Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΈνας χρόνος «Πλεύση Ελευθερίας»: η φύση και οι προοπτικές της

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Ένας χρόνος «Πλεύση Ελευθερίας»: η φύση και οι προοπτικές της

Με αφορμή τη συμπλήρωση ενός χρόνου από την ίδρυση του πολιτικού φορέα της Ζωής Κωνσταντοπούλου. Ο πολιτικός και ο ταξικός του χαρακτήρας. Ποια πρέπει να είναι η στάση της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος απέναντί του;

Στις 19 του περασμένου πια Απριλίου, συμπληρώθηκε ένας χρόνος από την ίδρυση της «Πλεύσης Ελευθερίας» από τη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου είναι από τα πρόσωπα που βρέθηκαν στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων τους πρώτους μήνες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, μπήκε στο στόχαστρο των αστικών μέσων ενημέρωσης, ενώ το κόμμα, το οποίο ίδρυσε μπορεί να διεκδικήσει την είσοδο στη Βουλή στις επόμενες εκλογές, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις.

Επομένως, για όλους τους παραπάνω λόγους, οφείλουμε να έχουμε μια σαφή άποψη για το πρόσφατο πολιτικό παρελθόν της Ζωής Κωνσαντοπούλου και, από την άλλη πλευρά, για το χαρακτήρα αλλά και τις προοπτικές της «Πλεύσης».

Η Ζωή Κωνσταντοπούλου στον ΣΥΡΙΖΑ

Η Ζωή Κωνσταντοπούλου ήταν από την αρχή στην «τσιπρική» ηγετική πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ. Πριν από την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, σε όλα τα κομβικά ζητήματα που έφερναν όλο και πιο κοντά τον ΣΥΡΙΖΑ στη μεταπήδηση στο στρατόπεδο του ταξικού αντιπάλου, επικροτούσε τις επιλογές της τσιπρικής ηγετικής ομάδας, ενώ στη συνέχεια τις ανεχόταν, λιγότερο ή περισσότερο, παθητικά.

Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα, που αποδεικνύουν τον παραπάνω ισχυρισμό, είναι τα εξής:

  • Σε συνέντευξή της στον Αλέξη Παπαχελά (ΣΚΑΙ, 08/03/2016) ανέφερε ότι ο Τσίπρας τη συμβουλευόταν σε προσωπικό επίπεδο, έξω από τα κομματικά όργανα, για την κυβερνητική σύνθεση.
  • Όσον αφορά την κυβερνητική συμμαχία με τους ΑΝΕΛ, δεν προέβαλε καμία διαφοροποίηση, παρ’ ό,τι η συμμαχία αυτή αποφασίστηκε έξω από τα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ και, μάλιστα, σε αντίθεση με το πνεύμα των αποφάσεων του ιδρυτικού του συνεδρίου και διάφορων αποφάσεων της Κεντρικής Επιτροπής του.
  • Δέχτηκε να γίνει Πρόεδρος της Βουλής χωρίς αυτό να έχει συζητηθεί και αποφασιστεί δημοκρατικά στα όργανα του κόμματος, όπως συνάγεται και από όσα δήλωσε στην ίδια συνέντευξη.
  • Δε διαφοροποιήθηκε δημοσίως από την υποστήριξη της υποψηφιότητας του Πρ. Παυλόπουλου για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι στην επίσημη ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του τον επαίνεσε για ανύπαρκτες δημοκρατικές και αντι-μνημονιακές «δάφνες».
  • Ενώ καλλιέργησε μια εικόνα συνεπούς αντίθεσης στα μνημόνια (χωρίς να αμφισβητούμε τις αγνές τις προθέσεις), ως Πρόεδρος της Βουλής, όφειλε να θέσει στο επίκεντρο των εργασιών του σώματος την πρόταση του ΚΚΕ για κατάργηση των μνημονίων. Η πρόταση αυτή κατατέθηκε στη Βουλή από την ΚΟ του ΚΚΕ στις 25/02. Η πρόταση του ΚΚΕ για κατάργηση των μνημονίων και των εφαρμοστικών τους νόμων αγνοήθηκαν, ουσιαστικά, από την Πρόεδρο της Βουλής. Στη συνέχεια, πολύ καθυστερημένα – και συγκεκριμένα, στις 23/05/2015 – η Ζωή Κωνσταντοπούλου έλαβε υπόψιν την πρόταση του ΚΚΕ και με απόφασή της υποχρέωσε το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους να συντάξει έκθεση για την πρόταση αυτή. Ωστόσο, εν τέλει, η πρόταση του ΚΚΕ δεν τέθηκε ποτέ σε ψήφιση στο κοινοβούλιο.
  • Αναφορικά με την περιβόητη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη 2015, η οποία αποτέλεσε τον προάγγελο του 3ου μνημονίου, η Ζωή Κωνσταντοπούλου στη συνεδρίαση της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ που συγκλήθηκε για τη συζήτησή της, τάχθηκε εναντίον της. Ωστόσο, η γενικότερη δημόσια στάση της ήταν διστακτική. Αν πραγματικά θεωρούσε ότι αυτή η συμφωνία ήταν απαράδεκτη θα έπρεπε να απαιτήσει να περάσει στη Βουλή και να καταψηφιστεί και από την ίδια, ενώ θα έπρεπε να ζητήσει και από τον ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα να την καταδικάσει.
  • Στήριξε την ολέθρια τακτική της μακράς «διαπραγμάτευσης» που αποδείχθηκε το όχημα της προδοσίας, ακόμα και μετά την 20η Φλεβάρη που φαινόταν καθαρά που θα οδηγούσε αυτή. Διαφοροποιήθηκε ανοικτά από την κυβέρνηση μόνο λίγες μέρες πριν την υπογραφή του 3ου Μνημονίου, χωρίς να υποστηρίξει ως όφειλε στη συνεδρίαση της ΚΕ που παραβρέθηκε τον Ιούλιο το αίτημα της Κομμουνιστικής Τάσης, αλλά και πολλών δεκάδων μελών από όλη την Ελλάδα. για ένα Έκτακτο Συνέδριο ανάκλησης της ηγεσίας, που θα εμπόδιζε την υπογραφή του Μνημονίου.

Τα παραπάνω στοιχεία συνηγορούν στο ότι η Ζωή Κωνσταντοπούλου, παρά τις αδιαμφισβήτητες αντι-μνημονιακές της προθέσεις, δεν είναι καθόλου άμοιρη ευθυνών για την επικράτηση της προδοσίας Τσίπρα το καλοκαίρι του 2015.

Κόμμα, «κίνημα» ή κάτι άλλο;

Η ίδια η επικεφαλής του κόμματος έχει δηλώσει ότι «Δημιουργούμε ένα κόμμα, που θέλουμε να αποτελέσει συστατικό κύτταρο ενός κινήματος κι ενός μετώπου, στο οποίο θα συναντηθούμε με κινηματικές, κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, με τις οποίες θα μας συνδέουν κοινές αφετηρίες, αξίες και στόχοι. Δεν είμαστε κόμμα στελεχών, σύμπραξης ή ανακύκλωσης προσωπικοτήτων». Ωστόσο, η ζωή τη διαψεύδει. Μια απλή επίσκεψη στην επίσημη ιστοσελίδα της «Πλεύσης» αρκεί, για να το διαπιστώσουμε. Η ιστοσελίδα αυτή μοιάζει περισσότερο με την προσωπική ιστοσελίδα της Ζωής Κωνσταντοπούλου παρά με αυτήν ενός κόμματος που αποφασίζει και δρα συλλογικά.

Ταυτόχρονα, έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί αποχωρήσεις μελών που ανέφεραν ότι τα όργανα του κόμματος δε λειτουργούν και ότι η «Πλεύση» είναι ένας προσωποκεντρικός σχηματισμός. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι δεν έχουμε καμία, έστω και θολή, εικόνα για την οργανωτική της υπόσταση: πόσα περίπου μέλη έχει η «Πλεύση Ελευθερίας», ποιες είναι οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μελών της, αν έχει καταστατικό, αν έχει τοπικές οργανώσεις και σε ποιες περιοχές κ.α.

Ούτε «κίνημα» μπορούμε, φυσικά, να χαρακτηρίσουμε την «Πλεύση». Οι θέσεις και οι δράσεις της όχι μόνο δεν έχουν δημιουργήσει κάποιο ρεύμα ενθουσιώδους υποστήριξης, ικανό να κινητοποιήσει τμήματα των λαϊκών στρωμάτων. Αντιθέτως, ακόμα και η – πραγματική, όχι μόνο φραστική – παρέμβαση της «Πλεύσης Ελευθερίας» στο υπάρχον εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα είναι μηδαμινή.

Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η «Πλεύση Ελευθερίας» είναι ένας προσωποπαγής, εκλογικός μηχανισμός.

Πολιτική και ταξική φύση

Ο καταλληλότερος όρος που μπορεί να περιγράψει το χαρακτήρα των πολιτικών διακηρύξεων της «Πλεύσης» είναι αυτός της μικροαστικής δημοκρατίας. Η ιδρυτική διακήρυξη, αλλά και όλες οι δημόσιες τοποθετήσεις της το καταμαρτυρούν. Πουθενά δε γίνεται λόγος όχι μόνο για το σοσιαλισμό ή την εργατική τάξη, αλλά ούτε καν για την Αριστερά. Οι βασικές διεκδικήσεις είναι οι εξής: «δημοκρατία, ελευθερία, ευημερία, ισότητα, αξιοπρέπεια, δικαιοσύνη, σεβασμό στα δικαιώματα, διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών, απελευθέρωση από το μνημονιακό καθεστώς, ανάκτηση της δημοκρατικής, λαϊκής, εθνικής κυριαρχίας, θεσμοί ανοιχτή στην κοινωνία, αχειραγώγητη ενημέρωση, προστασία της δημόσιας περιουσίας» και άλλα σχετικά.
Τα βασικά ζητήματα που τίθενται αντικειμενικά σε σχέση με αυτές τις διεκδικήσεις είναι δύο: πως μπορούν να κατακτηθούν και ποιες κοινωνικές δυνάμεις θα επιβάλλουν την κατάκτησή τους. Οι διακηρύξεις της «Πλεύσης» αντί να ξεκαθαρίζουν αυτά τα ζητήματα, τα αφήνουν στο απόλυτο σκοτάδι.

Η Ζωή Κωνσταντοπούλου δείχνει να ανάγει όλα τα πολιτικά ζητήματα σε ζητήματα «πολιτικής βούλησης». Η πολιτική βούληση των πολιτικών σχηματισμών και των ηγετών τους είναι απαραίτητη. Όμως, η βούληση προσώπων ή κομμάτων χωρίς κοινωνική βάση είναι το απόλυτο τίποτα. Μόνο τα κοινωνικά υποκείμενα μπορούν επιβάλλουν τη «βούλησή» τους στην κοινωνία και να γίνουν οι φορείς των κοινωνικών αλλαγών. Ως εκ τούτου, τέτοιες αλλαγές μπορούν να επιτελεστούν μόνο στο βαθμό που η πολιτική βούληση των πολιτικών υποκειμένων καταφέρνει να μεταλαμπαδευτεί στα κοινωνικά υποκείμενα. Ακόμα πιο συγκεκριμένα, για να εκπληρωθούν τέτοιες διεκδικήσεις, πρέπει ένας πολιτικός σχηματισμός να διεκδικήσει και να κερδίσει την υποστήριξη της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης και να την εμπνεύσει το πολιτικό του πρόγραμμα.

Η «Πλεύση Ελευθερίας» επίσημα δεν έχει πρόγραμμα, πέραν κάποιων γενικόλογων διακηρύξεων. Ακόμα και αυτές όμως, «μπάζουν» από παντού. Αναπαράγουν όλες τις μικροαστικές αυταπάτες, σύμφωνα με τις οποίες ο μικροαστός που καταπιέζεται από τον μεγαλοαστό, θέλει να απαλλαγεί από την καταπίεση του μεγαλοαστού, χωρίς να θίξει τα προνόμιά του. Αυτό φαίνεται από τις αφηρημένες δημοκρατικές διεκδικήσεις, από το γεγονός ότι δε γίνεται πουθενά λόγος για κοινωνικοποιήσεις μεγάλων επιχειρήσεων και στο ότι τα δεινά που βιώνει η ελληνική κοινωνία αποδίδονται στην αδιαφάνεια, στη διαπλοκή, τη διαφθορά και αφηρημένες ηθικές ιδιότητες, για τις οποίες δε γίνεται προσπάθεια να συσχετιστούν με κάποια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη – δηλαδή, τους αστούς.

Η ιστορία του καπιταλισμού έχει να επιδείξει αρκετά παραδείγματα, στα οποία διεκδικεί την εξουσία ένας πολιτικός φορέας με αιτήματα που περιορίζονται σε αστικά πλαίσια, τα οποία όμως, έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις της αστικής τάξης. Όλα αυτά τα ιστορικά παραδείγματα καταδεικνύουν πέραν κάθε αμφισβήτησης ότι υπάρχουν μόνο 2 ενδεχόμενα. Είτε η πλήρης υποχώρηση από τα αιτήματα αυτά και προσαρμογή στις επιδιώξεις των καπιταλιστών (όπως είδαμε π.χ. στην πρόσφατη εμπειρία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ), είτε η συμπλήρωση αυτών των αιτημάτων με πιο ριζοσπαστικά μέτρα που θίγουν άμεσα τα κοινωνικοοικονομικά θεμέλια. Στις σημερινές συνθήκες οι δημοκρατικές διεκδικήσεις χωρίς σοσιαλιστικές, χωρίς διεκδίκηση της εξουσίας από την εργατική τάξη, είναι μικροαστική ουτοπία.

Ταυτόχρονα, η στάση της Ζωής Κωνσταντοπούλου απέναντι στην υπόλοιπη Αριστερά δείχνει αφενός τις προσωπικές της φιλοδοξίες και αφετέρου τη μικροαστική της πολιτική προσέγγιση. Όσον αφορά το ΚΚΕ, το έχει χαρακτηρίσει, ουκ ολίγες φορές, ως εξίσου συστημικό κόμμα με τη Χρυσή Αυγή. Με τον τρόπο αυτό – έστω και ακούσια – ενισχύει την αστική προπαγάνδα εναντίον του ΚΚΕ και την προσπάθεια να εξομοιωθεί με τη Χρυσή Αυγή.

Όσον αφορά τη ΛΑΕ, βλέπουμε μια πιο οπορτουνιστική στάση, με τήρηση αποστάσεων μεν αλλά με έναν πιο ασαφή τρόπο. Η στάση αυτή εξηγείται από το το γεγονός ότι η Ζωή Κωνσταντόπουλου από τη μία δε θέλει να «μοιραστεί» με τη ΛΑΕ την πολιτική ανυποληψία, στην οποία έχει περιέλθει η τελευταία. Από την άλλη, όμως, επιθυμεί να έχει ανοιχτό το παράθυρο μιας συνεργασίας μαζί της με σκοπό την είσοδο στη Βουλή. Το κατά πόσο το ενδεχόμενο μιας τέτοια συνεργασίας θα ευδοκιμήσει θα εξαρτηθεί από τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων και τις πολιτικές εξελίξεις που θα μεσολαβήσουν μέχρι την προκήρυξη των επόμενων εθνικών εκλογών.

Ιδιαίτερη μνεία οφείλουμε να κάνουμε στο πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, που αποδεικνύει την απαράδεκτη στάση της Ζωής Κωνσταντοπούλου απέναντι στην υπόλοιπη Αριστερά: το πρόσφατο επεισόδιο με τη Δέσποινα Κουτσούμπα. Χωρίς να κάνει ίχνος πολιτικής κριτικής, η Κωνσταντοπούλου έκανε μια προσπάθεια να επιτεθεί σε προσωπικό επίπεδο απέναντι σε ένα στέλεχος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (και δευτερευόντως στο σύζυγό της, ο οποίος είναι στέλεχος της ΛΑΕ), χωρίς μάλιστα να παρουσιάζει τεκμήρια για τις καταγγελίες της. Η Κωνσταντοπούλου χωρίς να δίνει έμφαση στο πολιτικό σκέλος, μπήκε στη διαδικασία να επιτεθεί χωρίς αρχές σε ένα χώρο της Αριστεράς, με μια πρωσοποκεντρική, μικροαστική, ξένη προς την ηθική και αισθητική του σοσιαλιστικού και εργατικού κινήματος προσέγγιση, για να επωφεληθεί πολιτικά.

Μικροαστικές-ρεφορμιστικές προτεινόμενες μέθοδοι πάλης

Δύο είναι τα χαρακτηριστικά παραδείγματα που καταδεικνύουν τις μικροαστικές-ρεφορμιστικές προτεινόμενες μεθόδους πάλης και την τήρηση σαφών αποστάσεων της «Πλεύσης» από το εργατικό κίνημα.

Το πρώτο αφορά την Πρωτοβουλία «ΟΧΙ στα Ναι τους», έναν νομικό φορέα που ιδρύθηκε το Σεπτέμβρη του 2016 με πρωτοβουλία της «Πλεύσης» και βασικός σκοπός του ήταν η κατάδειξη της μη νομιμότητας του χρέους και των μνημονίων και η διαγραφή και ακύρωσή τους αντίστοιχα. Στην πρωτοβουλία αυτή συμμετείχαν κατά κύριο λόγο επιστήμονες και κυρίως νομικοί. Εδώ παρατηρούμε την αντίληψη ότι η πρωτοβουλία για την αντίσταση στις πολιτικές του αστικού κράτους ανήκει όχι στους «από κάτω», στο ίδιο το εργατικό κίνημα, αλλά σε «ειδικούς». Παρατηρούμε, επίσης, τη ρεφορμιστική αντίληψη ότι η ανατροπή τέτοιων πολιτικών αντιμετωπίζεται ως αποτέλεσμα προσφυγής στους νόμιμους, αστικούς θεσμούς και όχι με τη διεκδίκηση της εξουσίας από μία άλλη τάξη – δηλαδή, την εργατική.

Το δεύτερο παράδειγμα αποτελεί η τρέχουσα καμπάνια για την άρνηση πληρωμής φόρων, ασφαλιστικών εισφορών και άλλων οφειλών. Την ώρα που το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε ύφεση, την ώρα που η «Πλεύση» δεν προσπαθεί καν να συμμετάσχει σε αυτό, αποφάσισε να κάνει μια πρόχειρη και από τα πάνω έκκληση για μαζική ανυπακοή, την οποία προσπαθεί να υποστηρίξει με εκδηλώσεις πάλι με «διακεκριμένους ομιλητές». Οι μαρξιστές φυσικά δεν απορρίπτουν τέτοιες καμπάνιες από θέση αρχής. Ωστόσο, για να αποκτήσει μαζικότητα και ελπίδες για κάποιο θετικό αποτέλεσμα μια τέτοια καμπάνια, οφείλει να λάβει χώρα σε συντονισμό με τις μαζικές εργατικές οργανώσεις και να υπάρξει ως συμπλήρωμα μιας καλά προετοιμασμένης γενικής απεργίας διαρκείας, η οποία θα θέσει στο επίκεντρο το ζήτημα της εξουσίας. Σε κάθε άλλη περίπτωση, μιλάμε για μια κίνηση – «τουφεκιά στον αέρα».

Προοπτικές

Φυσική συνέπεια των παραπάνω είναι η «Πλεύση» να μην είναι σήμερα ελκυστική στην πρωτοπορία της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Καταφέρνει να προσελκύσει την υποστήριξη κατά κύριο λόγο ενός σχετικά παθητικού τμήματος των μαζών και ενός τμήματος των λιγότερο συντηρητικών μικροαστικών στρωμάτων.

Παρ’ όλα αυτά, η μαχητική ρητορική της Κωνσταντοπούλου, σε συνδυασμό με τον, ελλιπή μεν, αλλά αντικειμενικά προοδευτικό χαρακτήρα των δημοκρατικών διεκδικήσεων που προβάλλει, καταφέρνει να τη διατηρεί ζωντανή στις δημοσκοπήσεις, δείχνοντας ότι είναι πιθανή μια οριακή είσοδος της «Πλεύσης» στο κοινοβούλιο στις επόμενες εκλογές και εξίσου πιθανός ένας διακριτός ρόλος στις πολιτικές εξελίξεις.

Τέλος, θα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα: ποια πρέπει να είναι η στάση των αγωνιστών του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς απέναντι στην «Πλεύση Ελευθερίας»; Από τη στιγμή που η «Πλεύση» θέτει μια σειρά προοδευτικών-δημοκρατικών αιτημάτων (έστω και με ένα θόλο, ρεφορμιστικό τρόπο) και στο βαθμό που η ηγεσία και η (όποια) βάση της θα δείξουν την ειλικρινή πρόθεση να παλέψουν δραστήρια γι’ αυτά, η κοινή δράση των δυνάμεων του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς με τον πολιτικό αυτό σχηματισμό θα πρέπει να επιδιώκεται. Ωστόσο, η ενωτική αυτή στάση οφείλει να συνδυάζεται με ξεκάθαρη, δημόσια και αυστηρή κριτική στις μεγάλες αδυναμίες, ελλείψεις και ασάφειες των προγραμματικών και πολιτικών θέσεων της «Πλεύσης».


Νίκος Σέντης

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα