Το κάλπικο εκλογικό σύστημα ήταν ο θεμελιώδης λίθος της πολιτικής ζωής της Βενεζουέλας. Από το Σύμφωνο του «Πούντο Φίντζο» και μετά το κόμμα AD (σοσιαλδημοκράτες) και το Copei (συντηρητικοί) εναλλάσσονταν την εξουσία.
Το σύμφωνο του «Πούντο Φίντζο» που υπογράφηκε από το AD και Copei τον Οκτώβριο του 1958, δημιούργησε ένα συναινετικό σύστημα για να διασφαλίσει δήθεν τη δημοκρατική σταθερότητα. Υπήρχε ένα κοινό οικονομικό πρόγραμμα και ένα σύστημα το οποίο είχε τον έλεγχο των κομμάτων μέσα από διορισμένα κρατικά σώματα, που περιελάμβανε το δικαστικό σύστημα, το στρατό, την αρχή διεξαγωγής εκλογών και τις κυβερνήσεις.
Αυτό το σύστημα διάρκεσε 40 χρόνια και πρόβαλε ένα δημοκρατικό προσωπείο μιας από τις πιο παρασιτικές αστικές τάξεις στην Λατινική Αμερική. Το 1996 μετά από μερικές συζητήσεις για το κατέβασμα στις εκλογές μέσω του «MBR – 200», το Επαναστατικό Μπολιβαριανό Κίνημα του Τσάβες αποφάσισε να κατέβει στις προεδρικές εκλογές με υποψήφιό τον ίδιο τον Ούγκο Τσάβες. Ως αποτέλεσμα αυτών των συζητήσεων ιδρύθηκε το MVR ( Κίνημα για την Πέμπτη Δημοκρατία).
Στις αρχές του 1998 τη χρονιά των εκλογών και άλλα κόμματα πρόσφεραν την υποστήριξή τους στην εκστρατεία του Τσάβες. Το πρώτο ήταν το «Πάτρια Παρά Τόντος» ( Πατρίδα Για Όλους ), μια από τις πτέρυγες του «Λα Καούζα Ερ» ( Το κόμμα του Ριζοσπαστικού Σκοπού ) και το ΜΑΣ («Κίνημα Για τον Σοσιαλισμό»).Το ΜΑΣ και το Λα Καούζα Ερ ήταν κόμματα που διασπάστηκαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βενεζουέλας πολύ καιρό πριν.
Και τα δύο κόμματα ήταν σε διαδικασία διάσπασης. Στη διαδικασία του σχηματισμού του «Πόλο Πατριότικο» (Πατριωτικός Πόλος, η εκλογική συμμαχία που έφερε τον Τσάβες στην εξουσία) πολλοί καριερίστες και οπορτουνιστές έπαιξαν επίσης κάποιο ρόλο στο κίνημα. Κάποιοι από αυτούς εγκατέλειψαν το κίνημα και μετατράπηκαν σε πικρόχολους εχθρούς του κινήματος που είχαν βοηθήσει να χτιστεί. Ανάμεσά τους ήταν ο Λουΐς Μιγκιλένα ένας από τους πιο επιφανείς ηγέτες του κινήματος. Σήμερα το όνομά του έφτασε να σημαίνει «Δούρειος Ίππος» στην ιδιόλεκτο της Βενεζουελάνικης πολιτικής ζωής .
Ο Τσάβες στηρίχθηκε σε ένα πρόγραμμα το οποίο εγγυήθηκε μέτρα ενάντια στη διαφθορά και στην απόρριψη της ιδιωτικοποίησης του πετρελαίου. Η πολιτική του βασίστηκε στην ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας, χρησιμοποιώντας τους πόρους από την πετρελαϊκή βιομηχανία, την ίδια ώρα που απέρριπτε τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Από μόνο του αυτό δεν πήγαινε πολύ πιο πέρα από τους περιορισμούς του καπιταλιστικού συστήματος.
Ωστόσο , οι υποσχέσεις για δωρεάν ιατρική φροντίδα, εκπαίδευση και πάνω από όλα οι εγγυήσεις για το χτίσιμο μιας νέας δημοκρατίας όπου οι φτωχοί θα είχαν λόγο, ενθουσίασε τις φτωχές Βενεζουελάνικες μάζες. Από την άλλη πλευρά η πρώην βασίλισσα της ομορφιάς Ιρένε Σαέζ μια από τις κύριες αντιπάλους του Τσάβες, επέμεινε για την ιδιωτικοποίηση της πετρελαϊκής βιομηχανίας και για περισσότερες «μεταρρυθμίσεις στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς» .
Όλες οι προεκλογικές έρευνες προέβλεπαν ότι θα κέρδιζε αυτή, αλλά εντελώς ξαφνικά η υποψηφιότητά της κατέρρευσε. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που εξηγούν αυτή την εξέλιξη : η πτώση στην τιμή του πετρελαίου, η κρίση που ακολούθησε και η επίδραση της μαχητικής εκστρατείας του Τσάβες έπαιξαν κεντρικό ρόλο .
Τα προηγούμενα 10 χρόνια οι Βενεζουελάνικες μάζες είχαν γίνει φτωχότερες .Η αναλογία των εργαζομένων στην «μαύρη εργασία» ανέβηκε από το 34,5% στο 53% στις αρχές του 1999. Οι ιδιωτικοποιήσεις που εφαρμόστηκαν από 1989 είχαν αδυνατίσει το εργατικό κίνημα σε αριθμούς και επιρροή. Αυτή η καταστροφική κατάσταση είχε διοχετεύσει μαζικό μίσος για την Βενεζουελάνικη ολιγαρχία. Η έλλειψη μεγάλου μεγέθους μαζικών οργανώσεων της εργατικής τάξης και η αντικειμενική αδυναμία του εργατικού κινήματος στη Βενεζουέλα σε αυτή την περίοδο έκανε την υποψηφιότητα του Τσάβες το πιο σοβαρό πρακτικό μέσο για εκδίωξη της ολιγαρχίας.
Όπως εξηγούσε ο Χέγκελ ένας από τους πατέρες της γερμανικής φιλοσοφίας πολύ καιρό πριν, η φύση αποστρέφεται τα κενά. Σε αυτή την περίπτωση το πολιτικό κενό γέμισε με τον Τσάβες και τον Πατριωτικό Πόλο του.
Στις 6 Δεκεμβρίου 1998, Ο Ούγκο Τσάβες ανακηρύχθηκε νικητής στις Βενεζουελάνικες προεδρικές εκλογές με το 56% των ψήφων. Η αυθεντική ριζοσπαστική γλώσσα του κατάφερε να αιχμαλωτίσει εκατομμύρια και αυτό μαζί με την κατάσταση της κρίσης και τις κακές συνθήκες διαβίωσης των μαζών εξηγεί γιατί το ετερογενές «Πόλο Πατριότικο» ήταν σε θέση να κερδίσει τις εκλογές .
Στα επόμενα πέντε χρόνια ο Τσάβες θα κερδίσει την υποστήριξη του λαού του σε όχι λιγότερο από εννέα περιπτώσεις. Το έτος 1999 άνοιξε με το λαό της Βενεζουέλας σε κατάσταση ευφορίας. Οι Βενεζουελάνοι ενεπλάκησαν σε ζωντανές δημόσιες συζητήσεις για το «Σχέδιο Μπολιβάρ 2000» ( ένα πρόγραμμα με το οποίο οι ένοπλες δυνάμεις θα πρόσφεραν κοινωνικές υπηρεσίες για να βοηθήσουν τους φτωχούς ) και τη διαδικασία αναθεώρησης του συντάγματος που ανακοινώθηκε από τον Τσάβες .
Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, έγιναν εκλογές αυτή τη φορά για να εκλεγεί η συνταγματική αντιπροσωπεία. Οι «Τσαβίστες» υποψήφιοι κέρδισαν 90% των εδρών, ωστόσο υπήρξε μεγάλη αποχή – μόνο 46% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων πήγαν στα εκλογικά τμήματα.
Στις 30 Δεκεμβρίου 1999 το νέο σύνταγμα εγκρίθηκε ως αποτέλεσμα μιας ακόμη εκλογικής διαδικασίας. Το σύνταγμα μπορεί να θεωρηθεί πολύ προοδευτικό. Δίνει πολιτιστικά και δημοκρατικά δικαιώματα στους αυτόχθονες ιθαγενείς (υπάρχουν περισσότεροι από 300.000 άνθρωποι που καταγράφονται ως αυτόχθονες) και επαναβεβαιώνει τη δημόσια ιδιοκτησία της πετρελαϊκής βιομηχανίας.
Το άρθρο 72 αναφέρει ότι όλοι όσοι έχουν εκλεγεί σε δημόσιες θέσεις (από τον Δήμαρχο ως τον Πρόεδρο) μπορούν να τεθούν σε καθεστώς ανάκλησης ανά πάσα στιγμή. Το σύνταγμα αναγνωρίζει το ρόλο των γυναικών στους χώρους εργασίας όπως και στο σπίτι. Για παράδειγμα το άρθρο 88 εγγυάται ισότητα ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες στους χώρους εργασίας και Κοινωνική Ασφάλιση για τις νοικοκυρές.
Παρόλο που το Σύνταγμα αναγνωρίζει το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας λέει επίσης ότι αυτή υποτάσσεται στο «εθνικό συμφέρον». Αυτή η μεταρρύθμιση αμέσως προκάλεσε την οργή της «Φεντεκαμάρας» (της Ομοσπονδίας Εργοδοτών της Βενεζουέλας).
Πάνω από όλα, το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του Μπολιβαριανού Συντάγματος είναι η ένταξη του λαού της Βενεζουέλας σε οργανωμένες κοινότητες, εργατικές ενώσεις, πανεπιστήμια και σχολεία όπου μελετούνται, συζητιούνται και υποβάλλονται προτάσεις στο σχέδιο συντάγματος σε ευρύ εθνικό επίπεδο .
Ως αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών, ο λαός ταύτισε το Σύνταγμα με την ίδια την επανάσταση. Από εκείνη την ημέρα εκατομμύρια άνθρωποι μεταφέρουν αντίγραφα τσέπης του Συντάγματος και τα χρησιμοποιούν για να πολεμήσουν κάθε κακή αντιμετώπιση των αρχών εναντίον τους .
Αυτή η χρονιά ήταν η χρονιά που οι κατολισθήσεις και οι πλημμύρες άφησαν πίσω τους χιλιάδες νεκρούς και δεκάδες χιλιάδες άστεγους. Η ιεραρχία της Καθολικής Εκκλησίας είχε το θράσος να ισχυριστεί ότι ο Θεός έστειλε τις καταιγίδες και τις πλημμύρες για να τιμωρήσει την νεοεκλεγείσα κυβέρνηση της Βενεζουέλας. Τον Ιούλιο του επόμενου έτους 2000, ο Ούγκο Τσάβες επανεκλέχτηκε Πρόεδρος Οι μάζες της Βενεζουέλας είχαν ξεκινήσει να τεντώνουν τους μυς τους.
Το 2001 ήταν ένας σχετικά ήσυχη χρονιά. Ωστόσο ήταν επίσης η χρονιά που ο Τσάβες πέρασε μέτρα που μετέτρεψαν την δυσαρέσκεια των εργοδοτών, της γραφειοκρατίας των εργατικών ενώσεων, των αντιδραστικών μελών του στρατού και της ιεραρχίας της Εκκλησίας σε σχέδια για ένα στρατιωτικό πραξικόπημα .
Στις 10 Δεκεμβρίου 49 «λέυες χαμπιλιτάντες» (προεδρικά διατάγματα) ψηφίστηκαν. Ανάμεσα τους ο Νόμος για τη Γη , ο Νόμος για τις Αλιευτικές Εταιρίες , ο Νόμος για τους Υδρογονάνθρακες, ο Νόμος για τους Μικρούς Πιστωτές και ο Νόμος για τους Συνεταιρισμούς.
Αυτοί οι νόμοι ήταν ένα σημείο καμπής στη Βενεζουελάνικη Επανάσταση. Δέχθηκαν την άδικη αντιπολίτευση των πιο αντιδραστικών τμημάτων της κοινωνίας και την προδοσία των οπορτουνιστών και των καριεριστών που είχαν «σαλτάρει» στην αμαξοστοιχία του Τσάβες το 1998.
Ο Λουΐς Μιγκιλένα τότε Υπουργός Εσωτερικών Υποθέσεων και πρώην επικεφαλής της Συνταγματικής αντιπροσωπίας αντιτάχθηκε στα 49 Προεδρικά Διατάγματα και πέρασε στο άλλο άκρο στην πλευρά της αντιπολίτευσης :
Όπως και ο ίδιος ο Τσάβες είπε : «Περάσαμε 49 νόμους έναν κάθε βδομάδα. Ήταν νόμοι για να δώσουμε λίγη ζωή στο σύνταγμα και να συγκρουστούμε με απευθείας τρόπο με την πραγματικότητα και να ξεκινήσουμε να την αλλάζουμε» ( συνέντευξη με τον Τσάβες www.sodepaz.net 19 Αυγούστου 2004 ).
Οι αλλαγές που εισήχθηκαν από αυτούς τους νόμους συγκρούστηκαν μετωπικά με τα συμφέροντα της Βενεζουελάνικης άρχουσας τάξης και με τις διεθνείς εταιρίες που είχαν ισχυρά συμφέροντα στην οικονομική ζωή της Βενεζουέλας, στην αλιεία, στο πετρέλαιο και στη γη .
Οι νόμοι αυτοί έδωσαν δικαιώματα στους εργάτες αλιείς υπονομεύοντας την ίδια ώρα τα κέρδη των μεγάλων αλιευτικών επιχειρήσεων. Ο νόμος που αναφερόταν στους Υδρογονάνθρακες επαναβεβαίωσε την δημόσια ιδιοκτησία του πετρελαίου και την ανάγκη να χρησιμοποιηθούν οι πόροι από το πετρέλαιο για να προαχθούν οι κοινωνικές υπηρεσίες .
Αυτά τα ριζοσπαστικά – δημοκρατικά μέτρα δεν προορίζονταν για να ξεστρατίσουν και να επιτεθούν στον καπιταλισμό ως σύστημα, αλλά σε μια κατάσταση σοβαρής κοινωνικής και οικονομικής κρίσης μετατράπηκαν σε μια κήρυξη πολέμου ενάντια στα στενά συμφέροντα του καπιταλισμού .
Οι 49 Νόμοι προκάλεσαν βάρβαρες επιθέσεις ενορχηστρωμένες από το «Δημοκρατικό Καθοδηγητή» (κυβέρνηση ΗΠΑ) ενάντια στην Μπολιβαριανή Επανάσταση σε όλο το 2002. Στα παρασκήνια γινόντουσαν σχέδια για την οργάνωση της βίαιης ανατροπής του Προέδρου Τσάβες ως το πρώτο βήμα στην κατεύθυνση της συντριβής του μαζικού κινήματος, γνωστού ως Μπολιβαριανή Επανάσταση.
Ο ιμπεριαλισμός των Η.Π.Α. και η Βενεζουελάνικη ολιγαρχία αξιοποίησαν κάθε όπλο για να ικανοποιήσουν τη διάθεση τους να αποπροσανατολίσουν και να ενοχοποιήσουν την επανάσταση και τους υποστηριχτές της. Χρησιμοποίησαν την επιρροή της ιεραρχίας της Εκκλησίας, των μέσων ενημέρωσης, της γραφειοκρατίας των παλιών εργατικών ενώσεων και κομμάτων CTV, COPEI, AD, της πιο αντιδραστικής πτέρυγας του στρατού και της εργοδοτικής ομοσπονδίας για να θέσουν σε κίνηση τις προσπάθειες τους να εκδιώξουν τον Τσάβες.
Ωστόσο η ολιγαρχία σύγχυζε τις επιθυμίες της με την πραγματικότητα και δεν έβλεπε ενώπιον της τη μαζική υποστήριξη της Μπολιβαριανής Επανάστασης. Αυτό ήταν ένα λάθος που έκαναν σε αρκετές περιπτώσεις. Η εφαρμογή των σχεδίων για ένα πραξικόπημα ξεκίνησε στις 10 Δεκεμβρίου 2001. Εκείνη τη μέρα ένα «λοκ – άουτ» που παρουσιάστηκε ως «εθνική απεργία», έλαβε χώρα. Μια εκστρατεία αποπροσανατολισμού ξεκίνησε με πρωτοβουλία του κύριου ρεύματος των μέσων ενημέρωσης.
Η αντιπολίτευση παρουσίασε τον Ούγκο Τσάβες ως δικτάτορα που δεν σεβόταν την ελευθερία του τύπου και καλούσε για ξένη επέμβαση στην Βενεζουέλα και την ανατροπή μιας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης .
Οι Μπολιβαριανοί Κύκλοι κατηγορήθηκαν ότι δρουν ως «τρομοκρατικοί κύκλοι» που επιτίθενται στην αντιπολίτευση. Τα ιδιωτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης διόγκωναν τα στοιχεία σε σχέση με την ανταπόκριση του κόσμου για συμμετοχή στις συγκεντρώσεις και στις πορείες της αντιπολίτευσης.
Από την άλλη πλευρά η κυβέρνηση, πήρε μια αμυντική θέση. Παρά την λαϊκή υποστήριξη που απολάμβανε εκείνη την περίοδο ο Τσάβες δεν κάλεσε τους εργάτες και τους χωρικούς να σταματήσουν με δραστικό τρόπο την αντίδραση και το επαναστατικό κίνημα έχασε την πρωτοβουλία κινήσεων. Το λάθος θα αποδεικνυόταν τραγικό για τις Βενεζουελάνικες μάζες .
Στις 9 Απριλίου ο Πρόεδρος Τσάβες αποφάσισε να αντικαταστήσει το σύνολο των διευθυντικών συμβουλίων της κρατικής ιδιοκτησίας εταιρίας πετρελαίου PDVSA. Ήταν ξεκάθαρα μέσα στα δικαιώματα που είχε, από τη στιγμή που η εταιρία ανήκε στο κράτος, αλλά την ίδια ώρα κινούταν ενάντια στα πανίσχυρα συμφέροντα μιας μη εκλεγμένης ελίτ, η οποία διοικούσε την PDVSA ως ατομική ιδιοκτησία της .
Στις 11 Απριλίου 2002 η αντεπαναστατική αντιπολίτευση οργάνωσε μια πορεία διαμαρτυρίας. Χωρίς προειδοποίηση οι οργανωτές της πορείας άλλαξαν τη διαδρομή της και η πορεία κατευθύνθηκε προς το μέγαρο Μιραφλόρες. Το προσεκτικά μελετημένο σχέδιο ήταν να προκληθεί μια σύγκρουση μεταξύ της αντιπολιτευτικής πορείας και των επαναστατικών μαζών που είχαν συγκεντρωθεί έξω από το Προεδρικό Μέγαρο «Μιραφλόρες» για να υπερασπιστούν τον Πρόεδρο Τσάβες και την Μπολιβαριανή Επανάσταση.
Με σκοπό να εξωθήσουν την κατάσταση στα «άκρα», ελεύθεροι σκοπευτές πυροβόλησαν διαδηλωτές και των δύο πλευρών με προφανή στόχο να δημιουργήσουν σκηνικό χάους. Το χειρότερα γεγονότα συνέβησαν στην Γέφυρα Λαγκούνο. Εκεί δυνάμεις της αντιπολίτευσης βοηθούμενες από την αντεπαναστατική Μητροπολιτική αστυνομία του Καράκας πυροβόλησαν τους μπολιβαριανούς διαδηλωτές και αυτοί ανταπέδωσαν τα πυρά.
Τα αντιπολιτευτικά ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης χρησιμοποίησαν αυτή την δραματική εξέλιξη ως άλλοθι για να απαιτήσουν την απομάκρυνση του Ούγκο Τσάβες. Οι βολές που η αστυνομία έριξε στους φιλοτσαβιστές διαδηλωτές εκείνη τη μέρα προκάλεσαν κάποιους από αυτούς να ανταποδώσουν τα πυρά.
Τα ιδιωτικά κανάλια συνέλαβαν με το φακό έναν Τσαβίστα να πυροβολεί και ψευδώς ισχυρίστηκαν ότι αυτά ήταν πυρά εναντίον άοπλων διαδηλωτών της αντιπολίτευσης και όχι ενάντια στη μητροπολιτική αστυνομία, που είχε ξεκινήσει να βάλλει εναντίον τους πρώτη , σύμφωνα με πολλούς αυτόπτες μάρτυρες .
Αυτές οι εικόνες των Τσαβιστών να πυροβολούν ήταν καθοριστικό στοιχείο στο πραξικόπημα που επιχειρήθηκε τον Απριλίου του 2002 , αφού χρησιμοποιήθηκαν για να νομιμοποιήσουν το πραξικόπημα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν το 2004 έγινε η δίκη για να αποδοθούν ευθύνες στους αξιωματικούς της Μητροπολιτικής αστυνομίας του Καράκας που αναμείχθηκαν στη σφαγή της Γέφυρας Λαγκούνο οι αξιωματικοί της Μητροπολιτικής αστυνομίας του Καράκας είπαν ότι διατάχθηκαν να ανοίξουν πυρ στους Τσαβιστές διαδηλωτές. Οι τέσσερις αξιωματικοί που εξετάστηκαν ενώπιον του Τέταρτου Δικαστηρίου της Αράγκουα συνέπεσαν στις κατηγορίες τους εναντίον των πρώην διευθυντών της μητροπολιτικής αστυνομίας , Χένρυ Βίβας και Λάζαρο Φορέρο (Πηγή : ιστοσελίδα www. venezouelanalysis.com).
Τη νύχτα της 11ης Απριλίου, ο Ούγκο Τσάβες συνελήφθη ενώ τα φιλοαντιπολιτευτικά MME ανακοίνωναν ψευδώς την «παραίτησή» του. Στις 12 Απριλίου η στρατιωτική χούντα που είχε συλλάβει και φυλακίσει τον Τσάβες όρκισε τον πρόεδρο του «Εθνικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Συμβουλίου» και κρυφό στέλεχος της CIA, Πέδρο Καρμόνα ως νέο «Πρόεδρο της Βενεζουέλας» .
Η ανάμειξη της CIA και της πρεσβείας των Η.Π.Α. στο Καράκας στο πραξικόπημα αξίζει πράγματι από μόνη της να γίνει θέμα για τη συγγραφή ενός ολόκληρου βιβλίου. Η Βενεζουελανο-Αμερικάνα εισαγγελέας Εύα Γκόλινγκερ ερεύνησε την συμβολή των Ηνωμένων Πολιτειών στο πραξικόπημα και ανακάλυψε ότι πάνω από 20 εκατομμύρια δολάρια δαπανήθηκαν από την Αμερικάνικη κυβέρνηση για να χρηματοδοτηθούν οι «αντι-τσαβικές» ομάδες. Τον Οκτώβριο του 2004 ήρθαν στην κατοχή της απόρρητα έγραφα, που αποχαρακτηρίστηκαν σύμφωνα με την Νομοθετική Πράξη για την Ελευθερία της Πληροφόρησης και τα οποία έδειχναν ξεκάθαρα ότι ο ιμπεριαλισμός των Η.Π.Α. ήξερε εκ των προτέρων και είχε συμμετοχή στο πραξικόπημα .
Ανάμεσα στις πρώτες ενέργειες του δικτάτορα Καρμόνα ήταν η κατάργηση του εκλεγμένου εθνικού κογκρέσου, η διάλυση της συνταγματικά εγκαθιδρυμένου Ανώτατου Δικαστηρίου, η αλλαγή ακόμη και του ονόματος της χώρας από Μπολιβαριανή Δημοκρατία της Βενεζουέλας στο παλαιό όνομα Δημοκρατία της Βενεζουέλας.
Αυτό δεν κράτησε για πολύ. Ενώ οι περισσότεροι ηγέτες του κινήματος πέρασαν στην παρανομία, οι φτωχές μάζες κατέβηκαν από τους λόφους για να υπερασπιστούν την επανάστασή τους. Εκατοντάδες χιλιάδες εργατών και φτωχών συγκεντρώθηκαν σε πόλεις και κωμοπόλεις, στις κεντρικές πλατείες και έξω από τα στρατιωτικές μονάδες για να απαιτήσουν την επιστροφή του Προέδρου Τσάβες.
Στις 13 Απριλίου υπήρξαν ανοικτές συγκρούσεις μεταξύ της Μητροπολιτικής αστυνομίας του Καράκας και υποστηρικτών της επανάστασης. Πάνω από ένα εκατομμύριο Βενεζουελάνοι περικύκλωσαν το Μέγαρο «Μιραφλόρες» την ίδια ώρα που οι μεγαλοεπιχειρηματίες, ο στρατός και οι επίσκοποι έφευγαν από την πίσω πόρτα.
Η πίεση των μαζών ήταν τέτοια που διέσπασε τις τάξεις του στρατού. Η προεδρική φρουρά ενώθηκε με τον λαό. Οι στρατιώτες του τακτικού στρατού και οι αξιωματικοί στη μεγαλύτερη σε εθνική κλίμακα στρατιωτική βάση στο Μαρακάι απέρριψαν τη στρατιωτική χούντα και ενώθηκαν με τις μάζες. Τελικά, ο Τσάβες διασώθηκε και επέστρεψε στα καθήκοντά του. Οι μάζες προφανώς χωρίς ηγεσία, αυθόρμητα, πέταξαν έξω τους αντιδραστικούς σφετεριστές. Τα γεγονότα του Απριλίου του 2002 έδειξάν περίλαμπρα τη δύναμη και την ισχύ που έχουν οι καταπιεσμένοι όταν ενωθούν σαν μια γροθιά για να πάρουν τις τύχες στα χέρια τους .
Η ανταπόκριση του Τσάβες και της κυβέρνησής του ήταν μάλλον ήπια. Ένα μέλος της νεολαίας του Κομμουνιστικής Νεολαίας της Βενεζουέλας κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στη Βρετανία θυμήθηκε : «Ενώ νομίσαμε ότι ο Τσάβες θα προτάξει το ξίφος του Μπολιβάρ , αυτός επέδειξε τη Βίβλο και μίλησε για συμφιλίωση».
Δεν πάρθηκαν καθόλου μέτρα ενάντια στα μέσα ενημέρωσης που ήταν το κλειδί για την οργάνωση του πραξικοπήματος. Τον Αύγουστο το Ανώτατο Δικαστήριο που ελεγχόταν από αντιδραστικούς δικαστές αποφάσισε ότι δεν έγινε κανένα πραξικόπημα και για το λόγο αυτό κανένας δεν οδηγήθηκε σε δίκη για τη συμμετοχή τους σε εκείνα τα γεγονότα.
Ο Τσάβες έκανε έκκληση για εθνική συμφιλίωση και ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την αντιπολίτευση. Οι διευθυντές της PDVSA αποκαταστάθηκαν στις εργασίες τους. Αυτό επρόκειτο να αποδειχτεί ένα σοβαρό λάθος. Η αντιπολίτευση δεν ήθελε κανενός είδους διαπραγματεύσεις, ήθελαν απλά να αφαιρέσουν την εξουσία από τον Τσάβες και να βάλουν ένα τέλος στο επαναστατικό κίνημα των μαζών.
Η ολιγαρχία χρησιμοποίησε τον συμφιλιωτικό τόνο της κυβέρνησης για να ετοιμάσει την επόμενη επίθεση στη Βενεζουελάνικη Επανάσταση – το πανεθνικό «λοκ άουτ» του Δεκεμβρίου του 2002 .
Πριν από το «λοκ άουτ», 14 ανώτατοι αξιωματικού του Βενεζουελάνικου στρατού δήλωσαν «εξεγερμένοι» ενάντια στον Τσάβεζ και εγκατέστησαν ένα στρατόπεδο στην Πλατεία Αλταμίρα στην πλούσια ανατολική περιοχή του Καράκας. Αυτή ήταν άλλη μια προκλητική πράξη από την πλευρά της αντίδρασης.
Στις 2 Δεκεμβρίου 2002 η εργοδοτική ομοσπονδία και η γραφειοκρατία της διεφθαρμένης «εργατικής» συνομοσπονδίας CTV κάλεσαν το Βενεζουελάνικο λαό να ξεκινήσει μια «εθνική απεργία» και αυτό ήταν ξεκάθαρα ένα «λοκ-άουτ» που σκόπευε να σταματήσει τη Βενεζουελάνικη οικονομία και να οδηγήσει σε λιμοκτονία τις μάζες, ωθώντας τις να επαναστατήσουν ενάντια στον Τσάβεζ .
Για μια ακόμη φορά η αντίδραση σύγχυσε τις επιθυμίες της με την πραγματικότητα. Οι Βενεζουελάνικες μάζες ήξεραν ποιος ήταν ο αληθινός εχθρός που τους είχε καταπιέσει για δεκαετίες. Δεν ήταν τυχαίο ότι οι Βενεζουελάνικη ολιγαρχία διάλεξε την πετρελαϊκή βιομηχανία για να εξαπολύσει τη δολιοφθορά της πάνω στην εύθραυστη οικονομία της Βενεζουέλας.
Το 1922 , ανακαλύφθηκε το πετρέλαιο στη Βενεζουέλα και από τότε βαθμιαία έγινε η κύρια πηγή του εθνικού εισοδήματος. Ο Ουρουγουανός δημοσιογράφος Εντουάρντο Γκαλεάνο έγραψε τα ακόλουθα σχετικά με τη Βενεζουέλα :
«Είναι μια από τις πλουσιότερες χώρες στον κόσμο αλλά και μια από τις φτωχότερες και με την περισσότερη βία .Έχει το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν εισόδημα στην Λατινική Αμερική και κατέχει το πιο ολοκληρωμένο και σύγχρονο οδικό δίκτυο. Σε σχέση με την αναλογία πληθυσμού δεν υπάρχει χώρα στον κόσμο που πίνει περισσότερο ουίσκι. Τα αποθέματα του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και του σιδήρου που υπάρχουν στο έδαφος της θα μπορούσαν να ανεβάσουν στο δεκαπλάσιο το επίπεδο ευημερίας κάθε Βενεζουελάνου ». ( «Οι Ανοιχτές Φλέβες της Λατινικής Αμερικής» – 1970 ) .
Η πετρελαϊκή βιομηχανία εθνικοποιήθηκε το 1976 από την κυβέρνηση του «ΚΑΠ». Ωστόσο μετά την εθνικοποίηση της εταιρίας η κυβέρνηση είχε ελάχιστο έλεγχο πάνω της. Οι ξένες πετρελαϊκές εταιρίες όπως η Exxon ή η Shell ανάμεσα σε άλλες συνέχισαν να εργάζονται συνεταιρικά με τα διοικητικά στελέχη της PDVSA (κρατική εταιρία πετρελαίου) και κέρδισαν αξιοζήλευτα συμβόλαια. Το διοικητικό συμβούλιο της PDVSA επηρέαζε την κατάσταση περισσότερο και από το Υπουργείο Ενέργειας και Ορυχείων.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 τα κέρδη που παράγονταν από την PDVSA επενδύονταν στο εξωτερικό σε επιχειρηματικές δραστηριότητες που δεν απέδωσαν ποτέ όφελος. Η PDVSA θεωρούταν πάντα ως «κράτος εν κράτει » .Το κράτος έκανε κάθε φορά τα «στραβά μάτια» σε αυτές τις πρακτικές μέχρι που ο Τσάβες ανέλαβε καθήκοντα.
Ο Τσάβες το έχει δηλώσει πολλές φορές ότι για να χρηματοδοτήσει το σχέδιό του και να θέση σε εφαρμογή τη δωρεάν ιατρική φροντίδα και εκπαίδευση, την κατασκευή κατοικιών και την ανάπτυξη του αθλητισμού πρέπει να πάρει τα χρήματα από κάπου.
Αυτοί ήταν οι πραγματικοί λόγοι που κρύβονταν πίσω από το «Νόμο για τους Υδρογονάνθρακες» και την εκστρατεία για την ενδυνάμωση του ΟΠΕΚ που οδήγησε σε υψηλότερες τιμές του πετρελαίου.
Η «εθνική απεργία» κράτησε δύο μήνες. Ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία ήταν μια γενική κατάρρευση και το σαμποτάρισμα της πετρελαϊκής βιομηχανίας από τους μάνατζερ της, τους διευθυντές της και τα διοικητικά της στελέχη.
Αναφέρθηκαν πολλές περιπτώσεις δολιοφθοράς την πετρελαϊκή βιομηχανία. Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές των διυλιστηρίων είχαν καταστραφεί , οι κωδικοί είχαν κλαπεί και οι βαλβίδες είχαν σαμποταριστεί .
Η οικονομία της Βενεζουέλας έπεσε κατά 9% το 2003 ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης και η ανεργία εκτοξεύθηκε από το 15% στο 22% , καθώς εκατοντάδες χιλιάδες έχασαν τις δουλειές τους . Η χώρα έχασε περίπου 14 δισεκατομμύρια δολάρια .
Από την άλλη, η υπόλοιπη οικονομία δεν ήταν σε τόσο μεγάλο βαθμό επηρεασμένη από το «λοκ-άουτ» όπως ισχυρίζονταν τα μέσα ενημέρωσης που ανήκαν στην αντιπολίτευση. Ο Χόργκε Μαρτίν που εκείνη την περίοδο ήταν στο Καράκας , ανέφερε τα ακόλουθα :
« Όταν έφτασα στο Καράκας στις 11 Δεκεμβρίου , το αεροδρόμιο λειτουργούσε κανονικά, όπως και οι δημόσιες συγκοινωνίες (αστικά λεωφορεία, υπεραστικά λεωφορεία και το μετρό του Καράκας), τα εμπορικά κέντρα , τα εστιατόρια και τα μπαρ . Οι βασικές βιομηχανίες (σιδήρου , ατσαλιού ,αλουμινίου , κ.λ.π.) που ήταν κρατικής ιδιοκτησίας λειτουργούσαν στο 100% των δυνατοτήτων τους εξαιτίας της απόφασης των εργατών και των ενώσεών τους να αντιταχθούν στην «απεργία».
Στην ομόσπονδη πολιτεία του Καραμπόμπο , ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα της κατασκευαστικής βιομηχανίας , «η Ταξική Πάλη και το Μπλοκ των Δημοκρατικών Συνδικάτων» που ένωνε εργάτες από 52 διαφορετικές ενώσεις στις πιο σημαντικές βιομηχανίες της πολιτείας ( συμπεριλαμβανώμενων των Ford , GeneraI Motors , Chrysler, Pirelli , Goodyear, Firestone, MAVESA και άλλων) διακήρυξαν την αντίθεσή τους στην «απεργία» .
Μερικές από αυτές τις βιομηχανικές επιχειρήσεις παρέμειναν ανοιχτές αλλά σε άλλες οι εργάτες πήγαιναν στις δουλειές τους και τις έβρισκαν κλειστές από τους εργοδότες. Απαίτησαν να πληρωθούν τους μισθούς τους από τη στιγμή που είχαν πάει στις δουλειές τους και στις περισσότερες περιπτώσεις πληρώθηκαν .
Το ίδιο ισχύει και σε μερικούς τομείς της βιομηχανίας τροφίμων και ποτών , που ελέγχεται σχεδόν στο σύνολό της από το Grupo Polar, το οποίο ανήκει στον πανίσχυρο επιχειρηματία και ηγέτη της αντιπολίτευσης Μεντόζα».( www.marxist.com. 13 Δεκεμβρίου 2002 ) .
Σε αντίθεση με τη δριμεία ζημιά που το «λόκ άουτ» κατέφερε στην οικονομία της Βενεζουέλας, ωστόσο προσέφερε υπηρεσίες δοκιμάζοντας τις επαναστατικές Βενεζουελάνικες μάζες. Αυτή την περίοδο έγινε δυνατό να δούμε πως οι προλετάριοι αγωνίστηκαν ως μια οργανωμένη τάξη. Οι εργάτες γενικά και οι εργάτες στην πετρελαϊκή βιομηχανία ιδιαίτερα, οργανώθηκαν για να ξεπεράσουν τις απειλές και τη δολιοφθορά των εργοδοτών και των διεφθαρμένων διευθυντών της PDVSA .
Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις που διατρανώνουν των ηρωισμό αυτών των εργατών και των οικογενειών τους που αγωνίστηκαν ως το τελευταίο λεπτό ενάντια στην τρομοκρατία των εργοδοτών. Το διυλιστήριο στο Ελ Παλίτο αποτελεί ένα πολύ σημαντικό παράδειγμα. Κατά τη διάρκεια του «λοκ – άουτ» 60 εργάτες δούλεψαν νύχτα και μέρα για να ξεπεράσουν τη δολιοφθορά των εργοδοτών και σταμάτησαν την παραγωγή όταν δεν υπήρχαν διαθέσιμα μέσα μεταφοράς .
Οι οικογένειες των εργατών οργάνωσαν απεργιακές φρουρές για να βοηθήσουν το στρατό να μεριμνήσει για την ικανοποίηση των αναγκών σε πετρέλαιο.
Στο Ανάνκο ( ομόσπονδη πολιτεία του Αντζοατεγκούι ) οι εργάτες στη SUTISS εμπόδισαν τις προσπάθειες του δήμαρχου να σταματήσει την προμήθεια φυσικού αερίου. Οι εργάτες της πετρελαϊκής βιομηχανίας στο Πουέρτο Λα Κρουζ πήραν το έλεγχο των εγκαταστάσεων και κατάφεραν να ξαναρχίσουν την παραγωγή ξεπερνώντας τη δολιοφθορά από τους μάνατζερ και τους διευθυντές.
Εδώ έχουμε ίσως το καλύτερο πρόσφατο παράδειγμα εργατικού ελέγχου. Τα κινήματα των κοινοτήτων έπαιξαν ένα πολύ σπουδαίο ρόλο επίσης, την ίδια ώρα που οι Η.Π.Α. υποστηριζόμενες από την αντιπολίτευση έκανα κυμαινόμενες επιθέσεις από το πεδίο του πετρελαίου μέχρι το εκπαιδευτικό σύστημα.
Στο Σχολείο Χουάν Αλμπέρτι , που βρίσκεται στην εργατική περιοχή της κοινότητας Λα Παστόρα , μια χούφτα δάσκαλοι, μαθητές και οι γονείς τους κατέλαβαν το σχολείο και το διεύθυναν κάτω από τον απευθείας έλεγχο οργανωμένου από την κοινότητα συμβουλίου.
Αυτή ήταν η απάντηση στις προσπάθειες την αντιπολίτευσης να κατεδαφίσει το εκπαιδευτικό σύστημα. Τελικά στις 23 Ιανουαρίου μια τεράστια Μπολιβαριανή πορεία κατέκλυσε τους δρόμους του Καράκας. Περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι βάδισαν προς υπεράσπιση της επανάστασης και έβαλαν ένα τέλος στο «λοκ – άουτ» των εργοδοτών .
Η εμπειρία του Δεκεμβρίου του 2002 έδειξε ότι η επαναστατική διαδικασία δεν θα σταματούσε εύκολα. Ωστόσο, αυτό που βγήκε από όλα αυτά επίσης είναι ότι η επανάσταση έπρεπε να κινηθεί εμπρός για να προστατευτεί από τους κινδύνους μιας πανίσχυρης αντεπανάστασης .
Οι αντιθέσεις μεταξύ της διατήρησης του καπιταλισμού και της εφαρμογής του προγράμματος του Τσάβες να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης των μαζών έγιναν περισσότερο από εμφανείς. Έχοντας ανακτήσει τον έλεγχο της πετρελαϊκής βιομηχανίας, η κυβέρνηση του Τσάβες προώθησε μια σειρά από κοινωνικά προγράμματα, γνωστά ως «Μισιόνες», που σκόπευαν να καταπολεμήσουν τον αναλφαβητισμό και να προσφέρουν ιατρική φροντίδα για τους φτωχούς της υπαίθρου.
Όπως συμβαίνει εξίσου με κάθε στοιχείο της Βενεζουελάνικης Επανάστασης η UNT έχει υποφέρει ένα χείμαρρο συκοφαντιών από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης . Σε πολλές περιπτώσεις η UNT έχει στιγματιστεί ως «η εργατική ένωση του Τσάβες» ή με άλλα λόγια ως μαριονέτα της σημερινής κυβέρνησης της Βενεζουέλας και όχι μια αυθεντική εργατική ένωση που δημιουργήθηκε για να αγωνιστεί για τα δικαιώματα των εργαζομένων .
Οι ρίζες της UNT μπορούν να αναχθούν χρονικά τον Οκτώβριο του 2001 – χρονική περίοδο που έγιναν οι εκλογές στην εξαρτημένη «εργατική» ένωση CTV. Ιστορικά , η CTV ήταν συνδεμένη με το AD και ποτέ δεν απόλαυσε τον σεβασμό των συνδικαλισμένων ή μη συνδικαλισμένων εργαζομένων της Βενεζουέλας. Τη δεκαετία του ’90 αποδέχτηκε τα σκληρά οικονομικά μέτρα που εφαρμόστηκαν στην Βενεζουέλα από το Δ.Ν.Τ. Δεν αντιτάχθηκε στην ιδιωτικοποίηση του συστήματος υγείας, ούτε αντιτάχθηκε στις περικοπές των ήδη χαμηλών μισθών .
Η γραφειοκρατία της CTV ήταν πάντα εξαιρετικά εχθρική προς την κυβέρνηση του Τσάβες. Αυτό δεν είναι τόσο περίεργο όσο ίσως θα φαινόταν από πρώτη άποψη .Η γραφειοκρατία της CTV είναι ένα από τους κύριους πυλώνες της φιλικής προς τις Η.Π.Α. αντιπολίτευσης. Οι γραφειοκράτες στην κορυφή της CTV δεν εκλέχτηκαν ποτέ.
Το Δεκέμβριο του 1999, ο Τσάβες πήρε την εντολή μέσω ενός δημοψηφίσματος να εκδημοκρατίσει τις εργατικές ενώσεις. Πολλοί στο συνδικαλιστικό κίνημα (συμπεριλαμβανόμενων υποστηρικτών της επανάστασης) θεώρησαν λάθος την ανάμειξη του κράτους στις εσωτερικές υποθέσεις των συνδικάτων και το δημοψήφισμα είχε μικρή συμμετοχή.
Ωστόσο, αυτό άνοιξε το δρόμο για τις εκλογές των εργατικών ενώσεων το 2001. Αυτές οι εκλογές σημαδεύτηκαν από έναν αριθμό αντικανονικών ενεργειών και νοθεία. Εκατοντάδες κάλπες εξαφανίστηκαν και άλλες κάηκαν. Όταν λιγότερο από 50% των ψήφων είχαν καταμετρηθεί οι παλιοί ηγέτες της CTV ανακήρυξαν τους εαυτούς τους ως νικητές των εκλογών. Ακόμη ως σήμερα τα επίσημα αποτελέσματα της καταμέτρησης δεν έχουν ποτέ ανακοινωθεί.
Όταν η CTV υποστήριξε το στρατιωτικό πραξικόπημα και αργότερα το «λοκ άουτ» το «παρατράβηξε» και τοπικοί και περιφερειακοί συνδικαλιστές άρχισαν να αποδεσμεύονται από αυτήν. Η UNT ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 2003 .Τέσσερις μήνες αργότερα διεξήγαγε το πρώτο της εθνικό συνέδριο για να διατυπώσει βασικές αρχές και πρόγραμμα για μια νέα εργατική συνομοσπονδία .
Το πρώτο συνέδριο συγκέντρωσε περισσότερους από 1300 συμμετέχοντες που αντιπροσώπευσαν πάνω από 120 εργατικές ενώσεις και 25 περιφερειακές ομοσπονδίες. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του συνεδρίου ήταν η μαχητική διάθεση των αντιπροσωπειών. Υπήρξαν καλέσματα για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας και την κατάργηση του καπιταλισμού.
Την ίδια ώρα που η πλειοψηφία των συμμετεχόντων διακήρυξε την υποστήριξή της στη Μπολιβαριανή Επανάσταση, εγκρίθηκαν επίσης ψηφίσματα που μιλούσαν ξεκάθαρα για την αναγκαιότητα το συνδικαλιστικό κίνημα να είναι ανεξάρτητο και από τους εργοδότες και από το κράτος .
Την τελευταία περίοδο η UNT έχει ασχοληθεί με την οργάνωση των εργαζομένων σε βιομηχανικές επιχειρήσεις όπως η Ford , η Goodyear , η Firestone , κ.ά .Στον δημόσιο τομέα η UNT κλείνει συμφωνίες με συλλογικές διαπραγματεύσεις με τις υπηρεσίες υγείας και το Υπουργείο Κοινωνικής Ασφάλισης .
Μια ακόμη περίλαμπρη απόδειξη της ανάπτυξης αυτής της οργάνωσης είναι το μέγεθος των πορειών της Πρωτομαγιάς.Το 2003 και τα δυο συνδικαλιστικά κέντρα είχαν πορείες που είχαν ίδιο περίπου μέγεθος, αλλά το 2004 η πορεία της UNT ήταν πολύ μεγαλύτερη από εκείνη της CTV .
Η UNT έχει επίσης ξεκινήσει εκστρατείες για οργανώσει τους εργαζόμενους στον τομέα της πληροφόρησης. Αυτή είναι μια ακόμη απομάκρυνση από την πολιτική της γραφειοκρατίας της CTV. Πάντα αρνούνταν να οργανώσουν αυτούς τους εργαζόμενους παρά το γεγονός ότι αντιπροσώπευαν ένα μεγάλο τμήμα της εργατικής δύναμης της Βενεζουέλας .
Η UNT με όλες τις αδυναμίες της και τα προβλήματά της παίζει ένα ιστορικό ρόλο. Ο ενεργός ρόλος της εργατικής τάξης στην επανάσταση είναι θεμελιώδης για την επιτυχία της. Όπως ο Μαρξ εξήγησε πολύ καιρό πριν , η εργατική τάξη είναι η τάξη στην κοινωνία που παίζει τον πιο σημαντικό ρόλο στην καπιταλιστική παραγωγή . Τίποτε δεν κινείται χωρίς την άδεια της εργατικής τάξης .
Ο συνδικαλιστής από την εργατική ένωση της ομόσπονδης πολιτείας του Λάρα Ρικάρντο Γκαλιντέζ ήταν ένας από του αντιπροσώπους που παρακολούθησε το ιδρυτικό της συνέδριο. Πρόσφατα , δήλωσε :
«Οι εργαζόμενοι έχουν αυξήσει τον ενεργητικό τους ρόλο στην όλη διαδικασία. Συμμετείχαν στο μαζικό κίνημα που ακολούθησε την 11η Απριλίου ( η ημερομηνία του πραξικοπήματος ) για να διασώσουν τον πρόεδρο . Λίγο αργότερα δημιουργήσαμε την UNT η οποία γεννήθηκε με αδυναμίες, αλλά κέρδισε δύναμη όλα αυτά τα τελευταία δυο χρόνια ». ( «Μόρνινγκ Σταρ», 31 Ιανουαρίου 2005) .