Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΤαυτότηταΠολιτικά ΚείμεναΤο αδιέξοδο του ελληνικού καπιταλισμού, τα «μαθήματα» του ΣΥΡΙΖΑ και οι πολιτικές...

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Το αδιέξοδο του ελληνικού καπιταλισμού, τα «μαθήματα» του ΣΥΡΙΖΑ και οι πολιτικές προοπτικές

Το παρακάτω κείμενο είναι η πολιτική απόφαση της πανελλαδικής συνδιάσκεψης της Κομμουνιστικής Τάσης, που διεξήχθη στις 5 Ιουνίου 2016 στην Αθήνα. Συμπυκνώνει και εμβαθύνει τις εκτιμήσεις της Κομμουνιστικής Τάσης για τα μεγάλα γεγονότα της τελευταίας περιόδου, αναλύει τις τάσεις που διαμορφώνονται σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, αλλά και στο πολιτικό εποικοδόμημα στην Ελλάδα, σε συνάρτηση και σύνδεση με τη διεθνή κατάσταση, ενώ επιχειρεί να διερευνήσει τις προοπτικές.

[nextpage title=”Μέρος 1ο” ]

Βαδίζοντας προς το τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, η ανθρωπότητα βιώνει μια τραγική αντίφαση. Από τη μια πλευρά, οι παραγωγικές δυνάμεις, η βιομηχανία, η γεωργία, η τεχνολογία, η επιστήμη κ.λ.π, έχουν φθάσει σ’ ένα ιστορικά πρωτοφανές επίπεδο ανάπτυξης και μπορούν να εξασφαλίσουν πολιτισμένες συνθήκες διαβίωσης για κάθε ανθρώπινο ον πάνω στον πλανήτη, σε αρμονία με τη φύση. Από την άλλη πλευρά όμως, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, οι καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας, αποτελούν ένα γιγάντιο εμπόδιο για την πραγματοποίηση αυτής της δυνατότητας, δημιουργώντας μια κοινωνική κατάσταση αυξανόμενης εξαθλίωσης, υπερεκμετάλλευσης, καταπίεσης και ανισότητας, κοινή στον χαρακτήρα της και ποσοτικά μόνο διαφοροποιούμενης από χώρα σε χώρα.

Είναι αυτή η σημερινή παγκόσμια κοινωνική πραγματικότητα και όχι αφηρημένα κάποιες «ιδέες», «οράματα» ή άλλα θεωρητικά σχήματα, που παρέχει την αδιάψευστη απόδειξη για την αναγκαιότητα της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης και της οικοδόμησης του παγκόσμιου σοσιαλισμού.

Η κρίση που ξέσπασε το 2008 στην παγκόσμια οικονομία έβαλε τον κόσμο σε μια νέα ιστορική περίοδο. Άρχισε να αναδεικνύει το αληθινό, βάρβαρο πρόσωπο του καπιταλισμού που κρυβόταν σε μια μεγάλη περιοχή του πλανήτη που ονομάστηκε αναπτυγμένος ή αναπτυσσόμενος κόσμος για πάνω από 5 δεκαετίες, εξαιτίας ιδιαίτερων ιστορικών περιστάσεων και φαινομένων που έχουν εξηγηθεί σε βασικά πολιτικά ντοκουμέντα της Διεθνούς μας. Από την εμφάνιση της κρίσης και μετά, θα μπορούσε κανείς να παρομοιάσει τον παγκόσμιο καπιταλισμό με μια μεγάλη εδαφική επιφάνεια που πάνω της ανοίγονται διαρκώς νέα σχίσματα από τακτικά επαναλαμβανόμενους σεισμούς.

Το «ρήγμα» της Ελλάδας είναι ένα μόνο από τα ρήγματα που δίνουν συχνές σεισμικές δονήσεις, τραντάζοντας το έδαφος της παγκόσμιας οικονομίας. Από μόνες τους οι σεισμικές δονήσεις του ελληνικού ρήγματος δεν είναι ικανές να προκαλέσουν καθοριστική ζημιά. Ο συντονισμός τους όμως με τις δονήσεις άλλων μικρότερων ή μεγαλύτερων ρηγμάτων άλλων χωρών, μπορεί να προκαλέσει μεγάλες καταστροφές στην παγκόσμια οικονομία. Αυτή η ανησυχία από τα διεθνή στρατηγεία του κεφαλαίου για μια τέτοια εξέλιξη άλλωστε, ήταν σε τελική ανάλυση και η αιτία που επέβαλε τα απανωτά «προγράμματα διάσωσης» της Ελλάδας.

Η διεθνής φύση της κρίσης στην Ελλάδα

Παρά τις μεταφυσικές θεωρίες κάθε είδους, η κρίση στην Ελλάδα δεν έχει εθνικά αίτια. Είναι οργανικό τμήμα της παγκόσμιας κρίσης του καπιταλισμού. Η παγκόσμια αυτή κρίση, είναι μια κλασσική κρίση υπερπαραγωγής (ή αλλιώς «υπερσυσσώρευσης») κεφαλαίων και εμπορευμάτων, που οφείλεται στην αντίφαση ανάμεσα στην τάση του καπιταλισμού για απεριόριστη ανάπτυξη της παραγωγής και στα στενά όρια που θέτει η ατομική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της παραγωγής εξαιτίας της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής.

Η διαφαινόμενη από την έναρξη της παγκόσμιας κρίσης είσοδος του ευρωπαϊκού καπιταλισμού σε μια γενικά πτωτική πορεία, άρχισε να αποτυπώνεται στους πιο «αδύναμους κρίκους» του, ένας από τους οποίους είναι και η Ελλάδα.

Η τάση για συσσώρευση κρατικού χρέους είναι μια διαχρονική τάση για τον ελληνικό καπιταλισμό. Αντανακλά τη στρεβλή και καθυστερημένη του ανάπτυξη, συγκριτικά με τον βιομηχανικά προηγμένο καπιταλισμό της Δυτικής Ευρώπης. Αυτή η καθυστέρηση είναι με τη σειρά της ένα ιστορικό προϊόν και όχι το αποτέλεσμα κάποιας ιδιαίτερης εθνικής προδιάθεσης ή νοοτροπίας. Ο ελληνικός καπιταλισμός δηλαδή, σε τελική ανάλυση, δεν μπορούσε μέσα στα δοσμένα διεθνή ιστορικά πλαίσια να ακολουθήσει διαφορετική πορεία, όποιες και αν ήταν οι πολιτικές επιλογές των εκάστοτε κρατικών του διαχειριστών, οι οποίες επέδρασαν αποφασιστικά μόνο στη μορφή της ανάπτυξής του.

Ο δυσβάσταχτος και επαχθής εξωτερικός δανεισμός στάθηκε ιστορικά η αποφασιστική «καύσιμη ύλη» για την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού, από τον τομέα των έργων υποδομής και γενικότερα τον δημόσιων έργων, μέχρι και τη βιομηχανική παραγωγή. Καθόλου τυχαία όμως, αντανακλώντας την αποφασιστική επίδραση της εκάστοτε φάσης της παγκόσμιας οικονομίας, το ελληνικό κράτος έφθανε ιστορικά κοντά στη χρεοκοπία, αφού πρώτα είχε μεσολαβήσει το ξέσπασμα μιας σοβαρής παγκόσμιας κρίσης. Έτσι συνέβη και με τις δυο τελευταίες περιπτώσεις χρεοκοπίας του ελληνικού κράτους.

Πριν από τη χρεοκοπία του 1932 επί πρωθυπουργίας Βενιζέλου, είχε μεσολαβήσει το «κραχ» του 1929 στην Αμερική, που έβαλε την παγκόσμια οικονομία στο τούνελ της «Μεγάλης Ύφεσης». Επίσης, πριν από την εκδήλωση της αδυναμίας εξυπηρέτησης του ελληνικού κρατικού χρέους τον Απρίλιο του 2010, είχε προηγηθεί η διεθνής κρίση του 2008 που, όπως και το 1929, από τις ΗΠΑ πέρασε στην Ευρώπη.

Αν ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός το 2010 διήγαγε μια περίοδο άνθησης, τότε η Ελλάδα δεν θα αποκλειόταν από τις αγορές και δεν θα έφτανε στα Μνημόνια. Η πανευρωπαϊκή ύφεση του 2009, έφερε μέσα σε ένα χρόνο το χρέος του ελληνικού κράτους από το 112,9% στο 129,7% του ΑΕΠ (πηγή : Eurostat). Ανάλογα αυξητική ήταν η τάση για το χρέος όλων των κρατών της Ευρωζώνης. Τη μεγαλύτερη αύξηση επιτοκίων δανεισμού όμως, την είχε η Ελλάδα, γιατί αυτή ήταν η πιο αδύναμη παραγωγικά, εκείνη δηλαδή που θα δυσκολευόταν περισσότερο από τα υπόλοιπα κράτη της Ευρωζώνης να βγει από την ύφεση. Αυτή η αναμενόμενη τάση για αύξηση στα επιτόκια δανεισμού οξύνθηκε από τη διεθνή κερδοσκοπία με τα ελληνικά ομόλογα, που έκανε γρήγορα το δανεισμό του ελληνικού κράτους εντελώς απαγορευτικό, ξεκινώντας την εποχή των Μνημονίων.

Δεν ήταν λοιπόν τα «ελληνικά» ελλείμματα και χρέη που δημιούργησαν την κρίση. Τα μεγάλα χρέη, ήταν και είναι ένα παγκόσμιο και πανευρωπαϊκό φαινόμενο. Είναι συμπτώματα της διεθνούς κρίσης του καπιταλισμού. Η διεθνής καπιταλιστική κρίση υπερπαραγωγής που μειώνει τους ρυθμούς ανάπτυξης και οδηγεί στην ύφεση, είναι η αιτία που μετατρέπει τα χρέη από παράγοντες που παλιότερα έδιναν ώθηση στην οικονομία δημιουργώντας τεχνητά αγορές για τα εμπορεύματα, σε παράγοντες που την κάνουν ακόμα οξύτερη.

Μόνο μέσα σ’ αυτό το ευρύτερο διεθνές πλαίσιο, μέσα στο πλαίσιο της γενικότερης φάσης που διανύει ο παγκόσμιος και ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός μπορούμε να εξετάσουμε και να κατανοήσουμε την κρίση και το σημερινό αδιέξοδο του ελληνικού καπιταλισμού, χωρίς να πέφτουμε σε ανόητες ηθικολογικές, συνομωσιολογικές ή άλλου τύπου μεταφυσικές απλουστεύσεις που εκλεκτικά απομονώνουν ορισμένα συμπτώματα (πραγματικά ή και φανταστικά) και προσπαθούν με αυτά να ερμηνεύσουν την κρίση («η ελληνική νοοτροπία», «το ελληνικό πελατειακό κράτος», «η επίθεση οικονομικών δολοφόνων», «το σχέδιο εξαγοράς της Ελλάδας» κ.α).

Οι βασικές επιδιώξεις των δανειστών

Ποια ήταν η βασική επιδίωξη που βρισκόταν πίσω από την χορήγηση ενός γιγάντιου δανειακού «πακέτου» στην Ελλάδα από τη διαβόητη τρόικα, δηλαδή το σχήμα που συγκρότησαν οι δανειστές του ελληνικού κράτους με τη συμμετοχή όλων των βασικών δυνάμεων του Δυτικού ιμπεριαλισμού; Η τρόικα επενέβη, όχι από ένα αφηρημένο ενδιαφέρον για τον ελληνικό καπιταλισμό, αλλά για να προστατέψει τις μεγάλες ξένες τράπεζες που κατείχαν ελληνικά ομόλογα και γενικότερα για να προασπίσει τη σταθερότητα του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου καπιταλισμού, σε μια ευαίσθητη φάση όπου το ζητούμενο ήταν η οριστική έξοδος από την παγκόσμια ύφεση.

Τον πρώτο λόγο, τον ρόλο του αφεντικού στο «ελληνικό πρόγραμμα», είχε και έχει η καπιταλιστική Γερμανία. Ως η πιο ισχυρή ευρωπαϊκή καπιταλιστική δύναμη και μεγάλη ωφελημένη από την ΕΕ και την Ευρωζώνη, η Γερμανία έχει κάθε συμφέρον να ηγηθεί στην απόπειρα επίλυσης των κρίσεων που ξεσπούν στην επικράτεια του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Έτσι περισσότερο από όλους τους άλλους, η γερμανική άρχουσα τάξη είναι αυτή που καθόρισε τους όρους, τη μορφή και τους ρυθμούς εφαρμογής του προγράμματος σύμφωνα με τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα και επιδιώξεις.

Όμως το περιεχόμενο, η ουσία του «ελληνικού προγράμματος», δεν ήταν απλά μια επιλογή που προέκυψε από τις επιδιώξεις των Γερμανών καπιταλιστών. Αντανακλά την ίδια την πραγματικότητα της κρίσης του ευρωπαϊκού καπιταλισμού και τα κοινά συμφέροντα, όλων των ευρωπαίων καπιταλιστών. Όλοι οι ευρωπαίοι αστοί, στο κατώφλι της κρίσης, έχουν κοινό συμφέρον να φορτωθεί η αποφυγή των χρεοκοπιών στους ώμους της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα του «αδύναμου κρίκου» που έσπασε πρώτος, έπρεπε να πληρώσουν βαρύ τίμημα για να ανοίξει ο δρόμος για την ίδια αντιδραστική επίθεση σε όλη την Ευρώπη. Αυτή ήταν η ουσία του «ελληνικού προγράμματος», που εκφράστηκε έως τώρα και στα 3 Μνημόνια και τους εφαρμοστικούς τους νόμους.

Η βαθειά ύφεση ήταν από την αρχή ταυτισμένη με την ουσία του προγράμματος. Το περιεχόμενό του δεν διαμορφώθηκε με αφηρημένα οικονομικά κριτήρια, με γνώμονα τάχα η Ελλάδα «να επανέλθει στην ανάπτυξη». Διαμορφώθηκε με κριτήρια ταξικά. Με γνώμονα την ανάγκη να αποφευχθεί η ανεξέλεγκτη χρεοκοπία με πόρους από την κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου του εργαζόμενου λαού, κάτι που αναπόφευκτα, αφαιρώντας αγοραστική δύναμη από την κατανάλωση, θα οδηγούσε στο βάθεμα της ύφεσης. Το λάθος στους περιβόητους «συντελεστές» που τάχα παραδέχθηκε το ΔΝΤ, είναι μια αστεία υπόθεση, για λαϊκή κατανάλωση. Όλοι οι πόλοι των δανειστών, όλα τα τεχνοκρατικά τους επιτελεία και φυσικά οι Έλληνες αστοί και όλοι οι νοήμονες τεχνοκράτες τους γνώριζαν από το 2010 πολύ καλά τι έρχεται. Η βαθιά ύφεση και η μαζική ανεργία με όλα τα δεινά που τη συνοδεύουν για τις εργατικές μάζες, γνώριζαν εξαρχής ότι θα ήταν οι αναπόφευκτες συνέπειες των Μνημονίων.

Μια «νεοφιλελεύθερη συνταγή»;

Ποτέ δεν πρέπει να πάψουμε να τονίζουμε ότι η καταστροφή που προκάλεσαν τα Μνημόνια στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων δεν είναι το αποτέλεσμα μιας «κακής συνταγής», αλλά το αποτέλεσμα της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης υπερπαραγωγής, από την οποία δεν έχει καταφέρει να βγει ουσιαστικά ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός. Δεν υπάρχει καμία άλλη «συνταγή» που θα μπορούσε να εφαρμοστεί πάνω στο έδαφος του σύγχρονου καπιταλισμού. Ο κεϋνσιανισμός είναι ανέφικτος όταν τα κρατικά χρέη είναι στα ύψη. Αν υιοθετηθεί, εκτός από τα κρατικά χρέη θα πυροδοτήσει όπως συνέβη και στο παρελθόν, έναν επιπλέον πονοκέφαλο: υπερπληθωρισμό.

Οι ρεφορμιστές και οι λοιποί μικροαστοί τσαρλατάνοι που καταλογίζουν στους Γερμανούς καπιταλιστές «δογματική επιμονή στις νεοφιλελεύθερες συνταγές», στην πραγματικότητα δεν έχουν κατανοήσει τι είναι καπιταλισμός. Ζητούν από τους Γερμανούς και τους άλλους ευρωπαίους καπιταλιστές να γίνουν φιλάνθρωποι και τελικά – από τη σκοπιά των συμφερόντων τους – ανόητοι, δηλαδή να δεχθούν να γίνουν εγγυητές και χρηματοδότες γιγάντιων χρεών χωρίς αντάλλαγμα. Τέτοιου είδους απαιτήσεις από τα αρπακτικά του κεφαλαίου δε συνιστούν εναλλακτική συνταγή.

Μόνο η ευρωπαϊκή εργατική τάξη, καταλαμβάνοντας την εξουσία στη μια ευρωπαϊκή χώρα μετά την άλλη, θα μπορούσε να επιδείξει σήμερα αληθινή αλληλεγγύη και ευσπλαχνία στον ελληνικό εργαζόμενο λαό, διαγράφοντας το ελληνικό κρατικό χρέος, γιατί πολύ απλά, δεν θα είχε κανένα συμφέρον από τη διατήρησή του. Το «ελληνικό πρόγραμμα» λοιπόν, είναι ζήτημα ταξικών συμφερόντων και όχι ζήτημα «ιδεολογικών συνταγών». Δεν διαμορφώθηκε με ιδεολογικά κριτήρια. Έχει ταξικά και όχι ιδεολογικά κίνητρα.

Στην πραγματικότητα, το «ελληνικό πρόγραμμα» δεν μπορεί να χαρακτηριστεί καν νεοφιλελεύθερο με την ορθόδοξη, κλασσική έννοια του όρου. Ο νεοφιλελευθερισμός απεχθάνεται κάθε είδος κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, στο όνομα της «αυτονομίας της αγοράς». Η συντονισμένη παρέμβαση δεκάδων κρατών για την αποτροπή της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας ενός άλλους κράτους και η απόπειρα τεχνητής διατήρησής του στον πυρήνα των ισχυρότερων ευρωπαϊκών κρατών δε συμβιβάζεται καθόλου με το πνεύμα του νεοφιλελευθερισμού. Αυτό όμως συνέβη μέχρι τώρα, γιατί ανταποκρίνεται στο κοινό συμφέρον των ισχυρότερων καπιταλιστών της Ευρώπης στη σημερινή φάση της κρίσης.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 2ο” ]

Η στάση των δανειστών σχετικά με το χρέος

Κατά κοινή ομολογία όλων των διεθνών αστικών επιτελείων και των σοβαρών αστών οικονομολόγων, το ελληνικό κρατικό χρέος, είναι αδύνατο να εξυπηρετηθεί στο σύνολό του. Το κρατικό χρέος της Ελλάδας σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2015 ανέρχεται σε 321,3 δισ. ευρώ και στο 176,9% του ΑΕΠ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ελληνικό κράτος μέχρι το 2030 σύμφωνα με στοιχεία του ΟΔΔΗΧ (Οργανισμός Διαχείρησης Δημοσίου Χρέους) θα πρέπει να καταβάλει για τοκοχρεολύσια πάνω από 250 δισ. ευρώ.

Σύμφωνα πάντα με τον ΟΔΔΗΧ, μόνο το 2016 η Ελλάδα θα πρέπει να πληρώσει για αποπληρωμή του κεφαλαίου και των τόκων των δανείων που έχει λάβει 13,103 δισ. ευρώ ένα ποσό ίσο σχεδόν με το 7,5% του ΑΕΠ, 7,072 δισ. ευρώ για κεφάλαιο και 6,028 δισ. ευρώ για τόκους. Τα ποσά είναι περίπου αντίστοιχα και για τα επόμενα χρόνια μέχρι το 2022, όπου λήγει η περίοδος χάριτος για την καταβολή τόκων των δανείων του ESM (Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας), με αποτέλεσμα το ελληνικό κράτος να πρέπει να πληρώσει σ’ ένα έτος 24,489 δισ. ευρώ μόνο για τόκους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο διάφοροι παράγοντες της τρόικας και ιδιαίτερα οι Γερμανοί, ισχυρίζονται ότι το χρέος μπορεί να εξυπηρετηθεί κανονικά μέχρι το 2022.

Στην πραγματικότητα όμως, καμία εγγύηση για κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Μια σειρά από σημαντικές «μεταβλητές» στην εξίσωση θα πρέπει να εξελιχθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο: η ύφεση να σταματήσει, να αναστραφεί η αυξανόμενη φοροδοτική αδυναμία των μαζών, να εξελιχθεί ομαλά η σχέση Ελλάδας και δανειστών, να υπάρξει πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα και οικονομική σταθερότητα στην ΕΕ. Στην πραγματικότητα, τα ίδια τα διαφημιζόμενα με «τυμπανοκρουσίες» από τις μνημονιακές κυβερνήσεις «πρωτογενή πλεονάσματα» (το αποτέλεσμα που προκύπτει στον ισολογισμό κρατικών εσόδων – εξόδων αν αφαιρεθούν οι δαπάνες για την εξυπηρέτηση του χρέους), που υποτίθεται ότι εγγυώνται την αποπληρωμή του χρέους, είναι πλασματικά. Προέρχονται από την απλή μέθοδο της στάσης πληρωμών του κράτους έναντι ποικίλων υποχρεώσεών του. Είναι χαρακτηριστικό π.χ το γεγονός ότι για το 2015 η κυβέρνηση ανακοίνωσε πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ, δηλαδή 1,1 δισ. ευρώ, όταν τα ληξιπρόθεσμα χρέη του κράτους προς τους ιδιώτες ανήλθαν τον περασμένο Φεβρουάριο σε 5,4 δισ. ευρώ.

Αν ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός είχε κατορθώσει να ανακάμψει ουσιαστικά από την κρίση του 2008, τότε το πρόβλημα του χρέους θα είχε ήδη αντιμετωπιστεί δραστικά. Τα κράτη της ΕΕ που πήραν, μέσω των «προγραμμάτων διάσωσης», την κατοχή του ελληνικού χρέους αφαιρώντας το από τις ιδιωτικές τράπεζες, θα είχαν ισχυρά πλεονάσματα, τα δικά τους κρατικά χρέη θα μειώνονταν και θα μπορούσαν σχετικά εύκολα να αποφασίσουν ένα δραστικό «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, απαλλάσσοντας για τα επόμενα χρόνια την Ευρωζώνη από μια σοβαρή εστία αστάθειας.

Όμως ο κανόνας για την ΕΕ σήμερα είναι η ύφεση ή οι ισχνότατοι ρυθμοί ανάπτυξης, καθώς σύμφωνα με τη Eurostat, το 2015 το ΑΕΠ στην Ευρωζώνη ανέβηκε κατά μέσο όρο μόλις κατά 1,5% και στην ΕΕ μόλις κατά 1,8%. Την ίδια στιγμή, στον προθάλαμο της χρεοκοπίας λόγω των ιδιαίτερα υψηλών χρεών τους, βρίσκονται εκτός από την Ελλάδα διαρκώς (παρά την παρούσα τεχνητή διατήρηση των επιτοκίων τους χαμηλά λόγω της «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ, που όμως δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα) μια σειρά ευρωπαϊκών κρατών, όπως η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, ακόμα και η Γαλλία. Σε αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να υπάρξει γενναιοδωρία στο ζήτημα του χρέους της Ελλάδας.

Μια δραστική περικοπή, θα είχε σημαντικό άμεσο οικονομικό κόστος με απώλεια μέρους των κεφαλαίων των δανείων που έχουν διαθέσει στην Ελλάδα κράτη τα οποία βρίσκονται στο διαρκές φάσμα της ύφεσης. Αλλά ακόμα πιο σημαντικό, θα ήταν το «μεσο-μακροπρόθεσμο» κόστος που θα προέκυπτε για τα ισχυρότερα καπιταλιστικά κράτη της ΕΕ, από το «άνοιγμα της όρεξης» των υπολοίπων υπερχρεωμένων κρατών της, για ανάλογη μεταχείριση σχετικά με το δικό τους χρέος. Αυτά τα κόστη και η συνειδητοποίηση τους, είναι η αιτία για την έντονη δυσφορία και την τάση κωλυσιεργίας που χαρακτηρίζουν τη στάση της Γερμανίας και των «δορυφόρων» της από τη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη, έναντι της προφανούς ανάγκης να υπάρξει μια δραστική λύση για το ελληνικό χρέος.

Η απροθυμία για δραστική αντιμετώπιση του προβλήματος του ελληνικού χρέους λόγω της γενικευμένης κατάστασης ύφεσης και υπερχρέωσης στην ΕΕ, αντανακλάται στους εξωπραγματικούς για τα χρονικά του παγκόσμιου καπιταλισμού στόχους των δημοσιονομικών πλεονασμάτων που περιλαμβάνει το 3ο Μνημόνιο, όπως ο στόχος του 3,5% το 2018. Αυτοί οι στόχοι αμφισβητούνται ανοικτά ακόμα και από το ΔΝΤ και για να πραγματοποιηθούν, απαιτούνται περικοπές – «μαμούθ», βαθαίνοντας την ύφεση, η οποία όμως με τη σειρά της, οδηγεί σε πρόσθετα μέτρα (όπως το περιβόητο συμπληρωματικό πακέτο των 3,6 δισ. ευρώ) που ποτέ δεν θα αποδεικνύονται αρκετά, στο πλαίσιο ενός «φαύλου κύκλου».

Έξι χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης στην Ελλάδα, στην πραγματικότητα κανένας από τους δανειστές δεν πίστεψε στα σοβαρά ότι το ελληνικό κράτος θα μπορούσε να μπει «στο δρόμο της ανάπτυξης» ώστε να εξυπηρετεί κανονικά το χρέος του. Όλοι τους, στο παρασκήνιο ή φανερά, παραδέχονται ότι για να περιοριστούν οι κίνδυνοι «μόλυνσης» από το ελληνικό πρόβλημα χρειάζονται δραστικές λύσεις, με αναπόφευκτη την περικοπή χρέους σε κάποιο στάδιο. Αυτό όμως που έκαναν ως τώρα και συνεχίζουν να κάνουν, πρακτικά αποτελεί «αγορά χρόνου», χωρίς κανένα συγκεκριμένο σχέδιο. Απλά μεταθέτουν τις «δραστικές λύσεις» για το μέλλον, «στύβοντας» όλο και πιο πολύ το βιοτικό επίπεδο των εργατικών και λαϊκών μαζών.

Πάνω στο ζήτημα του χρέους, οι δανειστές εμφανίζονται με διαφορετικές εκτιμήσεις. Πρόκειται για διαφορές τακτικής, που δεν έχουν ουσία από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Οι Γερμανοί και οι «δορυφόροι» τους δε συζητούν προς το παρόν την επιλογή ενός «κουρέματος» για τους λόγους που έχουμε ήδη εξηγήσει. Προωθούν την επιμήκυνση της αποπληρωμής και τη μείωση των επιτοκίων, σε μια συνέχεια της συνήθους τακτικής της «αγοράς χρόνου». Αυτή η μέθοδος δεν δίνει καμία ουσιαστική λύση, καθώς μαζί με την αποπληρωμή του χρέους, θα επιμηκυνθεί και η διάρκεια της «ελληνικής απειλής» για την ευρωπαϊκή και διεθνή καπιταλιστική σταθερότητα.

Το ΔΝΤ, αντανακλώντας τον πιο «αποστασιοποιημένο» – αναφορικά με την ηγετική ευθύνη που ανήκει στη Γερμανία – αλλά και τον περισσότερο τεχνοκρατικό χαρακτήρα της συμμετοχής του στο «ελληνικό πρόγραμμα» και ασφαλώς, επίσης την ανησυχία των μη ευρωπαϊκών κρατών – μελών του για τις συνέπειες της διατήρησης της Ελλάδας ως διαρκούς εστίας οικονομικής αστάθειας, δεν χάνει την ευκαιρία να προειδοποιεί δημόσια για την ανάγκη της πιο δραστικής «ελάφρυνσης», δηλαδή «κουρέματος» του χρέους. Ασφαλώς αυτή η θέση δεν έχει τίποτα το φιλολαϊκό, καθώς συνοδεύεται από τη διαρκή λήψη των σκληρότερων δυνατών μέτρων σε βάρος του βιοτικού επιπέδου των μαζών για να διατηρηθεί το όποιο κεκτημένο του «κουρέματος» του χρέους και να είναι εγγυημένη η αποπληρωμή του υπολοίπου. Όμως με δεδομένο το γεγονός ότι το αφεντικό του ελληνικού προγράμματος είναι η Γερμανία, το «κούρεμα» δεν είναι μια πιθανή, άμεση προοπτική.

Η παρούσα κατάσταση σχετικά με το ελληνικό κρατικό χρέος δεν μπορεί να συνεχίζεται για πολύ. Το χρέος αυτό δεν είναι βιώσιμο, δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί κανονικά και αποτελεί ένα δυσβάσταχτο βάρος για τις αδύναμες πλάτες του ελληνικού καπιταλισμού. Κάθε «απότομη στροφή» στην πορεία του ευρωπαϊκού και του ελληνικού καπιταλισμού, θα θέτει επιτακτικά το ζήτημα της δραστικής περικοπής του χρέους. Η Ελλάδα με τα σημερινά επίπεδα χρέους θα συνεχίζει να βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, αντιπροσωπεύοντας μια διαρκή απειλή, τόσο για τους δανειστές, όσο και για τη διεθνή καπιταλιστική σταθερότητα. Όσο οι δανειστές «κλείνουν τα μάτια» στο ζήτημα τους ελληνικού χρέους, τόσο θα παίζουν με «τη φωτιά» μιας απροσδόκητης στάσης πληρωμών.

Δανειστές, Ευρωζώνη και «Grexit»

Η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, το περιβόητο «Grexit», τέθηκε στο προσκήνιο από την πρώτη στιγμή της «ελληνικής» κρίσης. Όλοι οι δανειστές και τα επιτελεία τους με το ξέσπασμα αυτής της κρίσης, συνειδητοποίησαν μια αλήθεια που έγκαιρα είχαν αναδείξει οι μαρξιστές, πολύ πριν η Ευρωζώνη γίνει πραγματικότητα: είναι αδύνατο να κρατηθούν για μεγάλο διάστημα ενωμένες με ένα κοινό νόμισμα, οικονομίες τόσο διαφορετικής παραγωγικής ισχύος. Με τον ερχομό μιας σοβαρής κρίσης το κόστος του κοινού νομισματικού τους δεσμού θα αποδειχθεί πολύ βαρύ.

Η Ευρωζώνη έγινε πραγματικότητα σε μια περίοδο σχετικά ισχυρής άνθησης για τον δυτικό καπιταλισμό, η οποία είχε σαν βασική αιτία το ευνοϊκό έδαφος που διαμόρφωσε για το κεφάλαιο διεθνώς η καπιταλιστική παλινόρθωση στην ΕΣΣΔ, την Ανατολική Ευρώπη και την Κίνα, καθώς και η απρόσκοπτη, διαρκής ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου. Ο γερμανικός καπιταλισμός προώθησε τη δημιουργία της Ευρωζώνης σαν ένα μέσο για να αναπτύξει την κυριαρχία του στην Ευρώπη και να αναβαθμίσει τη θέση του σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ οι ισχυρότεροι ευρωπαίοι καπιταλιστές την υποστήριξαν, εξαιτίας των μεγάλων πλεονεκτημάτων που τους έδινε η δυνατότητα να συναλλάσσονται με ένα ισχυρό και σταθερό νόμισμα. Η προσέγγιση όλων ήταν εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη. Θα έλεγε κάποιος, ότι είχαν τυφλωθεί από τις καλές, άμεσες προοπτικές νέων κερδών που τους εξασφάλιζε η Ευρωζώνη (όπως ιστορικά συμβαίνει με τους καπιταλιστές σε κάθε περίοδο άνθησης), αδυνατώντας να δουν τους μελλοντικούς κινδύνους. Όμως ο ερχομός της κρίσης του 2008 ανέδειξε στην επιφάνεια αυτούς τους κινδύνους.

Μέχρι τότε, η περιβόητη Συνθήκη του Μάαστριχτ και η τυπική αποδοχή της από όλα τα κράτη – μέλη της ΕΕ έμοιαζε να εγγυάται τη συνοχή της. Στην πραγματικότητα όμως, η Συνθήκη αυτή είχε ήδη παραμεριστεί, με 20 από τις τότε 27 χώρες της ΕΕ να παρουσιάζουν δημοσιονομικά ελλείμματα πάνω από τα προβλεπόμενα και τις ίδιες τις χώρες του πυρήνα της Ευρωζώνης, Γερμανία, Γαλλία κ.α να δίνουν το «κακό παράδειγμα» υπέρβασης των προβλεπόμενων ορίων χρέους και ελλειμμάτων. Πίσω από αυτές τις υπερβάσεις βρισκόταν η απόπειρα των ευρωπαίων καπιταλιστών να παρατείνουν την άνθηση τεχνητά, μέσω των χρεών και μέσα σ’ αυτά και των κρατικών χρεών, με σκοπό τη διατήρηση ενός ορισμένου επιπέδου παρέμβασης του κράτους στην οικονομία σαν επενδυτή, εργοδότη και αγοραστή εμπορευμάτων και υπηρεσιών. Όταν η ανάπτυξη που στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στα χρέη υποχώρησε και εμφανίστηκε η κρίση και η ύφεση με την απειλή χρεοκοπιών, τότε το κοινό νόμισμα σαν συνδετικός κρίκος υπερχρεωμένων και μη υπερχρεωμένων, άρχιζε να αναδεικνύει εκτός από πλεονεκτήματα και σοβαρά μειονεκτήματα.

Για τους Γερμανούς αστούς και τους Βορειοευρωπαίους δορυφόρους τους, το ευρώ άρχιζε να σημαίνει όλο και περισσότερα δάνεια στους υπερχρεωμένους της Ευρωζώνης, υποχρέωση παροχής εγγύησης για τα χρέη τους και γενικότερη σύνδεση με το προβληματικό οικονομικό τους μέλλον. Αλλά και για τους υπόλοιπους εταίρους της Ευρωζώνης και ιδιαίτερα για τους υπερχρεωμένους του Νότου, το ευρώ άρχισε να γίνεται πολύ ακριβό, να αμφισβητείται η χρησιμότητά του στην ανταγωνιστικότητα τους και να γίνεται συνώνυμο των διαρκών προγραμμάτων λιτότητας που τους απομονώνουν ραγδαία από τις μικροαστικές μάζες στις χώρες τους, αλλά και της ίδιας της ύφεσης.

Το ευρώ άρχισε λοιπόν να αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό από τους ευρωπαίους αστούς. Όμως η αμφισβήτησή του δεν έχει λάβει ακόμα ανοικτό και έντονο χαρακτήρα. Η αιτία βρίσκεται στην προσωρινή αποφυγή μιας βαθειά ύφεσης στην ΕΕ, που με τη σειρά της οφείλεται την κολοσσιαία επέμβαση της ΕΚΤ για να αποτραπεί ένα ντόμινο χρεοκοπιών κρατών και τραπεζών και να μην κινδυνεύσει το ευρώ και η Ευρωζώνη. Οι Γερμανοί και οι άλλοι Ευρωπαίοι καπιταλιστές, παρά τα ερωτηματικά και τις αμφιβολίες που έχουν σχετικά με το κοινό νόμισμα, δεν θέλουν να εγκαταλείψουν χωρίς μάχη αυτό το κοινό κεκτημένο. Φοβούνται ότι η αρχή του «ξηλώματος» της Ευρωζώνης θα δημιουργήσει κύματα αστάθειας που θα συμπαρασύρουν ολόκληρο τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό και την παγκόσμια οικονομία.

Παρ’ όλα αυτά, το τέλμα μέσα στο οποίο βρίσκεται ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός είναι πολύ βαθύ. Η ευρωπαϊκή οικονομία, παρά τις «διασώσεις» και την «ποσοτική χαλάρωση», είναι σε πολύ χειρότερο σημείο από εκείνο στο οποίο βρισκόταν πριν από την κρίση. Τα πιο αποκαλυπτικά στοιχεία είναι τα σχετικά με το κρατικό χρέος. Το 2008, χρονιά εισόδου της Ευρώπης στην κρίση, ο μέσος όρος του κρατικού χρέους των 19 κρατών της Ευρωζώνης ήταν στο 68,5% του ΑΕΠ. Το έτος 2015 έφτασε στο 90,7%.

Είναι επίσης χαρακτηριστική η περίπτωση και των τεσσάρων κρατών της Ευρωζώνης που τα προηγούμενα χρόνια μπήκαν σε «πρόγραμμα», αλλά και της Ισπανίας και της Ιταλίας, που έφθασαν πολύ κοντά στο να ενταχθούν. Έχουμε ήδη αναφερθεί στο χρέος της Ελλάδας. Η Πορτογαλία χαρακτηρίζεται από τους προπαγανδιστές της άρχουσας τάξης σαν επιτυχημένο παράδειγμα εξόδου από την κρίση. Το 2008 το χρέος της χώρας ανερχόταν σε 71,7%. Το 2015, μετά την «επιτυχημένη διάσωση», το χρέος της ανήλθε σε 129%. Τα ίδια συμβαίνουν και με το άλλο «επιτυχημένο» παράδειγμα «διάσωσης», την Ιρλανδία. Το 2008 το χρέος της ανερχόταν σε μόλις 42,4% του ΑΕΠ. Το 2015 έφτασε το 93,8%. Η επίσης «επιτυχημένη» Κύπρος, το 2008 είχε χρέος 45,1% του ΑΕΠ και το 2015 το χρέος της έφτασε στο 108,9%. Η Ιταλία το 2008 είχε κρατικό χρέος 102,3% του ΑΕΠ και το 2015 έφτασε στο 132,7%, χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μεγαλύτερο από εκείνο που είχε η Ελλάδα τη στιγμή που εισερχόταν στα Μνημόνια. Τέλος η Ισπανία, από 39,4% το 2008 έχει φτάσει το 2015 να καταγράφει κρατικό χρέος που ανέρχεται στο 99,2% του ΑΕΠ.

Με δεδομένο ότι δεν φαίνεται στον ορίζοντα μια ουσιαστική έξοδος από αυτό το τέλμα, αργά ή γρήγορα, σ’ ένα επόμενο στάδιο της κρίσης, ο σημερινός «υπόκωφος» σκεπτικισμός για το ευρώ θα μετατραπεί σε ανοικτή αμφισβήτηση, που θα δώσει τη βάση για σοβαρές συγκρούσεις μεταξύ των «ευρωπαίων εταίρων». Η διάθεση για εθνικό προστατευτισμό θα κερδίζει έδαφος σε βάρος της μέριμνας «για τις κοινές ευρωπαϊκές υποθέσεις», όπως το ευρώ. Εκτός από το «σχέδιο Σόιμπλε» του περασμένου καλοκαιριού για ένα «συντεταγμένο Grexit», μια σειρά από στοιχεία και γεγονότα, δείχνουν ότι βαδίζουμε σταθερά προς αυτή την προοπτική : η αύξηση των αστικών «ευρωσκεπτικιστικών» κομμάτων και πολιτικών φωνών, το δημοψήφισμα στη Βρετανία για την ΕΕ, η συζήτηση στη φινλανδική Βουλή για τη δυνατότητα δημοψηφίσματος με θέμα την έξοδο της Φινλανδίας από την Ευρωζώνη κ.α.

Μέσα σε αυτή τη γενικότερη προοπτική είναι γελοίο να ισχυρίζεται κανείς ότι τα Μνημόνια έχουν διασφαλίσει τη θέση της Ελλάδας μέσα στην Ευρωζώνη. Η Ελλάδα, μέσα σε μια γενικότερη πορεία λιμνάσματος του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, κάθε μέρα που περνά αποδεικνύεται ένας «ανίατος ασθενής». Η παραμονή της στην Ευρωζώνη θα σημαίνει από την πλευρά της Γερμανίας και των υπολοίπων ισχυρών της ΕΕ ανάληψη της υποχρέωσης για αέναο, φτηνό δανεισμό και διαρκείς «ελαφρύνσεις» χρέους. Η εμφάνιση του «σχεδίου Σόιμπλε» το περασμένο καλοκαίρι δεν ήταν τυχαία. Αντανακλά την «κόπωση» των δανειστών με την αδυναμία της Ελλάδας να ανακάμψει και τον ψυχρό υπολογισμό ότι ένα προσωρινό επεισόδιο αστάθειας για την Ευρωζώνη είναι προτιμότερο από την αποδοχή της ύπαρξης μιας μόνιμης εστίας αστάθειας στο εσωτερικό της. Η ανοικτή εκδήλωση αυτής της «κόπωσης» στο φως της ανάπτυξης της κρίσης του ελληνικού και του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, αναπόφευκτα θα οδηγήσει την Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης, με την επιδίωξη αυτό να γίνει με ένα «συντεταγμένο», συναινετικό με την ελληνική αστική τάξη, αλλά και με τους υπόλοιπους εταίρους της Ευρωζώνης, τρόπο.

Η υπέρμετρη ανελαστικότητα και σκληρότητα που επιδεικνύει η γερμανική αστική τάξη και οι δορυφόροι της σχετικά με τους όρους και το περιεχόμενο του «ελληνικού προγράμματος» δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο από την υπαρκτή ανάγκη να στείλουν ένα μήνυμα πυγμής στους υπόλοιπους υπερχρεωμένους και στην ευρωπαϊκή εργατική τάξη. Στο βαθμό που οι δανειστές θα πείθονται όλο και πιο πολύ για την αδυναμία του ελληνικού καπιταλισμού να ανακάμψει, η συνέχιση μιας παρόμοιας τακτικής θα αντανακλά την πρόθεση οι ελληνικές κυβερνήσεις να αναγκαστούν οι ίδιες να ζητήσουν το σταμάτημα αυτής της ανελέητης διαδικασίας των διαδοχικών Μνημονίων και να συζητήσουν ένα «συντεταγμένο Grexit».

Όσο κι αν ορκίζεται σήμερα στο ευρώ η ελληνική αστική τάξη, δεν μένει έξω από τον γενικό σκεπτικισμό που αρχίζει να αναπτύσσεται σχετικά με αυτό. Η ένταξη στην Ευρωζώνη ήταν αναμφίβολα μια σημαντική κατάκτηση για τους Έλληνες αστούς. Βγάζοντας κέρδη και αποθησαυρίζοντας σε σκληρό νόμισμα, οι Έλληνες αστοί αναβάθμισαν τη διεθνή τους θέση, ενώ ιδιαίτερα οι τράπεζες, αλλά και οι υπόλοιπες μεγάλες επιχειρήσεις, απέκτησαν πρόσβαση σε πολύ φτηνό δανεισμό. Αυτά από μόνα τους αρκούν για να εξηγήσουν το γιατί οι Έλληνες καπιταλιστές ήταν και είναι τόσο φανατικοί υπερασπιστές της «Ευρώπης» και του ευρώ.

Όμως η ύπαρξη όλων αυτών των ωφελειών από το ευρώ, δε συνεπάγεται ότι οι Έλληνες αστοί θα είναι πάντοτε διατεθειμένοι να μείνουν στο ευρώ, με κάθε τίμημα. Η διαρκής βύθιση στο βάλτο της ύφεσης, η ανάγκη αυξημένης φορολογίας για την εξυπηρέτηση των δανείων, η διαρκής κοινωνική και πολιτική αστάθεια από τη συνεχή διαδοχή των Μνημονίων, ο απόλυτος και ασφυκτικός έλεγχος των δανειστών στα οικονομικά ενός κράτους που οι Έλληνες αστοί είχαν συνηθίσει να το χρησιμοποιούν σαν «λάφυρο» και διαρκή αγωγό «εύκολων» κερδών, η επιβολή από τους δανειστές μιας προνομιακής μεταχείρισης των δικών τους εταιρειών αναφορικά με το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων σε βάρος των ελλήνων καπιταλιστών, η απουσία της επιλογής της νομισματικής υποτίμησης σαν μέσο για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας, όλα αυτά ήδη προβληματίζουν ένα τμήμα της ελληνικής άρχουσας τάξης. Αυτή άλλωστε ήταν – και όχι μόνο η ροπή προς τη δημαγωγία – και η βάση για την ανάπτυξη «αντι-μνημονιακών» πολιτικών ρευμάτων μέσα στο πολιτικό στρατόπεδο της ελληνικής αστικής τάξης, με πιο αυθεντικούς εκφραστές την ηγεσία του Σαμαρά στη ΝΔ μέχρι το 2011 και τους ΑΝΕΛ.

Η βέβαιη αποτυχία και του νέου ελληνικού «προγράμματος», εκτός από τους δανειστές, θα τείνει να προκαλέσει «κόπωση» και στους Έλληνες αστούς. Σε αυτές τις συνθήκες, η πίεση των δανειστών για την αποδοχή ενός νέου «σχεδίου Σόιμπλε», είναι πολύ πιθανό να συναντήσει τη συναίνεση της ελληνικής αστικής τάξης. Για την αποδοχή ενός τέτοιου σχεδίου, είναι πολύ πιθανό να δοθούν δελεαστικά ανταλλάγματα, όπως ένα «κούρεμα» του χρέους (που έτσι κι αλλιώς θα επιβάλλονταν στο μέλλον από τις συνθήκες), ένα «επενδυτικό» και ένα «κοινωνικό» πακέτο κ.λ.π. Σε κάθε περίπτωση, για να γίνει αποδεκτό αυτό θα πρέπει να υπάρχει ευρεία συναίνεση ανάμεσα στα βασικά τουλάχιστον κυβερνητικά κόμματα, ενώ η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα θα εμφανιστεί με το μανδύα της εθνικής ανεξαρτησίας, για να επιχειρηθεί να επανασυσπειρωθούν οι μικροαστικές μάζες στο αστικό πολιτικό στρατόπεδο και να ανακτηθεί ένα μέρος της χαμένης τα τελευταία χρόνια, σταθερότητας του αστικού καθεστώτος.

Αυτό που έχει σημασία σε αυτή την προοπτική, είναι το γεγονός ότι η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα θα σημάνει ακόμα μεγαλύτερα και περισσότερα δεινά για την ελληνική εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα: μισθοί χαμηλότερης αγοραστικής δύναμης, πληθωρισμός και ακόμα πιο μαζική ανεργία – τουλάχιστον για ένα διάστημα – σαν αποτέλεσμα της αναπόφευκτης φυγής κεφαλαίων. Γι’ αυτό, μέσα στην Αριστερά και το εργατικό κίνημα το ύψωμα της σημαίας του εθνικού νομίσματος και η αντικατάσταση του σκοπού της μετάβασης στο σοσιαλισμό από εκείνον της μετάβασης στο εθνικό νόμισμα είναι μια αντιδραστική πολιτική, που στην πράξη οδηγεί την εργατική τάξη στην αγκαλιά του ταξικού της αντιπάλου.

Μια «αποικία χρέους»;

Οι ομοιότητες με τα αποικιακά πρότυπα που εμφανίστηκαν στις σχέσεις δανειστών και ελληνικού κράτους είναι ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός. Με την επέμβασή τους μέσω της επιβολής των Μνημονίων, οι δανειστές ευθύνονται για οικονομική εκμετάλλευση και πολιτική καταπίεση που σαφέστατα θυμίζει τη σχέση αποικιοκράτη και αποικίας. Μέτρα σκληρής λιτότητας έχουν επιβληθεί στον ελληνικό εργαζόμενο λαό για να εξυπηρετείται κανονικά το χρέος που πλέον κατέχουν δεκάδες κράτη, ολόκληρη η κρατική περιουσία είναι δεσμευμένη σε ένα ταμείο που ελέγχεται από αυτά τα κράτη, κάθε νόμος πριν εγκριθεί από το ελληνικό κοινοβούλιο πρέπει να λάβει πρώτα την έγκριση των τεχνοκρατών των δανειστών, ενώ όλες οι σοβαρές πολιτικές αποφάσεις για το μέλλον της χώρας λαμβάνονται στα Eurogroup ή για να μιλήσουμε με περισσότερη ακρίβεια, σε συναντήσεις στο περιθώριό τους, ανάμεσα στους εκπροσώπους των πιο ισχυρών κρατών – δανειστών.

Με δεδομένα όλα αυτά, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την Ελλάδα «αποικία χρέους»; Η χρησιμοποίηση ενός όρου, όταν πρόκειται για συγκεκριμένα οικονομικά, πολιτικά ή κοινωνικά φαινόμενα πρέπει να συντελεί στον ακριβέστερο δυνατό, επιστημονικό προσδιορισμό τους. Με αυτό σαν βασικό κριτήριο, ο όρος «αποικία» δεν είναι ο κατάλληλος για να προσδιορίσει τη σημερινή Ελλάδα. Αντί να ξεκαθαρίζει τη φύση του φαινομένου που θέλει να προσδιορίσει, δημιουργεί σύγχυση και μια σειρά από πολιτικές παρενέργειες.

Ο όρος αποικία αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και σε μια συγκεκριμένη βαθμίδα ανάπτυξης του καπιταλισμού. Η αποικία βρίσκεται σε ένα πολύ χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Οι πρώτες ύλες και τα αγροτικά προϊόντα της ουσιαστικά ληστεύονται, με εξευτελιστικές τιμές που καθορίζουν οι καπιταλιστικές μητροπόλεις, με αποτέλεσμα την όξυνση της τάσης για υπανάπτυξη της βιομηχανίας. Τα αστικοδημοκρατικά καθήκοντα στο πλαίσιο μιας αποικίας είναι στο μέγιστο βαθμό ανεκπλήρωτα. Η γη είναι αδιανέμητη. Δεν υπάρχει ανεξάρτητη συγκρότηση σε χωριστό εθνικό – κράτος. Η αστικοποίηση έχει προχωρήσει πολύ λίγο και η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού ζει στην ύπαιθρο. Οι αγροτικές μάζες είναι η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού τους. Η εργατική τάξη είναι μια μικρή μειοψηφία και έχει έναν εξαιρετικά αδύναμο κοινωνικό ρόλο. Η γηγενής αστική τάξη είναι επίσης εξαιρετικά αδύναμη και οργανικά συνδεδεμένη με την τάξη των γαιοκτημόνων. Ο αστικός κοινοβουλευτισμός δεν έχει ακόμα κάνει την εμφάνισή του στην πολιτική τους ζωή. Οι κάτοικοί υφίστανται πολύπλευρη εθνική καταπίεση (γλωσσική, πολιτισμική, θρησκευτική κ.λ.π) που επιβάλλεται με έναν άμεσο τρόπο μέσω της στρατιωτικής κατοχής από τις καπιταλιστικές μητροπόλεις.

Είναι ξεκάθαρο, ότι η σημερινή Ελλάδα, παρά την οικονομική εκμετάλλευση και την πολιτική καταπίεση των δανειστών δεν είναι αποικία. Κάθε μορφή οικονομικής εκμετάλλευσης και πολιτικής καταπίεσης δε σημαίνει και την ύπαρξη μιας αποικίας. Η Ελλάδα είναι ένα κράτος που ακόμα και σήμερα, μετά από 7 χρόνια συνεχούς ύφεσης, συγκαταλέγεται στα κράτη του αναπτυγμένου δυτικού καπιταλισμού. Τα βασικά αστικοδημοκρατικά καθήκοντα, όπως εξήγησε στο θαυμάσιο έργο του «Δημοκρατική ή σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα;» ο Παντελής Πουλιόπουλος έχουν εκπληρωθεί από τον ελληνικό καπιταλισμό ήδη από την περίοδο του Μεσοπολέμου, έστω και στρεβλά, με τρόπο μεσοβέζικο που ταιριάζει στο συντηρητικό πνεύμα της ελληνικής αστικής τάξης και με σημαντική καθυστέρηση συγκριτικά με την ανεπτυγμένη καπιταλιστική Δυτική Ευρώπη.

Αν η χρήση του όρου «αποικία» στο εργατικό κίνημα και την Αριστερά, περιοριζόταν στην αγκιτάτσια, τότε η ζημιά θα ήταν μικρή. Όμως δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ο όρος χρησιμοποιείται από μια συγκεκριμένη πολιτική σκοπιά και με συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους. Τον χρησιμοποιούν οι αριστεροί ρεφορμιστές για να αιτιολογήσουν την υποταγή τους στον αντιδραστικό πατριωτισμό και την προσήλωσή τους στην πολιτική του Λαϊκού Μετώπου και στην υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας.

Το πιο σημαντικό πολιτικό καθήκον σε μια αποικία είναι η εθνική απελευθέρωση και η κατάκτηση της δημοκρατίας. Σύμφωνα με τους ρεφορμιστές, τα καθήκοντα αυτά μπορούν να εκπληρωθούν μόνο μέσα από τη συμμαχία με την εθνική αστική τάξη στο πλαίσιο ενός προοδευτικού σταδίου πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, πριν από την έναρξη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Έτσι η φιλολογία των ρεφορμιστών για τη μετατροπή της Ελλάδας σε αποικία, χρησιμεύει για την αντικατάσταση του προγράμματος της διεθνούς σοσιαλιστικής επανάστασης από το καθήκον της εθνικής δημοκρατικής επανάστασης.

Οι επαναστάτες μαρξιστές έχουν καθήκον να αντιπαλέψουν και να ξεσκεπάσουν τα αβάσιμα θεωρητικά σχήματα του ρεφορμισμού, που χρησιμεύουν σα στηρίγματα για την πολιτική της ταξικής συνεργασίας, της ανοικτής δηλαδή προδοσίας της εργατικής τάξης και της υπόθεσης του σοσιαλισμού. Καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός, ότι ο όρος «αποικία χρέους» επιχειρήθηκε να αποκτήσει θεωρητική δικαιολόγηση από το νυν υπουργό της μνημονιακής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ Ν. Κοτζιά σε βιβλίο που εξέδωσε το 2013 με τον ομώνυμο τίτλο. Το γεγονός ότι ο κύριος αυτός, ακολουθεί λαμπρή καριέρα σήμερα ως κορυφαίος υπουργός σε αυτή την «αποικία χρέους», δε θα ήταν σωστό να το αντιμετωπίσουμε απλά ως τραγική ειρωνεία. Είναι μια ζωντανή απόδειξη για τη βαθύτερη, προδοτική ουσία που έχουν για την υπόθεση της εργατικής τάξης οι θεωρητικές απόψεις που υπερασπίζει.

Στην Ελλάδα δεν υπάρχει σήμερα «ούτε υποψία» προοδευτικής εθνικής αστικής τάξης. Η ελληνική αστική τάξη πορεύεται μέσα σ’ ένα ενιαίο αντιδραστικό μπλοκ με τους δανειστές της, επιχειρώντας μέσα από τις γραμμές του να επιτύχει τη μεγιστοποίηση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης της χώρας και να διατηρήσει τα κεκτημένα της στο διεθνές πεδίο. Μέσα σ’ αυτό το μπλοκ, η ελληνική άρχουσα τάξη έχει πολιτικά και οικονομικά υποδεέστερη θέση από τους ισχυρότερους εκ των δανειστών της, λόγω του γεγονότος ότι το κράτος και οι τράπεζές της είναι χρηματοδοτικά εξαρτημένα από εκείνους, ενώ και η θέση της μέσα στην Ευρωζώνη εξαρτάται σε αποφασιστικό βαθμό από τη δική τους βούληση. Η οικονομική εκμετάλλευση που ασκούν οι δανειστές στη χώρα έχει θύμα μόνο τον εργαζόμενο λαό, τον οποίο η ελληνική αστική τάξη συν-εκμεταλεύεται με τους δανειστές της, ενώ και η πολιτική καταπίεση στρέφεται αποκλειστικά ενάντια στα δικαιώματα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, με την αστική τάξη να έχει πρόθυμα υποταχθεί στην πολιτική επικυριαρχία των δανειστών, διότι αυτή έως τώρα λειτουργεί προς το ταξικό της συμφέρον.

Η σημερινή Ελλάδα δεν αποτελεί κανενός είδους «αποικία». Είναι μια αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα, που βρίσκεται διαρκώς στο φάσμα της ανεξέλεγκτης κρατικής χρεοκοπίας και του ξεπεσμού από τη θέση του συμμέτοχου στην Ευρωζώνη και η οποία κυριαρχείται από το μπλοκ ξένων δανειστών και ελλήνων καπιταλιστών. Μόνο η εργατική τάξη μπορεί να καταργήσει κάθε είδος οικονομικής εκμετάλλευσης και πολιτικής καταπίεσης από τους δανειστές και τους συμμάχους τους, Έλληνες καπιταλιστές. Ο δρόμος γι’ αυτό το σκοπό, είναι η κατάληψη της εξουσίας και η έναρξη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, σε διεθνιστική, αλληλέγγυα δράση με το ευρωπαϊκό προλεταριάτο, για την οικοδόμηση των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης. Αντίθετα, ο «πατριωτικός δρόμος» πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, είναι ο δρόμος της μεγέθυνσης της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης της εργατικής τάξης στο βωμό των «εθνικών συμφερόντων», δηλαδή των συμφερόντων των αντιδραστικών Ελλήνων καπιταλιστών.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 3ο” ]

Ο οικονομικός απολογισμός της κρίσης

Η πιο παραστατική απεικόνιση για το μέγεθος των οικονομικών συνεπειών της κρίσης στην Ελλάδα είναι η πτώση του ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν: η συνολική αξία σε χρηματικές μονάδες των τελικών αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται σε μια χώρα στο διάστημα ενός έτους). Το 2008, πρώτη χρονιά της ύφεσης, το ΑΕΠ της Ελλάδας ανερχόταν σε 241,99 δισ. ευρώ. Το 2015 το ελληνικό ΑΕΠ έχει μειωθεί στα 176,023 δισ. ευρώ. Από την αρχή της κρίσης δηλαδή, η απώλεια στο ελληνικό ΑΕΠ ανέρχεται σε 65,96 δισ. ευρώ ή αλλιώς, σε αυτό το διάστημα η χώρα έχασε το 27,25% του ΑΕΠ της. Καμία άλλη αναπτυγμένη χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν έχει υποστεί τόσο μεγάλη μείωση στο ΑΕΠ της. Η μείωση αυτή, έχει βάλει την Ελλάδα στη λίστα με τις 12 ανεπτυγμένες χώρες που έχουν υποστεί τη μεγαλύτερη πτώση ΑΕΠ από το 1870. Όμως οι υπόλοιπες 11 χώρες αυτής της λίστας, έχουν υποστεί αυτές τις μειώσεις κατά κανόνα σε περιόδους πολέμων ή εμφυλίων πολέμων.

Αυτή η πτώση του ΑΕΠ είναι πολλαπλάσια επώδυνη για τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού, γιατί συντελείται σε συνθήκες καπιταλισμού. Το κατά κεφαλή ΑΕΠ της Ελλάδας (ένα υποθετικό και όχι πραγματικό στατιστικό μέγεθος, που προκύπτει αν διαιρεθεί το ετήσιο ΑΕΠ μιας χώρας με τον αριθμό των κατοίκων της) το 2008 ήταν 21.800 ευρώ. Το 2015 το κατά κεφαλή ΑΕΠ έχει μειωθεί σε 16.200 ευρώ. Όπως προκύπτει από το ποσό αυτό, αν δεν υπήρχε ο καπιταλισμός και η ανισότητα που απορρέει από αυτόν, ακόμα και μετά από μια τέτοια μεγάλη πτώση του ΑΕΠ όπως αυτή που είχαμε στα χρόνια της κρίσης, θα μπορούσε να εξασφαλιστεί αξιοπρεπής διαβίωση για κάθε κάτοικο της Ελλάδας.

Η Ελλάδα, παρά την οικονομική καταστροφή που υπέστη στα χρόνια της κρίσης, παραμένει μια ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα, απέχοντας ακόμα πάρα πολύ από τα επίπεδα των λεγόμενων αναπτυσσόμενων χωρών. Με κριτήριο το κατά κεφαλή ΑΕΠ η Ελλάδα βρίσκεται στη 44η θέση σε σύνολο 185 χωρών στη σχετική παγκόσμια λίστα του ΔΝΤ για το 2015, ξεπερνώντας χώρες όπως η Ρωσία (48η), η Αργεντινή (55η) και η Βραζιλία (76η). Στη λίστα του ΟΗΕ με βάση τον Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης που διαμορφώνεται με τα κριτήρια του προσδόκιμου ηλικίας, του αλφαβητισμού, της εκπαίδευσης και της ποιότητας ζωής ανά τον κόσμο, η Ελλάδα κατατάσσεται στις χώρες με πολύ υψηλή ανάπτυξη καταλαμβάνοντας την 29η θέση, ξεπερνώντας εκτός από τις προαναφερόμενες χώρες και άλλες, όπως η Κύπρος (32η), η Πορτογαλία (43η), η Σαουδική Αραβία (39η) και η Κροατία (49η).

Τα στοιχεία αυτά, αποδεικνύουν πόσο αβάσιμη είναι η αντίληψη που υπερασπίζουν διάφοροι ρεφορμιστές πατριώτες μέσα στην Αριστερά και το εργατικό κίνημα, ότι η σύγχρονη Ελλάδα έχει μετατραπεί σε μια αποικιακή χώρα. Η αντικειμενική οικονομική βάση, δηλαδή οι παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, αντιστοιχεί σε μια ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα και όχι σε μια αποικία. Η εργατική τάξη μέσα από την κατάκτηση της εξουσίας, την κοινωνικοποίηση των βασικών μοχλών της οικονομίας και τον δημοκρατικό κεντρικό σχεδιασμό θα μπορούσε από την πρώτη στιγμή να εξασφαλίσει ένα πολύ καλύτερο επίπεδο ζωής για τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού από το άθλιο σημερινό, πάντα όμως σε τελική ανάλυση, στο βαθμό που η σοσιαλιστική επανάσταση δεν θα έμενε απομονωμένη και θα εξαπλωνόταν και στις υπόλοιπες αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης.

Σήμερα όμως, παρότι από αντικειμενική οικονομική άποψη η Ελλάδα συνεχίζει να είναι μια ανεπτυγμένη χώρα, εκατομμύρια άνθρωποι που ανήκουν στην εργατική τάξη και στα τσακισμένα από την κρίση εργαζόμενα μικροαστικά στρώματα, εξαιτίας του καπιταλισμού και της βαθειάς του κρίσης του (όπως συμβαίνει σε μικρότερη κλίμακα και στους κόλπους των πιο αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών) διαβιούν σα να βρίσκονται σε μια αποικιακή χώρα.

Στον 1ο τόμο του «Κεφαλαίου» ο Μαρξ ανέφερε: «Συσσώρευση του πλούτου στον έναν πόλο, σημαίνει, λοιπόν, ταυτόχρονα, συσσώρευση της αθλιότητας, του εφιαλτικού μόχθου, της σκλαβιάς, της άγνοιας, της κτηνωδίας, του πνευματικού εκφυλισμού στον άλλο, στον αντίθετο πόλο, δηλαδή στην πλευρά της τάξης που παράγει τα προϊόντα της με τη μορφή κεφαλαίου». Αυτή η θέση του Μαρξ που έγινε γνωστή σαν «Θεωρία της αυξανόμενης εξαθλίωσης» και αποτέλεσε διαχρονικά στόχο επιθέσεων από τους αστούς και τους ρεφορμιστές, βρίσκει την πιο χαρακτηριστική επιβεβαίωσή της στη σύγχρονη Ελλάδα.

Σύμφωνα με την έκθεση που δημοσιοποίησε τον περασμένο Μάρτιο το ΙΝΕ – ΓΣΕΕ, το 48% των ελληνικών νοικοκυριών ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ το 50% των εργαζόμενων αμείβεται με λιγότερα από 800 ευρώ. Σύμφωνα με στοιχεία της «Τράπεζας της Ελλάδας» από το 2010 μέχρι τα τέλη του 2015 είχαμε μια μέση μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα κατά 20,7%, για τους εργαζόμενους κάτω των 25 ετών η μείωση ήταν 32% και για τους εργαζόμενους στον κρατικό τομέα 12,4%.

Η μείωση του κόστους εργασίας στον ιδιωτικό τομέα σε αυτό το διάστημα ήταν 24,8% και επιβλήθηκε στο όνομα της ανάγκης τάχα «η χώρα να γίνει πιο ανταγωνιστική και να προσελκυστούν στη χώρα επενδύσεις». Όμως τα επίσημα στοιχεία αποδεικνύουν ότι η μείωση αυτή δεν έφερε επενδύσεις, αλλά απολύσεις. Επιβλήθηκε για να πληρώσει την κρίση του καπιταλισμού η εργατική τάξη και να διασωθούν τα κέρδη των καπιταλιστών.

Σύμφωνα με στοιχεία του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Eurostat, κατά την περίοδο 2007-2015 οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μειώθηκαν κατά 72,6%! Οι συνολικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ αποτελούν πλέον μικρό ποσοστό του ΑΕΠ, μόλις το 11,6% το 2015, έναντι 24,5% το 2007. Ενδεικτικά, στον τομέα των κατασκευών, οι επενδύσεις σε κατοικίες αποτελούν πλέον μόλις το 0,8% του ΑΕΠ, ενώ το 2008 το ποσοστό αυτό ήταν 7,6%.

Την ίδια περίοδο, ενώ με βάση τα στοιχεία του ομίλου «Χρηματιστήριο Αθηνών» οι κερδοφόρες εισηγμένες στο Χρηματιστήριο εταιρείες αύξησαν τα κέρδη τους κατά 35,2 δισ. ευρώ, συνολικά στις εισηγμένες εταιρείες ο αριθμός των εργαζόμενων μειώθηκε κατά 62.000 (από 369.000 ο αριθμός τους υποχώρησε σε 307.000).

Λόγω της κρίσης και της συρρίκνωσης της αγοράς, κέρδη και κεφάλαια συγκεντρώθηκαν σε λιγότερα χέρια. Το 2008 οι κερδοφόρες εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες ήταν 182 και είχαν σημειώσει συνολικά κέρδη αξίας 4,486 δισ. ευρώ. Το 2015 οι κερδοφόρες εισηγμένες εταιρείες ήταν μόλις 37, με συνολικά κέρδη 771 εκατ. ευρώ. Ταυτόχρονα, εξελίσσεται η διαδικασία συγκεντροποίησης κεφαλαίων μέσα από εξαγορές και συγχωνεύσεις σε όλους τους βασικούς κλάδους της βιομηχανίας, του εμπορίου και των υπηρεσιών. Η διαδικασία αυτή όμως, προχωρά πολύ αργά συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη, λόγω της μεγάλης οικονομικής αστάθειας και αβεβαιότητας και της βαθειάς κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού. Έτσι το 2015 η διαδικασία επιβραδύνθηκε, με συμφωνίες συνολικού ύψους 1,4 δισ. ευρώ, ενώ πλέον στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των καπιταλιστών βρίσκονται κύρια οι εταιρείες που συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο των ιδιωτικοποιήσεων.

Επιβεβαιώνοντας τα γραφόμενα του Μαρξ και του Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ο ελληνικός καπιταλισμός είναι ανίκανος να συντηρήσει τους μισθωτούς σκλάβους του, σπρώχνοντάς τους μαζικά στην ανεργία. Τον Δεκέμβριο του 2008, ο αριθμός των εγγεγραμμένων ανέργων σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ ήταν 402.000 άτομα, το 7,9% του συνολικού εργατικού δυναμικού, ενώ τον Μάρτιο του 2016 ο αριθμός των ανέργων ανήλθε σε 1.169.119 άτομα, δηλαδή στο 24,4% του εργατικού δυναμικού. Το ποσοστό ανεργίας στους νέους κάτω από 25 ετών είναι 49%, το 80% του συνόλου των ανέργων είναι μακροχρόνια άνεργοι, ενώ μόνο 128.421 άτομα – μόλις 1 στους 10 άνεργοι – λαμβάνουν επίδομα ανεργίας.

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτά τα επίσημα στοιχεία είναι σε σημαντικό βαθμό πλασματικά. Ένας απροσδιόριστος αριθμός ανέργων μεταναστών, φοιτητών, «ψευτοπασχολούμενων» σε διάφορα επιδοτούμενα προγράμματα ή και ατόμων που έχουν χάσει κάθε ελπίδα να εργαστούν δεν καταγράφεται, ενώ και ο αριθμός του εργατικού δυναμικού μειώνεται διαρκώς λόγω της μετανάστευσης προς αναζήτηση εργασίας στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα το συνολικό ποσοστό ανεργίας να εμφανίζεται μειωμένο. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ από το 2008 έως σήμερα έφυγαν από τη χώρα 427.000 Έλληνες, ηλικίας 15-46 ετών.

Η μαζική φτώχεια και ανεργία έχει συντρίψει την ποιότητα ζωής, την ψυχική και σωματική υγεία των εργατικών και φτωχών λαϊκών μαζών. Στα συσσίτια της Εκκλησίας και των Δήμων σιτίζονται καθημερινά δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι σε όλη τη χώρα, με τον ακριβή αριθμό να μην είναι ακόμα επίσημα διασαφηνισμένος. Σύμφωνα με στοιχεία της ΓΕΝΟΠ – ΔΕΗ 100.000 νοικοκυριά έχουν μείνει χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα λόγω αδυναμίας πληρωμής των λογαριασμών, ενώ ακόμα 2 εκατ. καταναλωτές αδυνατούν να πληρώσουν τους δικούς τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος.

Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 29,4% του πληθυσμού της χώρας δεν μπορεί να εξασφαλίσει θέρμανση, ενώ σύμφωνα με την ΠΟΕΔΗΝ λόγω της μείωσης του προϋπολογισμού των δημόσιων νοσοκομείων κατά 40%, τα νοσοκομεία δεν μπορούν πλέον να ανταποκριθούν στις ανάγκες των ασθενών. Σύμφωνα με στοιχεία που αναφέρθηκαν στο 24ο Πανελλήνιο συνέδριο της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρίας (10-12/12/2015), από το 2010 μέχρι σήμερα οι αυτοκτονίες αυξήθηκαν κατά 30%, ενώ το 44% των Ελλήνων δηλώνουν ότι «βιώνουν διαρκώς αρνητικά, καταθλιπτικά συναισθήματα».

Στην αντίπερα όχθη της κοινωνίας, η κρίση έχει οξύνει την απληστία και τη διαφθορά της άρχουσας τάξης. Στις διεθνείς λίστες των μεγαλοφοροφυγάδων με τον τίτλο «Panama Papers» αποκαλύφθηκε ότι βρίσκονται 223 μεγάλες εταιρείες και 285 μέτοχοι από την Ελλάδα. Σύμφωνα με στοιχεία που παρατίθενται στο βιβλίο «Ο κρυμμένος πλούτος των εθνών» του Γκάμπριελ Ζούκμαν, καθηγητή στο London School of Economics, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, οι καταθέσεις Ελλήνων στην Ελβετία ανέρχονται σε 60 δισ. ευρώ, δηλαδή περισσότερο από 30% του ΑΕΠ. Το ποσοστό αυτό είναι τεράστιο σε σύγκριση με χώρες όπως η Γερμανία ή η Γαλλία, των οποίων οι καταθέσεις στην Ελβετία δεν ξεπερνούν το 6% και το 9% του ΑΕΠ, αντίστοιχα. Με άλλα λόγια, όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο συγγραφέας, η Ελλάδα αναδεικνύεται σε παγκόσμια πρωταθλήτρια της «offshore» φοροδιαφυγής.

Τέλος, στη λίστα με τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο για το 2015 που δημοσίευσε το περιοδικό «Forbes» συμπεριλαμβάνονται 10 Έλληνες ζάμπλουτοι καπιταλιστές, με συνολική περιουσία 30,1 δισ. δολάρια. Αυτό το ποσό θα αρκούσε για να υπερκαλυφθεί το συνολικό έλλειμμα των ελληνικών ασφαλιστικών ταμείων και να μην κοπεί καμία σύνταξη για τα επόμενα χρόνια.

Στην παρουσίαση της ετήσιας έκθεσης της «Τράπεζας της Ελλάδας» τον περασμένο Φεβρουάριο ο διοικητής της, Γ. Στουρνάρας, ισχυρίστηκε πως οι θυσίες πιάνουν τόπο και τα οικονομικά του κράτους εξυγιαίνονται. Και σε αυτόν τον τομέα όμως, παρά την ακραία σκληρή λιτότητα, ο απολογισμός από την αρχή της κρίσης είναι απόλυτα αρνητικός. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε η Eurostat τον Απρίλιο, το κρατικό χρέος από 264,659 δισ. ευρώ και 109,9% του ΑΕΠ που ήταν το 2008, την πρώτη χρονιά της κρίσης, το 2015 ανήλθε σε 311,452 δισ. ευρώ και 176,9% του ΑΕΠ. Αλλά και το δημοσιονομικό έλλειμμα («έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης»), παρά την περικοπή δαπανών και την αύξηση φόρων με τα απανωτά Μνημόνια, σημείωσε μια σχετικά μικρή μείωση σαν ποσοστό του ΑΕΠ συγκριτικά με τον πρώτο χρόνο της ύφεσης : το 2008 ήταν 10,20% και σήμερα (2015) είναι 7,20%.

Τι ήταν λοιπόν αυτό που διέσωσε το «ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης» μέχρι τώρα, αφού αποδεδειγμένα δεν διέσωσε τα οικονομικά του ελληνικού κράτους; Την απάντηση έδωσε στις 3/5 στη γερμανική εφημερίδα «Handelsblatt» ο διευθυντής της «Ευρωπαϊκή Σχολής Μάνατζμεντ και Τεχνολογίας» (ESMT) του Βερολίνου, παρουσιάζοντας τα συμπεράσματα σχετικής έρευνας που διεξήγαγε το ίδρυμά του. Όπως κατέδειξε αυτή η έρευνα, το 95% των μνημονιακών δανείων προς την Ελλάδα διατέθηκαν για να σωθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες, καθώς 86,9 δισ. ευρώ πήγαν στην εξόφληση παλαιών χρεών, 52,3 δισ. για εξόφληση τόκων και 37,3 δισ. για την επανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, ενώ μόνο 9,7 δισ., δηλαδή λιγότερο από το 5%, μπήκαν στον ελληνικό προϋπολογισμό. Το μεγαλύτερο σκάνδαλο μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της «διάσωσης», ήταν η «σωτηρία» των ελληνικών τραπεζών, αφού παρά τα προαναφερόμενα ποσά που διατέθηκαν σ’ αυτές χρεώνοντας το ελληνικό κράτος, μετά την ανακεφαλαιοποίηση του 2015 έχασαν σχεδόν το 98% της χρηματιστηριακής τους αξίας!

Η οικονομική καμπή του 2015

Το 2015 ήταν χρονιά – κλειδί στην εξέλιξη της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού. Η άνοδος των ρεφορμιστών καριεριστών ηγετών του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση επιτάχυνε την ανάπτυξη της κρίσης. Στις αρχές του καλοκαιριού του 2014, οι Έλληνες αστοί ετοιμάζονταν να γιορτάσουν την πρώτη χρονιά εξόδου από την ύφεση : το ελληνικό κράτος είχε βγει για πρώτη φορά από το 2010 στις αγορές, οι ελληνικές τράπεζες ανακεφαλαιοποιούνταν για δεύτερη φορά προσελκύοντας ξένα κεφάλαια, ενώ ένα μεγάλο «ράλι» ανόδου διεξαγόταν στο χρηματιστήριο. Μόλις ένα χρόνο μετά, το ελληνικό κράτος ανακοίνωνε παύση πληρωμής προς το ΔΝΤ, οι ελληνικές τράπεζες έκλειναν και επέβαλαν «capital controls», η ελληνική κοινωνία έφτανε στο «χείλος» μιας επαναστατικής κατάστασης και η κυβέρνηση που βρέθηκε να διαχειρίζεται τις τύχες του ελληνικού καπιταλισμού, όχι μόνο δεν πέτυχε καλύτερους όρους για την εξυπηρέτηση του χρέους, αλλά αναγκάστηκε να υπογράψει πολύ χειρότερους, με ένα καινούριο Μνημόνιο και ένα νέο δάνειο που αύξησε το χρέος.

Σε αυτά τα γεγονότα παρακολουθήσαμε χαρακτηριστικά τη διαλεκτική σχέση αλληλεπίδρασης που υπάρχει μεταξύ οικονομίας, ταξικής πάλης και πολιτικού εποικοδομήματος. Τα υλικά, οικονομικά αιτία μέσα από μια ποσοτική συσσώρευση οδήγησαν σ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτικό αποτέλεσμα, το οποίο με τη σειρά του, έγινε αιτία για μια νέα οικονομική κρίση. Η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού προκάλεσε από το 2010 ισχυρά ρεύματα λαϊκής δυσαρέσκειας και κύματα ταξικών αγώνων, που λαμβάνοντας πολιτική έκφραση, έσπρωξαν τον ΣΥΡΙΖΑ προς την εξουσία τελικά τον Γενάρη του 2015, με αφορμή την αδυναμία των κυβερνητικών αστικών κομμάτων να εκλέξουν Πρόεδρο της Δημοκρατίας από τη Βουλή. Έτσι η μειωμένη κοινωνική απήχηση των βασικών πολιτικών κομμάτων της άρχουσας τάξης και η αδυναμία της να επιβάλει ανοικτά βοναπαρτιστικές λύσεις, την υποχρέωσαν να ανεχτεί τη διασάλευση της εξαιρετικά εύθραυστης σταθερότητας του ελληνικού καπιταλισμού από τους πειραματισμούς των ρεφορμιστών.
Η απόπειρα βελτίωσης των όρων του «ελληνικού προγράμματος» από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, αρχικά είχε την ανοχή και την υποστήριξη τουλάχιστον ενός τμήματος της άρχουσας τάξης. Όταν όμως αποδείχθηκε ότι στην παρούσα φάση δεν υπάρχει κανένας καλύτερος δρόμος για τον ελληνικό καπιταλισμό από εκείνον της πλήρους υποταγής στους δανειστές του κράτους και των τραπεζών του, η αναπόφευκτη επικοινωνιακή διαχείριση της προδοσίας των προεκλογικών διακηρύξεων και οι ανερμάτιστοι αυτοσχεδιασμοί των τρομοκρατημένων ρεφορμιστών καριεριστών αποδείχθηκαν πολύ επιζήμιοι παράγοντες για την ελληνική καπιταλιστική οικονομία. Ενδεικτικά, ο οικονομολόγος αναλυτής Χόλγκερ Σμίντλινγκ προσδιόρισε το κόστος που είχε για τον ελληνικό καπιταλισμό το «ατύχημα Βαρουφάκη» σε 7% του ΑΕΠ ως το τέλος του 2016 και την επίπτωση στο χρέος σ’ ένα επιπλέον 25% του ΑΕΠ, αν συνυπολογιστεί και το μακροπρόθεσμο κόστος της νέας διάσωσης των τραπεζών.

Η απροκάλυπτη προδοσία της κλίκας του Τσίπρα ματαίωσε την τελευταία στιγμή την πλήρη καταστροφή για την ελληνική άρχουσα τάξη, που θα λάμβανε τη μορφή μιας ανοικτά επαναστατικής κατάστασης και της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας και της εξόδου από το ευρώ. Έτσι η διαφαινόμενη καταστροφή μετατράπηκε σε βαρύτατη οικονομική ζημιά, που με την υπογραφή της κλίκας του Τσίπρα στο 3ο Μνημόνιο στις 12 Ιουλίου μεταφέρθηκε εξολοκλήρου στις πλάτες της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.

Το 2015 σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ έκλεισε με μια μείωση του ελληνικού ΑΕΠ μόλις κατά 0,2%, σε αντίθεση με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ που μιλούσαν για πτώση 0,6%. Αν όμως κάποιος εξετάσει τη δομή αυτής της επίδοσης, θα συνειδητοποιήσει ότι– εκτός από την προαναφερόμενη επαναφορά στην «ομαλότητα» που σηματοδότησε η προδοσία Τσίπρα – οφείλεται σε μη παραγωγικές αιτίες, που δεν προοιωνίζουν ουσιαστική έξοδο από την ύφεση. Την ώρα που οι επενδύσεις μειώνονταν για μια ακόμα χρονιά κατά 2,8%, συγκρατήθηκε η καταναλωτική δαπάνη λόγω του νέου κύματος απόσυρσης καταθέσεων και αργότερα, λόγω των «capital controls», που ευνόησαν την αγορά ηλεκτρικών – ηλεκτρονικών συσκευών, αυτοκινήτων κ.λ.π. Ο συγκυριακός χαρακτήρας της αύξησης της καταναλωτικής δαπάνης αποδείχθηκε το τέταρτο και τελευταίο τρίμηνο του 2015, στο οποίο η ιδιωτική κατανάλωση υποχώρησε σοβαρά, κατά 0,9%. Αλλά πάνω απ’ όλα, η πτώση του ΑΕΠ συγκρατήθηκε από τη μεγάλη αύξηση του τουρισμού κατά 18%.
Για το υποτιθέμενο επίτευγμα του πρωτόγεννους πλεονάσματος και τον πλασματικό του χαρακτήρα έχουμε ήδη αναφερθεί. Αλλά και το άλλο «επίτευγμα», η μείωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου κατά 15,1% και η διαμόρφωσή του στα 17,77 δισ. ευρώ, είναι επίσης πλασματικό, καθώς προήλθε από μια σοβαρή πτώση των εισαγωγών, λόγω των περιορισμών των «capital controls».

Οι οικονομικές προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού

Ο ελληνικός καπιταλισμός μοιάζει με τον ανίατα ασθενή που κρατιέται στη ζωή με μηχανική υποστήριξη. Το κράτος και οι τράπεζές του βρίσκονται στο έλεος των δανειστών. Έτσι ο καθοριστικός παράγοντας για τις οικονομικές προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού είναι η πορεία της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας οικονομίας. Αυτός ο παράγοντας θα καθορίσει το αν ο ελληνικός καπιταλισμός θα καταφέρει να αποφύγει μια νέα αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους και την έξοδο από την Ευρωζώνη.

Οι επίσημες εκτιμήσεις για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας είναι πολύ συγκρατημένες. Η Κομισιόν σε σχετική της έκθεση που δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο προέβλεψε ότι ο μέσος όρος της ανάπτυξης σε Ευρωζώνη και ΕΕ τη διετία 2016 – 2017 θα κυμανθεί από 1,6 έως 1,9%. Αν και στην άναρχη καπιταλιστική οικονομία δεν είναι δυνατό να γίνουν ποτέ ακριβείς προβλέψεις, αν αυτές οι εκτιμήσεις επαληθευτούν, όλοι οι παράγοντες που σήμερα επιβάλουν σκληρή στάση από τους δανειστές στην Ελλάδα θα διατηρηθούν: το χρέος θα παραμείνει μια πανευρωπαϊκή απειλή και οι ουσιαστικά υφεσιακοί ρυθμοί εξέλιξης του ΑΕΠ σε συνδυασμό με τις πολιτικές λιτότητας, θα συνεχίζουν να τροφοδοτούν την κοινωνική και πολιτική αστάθεια σε όλη την Ευρώπη, με τους πιο αδύναμους κρίκους της όπως η Ελλάδα, να είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στους οικονομικούς κινδύνους.

Μέσα σ’ ένα τέτοιο ευρωπαϊκό περιβάλλον και με το βάρος του χρέους να σκιάζει την οικονομία, όπως ήδη έχουμε εξηγήσει, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιδειχθεί από τους Γερμανούς αστούς και τους υπόλοιπους ευρωπαίους «εταίρους» γενναιοδωρία σχετικά με το χρέος και να φύγει από το προσκήνιο το φάσμα ενός πιθανού «Grexit». Το πιθανότερο ενδεχόμενο, με τις παρούσες τάσεις ύφεσης και γενικευμένης αστάθειας στην ΕΕ, είναι η Ελλάδα να σπρωχτεί από τους δανειστές προς μια «συντεταγμένη» έξοδο από την Ευρωζώνη, σε συνδυασμό πιθανά με μια πιο δραστική αντιμετώπιση του προβλήματος του χρέους («κούρεμα» του τμήματος εκείνου που έτσι κι αλλιώς θα είναι αντικειμενικά αδύνατο να αποπληρωθεί).

Όσο θα καθυστερεί αυτή η προοπτική, τόσο θα αυξάνονται οι πιθανότητες να προκύψουν προηγουμένως δύο άλλα ενδεχόμενα. Το πρώτο από αυτά, είναι το «Grexit» να συνδυαστεί με μια συνολικότερη διαδικασία διάλυσης ή αλλαγής της σύνθεσης της Ευρωζώνης. Το δεύτερο είναι το «Grexit» να προκύψει σαν «ατύχημα», είτε μετά από μια απρόβλεπτη εκδήλωση αδυναμίας εξυπηρέτησης του χρέους, είτε ακόμα και μετά από την ανάδειξη μιας μελλοντικής κυβέρνησης που θα θελήσει να έρθει σε ρήξη με τους δανειστές.

Ο ελληνικός καπιταλισμός δεν κρύβει σήμερα στους κόλπους του τις δυνατότητες για να δημιουργηθεί η αναγκαία δυναμική ανάπτυξης που θα αναιρέσει τη γενικότερη προοπτική του «Grexit» και το διεθνές πλαίσιο που την επιβάλει. Οι επίσημες εκτιμήσεις της Κομισιόν τον περασμένο Απρίλη προβλέπουν ότι η ελληνική οικονομία θα παραμείνει σε ύφεση το 2016 με επίδοση -0,3%, ενώ κάνουν λόγο για επιστροφή στην ανάπτυξη το 2017 με 2,7%. Η «εκτίμηση» για το 2017 είναι εντελώς αστήριχτη και υπηρετεί μόνο την επικοινωνιακή σκοπιμότητα να αντιστοιχηθούν οι δείκτες της ανάπτυξης με τα προβλεπόμενα από το τρίτο Μνημόνιο δημοσιονομικά πλεονάσματα.

Για να καταλάβουμε το μέγεθος της αδυναμίας του ελληνικού καπιταλισμού, ας κάνουμε μια αφαίρεση και ας δεχτούμε ως πιθανότερο το πιο θετικό σενάριο για την ελληνική οικονομία, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει η κυβέρνηση. Θα διαπιστώσουμε και πάλι ότι οι γενικότερες, δυσοίωνες προοπτικές που προαναφέραμε δε μπορούν να αναιρεθούν. Το σενάριο αυτό λοιπόν, θέλει μετά την ολοκλήρωση της περιβόητης πρώτης αξιολόγησης από τους δανειστές «να ανοίγει ο δρόμος για τη ελάφρυνση του χρέους, την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ και την έξοδο στις αγορές, που με τη σειρά της θα οδηγήσει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στην ελληνική οικονομία». Όμως ακόμα και η προσωρινή χαλάρωση της θηλιάς του χρέους και του ακριβού δανεισμού μέσα από αυτό το δρόμο, δεν μπορεί να σημάνει αυτόματα την έναρξη της αναγκαίας για την ανάπτυξη διαδικασίας επενδύσεων.

Το βασικό πρόβλημα είναι ότι απουσιάζει η αγορά που θα κάνει συμφέρουσες τις επενδύσεις. Η αγοραστική δύναμη των μαζών από την κρίση και τα απανωτά Μνημόνια λιτότητας είναι τσακισμένη. Τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τις λιανικές πωλήσεις είναι απόλυτα αποκαλυπτικά. Ο γενικός δείκτης του όγκου λιανικών πωλήσεων υποχώρησε κατά 6,6% τον Φεβρουάριο του 2016, σε σχέση με τον αντίστοιχο περσινό μήνα, συμπεριλαμβανομένων των πωλήσεων ακόμα και σε μεγάλα καταστήματα τροφίμων, οι οποίες έπεσαν κατά 5,4%. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη πτώση που καταγράφεται τα δύο τελευταία χρόνια.
Η αγορά θα «στενέψει» ακόμα περισσότερο από την πρώτη δόση των σκληρών μέτρων του τρίτου Μνημονίου ύψους 9 δισ. ευρώ, καθώς και από τα μέτρα που θα ενεργοποιούνται αυτόματα μετά από κάθε δημοσιονομικό εκτροχιασμό, σύμφωνα με όσα αξιώνουν οι δανειστές και έχει ήδη αποδεχτεί η κυβέρνηση. Με το διαρκές στένεμα της αγοράς μέσα από την ολοένα και σκληρότερη λιτότητα, το μόνο πεδίο για συμφέρουσες «επενδύσεις» θα είναι οι αποκρατικοποιήσεις και μόνο εκείνες που συνδέονται με εξασφαλισμένα και μεγάλα κέρδη, όπως π.χ συνέβη με τον ΟΠΑΠ ή τον ΟΛΠ.

Εκτός από την απουσία της αναγκαίας αγοράς, καθοριστικοί αποτρεπτικοί παράγοντες για τις αναγκαίες επενδύσεις είναι η διαρκώς επιδεινούμενη οικονομική κατάσταση του κράτους και των τραπεζών. Είναι ανάγκη να διασαφηνιστεί, ότι η Ελλάδα βρίσκεται διαρκώς στο φάσμα μιας στάσης πληρωμών, όχι γιατί καθυστερούν οι δανειστές τις δόσεις των δανείων, αλλά γιατί εξαντλείται η φοροδοτική δυνατότατα των λαϊκών μαζών. Η ύφεση, σε συνδυασμό με τα διαρκή μέτρα λιτότητας, έχουν ήδη εκτοξεύσει στα ύψη τις ληξιπρόθεσμες οφειλές στο κράτος.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων οι οφειλές των φορολογουμένων στο πρώτο τρίμηνο του 2016 ανήλθαν στα 3,22 δισ. ευρώ, ενώ συνολικά, μαζί με τις παλαιότερες οφειλές, τα ληξιπρόθεσμα χρέη έχουν ξεπεράσει τα 87 δισ. ευρώ και στη μεγάλη τους πλειονότητα αφορούν χρέη φυσικών προσώπων (σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε και τα τουλάχιστον 22 δισ. ευρώ χρέη προς τα ασφαλιστικά ταμεία). Το 2011 τα ληξιπρόθεσμα χρέη ήταν 44 δισ. ευρώ, δηλαδή σε διάστημα τεσσάρων ετών τα χρέη των φορολογουμένων έχουν διπλασιαστεί. Εντυπωσιακό είναι το συμπέρασμα που προκύπτει αν σημειώσουμε ότι από το 2011 έως το 2016 έχουν ληφθεί μέτρα ύψους 45 δισ. ευρώ σε φόρους και περικοπές. Αυτό σημαίνει ότι τα μέτρα αυτά ακυρώθηκαν στην πράξη από την αυξανόμενη φοροδοτική αδυναμία των μαζών.

Είναι αφελές να φαντάζεται κάποιος ότι η συνεπαγόμενη από την ύφεση και τα μέτρα λιτότητας φοροδοτική αδυναμία μπορεί να εξελίσσεται με έναν «ελεγχόμενο» ρυθμό. Κάποια στιγμή αναπόφευκτα, θα φτάσει σ’ ένα κομβικό σημείο, όπου θα τείνει να μετατραπεί σε καθολικό φαινόμενο, σπρώχνοντας τα έσοδα του κράτους «στην άβυσσο» και δημιουργώντας τις συνθήκες για μια απρόβλεπτη στάση πληρωμών στο χρέος και τις άλλες υποχρεώσεις του κράτους. Αυτές οι συνθήκες που βρίσκονται μπροστά μας λοιπόν, κάθε άλλο παρά ευνοούν μια «επενδυτική έκρηξη» που θα οδηγήσει στην ανάπτυξη.

Το τραπεζικό σύστημα, που συμπληρώνει ένα χρόνο ισχύος των «Capital controls», είναι μια ακόμα διαρκής εστία οικονομικής αποσταθεροποίησης, που αντιτίθεται στις αναπτυξιακές προοπτικές που επικαλείται το θετικό σενάριο της κυβέρνησης για τον ελληνικό καπιταλισμό. Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να διασαφηνίσουμε ένα ζήτημα. Η επιβολή των «Capital controls» στις τράπεζες εμφανίζεται από την άρχουσα τάξη σαν το αποτέλεσμα των υπερβολών της διαπραγματευτικής τακτικής της κυβέρνησης, ενώ εκείνη απαντά, ότι ήταν το αποτέλεσμα των πιέσεων των δανειστών και της διακοπής της φθηνής χρηματοδότησης από την ΕΚΤ. Στην πραγματικότητα όμως, η επιβολή των «Capital controls» ήταν απλά το αποτέλεσμα της ίδιας της κατάστασης χρεοκοπίας των τραπεζών, που αναδείχθηκε το περασμένο καλοκαίρι με αφορμή την κορύφωση της οικονομικής αστάθειας.

Οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη χρεοκοπήσει εξαιτίας της κρίσης που οδηγεί στην αδυναμία των δανειοληπτών να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους. Το σύνολο των δανείων που έχουν χορηγήσει οι ελληνικές τράπεζες είναι 204 δισ. ευρώ και αυτά που δεν εξυπηρετούνται αγγίζουν τα 107 δισ. ευρώ, δηλαδή πάνω από το 50%. Οι ελληνικές τράπεζες από την αρχή της κρίσης κρατούνται μακριά από την χρεοκοπία τεχνητά, μέσα από γιγαντιαίες χρηματοδοτήσεις – «ενέσεις ρευστότητας» και ανακεφαλαιοποιήσεις – από το ελληνικό κράτος και την ΕΚΤ, που φορτώνονται στις πλάτες κυρίως των Ελλήνων αλλά και των υπολοίπων Ευρωπαίων φορολογούμενων, αυξάνοντας το ελληνικό κρατικό χρέος και γενικότερα τη «φούσκα» των χρεών στον ελληνικό και τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό. Σύμφωνα με στοιχεία της ΟΤΟΕ, το σύνολο των ενισχύσεων που δόθηκαν στις τράπεζες, άμεσα με τη μορφή «ρευστού» χρήματος και έμμεσα με τη χορήγηση εγγυήσεων και ομολόγων του κράτους για δανεισμό από την ΕΚΤ, προσεγγίζουν σήμερα με την 3η ανακεφαλαιοποίηση τα 170 δισ. ευρώ!

Σαν αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης και της γενικότερης οικονομικής αστάθειας, οι ελληνικές τράπεζες δεν είναι πλέον αξιόπιστες και εμφανίζουν μεγάλη και διαρκή απώλεια καταθέσεων τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με στοιχεία της «Τράπεζας της Ελλάδας» το συνολικό ποσό των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες στο τέλος Μαρτίου ήταν 121,5 δισ. ευρώ. Το συνολικό ποσό των καταθέσεων έχει μειωθεί από το 2010 κατά 88 δισ. ευρώ.

Οι ελληνικές τράπεζες από την αρχή της κρίσης δε δανείζουν σε αξιόλογο βαθμό για επενδύσεις ή κατανάλωση, ούτε καν με τοκογλυφικούς όρους, όπως έκαναν πριν την κρίση. Έχουν μετατραπεί ουσιαστικά σε «βαμπίρ» που τροφοδοτούνται διαρκώς με χρήμα από κράτος και δανειστές για να μην καταρρεύσουν και οξύνουν την κρίση του ελληνικού και του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Δεν υπάρχει καμία καπιταλιστική χώρα στον κόσμο που να γνώρισε περίοδο ισχυρής ανάπτυξη και επενδύσεων μ’ ένα τέτοιο τραπεζικό σύστημα.

Ο γνωστός Βρετανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Μάθιου Λιν, με άρθρο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Telegraph» στις 4/4, υποστήριξε ότι «η Ελλάδα παραμένει ένα αυτοκίνητο που προχωρά με αργή κίνηση προς μια μεγάλη σύγκρουση». Η παρομοίωση αυτή ανταποκρίνεται στις πραγματικές τάσεις για τις προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού. Και στη συνέχεια του άρθρου, ο Λιν περιγράφει τους μοναδικούς δύο δρόμους που έχει μπροστά της η Ελλάδα, ασφαλώς πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού θα προσθέταμε εμείς : «Είτε η χώρα θα βγει από το ευρώ και θα ξανακαθιερώσει τη δραχμή, αρχίζοντας να χαράσσει το δικό της δρόμο επιστροφής στην ανάκαμψη, είτε διαφορετικά, χρειάζεται μια μεγάλη ελάφρυνση χρέους και ένα πακέτο χρηματοδοτικής βοήθειας για να αναθερμάνει την οικονομία της και να αρχίσει να δίνει ώθηση στην ανάπτυξη».

Έχουμε ήδη εξηγήσει το γιατί στη σημερινή φάση της κρίσης του ευρωπαϊκού και του ελληνικού καπιταλισμού, δεν είναι πιθανό να υπάρξουν από κοινού μια ουσιαστική «ελάφρυνση» του ελληνικού χρέους και ένα τέτοιο πακέτο βοήθειας που να είναι ικανά να δώσουν πραγματική «ώθηση στην ανάπτυξη». Έτσι αργά ή γρήγορα, η Ελλάδα θα αναγκαστεί σύμφωνα με τις εκφράσεις του Λιν να «χαράξει το δικό της δρόμο προς την ανάπτυξη» με ένα εθνικό νόμισμα. Όμως οι μαρξιστές, έχουμε επίσης επανειλημμένα και υπομονετικά εξηγήσει, ότι πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού ο δρόμος του εθνικού νομίσματος δε θα είναι αφηρημένα ένας «δρόμος ανάπτυξης» – έστω και με δεδομένο ότι αναπόφευκτα σε κάποιο στάδιο η ελεύθερη πτώση του ελληνικού ΑΕΠ θα ανακοπεί, όπως συμβαίνει ακόμα και με τις χώρες που έχουν υποστεί τη μεγαλύτερη οικονομική καταστροφή – αλλά ένας δρόμος με νέα δεινά για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, ακόμα βαρύτερα από τα σημερινά. Θα αντιπροσωπεύει ένα νέο στάδιο στην ανίατη κρίση του ελληνικού καπιταλισμού, που θα σημάνει μια ακόμα μεγαλύτερη από τη σημερινή, επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των εργατικών μαζών. Γι’ αυτό, οι μαρξιστές καταδικάζουμε ως προδοτική για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης την επιλογή ενός από τους δυο αυτούς καπιταλιστικούς δρόμους, που χαρακτηρίζει σήμερα τόσο τους δεξιούς ρεφορμιστές της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και τους αριστερούς ρεφορμιστές στην ηγεσία της ΛΑΕ και υπερασπίζουμε αδιάκοπα τον δρόμο της σοσιαλιστικής επανάστασης. Το μόνο δρόμο που αντιπροσωπεύει μια αληθινή λύση για τα προβλήματα της συντριπτικής πλειονότητας της ελληνικής κοινωνίας.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 4″ ]

Οι ρεφορμιστές στην κυβέρνηση: από την χρεοκοπία στην προδοσία

Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Γενάρη του 2015, που έλαβε τον χαρακτήρα ενός ισχυρού πλειοψηφικού ρεύματος στα μεγάλα αστικά κέντρα, τις εργατικές γειτονιές και τη νεολαία, ήταν το αποτέλεσμα της πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων από τη βαθειά κρίση του ελληνικού καπιταλισμού και την έκρηξη των ταξικών αγώνων της περιόδου 2010 – 2013. Παρά την άτολμη, σοσιαλδημοκρατική πολιτική της ηγεσίας του, η εκλογική νίκη ενός κόμματος προερχόμενου από το κομμουνιστικό κίνημα, που λίγα χρόνια πριν, συγκέντρωνε εκλογικά ποσοστά 3-4%, ήταν μια ξεκάθαρη αντανάκλαση των επαναστατικών διεργασιών που συντελούνται στην κοινωνία.

Αντίθετα προς το περιεχόμενο της ανόητης σχετικής φιλολογίας των αστών και των ρεφορμιστών, η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ δεν οφειλόταν στη δεξιά, «ρεαλιστική» στροφή της ηγεσίας του κόμματος από το 2012 και μετά, αλλά υπονομεύθηκε και περιορίστηκε από αυτήν. Εάν κατά την έναρξη της περιόδου των Μνημονίων και των μεγάλων ταξικών αγώνων που αυτή σηματοδότησε, στη θέση «του ΣΥΡΙΖΑ του 4%» βρισκόταν ένα γνήσιο επαναστατικό, μαρξιστικό κόμμα με τον ίδιο αριθμό μελών και την ίδια επιρροή σαν αφετηρία, τότε με όπλο την υπεράσπιση προγραμματικών θέσεων ικανών να δώσουν ριζική λύση στα προβλήματα των εργατικών μαζών, θα τις ενθουσίαζε και θα τις κινητοποιούσε. Θα εξασφάλιζε πολύ πιο ευρεία και σταθερή λαϊκή υποστήριξη μέσα στη χώρα από τον ρεφορμιστικό ΣΥΡΙΖΑ και θα είχε οδηγήσει την ίδια την εργατική τάξη στην εξουσία και μάλιστα, πιθανότατα αρκετά νωρίτερα από τον Γενάρη του 2015.

Ταυτόχρονα, ένα επαναστατικό κόμμα με μια γνήσια προλεταριακή διεθνιστική πολιτική, θα δημιουργούσε ισχυρά κύματα αλληλεγγύης και ριζοσπαστικοποίησης σε πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Η διεθνής επίδραση της ψοφοδεούς, σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, συγκρινόμενη με εκείνη που θα είχε μια επαναστατική μαρξιστική πολιτική, μοιάζει με την αδύναμη σπίθα μπροστά στην ανεξέλεγκτη πυρκαγιά.

Οι μαρξιστές ήμασταν οι μόνοι που δεν εκπλαγήκαμε από την ταχύτατη διαδικασία εκφυλισμού της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Νωρίτερα από κάθε άλλον, είχαμε εξηγήσει ότι οι ισχυρές αυταπάτες για τον καπιταλισμό και ο καριερισμός, θα ωθήσουν αναπόφευκτα τους ρεφορμιστές στην αγκαλιά της τρόικας και της άρχουσας τάξης, μετατρέποντάς τους από «διαπρύσιους πολέμιους» των Μνημονίων σε απολογητές τους.

Η ανοικτή προδοσία των συμφερόντων της εργατικής τάξης βρίσκεται στην ουσία των ιδεών του ρεφορμισμού. Αυτές οι ιδέες, ας μην το ξεχνάμε, δεν αποτελούν προϊόν κάποιας «παρανόησης» του επιστημονικού σοσιαλισμού, αλλά την πολιτική έκφραση των ισχυρών πιέσεων του ταξικού εχθρού και των κυρίαρχων αντιλήψεων της αστικής κοινωνίας μέσα στο εργατικό κίνημα.

Η δημιουργία της κυβερνητικής συμμαχίας με τους ΑΝΕΛ και η υποστήριξη της υποψηφιότητας του Π. Παυλόπουλου για την προεδρία της Δημοκρατίας, αποτέλεσαν τις πρώτες «επίσημες» ενδείξεις υποταγής της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στην άρχουσα τάξη. Οι ΑΝΕΛ δεν μπήκαν στην κυβέρνηση σαν «αναγκαίο κακό» για να εξασφαλιστεί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ούτε η προεδροποίηση του Παυλόπουλου ήταν μια απόπειρα να δημιουργηθεί διάσπαση στο στρατόπεδο της Ν.Δ, όπως καλόπιστα πίστεψαν πολλοί αγωνιστές παρασυρμένοι από τα δημόσια ψέματα της ηγεσίας. Ο αστικός συρφετός των ΑΝΕΛ ως κυβερνητικός σύμμαχος και ο δεξιός αστός στην Προεδρία της Δημοκρατίας, αποτέλεσαν τους «εγγυητές» που χρειαζόταν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στην απόπειρά της να διαβεβαιώσει την άρχουσα τάξη ότι θα υπερασπίσει πιστά τα ζωτικά συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού.

Έτσι λοιπόν, η πορεία που κατέληξε στην προκλητική μετατροπή του «Όχι» του δημοψηφίσματος σε «Ναι», είχε ήδη ξεκινήσει από την επομένη κιόλας των εκλογών του Γενάρη του 2015, με τη μετατροπή της ξεκάθαρης λαϊκής εντολής για αριστερή κυβέρνηση σε «πράσινο φως» για τον σχηματισμό μιας κλασσικής κυβέρνησης ταξικής συνεργασίας ή σύμφωνα με την παλιά σταλινική ορολογία, μιας κυβέρνησης «Λαϊκού Μετώπου», αλλά και με την τοποθέτηση ενός πρώην υπουργού της Ν.Δ στο ανώτατο αξίωμα της ελληνικής αστικής δημοκρατίας. Με άλλα λόγια, από τις πρώτες κιόλας μέρες της ανόδου της στην κυβέρνηση, η κλίκα του Τσίπρα, με την πλήρη συναίνεση της σημερινής ηγεσίας της ΛΑΕ, έδειξε τι είναι ικανή να κάνει.

Το βασικό εφόδιο με το οποίο συμμετείχαν στην κυβέρνηση και οι δυο κύριες ομάδες της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν μια ανομολόγητη «υπόθεση εργασίας», που μοιράζονταν από κοινού και που η ύπαρξή της, συνάγεται από την έμπρακτη πολιτική τους στάση. Τόσο οι «ευρωπαϊστές» ρεφορμιστές του Τσίπρα, όσο και οι πατριώτες ρεφορμιστές του Λαφαζάνη, θεωρούσαν ότι η απειλή της εξόδου από το ευρώ (διανθισμένη με ένα διπλωματικό «φλερτ» με τη Ρωσία, που ποτέ φυσικά δεν αποδείχθηκε ότι αντιπροσώπευε μια πραγματική εναλλακτική λύση χρηματοδότησης, παρά τις φιλορωσικές φαντασιώσεις της ηγεσίας του Αριστερού Ρεύματος) θα μπορούσε να αναγκάσει τους δανειστές, όχι ασφαλώς να δεχτούν το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» (κανένας από τους ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ δεν πίστεψε ποτέ σοβαρά σε αυτή την πιθανότητα), αλλά να προβούν σε ορισμένες ουσιαστικές παραχωρήσεις.

Και οι δύο ρεφορμιστικές ομάδες στην ηγεσία, εκτιμούσαν ότι με αυτό το «μέσο πίεσης» θα ήταν εφικτή η κατάκτηση μιας «ήπιας» λιτότητας, που σε συνδυασμό μ’ ένα «κούρεμα» χρέους, θα μπορούσε να ικανοποιήσει όλους τους «ενδιαφερόμενους» : τις τσακισμένες από τα Μνημόνια εργατικές μάζες, οι οποίες θα υποδέχονταν με ανακούφιση την αποδυνάμωση έστω, της επίθεσης στο βιοτικό τους επίπεδο, την (υπαρκτή μόνο στα μυαλά τους) «παραγωγική» – «εθνική» αστική τάξη που θα στήριζε την «πατριωτικά σκεπτόμενη κυβέρνηση», αλλά και τις «διεθνείς αγορές» που θα διαπίστωναν ότι ο καπιταλισμός στην Ελλάδα σταθεροποιείται και δεν κινδυνεύει από τους νέους «αριστερούς» διαχειριστές του. Αυτές οι αυθαίρετες υποθέσεις συγκροτούσαν το κοινό, ανομολόγητο, «σχέδιο» των ρεφορμιστών. Και φυσικά αυτό το «σχέδιο», όπως είχαμε έγκαιρα προβλέψει, αποδείχθηκε πλήρως ανεδαφικό και μοιραίο για την εργατική τάξη.

Οι ρεφορμιστές ηγέτες και των δυο πτερύγων του ΣΥΡΙΖΑ, πίστευαν ότι αφού τελειώσουν τη διαπραγμάτευση με το προαναφερόμενο αποτέλεσμα, θα μπορούσαν να επιτύχουν μια μακροημέρευση στην κυβέρνηση, ανάλογη με εκείνη που «απήλαυσαν» οι ρεφορμιστές ηγέτες του ΠΑΣΟΚ κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Η εμπιστοσύνη τους στον καπιταλισμό και η επιθυμία τους να τον διαχειριστούν (επικερδώς ασφαλώς) τους είχε τυφλώσει.

Όμως, όπως οι μαρξιστές υπομονετικά εξηγούμε από την αρχή της κρίσης, η παρούσα περίοδος είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη των κεϋνσιανών ή «ήπια νεοφιλελεύθερων» πολιτικών των δύο – τριών προηγούμενων δεκαετιών. Η κρίση και παρακμή του καπιταλισμού βρίσκεται σ’ ένα νέο, ακόμα πιο προχωρημένο στάδιο, που επιβάλει σκληρή και διαρκή επίθεση στο βιοτικό επίπεδο των εργατικών μαζών.
Τη δεκαετία του 1980, μ’ ένα ελληνικό κρατικό χρέος πολύ μικρότερο και με τον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο καπιταλισμό σε άνθηση, ορισμένες παραχωρήσεις από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, σε τμήματα έστω, της εργατικής τάξης και για περιορισμένα διαστήματα, ήταν εφικτές. Η «ασθμαίνουσα» παράταση της διεθνούς άνθησης κατά τη δεκαετία του 1990 και στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000, διατήρησε σ’ ένα βαθμό και τις δυνατότητες για ελιγμούς από τους δεξιούς ρεφορμιστές του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση (βλέπε απόσυρση από την κυβέρνηση Σημίτη του περιβόητου ασφαλιστικού νομοσχεδίου Γιαννίτση κάτω από την πίεση των γενικών απεργιών το 2001) και για την υιοθέτηση αργών ρυθμών στο «ξήλωμα» των παλιών παραχωρήσεων.

Οι συνθήκες όμως μεταβλήθηκαν διεθνώς ριζικά, από το 2008 και μετά. Όπως έδειξε η εμπειρία της πρώτης μνημονιακής κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου, από την οποία οι ρεφορμιστές του ΣΥΡΙΖΑ δεν διδάχτηκαν τίποτα, στις νέες συνθήκες της βαθιάς κρίσης , όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παγκόσμια, η απόπειρα διαχείρισης του αστικού κράτους από τους ρεφορμιστές, έστω και για λίγους μήνες, συνεπάγεται και ανάληψη της υποχρέωσης για εφαρμογή σκληρών προγραμμάτων λιτότητας ενάντια στην εργατική τάξη. Η πορεία της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, με τις απανωτές υποχωρήσεις και παραβιάσεις όλων των «κόκκινων γραμμών» βδομάδα με τη βδομάδα, έμελε να επιβεβαιώσει περίτρανα αυτή τη διαπίστωση.

Για να μη συγκρουστεί με τους αστούς και να μη θέσει σε κίνδυνο την εύθραυστη σταθερότητα του ελληνικού καπιταλισμού και τη θέση του στην Ευρωζώνη, η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ανέβαλε επ’ αόριστο την εφαρμογή των προγραμματικών της δηλώσεων και έθεσε τα συμφέροντα του κεφαλαίου – με το μανδύα των «συμφερόντων του έθνους» – πάνω από τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Αλλά όπως είχαν προβλέψει οι μαρξιστές, αυτό δεν ήταν αρκετό. Το μπλοκ της άρχουσας τάξης και των δανειστών απαίτησε πλήρη υποταγή και ταπείνωση. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν αρκούσε μόνο να αναβάλει την εφαρμογή του προγράμματός της. Θα έπρεπε να εφαρμόσει στην κυβέρνηση το ακριβώς αντίθετο πρόγραμμα. Θα έπρεπε, όχι μόνο να αφήσει τη θηλιά στο λαιμό του λαού, αλλά να τη σφίξει περισσότερο απ’ όσο την έσφιξαν οι προηγούμενες αστικές κυβερνήσεις.

Η απαίτηση αυτή, δεν προβλήθηκε μόνο για τους οικονομικούς λόγους που έχουμε ήδη εξηγήσει πιο πάνω και συνδέονται με την αδυναμία του ελληνικού καπιταλισμού και τη γενικότερη φάση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Επιβλήθηκε και για πολιτικούς λόγους. Ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να υποταχθεί και να ταπεινωθεί παραδειγματικά, για να σταλεί στις εργατικές μάζες όλης της Ευρώπης το μήνυμα να μείνουν μακριά από κάθε αριστερό κόμμα, στην πραγματικότητα, να μείνουν μακριά από κάθε δράση ή ιδέα που θα μπορούσε να αμφισβητήσει τα ζωτικά συμφέροντα του κεφαλαίου.

Οι αστοί κατανοούν πολύ καλύτερα από τους επαρχιώτικης πολιτικής αντίληψης ρεφορμιστές, την κολοσσιαία διεθνή επίδραση που θα μπορούσε να έχει το παράδειγμα της ρήξης μιας αριστερής κυβέρνησης στην Ελλάδα με την τρόικα και τον καπιταλισμό. Όπως οι μαρξιστές τονίζαμε υπομονετικά, ένα τέτοιο παράδειγμα ρήξης, με τα μάτια ολόκληρης της ανθρωπότητας να είναι σταθερά στραμμένα στην κρίση στην Ελλάδα και στα βάσανα του ελληνικού λαού από τα απανωτά Μνημόνια λιτότητας, θα δημιουργούσε ταχύτατα μεταδιδόμενα διεθνή κύματα υποστήριξης και αλληλεγγύης, που θα επιδρούσαν καταλυτικά στους ταξικούς και πολιτικούς συσχετισμούς, τουλάχιστον σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Στην πραγματικότητα, όπως έχουν δείξει χαρακτηριστικά τους τελευταίους μήνες μια σειρά από σημαντικά φαινόμενα όπως τα μαζικά αριστερά ρεύματα που αναπτύχθηκαν γύρω από τον Κόρμπιν στη Βρετανία και τον Σάντερς στις ΗΠΑ, η εκλογική επιτυχία του «Podemos» τον περασμένο Δεκέμβρη στην Ισπανία και το ξέσπασμα του μαζικού κινήματος ενάντια στον «εργασιακό νόμο» στη Γαλλία, σε ολόκληρο τον ανεπτυγμένο κόσμο (ασφαλώς με αντιφάσεις και χωρίς ευθύγραμμη και ενιαία πορεία) εξελίσσεται η ίδια τάση πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης των μαζών. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, ακόμα και χωρίς ένα επεξεργασμένο επαναστατικό πρόγραμμα, εμφάνιζε γνήσια πρόθεση αντίστασης στις πιέσεις της τρόικας και του κεφαλαίου και καλούσε τη διεθνή εργατική τάξη σε ενεργή συμπαράσταση, τότε τα παραπάνω ρεύματα και κινήματα θα ενισχύονταν ακόμα πιο πολύ, αποκτώντας ένα ισχυρό πολιτικό σημείο αναφοράς. Αλλά οι Έλληνες ρεφορμιστές απέδειξαν ότι δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για τέτοιες «μακρινές» υποθέσεις. Έτσι μετά από μια μικρή περίοδο ταλαντεύσεων, επέλεξαν να δείξουν ολοκληρωτική αφοσίωση στην «άμεση» υπόθεση της διάσωσης της διεθνούς θέσης του ελληνικού καπιταλισμού.

Πως και γιατί όμως, ο Τσίπρας οδηγήθηκε στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου; Όπως είχαμε προβλέψει με αρκετή δόση ακρίβειας πριν ακόμα την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, όταν η ηγεσία του θα διαπίστωνε ότι δεν θα είχε κανένα περιθώριο για παραχωρήσεις από τους δανειστές, θα προσέφευγε σ’ ένα δημοψήφισμα για να βγάλει από πάνω της την ευθύνη της υποταγής και να τη μεταθέσει στις πλάτες του λαού.

Παρασυρμένοι από την αστική φιλολογία περί «ισχυρής υποστήριξης του ευρώ από τον ελληνικό λαό» και υποτιμώντας τις ριζοσπαστικές διαθέσεις της εργατικής τάξης, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας, οι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ κατέφυγαν στο δημοψήφισμα προσδοκώντας ένα αποτέλεσμα που θα τους βοηθούσε να νομιμοποιήσουν τη συνθηκολόγηση.

Προκηρύσσοντας το δημοψήφισμα, ο Τσίπρας δεν θα μπορούσε να λάβει καμία άλλη θέση πέρα από εκείνη της δημόσιας υποστήριξης του «Όχι». Οτιδήποτε διαφορετικό θα διασπούσε αυτόματα τον ΣΥΡΙΖΑ και θα διέλυε την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος με τη συντριπτική επικράτηση του «Όχι» ήταν εντελώς ανέλπιστο για την κλίκα του Τσίπρα. Το βράδυ της 5ης Ιουλίου συνειδητοποίησε τρομοκρατημένη ότι απειλείται να βρεθεί ενώπιον μιας ανοικτά επαναστατικής κατάστασης. Η εντολή των μαζών – που είχε ήδη αποτυπωθεί στις μεγάλες συγκεντρώσεις της 3ης Ιουλίου – ήταν σαφής: «Προχωρήστε σε ρήξη, βγάλτε τη θηλιά των Μνημονίων και θα σας στηρίξουμε πάση θυσία!». Όμως η υπακοή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτή την εντολή θα ισοδυναμούσε με απόφαση να ηγηθεί σε μια επαναστατική σύγκρουση, την οποία προσπάθησε από την αρχή της κυβερνητικής της θητείας να αποφύγει με κάθε τρόπο.

Το δίλημμα που οι μαρξιστές προειδοποιούσαν ότι θα τεθεί αναπόφευκτα στο προσκήνιο, όταν οι ρεφορμιστές, κοιμίζοντας τις μάζες και τον εαυτό τους, το θεωρούσαν «μαξιμαλιστικό εφεύρημα», τελικά εμφανίστηκε «φαρδύ – πλατύ» και έγινε εφιάλτης για την κλίκα του Τσίπρα: επαναστατική ρήξη ή ταπεινωτική υποταγή. Ήδη πριν από το δημοψήφισμα, διάφοροι παράγοντες της αστικής τάξης είχαν ευθέως απειλήσει τον Τσίπρα με «ειδικά δικαστήρια» στην περίπτωση που η χώρα χρεοκοπούσε και έβγαινε από το ευρώ. Σαν αυθεντικός καριερίστας ρεφορμιστής, ο Τσίπρας δεν είχε καμία διάθεση να μπει σε τέτοιου είδους περιπέτειες. Έτσι έτρεξε γρήγορα στην αγκαλιά της άρχουσας τάξης, καλώντας έκτακτο Συμβούλιο πολιτικών αρχηγών και αμέσως μετά, πριν ακόμα οι μάζες προλάβουν καλά – καλά να συνειδητοποιήσουν τι συμβαίνει, έσπευσε να υπογράψει το τρίτο Μνημόνιο.

Η πηγή του εκφυλισμού

Το φαινόμενο που εξέπληξε χιλιάδες ανθρώπους του μόχθου, δεν ήταν τόσο οι διαρκείς υποχωρήσεις του Τσίπρα από τις προεκλογικές δεσμεύσεις, όσο το ότι έφτασε στο σημείο να αναλάβει ο ίδιος τον ρόλο του δήμιου του εργαζόμενου λαού, ενώ θα μπορούσε έστω να έχει παραιτηθεί, αρνούμενος να λερώσει τα χέρια του με το «αίμα» των ανθρώπων που τον έφεραν στην κυβέρνηση. Αυτό που δεν μπορούν εύκολα να εξηγήσουν, είναι από πού πηγάζει η έκταση και το βάθος ενός τέτοιου εκφυλισμού.

Αρκετά στελέχη της Αριστεράς, ανάμεσά τους παλιοί στενοί συνεργάτες του Τσίπρα που μέμφονταν τις προειδοποιήσεις των μαρξιστών σαν «δείγματα κακοπιστίας έναντι της ηγεσίας», φαίνεται ότι έχουν βρει την εξήγηση γι΄ αυτόν τον εκφυλισμό στη θεωρία της καλοδουλεμένης, μακροχρόνιας συνομωσίας. Ενδεικτικά, στην πρόσφατη συνέντευξή της στο τηλεοπτικό κανάλι του ΣΚΑΙ και στην εκπομπή «Ιστορίες», η Ζωή Κωνσταντοπούλου υποστήριξε πως «ο Τσίπρας είχε πουλήσει την υπόθεση πριν ακόμα γίνει πρωθυπουργός».

Αυτού του είδους η «εξήγηση», ανεξάρτητα από την ποσότητα αλήθειας που μπορεί να περιέχει, σε τελική ανάλυση πετυχαίνει να ενοχοποιήσει προσωπικά τον Τσίπρα και να αθωώσει τον ρεφορμισμό. Αντίθετα, μόνο αν προσεγγίσουμε τη στάση του Τσίπρα ως το σύμπτωμα και το προϊόν της γενικότερης πολιτικής και ταξικής φύσης του ρεφορμισμού, μπορούμε να κατανοήσουμε το αληθινό της υπόβαθρο, χωρίς να ξεπέφτουμε σε μεθόδους ερμηνείας των γεγονότων, που το μόνο που επιτυγχάνουν τελικά, είναι να αποδίδουν υπερβολικές, μεταφυσικές ιδιότητες και δυνάμεις στα πρόσωπα των ηγετών.

Επιπρόσθετα, η θεωρία της εφαρμογής ενός εκ των προτέρων φτιαγμένου σχεδίου προδοσίας, δεν εξηγεί το γιατί θα έπρεπε ο Τσίπρας να ακολουθήσει αυτόν τον τόσο περίπλοκο δρόμο και να μην έχει προδώσει τις προεκλογικές δεσμεύσεις με έναν πιο σύντομο και λιγότερο ζημιογόνο οικονομικά και πολιτικά τρόπο για τον ελληνικό καπιταλισμό, δίχως να πρέπει να προκαλέσει τα «Capital controls» και να ρισκάρει την εμφάνιση μιας ανοικτά επαναστατικής κατάστασης τον Ιούλιο. Στην πραγματικότητα, η προδοσία του Τσίπρα δεν ήταν το αποτέλεσμα ενός καλοστημένου σχεδίου, αλλά η κατάληξη μια προδοτικής ρεφορμιστικής πολιτικής, γεμάτης από ταλαντεύσεις, αυτοσχεδιασμούς και επιπόλαιες εκτιμήσεις για τις πραγματικές διαθέσεις των τάξεων και για τον μεταξύ τους συσχετισμό δύναμης.

Ασφαλώς από την άλλη πλευρά, η πηγή για έναν εκφυλισμό αυτού του μεγέθους, δεν μπορεί να είναι από μόνος του ο ρεφορμισμός. Αλίμονο αν η υπεράσπιση ρεφορμιστικών ιδεών αρκεί για να οδηγήσει από μόνη της στον ακραίο εκφυλισμό που σηματοδοτεί η αποδοχή του ρόλου του δημίου των δικαιωμάτων και του βιοτικού επιπέδου του εργαζόμενου λαού. Αν αυτό ίσχυε, τότε εκατοντάδες χιλιάδες και εκατομμύρια εργάτες που πίστεψαν και πιστεύουν στα συνθήματα και τις ιδέες του αριστερού ρεφορμισμού θα έπρεπε να θεωρούνται, όχι σαν εν δυνάμει πρωταγωνιστές της σοσιαλιστικής επανάστασης, αλλά σαν συλλήβδην ηθικά εξαχρειωμένοι προδότες της τάξης τους.

Υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στον ρεφορμισμό των εργατών και τον ρεφορμισμό – όχι των εργατικών ηγετών γενικά – αλλά των γραφειοκρατών καριεριστών ηγετών. Οι μαρξιστές πρέπει απαραίτητα να κάνουν πάντοτε αυτόν το διαχωρισμό. Ο ρεφορμισμός των απλών εργατών αντανακλά την αγνών προθέσεων αναζήτηση του ευκολότερου και ειρηνικότερου δυνατού δρόμου για την αλλαγή της κοινωνίας. Ο ρεφορμισμός των καριεριστών γραφειοκρατών ηγετών, αντανακλά την αναζήτηση του ευκολότερου δυνατού δρόμου για να αποκτήσουν οι ίδιοι προνόμια σαν υπηρέτες της άρχουσας τάξης, σε βάρος της ζωής των απλών ρεφορμιστών εργατών.

Η πηγή του ακραίου εκφυλισμού που οδήγησε τον Τσίπρα, όχι απλά σε υποχωρήσεις, αλλά στην «άλλη όχθη», να εφαρμόζει τα Μνημόνια σε βάρος των εργατών, είναι η γραφειοκρατική και καριερίστικη φύση του ρεφορμισμού του. Αν ένας μέσος, απλός ρεφορμιστής εργάτης βρισκόταν στη θέση του Τσίπρα, δεν θα δεχόταν να κόψει μισθούς και συντάξεις από τους συναδέλφους, τους γείτονες και τους συγγενείς του. Ένας καριερίστας γραφειοκράτης ρεφορμιστής ηγέτης όμως, μπορεί να μετατραπεί από πολέμιος των Μνημονίων σε υπέρμαχος και θεματοφύλακάς τους, με την ευκολία που ένας επιβάτης περνάει από το ένα βαγόνι του τρένου στο άλλο.

Ο ρεφορμισμός του απλού εργάτη, είναι αυθεντικός και συνεπής. Ο γνήσιος πόθος για μεταρρυθμίσεις – κατακτήσεις υπέρ της τάξης του, μέσα από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης, οδηγεί τον απλό εργάτη σε σύγκρουση με το αστικό κράτος και στο ξεπέρασμα των αυταπατών για την αστική δημοκρατία και τις δυνατότητες να διασφαλιστεί το δικαίωμά του σε μια αξιοπρεπή ζωή μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού. Αντίθετα, ο ρεφορμισμός των γραφειοκρατών καριεριστών ηγετών, στην εξέλιξη της ταξικής πάλης αλλοιώνεται και τελικά «εξαϋλώνεται» μπροστά στην οργανική τους ανάγκη για προσκόλληση και αφομοίωση στο αστικό κράτος και τους επικερδείς μηχανισμούς της αστικής δημοκρατίας. Με άλλα λόγια, ο μέσος, απλός ρεφορμιστής εργάτης μέσα από την εμπειρία της ταξικής πάλης, έχει την οργανική τάση να καταλήξει συνειδητά ή «ασυνείδητα» επαναστάτης. Ο μέσος, γραφειοκράτης, καριερίστας ρεφορμιστής, έχει την οργανική τάση να καταλήξει ένας προδότης απογυμνωμένος από κάθε ρεφορμιστικό προκάλυμμα.

Ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος ηγέτης αυτού του είδους στην ιστορία του ελληνικού και διεθνούς εργατικού κινήματος. Είναι αυθεντικός συνεχιστής του «έργου» του Γ. Παπανδρέου, του Ευ. Βενιζέλου, του Κ. Σημίτη, του Α. Παπανδρέου, του Χ. Φλωράκη, του Λ. Κύρκου και των ομοίων τους, σοσιαλδημοκρατών ή σταλινικών Ελλήνων εργατικών ηγετών που ανήκουν στη ακραία εκφυλισμένη μεταπολεμική γενιά ευρωπαίων ηγετών τύπου Μιτεράν, Σμιτ, Καρίγιο, Μπερλινγκουέρ και Μπλερ, οι οποίοι με τη σειρά τους, υπήρξαν «άξιοι» κληρονόμοι των προπολεμικών προδοτών της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας και του σταλινισμού, τύπου Σάιντεμαν, Μπλουμ και Ντιάθ.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 5ο” ]

Προδοσία και «διαπραγμάτευση»

Πως θα μπορούσαμε μετά απ’ όλα αυτά, να χαρακτηρίσουμε την τακτική της λεγόμενης «σκληρής διαπραγμάτευσης» με τους δανειστές, που αποτελούσε την κεντρική πολιτική δραστηριότητα και των δύο έως σήμερα κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ; Αναμφίβολα, η τακτική της «διαπραγμάτευσης», ήταν και είναι για την κλίκα του Τσίπρα ένα μέσο για τον κατευνασμό και τον αποπροσανατολισμό της εργατικής τάξης από τα ταξικά και πολιτικά της καθήκοντα. Ταυτόχρονα, ήταν προϊόν της οργανικής της ατολμίας – απροθυμίας να αντιπαρατεθεί πραγματικά με την άρχουσα τάξη και την τρόικα και του επίσης οργανικού της φόβου για την επαναστατική δράση των μαζών. Θα ήταν όμως λάθος και συνάμα απλούστευση, να χαρακτηριστεί αυτή η τακτική σαν μια ενιαία θεατρική παράσταση από το ξεκίνημά της μέχρι και σήμερα. Θα μπορούσαμε έτσι να χωρίσουμε την τακτική της λεγόμενης διαπραγμάτευσης σε τρεις φάσεις. 1η : Από το σχηματισμό της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ μέχρι τον παραμερισμό του Γ. Βαρουφάκη από τη θέση του επικεφαλής της διαπραγμάτευσης (25 Γενάρη έως το Eurogroup της Ρίγα, τέλη Απριλίου 2015). 2η : Από τον παραμερισμό Βαρουφάκη μέχρι την υπογραφή του Μνημονίου. 3η : Από την υπογραφή του Μνημονίου μέχρι και σήμερα.

Στην 1η φάση, η κυβέρνηση ακολούθησε το λεγόμενο «δόγμα Βαρουφάκη». Εδώ η κυβέρνηση γνωρίζει ασφαλώς ότι στο τέλος θα συμβιβαστεί, όμως δείχνει ότι πιστεύει ειλικρινά (βλέπε ανόητα) στη δυνατότητα για έναν «έντιμο συμβιβασμό», δηλαδή για μια ήπια συμφωνία, που θα επιτρέπει στους ρεφορμιστές καριερίστες να μακροημερεύσουν στην εξουσία, εμφανίζοντας ένα επιτυχημένο «success story» που θα ικανοποιεί όλες τις τάξεις και θα εξασφαλίζει σταθερότητα για τον ελληνικό καπιταλισμό. Το «δόγμα Βαρουφάκη» στηρίχθηκε σε μια σειρά από αυταπάτες: δυνατότητα διάσπασης των δανειστών προς όφελος της Ελλάδας, υπερτίμηση των κεϋνσιανών προθέσεων της ΕΚΤ έναντι του ελληνικού κρατικού χρέους και των τραπεζών, υπερτίμηση των «φιλικών αισθημάτων» του αμερικάνικου και γαλλικού ιμπεριαλισμού, υπερτίμηση του φόβου των δανειστών για την προοπτική εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Όλα αυτά, αποδείχθηκαν «εκτός τόπου και χρόνου» και έτσι το μόνο αληθινό στοιχείο που περιείχε τελικά αυτό το δόγμα ήταν ο ναρκισσισμός του θεωρητικού «των παιγνίων» και η ανοησία της κλίκας του Τσίπρα που επένδυσε την καριέρα της στην επιτυχία τους.

Στη 2η φάση η κυβέρνηση έχει πλέον αποδεχθεί ότι θα υπογράψει ένα σκληρό Μνημόνιο και η διαπραγματευτική της τακτική συνιστά απλά μια πολιτική διαχείριση της προδοσίας, στο πλαίσιο της οποίας, απελπισμένα, για τους λόγους που ήδη εξηγήσαμε, καταφεύγει στο δημοψήφισμα. Στην 3η φάση που ακόμα διανύουμε, τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα. Η «διαπραγμάτευση» πλέον, σκοπεύει απλά και κυνικά στην εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής παραμονής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ στην εξουσία και στην ωραιοποίηση των σκληρών μέτρων, μέσα από την καλλιέργεια μιας εικόνας ψεύτικης αντίστασης, όπως αυτή που επιχειρήθηκε να δημιουργηθεί με την επικοινωνιακή κόντρα με το ΔΝΤ.

Παρά τις διαφορετικές της φάσεις, στην ουσία της η «διαπραγμάτευση» ήταν μια μακρά διαδικασία βάναυσης εξαπάτησης της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Και πρέπει εδώ να ξεκαθαρίσουμε ότι σ’ ένα μεγάλο της μέρος, κατά τις δύο πρώτες ιδιαίτερα κρίσιμες φάσεις της, η διαδικασία αυτή εξελίχθηκε με τη στήριξη και την ανοχή της ηγεσίας της σημερινής ΛΑΕ (αλλά και της Ζωής Κωνσταντοπούλου και των στελεχών του δικού της κόμματος).

Ο ρόλος της ηγεσίας της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ

Η κλίκα του Τσίπρα, ως επικεφαλής της κυβέρνησης, ασφαλώς είχε τον πρώτο ρόλο στη «βρώμικη δουλειά» της προδοσίας. Αλλά σε τελική ανάλυση, αυτή η πολιτική κλίκα δεν θα κατάφερνε τίποτα, εάν σύσσωμοι οι πατριώτες – «δημοκράτες» ηγέτες της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ (συμπεριλαμβανομένων των μαοϊκών της ΚΟΕ, των Κλιφικών της ΔΕΑ και των άλλων οπορτουνιστικών συνιστωσών), με προεξάρχοντες φυσικά τους υπουργούς του Αριστερού Ρεύματος, δεν τη στήριζαν άμεσα ή έμμεσα, στα πρώτα στάδια αυτής της άθλιας επιχείρησης εξαπάτησης και προδοσίας που ονομάστηκε διαπραγμάτευση.

Ασφαλώς οι ηγέτες αυτοί, δεν έχουν τις ίδιες ευθύνες με τον Τσίπρα. Θα λέγαμε κάπως σχηματικά, ότι τους αναλογεί το είδος των ευθυνών που έχουν σ’ ένα έγκλημα οι πιο παθητικοί και φοβισμένοι συνεργοί. Αλλά το επιχείρημα ότι, τάχα εξαπατήθηκαν από την κλίκα του Τσίπρα είναι ψεύτικο. Ως έμπειρα στελέχη βγαλμένα από τη «μήτρα» του παλιού σταλινικού και «ευρω-σταλινικού» οπορτουνισμού ή και ως νεότερα, που έχουν θητεύσει τα τελευταία χρόνια μέσα στο εργαστήριο των οπορτουνιστικών «παζαριών» (ή κομψά «οσμώσεων» κατά την «συριζαϊκή αργκό») στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, γνώριζαν πολύ καλά τις ιδέες, τις μεθόδους και τις στοχεύσεις της κλίκας του Τσίπρα. Όμως συνυπήρξαν για χρόνια δεμένοι μαζί της στο μηχανισμό της κομματικής γραφειοκρατίας, της οποίας τα προνόμια απέρρεαν από την κρατική επιχορήγηση και κατανέμονταν σε όλους τους ρεφορμιστές, κάθε απόχρωσης και «ιδεολογικής παράδοσης».

Η επαφή του ΣΥΡΙΖΑ με την κρατική εξουσία, ξεκινώντας ουσιαστικά από τους Δήμους και τις Περιφέρειες και αργότερα, περνώντας στην κυβέρνηση, παρείχε ακόμα πιο ισχυρούς υλικούς πόρους στην προνομιούχα κομματική γραφειοκρατία κάθε απόχρωσης : θέσεις δημάρχων, περιφερειαρχών, μετακλητών, συνεργατών και συμβούλων, στελεχών σε υπουργεία και φυσικά, υπουργών. Αυτά ήταν η υλική «συγκολλητική ουσία» που συνέδεε τα στελέχη ηγετικής πλειοψηφίας και μειοψηφίας, κρατούσε την αριστερή πτέρυγα στα επίπεδα μιας «νομιμόφρων» εσωκομματικής αντιπολίτευσης, που σε κάθε κομματική διαδικασία προέβαινε σε κατάθεση «τροποποιήσεων» και όχι εναλλακτικών – αντιπαραθετικών κειμένων και δεν αμφισβητούσε ουσιαστικά την εξουσία της κλίκας του Τσίπρα μέσα στο κόμμα.

Ο Τσίπρας, γνωρίζοντας ότι σύντομα θα υποχρεωθεί σε σοβαρές υποχωρήσεις από τις προεκλογικές δεσμεύσεις, δεν διανοήθηκε ποτέ να μη συμπεριλάβει τους ηγέτες της Αριστερής Πλατφόρμας στη νομή της εξουσίας, με σκοπό να τους κρατά παγιδευμένους στα κυβερνητικά αξιώματα και να απαλλαγεί από μια αποφασιστική εσωκομματική αμφισβήτηση. Ο καριερισμός και η τυφλή φιλοδοξία των ηγετών αυτών, τους οδήγησαν στην αποδοχή των «δώρων» του αρχηγού, θεωρώντας σαν αυθεντικοί μικροαστοί πολιτικοί και όχι φυσικά σαν κομμουνιστές, ότι «μετά από τόσα χρόνια πολιτικής προσφοράς στην Αριστερά» οι θέσεις αυτές τους «αξίζουν».

Έτσι οι φανατικοί υποστηρικτές του εθνικού νομίσματος, από θέση υπουργών και γραμματέων υπουργείων επάνδρωσαν μια κυβέρνηση που για λογαριασμό της άρχουσας τάξης διαπραγματευόταν την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη. Μάλιστα επέδειξαν τόσο μεγάλη προσκόλληση στις κυβερνητικές θέσεις τους, που όχι μόνο δεν παραιτήθηκαν από αυτές μετά το «προανάκρουσμα» του Μνημονίου, τη «Συμφωνία της 20ης Φλεβάρη», όχι μόνο δεν πήραν καμία πρωτοβουλία για να κινητοποιηθεί η βάση του ΣΥΡΙΖΑ και να επιβάλει την εφαρμογή των προεκλογικών δεσμεύσεων στην κυβέρνηση, αλλά έμειναν «γαντζωμένοι» σ’ αυτές τις θέσεις τυπικά μέχρι τη στιγμή που ο ίδιος ο Τσίπρας τους ζήτησε να φύγουν.

Με αυτή τη στάση, στις πιο κρίσιμες πολιτικά μέρες, έστελναν στην εργατική τάξη το καταστροφικό για την αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ πολιτικό μήνυμα ότι η ηγεσία της δεν είχε πρόβλημα να συμμετέχει σε μια κυβέρνηση που έχει επικεφαλής απροκάλυπτους προδότες και ότι δήθεν, ως μια «αριστερή κυβέρνηση», δεν θα πάψουν να τη στηρίζουν. Ακόμα και η καταψήφιση του Μνημονίου στη Βουλή από την πλευρά των βουλευτών της αριστερής πτέρυγας, από τη στιγμή που δεν ήταν ενταγμένη σε μια ενεργητική εκστρατεία για να περάσει το κόμμα στον έλεγχο της αριστεράς και να εκδιωχτούν οι προδότες από την ηγεσία, πρακτικά αποτελούσε μια στοιχειώδη, παθητική πράξη διάσωσης της πολιτικής τους τιμής (βλέπε της θέσης τους ως ηγέτες στην Αριστερά) και όχι μια μαχητική στάση με ουσιαστική ωφέλεια για τα συμφέροντα των εργατικών μαζών.

Αυτή η στάση είναι που οδήγησε στην πολιτική περιθωριοποίηση της ΛΑΕ στις εκλογές και στην αδυναμία της να συγκεντρώσει ένα οριακό έστω, ποσοστό εισόδου στη Βουλή. Όταν η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα πήγαν στην κάλπη, θυμήθηκαν τις επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις των ηγετών της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ ότι «η κυβέρνηση δεν θα ψηφίσει νέο Μνημόνιο» και το παθητικό γάντζωμά τους στις κυβερνητικές θέσεις, την ώρα που ο Τσίπρας είχε ήδη εμφανέστατα στρίψει «το καράβι» προς την ανοικτή προδοσία. Ασφαλώς, στη συνείδηση των πλατιών στρωμάτων των εργατικών μαζών, οι ηγέτες αυτοί μπορεί να μην είναι ίδιοι με τον Τσίπρα. Όμως σαν επιφανείς υπουργοί στην κυβέρνησή του και παθητικοί συνοδοιπόροι του σ’ ένα καθοριστικό διάστημα για την ολοκλήρωση της προδοσίας, έχουν καταγραφεί ως συνυπεύθυνοι και πολιτικά αναξιόπιστοι.

Το σπουδαιότερο μάθημα που έχουν δώσει λοιπόν στην εργατική τάξη έως σήμερα και οι δυο κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, είναι η αποκάλυψη της προδοτικής ουσίας του ρεφορμισμού σε όλες τις εκφράσεις του, δεξιού ή αριστερού, πατριωτικού ή «ευρωπαϊκού» και η αναγκαιότητα για μια αληθινά επαναστατική, μαρξιστική ηγεσία. Όμως αυτό το μάθημα, σε όλη του τη σημασία και την έκταση, μπορεί να το αφομοιώσει στις παρούσες συνθήκες, μόνο ένα μικρό, προχωρημένο τμήμα της εργατικής τάξης.

Οι πλατύτερες μάζες της εργατικής τάξης έχουν εμπειρικά απορρίψει τους ρεφορμιστές που έχουν γνωρίσει στην κυβέρνηση ως «Αριστερά», αλλά εξαιτίας της ακραία σεχταριστικής, τελεσιγραφικής και παθητικής στην ουσία της, πολιτικής της ηγεσίας του ΚΚΕ – με άλλα λόγια εξαιτίας της απουσίας ενός μαζικού, γνήσια μαρξιστικού, υποκειμενικού παράγοντα – δεν μπορούν να φτάσουν ακόμα στα αναγκαία πολιτικά συμπεράσματα. Με αυτή την έννοια, ενώ υπάρχουν όλες οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για το πολιτικό πέρασμα των εργατικών μαζών από τον ρεφορμισμό στον επαναστατικό σοσιαλισμό, η απουσία του μαζικού επαναστατικού υποκειμενικού παράγοντα καθυστερεί και υπονομεύει αυτή τη διαδικασία, ευνοώντας την ανάπτυξη και εξάπλωση της πολιτικής σύγχυσης, του κυνισμού και του σκεπτικισμού.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 6ο” ]

Άρχουσα τάξη και ρεφορμιστές

Μόλις πριν από μια δεκαετία, μέσα σ’ ένα κλίμα ευφορίας από την επιτυχημένη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων που ενίσχυε το διεθνές της κύρος, η ελληνική άρχουσα τάξη απολάμβανε τις επιτυχίες του ελληνικού καπιταλισμού. Με τους ψευτοσοσιαλιστές ηγέτες του ΠΑΣΟΚ προσδεμένους γερά στο άρμα του και τους σταλινικούς ρεφορμιστές εκτεθειμένους από τη συμμετοχή τους στη συγκυβέρνηση με τη ΝΔ λίγα χρόνια πριν, ο ελληνικός καπιταλισμός αξιοποιούσε την περίοδο άνθησης του ευρωπαϊκού καπιταλισμού και κορύφωνε μια περίοδο παρατεταμένης ανάπτυξης, που τον έφερε στην πρώτη ταχύτητα της ΕΕ, στην Ευρωζώνη. Όμως ο ερχομός της διεθνούς κρίσης το 2008 απέδειξε ότι η θέση που είχε κατακτήσει ο ελληνικός καπιταλισμός ήταν ιδιαίτερα επισφαλής. Η έξωση του από την «πρώτη ταχύτητα» της καπιταλιστικής Ευρώπης αναδείχθηκε σαν μια διαρκής απειλή και από τη σκοπιά των γενικότερων προοπτικών του όπως έχουμε ήδη εξηγήσει, ξεπρόβαλε σαν ένα σχεδόν αναπόφευκτο μελλοντικό στάδιο.

Τα τελευταία 6 χρόνια, το αστικό καθεστώς στην Ελλάδα διανύει την πιο ασταθή του περίοδο από την πτώση της δικτατορίας, σαν αποτέλεσμα της πιο σοβαρής οικονομικής κρίσης από το τέλος του εμφυλίου πολέμου και της πυρετώδους ανόδου της ταξικής πάλης. Σε αυτό το σύντομο διάστημα, έχουμε δει εντυπωσιακά γεγονότα και αλλαγές : τη διενέργεια 44 γενικών απεργιών και την ανάπτυξη ενός μαζικού κινήματος διαρκείας με επίκεντρο τις πλατείες, την τακτική εμφάνιση μαζικών συγκεντρώσεων και διαδηλώσεων, το σχηματισμό 5 διαφορετικών κυβερνήσεων, τη διενέργεια 5 εκλογικών διαδικασιών συμπεριλαμβανομένου του δημοψηφίσματος, την απότομη περιθωριοποίηση ενός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος που υπήρξε κραταιό για σχεδόν 40 χρόνια, την ταυτόχρονη ορμητική άνοδο ενός κόμματος από το κομμουνιστικό κίνημα, την απόκτηση μιας σχετικά σταθερής επιρροής στις μάζες από ένα φασιστικό κόμμα και τη σοβαρή, ιστορική αποδυνάμωση της επιρροής του παραδοσιακού κόμματος της ελληνικής άρχουσας τάξης, της Ν.Δ.

Αν ορισμένα από αυτά τα γεγονότα συνέβαιναν 50 και πλέον χρόνια πριν, η φυσική κατάληξη θα ήταν η απόπειρα επιβολής από την άρχουσα τάξη ενός ανοικτά βοναπαρτιστικού καθεστώτος, μιας αστυνομικής δικτατορίας όπως εκείνης του Μεταξά ή των συνταγματαρχών, με σκοπό να σταθεροποιηθεί το αστικό καθεστώς και να τσακιστεί το εργατικό κίνημα και οι μαζικές του οργανώσεις. Όμως αυτή η επιλογή, στην παρούσα φάση, βρίσκεται «εκτός ατζέντας» για την άρχουσα τάξη. Ο λόγος δεν είναι φυσικά, τα – ανύπαρκτα – δημοκρατικά της αισθήματα. Είναι ο απόλυτα αρνητικός αντικειμενικός συσχετισμός δύναμης στην κοινωνία για ένα τέτοιο εγχείρημα.

Η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να προμηθεύσει ένα μελλοντικό ανοικτά βοναπαρτιστικό καθεστώς με μια στοιχειωδώς σταθερή κοινωνική βάση. Πριν από 50 και πλέον χρόνια, οι μικροαστοί και ιδιαίτερα οι αγρότες, η παραδοσιακή «πρώτη ύλη» της αντίδρασης, ήταν ακόμα πλειονότητα στον πληθυσμό και είχαν αυξημένο πολιτικό «βάρος». Σήμερα η πλειονότητα του πληθυσμού (όπως θα δούμε και στη σχετική ενότητα που ακολουθεί) ανήκει στην εργατική τάξη. Οι αγρότες αποτελούν ένα πολύ μικρό τμήμα του πληθυσμού, ενώ γενικότερα τα μικροαστικά στρώματα, ζώντας κατά κύριο λόγο στις μεγάλες πόλεις και έχοντας υποστεί έναν βαθμιαίο – και μετά την κρίση απότομο – οικονομικό ξεπεσμό, έχουν έρθει πιο κοντά στους όρους ζωής της εργατικής τάξης, στη συνείδησή της, στα κόμματα και το κίνημά της. Μια ενδεχόμενη απόπειρα επιβολής ενός ανοικτά βοναπαρτιστικού καθεστώτος θα ερέθιζε τα ήδη ερεθισμένα από τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων επαναστατικά αντανακλαστικά της εργατικής τάξης και των ισχυρών εφεδρειών υποστήριξής της μέσα στα φτωχά μικροαστικά στρώματα και θα έφερνε συνολικά το αστικό καθεστώς στο «χείλος του γκρεμού».

Στην πραγματικότητα, σήμερα δεν υπάρχει επαρκής, για τη σταθερότητα του αστικού καθεστώτος, κοινωνική βάση υποστήριξης, ακόμα και για δημοκρατικά εκλεγμένες αστικές κυβερνήσεις. Ολόκληρο το αστικό πολιτικό στρατόπεδο, ταυτισμένο στη συνείδηση των εργατικών και μικροαστικών μαζών με τη διαρκή επίθεση στο βιοτικό τους επίπεδο, έχει υποστεί πολύ μεγάλη μείωση της επιρροής του, με πιο χαρακτηριστική έκφραση τη συντριπτική ήττα του «Ναι» στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Η ΝΔ σε 5 απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις έχει φτάσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα εκλογικής απήχησης, ενώ κανένα άλλο αστικό κόμμα δεν ξεπερνά τα όρια μιας μικρής εκλογικής επιρροής.

Έτσι οι αστοί τα τελευταία 6 χρόνια είναι υποχρεωμένοι να στηρίζονται στους ρεφορμιστές για να επιβάλουν το αντιδραστικό πρόγραμμα των συμφερόντων τους, αξιοποιώντας την εκλογική επιρροή που εκείνοι διαθέτουν στις εργατικές μάζες. Η άρχουσα τάξη εισήγαγε τα Μνημόνια με τους δεξιούς ρεφορμιστές ηγέτες του ΠΑΣΟΚ σε μια «αυτοδύναμη» κυβέρνηση. Αργότερα, συνέχισε την εφαρμογή τους με τη συμμετοχή αυτών των ηγετών ως «κορμός» στην κυβέρνηση Παπαδήμου και έπειτα με τη συμβολή τους, μαζί με εκείνη των συναδέλφων τους από τη ΔΗΜΑΡ, σαν «δεκανίκια» στην κυβέρνηση Σαμαρά. Αμέσως μετά, αναγκάστηκε να στηριχτεί στους (πρώην πλέον) αριστερούς ρεφορμιστές ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ, που αποδεικνύονται πολύ τολμηρότεροι στην εξαπάτηση του εργαζόμενου λαού από τους προκατόχους τους.

Όπως είπε χαρακτηριστικά κάποτε ο Ιταλός μεγαλοβιομήχανος Τζιάνι Ανιέλι «υπάρχει ένα είδος Αριστεράς που κάνει την βρώμικη δουλειά που δεν μπορεί να κάνει η Δεξιά». Οι ρεφορμιστές είναι για την αστική τάξη «οι άνθρωποι για τις ειδικές αποστολές». Επιδιώκουν να υποτάξουν το κίνημά της «εκ των έσω» και σε κρίσιμες στιγμές για το αστικό καθεστώς αναλαμβάνουν πάντα το δύσκολο (και γι’ αυτό επικερδές) καθήκον να το διασώσουν.

Η αστική τάξη αναμφίβολα βρήκε στο πρόσωπο της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ έναν «από μηχανής» σωτήρα, στην αξία του οποίου όμως, αρχικά δεν υπολόγιζε. Φυσικά σε ένα σημαντικό βαθμό, το δυναμικό των παλιότερων ηγετικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που αποτελούσαν και τον ηγετικό πυρήνα του ΣΥΝ, είχε δώσει δείγματα γραφής για την αφοσίωσή του στο αστικό καθεστώς κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.

Οι προερχόμενοι ηγέτες από τη δεξιά πτέρυγα του ΚΚΕ Εσωτερικού, με τη συνεπή υπεράσπιση της γραμμής του Μετώπου με τη «φωτισμένη – δημοκρατική» αστική τάξη, που χαρακτηριστικά τη δεκαετία του 1970 συμπυκνωνόταν στο σύνθημα της «Εθνικής Αντιδικτατορικής Ενότητας», αποτελούσαν στην πραγματικότητα φιλελεύθερους δημοκράτες, που μόνο κατά παράδοση αποκαλούνταν «αριστεροί». Δίπλα σε αυτούς, άξιοι πολιτικοί συνοδοιπόροι από τη σκοπιά των συμφερόντων της άρχουσας τάξης, στάθηκαν ιστορικά οι προερχόμενοι από την δεξιά πτέρυγα του ΚΚΕ όπως ο Γ. Δραγασάκης, που πρωτοστάτησαν στην απόπειρα διάλυσης του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος στις αρχές του 1990 και στήριξαν ή συμμετείχαν όπως ο προαναφερόμενος, με θέρμη στην άθλια κυβέρνηση Τζανετάκη, συγκυβέρνηση του ενιαίου ΣΥΝ με τη ΝΔ το 1989 και στην οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα που την ακολούθησε.

Κανένας σοβαρός αστός δεν μπορούσε να φανταστεί τη χρησιμότητα που θα είχαν σήμερα όλοι αυτοί οι παλιοί γραφειοκράτες ηγέτες και οι καριερίστες εκπαιδευόμενοί τους όπως ο Τσίπρας, όταν στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας ίδρυαν μια εκλογική συμμαχία με οργανώσεις και οπορτουνιστές παράγοντες προερχόμενους από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά μέχρι και τις «παρυφές» του αναρχικού χώρου, δημιουργώντας τον ΣΥΡΙΖΑ, σε μια απόπειρα να διασφαλίσουν την κοινοβουλευτική τους καριέρα. Όμως η διαλεκτική της Ιστορίας, εξαιτίας του μεγάλου κενού ηγεσίας των ριζοσπαστικοποιημένων από την κρίση εργατικών μαζών, έφερε μέσα σε μια δεκαετία αυτούς τους ηγέτες στην κυβέρνηση.

Οι υπηρεσίες που έχουν προσφέρει από την κυβέρνηση οι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι σήμερα στην αστική τάξη, είναι ανεκτίμητης αξίας. Φυσικά δεν αναφερόμαστε στην οικονομική πολιτική ή τη «διαπραγμάτευση», υποθέσεις που θα μπορούσαν να φέρουν σε πέρας με καλύτερο τρόπο για την τάξη τους οι ηγέτες των αστικών κομμάτων. Μέσω της ανοικτής προδοσίας του καλοκαιριού του 2015, οι πιο σημαντικές υπηρεσίες που προσέφεραν στην αστική τάξη οι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο σοβαρός κλονισμός του ηθικού εκατομμυρίων ριζοσπαστικοποιημένων ανθρώπων της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και της πίστης τους στη δυνατότητα να αλλάξουν την κοινωνία, η μεγάλη δυσφήμιση της έννοιας της Αριστεράς, αλλά και του προοδευτικού περιεχομένου των συνθημάτων που κυριάρχησαν στους ταξικούς αγώνες των τελευταίων χρόνων, όπως η διαγραφή του χρέους και η κατάργηση των Μνημονίων. Κανένας αστός πολιτικός και καμία αμιγώς αστική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να καταφέρει ποτέ αυτά τα σημαντικά για την άρχουσα τάξη επιτεύγματα που πραγματοποίησαν οι ηγέτες της «Αριστεράς».

Ο ενθουσιασμός και η ικανοποίηση της άρχουσας τάξης γι’ αυτά τα επιτεύγματα εκφράστηκε γλαφυρά από τον συνήθως μετριοπαθή αναλυτή της άρχουσας τάξης Αλέξη Παπαχελά, την επομένη της ψήφισης του νέου ασφαλιστικού στη Βουλή: «..Η νέα μεταπολίτευση απαιτεί να διαλυθούν μερικοί μύθοι. Χθες διαλύθηκαν αρκετοί. Μια αριστερή κυβέρνηση έφερε προς ψήφιση το δικό της μνημόνιο, με περικοπές στις συντάξεις και άλλα «αντιλαϊκά» μέτρα. Μια αριστερή κυβέρνηση έριξε δακρυγόνα, έκανε προληπτικούς ελέγχους και συλλήψεις, κυνήγησε τους συνήθεις μπαχαλάκηδες. Μια αριστερή κυβέρνηση προχωρεί, επίσης, σε μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις…Ανοίγει ο δρόμος για να γυρίσει το εκκρεμές στη μέση. Ποια Αριστερά θα τολμήσει να κατηγορήσει την επόμενη και μεθεπόμενη κυβέρνηση για ιδιωτικοποιήσεις, μέτρα ή δακρυγόνα; Η απάντηση θα είναι απλή: «Μα, εσείς τα κάνατε όταν είχατε την εξουσία». Κανείς δεν θα ακούει πια το επιχείρημα «ναι, αλλά πληρώναμε δικές σας αμαρτίες δεκαετιών» ούτε θα είναι διατεθειμένος να δεχθεί τη δικαιολογία του μνημονιακού εξαναγκασμού. Η Αριστερά έχασε την όποια αθωότητα είχε στο μυαλό ενός μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης…» («Καθημερινή» 9/5).

Οι υπηρεσίες αυτές, φυσικά δεν είναι χωρίς τίμημα για τους αστούς. Η στήριξη στους ρεφορμιστές ενέχει και ρίσκο. Οι ρεφορμιστές, ως πολύ πιο ευάλωτοι στις πιέσεις των εργατικών μαζών από τους ηγέτες των αστικών κομμάτων, ειδικά οι αριστεροί, στην προσπάθειά τους να δείξουν στους εργάτες ότι «φροντίζουν για το καλό τους», έχουν την οργανική τάση να ταλαντεύονται και να παλινωδούν στην κυβέρνηση, αποσταθεροποιώντας συχνά το καθεστώς που ανάλαβαν να σταθεροποιήσουν. Αυτή την τάση κόντεψε να πληρώσει πολύ ακριβά η αστική τάξη κατά την πρώτη θητεία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, καθώς εξαιτίας της έφθασε το περασμένο καλοκαίρι πολύ κοντά σε μια ανοικτά επαναστατική κατάσταση. Λίγες ακόμα μέρες ταλαντεύσεων από την πλευρά των ρεφορμιστών στην κυβέρνηση μετά το δημοψήφισμα, θα μπορούσαν να έχουν αποβεί μοιραίες για τη σταθερότητα του αστικού καθεστώτος στη χώρα.

Επιπρόσθετα, στο τίμημα που πληρώνουν οι αστοί για την αναγκαστική στήριξή τους στον ΣΥΡΙΖΑ συμπεριλαμβάνονται και οι επικοινωνιακοί αυτοσχεδιασμοί και ελιγμοί χωρίς ταξική στρατηγική, που χαρακτηρίζουν τους μικροαστούς οπορτουνιστές στην κυβερνητική διαχείριση, ιδιαίτερα σε σχέση με τους δανειστές. Όλα αυτά έχουν προκαλέσει τη δυσαρέσκεια και τις επιθέσεις των αστών προς την κυβέρνηση, που άγγιξαν τους υψηλότερους δυνατούς τόνους στο δημοψήφισμα, αλλά και πρόσφατα, με αφορμή τη μεγάλη αργοπορία στο κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης.

Η άρχουσα τάξη, βλέποντας την πρώτη αξιολόγηση να καθυστερεί, άρχισε να θυμάται τον εφιάλτη του καλοκαιριού του 2015 και το φάσμα του «Grexit». Η ανησυχία της πολλαπλασιάστηκε, όταν είδε την κυβέρνηση, στο βωμό της επικοινωνιακής διαχείρισης των απανωτών της υποχωρήσεων, να στοχοποιεί το ΔΝΤ, την ώρα που οι τεχνοκράτες του υποστήριζαν δημόσια το «κούρεμα» του χρέους και δήλωναν ότι οι υψηλοί στόχοι των ετήσιων πρωτογενών πλεονασμάτων που προβλέπει το τρίτο Μνημόνιο είναι ανέφικτοι και πρέπει να μειωθούν! Σε αυτούς τους χειρισμούς, οι αστοί συνειδητοποίησαν για μια ακόμα φορά, πόσο επικίνδυνος μπορεί να γίνει για τον ελληνικό καπιταλισμό ο τυχοδιωκτισμός και οι αυτοσχεδιασμοί των οπορτουνιστών καριεριστών.

Αλλά και στο προσφυγικό ζήτημα, οι Έλληνες αστοί δυσαρεστήθηκαν εξαιρετικά από τους χειρισμούς της κυβέρνησης. Είδαν στις Συνόδους Κορυφής τον Τσίπρα να αποδέχεται αδιαμαρτύρητα και χωρίς το παραμικρό αντάλλαγμα τον ρόλο του δεσμοφύλακα, την ώρα που οι Τούρκοι ανταγωνιστές τους έπαιρναν ως ανταλλάγματα για τις δικές τους υπηρεσίες χρήματα και εμπορικές συμφωνίες από την ΕΕ. Ταυτόχρονα, με την αποδοχή από την πλευρά της κυβέρνησης των κοινών περιπολιών με τους Τούρκους υπό την ομπρέλα του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο, οι Έλληνες αστοί αντιλήφθηκαν ότι διαπράχθηκε ένα σημαντικό στρατηγικό λάθος από τη σκοπιά των συμφερόντων τους. Ενώ το ΝΑΤΟ με τις επιχειρήσεις του πρακτικά δεν μπορεί να ανακόψει την έλευση των προσφύγων, οι κοινές επιχειρήσεις με την Τουρκία, της έχουν δώσει τη δυνατότητα να αμφισβητεί έμπρακτα την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο και να νομιμοποιεί τις εδαφικές της διεκδικήσεις, στο πλαίσιο του γενικότερου ανταγωνισμού της με τον ελληνικό καπιταλισμό στην περιοχή. Έτσι και σε αυτό το πεδίο, των «εθνικών θεμάτων», οι χειρισμοί της κυβέρνησης αποδείχθηκαν επιζήμιοι για τον ελληνικό καπιταλισμό.

Ωστόσο με τον ελληνικό καπιταλισμό διαρκώς στον προθάλαμο της χρεοκοπίας και της εξόδου από την Ευρωζώνη, αυτά τα μειονεκτήματα που έχει η στήριξη στους ρεφορμιστές, περνούν σε δεύτερη μοίρα. Αναμφίβολα, το πολιτικό ισοζύγιο χρησιμότητας και κόστους είναι απόλυτα θετικό. Έτσι ο κανόνας στην τακτική της άρχουσας τάξης έναντι των ηγετών του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο ακόλουθος: να κάνουν όση περισσότερη από τη «βρώμικη δουλειά» των Μνημονίων μπορούν, να πλήξουν όσο γίνεται πιο πολύ το ηθικό της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, να δυσφημίσουν όσο γίνεται περισσότερο την Αριστερά και όταν έρθει η ώρα που είτε η παρουσία τους στην κυβέρνηση δεν θα έχει καμία χρησιμότητα, είτε θα δείξουν πραγματικά απρόθυμοι να συνεχίσουν τη βρώμικη δουλειά, να πεταχτούν στην αντιπολίτευση σαν στυμμένες λεμονόκουπες.

Οι πιο σοβαροί αστοί καταλαβαίνουν ότι χρειάζεται πολύ προσοχή στην επιλογή της στιγμής που οι ρεφορμιστές θα πρέπει να αποχωρήσουν. Ο παλαίμαχος αστός δημοσιογράφος Στάμος Ζούλας έγραφε σχετικά στις 17/4 στην «Καθημερινή»: «..Ο κ. Μητσοτάκης φαίνεται ότι έχει υπερεκτιμήσει το προβάδισμα των πέντε-έξι μονάδων που δίνουν στη Ν.Δ. οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, καθώς και τη σημαντική του υπεροχή, ως «καταλληλότερου πρωθυπουργού», έναντι του κ. Τσίπρα. Ωστόσο αυτά τα ευρήματα δεν μπορούν να θεωρηθούν σταθερά, ούτε θα έπρεπε να θεωρηθούν σημαντικά για την αλλαγή της στρατηγικής του αρχηγού της Ν.Δ., ο οποίος μέχρι πρότινος δήλωνε πως δεν βιάζεται να γίνει πρωθυπουργός, και σήμερα ζητεί από τον κ. Τσίπρα να εγκαταλείψει άμεσα την εξουσία. Διότι τι θα συμβεί αν επαναληφθεί το περυσινό σενάριο και επανακάμψει το Grexit, όπως ορισμένοι στην Ευρώπη προειδοποιούν; Το πιθανότερο είναι η Ν.Δ. και τα λοιπά κόμματα του ευρωπαϊκού τόξου να αναδιπλωθούν στη θέση του οιονεί υποστηρικτή του τρίτου μνημονίου, προκειμένου να παραμείνει η χώρα στην Ευρώπη. Συνεπώς, τυχόν πρόωρες εκλογές, με ένα τέτοιο διακύβευμα, μάλλον αφαιρούν από τη Ν.Δ. τα στοιχεία της δημοσκοπικής υπεροχής. Αλλά και αν ακόμη επιβεβαιωθεί στην κάλπη αυτό το προβάδισμα, ποια κατάσταση θα κληθεί να διαχειρισθεί η Ν.Δ. και οι εταίροι της στην κυβέρνηση, μιας και η αυτοδυναμία είναι ανέφικτη; Η απάντηση στο ερώτημα είναι δεδομένη. Η «νέα» κυβέρνηση θα κληθεί να υπογράψει μια συμφωνία, με όρους ακόμη επαχθέστερους από αυτούς που «απέρριψε» ή μάλλον απέφυγε να δεχθεί ο κ. Τσίπρας. Θα επωμισθεί, δηλαδή, όλα τα βάρη που επισώρευσε το 15μηνο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, δεχόμενη ταυτόχρονα και το σύνολο της κοινωνικής αγανάκτησης, η οποία το πιθανότερο είναι να υποτιμήσει την ευθύνη των κ. Τσίπρα – Καμμένου. Αλλωστε οι δύο σήμερα συγκυβερνώντες, όχι μόνον θα αποποιηθούν κάθε ευθύνη για την καταληκτική συμφωνία, αλλά το πιθανότερο είναι να εμφανισθούν και σαν συνεκφραστές της λαϊκής οργής. Με άλλους λόγους, η «νέα» κυβέρνηση κινδυνεύει να υποστεί την κατάφωρη αδικία της ρήσης «προς γαρ το τελευταίον εκβάν, έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται». Με συνακόλουθο το έλλειμμα της λαϊκής εμπιστοσύνης…». «Πίσω» από αυτές τις λέξεις φανερώνεται καθαρά η δυσπιστία και ο προβληματισμός της άρχουσας τάξης για το μέλλον του αστικού πολιτικού στρατοπέδου.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 7ο” ]

Η κατάσταση της ΝΔ και οι προοπτικές της

Η ΝΔ, μετά την κρίση και τους σοβαρούς κλυδωνισμούς που δημιούργησαν στο εσωτερικό της οι 3 διαδοχικές εκλογικές ήττες μέσα σ’ ένα χρόνο (συμπεριλαμβανομένου του δημοψηφίσματος), φαινομενικά βρήκε στο πρόσωπο του νέου της ηγέτη τον άνθρωπο που έχει ανακόψει αυτή την κρίση. Στην πραγματικότητα όμως, η κρίση αυτή έχει ανακοπεί προσωρινά, κύρια εξαιτίας της μεγάλης πτώσης της απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ.

Ωστόσο, η Ν.Δ με τον Μητσοτάκη στην ηγεσία, φαίνεται από τις δημοσκοπήσεις ότι εμφανίζει μια ορισμένη τάση για ανάκαμψη της εκλογικής της επιρροής. Παραδοσιακά συντηρητικά τμήματα των μικροαστικών στρωμάτων, βλέπουν απελπισμένα στον Μητσοτάκη τον ηγέτη που θα λύσει τη φορολογική τους θηλιά και θα επιτεθεί στους κρατικούς υπάλληλους, κλείνοντας «άχρηστους» κρατικούς οργανισμούς, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού αφήνει «χώρο» για την πραγματοποίηση μόνο της δεύτερης επιλογής. Η συσπείρωση αυτών των στρωμάτων, το περισσότερο στο οποίο μπορεί να οδηγήσει στις επόμενες εκλογές είναι να αυξήσει το ποσοστό της ΝΔ σε βάρος των άλλων αστικών μνημονιακών κομμάτων, χωρίς να φαίνεται ικανή να δημιουργήσει ένα ισχυρό ρεύμα σε όσους ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ και πάνω από όλα φυσικά, στα εκατομμύρια όσων απογοητευμένοι από την προδοσία τον περασμένο Σεπτέμβρη είχαν στραφεί στην αποχή.

Το αίτημα του Μητσοτάκη για εκλογές, κατά βάση είναι το αποτέλεσμα της απόπειράς του να καλλιεργήσει την εντύπωση ενός ισχυρού ρεύματος υποστήριξης, πάνω στη βάση της πρωτιάς της ΝΔ στις δημοσκοπήσεις. Σε κάποιο βαθμό, το αίτημα αυτό, αντανακλά και τις πραγματικές διαθέσεις δυσαρέσκειας που αναπτύχθηκαν μέσα στην άρχουσα τάξη τους προηγούμενους μήνες έναντι της κυβέρνησης, εξαιτίας της αργοπορίας της να κλείσει την πρώτη αξιολόγηση, των χειρισμών της σε σχέση με το ρόλο του ΔΝΤ, αλλά και γύρω από την προσφυγική κρίση. Η ηγεσία της ΝΔ μπορεί δημόσια να συνεχίζει να ζητά εκλογές, στην πραγματικότητα όμως, απόλυτα ταυτισμένη με τις αληθινές επιδιώξεις της άρχουσας τάξης, εύχεται η κυβέρνηση να αντέξει και να συνεχίζει να ψηφίζει όσα περισσότερα αντιδραστικά, μνημονιακά μέτρα μπορεί.

Μετά από μια αναπόφευκτη – όπως όλα δείχνουν – πρόωρη προσφυγή στις κάλπες από την παρούσα κυβέρνηση, το πιθανότερο είναι ο Μητσοτάκης να σχηματίσει μια νέα κυβέρνηση με «κορμό» τη ΝΔ και με το καθήκον να συνεχίσει τη λήψη των σκληρών μέτρων λιτότητας. Καμία εγγύηση δεν υπάρχει ότι η δική του κυβέρνηση θα είναι σταθερότερη από τη σημερινή. Κάτω από τα χτυπήματα της κρίσης και των εργατικών αγώνων, η ΝΔ θα μπει αναπόφευκτα σε μια νέα φάση κρίσης και εσωτερικής σύγκρουσης ανάμεσα στις βασικές εσωκομματικές πτέρυγες των «Καραμανλικών», των «Σαμαρικών» και των «Μητσοτακικών», που αυτή τη φορά μπορεί να την οδηγήσει σε μια πολύ σοβαρότερη διάσπαση από εκείνες που είχε στο παρελθόν και πάνω από όλα, σε μια εκλογική πανωλεθρία.

Η ιστορικά χαμηλή εκλογική επίδοση της ΝΔ του Σαμαρά τον Μάιο του 2012 ήταν μια προειδοποίηση, που θα μπορούσε να επαναληφθεί σε πολύ δυσμενέστερες συνθήκες για τη ΝΔ, μετά από μια βραχυχρόνια νέα, δική της κυβερνητική θητεία. Τα ηγετικά στελέχη της ΝΔ είχαν πιστέψει τα προηγούμενα χρόνια ότι το φαινόμενο της ιστορικής συρρίκνωσης του ΠΑΣΟΚ, τάχα δεν τους αφορά. Στην πραγματικότητα είναι τμήμα της ίδιας διαδικασίας, που θα εκφραστεί πολύ σύντομα και στην εκλογική απήχηση της ΝΔ. Στη συνείδηση ακόμα και των πιο καθυστερημένων στρωμάτων των μικροαστικών μαζών, η ΝΔ είναι ήδη καταγεγραμμένη ως ένα διεφθαρμένο, καθεστωτικό κόμμα και η απήχησή της εμφανίζεται σχετικά υψηλή μόνο στους ηλικιωμένους ψηφοφόρους.

Η ψήφος προς τη ΝΔ στις ερχόμενες εκλογές, από την πλευρά εκατοντάδων χιλιάδων ψηφοφόρων θα αντιπροσωπεύει την παροχή μιας τελευταίας ευκαιρίας. Αμέσως μετά, η αποκάλυψη ότι συγκριτικά με τη σημερινή κυβέρνηση, εκείνη της ΝΔ του Μητσοτάκη θα προχωρήσει σε ακόμα σκληρότερη επίθεση στους μικροαστούς και σε εκείνους που εξαρτούν τα εισοδήματά τους από το κράτος, συμπεριλαμβανομένων των συνταξιούχων, θα διαψεύσει τις όποιες «φρούδες» ελπίδες των ψηφοφόρων της. Μια πιθανή βαριά εκλογική ήττα λοιπόν που θα ακολουθήσει, με ποσοστά που θα θυμίζουν νέο ΠΑΣΟΚ, μπορεί να οδηγήσει εκτός από τη διάσπαση και στην ίδια την εξαφάνιση της ΝΔ με τη μορφή που είχε από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα. Το αίτημα για ριζική επανίδρυση του βασικού κόμματος του αστικού πολιτικού στρατοπέδου θα γίνει επιτακτικό, με την απήχηση του νέου κομματικού σχηματισμού όμως να είναι πάρα πολύ υπονομευμένη από την αρχή.

Το ΠΑΣΟΚ και οι διεργασίες στο Κέντρο

Το ΠΑΣΟΚ αντιπροσωπεύει πλέον το «κουφάρι» του παλιού μαζικού εργατικού κόμματος. Η αποφυγή έως σήμερα της πλήρους και τυπικής εξάλειψης του ονόματος και των συμβόλων που αντανακλούν το αριστερό παρελθόν του, δεν εκφράζουν τίποτα άλλο παρά την ανάγκη των αστών ηγετών του κόμματος να αξιοποιούν την αναγνωρισιμότητα που αυτά τους προσφέρουν για να προασπίζουν τη χρήσιμη στον ελληνικό καπιταλισμό πολιτική καριέρα τους.

Το ΠΑΣΟΚ, αναφορικά με όλα τα βασικά στοιχεία της σημερινής του πολιτικής υπόστασης, λειτουργεί ως έμπιστο κόμμα της ελληνικής άρχουσας τάξης. Η επιρροή του στην εργατική τάξη έχει μειωθεί σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα και έχει αντικατασταθεί τα τέσσερα τελευταία χρόνια από τον ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι λαμβάνοντας υπόψη αυτή την πραγματικότητα, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να θεωρείται πλέον ένα εργατικό κόμμα. Εγκαταλείφτηκε μαζικά και οριστικά από την εργατική τάξη, η οποία βλέπει πλέον σε αυτό – και σωστά – απλά ένα μικρό κόμμα του ταξικού της εχθρού.

Η διαδικασία μετατροπής αυτού του παλιού μαζικού εργατικού κόμματος σε αστικό δεν ήταν αυτόματη. Είχε ξεκινήσει με το σταδιακό, ανοικτό πέρασμα της ηγεσίας του στο στρατόπεδο της αστικής τάξης κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Το ορόσημο για την ποιοτική αλλαγή ήταν οι ειδικές συνθήκες που διαμόρφωσε το ξέσπασμα της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης. Αυτές βρήκαν τους ηγέτες του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και αποκάλυψαν αδιάψευστα ότι όλοι τους ήταν πολιτικά εκφυλισμένοι και αστοί «ως το μεδούλι». Η ύπαρξη δύο άλλων μαζικών παραδοσιακών εργατικών κομμάτων από το στρατόπεδο του κομμουνιστικού κινήματος ως εναλλακτικές επιλογές για την εργατική τάξη, επιτάχυνε τη διαδικασία της πλήρους κατάρρευσης της επιρροής του ΠΑΣΟΚ στις μάζες, οδηγώντας έτσι στην πλήρη ταξική του μετάλλαξη, με έναν «βουβό» τρόπο, χωρίς εσωκομματικές συγκρούσεις.

Η εκλογική επικράτηση της ΠΑΣΚΕ μ’ ένα αρκετά υψηλό ποσοστό στο πρόσφατο συνέδριο ΓΣΕΕ, δεν μπορεί να αποτελεί στοιχείο ικανό να τεκμηριώσει την εργατική φύση του ΠΑΣΟΚ. Στην πραγματικότητα αυτό το ποσοστό, σε συνδυασμό με τη θέση υπέρ του «Ναι» που έλαβε η ΓΣΕΕ το περασμένο καλοκαίρι στο δημοψήφισμα, δεν υπογραμμίζει το πόσο «εργατικό» είναι το ΠΑΣΟΚ, αλλά το πόσο μακριά βρίσκονται σήμερα τα συνδικάτα από την εργατική τάξη και τις αληθινές της διαθέσεις. Αποτελεί ένδειξη για το σημερινό βαθμό γραφειοκρατικού – εργοδοτικού εκφυλισμού της ΓΣΕΕ και όχι απόδειξη για τον ανύπαρκτο «εργατικό χαρακτήρα» του ΠΑΣΟΚ.

Τίποτα πλέον δεν μπορεί να συγκρατήσει την πορεία εξαφάνισης του ΠΑΣΟΚ με τη μορφή που έχει σήμερα, η οποία ξεκίνησε επίσημα στις εκλογές του 2012. Ήδη διαισθανόμενη το βέβαιο τέλος του κόμματος, η Φ. Γεννηματά επιδιώκει τη συνένωσή του με τη ΔΗΜΑΡ, το Ποτάμι, το ΚΙΔΗΣΟ και άλλους σχηματισμούς με σκοπό τη δημιουργία ενός «κεντροαριστερού» αστικού πόλου, που θα αποτελεί χρήσιμο κυβερνητικό συμπλήρωμα των μεγαλύτερων μνημονιακών κομμάτων «εξουσίας». Αυτή η διαδικασία μετεξέλιξης, με τα διαρκή παζάρια ανάμεσα στις διάφορες κεντροαριστερές «φατρίες» και κυρίως, το ζήτημα που θα τεθεί μετά από μια επικράτηση της ΝΔ στις ερχόμενες εκλογές για μια πιθανή επανάληψη του υποδείγματος της συγκυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου, είναι πολύ πιθανό να οδηγήσουν σε μια διάσπαση (πιθανά ανάμεσα στην υπερδεξιά ομάδα Βενιζέλου και τους θιασώτες μιας στενότερης σχέσης με τον ΣΥΡΙΖΑ), που θα επιταχύνει τη διαδικασία εξαφάνισης του ΠΑΣΟΚ από το προσκήνιο με τη σημερινή του μορφή.

Η είσοδος στη Βουλή της «Ένωσης Κεντρώων» του Β. Λεβέντη ανέδειξε γλαφυρά, την αναπτυσσόμενη απαξίωση των παλιών αστικών και εργατικών κομμάτων σε πλατιά τμήματα της κοινωνίας. Το προσωποπαγές αυτό «κόμμα» ενός γραφικού μωροφιλόδοξου αστού, ήδη έδειξε τη χρησιμότητά του για την άρχουσα τάξη, συγκρατώντας μέσα στο αστικό πολιτικό στρατόπεδο την ψήφο μερικών εκατοντάδων χιλιάδων απογοητευμένων από το αστικό πολιτικό σύστημα ανθρώπων. Σε μελλοντικές κρίσιμες στιγμές για το αστικό καθεστώς, το κόμμα του Λεβέντη θα μπορούσε να γίνει ακόμα πιο χρήσιμο στους αστούς, σαν βολικό εξάρτημα συμμαχικών κυβερνήσεων, με ή χωρίς την άδεια του αρχηγού του, ο οποίος, όπως φάνηκε στην περίπτωση της ματαίωσης της «δέσμευσης» για την υποχρεωτική εναλλαγή των βουλευτών, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι έχει το κύρος για να επιβάλλεται στους βουλευτές του.

Το Ποτάμι, συμπληρώνοντας δυο χρόνια ζωής, με την οριακή είσοδό του στη Βουλή τον Σεπτέμβρη του 2015 και τη διαρκή πτώση της επιρροής που καταγράφει στις δημοσκοπήσεις, επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι αποτελεί έναν ευκαιριακό, εφήμερο σχηματισμό, υπηρέτησης βραχυπρόθεσμων σχεδίων και αναγκών της άρχουσας τάξης. Ήδη κάτω από το βάρος της προβληματικής του προοπτικής, στις γραμμές του προετοιμάζεται μια διάσπαση ανάμεσα στους πολιτικούς παράγοντες που κοιτούν προς τη «νέα» Ν.Δ του Μητσοτάκη και εκείνους που αναζητούν συμπόρευση με το ΠΑΣΟΚ και τους μικρότερους κεντροαριστερούς δορυφόρους του (ΚΙΔΗΣΟ, ΔΗΜΑΡ κ.λ.π).

Η Χρυσή Αυγή και η λοιπή δημαγωγική άκρα δεξιά

Η Χρυσή Αυγή, από την δολοφονία Φύσσα και την προφυλάκιση των ηγετών της και μετά, έχει υποστεί μια απότομη ανακοπή της αξιοσημείωτης αρχικής δυναμικής της και σήμερα, σε όλες τις δημοσκοπήσεις, παρά τη μνημονιακή προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ, εμφανίζει μια στάσιμη επιρροή. Αυτό το φαινόμενο διέψευσε όλους εκείνους στην Αριστερά που υποστήριζαν ότι από το 2010 και μετά, η ελληνική κοινωνία κινείται προς το φασισμό και ότι τάχα, βρισκόμαστε στην περίοδο των «τελικών σταδίων μιας νέας Δημοκρατίας της Βαϊμάρης». Αποδείχθηκε ότι το κύριο ρεύμα στην κοινωνία δεν είναι προς τον φασισμό και επίσης, ότι η αστική τάξη στην παρούσα φάση, φοβάται να στηριχθεί στους φασίστες με οποιονδήποτε τρόπο και είναι αναγκασμένη να φυλακίζει και να διώκει – για ένα συγκεκριμένο τουλάχιστον διάστημα – τους ηγέτες τους, για να μην ερεθίσουν με τη δράση τους τα επαναστατικά αντανακλαστικά της εργατικής τάξης και της νεολαίας.

Όμως από την άλλη πλευρά, η Χρυσή Αυγή συνεχίζει να διατηρεί έναν σταθερό πυρήνα, μερικών εκατοντάδων χιλιάδων υποστηρικτών από τις τάξεις των πιο καθυστερημένων και εξαχρειωμένων μικροαστικών και λουμπενοποιημένων από την κρίση, στρωμάτων της κοινωνίας. Αυτό όπως έχουμε τονίσει, δεν είναι ένα φαινόμενο μικρής σημασίας. Συνιστά μια προειδοποίηση για το εργατικό κίνημα και την πρωτοπόρα νεολαία, με την έννοια ότι η αναπόφευκτη πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού ανάπτυξη της εξαθλίωσης και της εξαχρείωσης των μικροαστικών μαζών από την κρίση, μπορεί να δώσει στους φασίστες το έδαφος για μια ισχυρότερη δυναμική.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι φασισμός δεν σημαίνει είσοδος μερικών νοσταλγών του Χίτλερ στη Βουλή, με την παθητική μέθοδο της παροχής ψήφου στις εκλογές. Ο γνήσιος φασισμός είναι ένα κίνημα μανιασμένων μικροαστών με σκοπό την καταστροφή των μαζικών εργατικών οργανώσεων. Στην παρούσα φάση, η υποστήριξη στους φασίστες έχει έναν εντελώς παθητικό χαρακτήρα. Όλες οι συγκεντρώσεις τους είναι χωρίς μαζικότητα, ακόμα και αυτές που αφορούν τη φυλάκιση των ηγετών τους, οι οποίες αποτελούν ως τώρα διαφήμιση αδυναμίας και όχι δύναμης. Οι οργανωμένες δυνάμεις τους, σαν αποτέλεσμα των (ας το τονίσουμε: προσωρινών) διώξεων από το κράτος, αλλά και εξαιτίας των μαχητικών δράσεων από πρωτοβουλίες επαναστατών νέων από αναρχικές ομάδες, έχουν αυτοπεριοριστεί σε σποραδικές, ασήμαντης κλίμακας τρομοκρατικές δράσεις.

Μια απότομη κλιμάκωση της οικονομικής κρίσης, σε συνδυασμό με μια πιθανή αθώωση ενός τμήματος των ηγετών τους από την αντιδραστική αστική «Δικαιοσύνη», θα μπορούσαν να αλλάξουν τα δεδομένα και να ισχυροποιήσουν την πολιτική επιρροή, αλλά και την επιχειρησιακή δράση των φασιστών ενάντια στην Αριστερά και το εργατικό κίνημα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει στο προβλεπτό μέλλον τη δημιουργία ενός μαζικού κινήματος εξουσίας από την πλευρά τους.

Για να περιορίσει την εκλογική δύναμη των φασιστών, η άρχουσα τάξη με την αρωγή της αντιδραστικής εκκλησιαστικής ιεραρχίας, προωθεί τη δημιουργία μιας «καθωσπρέπει άκρας δεξιάς», με ηγέτες παλιούς αστούς πολιτικούς προερχόμενους από τη Ν.Δ, όπως οι Καρατζαφέρης, Μπαλτάκος, Ψωμιάδης κ.λ.π, οι οποίοι και προχώρησαν ήδη στην ίδρυση του πολιτικού σχήματος με τον τίτλο «Εθνική Ενότητα». Η δημιουργία τέτοιου είδους πολιτικών σχημάτων με (διε)φθαρμένους αστούς πολιτικούς που έχουν συμμετάσχει σε μνημονιακές κυβερνήσεις, είναι ένας εντελώς ακατάλληλος τρόπος για να περιοριστεί η εκλογική απήχηση των φασιστών. Απέναντι σε αυτά τα σχήματα, οι φασίστες διατηρούν το πλεονέκτημα του αντισυστημικού προφίλ. Είναι απίθανο να δούμε τους οργισμένους ενάντια στο πολιτικό σύστημα ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής να κερδίζονται από τέτοια φθαρμένα, αστικά ευκαιριακά σχήματα.

Είναι λοιπόν ανάγκη να τονιστεί, ότι η μόνη δύναμη που μπορεί να περιορίσει αποφασιστικά την επιρροή της Χρυσής Αυγής είναι το ίδιο το νικηφόρο επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου. Καθοδηγούμενο από ένα γνήσιο μαρξιστικό κόμμα και με μέσο την εγκαθίδρυση σχεδιασμένης οικονομίας, το επαναστατικό προλεταριάτο θα επιβάλει ριζικές λύσεις στα προβλήματα των χτυπημένων από την κρίση μικροαστικών μαζών που επιχειρεί σήμερα να παραπλανήσει η φασιστική δημαγωγία. Ταυτόχρονα, μέσα από το τράβηγμα στην παραγωγική διαδικασία και την εξασφάλιση μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης, θα αναμορφώσει ηθικά και πολιτικά τα λουμπενοποιημένα μικροαστικά στοιχεία που σήμερα από τυφλή απόγνωση στρέφονται τους φασίστες.

Οι ΑΝΕΛ, σαν ο πιο αδύναμος κρίκος της συγκυβέρνησης, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι διάγουν το τελευταίο διάστημα του πολιτικού τους βίου. Οι μικροαστοί αντιμνημονιακοί ψηφοφόροι έχουν ήδη εγκαταλείψει τον μνημονιακό πλέον, αστικό συρφετό του Καμένου, το στελεχιακό δυναμικό του οποίου συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του αρχηγού, είναι πολύ πιθανό να αναζητήσει σύντομα πολιτική στέγη είτε στον ΣΥΡΙΖΑ, είτε σε άλλα αστικά κόμματα, με πιο προνομιακό συνομιλητή για πολλούς από αυτούς, το νέο δημαγωγικό ακροδεξιό φορέα του Καρατζαφέρη.

Από τη διαφαινόμενη «άδοξη» πολιτική κατάληξη των ΑΝΕΛ, προκύπτουν δυο σημαντικά πολιτικά συμπεράσματα. Το πρώτο είναι ότι στην εποχή που τα Μνημόνια αποτελούν το πρόγραμμα των αναγκών του ελληνικού καπιταλισμού, δεν μπορεί να υπάρξει στο στρατόπεδο της άρχουσας τάξης κανένα συνεπές αντιμνημονιακό κόμμα. Το δεύτερο είναι ότι η αστική, δεξιά δημαγωγία, στην ουσία της, δεν διαφέρει στο ελάχιστο από την «αριστερή» ρεφορμιστική δημαγωγία. Η σχετικά αδιατάρακτη ως τώρα συμβίωση της κλίκας του Τσίπρα με τους ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση, είναι ένας από τους πιο αυθεντικούς δείκτες για τον αστικό εκφυλισμό των ρεφορμιστών.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 8ο” ]

Τα στρατηγικά μυαλά των αστών απαισιοδοξούν και ανησυχούν

Στην παρούσα αντικειμενική κατάσταση του ελληνικού καπιταλισμού και του αστικού καθεστώτος, δεν υπάρχει τίποτα που να προκαλεί το αίσθημα της αυτοπεποίθησης και της ιστορικής αισιοδοξίας στην ελληνική άρχουσα τάξη. Αυτό που, πάνω απ’ όλα, προβληματίζει τους αστούς, είναι ο εντεινόμενος ξεπεσμός του ελληνικού καπιταλισμού σε διεθνές επίπεδο, σε συνδυασμό με το έλλειμμα ικανής και στιβαρής αστικής πολιτικής ηγεσίας.

Ο Αλέξης Παπαχελάς, αναμφίβολα ένα από τα λίγα διεισδυτικά, στρατηγικά μυαλά του αστικού Τύπου της χώρας, έγραφε χαρακτηριστικά στις 17/4 στην «Καθημερινή»: «..Σήμερα η Ελλάδα μοιάζει πραγματικά με Πόρτο Ρίκο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ζει με δόσεις και δανεικά, ενώ δεν έχει ακόμη καταφέρει να παρουσιάσει ένα δικό της, ιδιόκτητο, σχέδιο με μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα τη βγάλουν από τη λάσπη. Βαλκάνιοι ηγέτες απευθύνονται με απαξιωτικό τρόπο στην ανώτατη ελληνική πολιτική ηγεσία. Η Τουρκία δρα ως ηγεμών στην περιοχή. Οι Ευρωπαίοι αντιμετωπίζουν τον Ταγίπ Ερντογάν σαν νεοοθωμανό σουλτάνο. Και το χειρότερο; Έχουμε υιοθετήσει ένα εξοργιστικό επιχείρημα όταν διαπραγματευόμαστε με ισχυρούς παίκτες στο εξωτερικό. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ή ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μιλούσαν ως ίσος προς ίσο, προσέφεραν και έπαιρναν σημαντικά στρατηγικά ανταλλάγματα λαμβάνοντας αποφάσεις με ρίσκο. Τώρα ζητάμε από τους έξω να μη μας αφήσουν στην τύχη μας γιατί κατέχουμε κρίσιμη γεωπολιτική θέση και το να γίνουμε failed state θα έχει σημαντικές παρενέργειες. Οι Ευρωπαίοι μας έχουν καταστήσει εξ ανάγκης ένα sui generis προτεκτοράτο σε ό,τι αφορά το προσφυγικό/μεταναστευτικό πρόβλημα. Το ελληνικό κράτος έχει εν πολλοίς υποκατασταθεί στη φύλαξη των συνόρων και στη διαχείριση των hotspots στα νησιά. Εκεί δε όπου έχει η Ελληνική Δημοκρατία και μόνο την ευθύνη, συμβαίνουν πρωτοφανή πράγματα, όπως π.χ. οι Αρχές της ΠΓΔΜ να μας στέλνουν πίσω πρόσφυγες – μετανάστες μέσα από τρύπες στα συρματοπλέγματα. Εχουμε συνηθίσει σε όλα αυτά, σιγά σιγά, γλυκά… Δεν μας κάνει πια τίποτα εντύπωση. Η Ελλάδα έχει γίνει Ελλαδίτσα στα μάτια των έξω, φίλων και εχθρών.….. Η εικόνα που προβάλλουμε δεν είναι καλή. Είναι, δυστυχώς, μια δίκαιη απεικόνιση της περιόδου παρακμής που διανύουμε…»

Στις παραπάνω φράσεις, εκφράζεται η αναπόληση των παλιών ηγετών του «έθνους», δηλαδή των παλιών «μεγάλων πολιτικών ανδρών» της ελληνικής αστικής τάξης. Η εναγώνια αναζήτηση από μια τάξη ισχυρών και φωτισμένων ηγετών για να στηρίξουν τη θέση της στην κοινωνία, συνιστά χαρακτηριστική απόδειξη για την ιστορική παρακμή αυτής της τάξης και για τον ιστορικά ξεπερασμένο χαρακτήρα της εξουσίας της.

Ακόμα περισσότερο όμως και από τον ξεπεσμό, η ελληνική αστική τάξη ανησυχεί για το ενδεχόμενο να βρεθεί και πάλι κοντά σε μια επαναστατική κατάσταση, όπως συνέβη το περασμένο καλοκαίρι κατά τις μέρες του δημοψηφίσματος. Ας δούμε πως αποτυπώνει αυτή την ανησυχία σε δυο ακόμα ενδεικτικά αποσπάσματα από πρόσφατα άρθρα του ο διευθυντής της «Καθημερινής», που δεν σταματά να προσφέρει αυθεντικά δείγματα της σκέψης των στρατηγικών μυαλών του ταξικού μας αντιπάλου. Τον περασμένο Οκτώβριο έγραφε: «..αν φουντώσει ο αντιευρωπαϊσμός και μαζί η αίσθηση της απελπισίας, εύκολα μπορεί κανείς να δει ένα μεγάλο κομμάτι του λαού να μεθάει στο όνομα μιας νέας χίμαιρας, σαν κι αυτές που μας οδήγησαν σε καταστροφές στο παρελθόν…» («Καθημερινή», 10/10/2015). Και μόλις την επόμενη μέρα της συνόδου του Eurogroup που σηματοδότησε το διαφαινόμενο κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης, παρά την ικανοποίηση που επικρατούσε στους αστικούς κύκλους, ο ίδιος αστός αναλυτής εστίαζε στις βαθιές ανησυχίες της τάξης του για το μέλλον: «..Πολλοί συμπολίτες μας που πίστεψαν στο αριστερό παραμύθι θα προτιμήσουν τον καναπέ την επόμενη φορά. Άλλοι, και ιδιαίτερα οι νέοι, ενδέχεται να γοητευθούν από ακόμη πιο ριζοσπαστικές και βίαιες Σειρήνες..» («Καθημερινή», 9/5/2016).

Όπως συχνά αναφέρουμε λοιπόν, αποδεικνύεται για μια ακόμα φορά ότι οι πιο σοβαροί αστοί φτάνουν σε κοινά συμπεράσματα με τους μαρξιστές. Αυτό συμβαίνει και στην προκειμένη περίπτωση. Οι «ακόμη πιο ριζοσπαστικές και βίαιες Σειρήνες», οι «Σειρήνες» της προλεταριακής επανάστασης δεν θα αργήσουν να ηχήσουν στα αυτιά της ελληνικής αστικής τάξης.

Μαρξισμός, επαναστατική κατάσταση και επανάσταση

Τα σημαντικότερα διδάγματα που έχει να δώσει στους μαρξιστές η ιστορία της καπιταλιστικής κοινωνίας και των ταξικών αγώνων που αναπτύσσονται στους κόλπους της, είναι τα διδάγματα από τις επαναστάσεις. Είναι επιτακτική ανάγκη, οι μαρξιστές να αφομοιώσουν σε βάθος αυτά τα διδάγματα. Αυτό ισχύει χίλιες φορές περισσότερο για τους μαρξιστές στην Ελλάδα, μια χώρα που τα προηγούμενα χρόνια βρέθηκε επανειλημμένα στο «χείλος» μιας ανοικτά επαναστατικής κατάστασης.

Πως όμως ορίζονται συγκεκριμένα οι έννοιες της επαναστατικής κατάστασης και της επανάστασης από τον μαρξισμό; Για να δώσουμε έναν πλήρη μαρξιστικό ορισμό, είναι σκόπιμο να στηριχθούμε στα γραπτά των μεγάλων μαρξιστών θεωρητικών. Εκείνοι που έχουν γράψει με περισσότερη σαφήνεια και πληρότητα πάνω στο θέμα, είναι ο Λένιν και ο Τρότσκι. Παρά τα στενά αντικειμενικά όρια που μας θέτει το κείμενο αυτό, αν θέλουμε να αποκτήσουμε μια αυθεντική γενική εικόνα για τις ιδέες που έχουν αναπτύξει οι δυο επιφανείς ηγέτες της Οχτωβριανής επανάστασης σχετικά με το θέμα, είναι επιβεβλημένο να παραθέσουμε εκτεταμένα αυτούσια αποσπάσματα από τα έργα τους, ακολουθώντας τη χρονική σειρά με την οποία γράφτηκαν (σ.σ: οι εμφάσεις με έντονα γράμματα στα αποσπάσματα είναι δικές μας).

Ας ξεκινήσουμε από τον Λένιν. Στο άρθρο του στην εφημερίδα «Σοσιαλδημοκράτης» (Τεύχος 3, Ιούνιος 1913) με τίτλο «Η Πρωτομαγιά του επαναστατικού προλεταριάτου» (Άπαντα, τ. 23, σ. 300 – 303) ο Λένιν έγραφε : «..Η Ρωσία ζει μια επαναστατική κατάσταση, γιατί η καταπίεση της τεράστιας πλειοψηφίας του πληθυσμού, όχι μόνο του προλεταριάτου, μα και των εννιά δεκάτων των μικροπαραγωγών, ιδιαίτερα των αγροτών, οξύνθηκε στον ανώτατο βαθμό ….Μα αυτό δεν είναι ακόμη αρκετό. Μόνο η καταπίεση, όσο μεγάλη και αν είναι, δεν δημιουργεί πάντα επαναστατική κατάσταση στη χώρα. Τις περισσότερες φορές για την επανάσταση δεν αρκεί μόνοοι κάτω να μηθέλουννα ζουν όπως προηγούμενα. Για την επανάσταση χρειάζεται ακόμηοι πάνω να μην μπορούννα διαφεντεύουν και να κυβερνούν όπως προηγούμενα. …Η πολιτική κρίση πανεθνικής κλίμακας στη Ρωσία είναι ολοφάνερη και η κρίση αυτή είναι τέτοια που θίγει ακριβώς τιςβάσειςτης κρατικής οργάνωσης και όχι ορισμένες πλευρές της, θίγει ταθεμέλιατου οικοδομήματος και όχι τη μια ή την άλλη πτέρυγα, όχι το ένα ή το άλλο πάτωμα. …Ούτε η καταπίεση των κάτω, ούτε η κρίση των πάνω δεν θα προκαλέσουν ακόμη την επανάσταση, – θα προκαλέσουν μονάχα το σάπισμα της χώρας – αν δεν υπάρχει σ’ αυτή τη χώρα επαναστατική τάξη ικανή να μετατρέψει την παθητική κατάσταση της καταπίεσης σε δραστήρια κατάσταση αγανάκτησης και εξέγερσης. Αυτόν ακριβώς το ρόλο της πραγματικά πρωτοπόρας τάξης, της τάξης που ξεσηκώνει πραγματικά τις μάζες στην επανάσταση και που μπορεί να σώσει τη Ρωσία από το σάπισμα, παίζει το βιομηχανικό προλεταριάτο…».

Το επόμενο απόσπασμα είναι από το κείμενο του Λένιν με τίτλο η «Η χρεοκοπία της Δεύτερης Διεθνούς», που γράφτηκε τον Ιούνιο του 1915 και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Κομμουνιστής» (τεύχη 1 και 2), το οποίο εκδιδόταν στην Γενεύη (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 1994, σελ. 16-17). Έγραφε εκεί ο Λένιν : «..Ποια είναι, μιλώντας γενικά, τα γνωρίσματα μιας επαναστατικής κατάστασης; Ασφαλώς δεν θα πέσουμε έξω, αν υποδείξουμε τρία βασικά γνωρίσματα, τα παρακάτω: 1) Η αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν σε αναλλοίωτη μορφή την κυριαρχία τους, η μια είτε η άλλη κρίση «κορυφών», η κρίση της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης που δημιουργεί ρωγμή, απ’ όπου εισχωρεί η δυσαρέσκεια και ο αναβρασμός των καταπιεζόμενων τάξεων. Συνήθως, για να ξεσπάσει η επανάσταση δεν είναι αρκετό «τα κάτω στρώματα να μην θέλουν», μα χρειάζεται ακόμη και «οι κορυφές να μην μπορούν» να ζήσουν όπως παλιά. 2) Επιδείνωση, μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη, της ανέχειας και της αθλιότητας των καταπιεζομένων τάξεων. 3) Σημαντικό ανέβασμα για τους παραπάνω λόγους της δραστηριότητας των μαζών, που σε «ειρηνική» εποχή αφήνουν να τις ληστεύουν ήσυχα, ενώ σε καιρούς θύελλας τραβιούνται τόσο απ’ όλες τις συνθήκες της κρίσης,όσο και από τις ίδιες τις «κορυφές»,σε αυτοτελή ιστορική δράση .Το σύνολο αυτών των αντικειμενικών αλλαγών είναι εκείνο που ονομάζεται επαναστατική κατάσταση. Τέτοια κατάσταση υπήρχε το 1905 στη Ρωσία και σ’ όλες τις εποχές των επαναστάσεων στη δύση· τέτοια όμως κατάσταση υπήρχε και στα 1860-1870 στη Γερμανία και στην περίοδο 1859-1861 και 1879-1880 στη Ρωσία, αν και σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν έγινε καμιά επανάσταση. Γιατί; Γιατί δεν γεννά κάθε επαναστατική κατάσταση επανάσταση, αλλά μόνο μια τέτοια κατάσταση, όπου οι αντικειμενικές αλλαγές, που απαριθμήσαμε, συνενώνονται με τις υποκειμενικές αλλαγές και συγκεκριμένα: με την ικανότητα της επαναστατικής τάξης να αναλάβει επαναστατική μαζική δράση, αρκετάισχυρή,ώστε να τσακίσει (ή να εξασθενίσει σημαντικά) την παλιά κυβέρνηση που ποτέ, ακόμη και σε εποχή κρίσεων, δεν «πέφτει», αν δεν τη «ρίξουν».

Στη γνωστή μπροσούρα του «Ο Αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομουνισμού» το 1920 (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1986), ο Λένιν έγραφε επίσης : «..Μόνο όταν«οι κάτω»δεν θέλουν το παλιό και«οι πάνω»δεν μπορούν να κυβερνούν με τον παλιό τρόπο, μόνο τότε μπορεί να νικήσει η επανάσταση. Η αλήθεια αυτή εκφράζεται διαφορετικά με τα λόγια: η επανάσταση είναι αδύνατη χωρίς μια πανεθνική κρίση (που να θίγει και τους εκμεταλλευόμενους και τους εκμεταλλευτές). Επομένως για την επανάσταση πρέπει, πρώτο, να πετύχουμε ώστε η πλειοψηφία των εργατών (ή πάντως η πλειοψηφία των συνειδητών, των σκεπτόμενων και των πολιτικά δραστήριων εργατών) να καταλάβει πέρα για πέρα την ανάγκη της επανάστασης και να είναι έτοιμη να βαδίσει στο θάνατο γι αυτή, δεύτερο, πρέπει οι άρχουσες τάξεις να περνούν κυβερνητική κρίση που τραβά στην πολιτική ακόμη και τις πιο καθυστερημένες μάζες (το γνώρισμα κάθε πραγματικής επανάστασης είναι ότι γρήγορα δεκαπλασιάζεται ή ακόμη και εκατονταπλασιάζεται ο αριθμός των ικανών για πολιτικό αγώνα εκπροσώπων της εργαζόμενης και καταπιεζόμενης μάζας που ως τότε ήταν απαθής), εξασθενεί την κυβέρνηση και κάνει δυνατή για τους επαναστάτες τη γρήγορη ανατροπή της… » (σελ 69-70).

«..Εδώ πρέπει να βάζεις στον εαυτό σου όχι μόνο το ερώτημα, αν έχουμε πείσει την πρωτοπορία της επαναστατικής τάξης, αλλά ακόμα και το ερώτημα αν οι ιστορικά ενεργητικές δυνάμεις όλων των τάξεων, όλων απολύτως των τάξεων μιας δοσμένης κοινωνίας, χωρίς καμιά εξαίρεση, είναι διαταγμένες έτσι, ώστε η αποφασιστική μάχη να είναι εντελώς ώριμη – έτσι ώστε (1) όλες οι εχθρικές προς εμάς ταξικές δυνάμεις να τα έχουν αρκετά χαμένα, να έχουν αρκετά φαγωθεί αναμεταξύ τους, αρκετά εξασθενήσει από έναν αγώνα ανώτερο από τις δυνάμεις τους, έτσι ώστε (2) όλα τα ταλαντευόμενα, διστακτικά, ασταθή, ενδιάμεσα στοιχεία, δηλαδή η μικροαστική τάξη, η μικροαστική δημοκρατία σε διάκριση από την αστική τάξη, να έχουν αρκετά ξεσκεπαστεί μπροστά στο λαό, να έχουν αρκετά ρεζιλευτεί με την χρεοκοπία τους στην πράξη, έτσι ώστε (3) στο προλεταριάτο να έχει αρχίσει και να αναπτύσσεται εντατικά μια μαζική τάση για υποστήριξη των πιο αποφασιστικών, απεριόριστα τολμηρών, επαναστατικών ενεργειών ενάντια στην αστική τάξη. Τότε η επανάσταση θα είναι πια ώριμη, τότε η νίκη μας, αν έχουμε υπολογίσει σωστά όλους τους όρους που σημειώσαμε και περιγράψαμε σύντομα παραπάνω και αν έχουμε διαλέξει σωστά τη στιγμή, η νίκη μας είναι εξασφαλισμένη…» (σελ. 81).

Περνώντας στον Τρότσκι, ξεκινάμε να παραθέτουμε από το αριστούργημά του «Η Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης»(εκδόσεις «Αλλαγή»), όπου στον πρόλογο γράφει: «..Το πιο αδιαφιλονίκητο γνώρισμα της επανάστασης είναι η άμεση επέμβαση των μαζών στα ιστορικά γεγονότα. Συνηθισμένα, το κράτος, μοναρχικό είτε δημοκρατικό, εξουσιάζει το έθνος·η ιστορία γίνεται από τους ειδικούς του επαγγέλματος: μονάρχες, υπουργούς, γραφειοκράτες, κοινοβουλευτικούς, δημοσιογράφους. Όμως, στις πιο αποφασιστικές καμπές, όταν το παλιό καθεστώς γίνεται ανυπόφορο για τις μάζες, τότε αυτές σπάνε τους φράχτες που τις χωρίζουν από τον πολιτικό στίβο, ανατρέπουν τους πατροπαράδοτους εκπροσώπους τους και, μ’ αυτή τους την επέμβαση, δημιουργούν το ξεκίνημα για ένα καινούργιο καθεστώς. …Η ιστορία της επανάστασης είναι για μας πριν απ’ όλα η ιστόρηση της βίαιης εισβολής των μαζών στην περιοχή που ρυθμίζονται τα δικά τους πεπρωμένα…»

Στο ίδιο έργο ο Τρότσκι ανέφερε επίσης σχετικά με την επαναστατική κατάσταση τα ακόλουθα : « ..Οι βασικοί όροι της επανάστασης συνίστανται σε τούτο, ότι το υπάρχον κοινωνικό καθεστώς βρίσκεται ανίκανο να λύσει θεμελιακά προβλήματα της ανάπτυξης του έθνους. Η επανάσταση γίνεται ωστόσο δυνατή μόνο στην περίπτωση όπου στη σύνθεση της κοινωνίας βρίσκεται μια καινούργια τάξη ικανή να μπει επικεφαλής του έθνους για να λύσει τα προβλήματα που βάζει η ιστορία. Το προπαρασκευαστικό προτσές της επανάστασης συνίσταται σ’ αυτό, ότι τα αντικειμενικά καθήκοντα τα συνυφασμένα με τις αντιφάσεις της οικονομίας και των τάξεων, ανοίγουν δρόμο μέσα στη συνείδηση των ζωντανών ανθρώπινων μαζών, μεταβάλλουν τις εκδηλώσεις τους και δημιουργούν καινούργιες σχέσεις πολιτικών δυνάμεων. Οι ιθύνουσες τάξεις, σαν αποτέλεσμα της ολοφάνερης ανικανότητας τους να βγάλουν τη χώρα από το αδιέξοδο, χάνουν την αυτοπεποίθηση τους, τα παλιά κόμματα αποσυντίθενται, λυσσασμένη πάλη ξεσπάει ανάμεσα στις ομάδες και τις κλίκες, οι ελπίδες μεταφέρονται στο θαύμα ή στο θαυματουργό. Όλα αυτά αποτελούν έναν από τους πολιτικούς όρους της εξέγερσης, εξαιρετικά σημαντικό αν και παθητικό.

Μια μανιασμένη εχθρότητα απέναντι στην καθιερωμένη κοινωνική τάξη και η πρόθεση ν’ αποτολμήσουν τις πιο ηρωικές προσπάθειες, να δώσουν θύματα, για να τραβήξουνε τη χώρα στο δρόμο της ανόρθωσης – τέτοια είναι η καινούργια πολιτική συνείδηση της επαναστατικής τάξης που αποτελεί τον κύριο ενεργητικό όρο της εξέγερσης.… Η δυσαρέσκεια των ενδιάμεσων στρωμάτων, η απογοήτευση τους από την πολιτική της ιθύνουσας τάξης, η ανυπομονησία τους και το ξεσήκωμα τους, η διάθεσή τους να υποστηρίξουν την τολμηρά επαναστατική πρωτοβουλία του προλεταριάτου, αποτελούν τον τρίτο πολιτικό όρο της εξέγερσης, ως ένα μέρος παθητικό στο μέτρο που εξουδετερώνει τις κορυφές της μικρομπουρζουαζίας, ως ένα μέρος ενεργητικό στο μέτρο που σπρώχνει τις βάσεις της να παλέψουν άμεσα πλάι – πλάι με τους εργάτες… Το προλεταριάτο δεν μπορεί, για την εξέγερση, να διαποτιστεί από την απαραίτητη σιγουριά στις ίδιες του τις δυνάμεις παρά μόνο στην περίπτωση που απλώνεται μπροστά του μια ξάστερη προοπτική, αν έχει τη δυνατότητα να επαληθεύσει ενεργά τις σχέσεις των δυνάμεων που αλλάζουνε προς όφελος του, αν νοιώθει από πάνω του μια διεύθυνση διορατική, σταθερή και τολμηρή. Αυτό μας οδηγεί στον όρο, τελευταίο στην απαρίθμηση μα όχι και στη σπουδαιότητα του, της κατάκτησης της εξουσίας: στο επαναστατικό κόμμα σαν πρωτοπορία της τάξης σφιχτοδεμένη και ατσαλωμένη. Γενικά όπως μαρτυράει η ιστορία ο πιο αδύνατος κρίκος στην αλυσίδα των αναγκαίων όρων στάθηκε ως τώρα ο κρίκος του κόμματος: το πιο δύσκολο πράγμα για την εργατική τάξη είναι να δημιουργήσει μια επαναστατική οργάνωση που να βρίσκεται στο ύψος των ιστορικών καθηκόντων της…» (σελ. 452 – 454).

Στο έργο του με τίτλο «Τα Πέντε πρώτα χρόνια της Κομμουνιστικής Διεθνούς» (Πηγή η εφημερίδα«Νέα Προοπτική», 3/7/2010) ο Τρότσκι επίσης ανέφερε : «Οι οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις μιας επαναστατικής κατάστασης αρχίζουν, γενικά μιλώντας, να ωριμάζουν όταν οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας κινούνται όχι ανοδικά αλλά καθοδικά, δηλαδή καταρρέουν· όταν το ειδικό βάρος της καπιταλιστικής χώρας στην παγκόσμια αγορά συστηματικά ελαττώνεται κι όταν τα εισοδήματα των τάξεων επίσης συστηματικά ελαττώνονται·όταν η ανεργία γίνεται, όχι ένα περιστασιακό γεγονός μιας διακύμανσης, αλλά ένα διαρκές κοινωνικό κακό με μια τάση παραπέρα ανάπτυξης….Παρ’ όλα αυτά, η επαναστατική κατάσταση αρχίζει μόνο από τη στιγμή που οι οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις μιας επανάστασης δημιουργούν ένα ρήγμα στη συνείδηση της κοινωνίας και των διαφόρων τάξεων μέσα σ’ αυτήν.… Αλλά η επαναστατική κατάσταση αρχίζει μόνο τη στιγμή που το προλεταριάτο αρχίζει να αναζητά μια διέξοδο, όχι στη βάση της παλιάς κοινωνίας, αλλά μέσα από μια επαναστατική εξέγερση ενάντια στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Αυτός είναι ο πιο σημαντικός υποκειμενικός όρος για μια επαναστατική κατάσταση. Η οξύτητα των επαναστατικών αισθημάτων των μαζών, είναι ένα από τα πιο σημαντικά μέτρα για την ωριμότητα της επαναστατικής κατάστασης… Η επαναστατική κατάσταση χαρακτηρίζεται από την έλλειψη εμπιστοσύνης της μικροαστικής τάξης σ’ όλα τα παραδοσιακά κόμματα…»

Καταρχάς, από τα παραπάνω αποσπάσματα, διαπιστώνουμε ότι ο μαρξισμός δεν ταυτίζει την επαναστατική κατάσταση με την επανάσταση. Όπως διαβάσαμε ήδη στο απόσπασμα από το «Η χρεοκοπία της Δεύτερης Διεθνούς», ο Λένιν εξηγεί ότι για να φτάσει μια επαναστατική κατάσταση να «γεννήσει» την επανάσταση, θα πρέπει η ωρίμανση όλων των βασικών αντικειμενικών όρων να συνδυαστεί με την ωρίμανση υποκειμενικών όρων και συγκεκριμένα, ως τέτοιον υποδεικνύει την «ικανότητα της επαναστατικής τάξης να αναλάβει επαναστατική μαζική δράση, αρκετάισχυρή,ώστε να τσακίσει (ή να εξασθενίσει σημαντικά) την παλιά κυβέρνηση».

Αν απαριθμήσουμε συγκεκριμένα τους αναγκαίους όρους για μια επαναστατική κατάσταση σύμφωνα με τα αποσπάσματα που παραθέσαμε πιο πάνω από τον Λένιν και τον Τρότσκι, θα διαπιστώσουμε ότι αυτοί είναι συνολικά 8 και διακρίνονται σε αντικειμενικούς, δηλαδή οικονομικούς και κοινωνικούς και σε υποκειμενικούς, δηλαδή σε όρους που συνδέονται με τη συνειδητή θέληση του προλεταριάτου για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας. Μόνο όταν και τα δύο είδη όρων συνδυάζονται, τότε η επαναστατική κατάσταση γεννάει την επανάσταση.

Παραθέτουμε εδώ αυτούς τους όρους, κωδικοποιημένα και διατηρώντας όπου χρειάζεται τις λέξεις και το ύφος του Λένιν και του Τρότσκι. Ας αρχίσουμε με τους αντικειμενικούς όρους για μια επαναστατική κατάσταση: 1) Οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας καταρρέουν, το ειδικό βάρος της καπιταλιστικής χώρας στην παγκόσμια αγορά συστηματικά ελαττώνεται και τα εισοδήματα των τάξεων επίσης, η ανεργία γίνεται ένα διαρκές κοινωνικό κακό, με μια τάση παραπέρα ανάπτυξης. 2) Ή άρχουσα τάξη δεν μπορεί να κυριαρχεί και να κυβερνά με τον τρόπο που το έκανε στο παρελθόν, αυξάνει την καταπίεση της τεράστιας πλειοψηφίας του πληθυσμού στον ανώτατο βαθμό. 3) Όλες οι εχθρικές προς το επαναστατικό προλεταριάτο ταξικές δυνάμεις «τα έχουν αρκετά χαμένα», έχουν αρκετά «φαγωθεί» μεταξύ τους, έχουν αρκετά εξασθενήσει από έναν αγώνα ανώτερο από τις δυνάμεις τους. 4) Όλα τα ταλαντευόμενα, διστακτικά, ασταθή, ενδιάμεσα στοιχεία, δηλαδή η μικροαστική τάξη, η μικροαστική δημοκρατία σε διάκριση από την αστική τάξη, έχουν αρκετά ξεσκεπαστεί μπροστά στο λαό, έχουν αρκετά ρεζιλευτεί με την χρεοκοπία τους στην πράξη. 5) Μια πολιτική κρίση πανεθνικής κλίμακας θίγει τις βάσεις της κρατικής οργάνωσης, δημιουργεί ένα ρήγμα στη συνείδηση της κοινωνίας και των διαφόρων τάξεων μέσα σ’ αυτήν, τραβά στην πολιτική τις μάζες ακόμη και τις πιο καθυστερημένες, των οποίων τα επαναστατικά αισθήματα οξύνονται και οι οποίες δείχνουν τη διάθεση να επέμβουν άμεσα στα ιστορικά γεγονότα, εξασθενεί την κυβέρνηση και κάνει δυνατή για τους επαναστάτες τη γρήγορη ανατροπή της. 6) Η δυσαρέσκεια των ενδιάμεσων στρωμάτων, η απογοήτευση τους από την πολιτική της ιθύνουσας τάξης, η έλλειψη εμπιστοσύνης τους σ’ όλα τα παραδοσιακά κόμματα, η ανυπομονησία τους και το ξεσήκωμα τους, η διάθεσή τους να υποστηρίξουν τολμηρή επαναστατική πρωτοβουλία από την πλευρά του προλεταριάτου.

Οι υποκειμενικοί όροι, που αν συνδυαστούν με τους προαναφερόμενους αντικειμενικούς όρους για μια επαναστατική κατάσταση, γεννούν μια επανάσταση, είναι οι ακόλουθοι: 1) Η πλειοψηφία των εργατών καταλαβαίνει πέρα για πέρα την ανάγκη της επανάστασης, αρχίζει να αναζητά μια διέξοδο, όχι στη βάση της παλιάς κοινωνίας, αλλά μέσα από μια επαναστατική εξέγερση ενάντια στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, στρέφεται στην υποστήριξη των πιο αποφασιστικών, τολμηρών, επαναστατικών ενεργειών ενάντια στην αστική τάξη και είναι έτοιμη να βαδίσει ως το θάνατο γι’ αυτήν, σαν επαναστατική τάξη ικανή να μετατρέψει την παθητική κατάσταση της καταπίεσης σε δραστήρια κατάσταση αγανάκτησης και εξέγερσης. Αυτός ο υποκειμενικός όρος είναι απόλυτα απαραίτητος για τη μετατροπή μιας επαναστατικής κατάστασης σε επανάσταση. 2) Το επαναστατικό κόμμα σαν πρωτοπορία της τάξης, σφιχτοδεμένη και ατσαλωμένη. Μια επανάσταση μπορεί να προκύψει και χωρίς την ύπαρξη αυτού του υποκειμενικού όρου. Όμως είναι αδύνατο να οδηγηθεί στη νίκη και στην κατάκτηση της εξουσίας αν αυτός ο όρος, δηλαδή «μια διεύθυνση διορατική, σταθερή και τολμηρή» σύμφωνα με τα λόγια του Τρότσκι, απουσιάζει.

Τι σημαίνει προεπαναστατική κατάσταση και προεπαναστατική περίοδος

Αφού λοιπόν έχουμε εξηγήσει τι ακριβώς είναι μια επαναστατική κατάσταση, μπορούμε να δώσουμε ευκολότερα τον ορισμό του τι είναι μια προεπαναστατική κατάσταση. Με τον όρο προεπαναστατική, θα μπορούσαμε να ορίσουμε μια κατάσταση κατά την οποία έχουν αρχίσει να ωριμάζουν σ’ έναν αξιοσημείωτο βαθμό οι όροι που απαιτούνται για μια επαναστατική κατάσταση, αλλά όχι ενιαία και όχι όλοι πλήρως ή στον ίδιο βαθμό.

Όπως και η ίδια η επανάσταση, που γεννιέται μέσα από μια επαναστατική κατάσταση, μπορεί να διαρκέσει για μια ολόκληρη περίοδο, κατά την οποία, οι όροι της επαναστατικής κατάστασης βρίσκονται παρατεταμένα στο υψηλότερο επίπεδο ωρίμανσης, έτσι και η προεπαναστατική κατάσταση μπορεί να διαρκέσει για μια ολόκληρη χρονική περίοδο. Ο Τρότσκι το 1931 στο κείμενό του σχετικά με τις διεθνείς εξελίξεις και προοπτικές με τίτλο «Το κλειδί της διεθνούς κατάστασης είναι στη Γερμανία»,Γερμανία: ο φασισμός και το εργατικό κίνημα», εκδόσεις «Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη», σ. 36-37), έγραφε σχετικά με την κατάσταση στην Αγγλία (οι εμφάσεις είναι δικές μας) : « .. Η κατάσταση στην Αγγλία μπορεί επίσης, όχι χωρίς σοβαρούς λόγους, να χαρακτηριστεί σαν προεπαναστατική με την αυστηρή διευκρίνιση ότι ανάμεσα σε μια προεπαναστατική κατάσταση και σε μια άμεσα επαναστατική κατάσταση μπορεί να μεσολαβήσει ένα διάστημα πολλών ετών, περίοδος κατά την οποία θα δημιουργηθούν παλίρροιες…»

Αυτό το ιστορικό πόρισμα είναι εξαιρετικής σημασίας για να προσδιορίσουμε την περίοδο στην οποία βρισκόμαστε σήμερα στην Ελλάδα και στην οποία ήδη βρίσκονται ή αναμένεται να βρεθούν πολύ σύντομα και άλλες χώρες της Ευρώπης και γενικότερα του ανεπτυγμένου δυτικού καπιταλισμού, με τη Γαλλία ήδη να δείχνει το δρόμο.

Η προεπαναστατική περίοδος στην Ελλάδα

Πάνω στο έδαφος της βαθειάς οικονομικής κρίσης και της πλήρους αποκάλυψης του αντιδραστικού προσώπου του αστικού καθεστώτος, των κομμάτων και των μηχανισμών που το υπηρετούν, η ελληνική κοινωνία εισήλθε σε μια προεπαναστατική περίοδο που αποδεικνύεται αρκετά μακροχρόνια. Σχηματικά, θα λέγαμε ότι οι «ωδίνες» της γέννας αυτής της περιόδου, βρίσκονται ήδη στη νεολαιίστικη εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008.

Πως τεκμηριώνεται συγκεκριμένα η ύπαρξη μιας προεπαναστατικής περιόδου στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια; Αρκεί να εξετάσουμε τον βαθμό ωρίμανσης των 8 προαναφερόμενων όρων για μια επαναστατική κατάσταση. Θα χωρίσουμε αυτούς τους όρους σε 3 κατηγορίες, ανά βαθμό ωρίμανσης. Μέσα από αυτή την εξέταση θα διαπιστώσουμε τελικά ότι οι 7 από αυτούς, βρίσκονται σ’ ένα επίπεδο ωρίμανσης που κυμαίνεται από το μέσο έως το εξαιρετικά υψηλό.

Ας ξεκινήσουμε από τους όρους που βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδο ωρίμανσης. Πιο συγκεκριμένα, αυτοί οι όροι είναι οι ακόλουθοι 4 : «Η κατάρρευση των παραγωγικών δυνάμεων και η ελάττωση του ειδικού βάρους της χώρας στην παγκόσμια αγορά, η ελάττωση των εισοδημάτων των τάξεων, η μετατροπή της ανεργίας σε διαρκές κοινωνικό κακό με τάση παραπέρα ανάπτυξης.» Ήδη έχουμε αναφερθεί αναλυτικά και με στοιχεία σε αυτόν τον όρο, σε προηγούμενη ενότητα του κειμένου. Θα μπορούσαμε στη σημερινή Ελλάδα να τον χαρακτηρίσουμε υπερώριμο.

«Ή άρχουσα τάξη δεν μπορεί να κυριαρχεί και να κυβερνά με τον τρόπο που το έκανε στο παρελθόν, αυξάνει την καταπίεση της τεράστιας πλειοψηφίας του πληθυσμού στον ανώτατο βαθμό». Η προχωρημένη ωρίμανση αυτού του όρου αντανακλάται στην ανάγκη της άρχουσας τάξης να στηριχθεί στους ρεφορμιστές περισσότερο απ’ ότι στο παρελθόν για να κυβερνήσει, ενώ η διαρκής επίδειξη αστυνομικής βαρβαρότητας στις διαδηλώσεις, η απαγόρευση ορισμένων από αυτές, η ωμή παραβίαση – παραχάραξη του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος του καλοκαιριού του 2015, η λήψη όλων των βασικών πολιτικών αποφάσεων με την έγκριση των δανειστών, η πλήρης μετατροπή του αστικού κοινοβουλίου σε σώμα απλής επικύρωσης ειλημμένων αποφάσεων και η παράκαμψή του με τον μηχανισμό αυτόματων περικοπών μισθών – συντάξεων είναι παραδείγματα που δείχνουν ότι και αυτός ο όρος είναι αρκετά ώριμος. «Η δυσαρέσκεια των ενδιάμεσων στρωμάτων, η απογοήτευση τους από την πολιτική της ιθύνουσας τάξης, η έλλειψη εμπιστοσύνης τους σ’ όλα τα παραδοσιακά κόμματα, η ανυπομονησία τους και το ξεσήκωμα τους, η διάθεσή τους να υποστηρίξουν τολμηρή επαναστατική πρωτοβουλία από την πλευρά του προλεταριάτου». Και αυτός ο όρος είναι ώριμος σε πολύ σημαντικό βαθμό. Το κίνημα των «αγανακτισμένων», που σε σημαντικό βαθμό χαρακτηρίστηκε από τη συμμετοχή των ριζοσπαστικοποιημένων μικροαστικών μαζών, οι πολύ συχνές, παρατεταμένες και μαχητικές κινητοποιήσεις μικροαστικών στρωμάτων με πιο πρόσφατες εκείνες των αγροτών και των ελευθέρων επαγγελματιών, η ισχυρή τάση καταψήφισης των παραδοσιακών κομμάτων στις εκλογές, όλα αυτά είναι στοιχεία που δείχνουν ότι οι μικροαστοί είναι ανοικτοί στο να υποστηρίξουν μια «τολμηρή επαναστατική πρωτοβουλία από την πλευρά του προλεταριάτου».

Ειδικά αυτή η γενική έξαψη των μικροαστικών στρωμάτων μας παρέχει σημαντικά πειστήρια για τον προεπαναστατικό χαρακτήρα της περιόδου. Στη συλλογή εξαιρετικών κειμένων του Τρότσκι της περιόδου 1934–1936 με τίτλο «Που βαδίζει η Γαλλία» (εκδόσεις «Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη», σελ. 65 – 66), ο συγγραφέας, τεκμηριώνει τον προεπαναστατικό χαρακτήρα της κατάστασης στη Γαλλία περιγράφοντας το κλίμα που επικρατούσε μέσα στις μικροαστικές μάζες (οι εμφάσεις είναι δικές μας): «..Οι διαδικασίες που πραγματοποιούνται μέσα στις μάζες της μικροαστικής τάξης έχουν εξαιρετική σημασία για την εκτίμηση της πολιτικής κατάστασης. Η πολιτική κρίση της χώρας είναι πρώτα απ’ όλα κρίση εμπιστοσύνης των μικροαστικών μαζών προς τα παραδοσιακά τους κόμματα και τους παραδοσιακούς ηγέτες τους.Η δυσαρέσκεια, η νευρικότητα, η αστάθεια, η εύκολη έξαψη της μικροαστικής τάξηςαποτελούν χαρακτηριστικά πολύ σημαντικά μιας προεπαναστατικής κατάστασης.…». Οι ομοιότητες αυτής της περιγραφής με τη συνείδηση και τις διαθέσεις των μικροαστικών μαζών τα τελευταία χρόνια στη Ελλάδα είναι αναμφισβήτητες.

«Μια πολιτική κρίση πανεθνικής κλίμακας θίγει τις βάσεις της κρατικής οργάνωσης, δημιουργεί ένα ρήγμα στη συνείδηση της κοινωνίας και των διαφόρων τάξεων μέσα σ’ αυτήν, τραβά στην πολιτική τις μάζες ακόμη και τις πιο καθυστερημένες, των οποίων τα επαναστατικά αισθήματα οξύνονται και οι οποίες δείχνουν τη διάθεση να επέμβουν άμεσα στα ιστορικά γεγονότα, εξασθενεί την κυβέρνηση και κάνει δυνατή για τους επαναστάτες τη γρήγορη ανατροπή της». Στην πραγματικότητα, αρκετές φορές στα τελευταία χρόνια φτάσαμε εξαιρετικά κοντά, οριακά κοντά θα λέγαμε, στην πλήρη ωρίμανσή αυτού του όρου: τον Μάιο του 2010 με τις πρώτες γενικές απεργίες ενάντια στο Μνημόνιο (γεγονότα της «Marfin» κ.λ.π), τον Μάιο – Ιούνιο του 2011 με το κίνημα των «αγανακτισμένων», τον Οκτώβριο του 2011 με τις μαζικές διαμαρτυρίες στις παρελάσεις (ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη) και τη μαζική 48ωρη απεργία (με την έμμεση κρατική δολοφονία συνδικαλιστή του ΠΑΜΕ) με κατάληξη αργότερα το σχηματισμό της κυβέρνησης Παπαδήμου, τον Φεβρουάριο του 2012 στην πολύ μαζική συγκέντρωση της γενικής απεργίας με τις εκτεταμένες συγκρούσεις με την αστυνομία, στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στις εκλογικές αναμετρήσεις του Μάη και του Ιουνίου του 2012 όπου η αστική τάξη ανησυχούσε για την εκρηκτική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, το Νοέμβρη του 2012 με τη μαζική 48ωρη γενική απεργία ενάντια στα μέτρα της τρικομματικής κυβέρνησης Σαμαρά, τις μέρες του Μαΐου του 2013 που έπεσε το «μαύρο» στην ΕΡΤ και φυσικά, στις μέρες του δημοψηφίσματος, τον Ιούλιο του 2015, με αποκορύφωμα το επαναστατικό κλίμα στη μαζική συγκέντρωση της 3ης Ιουλίου στην Πλατεία Συντάγματος.

Οι όροι που βρίσκονται σ’ ένα μέσο σχετικά επίπεδο ωρίμανσης τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα είναι οι ακόλουθοι 3 : «Όλες οι εχθρικές προς το επαναστατικό προλεταριάτο ταξικές δυνάμεις «τα έχουν αρκετά χαμένα», έχουν αρκετά φαγωθεί μεταξύ τους, αρκετά εξασθενήσει από έναν αγώνα ανώτερο από τις δυνάμεις τους». Ακόμα δεν βρισκόμαστε σε ένα πολύ ώριμο στάδιο αυτού του όρου. Η άρχουσα τάξη και το πολιτικό της στρατόπεδο (δεξιό, κεντρώο – «κεντροαριστερό») έχει δείξει τα τελευταία χρόνια αξιοσημείωτα δείγματα διασπάσεων και εσωτερικών συγκρούσεων. Όμως δεν έχει οδηγηθεί ακόμα σε έναν πολύ σοβαρό βαθμό εξασθένησης από τις εσωτερικές της συγκρούσεις, αλλά και από τις συγκρούσεις με το προλεταριάτο και τις μάζες. «Όλα τα ταλαντευόμενα, διστακτικά, ασταθή, ενδιάμεσα στοιχεία, δηλαδή η μικροαστική τάξη, η μικροαστική δημοκρατία σε διάκριση από την αστική τάξη, έχουν αρκετά ξεσκεπαστεί μπροστά στο λαό, έχουν αρκετά ρεζιλευτεί με την χρεοκοπία τους στην πράξη.» Αυτός ο όρος βρίσκεται κοντά στο να ξεπεράσει ένα μέσο επίπεδο ωρίμανσης. Το καταλυτικό στοιχείο εδώ είναι η αποκάλυψη του ρόλου των ηγετών του ΣΥΡΙΖΑ, αυτών των σύγχρονων εκπροσώπων της «μικροαστικής δημοκρατίας», μετά από την υπογραφή και εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου, αλλά και η αποκάλυψη του ρόλου της – εξίσου μικροαστικής στη φύση της – συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, ιδιαίτερα μετά τη στάση που έλαβε στο δημοψήφισμα. Επίσης, η παρούσα πολιτική περιθωριοποίηση (που σε κάποιο βαθμό όμως μπορεί να αποδειχθεί προσωρινή) των υπολοίπων, λιγότερο εκτεθειμένων σε προδοσίες εκπροσώπων της λεγόμενης μικροαστικής δημοκρατίας όπως οι ηγέτες της ΛΑΕ και η Κωνσταντοπούλου, αντανακλά τον αξιοσημείωτο βαθμό ωρίμανσης αυτού του όρου.

«Η πλειοψηφία των εργατών καταλαβαίνει πέρα για πέρα την ανάγκη της επανάστασης, αρχίζει να αναζητά μια διέξοδο, όχι στη βάση της παλιάς κοινωνίας, αλλά μέσα από μια επαναστατική εξέγερση ενάντια στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, στρέφεται στην υποστήριξη των πιο αποφασιστικών, τολμηρών, επαναστατικών ενεργειών ενάντια στην αστική τάξη και είναι έτοιμη να βαδίσει ως το θάνατο γι’ αυτήν, σαν επαναστατική τάξη ικανή να μετατρέψει την παθητική κατάσταση της καταπίεσης σε δραστήρια κατάσταση αγανάκτησης και εξέγερσης». Είναι ξεκάθαρο, ότι η πλειοψηφία της εργατικής τάξης, παρότι συμμετείχε σε δεκάδες γενικές απεργίες τα τελευταία χρόνια, δεν έχει ακόμα φτάσει ως την ανοικτή αναζήτηση του δρόμου της επαναστατικής εξέγερσης, σε κανένα από τα μεγάλα γεγονότα των τελευταίων χρόνων που αναφέραμε. Η συμμετοχή της εργατικής τάξης στα γεγονότα αυτά, ήτανε μαζική, μαχητική, αποφασιστική και ηγετική, αλλά ακόμα δεν είδαμε να εκδηλώνεται η διάθεση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης για μια επαναστατική εξέγερση και πάλη «μέχρι θανάτου».

Ασφαλώς, σ’ έναν βαθμό, αυτό το φαινόμενο οφείλεται στη ζωντανή ακόμα επίδραση από τη συλλογική συνείδηση, τις παραδόσεις, τις συνήθειες, τη «δυσκαμψία» που διαμόρφωσε στην εργατική τάξη η προ κρίσης περίοδος του ελληνικού καπιταλισμού, η οποία χαρακτηρίστηκε από μια σχετική οικονομική άνθηση και από τη σταθεροποίηση της αστικής δημοκρατίας, όπου ένα σχετικά ανεκτό επίπεδο διαβίωσης ήταν εφικτό για την πλειονότητα των εργαζόμενων, μαζί με μια ορισμένη ποσότητα φαινομενικά εγγυημένων δημοκρατικών δικαιωμάτων. Αυτή άλλωστε, ήταν και η υλική βάση που συνετέλεσε αποφασιστικά στην απουσία για πάνω από 40 χρόνια ενός μαζικού κινήματος στην ελληνική κοινωνία που να λαμβάνει διαστάσεις ανοικτής εξέγερσης, συγκριτικά με την πλούσια σε εξεγέρσεις αμέσως προηγούμενη 40ετία, η οποία «είχε να επιδείξει» τον «Μάη του 1936» στη Θεσσαλονίκη, την επανάσταση 1944-49, τα «Ιουλιανά» του 1965 και το «Πολυτεχνείο» το 1973.

Όμως σε τελική ανάλυση, με δεδομένη τη ριζική αλλαγή των υλικών συνθηκών, η βασική αιτία για την αργή ακόμα επαναστατικοποίηση της συνείδησης της εργατικής τάξης, είναι η απουσία του δεύτερου υποκειμενικού όρου : «επαναστατικό κόμμα σαν πρωτοπορία της τάξης, σφιχτοδεμένη και ατσαλωμένη». Αυτή η απουσία καθιστά αργή και αντιφατική τη διαδικασία διαμόρφωσης του πρώτου υποκειμενικού όρου. Αν υπήρχε ένα επαναστατικό κόμμα – και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εργατική πρωτοπορία εδώ και καιρό θα μπορούσε να έχει προμηθεύσει με επάρκεια τις αναγκαίες δυνάμεις γι’ αυτό– τότε η προεπαναστατική περίοδος των τελευταίων χρόνων θα μπορούσε να εξελιχθεί γρήγορα σε επαναστατική.

Γυρνώντας ξανά στο «Που βαδίζει η Γαλλία» (σελ. 93), βρίσκουμε ένα απόσπασμα στο οποίο ο Τρότσκι συμπυκνώνει το πόρισμά του για τη φάση που βρισκόταν η Γαλλία εκείνη την περίοδο (οι εμφάσεις είναι δικές μας): «..Η κατάσταση στη χώρα προσδιορίστηκε πιο πάνω : έχει χαρακτήρα προεπαναστατικό με χαρακτήρα μη επαναστατικό της ηγεσίας του προλεταριάτου. Και επειδή η πολιτική του προλεταριάτου είναι ο κύριος παράγοντας στην εξέλιξη μιας κατάστασης επαναστατικής, ο μη επαναστατικός χαρακτήρας της ηγεσίας του προλεταριάτου παρεμποδίζει τη μετατροπή της προεπαναστατικής κατάστασης σε καθαρά επαναστατική και έτσι συμβάλει στη μετατροπή της σε αντεπαναστατική.» Το πόρισμα αυτό είναι εξαιρετικά επίκαιρο για την περίοδο στην οποία βρισκόμαστε σήμερα στην Ελλάδα, καθώς σχεδόν τη «φωτογραφίζει». Η μόνη διαφορά, είναι ότι στην ελληνική κοινωνία σήμερα, δεν διαφαίνεται μπροστά μας άμεσα η προοπτική της μετατροπής της προεπαναστατικής κατάστασης σε αντεπαναστατική.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 9ο” ]

Βγαίνουμε από την προεπαναστατική περίοδο;

Το μεγάλο γεγονός της προδοσίας του περασμένου καλοκαιριού που δημιούργησε ισχυρά αισθήματα απογοήτευσης και μεγάλες δόσεις πολιτικής σύγχυσης στις μάζες, μας έχει θέσει το καθήκον να εξετάσουμε το αν και κατά πόσο συνιστά το ορόσημο για το πέρασμα σε μια καινούρια περίοδο. Να εξετάσουμε το αν έχουμε βγει από την προεπαναστατική περίοδο και έχουμε ήδη μπει ή προσεγγίζουμε σε μια αντιδραστική, αντεπαναστατική περίοδο, δηλαδή σε μια περίοδο παρατεταμένης υποχώρησης των ταξικών αγώνων, συντηρητικοποίησης και στροφής των μαζών προς τα δεξιά, με εμπροσθοφυλακή – όπως συμβαίνει κάθε φορά σε τέτοιες ιστορικές περιστάσεις – τους μικροαστούς.

Πριν αναφερθούμε σε επιχειρήματα και συμπεράσματα, ας δούμε τη μέθοδο που πρέπει να ακολουθήσουμε. Ο Τρότσκι στο (απόλυτα δικαιολογημένα) «αγαπημένο» έργο του κειμένου μας αυτού, με τίτλο «Που βαδίζει η Γαλλία» (σελ. 94) έγραφε σχετικά : «Στην αντικειμενική πραγματικότητα, δεν υπάρχουν βέβαια αυστηροί διαχωρισμοί ανάμεσα στα διάφορα στάδια του πολιτικού προτσές. Το ένα στάδιο εισχωρεί μέσα στο άλλο και το αποτέλεσμα είναι ότι η κατάσταση παρουσιάζει διάφορες αντιφάσεις. Αυτές οι αντιφάσεις κάνουν ασφαλώς πιο δύσκολη τη διάγνωση και την πρόγνωση, αλλά δεν είναι αδύνατες». Και σε ένα άλλο σημείο στο ίδιο έργο (σελ. 68) ο Τρότσκι αναφέρει: «..Αλλά εκείνο που υπάρχει ιδιαίτερα στην εποχή μας, του καπιταλισμού που σαπίζει, είναι οι ενδιάμεσες, οι μεταβατικές καταστάσεις : ανάμεσα σε μια κατάσταση μη επαναστατική και σε μια προεπαναστατική, ανάμεσα σε μια κατάσταση προεπαναστατική και σε μια επαναστατική ή …αντεπαναστατική. Αυτές ακριβώς οι μεταβατικές καταστάσεις είναι που έχουν αποφασιστική σημασία από την άποψη της πολιτικής στρατηγικής.»

Προς ποια κατάσταση βαδίζουμε εμείς λοιπόν σήμερα στην Ελλάδα, σε τι είδους μεταβατική κατάσταση βρισκόμαστε; Το διάστημα σχεδόν ενός χρόνου που έχει μεσολαβήσει από την προδοσία της υπογραφής του 3ου Μνημονίου, περιείχε την αναγκαία ποσότητα γεγονότων για να κάνουμε μια πρώτη, σχετικά ασφαλή διάγνωση. Το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε εδώ είναι το ακόλουθο: συνέβησαν γεγονότα που να μας δείχνουν ότι πλέον οι 7 από τους 8 όρους – που με την αξιοσημείωτη έως πολύ μεγάλη ωρίμανσή τους είχαν δώσει μια προεπαναστατική κατάσταση – έχουν υποστεί μεταβολές προς την κατεύθυνση μιας κατάστασης αντεπαναστατικής;

Οι 4 όροι που τους χαρακτηρίσαμε εξαιρετικά ώριμους, παραμένουν ώριμοι στον ίδιο βαθμό. Οι παραγωγικές δυνάμεις δεν δείχνουν καμία τάση για ουσιαστική ανάκαμψη που να οδηγεί σε μείωση της ανεργίας και της εξαθλίωσης ή στη βελτίωση της διεθνούς θέσης του ελληνικού καπιταλισμού. Η άρχουσα τάξη συνεχίζει να μην μπορεί να κυβερνά όπως παλιά, προσπαθώντας να στηριχθεί όσο περισσότερο μπορεί στους ρεφορμιστές, ενώ τα προεδρικά διατάγματα αυτόματης περικοπής μισθών και συντάξεων δίνουν στην πολιτική καταπίεση μια ακόμα εντονότερη χροιά αυταρχισμού. Η εντυπωσιακή συμμετοχή των μικροαστών στη γενική απεργία του περασμένου Φλεβάρη και η κάθοδος χιλιάδων αγροτών στο Σύνταγμα υπό τη σημαία του ΠΑΜΕ μια βδομάδα μετά, έδειξαν και πάλι παραστατικά τη διάθεση των μικροαστών να αναζητήσουν επαναστατική ηγεσία στο προλεταριάτο. Φυσικά, οι διαθέσεις των μικροαστών είναι εξαιρετικά ευμετάβλητες. Αλλά πουθενά ως τώρα, ούτε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, ούτε σε καμία πρόσφατη δημοσκόπηση ή σε άλλο εργαλείο διάγνωσης της κατεύθυνσης της συνείδησης των μικροαστών, δεν έχουμε δει την κίνησή τους προς την κατεύθυνση της αντεπανάστασης. Η ΝΔ δεν εμφανίζει ισχυρή δυναμική, παρά μόνο μια σχετικά αυξημένη εκλογική συσπείρωση, ενώ όλα τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, μνημονιακά και «αντιμνημονιακά», συμπεριλαμβανομένης της Χρυσής Αυγής είναι σε πτώση ή σε στασιμότητα. Τέλος, ο όρος της πανεθνικής κρίσης, με την οικονομία και τα οικονομικά του κράτους να βρίσκονται διαρκώς στην «κόψη του ξυραφιού» και με την γενικευμένη οργή από τα απανωτά μέτρα να διεισδύει διαρκώς μέσα στους πόρους του αστικού πολιτικού συστήματος, θα συνεχίζει να «καιροφυλακτεί», απειλώντας να κάνει την εμφάνισή του στο προσκήνιο, ακόμα και με σχετικά απροσδόκητες αφορμές.

Αλλά και οι 3 όροι που παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια έναν μέσο βαθμό ωρίμανσης, παραμένουν στα ίδια επίπεδα. Αναφορικά με τους 2 αντικειμενικούς από αυτούς, δεν έχει υπάρξει καμία ουσιαστική κίνηση προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της συνοχής των δυνάμεων της άρχουσας τάξης, ούτε προς την κατεύθυνση της ανάκτησης του κύρους των βασικών τυπικών εκφραστών της «μικροαστικής δημοκρατίας», δηλαδή των ρεφορμιστών προδοτών του ΣΥΡΙΖΑ και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Όσο για τον υποκειμενικό, τίποτα δεν συνέβη που να παραπέμπει σε μια σημαντική αλλαγή. Η πλειοψηφία της εργατικής τάξης τους προηγούμενους μήνες επέδειξε γενικά την ίδια στάση που επιδεικνύει τα τελευταία 4 χρόνια. Στις εκλογές του περασμένου Σεπτέμβρη η πλειοψηφία των εργατών, είτε δεν ψήφισαν για διαμαρτυρία, είτε ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ για να αποδοκιμάσουν το παραδοσιακό κόμμα του ταξικού τους αντιπάλου, ενώ διατήρησαν το ΚΚΕ στα ίδια ποσοστά. Αμέσως μετά τις εκλογές, η αυξανόμενη πίεση από τη γενικευμένη δυσαρέσκεια της εργατικής πλειοψηφίας για τα μνημονιακά κυβερνητικά μέτρα, οδήγησε στη διενέργεια τεσσάρων ακόμα γενικών απεργιών. Από αυτές, η γενική απεργία του Νοεμβρίου είχε αξιοσημείωτη συμμετοχή για μια κινητοποίηση που ήρθε μόλις 3 μήνες μετά την ψήφιση του Μνημονίου και 1,5 μήνα με τις εκλογές, ενώ εκείνη του Δεκεμβρίου ήταν αρκετά πιο αδύναμη. Όμως η γενική απεργία του Φεβρουαρίου, που κηρύχτηκε σε μια στιγμή που εξελισσόταν το μαχητικό κίνημα των αγροτών και των ελεύθερων επαγγελματιών, αγκαλιάστηκε από τις μάζες της εργατικής τάξης και είχε μεγάλη συμμετοχή. Ειδικά στην περιφέρεια είχαμε τη μεγαλύτερη συμμετοχή σε γενική απεργία τα τελευταία χρόνια, με εντυπωσιακές συγκεντρώσεις σε πολλές πόλεις, στις οποίες σταμάτησε κάθε οικονομική δραστηριότητα, αφού έκλεισαν μέχρι και τα καφενεία.

Η δε πρόσφατη 48ωρη «γενική» απεργία του Μάη, είχε πολύ μικρή συμμετοχή, όχι όμως λόγω μιας γενικευμένης έλλειψης διάθεσης για αγώνα, αλλά εξαιτίας του κραυγαλέα συμβολικού της χαρακτήρα και του απόλυτα προδιαγεγραμμένου της αποτελέσματος. Άλλωστε, ήδη από τα τέλη του 2012 και μετά, η συμμετοχή των εργατών στις (κατ’ όνομα μόνο) γενικές απεργίες των ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ εμφανίζει μια πτωτική πορεία, καθώς έχει εμπεδωθεί στις μάζες της εργατικής τάξης η πεποίθηση ότι αυτές οι απεργίες, με τον τρόπο που διεξάγονται και καθοδηγούνται από τη γραφειοκρατία, δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα.

Αναμφίβολα, από την προδοσία και μετά, στη διάθεση της εργατικής τάξης βλέπουμε σημάδια απογοήτευσης και κόπωσης από τις ήττες. Όμως θα πρέπει να διατηρήσουμε μια διαλεκτική ματιά έναντι αυτών των διαθέσεων και να μην τις εξετάζουμε αποκομμένες από τους άλλους, αντικειμενικούς όρους. Το γεγονός ότι δεν έχει υπάρξει ουσιαστική μεταβολή στους αντικειμενικούς όρους για μια επαναστατική κατάσταση, σημαίνει ότι οι διαθέσεις της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης, στο φως της εμπειρίας από τα μεγάλα γεγονότα που εγκυμονούν αυτοί οι όροι, θα μεταβληθούν γρήγορα, στο έδαφος νέων, αναπόφευκτων πανεθνικών κρίσεων που θα ξεσπάσουν σύντομα κάτω από το βάρος του οικονομικού και του πολιτικού αδιεξόδου του ελληνικού καπιταλισμού και θα ξαναφέρουν τις μάζες των εργατών στο προσκήνιο. Όσο για τον υποκειμενικό όρο που λέγεται επαναστατικό κόμμα, αναπόφευκτα μέσα σ’ αυτά τα γεγονότα θα προμηθευτεί με το αναγκαίο υλικό για να οικοδομηθεί γρηγορότερα.

Σημαντικό ρόλο στη φύση της περιόδου που διανύουμε, διαδραματίζει και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της ήττας που συντελέστηκε το περασμένο καλοκαίρι. Είχαμε μια ήττα που προέκυψε από πρόωρη προδοσία, χωρίς πρώτα να προλάβει να εξελιχθεί μια πραγματική, μαζική μάχη. Φυσικά, μια τέτοια ήττα δεν παύει πάντοτε να είναι εξαιρετικά οδυνηρή. Αλλά πρακτικά, αυτό το είδος ήττας έχει το πλεονέκτημα για την εργατική τάξη ότι επήλθε χωρίς η ίδια να μπει σε μια κινητοποίηση παρατεταμένης διάρκειας, που θα την εξαντλούσε και θα «τσάκιζε» τις δυνάμεις της. Η εργατική τάξη διατήρησε τις δυνάμεις της, γι’ αυτό άλλωστε έδειξε τη διάθεση να επανέλθει στο προσκήνιο πολύ σύντομα, με αξιοσημείωτη συμμετοχή σε απεργίες μόλις 3 μήνες μετά την εκδήλωση της ήττας.

Η ελληνική κοινωνία λοιπόν, βρίσκεται σταθερά μέσα σε μια μακροχρόνια προεπαναστατική περίοδο. Η σημερινή κάμψη των αγώνων και του ηθικού είναι φυσιολογική, σχετική και προσωρινή και αντανακλά μια πρόσκαιρη φάση μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της προεπαναστατικής περιόδου. Βρισκόμαστε σε μια άμπωτη εντός της προεπαναστατικής παλίρροιας. Νέες πλημμυρίδες βρίσκονται μπροστά μας, που μπορούν ανά πάσα στιγμή να γεννήσουν μια ανοικτά επαναστατική κατάσταση. Εξαιτίας της οργανικής, εντεινόμενης αδυναμίας της άρχουσας τάξης να σταθεροποιήσει το καθεστώς της με οικονομικά ή πολιτικά μέσα και με δεδομένο ότι ο δρόμος προς την επιβολή ενός ανοικτά βοναπαρτιστικού καθεστώτος είναι προς το παρόν κλειστός για τους λόγους που εξηγήσαμε σε προηγούμενη ενότητα του κειμένου, το «βέλος» της προεπαναστατικής περιόδου θα συνεχίζει να δείχνει προς την κατεύθυνση μιας ανοικτά επαναστατικής κατάστασης και όχι προς την κατεύθυνση της αντεπανάστασης.

Μια ιστορική σύγκριση τέλος, με την προηγούμενη προεπαναστατική περίοδο που γνώρισε η ελληνική κοινωνία, είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική. Η παρατεταμένη προεπαναστατική περίοδος που εγκαινίασε η πτώση της δικτατορίας στα μέσα της δεκαετίας του 1970, υποχώρησε τελικά χωρίς να οδηγήσει σε μια επανάσταση, σαν αποτέλεσμα της δυνατότητας που υπήρχε στον ελληνικό καπιταλισμό για ασταθείς έστω, παραχωρήσεις στην εργατική τάξη και εξαιτίας της ύπαρξης μιας ευνοϊκής διεθνούς οικονομικής πραγματικότητας, ανάπτυξης και σταθερότητας, κατά τη δεκαετία του 1980. Επίσης, το κύριο κοινωνικό και πολιτικό ρεύμα διεθνώς από τα μέσα αυτής της δεκαετίας και μετά, ήταν αυτό της παρατεταμένης υποχώρησης της ταξικής πάλης και της στροφής στα δεξιά.

Σήμερα πάνω στο έδαφος του ελληνικού καπιταλισμού, όχι μόνο δεν υπάρχει η δυνατότητα για πραγματικές παραχωρήσεις στις εργατικές μάζες, αλλά το ένα αντεργατικό μέτρο συνεχίζει να διαδέχεται το άλλο, ενώ η επιβράδυνση, η ύφεση και η οικονομική αστάθεια είναι ο «κανόνας» διεθνώς μετά την κρίση του 2008. Επιπρόσθετα, το ξέσπασμα μαζικών κινημάτων στη μια χώρα μετά την άλλη, με χαρακτηριστικότερο το κίνημα που εξελίσσεται τώρα στη Γαλλία, μπορεί ανά πάσα στιγμή να «κεντρίσει» επαναστατικά την εργατική τάξη στην Ελλάδα και ιδιαίτερα την εργατική νεολαία.

Φυσικά η διάγνωσή μας για τη φύση και την κατεύθυνση της περιόδου δεν μπορεί παρά να βρίσκεται διαρκώς «υπό αίρεση», στο φως της εμπειρίας και των γεγονότων. Αν δεν επαληθεύεται από τα γεγονότα για μια επαρκή χρονικά περίοδο, θα πρέπει να αναθεωρηθεί. Οι μαρξιστές δεν κάνουν εκτιμήσεις με βάση τις επιθυμίες τους ή σύμφωνα με αφηρημένα σχήματα. Ο μαρξισμός είναι επιστήμη και η επιστήμη πάντα λαμβάνει σαν αφετηρία την ίδια την πραγματικότητα.

H εργατική τάξη και η ταξική διαστρωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας

Ο Φρίντριχ Ένγκελς, στην αγγλική έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου του 1888, έδωσε το συνοπτικό ορισμό της εργατικής τάξης ή αλλιώς προλεταριάτου, σε μια υποσημείωση: «Με τη λέξη προλεταριάτο εννοούμε την τάξη των σύγχρονων μισθωτών εργατών που, επειδή δεν κατέχουν καθόλου δικά τους μέσα παραγωγής, είναι αναγκασμένοι να πουλούν την εργατική τους δύναμη για να μπορούν να ζήσουν»(Κ. Μαρξ – Φρ. Ένγκελς: «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», «Σύγχρονη Εποχή» σελ. 25).

Η εργατική τάξη είναι η βασική παραγωγική δύναμη της καπιταλιστικής κοινωνίας. Είναι το πιο αυθεντικό προϊόν της συγκεντρωμένης καπιταλιστικής βιομηχανίας. Είναι εκείνη η τάξη που στερείται μέσων παραγωγής και που υφίσταται την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Στην εργατική τάξη ανήκουν όλοι όσοι πουλούν την εργατική τους δύναμη (όπως έχει καθιερωθεί να λέγεται από τις ελληνικές μεταφράσεις, με την ορθή μετάφραση του μαρξικού όρου από τα γερμανικά να είναι «εργασιακή δύναμη») για να μπορούν να ζήσουν. Όλοι εκείνοι που«ζουν μονάχα τόσο, όσο βρίσκουν δουλειά και που βρίσκουν δουλειά όσο η δουλειά τους αυξάνει το κεφάλαιο» (Κ. Μαρξ – Φρ. Ένγκελς: «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 27).

Η εργατική τάξη αποτελεί αντικειμενικά τη μοναδική τάξη της καπιταλιστικής κοινωνίας που μπορεί να ηγηθεί στη σοσιαλιστική επανάσταση, γιατί είναι η κινητήρια δύναμη για την παραγωγή του μεγαλύτερου μέρους του πλούτου και επίσης, είναι η μοναδική τάξη που έχει συμφέρον από την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής.Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στην εργατική τάξη δεν εντάσσονται οι μισθωτοί σε κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους (π.χ. σώματα ασφαλείας, στρατός, μυστικές υπηρεσίες) που αποτελούν προνομιούχα όργανα των εκμεταλλευτών – καταπιεστών χρησιμοποιούμενα εναντίον της εργατικής τάξης, τα ανώτερα κρατικά στελέχη (μέλη των βουλευόμενων σωμάτων, ανώτερα διοικητικά στελέχη κρατικών υπηρεσιών και οργανισμών κ.λ.π) και οι μισθωτοί που έχουν διευθυντικό ρόλο – προνομιούχο συγκριτικά με εκείνο των εργατών – στην παραγωγή και στις επιχειρήσεις γενικότερα.

Η βιομηχανική εργατική τάξη έχει τον κύριο ηγετικό ρόλο στη σοσιαλιστική επανάσταση, εξαιτίας της θέσης της στο επίκεντρο της κοινωνικής παραγωγής, στη σύγχρονη βιομηχανία και λόγω της απασχόλησής της σε μαζικούς χώρους δουλειάς, της συγκέντρωσής της στις μεγάλες πόλεις και των δυνατοτήτων συλλογικής οργάνωσης που της παρέχουν αυτά τα χαρακτηριστικά. Ο Φρίντριχ Ένγκελς έγραφε σχετικά με το βιομηχανικό προλεταριάτο: «..οι εργάτες των εργοστασίων, αυτοί οι πρωτότοκοι γιοι της βιομηχανικής επανάστασης, υπήρξαν από την αρχή ως τις μέρες μας ο πυρήνας του εργατικού κινήματος…»(«Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία», μέρος 1ο, εκδόσεις «Μπάιρον», σελ. 59).

Πριν αναφερθούμε στην ταξική διαστρωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας, θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η δύναμη της εργατικής τάξης ως ηγέτιδας της σοσιαλιστικής επανάστασης δεν καθορίζεται από το αριθμητικό της μέγεθός, αλλά από τη θέση της στο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής. Ο Λένιν έγραφε σχετικά με αυτό τα ακόλουθα : «..Η δύναμη του προλεταριάτου σε οποιαδήποτε καπιταλιστική χώρα είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη απ’ ό,τι το ποσοστό του προλεταριάτου στο σύνολο του πληθυσμού. Αυτό συμβαίνει, γιατί το προλεταριάτο κυριαρχεί στα οικονομικά κέντρα και στα νευραλγικά σημεία ολόκληρου του οικονομικού συστήματος του καπιταλισμού και γιατί το προλεταριάτο, οικονομικά και πολιτικά, εκφράζει τα πραγματικά συμφέροντα της τεράστιας πλειονότητας των εργαζομένων στον καπιταλισμό…» («Άπαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 40, σελ. 23). Ωστόσο, μελετώντας την ταξική διαστρωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας, διαπιστώνουμε ότι και στην Ελλάδα ισχύει σήμερα ότι και στη συντριπτική πλειονότητα των καπιταλιστικών κρατών του πλανήτη: η εργατική τάξη είναι και από αριθμητική άποψη η αποφασιστική δύναμη στον πληθυσμό.

Πριν δούμε αναλυτικά, τα πιο πρόσφατα στατιστικά στοιχεία για την ταξική διαστρωμάτωση, πρέπει να δώσουμε τον ορισμό της αστικής τάξης. Ο Ένγκελς έγραφε στην ίδια υποσημείωση που παραθέσαμε πιο πάνω : «Με τη λέξη αστική τάξη εννοούμε την τάξη των σύγχρονων καπιταλιστών, που είναι κάτοχοι των κοινωνικών μέσων παραγωγής και που εκμεταλλεύονται τη μισθωτή εργασία» (Κ. Μαρξ – Φρ. Ένγκελς: «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», «Σύγχρονη Εποχή» σελ. 25). Οργανικά συνδεμένα ή συμμαχικά με την αστική τάξη στρώματα είναι τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη στις μεγάλες επιχειρήσεις και τον κρατικό μηχανισμό.

Σύμφωνα με στοιχεία για την ταξική διαστρωμάτωση στην Ελλάδα από έκθεση της ΕΛΣΤΑΤ για το Α’ τρίμηνο του 2016, στην κατηγορία εργοδότες εντάσσονται 248.400 άτομα. Αν σε αυτούς προσθέσουμε και τους 38.513 που ανήκουν στην κατηγορία «ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη» (εδώ τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από την ΕΛΣΤΑΤ είναι για το έτος 2014), τότε διαπιστώνουμε ότι η αστική τάξη στη χώρα σήμερα, αριθμεί περίπου 285.000 άτομα. Με δεδομένο ότι ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός (ΟΕΠ) της χώρας είναι 3.610.700 άτομα με βάση τα στοιχεία της έκθεσης ΕΛΣΤΑΤ για το πρώτο τρίμηνο του έτους, η αστική τάξη αντιπροσωπεύει σήμερα το 7,9% του ΟΕΠ.

Σύμφωνα με στοιχεία της ίδιας έκθεσης της ΕΛΣΤΑΤ, ο συνολικός αριθμός των μισθωτών είναι 2.348.500 άτομα. Αν από αυτούς αφαιρέσουμε 250.680 άτομα(εδώ τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από την ΕΛΣΤΑΤ είναι για το έτος 2014) που είναι το άθροισμα των μισθωτών ανώτερων διευθυντικών και διοικητικών στελεχών, των επαγγελματιών επιχειρήσεων και διοίκησης, του μόνιμου στρατιωτικού προσωπικού και των μελών των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους, τότε διαπιστώνουμε ότι η εργατική τάξη της Ελλάδας αριθμεί 2.100.000 άτομα, δηλαδή αντιπροσωπεύει το 65% του ΟΕΠ.

Ο αριθμός των εργατών στη μεταποιητική βιομηχανία ανέρχεται σήμερα, πάντα με βάση την ίδια έκθεση της ΕΛΣΤΑΤ, σε 254.192 άτομα. Όμως ο αριθμός της βιομηχανικής εργατικής τάξης είναι κατά πολύ μεγαλύτερος. Σύμφωνα με τον μαρξισμό, βιομηχανικός είναι κάθε κλάδος της κοινωνικής παραγωγής όπου παράγεται αξία και επομένως υπεραξία. Όπως ανέφερε ο Μαρξ στον δεύτερο τόμο του «Κεφαλαίου»(«Το Κεφάλαιο», «Σύγχρονη Εποχή», τ. 2, σελ. 53-54) υπάρχουν «..αυτοτελείς κλάδοι της βιομηχανίας, όπου το προϊόν του προτσές παραγωγής δεν είναι ένα καινούργιο υλικό προϊόν, δεν είναι εμπόρευμα…». Έτσι παρότι αυτό δεν γίνεται από την επίσημη αστική στατιστική, στους βιομηχανικούς εργάτες θα πρέπει να εντάσσονται και οι εργαζόμενοι σε κλάδους όπως η πληροφορική, οι τηλεπικοινωνίες, οι μεταφορές, που η αστική στατιστική σήμερα τους κατατάσσει στις υπηρεσίες. Αυτό σημαίνει ότι για να βρούμε το σύνολο των βιομηχανικών εργατών, θα πρέπει να προσθέσουμε στους εργάτες της μεταποιητικής βιομηχανίας, τους εργάτες στις χερσαίες και πλωτές μεταφορές και σε άλλους μη καταγεγραμμένους ως «βιομηχανικούς» κλάδους. Έτσι με υπολογισμούς που μπορούν να γίνουν στη βάση των στοιχείων από το σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ» τον Φεβρουάριο του 2016, το βιομηχανικό προλεταριάτο, η εμπροσθοφυλακή της σοσιαλιστικής επανάστασης στην Ελλάδα, προσεγγίζει το μισό εκατομμύριο.

Αν στους μισθωτούς εργαζόμενους που ανήκουν στην εργατική τάξη προσθέσουμε και τον αριθμό των καταγεγραμμένων ανέργων που προέρχονται από την εργατική τάξη (κάνοντας μια αναγωγή του ποσοστού της εργατικής τάξης στον ΟΕΠ αντίστοιχα και στο συνολικό σώμα των καταγεγραμμένων ανέργων) που είναι σχεδόν 760.000, τότε ο αριθμός της εργατικής τάξης γίνεται μίνιμουμ 2.860.000 άτομα, αν βέβαια θεωρήσουμε – κάτι που δεν ισχύει στην πραγματικότητα – ότι οι υπόλοιποι, καταγεγραμμένοι ή μη, άνεργοι, δεν έχουν προλεταριοποιηθεί οριστικά. Αν σε αυτό τον αριθμό επίσης προσθέσουμε ένα τμήμα των εργαζομένων που εργάζονται στη «μαύρη αγορά εργασίας», ένα τμήμα όσων δηλώνουν αυτοαπασχολούμενοι αλλά προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως μισθωτοί με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών και το τμήμα των ανέργων που προέρχεται από τα μικροαστικά στρώματα και προλεταριοποιείται, τότε το πραγματικό μέγεθος της εργατικής τάξης υπερβαίνει το 70% του ΟΕΠ και τα 3.000.000 άτομα.

Αν επίσης, σε αυτό τον αριθμό προσθέσουμε τα εξαρτημένα μέλη των οικογενειών των ανθρώπων της εργατικής τάξης, τους συνταξιούχους που προέρχονται από την εργατική τάξη ή διαβιούν με τα εισοδηματικά επίπεδα της εργατική τάξης (σύμφωνα με στοιχεία του Ενιαίου Συστήματος Ελέγχου και Πληρωμών Συντάξεων «ΗΛΙΟΣ» τον Μάιο του 2015 υπήρχαν 1.400.000 συνταξιούχοι που λαμβάνουν κάτω από 1.000 ευρώ ως κύρια σύνταξη)και τους φτωχούς εργαζόμενους αγρότες (με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ του 2014 υπολογίζονται σήμερα σε περίπου 125.000 άτομα), τότε σε σύνολο 10,8 εκατομμύριων που είναι ο μόνιμος πληθυσμός της Ελλάδας στην τελευταία απογραφή (2011), συμπεραίνουμε ότι η εργατική τάξη και τα εξαρτημένα ή κοντινά σε αυτή τμήματα της κοινωνίας είναι η μεγάλη πλειοψηφία του συνολικού πληθυσμού της ελληνικής κοινωνίας (μίνιμουμ το 65%).

Τα μικροαστικά στρώματα τέλος, αντιπροσωπεύουν το υπόλοιπο του προαναφερόμενου ΟΕΠ, σχεδόν 20 – 22%. Ένα σημαντικό τμήμα τους, περίπου 400.000, είναι άνεργοι, έχοντας ήδη μπει σε μια διαδικασία βίαιης προλεταριοποίησης, ενώ 855.900 είναι επίσημα οι αυτοαπασχολούμενοι, οι περισσότεροι όμως από αυτούς, από την άποψη των υλικών όρων διαβίωσης, είναι σε λίγο καλύτερα, ίδια ή και χειρότερα επίπεδα από την εργατική τάξη.

Ποια είναι η πολιτική σημασία όλων αυτών των στοιχείων; Καταρχάς, όχι απλά διαψεύδουν, αλλά γελοιοποιούν, τις διάφορες θεωρίες περί «εξαφάνισης», «συρρίκνωσης» και «διάχυσης» της εργατικής τάξης, που έχουν τους απολογητές τους και μέσα στην Αριστερά και το εργατικό κίνημα. Η εργατική τάξη, παρά τη βαθειά κρίση του καπιταλισμού τα τελευταία χρόνια, από μια ιστορική σκοπιά, έχει μεγαλώσει. Αρκεί μόνο να αναφέρουμε ότι το 1989 ο συνολικός αριθμός των μισθωτών στην Ελλάδα ήταν 1,9 εκατομμύρια άτομα.

Επιπρόσθετα, τα στοιχεία αντανακλούν έναν συντριπτικό αντικειμενικό συσχετισμό δύναμης στην κοινωνία υπέρ της εργατικής τάξης και σε βάρος της αστικής τάξης, η οποία λόγω της κρίσης χάνει με πολύ γρήγορους ρυθμούς τους παραδοσιακά ισχυρούς οικονομικούς (και συνεπώς σε έναν ορισμένο βαθμό και τους πολιτικούς) δεσμούς της με τα μικροαστικά στρώματα. Η αντανάκλαση αυτού του συσχετισμού στο πολιτικό εποικοδόμημα είναι ορατή και σήμερα, παρότι δεν υπάρχει στην κοινωνία ένα μαζικό κόμμα που να εκφράζει γνήσια τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.

Η πιο αυθεντική επιβεβαίωση αυτού του αντικειμενικού ταξικού συσχετισμού δύναμης ήρθε με το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου του 2015, όπου η ψήφος, όπως όλοι οι αναλυτές συμπεριλαμβανομένων των αστών σημείωσαν, ήταν πιο ταξική από κάθε άλλη φορά. Όσο λοιπόν και αν αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ουτοπικό» ή «υπερβολικό» από τους αστούς διανοούμενους ή τις «μοιρολογίστρες» της ρεφορμιστικής διανόησης μέσα στην Αριστερά, το 61,3% που έγινε 70% στις μεγάλες πόλεις, αντανακλά ενδεικτικά, τα περιθώρια υποστήριξης που έχει μέσα στην ελληνική κοινωνία το πολιτικό ρεύμα που εκφράζει αυθεντικά τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, δηλαδή ο επαναστατικός μαρξισμός.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 10ο” ]

Το εργατικό κίνημα

Με τον όρο «εργατικό κίνημα» προσδιορίζουμε όλες τις μορφές πάλης της εργατικής τάξης, από την οικονομική έως την πολιτική. Η περίοδος της κρίσης ήταν μια περίοδος μαζικών εργατικών αγώνων, αλλά μέχρι τώρα και μεγάλων ηττών. Από τις αρχές του 2010 έως σήμερα είχαμε 44 γενικές απεργίες. Παρότι, οι περισσότερες από αυτές είχαν χαμηλή συμμετοχή και δεν ήταν απεργίες πραγματικά γενικές, αλλά ημέρες διαδηλώσεων με σχετικά μέτρια συμμετοχή, η «στατιστική» ύπαρξη αυτού του αριθμού και μόνο, αντανακλά καθαρά τον βαθμό όξυνσης της ταξικής πάλης στην Ελλάδα της κρίσης. Πρόκειται για ένα σύγχρονο παγκόσμιο ρεκόρ, αξιοσημείωτο όχι μόνο για τα διεθνή δεδομένα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και για τα δεδομένα της περιόδου του Μεσοπολέμου, μιας περιόδου επαναστάσεων και αντεπαναστάσεων στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο. Αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό πειστήριο για την ισχύ και τη μαχητικότητα της εργατικής τάξης, αλλά και την ύπαρξη μιας προεπαναστατικής περιόδου στη χώρα τα τελευταία 6 χρόνια.

Στο αριστούργημα μαρξιστικής ανάλυσης «Που βαδίζει η Γαλλία;» (εκδόσεις «Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη», σελ. 90), ο Τρότσκι έγραφε σχετικά με τη γενική απεργία: «..Η γενική απεργία όπως το ξέρει κάθε μαρξιστής είναι ένα από τα πιο επαναστατικά μέσα πάλης. Η γενική απεργία δεν είναι δυνατή παρά μόνο όταν η πάλη των τάξεων υψώνεται πάνω από όλα τα ιδιαίτερα και συντεχνιακά αιτήματα, επεκτείνεται σ’ όλα τα επαγγέλματα και τις περιοχές, σβήνει τα σύνορα ανάμεσα στα συνδικάτα και τα κόμματα, στη νομιμότητα και την παρανομία και κινητοποιεί την πλειοψηφία του προλεταριάτου, αντιτάσσοντάς την ενεργητικά στην μπουρζουαζία και το Κράτος. Πάνω από τη γενική απεργία μόνο η ένοπλη εξέγερση μπορεί να υπάρξει. Όλη η ιστορία του εργατικού κινήματος μαρτυρά ότι κάθε γενική απεργία, όποια και αν είναι τα συνθήματα με τα οποία εκδηλώθηκε, έχει την τάση να μετατραπεί σε καθαρή επαναστατική σύγκρουση, σε άμεσο αγώνα για την εξουσία. Με άλλα λόγια : η γενική απεργία δεν είναι δυνατή παρά μόνο μέσα στις συνθήκες μιας εξαιρετικής πολιτικής έντασης, γι’ αυτό και είναι πάντοτε αναμφισβήτητη έκφραση του επαναστατικού χαρακτήρα της κατάστασης….».

Ποια είναι τα διδάγματα που βγαίνουν από τις γενικές απεργίες της τελευταίας 6ετίας και την κατάληξή τους; Το σημαντικότερο συμπέρασμα είναι ότι η εργατική τάξη έδειξε ξανά και ξανά τη θέλησή της να παλέψει για να αλλάξει τη μοίρα της και την κοινωνία, αλλά εξαιτίας του ρόλου της ηγεσίας της, συνδικαλιστικής και πολιτικής, το τεράστιο απόθεμα μαχητικότητας σπαταλήθηκε, η επαναστατική φύση της γενικής απεργίας για την οποία έγραφε ο Τρότσκι δεν εκδηλώθηκε σε όλη της την αληθινή έκταση και τη λογική της συνέπεια και έτσι, οι αγώνες κατέληξαν σε αδιέξοδο.

Υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσα στο πως αντιλαμβάνεται την γενική απεργία η εργατική τάξη και πως την αντιμετωπίζει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Οι απλοί εργάτες, εξοργισμένοι στο άκουσμα της είδησης για κάθε νέο Μνημόνιο ή αντεργατικό νόμο, βλέπουν στη γενική απεργία ένα μέσο επίδειξης της δύναμής τους και τρομοκράτησης του ταξικού αντιπάλου. Οι γραφειοκράτες των συνδικάτων αντίθετα, τη βλέπουν σαν μέσο για να δικαιολογήσουν τις θέσεις τους, δείχνοντας στις μάζες της εργατικής τάξης ότι «κάνουν κάτι». Ταυτόχρονα όμως, κάνουν ό,τι μπορούν για να υπονομεύσουν τη συμμετοχή στην απεργία, αφήνοντάς την ανοργάνωτη, χωρίς εκστρατείες στους χώρους δουλειάς, χωρίς στοιχειώδη ενθάρρυνση του πνεύματος πρωτοβουλίας των εργατών, με το μόνο πράγμα που προετοιμάζουν να είναι οι ομιλίες τους από το βήμα των συγκεντρώσεων.

Μετά από κάθε επιτυχημένη γενική απεργία, οι εργάτες με περισσότερη αυτοπεποίθηση, προσδοκούν μια πειστική απάντηση στο βασικό ερώτημα «πως μπορούμε να νικήσουμε;». Η γραφειοκρατία όμως, έχοντας τυπικά απλά «κάνει κάτι» για να μην μπορεί να κατηγορηθεί για πλήρη απραξία, αρνείται να δώσει οποιαδήποτε σαφή απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα και στον βαθμό που η πίεση από τη βάση της αυξάνεται, προκηρύσσει μια ακόμα 24ωρη απεργία του ίδιου είδους, συνήθως για την παραμονή της ψήφισης των μέτρων στη Βουλή. Τελικά τα μέτρα, με περισσότερες ή λιγότερες απώλειες για την κυβερνητική πλειοψηφία περνούν και το κύμα της εργατικής οργής σπάει πάνω στα βράχια της αστικής νομιμότητας, που επιβλήθηκε χάρις στον θεματοφύλακά της στις κορυφές του εργατικού κινήματος.

Αυτό το σενάριο επαναλήφθηκε μονότονα και πολλές φορές τα τελευταία 6 χρόνια. Αυτού του είδους οι γενικές απεργίες προέκυπταν κάθε φορά σαν η γενική συνισταμένη, από τη μια πλευρά της γνήσιας ανάγκης των εργατών να πιέσουν να «γίνει κάτι» ενάντια στην ασταμάτητη επίθεση των Μνημονίων και από την άλλη, της γεμάτης υποκρισία ανάγκης των γραφειοκρατών να «κάνουν κάτι» απλά για να σώσουν τις «θεσούλες» τους. Το αποτέλεσμα της σειράς αυτών των επαναλαμβανόμενων άκαρπων απεργιών, ήταν στην πράξη να μοιάζουν με το άνοιγμα του καπακιού μιας κατσαρόλας που σιγοβράζει, για να βγει ο ατμός και να αποφευχθεί το άναρχο ξεχείλισμα. Και όπου «ξεχείλισμα», ας βάλουμε την ονομασία του φαινομένου για το οποίο μιλήσαμε πιο πάνω : επαναστατική κατάσταση.

Όμως, μπορεί λόγω της θέσης της η συνδικαλιστική γραφειοκρατία να ήταν ο άμεσος αυτουργός των ηττών, αλλά οι πολιτικές ηγεσίες της εργατικής τάξης δεν είχαν λιγότερες ευθύνες για την κατάληξη των γενικών απεργιών. Όλα αυτά τα χρόνια υπήρξαν στιγμές που φθάσαμε πολύ κοντά στο «ξεχείλισμα». Εκεί οι προσπάθειες της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας δεν αρκούσαν. Χρειαζόταν η ύπουλη, έμμεση επέμβαση ή ορθότερα, «μη επέμβαση» των πολιτικών ηγεσιών της εργατικής τάξης για να αποτραπεί η ενοχλητική για το αστικό καθεστώς κλιμάκωση των αγώνων.

Το 2011 και στις αρχές του 2012, αυτή η στάση εκφράστηκε με την απροθυμία των ηγεσιών και των δύο ανερχόμενων τότε στις δημοσκοπήσεις κομμάτων της «παραδοσιακής Αριστεράς», για ανάληψη συγκεκριμένων πρωτοβουλιών κλιμάκωσης – με το μανδύα του κινηματισμού η μία (ΣΥΡΙΖΑ) και της υπερ-επαναστατικής γλώσσας η άλλη (ΚΚΕ) – που οδήγησε στο αδιέξοδο τα κινήματα τα οποία κορυφώθηκαν με 48ωρες γενικές απεργίες. Από τα μέσα του 2012 και ως τα τέλη του 2014, ήταν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, που ενώ μετά την εκλογική επιτυχία του Ιουνίου είχε το κύρος να λάβει πρωτοβουλίες κλιμάκωσης μέχρι την γενική πολιτική απεργία για την ανατροπή των δεξιών μνημονιακών κυβερνήσεων, με την συνεπή τακτική της «ουράς» στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, άφησε τις απεργίες να «ξεφουσκώνουν». Είναι ενδιαφέρον στοιχείο για τους μελλοντικούς ιστορικούς του εργατικού κινήματος, να μνημονευτεί η από κοινού απόπειρα των γραφειοκρατών και των δύο βασικών ηγετικών μερίδων του ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβρη του 2013 να εμποδιστεί ακόμα και η κατάθεση της πρότασης από την Κομμουνιστική Τάση στη συνεδρίαση της ΚΕ για την ανάγκη υποστήριξης του κόμματος σε μια γενική απεργία διαρκείας, την ώρα που 15 μεγάλες ομοσπονδίες, αντανακλώντας τις πιέσεις των εργατών, είχαν ήδη αποφασίσει να συντονίσουν τις δυνάμεις τους γι’ αυτή την υπόθεση. Έτσι όχι λιγότερο από τις συνδικαλιστικές, οι πολιτικές ηγεσίες έχουν αποφασιστικές ευθύνες για τις ήττες των γενικών απεργιών.

Στις γενικές απεργίες και συγκεκριμένα στις επιτυχημένες και μαζικές 48ωρες απεργίες του καλοκαιριού του 2011, των αρχών και των τελών του 2012 και σε κάποιο βαθμό, στη γενική απεργία του περασμένου Φλεβάρη, αναδείχτηκαν δύο αποφασιστικά στοιχεία που αντανακλούν τις μεγάλες μελλοντικές δυνατότητες για την ανάπτυξη της προλεταριακής επανάστασης στην χώρα.
Το πρώτο είναι η τάση να μην υπολογίζονται από τις μάζες των εργατών οι απώλειες μεροκάματων σε μια τόσο πιεστική για τις εργατικές οικογένειες περίοδο, αλλά και η αγνόηση της άγριας βίας των κατασταλτικών μηχανισμών, με τον «χημικό πόλεμο» και τις προβοκάτσιες τύπου «Marfin». Ποιος μπορεί να ξεχάσει τις μαζικές συγκρούσεις εργατών, ανάμεσα τους γυναικών και ηλικιωμένων, με την αστυνομία στις 12 Φεβρουαρίου του 2012; Αυτή τα δείγματα αυτοθυσίας, έστω και σ’ ένα στοιχειώδες επίπεδο, δείχνουν τη δυνατότητα μελλοντικής εμφάνισης μιας διάθεσης για αγώνα «μέχρι θανάτου», του συστατικού δηλαδή στοιχείου μιας ανοικτά επαναστατικής κατάστασης.

Το δεύτερο αποφασιστικό στοιχείο ήταν η απόδειξη ότι το προλεταριάτο μπορεί να τεθεί επικεφαλής των μικροαστικών μαζών, οι οποίες αυθόρμητα αναγνώρισαν στις γενικές απεργίες και τις συγκεντρώσεις τους τις μορφές πάλης που μπορούσαν να θέσουν και τις δικές τους ιδιαίτερες διεκδικήσεις με έναν αποφασιστικό τρόπο στο προσκήνιο. Με το κατάλληλο πρόγραμμα και μια αποφασισμένη ηγεσία το προλεταριάτο θα είχε κερδίσει εύκολα την υποστήριξη των μικροαστών στον επαναστατικό αγώνα για το σοσιαλισμό. Η υπόθεση αυτή είναι ιστορικά ευκολότερη από ποτέ, χωρίς να χρειάζονται ειδικά «Δημοκρατικά», «Πατριωτικά» και «Αντιμονοπωλιακά» Μέτωπα, που θα αποκηρύσσουν την επανάσταση και το σοσιαλισμό όπως αυτά στα οποία μονότονα συνεχίζουν να ορκίζονται οι αριστεροί, σταλινικοί ρεφορμιστές.

Η αναπόφευκτη στροφή των μαζών στο πολιτικό πεδίο στη βάση των συμπερασμάτων από τις ήττες των γενικών απεργιών, μετά από ένα φυσιολογικό διάστημα 1,5 χρόνου απεργιακής κάμψης, έφερε τελικά στις αρχές του 2015 τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Ο πρώτος μήνας ήταν ο μήνας των αυταπατών και της μεγάλης υποστήριξης της κυβέρνησης, με τα πιο μαχητικά τμήματα της εργατικής τάξης όμως, να κινητοποιούνται ενεργά και να της στέλνουν το μήνυμα από τις πλατείες «Ούτε βήμα πίσω!». Και παρά την όλο και πιο απογοητευτική τροπή της «διαπραγμάτευσης», τις όλο και πιο μεγάλες υποχωρήσεις της κυβέρνησης από τις «κόκκινες γραμμές», η εργατική τάξη επέστρεψε στους δρόμους στις 3 Ιουλίου για να επισκιάσει με τον όγκο και τον επαναστατικό παλμό των συγκεντρώσεών της, τις απελπισμένες απόπειρες του μπλοκ τρόικας και ελληνικής άρχουσας τάξης να φτιάξει κίνημα υπέρ του νέου Μνημονίου επενδύοντας στο κλείσιμο των τραπεζών.

Στις 3 και στις 5 Ιουλίου του 2015 η εργατική τάξη έδειξε καθαρά ότι ετοιμάζεται να μπει στο δρόμο της επανάστασης. Η ψυχολογία που διαμόρφωνε ώρα με την ώρα, με τα πιο φρέσκα και πληβειακά της τμήματα στην πρωτοπορία, ήταν εκείνη του «ή τώρα ή ποτέ». Είναι ανάξια σοβαρής αντίκρουσης η ρεφορμιστική συκοφαντία ότι οι μάζες δεν έδωσαν τάχα, εντολή ρήξης. Η ψυχολογία και η έμπρακτη στάση με τις συγκεντρώσεις και την ψήφο τους μαρτυρούσε ακριβώς το αντίθετο.

Μια επαναστατική ηγεσία με βαθιές ρίζες στις μάζες, θα έριχνε το σύνθημα να κινητοποιηθεί το εργατικό κίνημα και να εγγυηθεί από την επομένη του δημοψηφίσματος ότι το «Όχι» θα γίνει σεβαστό και ότι η καπιταλιστική ολιγαρχία θα αφοπλιστεί στον οικονομικό πόλεμο που είχε ήδη κορυφώσει. Νέες μαζικές συγκεντρώσεις, συντονισμένες καταλήψεις εργοστασίων και κρατικών κτιρίων σε όλη τη χώρα, συνελεύσεις στους χώρους δουλειάς και τις γειτονιές θα μπορούσαν να καθορίσουν τις πολιτικές εξελίξεις, βάζοντας τη σφραγίδα των μαζών και ανοίγοντας μια εντελώς νέα, επαναστατική περίοδο. Όμως οι καριερίστες του ΣΥΡΙΖΑ τρομαγμένοι από τη φιγούρα της επανάστασης που πρόβαλε στον ορίζοντα, έτρεξαν στην αγκαλιά της άρχουσας τάξης και του γαλλογερμανικού ιμπεριαλισμού, ενώ οι ηγέτες του ΚΚΕ είχαν δουλέψει εντατικά όλη τη βδομάδα πριν το δημοψήφισμα για να διαχωρίσουν εντελώς τις κομματικές δυνάμεις από το σώμα των αγωνιζόμενων μαζών.

Χωρίς έναν οργανωτή στην πάλη τους, το εργατικό κίνημα και οι φτωχές λαϊκές μάζες, μέσα σε λίγα 24ωρα δεν είχαν στη διάθεσή τους το χρόνο να αντιδράσουν, να επεξεργαστούν τα πολιτικά μαθήματα από τα γεγονότα και να αναδείξουν μια νέα αδιαμφισβήτητη ηγεσία που θα τους καθοδηγήσει στη ρήξη. Έτσι μετά την 5η Ιουλίου αναγκάστηκαν να διδαχτούν παθητικά ένα ακόμα, πολύτιμο πολιτικό μάθημα για την προδοτική φύση των ρεφορμιστών. Ανάμεσα σε όλα τα πολιτικά μαθήματα των τελευταίων χρόνων, αυτό ήταν το πιο απροσδόκητο και το πιο σοκαριστικό, καθώς είδαν τον ηγέτη που μόλις μια βδομάδα πριν σήκωνε τη γροθιά του στις συγκεντρώσεις τους, να μετατρέπεται σε πρόθυμο δήμιο των συμφερόντων και των ελπίδων τους.

Ύστερα απ’ όλα αυτά και με το παγωμένο κύμα της απογοήτευσης και της σύγχυσης να απλώνεται στην κοινωνία, η επιστροφή του εργατικού κινήματος στη δράση με 4 νέες γενικές απεργίες, με εκείνη του Φλεβάρη να είναι πραγματικά γενική, δείχνει τα αξιοθαύμαστα αποθέματα διάθεσης για αγώνα που υπάρχουν σ’ ένα σημαντικό τμήμα του εργατικού κινήματος. Χρειάστηκε από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία το καινοφανές, ύπουλο απεργοσπαστικό τέχνασμα της προκήρυξης μιας 48ωρης γενικής απεργίας χωρίς ημερομηνία και στο οποίο ανοικτά συνηγόρησαν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες του ΚΚΕ και της ΛΑΕ, για να οδηγηθεί μια ακόμα φάση ανάτασης του εργατικού κινήματος σε αδιέξοδο.

Όλη αυτή την 6ετία, η κατάσταση στα συνδικάτα σαν αποτέλεσμα των απανωτών ηττών στις οποίες οδήγησαν το εργατικό κίνημα οι ηγεσίες του, δεν άλλαξε ριζικά. Όμως στο εσωτερικό των συνδικάτων είχαμε μια παρατεταμένη, εμφανή διαδικασία στροφής στ’ αριστερά, με αποκορύφωμα το πέρασμα της ΑΔΕΔΥ και του Εργατικού Κέντρου Αθήνας στα χέρια της συνδικαλιστικής Αριστεράς. Πως χρησιμοποίησε όμως η συνδικαλιστική αριστερά (ΚΚΕ – ΛΑΕ) αυτές τις κατακτήσεις της; Ο σχετικός απολογισμός φανερώνει εντυπωσιακή χρεοκοπία. Δεν έκανε απολύτως τίποτα που να διαφέρει ουσιαστικά από την απεργοσπαστική τακτική της ΠΑΚΣΕ και της ΔΑΚΕ. Κανένα εναλλακτικό σχέδιο αγώνα, καμία πρωτοβουλία για τη μαζικοποίηση των συνδικάτων, κανένας ουσιαστικός απολογισμός για τις ήττες. Όταν η μόνη δύναμη που μπορεί να αλλάξει την εικόνα των συνδικάτων, η συνδικαλιστική αριστερά, επιδεικνύει αυτή τη στάση, τότε η εικόνα απαξίωσής τους στα πιο φρέσκα και μαχητικά στρώματα της εργατικής τάξης είναι απόλυτα φυσιολογική.

Η κυριαρχία της ΠΑΣΚΕ και το υψηλό αθροιστικό ποσοστό των δεξιών παρατάξεων στο πρόσφατο συνέδριο της ΓΣΕΕ, ήταν η λογική προέκταση των 3 συντελεστών που καθορίζουν σήμερα την κατάσταση στα συνδικάτα: η ύπαρξη ενός γραφειοκρατικού ηγετικού πυρήνα που έχει μετατρέψει τις γενικές απεργίες από όπλο των εργατών σε όπλο εναντίον τους και έχει αποκαλύψει ξεκάθαρα τη φύση του με την υποστήριξη του «Ναι» στο δημοψήφισμα, η παρουσία αριστερών συνδικαλιστικών «ουρών» της, που η «ταξικότητά» τους εξαντλείται σε κούφια συνθήματα και η απουσία των πλατύτερων στρωμάτων της εργατική τάξης και ιδιαίτερα του στρώματος – κλειδί, της εργατικής νεολαίας, με εξαίρεση μια περιστασιακά μόνο αυξημένη συμμετοχή στους εργατικούς χώρους του κρατικού τομέα, όπου η διαπραγματευτική ισχύς των συνδικάτων είναι μεγαλύτερη.

Από την άλλη πλευρά όμως, θα πρέπει να κατανοήσουμε πως οι εργάτες είναι ρεαλιστές. Παρά το μίσος για τους γραφειοκράτες και τη δυσπιστία για τους αριστερούς «ψάλτες» τους, δεν έχουν τίποτα άλλο στη διάθεσή τους για να εκφράσουν το υπέρτερο μίσος τους για της άρχουσα τάξη, εκτός από αυτά τα σποραδικά καλέσματα σε γενικές απεργίες από τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ. Από την πλευρά τους, οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατικές ηγεσίες, είναι υποχρεωμένες για να εκτονώνουν την εργατική οργή να συνεχίζουν αυτά τα σποραδικά καλέσματα. Στην πραγματικότητα όμως, συνεχίζουν να παίζουν με τη φωτιά. Αναπόφευκτα, ορισμένα από αυτά τα μελλοντικά καλέσματα, θα συνδυαστούν παρά και ενάντια στη θέληση των γραφειοκρατών με μια νέα, αναπόφευκτη πανεθνική κρίση όπως εκείνη του δημοψηφίσματος. Η βαθιά κρίση του ελληνικού καπιταλισμού και το πολιτικό αδιέξοδο του αστικού καθεστώτος θα δώσουν τις απαραίτητες αφορμές.

Η πραγματική, ισχυρή ανάπτυξη που απαιτείται για να εξυπηρετηθεί το χρέος και η σταθεροποίηση μέσα στο ευρώ, αμφότερες, θα «στήσουν» τους Έλληνες καπιταλιστές σ’ ένα ακόμα ραντεβού. Οι χρεοκοπημένοι ρεφορμιστές στην κυβέρνηση θα πιεστούν να λάβουν ακόμα πιο δραστικά μέτρα για να ανακάμψει ο «ανίατα ασθενής» ελληνικός καπιταλισμός και να αποθαρρυνθούν τα εκατομμύρια εν δυνάμει αμφισβητίες του. Η ανάγκη για νέα μέτρα στα «εργασιακά», η δημοσιονομική πίεση για μαζικές απολύσεις στο κράτος και η πίεση για απαγόρευση των απεργιών, θα φτάσει τους ρεφορμιστές στα όριά τους και η αλλαγή κυβερνητικής φρουράς θα γίνει αναπόφευκτη, με έναν ακόμα Μητσοτάκη να συνδέεται ιστορικά με την πρωτοφανή όξυνση της πάλης των εργατικών μαζών ενάντια στην άρχουσα τάξη.

Η ρήξη που έδιωξαν «από την πόρτα» το καλοκαίρι του 2015 οι αστοί και οι ρεφορμιστές, θα τείνει να επανέλθει «απ’ το παράθυρο», με όχημα μια ανοικτή επαναστατική κατάσταση. Μέσα σε μια τέτοια κατάσταση, τα γραφειοκρατικά τεχνάσματα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας δεν θα αποδειχθούν αρκετά για να συγκρατήσουν τις μάζες, καθώς εκείνες, πιο ώριμες από την αφομοίωση των πολιτικών μαθημάτων της πολυετούς εμπειρίας από τις ήττες και τις προδοσίες, θα τείνουν να εμφανιστούν πιο αποφασισμένες να οδηγήσουν τη μάχη μέχρι το τέλος. Πάνω σε αυτά τα γεγονότα, τα συνδικάτα θα δεχθούν τα ισχυρότερα σοκ από ποτέ, πηγαίνοντας τις αριστερές ηγεσίες πέρα από τις διαθέσεις τους και κλονίζοντας τις θέσεις που ακόμα κρατούν οι γραφειοκρατικοί πυρήνες των ΠΑΣΚΕ – ΔΑΚΕ.

Αυτός είναι ο γενικός δρόμος μέσα από τον οποίο θα τείνει να έρθει ξανά στο προσκήνιο το εργατικό κίνημα. Ούτε οι συγκεκριμένες μορφές, ούτε και οι ρυθμοί αυτής της διαδικασίας μπορεί να προβλεφθούν. Η ουσία για τους μαρξιστές δεν είναι να υποδύονται τις πυθίες ή τους σεναριογράφους, αλλά να αναγνωρίζουν τις πραγματικές υλικές και πολιτικές τάσεις μέσα από τις οποίες προκύπτει κάθε φορά, το ένα ή το άλλο είδος εξελικτικών διαδικασιών. Το είδος των εξελικτικών διαδικασιών που αναμένουμε λοιπόν, πάνω στη βάση της ανίατης οικονομικής κρίσης, του αστικού πολιτικού αδιεξόδου και των επαναστατικών υποσχέσεων που έδωσε για το μέλλον η έως τώρα στάση των εργατικών μαζών, είναι εκείνο που θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε μια ανοικτά επαναστατική κατάσταση. Το πως ακριβώς και το πότε είναι αντικείμενο της ίδιας της ιστορίας. Αυτό που πρέπει να απασχολεί τους μαρξιστές είναι, στη βάση αυτής της ξεκάθαρης προοπτικής, να προετοιμαστούν πολιτικά για να κερδίσουν στις ιδέες του μαρξισμού τον ανθό της εργατικής πρωτοπορίας, εκείνους τους μαχητές ιδιαίτερα από τις γραμμές της εργατικής νεολαίας που θα πρωτοστατήσουν σε αυτά τα γεγονότα.

Η νεολαία στον δρόμο της επανάστασης

Η νεολαία της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων είναι το μεγαλύτερο θύμα της κρίσης. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η ανεργία στις ηλικίες 18 – 29 ετών βρίσκεται σήμερα στο 41%, με 333.700 νέους να είναι επίσημα καταγεγραμμένοι άνεργοι, 886.000 να εμφανίζονται οικονομικά ανενεργοί και μόνο 475.200 να εργάζονται. Στην πραγματικότητα δηλαδή, το 75% των νέων δεν εργάζεται, ενώ ένα πολύ μεγάλο ποσοστό όσων εργάζονται, δουλεύει στη μερική απασχόληση ή στη «μαύρη εργασία». Ο βασικός μισθός πλέον για τους νέους εργαζόμενους κάτω των 25 ετών είναι 429 ευρώ «καθαρά», ενώ για τους άνω των 25 ετών είναι 492 ευρώ. Η παράθεση αυτών των εφιαλτικών στοιχείων, δείχνει ότι η εργατική και φτωχή μικροαστική νεολαία καταδικάζεται από τον καπιταλισμό στον ανώτατο βαθμό εκμετάλλευσης και στη μαζική λουμπενοποίηση.

Δεν πρέπει να έχουμε μια ιδεαλιστική εικόνα για τη νεολαία και τις πραγματικές δυνατότητές της να αλλάξει την κοινωνία. Οι νέοι της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, μπήκαν στο κατώφλι της κρίσης πριν από 6 χρόνια με τις μαζικές εργατικές οργανώσεις σε τέλμα, τη μια ήττα του εργατικού κινήματος να διαδέχεται την άλλη και χωρίς ισχυρό νήμα σύνδεσης με την τελευταία προεπαναστατική περίοδο της ελληνικής κοινωνίας και τις καλύτερες παραδόσεις της, έχοντας τον απόηχο ορισμένων νεολαιίστικων κινημάτων – ξεσπασμάτων κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες, που όμως δεν είχαν αφήσει πίσω τους, τις βαθιές επαναστατικές παρακαταθήκες και επιρροές στην κοινωνική συνείδηση που είχαν δημιουργήσει τα κινήματα των παλιότερων δεκαετιών.

Το πιο πρόσφατο αυθόρμητο, μαζικό νεολαιίστικο κίνημα, αυτό του Δεκέμβρη του 2008, έχει καταγραφεί στη συνείδηση των πλατύτερων μαζών της νεολαίας σαν ένα κίνημα με περιορισμένο περιεχόμενο (εναντίωση στην αστυνομική βία) συγκριτικά με το εύρος των προβλημάτων που έθεσε πάνω στους ώμους της η κρίση και ταυτισμένο με τις χρεοκοπημένες και απελπισμένες μεθόδους των αναρχικών. Έτσι η νεολαία μπήκε στην κρίση με το πιεστικό καθήκον να χτίσει νέες, ολότελα δικές της, επαναστατικές παραδόσεις. Όμως το βάρος της μαζικής ανεργίας και της ακραίας εκμετάλλευσης που παρήγαγε η βαθειά κρίση, αντικειμενικά εμπόδισε και εμποδίζει ακόμα αυτό το καθήκον.

Στα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ το κίνημα των φοιτητών βρίσκεται σε παρατεταμένη υποχώρηση από το 2008 μέχρι σήμερα. Η αιτία είναι ο συνδυασμός της μεγάλης πίεσης από την κρίση, που έστρεψε τους φοιτητές σε μια πιο εντατικοποιημένη φοίτηση και συγκέντρωσε το βλέμμα ορισμένων από αυτούς στην προοπτική αναζήτησης μιας θέσης εργασίας στο εξωτερικό, με την εξάντληση των φοιτητών από τις τυχοδιωκτικές μεθόδους των αριστερών παρατάξεων όπως η εγκαθίδρυση της παράδοσης των διασπαστικών συνελεύσεων, οι απόπειρες τεχνητής δημιουργίας κινήματος καταλήψεων κ.α.

Ωστόσο, μέσα από την αναπόφευκτη ένταση της επίθεσης στη Δημόσια Εκπαίδευση με νέες περικοπές, ιδιαίτερα τα νεότερα στρώματα των φοιτητών θα σπρώξουν το φοιτητικό κίνημα στην κατεύθυνση της ανάκαμψης και της αναγέννησης. Αυτό που θα πρέπει να κατανοήσουμε, είναι ότι το γεγονός της απουσίας κινητοποιήσεων των φοιτητών για εκπαιδευτικά αιτήματα, δεν σημαίνει καθόλου ότι οι φοιτητές δεν ριζοσπαστικοποιούνται. Τα υψηλά αθροιστικά ποσοστά των αριστερών παρατάξεων στις φοιτητικές εκλογές, αρκετά υψηλότερα από τα αθροιστικά ποσοστά των παρατάξεων των αστικών κομμάτων σε μια σειρά από μαζικές σχολές, δείχνουν ότι χιλιάδες φοιτητές αποκτούν σταθερά μια επαναστατική στάση για την πολιτική και την κοινωνία.

Η ανεξάρτητη έκφραση του κινήματος των μαθητών, επίσης έχει υποχωρήσει από το 2008 και μετά. Η αιτία εδώ είναι ο συνδυασμός μεγάλης πίεσης προς τους μαθητές από τις τσακισμένες λόγω κρίσης εργατικές και φτωχές μικροαστικές οικογένειες, για επικέντρωση στα μαθήματα, ώστε να «αποσβέσουν» με τον καλύτερο τρόπο την οικονομική αιμορραγία προς τα φροντιστήρια, με τη σημαντική φθορά της μεθόδου των άκαρπων, επαναλαμβανόμενων και απομονωμένων καταλήψεων. Ωστόσο και στα σχολεία, η εντεινόμενη προβληματική κατάσταση από τις μαζικές περικοπές, ανά πάσα στιγμή μπορεί να φέρει εκρήξεις, με πιθανή την επανάληψη ενός Δεκέμβρη του 2008, αυτή τη φορά με πιο ξεκάθαρες ταξικές και πολιτικές διεκδικήσεις.

Παρά την απουσία μαχητικών κινητοποιήσεων από το φοιτητικό και το μαθητικό κίνημα, πρέπει να τονιστεί ότι σε κάθε μεγάλο κίνημα των τελευταίων χρόνων η εργαζόμενη ή άνεργη νεολαία και η νεολαία της Εκπαίδευσης, ήταν αναμφίβολα αυτή που έδωσε και δίνει τον τόνο. Στους «αγανακτισμένους» οι άνεργοι νέοι επιστήμονες ήταν η ψυχή των ριζοσπαστικών συνελεύσεων της «κάτω Πλατείας» στο Σύνταγμα και γενικότερα των Λαϊκών Συνελεύσεων που εμφανίστηκαν σε αρκετές γειτονιές των μεγάλων πόλεων. Στις πιο μαζικές από τις συγκεντρώσεις των γενικών απεργιών, οι εργαζόμενοι και άνεργοι νέοι, αλλά και αρκετοί μαθητές και φοιτητές ήταν στην «πρώτη γραμμή».

Επίσης εξαιρετικά ενδεικτική για το είδος της συνείδησης που αναπτύσσεται σε ευρύτατα τμήματα της νεολαίας, είναι η μαζική διάθεση για αλληλεγγύη στους πρόσφυγες. Το δράμα των κατατρεγμένων που έφτασαν στην Ελλάδα, εγκλωβίστηκαν και τώρα κλείνονται σε φυλακές «φιλοξενίας» ή απελαύνονται, όχι μόνο συγκίνησε, αλλά και κινητοποίησε ενεργά χιλιάδες νέους σε όλη τη χώρα, που ήρθαν σε επαφή με δομές και πρωτοβουλίες αλληλεγγύης. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό δείγμα για το προοδευτικό, διεθνιστικό δυναμικό που υπάρχει στη συνείδηση της νεολαίας και ταυτόχρονα, για τον βαθμό περιθωριοποίησης των αντιδραστικών ξενοφοβικών ιδεών, που διαψεύδει τη ρεφορμιστική, μικροαστική φλυαρία περί «φασιστικοποίησης της κοινωνίας».

Αλλά αναμφίβολα, η μάχη στην οποία όλα τα τμήματα της νεολαίας συμμετείχαν με μεγάλη αποφασιστικότητα και ενθουσιασμό ήταν το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου του 2015. Η μεγάλη συμμετοχή στις συγκεντρώσεις της 3ης του Ιούλη, ειδικά στην εντυπωσιακή σε παλμό συγκέντρωση στην Πλατεία Συντάγματος, αλλά και στην ίδια την ψηφοφορία, που ήταν και ο παράγοντας που συνετέλεσε στη μεγάλη διαφορά υπέρ του «Όχι» και στα χαμηλά επίπεδα αποχής, σηματοδότησε την απότομη πολιτικοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων νέων.

Η μετατροπή του «Όχι» σε «Ναι» από την προδοτική κλίκα του Τσίπρα, προκάλεσε κύματα απογοήτευσης στα πλατύτερα στρώματα της νεολαίας, που εκφράστηκε με μια εντυπωσιακή αποχή από τις κάλπες στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Όμως την ίδια στιγμή, τα πιο μαχητικά και ριζοσπαστικά τμήματα της νεολαίας, από την πρώτη αυτή μεγάλη προδοσία που βιώνει η γενιά τους, θα τείνουν να βγάλουν επαναστατικά συμπεράσματα. Στις νέες μεγάλες μάχες που έρχονται μπροστά μας, οι χιλιάδες αυτοί πρωτοπόροι νέοι, ωριμότεροι πολιτικά, θα βρεθούν στην πρώτη γραμμή. Σε πολιτικό επίπεδο, ένα τμήμα τους, το πιο ταξικό, θα τείνει να κοιτάξει προς το ΚΚΕ, ένα μικρότερο, πιο συγχυσμένο και καθυστερημένο πολιτικά προς τη ΛΑΕ ή το κόμμα Κωνσταντοπούλου, ένα ιδιαίτερα ριζοσπαστικό προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ιδίως σε χώρους νεολαίας που οι δυνάμεις της έχουν ισχυρή παρουσία, όπως τα πανεπιστήμια, ενώ επίσης ένα άλλο τμήμα αξιόλογου εύρους, αναπόφευκτα θα τείνει να κοιτά προς τους αναρχικούς, ιδιαίτερα για όσο θα διαρκέσει η παρούσα άμπωτη του εργατικού κινήματος. Ο γνήσιος επαναστατικός μαρξισμός πρέπει να χτίσει γερούς δεσμούς με αυτούς τους νέους, επιδιώκοντας να κερδίσει απευθείας, με την ανεξάρτητη σημαία του, τους καλύτερους από αυτούς.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 11ο” ]

Οι άμεσες προοπτικές της κυβέρνησης

Παρά την προκλητική απόπειρα της κυβέρνησης να διασκεδάσει με ψέματα την παταγώδη αποτυχία της «διαπραγμάτευσης» – της απόπειρας δηλαδή να πάρει από τους δανειστές κάτι που να θυμίζει παραχώρηση για να μπορέσει να σταθεροποιήσει τη θέση της στην εξουσία – η πραγματικότητα είναι ότι το διαφαινόμενο κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης, δεν διασφαλίζει ουσιαστικά της θέση της. Η υπόθεση της διευθέτησης του χρέους έχει περιοριστεί προς το παρόν σε «σκέψεις» για αόριστα και ανούσια μέτρα μελλοντικής επιμήκυνσης της αποπληρωμής, ενώ τα προαπαιτούμενα μέτρα που ψηφίζονται στη Βουλή, συμπεριλαμβανομένου του μηχανισμού αυτόματων περικοπών μισθών και συντάξεων και του πρωτοφανούς ξεπουλήματος ολόκληρης της κρατικής περιουσίας, συμπεριλαμβανομένων των συγκοινωνιών και της ύδρευσης, έχουν ήδη αγγίξει τα όρια της κυβέρνησης, όχι επειδή είναι τάχα αριστερή, αλλά επειδή όπως σωστά σε κάποια αποστροφή του λόγου του είχε πει τρομαγμένος στους δανειστές ο Τσίπρας, τέτοια μέτρα είναι δύσκολο να περνούν από δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις.

Πράγματι, παρότι ο βαθμός υποστήριξης των προαπαιτούμενων από τους κυβερνητικούς βουλευτές εξέπληξε ευχάριστα και τους ίδιους του αστούς, οι καθημερινοί προπηλακισμοί βουλευτών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ από απλούς ανθρώπους, αναδεικνύουν παραστατικά τα αντικειμενικά όρια αυτής της κυβέρνησης. Όπως ήδη έχουμε επαρκώς εξηγήσει, η κρίση είναι πολύ βαθειά. Οι νέοι φόροι δεν θα αποδώσουν (άλλωστε γι’ αυτό ακριβώς προβλέφθηκε και η νομοθέτηση του αυτόματου μηχανισμού περικοπών μισθών – συντάξεων), γιατί οι λαϊκές μάζες έχουν ξεπεράσει τα όρια της φοροδοτικής τους ικανότητας. Τα περί ισχυρής ανάπτυξης συνεχίζουν να αποδεικνύονται αστειότητες, καθώς την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, δημοσιοποιήθηκε και η ανακοίνωση της ΕΛΤΣΑΤ για το πρώτο τρίμηνο του έτους, που κάνει λόγο για πτώση του ΑΕΠ κατά 1,3%, προκαλώντας μεγάλη ανησυχία στους κυβερνητικούς και τους αστικού κύκλους για μια ύφεση βαθύτερη του αναμενομένου.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι θα αναζητηθούν επιπλέον μέτρα, με τον μηχανισμό περικοπής μισθών και συντάξεων που θρασύτητα οι «αριστεροί» κομπογιαννίτες της αστικής διαχείρισης διαβεβαιώνουν ότι δεν θα χρειαστεί να ενεργοποιηθεί, να ενεργοποιείται τελικά πολύ σύντομα. Αυτά, σε συνδυασμό με τα προγραμματισμένα φθινοπωρινά πακέτα μέτρων που απαιτούνται για να κλείσει η επόμενη αξιολόγηση και τα οποία περιλαμβάνουν, εκτός των άλλων, απελευθέρωση απολύσεων, κατάργηση των «δώρων» στον ιδιωτικό τομέα και ένα νόμο για τον περιορισμό των απεργιών, είναι αδύνατο να σηκωθούν από τις πλάτες της παρούσας κυβερνητικής πλειοψηφίας, ιδιαίτερα αν όπως είναι το πιθανότερο, επιχειρηθεί να περάσουν μέσα σε συνθήκες ενός νέου αναπόφευκτου γύρου μαζικών κινητοποιήσεων από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα.

Το να αποπειραθεί ο Τσίπρας να διευρύνει την κυβερνητική του πλειοψηφία προς τα άλλα αστικά, μνημονιακά κόμματα για να περάσει αυτά τα μέτρα δεν συμφέρει πολιτικά κανέναν. Ο ίδιος και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα υποστoύν ακόμα μεγαλύτερη φθορά, με το ενδεχόμενο της επανάληψης της συρρίκνωσης του ΠΑΣΟΚ και της απαξίωσης του «ΓΑΠ» να είναι η βέβαιη μοίρα τους. Οι ηγεσίες των υπολοίπων αστικών κομμάτων δεν θα μπορούσαν εύκολα στην παρούσα φάση, να στηρίξουν ένα κυβερνητικό σχήμα με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί θα μεταφέρουν στις δικές τους γραμμές την πολύ μεγάλη δική του φθορά. Έτσι η προσφυγή σε πρόωρες εκλογές θα είναι μια αναπόφευκτη επιλογή «κοινής αποδοχής» στους αστικούς κύκλους, για να διασώσει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ό,τι μπορεί από την εκλογική της δύναμη και να μπορέσει η αστική τάξη να αποκτήσει μια καινούρια κυβέρνηση με κορμό τη ΝΔ του Μητσοτάκη, με τις γενικές τάσεις στις προοπτικές που διαγράφονται με μια τέτοια εξέλιξη να έχουν ήδη περιγραφεί από το κείμενό μας πιο πάνω.

ΣΥΡΙΖΑ: οι απότομες αλλαγές και οι προοπτικές

Ο ΣΥΡΙΖΑ από τις αρχές του 2012 και μετά, αναδείχθηκε σε κύριο κόμμα των εργατικών μαζών. Με δεδομένη την πολιτική χρεοκοπία του ΠΑΣΟΚ και τη σεχταριστική απομόνωση του ΚΚΕ, η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, μη έχοντας άλλη άμεση λύση εξουσίας, στράφηκαν στην υποστήριξη της προοπτικής μιας κυβέρνησης της Αριστεράς που τους υποσχόταν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως οι μάζες της εργατικής τάξης και της νεολαίας έδειξαν στον ΣΥΡΙΖΑ μια γενικά παθητική υποστήριξη. Τα ενεργά μέλη του κόμματος μόλις που διπλασιάστηκαν από την εποχή του «ΣΥΡΙΖΑ του 4%», μ’ ένα σημαντικό ποσοστό των νέων μελών να είναι καριερίστες και γενικότερα ιδιοτελείς μικροαστοί που τραβήχτηκαν στο κόμμα στην προοπτική απασχόλησης σε κρατικές θέσεις, την ίδια ώρα που το κόμμα αποτύγχανε εντελώς να δημιουργήσει μια στοιχειωδώς μαζική οργάνωση Νεολαίας.

Αυτά τα φαινόμενα δεν ήταν τυχαία. Αντανακλούσαν τη διάχυτη δυσπιστία της εργατικής τάξης έναντι των ρεφορμιστών του ΣΥΡΙΖΑ, λόγω των όλο και μεγαλύτερων ομοιοτήτων που παρουσίαζε η γλώσσα και η πολιτική τους με το ΠΑΣΟΚ. Το ταξικό ένστικτο χιλιάδων πρωτοπόρων εργατών, τους κράτησε έξω από το κόμμα και τους ώθησε στην παροχή μιας ψήφου – ευκαιρίας στους ρεφορμιστές για να δείξουν αν μπορούν να εφαρμόσουν όσα υπόσχονταν. Αυτός ο παθητικός χαρακτήρας της υποστήριξης στον ΣΥΡΙΖΑ όμως, ευνόησε πρακτικά τα σχέδια της κλίκας του Τσίπρα και της επέτρεψε να διατηρήσει ευκολότερα τον έλεγχο στο κόμμα μετά τη δεξιά στροφή και την προδοσία.

Η ηγεσία της Αριστερής Πλατφόρμας δεν έκανε ποτέ τίποτα ουσιαστικό για να αλλάξει αυτή η λιμνάζουσα κατάσταση στο κόμμα και οι συσχετισμοί που αποτύπωνε. Λόγω της συντηρητικής, γραφειοκρατικής νοοτροπίας της, στάθηκε οργανικά ανίκανη να εντάξει στο κόμμα αγωνιστές από το εργατικό κίνημα και τη νεολαία στην προοπτική να αλλάξει τους συσχετισμούς σε βάρος της κλίκας του Τσίπρα, ακόμα και όταν οι συνθήκες ήταν υπερώριμες για κάτι τέτοιο, μετά τη συμφωνία της «20ης Φλεβάρη», όπου η κλίκα απομονωνόταν μέσα στην ίδια την Πολιτική Γραμματεία.

Με την ηγεσία της αριστερής πτέρυγας «γαντζωμένη» στις υπουργικές θέσεις, αρνούμενη να δώσει το σύνθημα μιας σοβαρής εσωκομματικής μάχης, με τις άλλες «αντιπολιτευτικές» ομάδες («53», ΚΟΕ) στην ηγετική πλειοψηφία να διστάζουν να εναντιωθούν στις επιλογές του ηγέτη που εγγυόταν και τα δικά τους μικρά ή μεγάλα προνόμια και χωρίς νέα, μαχητικά μέλη στη βάση του κόμματος, η εναντίωση των μελών στην προδοσία, παρότι μεγάλη σε έκταση σε όλες τις τοπικές οργανώσεις και τις Νομαρχιακές Επιτροπές, έλαβε τον απελπισμένο και παθητικό χαρακτήρα των βουβών μαζικών αποχωρήσεων.

Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ακόμα και σε αυτό το κόμμα, με την προβληματική σύνθεση που διαμορφωνόταν από την ύπαρξη λιγοστών νεολαίων, πολλών καριεριστών και αριστερών αγωνιστών προχωρημένης ηλικίας και σταλινικής εκπαίδευσης, εάν υπήρχε μια γνήσια μαρξιστική τάση με 4-5 εκατοντάδες μαρξιστικών στελεχών σε όλες τις μεγάλες πόλεις και τις «οργανώσεις – κλειδιά», θα μπορούσε να έχει παίξει καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις. Χωρίς να είναι βέβαιο το αν θα μπορούσε να ηγηθεί μιας επιτυχημένης καμπάνιας με την οποία τα μέλη θα επέβαλαν ένα έκτακτο συνέδριο αλλαγής της ηγεσίας, μια τέτοιου μεγέθους μαρξιστική τάση θα μπορούσε να έχει κερδίσει πολύ μεγάλη υποστήριξη, όχι τόσο μέσα στο κόμμα, όσο από τον περίγυρο του κόμματος. Τα καλύτερα στοιχεία της εργατικής τάξης και της νεολαίας θα έλκονταν από τον αγώνα και τις θέσεις των επαναστατών μαρξιστών και αρκετές εκατοντάδες θα μπορούσαν να ενταχθούν στις γραμμές τους. Με αυτό τον τρόπο, η μαρξιστική τάση θα έβγαινε πολύ ισχυροποιημένη από τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ.

Δυστυχώς όμως, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι. Παρότι οι επαναστάτες μαρξιστές – και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε – μπήκαμε στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ το 2013 με 45 περίπου μέλη και βγήκαμε στη διάσπαση του 2015 με τον διπλάσιο αριθμό, παρότι χιλιάδες αγωνιστές έμαθαν την ύπαρξη και τις θέσεις της Κομμουνιστικής Τάσης, ειδικά στο κρίσιμο διάστημα από την έναρξη της κυβερνητικής θητείας ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και μέχρι την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου, το γεγονός των πολύ περιορισμένων αριθμητικά δυνάμεών μας, αποτέλεσε ανυπέρβλητο εμπόδιο για μια μεγαλύτερη ανάπτυξη. Για μια ακόμα φορά, αποδείχθηκε ότι είναι αδύνατο οι τροτσκιστές να αξιοποιήσουν αποφασιστικά τις μεγάλες ευκαιρίες που αναπόφευκτα σε κάποιο στάδιο εμφανίζονται για τον επαναστατικό μαρξισμό στις μαζικές οργανώσεις, χωρίς να διαθέτουν μια κρίσιμη μάζα μερικών εκατοντάδων, καλά εκπαιδευμένων μαρξιστικών στελεχών, ΠΡΙΝ εμφανιστούν τα μεγάλα γεγονότα.

Η μικρή Κομμουνιστική Τάση, με τις λίγες δεκάδες, σχετικά άπειρων μελών, συγκεντρωμένων σε λίγες τοπικές οργανώσεις και με τα γεγονότα να τρέχουν με πολύ μεγάλη ταχύτητα, έκανε το καλύτερο που θα μπορούσε να κάνει. Σε αντίθεση με τις κρατικοδίαιτες οπορτουνιστικές σέχτες της Αριστερής Πλατφόρμας, κράτησε τη σημαία του μαρξισμού ακηλίδωτη από τον οπορτουνισμό και απέκτησε κύρος στη συνείδηση ενός σημαντικού τμήματος αγωνιστών. Πέτυχε το μέγεθος της ανάπτυξης που ήταν τελικά δυνατό με βάση τον αριθμό των στελεχών της, αλλά και με δεδομένες τις ιδιαίτερες περιστάσεις της ιδιότυπης μορφής με την οποία εξελίχθηκε η διάσπαση της αριστερής πτέρυγας, χωρίς δηλαδή καθόλου μαζικές συλλογικές διαδικασίες και με έναν «βουβό» τρόπο.

Η προδοσία της υπογραφής του Μνημονίου και η διάσπαση της αριστερής πτέρυγας ήταν ένα σημείο καμπής για τον ΣΥΡΙΖΑ. Από τη σκοπιά των οργανωμένων του δυνάμεων, από ένα περιορισμένης μαζικότητας, γραφειοκρατικό εργατικό κόμμα, χαλαρά συνδεδεμένο με το εργατικό κίνημα και τη νεολαία, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πλέον μετατραπεί σ’ ένα κόμμα κρατικών υπαλλήλων και καριεριστών παραγόντων, χωρίς καμία πραγματική σύνδεση με το εργατικό κίνημα και τη νεολαία, παρά μόνο με τα πιο συντηρητικά και προνομιούχα τμήματα των συνδικάτων.

Από τη σκοπιά της γενικής του επιρροής, ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει εργατικό κόμμα, χωρίς όμως ισχυρές ρίζες στις μάζες της εργατικής τάξης, όπως το ΠΑΣΟΚ των περασμένων δεκαετιών. Την ίδια στιγμή, έχει μπει σε μια ταχύτατη πορεία, ανάλογου με το ΠΑΣΟΚ, αστικού εκφυλισμού, με μορφή κατάληξης που δεν μπορεί να προβλεφτεί. Η κλίκα του Τσίπρα, την ώρα που στην εργατική τάξη έχει το χαμηλότερο κύρος από ποτέ, μέσα στο κόμμα είναι πιο ισχυρή από ποτέ. H τάση των «53» δεν αποτελεί ουσιαστική απειλή για την κυριαρχία της. Είναι ένα συνονθύλευμα μικροαστών καριεριστών, χωρίς καμία σύνδεση με τις μάζες και κανένα κύρος σε αυτές. Το επερχόμενο συνέδριο θα σηματοδοτήσει το παραπέρα αδυνάτισμα των όποιων «αντιπολιτευτικών» φωνών στα όργανα, προς όφελος στοιχείων που αντίθετα από τους «53» είναι απλά καριερίστες, χωρίς «ιστορία» και «δάφνες» στον ΣΥΡΙΖΑ και την Αριστερά.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 12ο” ]

Η ΛΑΕ και το κόμμα της Ζ. Κωνσταντοπούλου

Η «Λαϊκή Ενότητα» έχει οδηγηθεί σε μια πρόωρη πολιτική περιθωριοποίηση, εξαιτίας των μεγάλων ευθυνών των ηγετών της για την προδοσία των προεκλογικών δεσμεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ, τις οποίες αναλύσαμε σε προηγούμενη ενότητα του κειμένου. Η ηγεσία της ΛΑΕ, ήδη βαρύνεται με δυο σοβαρές πολιτικές ήττες. Την ήττα της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς μάλιστα καμία μάχη και την αποτυχία στις εκλογές του Σεπτέμβρη με τον αποκλεισμό της ΛΑΕ από τη Βουλή. Ειδικά η δεύτερη ήττα ήταν εξαιρετικά καθοριστική, καθώς αναμφίβολα, η απουσία ενός κόμματος από τη Βουλή το καθιστά ασήμαντο στα μάτια των μαζών. Και ασφαλώς, ήταν ιδιαίτερα οδυνηρή για την ίδια την ηγεσία της ΛΑΕ, καθώς οι γραφειοκράτες του ηγετικού πυρήνα, για πάνω από δύο δεκαετίες, είχαν ταυτίσει την ύπαρξή τους με τα προνόμια και τους πόρους που απορρέουν από τον αστικό κοινοβουλευτισμό. Όμως, παρά τις οδυνηρές αυτές ήττες, ο ηγετικός πυρήνας της ΛΑΕ αρνείται να κάνει οποιαδήποτε ουσιαστική αυτοκριτική και βαδίζει σταθερά στον ίδιο δρόμο που την οδήγησε στις ήττες.

Σε προγραμματικό επίπεδο, η ηγεσία της ΛΑΕ συνεχίζει να έχει για «σημαία» τη μετάβαση στο εθνικό νόμισμα και μιλάει τη γλώσσα ενός πατριωτικού ρεφορμισμού, οργανικά ανίκανου να εμπνεύσει τα καλύτερα από τα πιο πρωτοπόρα στοιχεία της εργατικής τάξης και της νεολαίας, που αντιλαμβάνονται ότι σε τελική ανάλυση, δεν υπάρχουν εθνικές απαντήσεις και εθνικοί δρόμοι διεξόδου από την κρίση. Και στο μεταξύ, ενώ στις συνδικαλιστικές και τις δημοτικές – περιφερειακές παρατάξεις τα στελέχη της ΛΑΕ δεν έχουν ακόμα διαχωριστεί από τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο νέος πολιτικός φορέας, παραμονές της ιδρυτικής του συνδιάσκεψης, δεν έχει ακόμα δομές βάσης με κατοχυρωμένα δικαιώματα για τα μέλη, από φόβο μην χαθεί ο έλεγχος από την αδύναμη κεντρική γραφειοκρατία του Αριστερού Ρεύματος και των δορυφόρων του, αυτή η τελευταία προσπαθεί με απελπισμένους επικοινωνιακούς ακτιβισμούς, με τη συμμετοχή λίγων μελών και στελεχών της να αποσπάσει την προσοχή των μαζών.

Η ΛΑΕ προς το παρόν είναι σήμερα ένας εκλογικός μηχανισμός με επιρροή σ’ ένα μικρό τμήμα της εργατικής τάξης, καθόλου ελκυστικός στη νεολαία. Σε επιρροή και πολιτικούς δεσμούς με τις μάζες δεν μπορεί να συγκριθεί με τον παλιό «ΣΥΡΙΖΑ του 4%», όχι μόνο επειδή δεν έχει καταφέρει να μπει στη Βουλή, αλλά και γιατί ο κορμός του τελευταίου, ο ΣΥΝ, είχε πολύ ισχυρότερους δεσμούς με ένα τμήμα της εργατικής τάξης και τη μικροαστική διανόηση, αλλά και ισχυρότερη επιρροή στη νεολαία. Το Αριστερό Ρεύμα στη σημερινή ΛΑΕ, δεν έχει την απαιτούμενη επιρροή που θα μπορούσε να συγκριθεί με το ρόλο του παλιού ΣΥΝ. Οι άλλες συνιστώσες της ΛΑΕ είναι επίσης πιο αδύναμες από τις συνιστώσες – συμμάχους του παλιού ΣΥΝ.

Οι ηγετικές ομάδες όλων των συνιστωσών που συμμετέχουν στο Πολιτικό Συμβούλιο της ΛΑΕ μοιράζονται κοινές, πάνω – κάτω, αριστερορεφορμιστικές αντιλήψεις, με ορισμένες να φτάνουν σε κάποια ζητήματα μέχρι τον κεντρισμό. Εκείνες που προέρχονται από την Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ βλέπουν τη ΛΑΕ σαν το όχημα για να αποκτήσουν τα παλιά προνόμια που είχαν οι μηχανισμοί των συνιστωσών στον ΣΥΡΙΖΑ. Οι υπόλοιπες, παίζουν το «τελευταίο τους χαρτί» για μια κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, που θα τις βγάλει από το χρόνιο πολιτικό περιθώριο. Παρότι στο παρασκήνιο υπάρχει ένας διαρκής ανταγωνισμός ανάμεσα στους μηχανισμούς των μεγαλύτερων συνιστωσών για το ποιός θα είναι ο ευνοούμενος του Αριστερού Ρεύματος και στον οποίο προς το παρόν έχουν κερδίσει οι «φθηνότερες» και λιγότερο απαιτητικές από την ΔΕΑ, «δραχμικές» οργανώσεις που προέρχονται από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μέχρι τις επόμενες εκλογές δεν φαίνεται δυνατό να υπάρξουν σοβαρές συγκρούσεις ανάμεσά τους, στο βωμό του κοινού (μικρο)πολιτικού συμφέροντος.

Παρότι ήδη έχουν αρχίσει να εμφανίζονται ενδιαφέρουσες αντιπαραθέσεις μεταξύ τμήματος της βάσης της ΛΑΕ και του ηγετικού της πυρήνα, ιδιαίτερα στα ζητήματα της εσωτερικής δημοκρατίας, των σχέσεων με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ στα συνδικάτα και τη λεγόμενη Αυτοδιοίκηση, με την παρούσα σύνθεση της οργανωμένης ΛΑΕ και με δεδομένη την απουσία νεολαίας που είναι το πιο ενδεικτικό φαινόμενο για το προβληματικό μέλλον του φορέα, οι ευκαιρίες για τις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού στο εσωτερικό του είναι εξαιρετικά περιορισμένες.

Το αν η ΛΑΕ θα έχει πολιτικό μέλλον εξαρτάται απόλυτα από το αν θα καταφέρει να μπει στη Βουλή στις ερχόμενες εκλογές, πράγμα που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Αποφασιστικής σημασίας ζήτημα είναι το τι θα κάνει στις εκλογές η Ζ. Κωνσταντοπούλου, η οποία εμφανίζει μεγαλύτερη δημοτικότητα στις μάζες από τους ηγέτες του Αριστερού Ρεύματος και προς το παρόν, κρατάει αποστάσεις από τη ΛΑΕ. Αν το νέο κόμμα της Κωνσταντοπούλου δεν επιλέξει μια κοινή εκλογική κάθοδο με τη ΛΑΕ, τότε θα είναι πολύ δύσκολο η τελευταία να περάσει το όριο του 3%. Μια ενδεχόμενη νέα εκλογική αποτυχία θα σπρώξει τη ΛΑΕ μόνιμα στο πολιτικό περιθώριο, στρέφοντας τους ψηφοφόρους, τους υποστηρικτές, ακόμα και μέλη της, είτε προς το ΚΚΕ, είτε προς το κόμμα της Κωνσταντοπούλου, στο βαθμό βέβαια που εκείνο θα έχει καταφέρει να εισέλθει στη Βουλή.

Ενώ ο ηγετικός πυρήνας της ΛΑΕ και οι δορυφόροι του (με εξαίρεση την ιδεολογικά ανερμάτιστη ΔΕΑ) εντάσσονται στις διάφορες «ποικιλίες» του ρεύματος του σταλινισμού, η Ζ. Κωνσταντοπούλου και το κόμμα της, εντάσσεται στο ρεύμα της μικροαστικής δημοκρατίας. Ποια είναι η σχέση των δύο αυτών ρευμάτων; Παρότι η διακήρυξη του νέου κόμματος της Κωνσταντοπούλου δεν περιείχε καν τις λέξεις «Αριστερά» ή «σοσιαλισμός», σε αντίθεση με τις διακηρύξεις της ΛΑΕ όπου οι λέξεις αυτές αναφέρονται αρκετές φορές, η διαφορά των δύο ρευμάτων είναι μόνο τυπική. Οι σταλινικοί ηγέτες, ιστορικά αποκαλύφθηκε ότι ήταν, όχι απλά μικροαστοί δημοκράτες, αλλά και εντελώς ασυνεπείς μικροαστοί δημοκράτες.

Το πρόβλημα με τις ιδέες της μικροαστικής δημοκρατίας είναι ότι αντιστοιχούν σε μια ιστορική περίοδο που έχει τελειώσει εδώ και 150 χρόνια. Το αίτημα για «αληθινή δημοκρατία» έχει ιστορικά αποδειχθεί ότι είναι ασυμβίβαστο με τις καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας, έχει προδοθεί και ξαναπροδοθεί βάναυσα από την αστική τάξη, ενώ οι θεσμοί της «υπαρκτής» στον καπιταλισμό, αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, έχουν εκθέσει από κάθε άποψη, ιστορικά τον αντιδραστικό (και αντιδημοκρατικό) τους χαρακτήρα. Ο αυτό-εξευτελισμός του αστικού κοινοβουλίου, αυτής της «βιτρίνας» της αστικής δημοκρατίας, θα έπρεπε ήδη να έχει προβληματίσει σοβαρά την Κωνσταντοπούλου, που είχε την ευκαιρία να τον παρακολουθήσει από πολύ κοντά, από τη θέση του επικεφαλής του, ως πρόεδρος της Βουλής. Θα έπρεπε να την έχει ήδη οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η δημοκρατία για να είναι πραγματική, είναι ανάγκη να περάσει και στο πεδίο της οικονομίας, με τον έλεγχο της παραγωγής από την εργατική τάξη και με την κοινωνική ιδιοκτησία, αλλά και να εκφραστεί γνήσια μέσα από την εγκαθίδρυση μιας νέας εξουσίας, που θα αντικαταστήσει το υπάρχον αστικό κράτος.

Ωστόσο, το ότι οι αντιλήψεις της μικροαστικής δημοκρατίας είναι ανεπαρκείς σήμερα, κάθε άλλο παρά σημαίνει πως ο αγώνας για δημοκρατικά αιτήματα είναι ξεπερασμένος και χωρίς αξία στην ταξική πάλη. Από την άποψη της επιλογής κεντρικού συνθήματος και ανεξάρτητα από το περιεχόμενο που του δίνει η ίδια, το σύνθημα της Δημοκρατίας που έχει επιλέξει η Κωνσταντοπούλου, είναι αντικειμενικά προοδευτικό και συνδέεται με τις πραγματικές διεκδικήσεις των μαζών που έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί, εκτός των άλλων και σαν αποτέλεσμα της ωμής παραβίασης και διαστρέβλωσης της λαϊκής εντολής σε απανωτές εκλογικές διαδικασίες. Αντίθετα, το κεντρικό σύνθημα που έχει επιλέξει ο ηγετικός πυρήνας της ΛΑΕ, αυτό της «μετάβασης στο εθνικό νόμισμα», όπως έχουμε επανειλημμένα εξηγήσει, είναι αντικειμενικά αντιδραστικό. Αυτό σε κάποιο βαθμό, εξηγεί και τη μεγαλύτερη δημοτικότητα που εμφανίζει στις ριζοσπαστικοποιημένες μάζες η Κωνσταντοπούλου, σε αντίθεση με το σκεπτικισμό με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο ηγετικός πυρήνας της ΛΑΕ.

Από πολιτική άποψη, η Κωνσταντοπούλου είναι μια φιλόδοξη πολιτικός καριέρας, που μέσα από την ειλικρινή πίστη στις διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ και το μαχητικό της πνεύμα, έφθασε σε σύγκρουση με την άρχουσα τάξη από τη θέση της προέδρου της Βουλής, προσπαθώντας να εμποδίσει την ψήφιση του τρίτου Μνημονίου, με τα αστικά ΜΜΕ να ουρλιάζουν υστερικά εναντίον της. Στη σύγκρουση αυτή, επέδειξε ηγετικές ικανότητες και τράβηξε ακόμα πιο πολύ την προσοχή των μαζών. Αυτή η μαχητική στάση, μετράει στη συνείδηση των μαζών πολύ περισσότερο από χίλια συνθήματα με το συνθετικό «Δημοκρατία».

Ωστόσο, όλα αυτά δεν είναι καθόλου αρκετά για τη δημιουργία ενός κόμματος – και πολύ περισσότερο – ενός «κινήματος», όπως αυτό που ισχυρίζεται ότι ίδρυσε η Κωνσταντοπούλου με τον τίτλο «Πλεύση Ελευθερίας». Για να δημιουργηθεί ένα μαζικό κόμμα ή ένα πολιτικό κίνημα, θα πρέπει να αντανακλά μαζικά γεγονότα και ισχυρές κοινωνικές διεργασίες. Το κόμμα της Κωνσταντοπούλου, όπως ακόμα και οι πιο πιστοί υποστηρικτές της παραδέχονται, ιδρύθηκε σαν μέσο για να εξασφαλίσει τη δημόσια παρουσία και προβολή που έχασε η αρχηγός του μετά την αποχώρησή της από τον ΣΥΡΙΖΑ και την προεδρία της Βουλής, αλλά και να αντιμετωπίσει τη ζηλόφθονα και ψυχρή στάση που είχε απέναντί της ο γραφειοκρατικός, ηγετικός πυρήνας της ΛΑΕ, που φοβόταν τη δημοτικότητά της στις μάζες.

Έτσι μακριά από το να είναι ένα μαζικό κόμμα ή κίνημα, η «Πλεύση Ελευθερίας» είναι ένας προσωποπαγής μηχανισμός, χωρίς δημοκρατικές δομές, με ένα στελεχιακό δυναμικό ρεφορμιστών και δημοκρατών παραγόντων συμπεριλαμβανομένων «λαϊκό-δεξιών» πατριωτών όπως η Ραχήλ Μακρή. Για να διαδραματίσει άμεσα σημαντικό πολιτικό ρόλο στις εξελίξεις η «Πλεύση Ελευθερίας», απαιτούνται πολιτικές εξελίξεις που δεν εξαρτώνται από το ηγετικό «χάρισμα» και τη δημοτικότητα της αρχηγού του : μια γρήγορη κατάρρευση της όποιας επιρροής έχει σήμερα ο ηγετικός πυρήνας της ΛΑΕ και το πέρασμά της στο νέο κόμμα της Κωνσταντοπούλου, σε συνδυασμό με μια αποτυχία του ΚΚΕ να τραβήξει τις απογοητευμένες από τον ΣΥΡΙΖΑ μάζες και βέβαια, ένα ρίζωμα της ίδιας της «Πλεύσης» στη νεολαία. Όλα αυτά είναι πολύ δύσκολο να συμβούν με την πολιτική και τα συνθήματα της μικροαστικής δημοκρατίας, που θυμίζουν έντονα τις αόριστες, προδομένες δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Άλλωστε τα πιο πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας είναι εξαιρετικά δύσπιστα πλέον, με οτιδήποτε θυμίζει τον παλιό ΣΥΡΙΖΑ.

Ωστόσο προς το παρόν, η Κωνσταντοπούλου βρίσκεται ενώπιον ενός κρίσιμου διλήμματος : αυτόνομη κάθοδος ή συνεργασία με τη ΛΑΕ; Όπως συμβαίνει με κάθε πολιτικό καριέρας την απάντηση θα δώσουν οι δημοσκοπήσεις. Πάντως σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από τη μορφή που θα λάβει το άμεσο πολιτικό της μέλλον και από την τύχη του νέου της κόμματος, αυτό που διαφαίνεται είναι ότι η Κωνσταντοπούλου έχοντας καταγραφεί σαν μια ιδιαίτερα μαχητική αντι-μνημονιακή ηγέτης στη συνείδηση των ριζοσπαστικοποιημένων μαζών, μπορεί να διαδραματίσει ρόλο σαν ένας από τους ηγέτες τους. Σε αυτή τη γενικότερη προοπτική, το κρίσιμο ζήτημα για την Κωνσταντοπούλου θα αποδειχθεί ότι δεν είναι το αν θα συνεργαστεί τελικά ή όχι με τη ΛΑΕ στις ερχόμενες εκλογές, αλλά το κατά πόσο θα μπορέσει να συνδεθεί με την αγωνιστική πλημμυρίδα που αναπόφευκτα θα διαδεχθεί τη φάση της προσωρινής άμπωτης που περνά σήμερα το κίνημα του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας και να την εκφράσει πολιτικά.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 13ο” ]

ΚΚΕ: μπορεί να κερδίσει τις μάζες;

Το ΚΚΕ βρέθηκε τα προηγούμενα 6 χρόνια μέσα σε συνθήκες, για τις οποίες ένα γνήσιο μπολσεβίκικο – λενινιστικό κόμμα θα όφειλε να έχει προετοιμαστεί από καιρό. Με το μεγάλο βαθμό ωρίμανσης που παρουσίασαν όλοι οι απαιτούμενοι αντικειμενικοί όροι για την εμφάνιση μιας επαναστατικής κατάστασης, ένα γνήσιο κομμουνιστικό κόμμα με την ενεργητική παρέμβασή του στο σωστό χρόνο και με την κατάλληλη πολιτική, θα μπορούσε να έχει συντελέσει αποφασιστικά στην έναρξη της προλεταριακής επανάστασης. Κάτι τέτοιο όμως, δεν συνέβη, παρότι ο μόνιμος τα τελευταία χρόνια, προεπαναστατικός πυρετός των μαζών έφθασε αρκετές φορές κοντά στο αναγκαίο για την έναρξη μιας επανάστασης επίπεδο, δημιουργώντας μεγάλες ευκαιρίες για ένα κομμουνιστικό κόμμα. Το επανειλημμένο «κλότσημα» αυτών των ευκαιριών – στην πραγματικότητα η άρνηση να γίνει αποδεκτή ακόμα και η ύπαρξή τους από την ηγεσία του ΚΚΕ – αποτελεί μια ακόμα απόδειξη για τη μικροαστική δειλία του σταλινισμού και για το γεγονός ότι παρά την αριστερίστικη, «υπερ-επαναστατική» επίσημη κομματική φρασεολογία, το κόμμα δεν είναι καθόλου επαναστατικό.

Αντί, σε σημαντικούς σταθμούς της πάλης των μαζών, όπως διαδοχικά ήταν ο Μάιος του 2010, το δίμηνο Μάιου – Ιούνιου του 2011, ο Οκτώβριος του 2011, ο Φεβρουάριος του 2012 και ο Νοέμβριος του ίδιου χρόνου, ο Ιανουάριος του 2015 και φυσικά, ο Ιούλιος του 2015, το κόμμα να λάβει τις κατάλληλες πρωτοβουλίες για να αλλάξει τους συσχετισμούς και να κερδίσει την εργατική τάξη σε μια κατεύθυνση πραγματικής επαναστατικής πάλης, επέδειξε πλήρη παθητικότητα. Με μια δύναμη 20-30.000 μελών, ισχυρή οργάνωση νεολαίας, καθημερινή εφημερίδα, ισχυρό μηχανισμό και πάνω από όλα, βαρύ όνομα και μεγάλη επιρροή στα συνδικάτα και τις διάφορες μαζικές οργανώσεις, πολλαπλάσια της εθνικής του επιρροής, το κόμμα, στη βάση μιας λενινιστικής πολιτικής και τακτικής, με απαραίτητη την εφαρμογή της τακτικής του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου, θα μπορούσε να έχει κερδίσει τις μάζες και να έχει ήδη οδηγήσει την εργατική τάξη στην εξουσία. Όμως με τη σεχταριστική πολιτική και την παθητική τακτική της σταλινικής ηγεσίας, ουσιαστικά αυτές οι δυνάμεις τέθηκαν σε παράλυση, αχρηστία και αυτοαπομόνωση από τις μάζες.

Η πηγή του ακραίου, παθητικού τύπου, σεχταρισμού της ηγεσίας του ΚΚΕ, είναι ένας διπλός φόβος για την προλεταριακή επανάσταση : ο φόβος του ξεπεράσματος από τις μάζες και εκείνος της ανάληψης της ευθύνης για την εξουσία. Καθόλου τυχαία, στο πλαίσιο αυτού του φόβου, ο σεχταριστικός της παραλογισμός έχει φτάσει στο σημείο να δηλώνει δημόσια, συχνά – πυκνά μέσω των στελεχών της το τελευταίο διάστημα, ότι «το ΚΚΕ δεν ενδιαφέρεται να έρθει στην εξουσία, αλλά να έρθει η εργατική τάξη στην εξουσία», δίνοντας την εντύπωση μιας αναρχικής στην ουσία της προσέγγισης στο ζήτημα, που εμφανίζει το επαναστατικό κόμμα σαν «ουδέτερο» και «ανεύθυνο» για την άσκηση της εργατικής εξουσίας…

Ο διπλός φόβος της ηγεσίας του ΚΚΕ έφτασε στο αποκορύφωμά του κατά τις μέρες του δημοψηφίσματος του περασμένου καλοκαιριού. Αντί για πρωτοπόρος στην πάλη των μαζών και ενεργός διεκδικητής της πολιτικής τους υποστήριξης, για μια ακόμα φορά, το κόμμα εμφανίστηκε με το κυνικό πρόσωπο της «Κασσάνδρας», που στέκεται έξω από την μαζική πάλη, κάνοντας προβλέψεις και στέλνοντας «τελεσίγραφα» σχετικά με την έκβασή της.
Μόνο η αστραπιαία τροπή των εξελίξεων και ο απότομος, απροκάλυπτος χαρακτήρας της προδοσίας της κλίκας του Τσίπρα, διέσωσε την επιρροή του κόμματος από την τρομακτική ζημιά που θα του προκαλούσε η στάση της ηγεσίας του. Τα αποτελέσματα των εκλογών του Σεπτέμβρη του 2015 έδειξαν παρ’ όλα αυτά, ότι προκλήθηκε στο κόμμα αρκετή ζημιά. Είναι εντελώς αφύσικο και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με καμία επίκληση στις «αντικειμενικές συνθήκες», το φαινόμενο, την ώρα που αποκαλύπτεται η ανοικτή προδοσία των ρεφορμιστών, το μαζικό και ιστορικό κομμουνιστικό κόμμα να μην αυξάνει την επιρροή του. Η μόνη λογική «θεωρία» που θα πρέπει να ασπαστεί κάποιος για να μην ενοχοποιήσει την πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ είναι η επίκληση της «καθυστέρησης» και του «συντηρητισμού» των ίδιων των εργατικών μαζών. Όμως αυτή η θεωρία δεν μπορεί να σταθεί σοβαρά, όταν αφορά εκατομμύρια ανθρώπους που με τη στάση τους μόλις δυο μήνες πριν τις εκλογές, στο δημοψήφισμα του Ιουλίου, έδειξαν ότι αψηφούν τις απειλές και τους εκβιασμούς του συνασπισμένου δυτικού ιμπεριαλισμού και της ελληνικής άρχουσας τάξης.

Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, η προσοχή των εργατικών μαζών στο ΚΚΕ αυξήθηκε, αφού έγινε πλέον το μόνο αριστερό κοινοβουλευτικό κόμμα στη χώρα. Όπως είχαμε προβλέψει, με τον ΣΥΡΙΖΑ ανοικτά πλέον στο στρατόπεδο του ταξικού εχθρού, το ΚΚΕ αποκάλυψε ακόμα πιο καθαρά το συντηρητικό, παθητικό χαρακτήρα της πολιτικής του. Το προκλητικό «κλείσιμο» του μαζικού αγροτικού κινήματος τον περασμένο Φλεβάρη, με την αποδοχή από τους αγροτοσυνδικαλιστές του ΠΑΜΕ της πρόσκλησης της κυβέρνησης για «διάλογο», η απουσία ουσιαστικής στήριξης της πορείας Πελετίδη ενάντια στην ανεργία και η στοίχιση πίσω από την κεντρική γραφειοκρατία στα συνδικάτα, χωρίς κανένα εναλλακτικό σχέδιο πάλης, με αποκορύφωμα τη συναίνεση στο τέχνασμα για 48ωρη γενική απεργία χωρίς συγκεκριμένη ημερομηνία και τη συνυπευθυνότητα για τον αιφνιδιασμό του εργατικού κινήματος στο νομοσχέδιο για το ασφαλιστικό, ήταν δείγματα μιας πολιτικής στάσης που προβλημάτισε σοβαρά το σημαντικό εκείνο τμήμα των μαζών, που άρχισε να κοιτά το τελευταίο διάστημα προς το ΚΚΕ.

Η δεξιά πρακτική στο κίνημα, συνεχίζει να συμπληρώνεται από μια αριστερή στροφή στη θεωρία. Η διαφοροποίηση από τον ορθόδοξο σταλινικό ρεφορμισμό, με την αμφισβήτηση από τ’ αριστερά βασικών ιστορικών, πολιτικών επιλογών του κόμματος και οι δημόσια επαναλαμβανόμενοι «όρκοι πίστης» στην εργατική εξουσία και τον διεθνισμό, συνεχίζονται από την ηγεσία, προκαλώντας σταθερά τις κατηγορίες για «τροτσκισμό», από τους κάθε λογής, ορθόδοξους σταλινικούς ρεφορμιστές.

Τα φαινόμενα αυτά, όπως έχουμε εξηγήσει, έχουν μια διπλή πηγή : συνιστούν απόπειρα της ηγεσίας να τεκμηριώσει θεωρητικά τον τρέχοντα σεχταρισμό της πολιτικής της συγκριτικά με τις πιο παλιές, «ενωτικές» (σε οπορτουνιστική βάση βέβαια και με αναζήτηση της ενότητας με την αστική τάξη) τακτικές του κόμματος, αλλά ως ένα βαθμό και το αποτέλεσμα μιας γνήσιας πίεσης αγωνιστών της βάσης, για μια μαρξιστική αναθεώρηση των πιο εξόφθαλμων αντιμαρξιστικών πολιτικών του παρελθόντος.

Όπως έχουμε σημειώσει επανειλημμένα, αυτή η αριστερή στροφή στη θεωρία, αντικειμενικά έχει μεγάλη σημασία, γιατί δημιουργεί πραγματικές ευκαιρίες για τη διάδοση των γνήσιων μαρξιστικών ιδεών στις γραμμές του κόμματος. Ο τροτσκισμός έχει πλέον ευνοϊκότερο, αντικειμενικό έδαφος για να επιστρέψει στο επίκεντρο της προσοχής χιλιάδων αγωνιστών του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, παίρνοντας εκδίκηση για τα εγκλήματα του σταλινισμού.
Ποιες είναι οι άμεσες πολιτικές προοπτικές για το ΚΚΕ; Σαν αποτέλεσμα του ότι αποτελεί το μοναδικό αριστερό εργατικό κόμμα της Βουλής, αλλά και της επιβεβαίωσης της γενικής κριτικής του στους ρεφορμιστές του ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ θα τείνει να αυξήσει την επιρροή του στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Φράσεις όπως «το ΚΚΕ τα έλεγε», «ας δώσουμε μια ευκαιρία και σ’ αυτούς» κ.α θα ακούγονται σχετικά με το κόμμα όλο και συχνότερα από τους απλούς, απελπισμένους ανθρώπους της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, που αισθάνονται προδομένοι και βαθιά προσβεβλημένοι από την κλίκα του Τσίπρα. Όμως η υποστήριξη αυτή, εξαιτίας της διάχυτης δυσπιστίας και της απόστασης από τη μεγάλη πλειονότητα των εργατικών μαζών που έχει δημιουργήσει ο σεχταρισμός των προηγούμενων 15 – 20 χρόνων, θα έχει έναν εκλογικό – παθητικό χαρακτήρα. Στα συνδικάτα και τους φοιτητικούς συλλόγους, η τάση αυτή για αύξηση της υποστήριξης στο κόμμα θα είναι λιγότερο ισχυρή, σαν αποτέλεσμα της πιο άμεσης επαφής με τις σεχταριστικές και συντηρητικές πρακτικές των στελεχών του.

Σε κάθε περίπτωση όμως, η τάση για αυξημένη απήχηση του ΚΚΕ στις πλατύτερες μάζες θα επιβεβαιώσει και αυτή με τη σειρά της, τη γενικότερη εκτίμησή μας για τον προεπαναστατικό χαρακτήρα της περιόδου. Θα αντανακλά την αυξανόμενη κίνηση της πολιτικής συνείδησης των υπό εξαθλίωση μαζών της εργατικής τάξης προς μια νέα φάση, που θα σηματοδοτεί το γκρέμισμα των παλιών προκαταλήψεων για το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό και θα συμπυκνώνεται στην παλιά φράση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, η οποία και αντανακλά και την ίδια την ψυχολογική προϋπόθεση για κάθε επαναστατικό κίνημα: «Οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν τίποτα παρά μόνο τις αλυσίδες τους!»

Αριστερισμός και αναρχισμός

Το τίμημα που πληρώνει η εργατική τάξη για κάθε μεγάλη προδοσία των ρεφορμιστών όπως αυτής από την κλίκα του Τσίπρα, είναι μεταξύ άλλων και η τάση προς την ανάπτυξη αριστερίστικων και αναρχικών ρευμάτων, ιδιαίτερα στη νεολαία, σαν στρεβλή αντανάκλαση της αναζήτησης γνήσιων, αλλά και «εύκολων» δρόμων προς την επανάσταση.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τη σημερινή της εικόνα, δείχνει αδύναμη να αξιοποιήσει αυτές τις διαθέσεις. Παρά τη διάσπαση ενός τμήματος της προς τη ΛΑΕ, οι σχέσεις με την τελευταία συνεχίζουν να δημιουργούν τριγμούς στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αυτό δεν είναι ένα συγκυριακό γεγονός, αλλά εκφράζει για μια ακόμα φορά, την ανάδειξη του αδιεξόδου των αριστερίστικων μεθόδων «οικοδόμησης» του κόμματος, τελευταία μόδα των οποίων τα προηγούμενα 10-15 χρόνια ήταν η τάση συνένωσης μικρών οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς – συχνά των πιο διαφορετικών ρευμάτων – με την προσδοκία μιας σημαντικής απήχησης στις μάζες και της απόκτησης κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης. Αυτή η τακτική έχει αναδείξει παντού το αδιέξοδό της και μέσα από την αποτυχία της έχει θέσει αντικειμενικά στο προσκήνιο το καθήκον προσέγγισης των μαζικών ρεφορμιστικών κομμάτων.

Η προσέγγιση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τους ρεφορμιστές όμως, γίνεται πράξη με τρόπους που έχουν τη σφραγίδα της επίδρασης από το πολιτικό περιθώριο. Οι ηγέτες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που το βαρέθηκαν και «ορέχτηκαν» θέσεις και αξιώματα εφάμιλλα εκείνων που απολαμβάνουν οι αριστεροί ρεφορμιστές, σπρώχνουν τις οργανώσεις τους να προσεγγίζουν τους αριστερούς ρεφορμιστές μ’ έναν οπορτουνιστικό τρόπο, με παραίτηση από κάθε ουσιαστική κριτική σαν αντάλλαγμα για ορισμένες ηγετικές θέσεις και μικροπρονόμια. Αυτή είναι η περίπτωση των οργανώσεων, με μεμονωμένες ίσως εξαιρέσεις μερικού χαρακτήρα, που έσπασαν ήδη από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και εντάχθηκαν στη ΛΑΕ.

Οι υπόλοιποι προσεγγίζουν τον ρεφορμισμό με την ψυχολογία της μικρομέγαλης σέχτας. Αυτή τη στάση παρακολουθήσαμε στο ναυάγιο των συζητήσεων για μια εκλογική συνεργασία μεταξύ της ΑΝΤΑΣΡΥΑ και της ΛΑΕ, τον Σεπτέμβριο του 2015, όπου η συμφωνία χάλασε πάνω σε επουσιώδη ζητήματα, όπως ο τίτλος του ψηφοδελτίου, στα οποία οι ηγέτες της πρώτης εμφανίζονταν αδιάλλακτοι, χωρίς φυσικά να έχει κανείς αυταπάτες για τις «γενναιόδωρες» και «αγνές» προθέσεις σεβασμού των συμμάχων από την πλευρά της γραφειοκρατίας της δεύτερης.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν εμφανίζει σήμερα κάποια αξιοσημείωτη τάση για ανάπτυξη, παρότι σποραδικά καταγράφεται σε ορισμένες δημοσκοπήσεις. Η επιρροή της σ’ ένα τμήμα της εργατικής και νεολαιίστικης πρωτοπορίας συντηρείται λόγω των εκλογικών επιτυχιών που σημειώνει σε ορισμένα συνδικάτα και στη σταθερά υψηλή απήχηση των ΕΑΑΚ στις πανεπιστημιακές σχολές, ενδείξεις που αντανακλούν τις επαναστατικές διεργασίες που συντελούνται σε αυτούς τους χώρους.

Οι γενικές πολιτικές προοπτικές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εξαρτώνται πλήρως από την εξέλιξη που θα έχει στις μάζες η απήχηση της ΛΑΕ και του ΚΚΕ. Οι άμεσες πολιτικές της προοπτικές όμως, θα εξαρτηθούν από τις σχέσεις της με την πρώτη. Αν ένα τμήμα, προερχόμενο από το ΝΑΡ κινηθεί αποφασιστικά προς μια εκλογική συνεργασία με τη ΛΑΕ, τότε μια νέα διάσπαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (και του ΝΑΡ) θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη μέσα από την πιθανή – με βάση όσα έχουν δείξει ως τώρα – εναντίωση των άλλων οργανώσεων σε αυτή την επιλογή. Αν όμως τελικά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιλέξει την αυτόνομη κάθοδο στις εκλογές, είναι πολύ πιθανό να αποσπάσει ένα αξιοσημείωτο εκλογικό ποσοστό, προερχόμενο από τις τάξεις ριζοσπαστικοποιημένων στρωμάτων της νεολαίας που αποσπάστηκαν από την υποστήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά βλέπουν με καχυποψία τη ΛΑΕ και το ΚΚΕ.

Παρά την έμπρακτη και επαναλαμβανόμενη χρεοκοπία των ιδεών και των μεθόδων του, ο αναρχικός – αντιεξουσιαστικός χώρος διατηρεί μια αυξημένη απήχηση στα πιο πρωτοπόρα τμήματα της νεολαίας. Στα πρώτα βήματά του στην Ελλάδα, στον προπερασμένο αιώνα, ο αναρχισμός αντανακλούσε την ανώριμη πολιτική συνείδηση ενός μαχητικού τμήματος των εργατών, ήταν δηλαδή ένα ρεύμα του νεαρού, ανερχόμενου εργατικού κινήματος. Μέσα από την πολιτική ωρίμανση του ελληνικού και διεθνούς εργατικού κινήματος, ο αναρχισμός ουσιαστικά εξαφανίστηκε ως ρεύμα μέσα στο κίνημα για πολλές δεκαετίες. Όταν επέστρεψε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 στο πολιτικό προσκήνιο, είχε πλέον ως βάση όχι τμήματα της εργατικής τάξης, αλλά νέα λουμπενοποιημένα τμήματα της νεολαίας των μεγάλων πόλεων, μαζί με ριζοσπαστικοποιημένα τμήματα της μικροαστικής ή μεσοαστικής νεολαίας που χαρακτηρίζονται από μια οργανική, αλλά και εμπειρική δυσπιστία για το εργατικό κίνημα και τα εργατικά κόμματα.

Ωστόσο ανά διαστήματα, η δημοτικότητα του αναρχισμού τείνει να αυξάνεται και μέσα στα τμήματα της νεολαίας της εργατικής τάξης σαν αντανάκλαση της εντεινόμενης απειλής από τη λουμπενοποίηση και σαν αντίδραση στις ανοικτές προδοσίες του ρεφορμισμού. Σήμερα βρισκόμαστε μέσα σε ένα τέτοιο διάστημα. Ένα τμήμα της νεολαιίστικης πρωτοπορίας, το πιο απελπισμένο, αλλά και το πιο μαχητικό, βλέπει με συμπάθεια τους «αντισυστημικούς τιμωρούς» του «Ρουβίκωνα», τις αντιφασιστικές δράσεις των αναρχικών και τις πρωτοβουλίες τους για τη στήριξη των προσφύγων. Οι μαρξιστές πρέπει να προσεγγίζουμε με συμπάθεια και θετικό πνεύμα τους ριζοσπαστικοποιημένους νέους που κοιτούν στους αναρχικούς και τείνουν να συμμετέχουν στις δράσεις τους.

Είναι απόλυτα φυσικό σήμερα, με δεδομένη την αδυναμία του μαρξιστικού υποκειμενικού παράγοντα, μαχητικά τμήματα της νεολαίας να κοιτούν προς τους αναρχικούς, στην αγωνιώδη αναζήτησή τους να «κάνουν κάτι» για τα κοινωνικά δεινά. Αυτό που πρέπει να εξηγούμε υπομονετικά στους νέους αυτούς, είναι ότι αυτό που προέχει σήμερα για να βγει η κοινωνία το συντομότερο από το βούρκο της καπιταλιστικής σκλαβιάς, είναι η επικέντρωση στο καθήκον του χτισίματος ενός μαρξιστικού επαναστατικού κόμματος και αυτό το καθήκον είναι ασυμβίβαστο με τη διαρκή κατασπατάληση δυνάμεων σε αναποτελεσματικούς και αποσπασματικούς αναρχικούς ακτιβισμούς, που δεν εντάσσονται σ’ ένα ενιαίο σχέδιο για την αλλαγή της κοινωνίας. Σε τελική ανάλυση, κάθε τι που εκτονώνει τις επαναστατικές διαθέσεις της νεολαίας και δεν τη βοηθά να βρει το ζωτικό της ρόλο στην υπόθεση της συνειδητής προετοιμασίας της σοσιαλιστικής επανάστασης, σε τελική ανάλυση δεν έχει επαναστατικό και προοδευτικό περιεχόμενο. Ο μόνος δρόμος για τη νεολαία που θέλει σήμερα πραγματικά να κάνει «κάτι» για να αλλάξει την κοινωνία, είναι η ένταξη στο πιο επαναστατικό, στη θεωρία και την πράξη, πολιτικό ρεύμα στην Ιστορία, στο ρεύμα του επαναστατικού μαρξισμού ή αλλιώς τροτσκισμού, που διεθνώς εκπροσωπείται από την Διεθνή Μαρξιστική Τάση και στην Ελλάδα από το οργανικό της τμήμα, την Κομμουνιστική Τάση.

Τα πολιτικά καθήκοντα του επαναστατικού μαρξισμού

Η ανάλυση για την οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση και τις γενικές προοπτικές, δεν είναι μια φιλολογική υπόθεση για τους μαρξιστές. Συνιστά έναν οδηγό για δράση. Από την παραπάνω ανάλυση, που αναπόφευκτα, λόγω των ορίων που βάζει αυτό εδώ το κείμενο, σε πολλά της σημεία είχε έναν σχηματικό χαρακτήρα, προκύπτουν για τη δράση των μαρξιστών συγκεκριμένα πολιτικά καθήκοντα.

Είναι ανάγκη να κατανοήσουμε ότι οι βασικές αιτίες που ιστορικά απομόνωσαν το ρεύμα του γνήσιου μαρξισμού, του τροτσκισμού, από τις μάζες της εργατικής τάξης στην Ελλάδα και διεθνώς, ήταν αντικειμενικές. Η επικράτηση της σταλινικής αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ του μεσοπολέμου, ο χαρακτήρας που πήραν οι εξελίξεις μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με την ενίσχυση του κύρους του σταλινισμού διεθνώς για μια ολόκληρη περίοδο, η αλματώδης μεταπολεμική ανάκαμψη 1948-1973 στη Δύση και αργότερα, οι διεθνείς οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις από την κατάρρευση των πρώην σταλινικών κρατών που ενίσχυσαν μέσα στο εργατικό κίνημα τη σοσιαλδημοκρατία, ήταν αντικειμενικά γεγονότα και φαινόμενα που όρθωσαν ανυπέρβλητα εμπόδια στην επιρροή του τροτσκισμού. Η αντικειμενική βάση για τη σχετική απομόνωση του τροτσκισμού από τις μάζες της εργατικής τάξης, συμπληρώθηκε από τις συνθήκες απόλυτης απομόνωσης και συχνά διαρκών κρίσεων που δημιούργησαν για τον τροτσκισμό τα σοβαρά ή και εγκληματικά λάθη των ηγετών, επιγόνων του Τρότσκι. Αυτό το ζήτημα όμως, αφορά το περιεχόμενο ενός άλλου κειμένου.

Σήμερα στην Ελλάδα, πάνω στο έδαφος της βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού, οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για τον προσανατολισμό των μαζών στις ιδέες του μαρξισμού είναι πλέον υπερώριμες, από την άποψη των υλικών συνθηκών που έχει δημιουργήσει η κρίση, αλλά και από την άποψη της ζωντανής εμπειρίας από τη χρεοκοπία του ρεφορμισμού. Όμως αυτός ο αναγκαίος προσανατολισμός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, όσο οι δυνάμεις του μαρξισμού βρίσκονται στο σημερινό αδύναμο σημείο, όπου όχι μόνο δεν αντιπροσωπεύουν μια ικανή δύναμη για τη σωστή καθοδήγηση του επαναστατικού αγώνα της εργατικής τάξης, αλλά δεν είναι καν γνωστές και «ορατές» στα μάτια της συντριπτικής πλειονότητας των εργατών. Δεν αρκεί οι μάζες να συνειδητοποιήσουν την προδοτική φύση του ρεφορμισμού στις διάφορες πολιτικές του εκφράσεις – σταλινική, «αριστερή», σοσιαλδημοκρατική κ.α – για να τον ξεπεράσουν. Χρειάζεται να έχουν μπροστά στα μάτια τους και μια ισχυρή εναλλακτική λύση από την πλευρά του επαναστατικού μαρξισμού.

Έτσι η χρεοκοπία και το επικείμενο οριστικό τέλος του ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα σημάνει καθόλου το τέλος του ρεφορμισμού. Η αναπόφευκτη νέα μαζική είσοδος της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων στο ιστορικό προσκήνιο, θα δώσει ώθηση για την ανάπτυξη όλων των υπαρκτών ρεφορμιστικών μαζικών κομμάτων που δεν έχουν ακόμα αποδείξει επαρκώς στις μάζες τη χρεοκοπία τους στην εξουσία και θα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να δημιουργηθούν καινούριες μαζικές ρεφορμιστικές ή κεντριστικές τάσεις και οργανώσεις. Έτσι από μια στρατηγική, ιστορική σκοπιά, οι μαζικές ρεφορμιστικές οργανώσεις συνεχίζουν να συνιστούν για τους επαναστάτες μαρξιστές ένα κρίσιμο και αποφασιστικό πεδίο της πάλης τους για το κέρδισμα των μαζών.

Ωστόσο, στην παρούσα φάση, δεν υπάρχει καμία μαζική οργάνωση που να δημιουργεί ένα ισχυρό και ενεργό ρεύμα υποστήριξης στα πιο πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Ιδιαίτερα η νεολαία της εργατικής τάξης, που είναι το σημαντικότερο στρώμα για την οικοδόμηση του πρωταρχικού πυρήνα ενός επαναστατικού κόμματος, σήμερα βρίσκεται έξω από τις μαζικές οργανώσεις και είναι ιδιαίτερα καχύποπτη με αυτές. Έτσι η ανεξάρτητη δουλειά, με σκοπό την ένταξη της ριζοσπαστικοποιημένης νεολαίας απευθείας στις γραμμές μας, είναι το πολιτικό καθήκον «κλειδί» για τα επόμενα χρόνια. Είναι η αποκλειστική προϋπόθεση για την αξιοποίηση των μελλοντικών μεγάλων ευκαιριών που αναπόφευκτα θα παρουσιαστούν για τον επαναστατικό μαρξισμό στις μαζικές οργανώσεις, τις υπάρχουσες ή εκείνες που πιθανά θα δημιουργηθούν μέσα στη «φωτιά» των ταξικών αγώνων. Αυτή είναι η πεμπτουσία των πολιτικών μας καθηκόντων, που συνάγεται από την ανάλυση και τις εκτιμήσεις μας για τις ελληνικές προοπτικές.

Γράφτηκε από τα τέλη Απριλίου έως τις αρχές Μαΐου του 2016 και εγκρίθηκε από την πανελλαδική συνδιάσκεψη της Κομμουνιστικής Τάσης την Κυριακή 5 Ιουνίου 2016.

[/nextpage]

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα