηση με τον Λεόν Τρότσκι για το «Μεταβατικό Πρόγραμμα»

Λ. ΤΡΟΤΣΚΙ: «Ποια είναι η σημασία του προγράμματος; Το πρόγραμμα είναι η ουσία του Κόμματος. Το Κόμμα αντιπροσωπεύει την πρωτοπορία της εργατικής τάξης. Το Κόμμα είναι μια επιλογή από τα πιο συνειδητά, τα πιο προχωρημένα, τα πιο αφοσιωμένα στοιχεία, και μπορεί να παίζει ένα σπουδαίο πολιτικό και ιστορικό ρόλο που δεν βρίσκεται σε άμεση σχέση με την αριθμητική του δύναμη. Μπορεί να είναι ένα μικρό κόμμα και να παίζει έναν τεράστιο ρόλο. Στην διάρκεια της πρώτης ρώσικης επανάστασης, το 1905, λόγου χάρη, η μπολσεβίκικη φράξια δεν αριθμούσε πάνω από δέκα χιλιάδες μέλη, οι μενσεβίκοι από δέκα μέχρι δώδεκα χιλιάδες μέλη, κι αυτά είναι το μάξιμουμ. Σ’ αυτή την εποχή, ανήκαν στο ίδιο Κόμμα. Αυτό σημαίνει πως το σύνολο του Κόμματος δεν αριθμούσε πάνω από είκοσι με είκοσι δυο χιλιάδες εργάτες. Το Κόμμα κατεύθυνε τα Σοβιέτ σ’ ολόκληρη τη χώρα χάρη σε μια σωστή πολιτική και χάρη στη συνοχή του. Μπορεί κανείς να φέρει την αντίρρηση πως η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στους ρώσους και τους αμερικανούς εργάτες, ή τους εργάτες μιας οποιασδήποτε άλλης παλιάς καπιταλιστικής χώρας, είναι ότι το ρωσικό προλεταριάτο ήταν ένα προλεταριάτο ολότελα φρέσκο και παρθένο, χωρίς καμιά παράδοση συνδικαλισμού και συντηρητικού ρεφορμισμού. Ήταν ένα νεαρό, φρέσκο, παρθένο προλεταριάτο που είχε ανάγκη από μια ηγεσία και που, παρά το γεγονός ότι το Κόμμα στο σύνολό του δεν αριθμούσε πάνω από 20.000 εργάτες, αυτό το Κόμμα οδήγησε στη μάχη δύο με τρία εκατομμύρια εργάτες.

Σήμερα τι είναι το κόμμα; Σε τι συνίσταται η συνοχή του; Η συνοχή αυτή είναι μια συλλογική κατανόηση των γεγονότων, των καθηκόντων, κι αυτή η συλλογική κατανόηση είναι το πρόγραμμα του Κόμματος. Όπως οι σύγχρονοι εργάτες (περισσότερο απ’ όσο οι πρωτόγονοι) δεν μπορούν να δουλέψουν χωρίς εργαλεία, κατά τον ίδιο τρόπο, το πρόγραμμα είναι το εργαλείο του Κόμματος. Αν λείπει το πρόγραμμα, κάθε εργάτης πρέπει να αυτοσχεδιάσει το εργαλείο του, να βρει εργαλεία προχειροφτιαγμένα, και το ένα θα βρίσκεται σε αντίφαση με το άλλο. Μονάχα όταν η πρωτοπορία είναι οργανωμένη πάνω στη βάση κοινών αντιλήψεων, μπορούμε να δράσουμε.

Μπορεί κάποιος να μας πει ότι μέχρι σήμερα δεν είχαμε ένα πρόγραμμα κι όμως δρούσαμε. Αλλά αυτό εδώ το πρόγραμμα είχε διατυπωθεί σε διάφορα άρθρα, προτάσεις, κλπ… Μ’ αυτή την έννοια, το σχέδιο προγράμματος δεν είναι μια καινούρια ανακάλυψη, δεν είναι το έργο ενός μόνο ανθρώπου, αλλά το αποτέλεσμα μιας συλλογικής εργασίας που έγινε μέχρι σήμερα. Ωστόσο ένα τέτοιο ρεζουμέ είναι απολύτως αναγκαίο για να δώσει στους συντρόφους μια ιδέα της κατάστασης, μια συλλογική κατανόηση. Οι μικροαστοί, οι αναρχικοί και οι διανοούμενοι φοβούνται να δώσουν στο κόμμα συλλογικές ιδέες, μια συλλογική συμπεριφορά. Το πρόγραμμα δεν επιβάλλεται σε κανέναν γιατί όποιος γίνεται μέλος του Κόμματος το κάνει με τη θέλησή του.

Νομίζω πως πάνω σ’ αυτό το θέμα είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε εκείνο που θέλουμε να πούμε με την έκφραση ελευθερία, αντιθέτοντάς την στην αναγκαιότητα. Το ότι μπορούμε να έχουμε μια ελεύθερη προσωπικότητα, αυτό είναι συνήθως μια μικροαστική αντίληψη. Δεν είναι παρά ένα παραμύθι, μια πλάνη. Δεν είμαστε καθόλου ελεύθεροι. Δεν έχουμε ελεύθερη θέληση, με την έννοια της μεταφυσικής φιλοσοφίας. Όταν επιθυμώ να πιω ένα ποτήρι μπύρα, ενεργώ σαν ελεύθερος άνθρωπος, όμως δεν ανακάλυψα εγώ την ανάγκη της μπύρας. Αυτή η ανάγκη βγαίνει από το σώμα μου και εγώ δεν είμαι παρά ο εκτελεστής. Στο μέτρο όμως που καταλαβαίνω τις ανάγκες του σώματός μου και μπορώ συνειδητά να τις ικανοποιώ, έχω την αίσθηση της ελευθερίας διαμέσου της κατανόησης της αναγκαιότητας. Εδώ η σωστή κατανόηση των φυσικών αναγκών μου, είναι η μόνη πραγματική ελευθερία που έχει δοθεί στα ζώα και στον άνθρωπο, απ’ όλες τις απόψεις όπου ο άνθρωπος είναι ένα ζώο. Το ίδιο πράγμα είναι αληθινό και για την εργατική τάξη. Το πρόγραμμα για την εργατική τάξη δεν πέφτει από τον ουρανό, και δεν μπορούμε να φτάσουμε σ’ αυτό παρά με την κατανόηση της αναγκαιότητας. Στη μια περίπτωση πρόκειται για το σώμα μου, στην άλλη είναι η αναγκαιότητα της κοινωνίας. Το πρόγραμμα είναι η έκφραση της αναγκαιότητας, που έχουμε μάθει να καταλαβαίνουμε, και, δεδομένου ότι η αναγκαιότητα είναι η ίδια για όλα τα μέλη της τάξης, μπορούμε να φτάσουμε σε μια συλλογική κατανόηση των καθηκόντων, και αυτή η κατανόηση είναι το πρόγραμμα.

Μπορούμε να προχωρήσουμε πιο πέρα και να πούμε πως η πειθαρχία του Κόμματός μας πρέπει να είναι πολύ αυστηρή, γιατί είμαστε ένα επαναστατικό Κόμμα που πρέπει να αντιμετωπίσει ισχυρότατους εχθρούς, συνειδητούς των συμφερόντων τους. Και τώρα δεν μας επιτίθεται μονάχα η μπουρζουαζία, αλλά και οι σταλινικοί –οι πιο μνησίκακοι πράκτορες της μπουρζουαζίας. Μια απόλυτη πειθαρχία είναι αναγκαία, αλλά αυτή πρέπει να είναι το αποτέλεσμα μιας συλλογικής κατανόησης. Αν αυτή η πειθαρχία επιβάλλεται από τα έξω, τότε είναι ένας ζυγός. Αν προέρχεται από την κατανόηση, τότε είναι η έκφραση της προσωπικότητας –αλλά χωρίς, όμως, αυτήν, είναι ένας ζυγός. Η πειθαρχία, λοιπόν, είναι μια έκφραση της ελεύθερης ατομικότητάς μου. Δεν έχουμε εδώ μια αντιπαράθεση ανάμεσα στην προσωπική θέληση και το Κόμμα, γιατί σ’ αυτό έγινα μέλος με τη δική μου θέληση. Αυτή είναι επίσης η βάση του προγράμματος, που δεν μπορεί να στηρίζεται σε ένα σίγουρο πολιτικό και ηθικό βάθρο, παρά αν εμείς κατανοούμε την ουσία της».

Γιατί το Σχέδιο Προγράμματος δεν είναι Πλήρες

«Το σχέδιο προγράμματος δεν είναι ένα πλήρες πρόγραμμα. Μπορούμε να πούμε πως υπάρχουν πράγματα που λείπουν απ’ αυτό το σχέδιο προγράμματος, κι ότι υπάρχουν πράγματα που, από την ίδια τη φύση τους, δεν αφορούνε το πρόγραμμα. Τα πράγματα που δεν ανήκουν στο πρόγραμμα, είναι τα σχόλια. Το πρόγραμμα αυτό δεν περιέχει μονάχα συνθήματα, αλλά και σχόλια ή πολεμικές ενάντια στους αντιπάλους μας. Δεν είναι, όμως, ένα πλήρες πρόγραμμα. Ένα πλήρες πρόγραμμα θα έπρεπε να δίνει μια θεωρητική έκφραση της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας στην ιμπεριαλιστική φάση της. Η ανάλυση για τα αίτια της κρίσης, για την αύξηση της ανεργίας, κλπ, δεν ρεζουμάρεται σ’ αυτό το σχέδιο παρά με δυο λόγια στο πρώτο κεφάλαιο, γιατί έχουμε κιόλας μιλήσει γι’ αυτά τα ζητήματα στα άρθρα μας, τα βιβλία, κλπ. Θα γράψουμε ακόμα περισσότερα και καλύτερα. Εκείνα όμως που γράφονται εδώ είναι αρκετά για τις πρακτικές ανάγκες, γιατί αυτά πιστεύουμε όλοι μας.

Η αρχή του προγράμματος δεν είναι πλήρης. Το πρώτο κεφάλαιο δεν είναι παρά μια συμβουλή κι όχι μια ολοκληρωμένη ανάλυση. Κατά τον ίδιο τρόπο, το τέλος του προγράμματος δεν είναι πλήρες, γιατί εκεί μιλάμε για την κοινωνική επανάσταση, για την κατάληψη της εξουσίας διαμέσου της εξέγερσης, για τη μεταμόρφωση της καπιταλιστικής κοινωνίας σε δικτατορία και της δικτατορίας σε σοσιαλιστική κοινωνία. Αυτό δεν οδηγεί τον αναγνώστη παρά μέχρι την πόρτα. Αυτό είναι ένα πρόγραμμα δράσης που ξεκινάει από σήμερα και φτάνει μέχρι το αρχίνισμα της Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Από πρακτική άποψη, αυτό που σήμερα είναι το πιο σημαντικό, είναι να ξέρουμε το πώς μπορούμε να κατευθύνουμε τα διάφορα στρώματα του προλεταριάτου στο δρόμο της κοινωνικής επανάστασης. ’κουσα πως οι σύντροφοι της Νέας Υόρκης αρχίζουν τώρα να οργανώνουν ομάδες με σκοπό όχι μονάχα να μελετήσουν και να κριτικάρουν το σχέδιο προγράμματος, αλλά και να επεξεργαστούν τα μέσα για να παρουσιάσουν το πρόγραμμα στις μάζες, και πιστεύω πως αυτή είναι η καλύτερη μέθοδος που μπορεί να χρησιμοποιήσει το Κόμμα μας.

Το πρόγραμμα δεν είναι παρά μια πρώτη προσέγγιση. Είναι πάρα πολύ γενικός ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται στο ερχόμενο διεθνές Συνέδριο. Το πρόγραμμα εκφράζει τη γενική τάση της παγκόσμιας εξέλιξης. Έχουμε ένα σύντομο κεφάλαιο που αφορά τις αποικιακές και μισοαποικιακές χώρες, έχουμε ένα κεφάλαιο που αφορά τις φασιστικές χώρες, ένα κεφάλαιο πάνω στη Σοβιετική Ένωση, κ.ο.κ. Είναι ολοφάνερο πως τα γενικά χαρακτηριστικά της παγκόσμιας κατάστασης είναι παντού όμοια, μια και όλα απορρέουν από την πίεση της ιμπεριαλιστικής οικονομίας, όμως, κάθε χώρα έχει τις ιδιαίτερες συνθήκες της, και μια ρεαλιστική πολιτική πρέπει να αρχίζει με το να λαβαίνει υπόψη της τις ιδιαίτερες αυτές συνθήκες σε κάθε χώρα, κι ακόμα σε κάθε περιοχή της χώρας. Γι’ αυτό το λόγο, μια πολύ σοβαρή μελέτη του προγράμματος είναι το πρώτο καθήκον του κάθε συντρόφου στις Ενωμένες Πολιτείες.

Υπάρχουν δύο κίνδυνοι στην επεξεργασία του προγράμματος. Ο πρώτος είναι να γαντζωθούμε από τις γενικές αφηρημένες γραμμές και να επαναλαβαίνουμε τα γενικά συνθήματα χωρίς να τα συνδέουμε με τα τοπικά συνδικάτα. Αυτή είναι η γραμμή του αφηρημένου σεχταρισμού. Ο άλλος κίνδυνος είναι ο αντίθετος, εκείνος της υπερβολικής προσαρμογής στις ειδικές συνθήκες, της χαλάρωσης της γενικής επαναστατικής γραμμής. Νομίζω πως στις Ενωμένες Πολιτείες, ο δεύτερος κίνδυνος είναι ο πιο άμεσος. Πάνω σ’ αυτό το θέμα, θυμάμαι ιδιαίτερα την περίπτωση του εξοπλισμού των απεργιακών φρουρών, κλπ. Ορισμένοι σύντροφοι φοβούνται πως αυτό δεν θα ταίριαζε στους εργάτες, κλπ.

Τις τελευταίες αυτές μέρες διάβασα ένα γαλλικό βιβλίο γραμμένο από έναν ιταλό εργάτη σχετικά με την άνοδο του φασισμού στην Ιταλία. Ο συγγραφέας αυτός είναι οπορτουνιστής. Ήταν ένας σοσιαλιστής. Εκείνο, όμως, που είναι ενδιαφέρον, δεν είναι τα συμπεράσματά του, αλλά τα γεγονότα που αναφέρει. Δίνει ανάγλυφα τον πίνακα του ιταλικού προλεταριάτου, ειδικά στα 1920-21. Ήταν μια πανίσχυρη οργάνωση με 160 σοσιαλιστές βουλευτές στο κοινοβούλιο. Έλεγχαν πάνω από το 1/3 των δήμων και οι πιο σημαντικές περιοχές της Ιταλίας ήταν στα χέρια των σοσιαλιστών, κέντρα της εργατικής εξουσίας. Κανένας καπιταλιστής δεν μπορούσε να προσλάβει ή να απολύσει εργάτες χωρίς τη συναίνεση των συνδικάτων, κι αυτό αφορούσε τόσο τους εργάτες γης όσο και τους εργάτες βιομηχανίας.

Αυτό έμοιαζε σαν να έχουμε δικτατορία του προλεταριάτου κατά 49%, μα η αντίδραση της μικρομπουρζουαζίας και των απόστρατων αξιωματικών ενάντια σ’ αυτή την κατάσταση ήταν φοβερή. Στη συνέχεια, ο συγγραφέας εξιστορεί το πώς αυτοί οργάνωσαν μικρές ομάδες που τις κατεύθυναν αξιωματικοί και που με αυτοκίνητα τις εξαπολύανε σ’ ολόκληρη τη χώρα. Σε πόλεις των 10.000 κατοίκων που ελέγχονταν από τους σοσιαλιστές, διεισδύανε 30 οργανωμένοι άνθρωποι, βάζανε φωτιά στο Δημαρχείο, καίγανε τα σπίτια, δολοφονούσαν τους ηγέτες, επιβάλανε συνθήκες εργασίας ευνοϊκές στους καπιταλιστές, και στη συνέχεια φεύγανε για αλλού, κάνοντας τα ίδια πράγματα σε εκατοντάδες και εκατοντάδες πόλεις, στη μια μετά την άλλη. Με μια φοβερή τρομοκρατία και με μεθοδικές ενέργειες, σύντριψαν συστηματικά τα συνδικάτα και έγιναν κύριοι της Ιταλίας. Κι όμως ήταν μια μικρή μειοψηφία».

Οι Μέθοδες των Φασιστών

«Οι εργάτες κήρυξαν γενική απεργία. Οι φασίστες στείλανε τα αυτοκίνητά τους και συντρίψανε κάθε τοπική απεργία και με μια οργανωμένη μικρή μειοψηφία κάνανε εκκαθαρίσεις στις εργατικές οργανώσεις. Ύστερα απ’ αυτά έγιναν οι εκλογές και οι τρομοκρατημένοι εργάτες εκλέξανε τον ίδιο αριθμό βουλευτών. Αυτοί διαμαρτυρόντουσαν στο Κοινοβούλιο μέχρι που διαλύθηκε. Αυτή είναι η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην τυπική και την πραγματική εξουσία, Όλοι οι βουλευτές ήταν σίγουροι πως κρατούσαν στο χέρι την εξουσία, όμως, το τεράστιο αυτό κίνημα το γεμάτο με πνεύμα αυτοθυσίας συντρίφτηκε, τσακίστηκε, καταλύθηκε από 10.000 περίπου καλά οργανωμένους φασίστες, που είχαν το πνεύμα της αυτοθυσίας, αλλά και καλούς στρατιωτικούς ηγέτες.

Στις Ενωμένες Πολιτείες, τα πράγματα μπορεί να είναι διαφορετικά, αλλά οι θεμελιακές τάσεις είναι οι ίδιες. Πληροφορήθηκα για την τακτική του Χαγκ: είναι μια γενική επανάληψη του φασιστικού πραξικοπήματος. Αυτός, αντιπροσωπεύει τα μικροαφεντικά που λυσσάξανε με τη χειροτέρεψε της κρίσης. Έχει το “γκαγκ” του (γκαγκστερική ομάδα), πράγμα που είναι πέρα για πέρα αντισυνταγματικό. Αυτό είναι πάρα πολύ μεταδοτικό. Με την όξυνση της κρίσης, αυτό θα απλωθεί σ’ όλες τις χώρες, και ο Ρούζβελτ που είναι ένας πάρα πολύ καλός δημοκράτης, θα πει: “Ίσως αυτό να είναι η μόνη λύση”.

Το ίδιο πράγμα έγινε στην Ιταλία. Υπήρχε ένας πρόεδρος που κάλεσε τους σοσιαλιστές. Οι σοσιαλιστές αρνήθηκαν. Δέχτηκε τότε τους φασίστες. Σκεφτόταν πως αυτοί θα μπορούσαν να αποτελέσουν το αντίβαρο για τους σοσιαλιστές, οι φασίστες, όμως, ανέτρεψαν τον πρόεδρο. Πιστεύω τώρα πως το παράδειγμα της Νέας Υερσέης είναι πολύ σημαντικό. Θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τα πάντα, αλλά με έναν εντελώς ειδικό τρόπο. Θα πρότεινα μια σειρά άρθρα που να εξηγούν το πώς οι φασίστες κατάφεραν να νικήσουν. Μπορούμε να πετύχουμε τη νίκη με τον ίδιο τρόπο, πρέπει, όμως, να έχουμε ένα μικρό σώμα εργατών. Πρέπει να έχουμε την καλύτερη πειθαρχία, οργανωμένους εργάτες, επιτροπές άμυνας, αλλιώτικα θα ηττηθούμε, και νομίζω πως οι σύντροφοί μας στις Ενωμένες Πολιτείες δεν δίνουν τη σπουδαιότητα που πρέπει σ’ αυτό το ζήτημα. Ένα φασιστικό κύμα μπορεί σε 2 ή 3 χρόνια να κατακλύσει τη χώρα και οι καλύτεροι εργάτες ηγέτες να λυντσαριστούν με το χειρότερο τρόπο, το ίδιο όπως λυντσάρονται οι μαύροι στο Νότο. Πιστεύω πως η τρομοκρατία στις Ενωμένες Πολιτείες θα είναι πιο φοβερή απ’ όλες τις άλλες χώρες. Είναι γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο που πρέπει να αρχίσουμε, με μεγάλη προσοχή, με τις ομάδες αυτοάμυνας, αλλά πρέπει να αρχίσουμε αμέσως».

ΕΡΩΤΗΣΗ: «Πρακτικά πώς θα λανσάρουμε το σύνθημα για τις ομάδες αυτοάμυνας;».

Λ. ΤΡΟΤΣΚΙ: «Αυτό είναι πολύ απλό. Έχετε μια απεργιακή φρουρά σε μια απεργία. Όταν η απεργία τελειώσει, εξηγούμε πως πρέπει να υπερασπίσουμε τα συνδικάτα μας, μονιμοποιώντας την απεργιακή φρουρά».

ΕΡΩΤΗΣΗ: «Μήπως το Κόμμα πρέπει να δημιουργήσει το ίδιο ομάδες αυτοάμυνας με τα δικά του μέλη;».

Λ. ΤΡΟΤΣΚΙ: «Τα συνθήματα του Κόμματος πρέπει να ρίχνονται εκεί όπου έχουμε συμπαθούντες και εργάτες που μας υπερασπίζουν. Ένα κόμμα όμως δεν μπορεί να δημιουργήσει μια ανεξάρτητη οργάνωση αυτοάμυνας. Το καθήκον μας είναι να δημιουργήσουμε τέτοιους οργανισμούς στα συνδικάτα. Πρέπει να έχουμε ομάδες συντρόφων πολύ πειθαρχημένες, με συνετούς ηγέτες για να μην αφήσουν τον εαυτό τους να προβοκαριστεί εύκολα, γιατί αυτές οι ομάδες μπορούν εύκολα να προβοκαριστούν. Το βασικό καθήκον για τον ερχόμενο χρόνο θα είναι να αποφευχθούν οι αιματηρές συγκρούσεις και συμπλοκές, πρέπει να τις περιορίσουμε στο μίνιμουμ, με μια οργανωμένη μειοψηφία, τόσο σε καιρό απεργίας όσο και σε καιρό ειρήνης. Το να παρεμποδίσουμε τις συγκεντρώσεις των φασιστών είναι ένα ζήτημα συσχετισμού των δυνάμεων. Μόνοι μας δεν είμαστε αρκετά δυνατοί, αλλά προτείνουμε το Ενιαίο Μέτωπο.

Ο Χίτλερ εξηγεί στο βιβλίο του το γιατί πέτυχε. Η σοσιαλδημοκρατία ήταν πανίσχυρη. Έστειλε μια συμμορία με τον Ρούντολφ Ες σε μια συγκέντρωση της σοσιαλδημοκρατίας και λέει πώς στο τέλος της συγκέντρωσης τα 30 αγόρια του κυνήγησαν όλους τους εργάτες που ήταν ανίκανοι να τους αντιταχθούν. Ήξερε, λοιπόν, πως θα ήταν ο νικητής. Οι εργάτες ήταν οργανωμένοι μόνο για να πληρώνουν τις συνδρομές τους –χωρίς καμιά προετοιμασία για άλλα καθήκοντα. Τώρα πρέπει να κάνουμε εκείνο που έκανε ο Χίτλερ, αλλά προς την αντίστροφη κατεύθυνση. Να στέλνουμε 40-50 ανθρώπους να διαλύουν τις φασιστικές συγκεντρώσεις. Αυτό έχει μια πολύ μεγάλη σημασία, οι εργάτες δυναμώνουν, γίνονται μαχητικά στοιχεία, τα μεγάφωνά μας. Οι μικροαστοί θα το δουν αυτό με σοβαρό μάτι. Τέτοια επιτυχία! Αυτό έχει μια πολύ μεγάλη σπουδαιότητα στο μέτρο που ο πληθυσμός είναι τυφλωμένος, καθυστερημένος, καταπιεσμένος και δεν μπορεί να ανορθωθεί παρά μόνο με επιτυχίες. Δεν μπορούμε να ξεσηκώσουμε παρά μόνο την πρωτοπορία, αλλά η πρωτοπορία αυτή πρέπει να ξεσηκώσει και τους άλλους. Και γι’ αυτό ξαναλέω πως είναι ζήτημα πολύ μεγάλης σπουδαιότητας. Μπορούμε να αρχίσουμε από τη Μινεάπολη, όπου έχουμε πολύ έμπειρους και δυνατούς συντρόφους, και να δώσουμε το παράδειγμα σε όλη τη χώρα. Πιστεύω πως ακόμα και οι σκοτεινές δολοφονίες των Κόρμπρεϊν και Μπράουν μπορούν να χρησιμοποιηθούν γι’ αυτό το σκοπό.

Πιστεύω πως θα ήταν χρήσιμο να συζητήσουμε λίγο πάνω στο τμήμα εκείνο του σχεδίου που δεν έχει αρκετά αναπτυχθεί μέσα στο κείμενό μας. Αυτό είναι το γενικό θεωρητικό μέρος. Στην διάρκεια της τελευταίας συζήτησης σημείωσα πως το θεωρητικό μέρος του προγράμματος, σαν γενική ανάλυση της κοινωνίας, δεν έχει πλήρως δοθεί σ’ αυτό το σχέδιο, αλλά έχει αντικατασταθεί από ορισμένους σύντομους υπαινιγμούς. Από την άλλη μεριά, το σχέδιο περιλαβαίνει ένα κεφάλαιο για την Επανάσταση, τη δικτατορία του προλεταριάτου και την οικοδόμηση της κοινωνίας μετά την επανάσταση. Μονάχα τη μεταβατική περίοδο έχουμε αναπτύξει. Έχουμε πολλές φορές επαναλάβει πως ο επιστημονικός χαρακτήρας της δραστηριότητάς μας βρίσκεται στο γεγονός ότι προσαρμόζουμε το πρόγραμμά μας όχι στις πολιτικές συγκυρίες ή στις διαθέσεις των μαζών, όπως είναι σήμερα, αλλά στην αντικειμενική κατάσταση που αντιπροσωπεύεται από την ταξική οικονομική δομή της κοινωνίας. Ο τρόπος που σκέπτονται οι μάζες μπορεί να είναι καθυστερημένος. Τότε τα πολιτικά καθήκοντα του Κόμματος είναι να φέρουν τη σκέψη των μαζών σε αρμονία με τα αντικειμενικά γεγονότα. Να δώσουν στους εργάτες να καταλάβουν ποια είναι τα αντικειμενικά καθήκοντα. Δεν μπορούμε όμως να προσαρμόσουμε το πρόγραμμά μας στον καθυστερημένο τρόπο σκέψης των εργατών. Η σκέψη, η διάθεση, είναι παράγοντες δεύτερης σειράς –ο παράγων ο πρωταρχικός είναι η αντικειμενική κατάσταση. Είναι γι’ αυτό που ακούσαμε αυτές τις κριτικές ή αυτές τις εξηγήσεις που έλεγαν πως υπάρχουν μέρη στο πρόγραμμα που δεν είναι προσαρμοσμένα στην κατάσταση».

Το Πρόγραμμά μας Πρέπει να Προσαρμοστεί στην Αντικειμενική Κατάσταση

«Ρωτάω όλον τον κόσμο: τι θα έπρεπε να κάνουμε; Να προσαρμόσουμε το πρόγραμμά μας στην αντικειμενική κατάσταση ή στον τρόπο σκέψης των εργατών; Και νομίζω ότι αυτό το ερώτημα πρέπει να τεθεί σε όλους τους συντρόφους που λένε πως το πρόγραμμά μας δεν είναι προσαρμοσμένο στην κατάσταση της Αμερικής. Αυτό το πρόγραμμα είναι ένα πρόγραμμα επιστημονικό. Βασίζεται πάνω σε μια αντικειμενική ανάλυση της αντικειμενικής κατάστασης. Δεν μπορεί να κατανοηθεί στο σύνολό του από τους εργάτες. Θα ήταν μεγάλη επιτυχία αν η πρωτοπορία το κατανοούσε στην προσεχή περίοδο κι έλεγε τότε στους εργάτες: “Πρέπει να υπερασπίσετε τον εαυτό σας από το φασισμό”.

Τι θέλουμε να πούμε με τον όρο αντικειμενική κατάσταση; Εδώ πρέπει να αναλύσουμε τους αντικειμενικούς όρους για τη Σοσιαλιστική Επανάσταση. Αυτοί οι όροι έχουν εκτεθεί στα έργα των Μαρξ-Έγκελς και παραμένουν αμετάβλητοι σε ό,τι αφορά την ουσία τους σήμερα. Πρώτα πρώτα, έλεγε ο Μαρξ, καμιά κοινωνία δεν εξαφανίζεται πριν να εξαντλήσει όλες τις δυνατότητές της. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πως δεν μπορούμε να εξαλείψουμε μια κοινωνία με την υποκειμενική θέληση, πως δεν μπορούμε να οργανώσουμε μια εξέγερση όπως το έκαναν οι Μπλανκιστές. Τι σημαίνει η λέξη “δυνατότητες”; Τι σημαίνει η έκφραση ότι “μια κοινωνία δεν μπορεί να εξαφανιστεί”;

Όσο η κοινωνία είναι ικανή να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις και να πλουτίζει το έθνος, παραμένει ισχυρή και σταθερή. Αυτός ήταν ο όρος της κοινωνίας που στηριζόταν στη δουλεία, στη φεουδαρχία, αυτός είναι ο όρος για την καπιταλιστική κοινωνία. Εδώ φτάνουμε σ’ ένα σημείο πολύ ενδιαφέρον, που τελευταία ανάλυσα στην εισαγωγή που έγραψα για το Κομμουνιστικό Mανιφέστο. Ο Μαρξ κι ο Έγκελς περίμεναν μια επανάσταση σ’ όλη τους τη ζωή. Και προπαντός στα χρόνια 1848-1850, περίμεναν μια κοινωνική επανάσταση. Γιατί; Έλεγαν πως το καπιταλιστικό σύστημα έχει καταντήσει φρένο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ήταν αυτό σωστό; Ναι ή όχι;

Ήταν σωστό με την έννοια ότι αν οι εργάτες ήταν σε θέση, ικανοποιώντας τις ανάγκες του 19ου αιώνα, να πάρουν την εξουσία, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων θα ήταν πιο γοργή και το έθνος πιο πλούσιο. Αλλά δεδομένου ότι οι εργάτες δεν στάθηκαν ικανοί να πάρουν την εξουσία, το καπιταλιστικό σύστημα παραμένει μαζί με τις κρίσεις του, κλπ. Ωστόσο, η γενική γραμμή ήταν ανοδική. Ο τελευταίος πόλεμος του 1914-18 ήταν το αποτέλεσμα της στενότητας της παγκόσμιας αγοράς για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, και κάθε έθνος έτεινε στο να εξαλείψει όλα τα άλλα έθνη με σκοπό να κατακτήσει την παγκόσμια αγορά. Δεν το κατάφεραν, όμως, και τώρα βλέπουμε πως η καπιταλιστική κοινωνία μπαίνει σε μια καινούρια φάση. Ήταν πάρα πολλοί εκείνοι που είπαν πως αυτό ήταν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η κοινωνία έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές της.

Ο πόλεμος δεν ήταν παρά η έκφραση της ανικανότητας μιας μεγαλύτερης επέκτασης. Μετά τον πόλεμο είχαμε την ιστορική κρίση που γινόταν ολοένα και πιο οξυμένη. Η καπιταλιστική ανάπτυξη χαρακτηριζόταν παντού από την ευημερία και ύστερα τις κρίσεις, αλλά ο αριθμός των κρίσεων και των περιόδων ευημερίας αυξανόταν. Στις αρχές του πολέμου βλέπουμε πως οι κύκλοι των κρίσεων και των περιόδων ευημερίας σχηματίζουν μια καθοδική γραμμή. Αυτό σημαίνει τώρα πως η κοινωνία έχει εξαντλήσει εντελώς τις εσωτερικές δυνατότητές της, και πρέπει να αντικατασταθεί από μια καινούρια κοινωνία. Αλλιώτικα η παλιά κοινωνία θα οδηγήσει στη βαρβαρότητα, όπως οδήγησε ο πολιτισμός της Ελλάδας και της Ρώμης, γιατί είχε εξαντλήσει τις δυνατότητές του και δεν μπορούσε να αντικατασταθεί από μιαν άλλη τάξη».

Τρεις Όροι για μια Καινούρια Κοινωνία

«Τέτοιο είναι το πρόβλημα σήμερα και ειδικότερα στις Ενωμένες Πολιτείες. Ο πρώτος όρος για μια νέα κοινωνία είναι νά ‘χουν αναπτυχθεί αρκετά οι παραγωγικές δυνάμεις για να δώσουν σάρκα και οστά σε ένα ανώτερο επίπεδο. Οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν αρκετά αναπτυχθεί γι’ αυτό; Ναι, είχαν αρκετά αναπτυχθεί τον 19ο αιώνα –όχι τόσο όσο σήμερα– αλλά αρκετά. Σήμερα, ειδικότερα στις Ενωμένες Πολιτείες, θα ήταν πολύ εύκολο για έναν καλό στατιστικολόγο να αποδείξει ότι αν οι αμερικανικές παραγωγικές δυνάμεις είχαν απελευθερωθεί, θα μπορούσαν να έχουν διπλασιαστεί και τριπλασιαστεί ακόμα και τελευταία. Νομίζω πως οι σύντροφοί μας θα έπρεπε να κάνουν τέτοιου είδους στατιστικές παρατηρήσεις.

Ο δεύτερος όρος: πρέπει να υπάρχει μια καινούρια προοδευτική τάξη που να είναι αρκετά μεγάλη και που να έχει αρκετή οικονομική επίδραση για να επιβάλει τη θέλησή της στην κοινωνία. Αυτή η τάξη είναι το προλεταριάτο. Το προλεταριάτο πρέπει να αντιπροσωπεύει την πλειοψηφία του έθνους ή πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ηγείται της πλειοψηφίας. Στην Αγγλία, η εργατική τάξη αντιπροσωπεύει την απόλυτη πλειοψηφία. Στη Ρωσία ήταν μια μειοψηφία, είχε όμως τη δυνατότητα να διευθύνει τους φτωχούς χωρικούς. Στις Ενωμένες Πολιτείες η εργατική τάξη αντιπροσωπεύει, το λιγότερο, το μισό του πληθυσμού, αλλά έχει τη δυνατότητα να διευθύνει τους χωρικούς.

Ο τρίτος όρος είναι ο υποκειμενικός παράγοντας. Η τάξη αυτή πρέπει να κατανοήσει τη θέση που κατέχει στην κοινωνία και να έχει στη διάθεσή της τις δικές της οργανώσεις. Αυτός είναι ο όρος που, από ιστορική άποψη, λείπει σήμερα. Από κοινωνική άποψη δεν είναι μονάχα μια δυνατότητα, αλλά μια απόλυτη αναγκαιότητα, με την έννοια πως θα έχουμε ή Σοσιαλισμό ή Βαρβαρότητα. Να το ιστορικό δίλημμα.

Στη συζήτησή μας αναφέραμε ότι ο κ. Χαγκ δεν είναι ένας γερο-ηλίθιος που φαντάζεται πως υπάρχει ένα μεσαιωνικό σύστημα για την πόλη του. Είναι ένας προχωρημένος ανιχνευτής της αμερικάνικης καπιταλιστικής τάξης. Το 1907 ο Τζακ Λόντον γράφει ένα βιβλίο: The Iron Heel (Το Σιδερένιο Τακούνι), που το αγόρασα. Κείνη την εποχή αυτό φαινόταν σαν εφιαλτικό όνειρο, αλλά σήμερα είναι μια απόλυτη πραγματικότητα. Παρουσιάζει την ανάπτυξη της πάλης της εργατικής τάξης στις Ενωμένες Πολιτείες με την καπιταλιστική τάξη, που κρατάει την εξουσία με ένα σύστημα τρομερών καταπιέσεων. Είναι η ίδια η εικόνα του φασισμού. Η ιδεολογία που περιγράφει, ανταποκρίνεται στην ιδεολογία του Χίτλερ. Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον.

Στο Νιούαρκ, ο Δήμαρχος αρχίζει να καλεί τον Χαγκ κι όλοι τους εμπνέονται από τα μεγάλα αφεντικά. Είναι απολύτως βέβαιο πως ο Ρούζβελτ θα λάβει υπόψη του ότι στη σημερινή κρίση δεν μπορεί να κάνει τίποτε με τις γραφειοκρατικές μέθοδες. Δεν είναι φασίστας, όπως έλεγαν οι σταλινικοί στα 1932. Αλλά οι πρωτοβουλίες του θα παραλύσουν, τι θα μπορούσε να κάνει; Οι εργάτες είναι δυσαρεστημένοι. Δεν μπορεί παρά να μανουβράρει μέχρι το τέλος και στη συνέχεια να εκφωνήσει τον αποχαιρετιστήριο λόγο του. Μια τρίτη εντολή αποκλείεται στον Ρούζβελτ.

Οι πιθηκισμοί του δημάρχου του Νιούαρκ έχουν μια πολύ μεγάλη σημασία. Σε 2 ή 3 χρόνια μπορεί να έχετε ένα ισχυρό φασιστικό κίνημα αμερικανικού χαρακτήρα. Ποιος είναι ο Χαγκ; Δεν έχει καμιά σχέση με το Μουσολίνι ή τον Χίτλερ, αλλά είναι ένας αμερικανός φασίστας. Γιατί εμφανίστηκε; Για το λόγο ακριβώς ότι η κοινωνία δεν μπορεί πια να διευθύνεται με τις δημοκρατικές μέθοδες.

Φυσικά, δεν επιτρέπεται να μας πιάσει υστερία. Ο κίνδυνος μιας εργατικής τάξης που θα έχει κατακλυστεί από τα γεγονότα είναι αναμφισβήτητος, αλλά δεν μπορούμε να παλέψουμε αυτόν τον κίνδυνο παρά με μια συστηματική και ενεργητική ανάπτυξη της ίδιας της δραστηριότητάς μας, παρά με επαναστατικά συνθήματα που θα ανταποκρίνονται πλήρως στο σκοπό τους και όχι με χιμαιρικές προσπάθειες να πηδήξουμε πάνω από τα ίδια μας τα κεφάλια. Η δημοκρατία δεν είναι παρά ο νόμος των μεγάλων αφεντικών. Πρέπει να καταλάβουμε καλά αυτό που απόδειξε ο Λούντμπεργκ στο βιβλίο του, ότι δηλαδή οι 60 οικογένειές κυβερνούν τις Ενωμένες Πολιτείες. Μα πώς; Μέχρι σήμερα με δημοκρατικές μέθοδες. Είναι μια μικρή μειοψηφία περιτριγυρισμένη από τις μεσαίες τάξεις, τη μικρομπουρζουαζία, από εργάτες. Πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να κινούν το ενδιαφέρον των μεσαίων τάξεων γι’ αυτή την κοινωνία. Δεν πρέπει να τις αφήσουν να απελπιστούν. Το ίδιο πράγμα είναι αληθινό για τους εργάτες, τουλάχιστον για τα πιο εξυψωμένα εργατικά στρώματα. Αν τα προχωρημένα αυτά στρώματα αντιτίθενται, μπορούν να τσακίσουν τις επαναστατικές δυνατότητες των κατώτερων στρωμάτων κι εδώ βρίσκεται το μόνο μέσο που κάνει δυνατή τη λειτουργία της δημοκρατίας».

Τα «Δημοκρατικά» Καθεστώτα δεν είναι Δυνατά παρά για τα Έθνη που Ευημερούν

«Το δημοκρατικό καθεστώς είναι το πιο αριστοκρατικό μέσο για τη διακυβέρνηση μιας χώρας. Κι αυτό δεν είναι δυνατό παρά για ένα πλούσιο έθνος. Κάθε βρετανός δημοκράτης διαθέτει 9 ή 10 σκλάβους που δουλεύουν στις αποικίες. Η αρχαία ελληνική κοινωνία ήταν μια δημοκρατία που βασιζόταν στη δουλεία. Με μια ορισμένη έννοια, μπορεί να πει κανείς το ίδιο πράγμα για τη βρετανική, την ολλανδική, τη γαλλική, τη βελγική δημοκρατία. Με την ακριβή έννοια της λέξης, οι Ενωμένες Πολιτείες δεν διαθέτουν αποικίες, έχουν, όμως, τη Λατινική Αμερική και ο κόσμος ολόκληρος είναι ένα είδος αποικίας για τις Ενωμένες Πολιτείες, χωρίς να μιλήσουμε για το ότι κατέχουν την πιο πλούσια ήπειρο και για μια οικονομική εξέλιξη χωρίς καμιά παράδοση φεουδαλισμού.

Η Αμερική είναι ένα έθνος ιστορικά προνομιούχο, αλλά τα προνομιούχα καπιταλιστικά έθνη δεν διαφέρουν από τα καταπιεστικά έθνη “παρίες”, παρά από την άποψη του χρόνου. Η Ιταλία, το πιο φτωχό από τα μεγάλα καπιταλιστικά έθνη, έγινε το πρώτο φασιστικό έθνος. Η Γερμανία ήταν το δεύτερο, και έγινε γιατί δεν διέθετε αποικίες ή πλούσιες εξαρτημένες χώρες και εξάντλησε πάνω στη φτωχή αυτή βάση όλες τις δυνατότητες. Και από πάνω οι εργάτες δεν στάθηκαν ικανοί να αντικαταστήσουν την μπουρζουαζία. Τώρα, είναι η σειρά των Ενωμένων Πολιτειών, και αυτό μάλιστα πριν από τη Μεγάλη Βρετανία ή τη Γαλλία. Το καθήκον του Κόμματός μας είναι να αρπάξει κάθε αμερικανό εργάτη από τους ώμους και να τον ταρακουνήσει πολλές φορές, για να καταλάβει σε ποια κατάσταση βρίσκονται οι ΕΠΑ. Εδώ δεν έχουμε μια κρίση συγκυρίας, αλλά μια κοινωνική κρίση. Το Κόμμα μας μπορεί να παίξει ένα σημαντικό ρόλο. Εκείνο που είναι δύσκολο για ένα νέο κόμμα, που αναπτύσσεται σε μια βαριά ατμόσφαιρα προηγούμενων παραδόσεων υποκρισίας, είναι να λανσάρει ένα επαναστατικό σύνθημα. “Αυτό είναι φαντασίωση”, “Αυτό δεν ανταποκρίνεται στην Αμερική”. Είναι, όμως, δυνατό η κατάσταση να αλλάξει, όταν θα ρίξετε τα επαναστατικά συνθήματα του προγράμματός μας. Θα υπάρχουν άνθρωποι που θα γελούν. Αλλά το επαναστατικό κουράγιο δεν βρίσκεται μονάχα στο ότι είσαι έτοιμος να πεθάνεις, αλλά στο να μπορείς να υποφέρεις τα γέλια των ηλίθιων ανθρώπων που θα είναι η πλειοψηφία. Όμως, όταν ένας από αυτούς που γελούν θα τσακιστεί από τη συμμορία του Χαγκ, θα σκεφτεί πως είναι καλό να υπάρχει μια επιτροπή αυτοάμυνας και η ειρωνική του στάση θα αλλάξει».

ΕΡΩΤΗΣΗ: «Η ιδεολογία των εργατών δεν αποτελεί μέρος των αντικειμενικών παραγόντων;».

Λ. ΤΡΟΤΣΚΙ: «Για μας, τη μικρή αυτή μειοψηφία, τα πάντα είναι αντικείμενα, κι εδώ περιλαβαίνεται και ο τρόπος σκέψης των εργατών. Οφείλουμε, όμως, να αναλύσουμε και να ταξινομήσουμε τα στοιχεία της αντικειμενικής κατάστασης που μπορούν να μεταμορφωθούν με την προπαγάνδα μας και κείνα που δεν μπορούν. Είναι γι’ αυτό το λόγο που λέμε πως το πρόγραμμα είναι προσαρμοσμένο στα θεμελιακά και σταθερά στοιχεία της αντικειμενικής κατάστασης, και ότι το καθήκον μας συνίσταται στο να προσαρμόσουμε τον τρόπο σκέψης των μαζών σ’ αυτούς τους αντικειμενικούς παράγοντες. Το να προσαρμόσουμε τη νοοτροπία των μαζών σ’ αυτούς τους αντικειμενικούς συντελεστές, αυτό είναι ένα παιδαγωγικό καθήκον. Είναι καθήκον παιδαγωγικό το να προσαρμόσουμε τον τρόπο σκέψης. Πρέπει να έχουμε υπομονή κλπ. Η κρίση της κοινωνίας είναι η βάση της δραστηριότητάς μας. Η νοοτροπία είναι η πολιτική αρένα της δραστηριότητάς μας. Έχουμε καθήκον να δώσουμε μια επιστημονική εξήγηση της κοινωνίας και να την εξηγήσουμε με καθαρότητα στις μάζες. Σ’ αυτό συνίσταται η διαφορά ανάμεσα στο Μαρξισμό και το Ρεφορμισμό.

Οι ρεφορμιστές –όπως ο Νόρμαν Τόμας ξέρουν να μυρίζονται εκείνο που οι άνθρωποι θέλουν να ακούσουν, και τους το λένε. Αυτό, όμως, δεν είναι μια σοβαρή επαναστατική δραστηριότητα. Εμείς πρέπει να έχουμε το κουράγιο να είμαστε αντιδημοτικοί, να λέμε: “Είστε βλάκες”. “Είστε ηλίθιοι”, “Σας προδίδουν”, να δημιουργούμε ένα σκάνδαλο και να υπερασπίζουμε με υπομονή τις ιδέες μας. Από χρόνο σε χρόνο είναι αναγκαίο να ταρακουνάμε ξανά τις μάζες –όλα αυτά ανήκουν στην τέχνη της προπαγάνδας. Αλλά αυτά πρέπει να γίνονται με επιστημονικό τρόπο και δεν πρέπει να συνδέονται με τη διανοητική κατάσταση των μαζών. Είμαστε οι πιο ρεαλιστές, γιατί υπολογίζουμε σε γεγονότα που δεν μπορούν να αλλάξουν με την ευγλωττία του Νόρμαν Τόμας. Όταν έχουμε μια άμεση επιτυχία, τότε κολυμπάμε με το ρεύμα των μαζών, κι αυτό το ρεύμα είναι η επανάσταση».

ΕΡΩΤΗΣΗ: «Καμιά φορά σκέφτομαι πως οι ηγέτες μας δεν αισθάνονται αυτά τα προβλήματα».

Λ. ΤΡΟΤΣΚΙ: «Πιθανόν να είναι δυο διαφορετικά πράγματα: το ένα να καταλαβαίνεις και το άλλο να αισθάνεσαι με τους μυς σου, με τα νεύρα σου. Σήμερα είναι αναγκαίο να καταλάβουμε καλά πως πρέπει να αλλάξουμε την πολιτική μας. Αυτό δεν είναι μονάχα ένα ζήτημα που αφορά το Κόμμα, μα αυτό αφορά και τους ηγέτες. Κάναμε συζητήσεις, έχουμε διαφορές. Είναι αδύνατο να φτάσουμε στην ίδια άποψη ταυτόχρονα. Πάντα υπάρχουν προστριβές. Είναι αναγκαίες. Ο στόχος αυτού του προγράμματος είναι να προκαλέσει αυτή τη συζήτηση».

ΕΡΩΤΗΣΗ: «Πόσο χρόνο μπορούμε να αφιερώσουμε σ’ αυτή τη συζήτηση μεταξύ των ηγετών;».

Λ. ΤΡΟΤΣΚΙ: «Είναι πολύ δύσκολο να πει κανείς. Αυτό θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες. Τώρα, πρέπει να εκπληρώσουμε το νέο αυτό προσανατολισμό. Αυτός είναι καινούριος και ταυτόχρονα παλιός. Βασίζεται σ’ ολόκληρη την προηγούμενη δραστηριότητα, αλλά τώρα ανοίγει ένα καινούριο κεφάλαιο. Παρά τα λάθη, τις προστριβές και τους αγώνες, ένα καινούριο κεφάλαιο ανοίγει τώρα, και πρέπει να συγκεντρώσουμε όλες μας τις δυνάμεις σε μια στάση πιο ενεργητική. Αυτό που είναι σημαντικό, όταν το πρόγραμμα θα έχει οριστικά αποκρυσταλλωθεί, είναι να καταλάβουμε καλά τα συνθήματα και να τα χρησιμοποιούμε με επιτηδειότητα, έτσι που σ’ όλα τα μέρη της χώρας να χρησιμοποιεί ο καθένας μας την ίδια στιγμή τα ίδια συνθήματα. 3.000 αγωνιστές μπορούν να δώσουν την εντύπωση πως είναι 15.000 ή 50.000».

ΕΡΩΤΗΣΗ: «Ορισμένοι σύντροφοι μπορεί να είναι σύμφωνοι, γενικά, με αυτό το πρόγραμμα. Έχουμε, όμως, συντρόφους αρκετά έμπειρους, για να σπρώξουν τα συνθήματά μας μέσα στις μάζες; Είναι σύμφωνοι, γενικά, τι μπορώ, όμως, να κάνω με τους καθυστερημένους εργάτες του συνδικάτου μου;».

Λ. ΤΡΟΤΣΚΙ: «Το Κόμμα μας είναι ένα κόμμα της αμερικανικής εργατικής τάξης. Πρέπει να θυμάστε πως ποτέ δεν υπήρξε ένα ισχυρό προλεταριακό κίνημα, για να μη μιλήσουμε για μια ισχυρή προλεταριακή επανάσταση, στις ΕΠΑ. Το 1917, δεν θα μπορούσαμε να νικήσουμε χωρίς το 1905. Η γενιά μου ήταν πάρα πολύ νέα. Μέσα σε 12 χρόνια είχαμε τη δυνατότητα να κατανοήσουμε τις ήττες μας, να διορθώσουμε τα λάθη μας, και να νικήσουμε. Μα ακόμα και τότε ηττηθήκαμε από τη νέα γραφειοκρατία. Είναι γι’ αυτό το λόγο που δεν μπορούμε να προβλέψουμε, αν το Κόμμα μας θα οδηγήσει την αμερικανική εργατική τάξη κατευθείαν στη νίκη. Είναι δυνατό οι αμερικανοί εργάτες, που είναι πατριώτες, που έχουν ένα υψηλό επίπεδο ζωής, να κατεβούν σε απεργία, να ξεσηκωθούν. Από τη μια μεριά υπάρχει ο Χαγκ, από την άλλη ο Λιούις. Αυτό μπορεί να πάει μακριά, χρόνια, και στο διάστημα αυτό οι αγωνιστές μας θα δυναμώσουν, θα γίνουν πιο σίγουροι για τον εαυτό τους και οι εργάτες θα πουν: “Αυτοί είναι οι μόνοι ικανοί να καταλάβουν πού πάμε”. Μόνο ο Πόλεμος φτιάχνει ήρωες του πολέμου. Για το ξεκίνημα έχουμε πάρα πολύ καλά στοιχεία, καλούς συντρόφους, καλά εκπαιδευμένους, μια καλή ομάδα κι όχι μια μικρή ομάδα. Στη συνέχεια, πιστεύω πως η μεταμόρφωση της διανοητικής κατάστασης του αμερικανού εργάτη θα γίνει μ’ ένα γοργό ρυθμό. Τι να κάνουμε; Όλος ο κόσμος είναι ανήσυχος, ψάχνει για κατιτί το καινούριο. Λυτό είναι πολύ ευνοϊκό για την επαναστατική προπαγάνδα.

Εμείς δεν πρέπει να στηριζόμαστε μόνο στα αριστοκρατικά στοιχεία, αλλά και στα στοιχεία τα πιο φτωχά. Οι καλλιεργημένοι αμερικανοί εργάτες έχουν ένα πλεονέκτημα, αλλά και ένα μειονέκτημα το ίδιο όπως και τα βρετανικά σπορ. Είναι ένα πολύ καλό πράγμα και ένα μέσο που διαφθείρει τους εργάτες. Ολόκληρη η επαναστατική ενέργεια ξοδευόταν στα σπορ και γι’ αυτό τα ενθάρρυναν οι βρετανοί –το πιο έξυπνο καπιταλιστικό έθνος. Τα σπορ θα πρέπει να ελέγχονται από τα συνδικάτα καθώς αποτελούν μέρος της επαναστατικής εκπαίδευσης. Μα έχετε ένα μεγάλο μέρος των νέων και των γυναικών, που δεν είναι αρκετά πλούσιοι για τέτοια πράγματα. Πρέπει να έχουμε πλοκάμια για να διεισδύσουμε παντού, στα πλατύτερα στρώματα».

ΕΡΩΤΗΣΗ: «Πιστεύω πως το Κόμμα μας έχει κάνει μεγάλους προόδους μετά το τελευταίο συνέδριό του».

Λ. ΤΡΟΤΣΚΙ: «Έχει γίνει μια πολύ σημαντική στροφή. Τώρα είναι αναγκαίο να δώσουμε ένα όπλο στη συγκεντροποιημένη αυτή δραστηριότητα. Μια σκόρπια και γενική αγκιτάτσια δεν διεισδύει στο πνεύμα των ανεκπαίδευτων μαζών. Αν όμως επαναλαβαίνετε το ίδιο σύνθημα, αν το προσαρμόζετε στην κατάσταση, τότε η επανάληψη, που είναι η μητέρα της μάθησης, θα ενεργήσει το ίδιο και στην πολιτική. Αυτό γίνεται πολύ συχνά, όχι μονάχα μ’ έναν διανοούμενο, αλλά και με έναν εργάτη, που πιστεύει πως όλος ο κόσμος πρέπει να καταλαβαίνει αυτό που έμαθε. Είναι αναγκαίο να επαναλαβαίνουμε με υπομονή, να επαναλαβαίνουμε κάθε μέρα και παντού. Αυτό είναι ένα καθήκον του σχεδίου προγράμματος –να δώσουμε μια ομοιογενή εντύπωση».

ΙΟΥΝΗΣ 1938

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
————————

[1]. Κρουξ ήταν ένα από τα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε ο Τρότσκι την εποχή που ζούσε στο Μεξικό –(σ. τ. μ.)..

[2]. Ντομίνιον είναι μια ειδική μορφή αποικίας που αυτοδιοικείται –(σ. τ. μ.).

[3]. CIO: Συνέδριο Βιομηχανικών Οργανώσεων –(σ. τ. μ.).

[4]. AFL: Αμερικανική Συνομοσπονδία Εργασίας –(σ. τ. μ.).

 

[/nextpage]

 

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα