Ο Ιησούς Χριστός και το Εβραϊκό Προλεταριάτο της εποχής του
«Μη νομίσητε ότι ήλθον να βάλω ειρήνην επί την γην, δεν ήλθον να βάλω ειρήνην, αλλά μάχαιραν» – Ιησούς, Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, 10, στιχ. 34
ΠΡΩΤΟ: Δεν υπήρχε μεγάλη πόλη την εποχή του Χριστού, που να μην είχε ένα πολυάριθμο εξαθλιωμένο προλεταριάτο. Ύστερα από τη Ρώμη, ερχόταν η Ιερουσαλήμ, που σχετικά, είχε τον μεγαλύτερο αριθμό τέτοιων προλετάριων. Κι αυτό, γιατί οι δυο αυτές πόλεις, ήταν οι μεγαλύτερες σ’ όλη την Αυτοκρατορία. Όπως είδαμε, οι χειροτέχνες βρίσκονταν πολύ κοντά στο προλεταριάτο αυτό. Και κατά κανόνα, δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά άνθρωποι που δούλευαν στα σπίτια τους, που και σήμερα θεωρούνται σαν προλετάριοι. Συχνά, η υπόθεσή τους ήταν κοινή με την υπόθεση των ζητιάνων και των χαμάληδων.
Κι όπου τύχαινε να συγκεντρώνονται σε μεγάλο αριθμό παρόμοια, χωρίς περιουσία, στρώματα λαού, εκεί και γίνονταν ιδιαίτερα μαχητικά. Δεν είχαν τίποτε να κερδίσουν, με το να είναι υπομονετικοί. Η συναίσθηση, ότι αυτοί ήταν οι πολλοί, τους έκανε θαρραλέους. Εκτός απ’ αυτό, ήταν δύσκολο για το στρατό να υπολογίζει στην υπεροχή του, μέσα στους στενούς και πολυδαίδαλους δρόμους της εποχής εκείνης. Οι προλετάριοι των πόλεων, δεν άξιζαν και τόσο από στρατιωτική άποψη, όταν επρόκειτο να πάρουν μέρος σε μια ανοιχτή μάχη, αλλά ήταν άριστοι για τις οδομαχίες. Κι αυτό, φάνηκε στα γεγονότα της Αλεξάνδρειας και της Ιερουσαλήμ.
Στην Ιερουσαλήμ, το προλεταριάτο αυτό, είχε τέτοια ορμητικότητα για μάχη, που δεν την είχαν οι νοικοκυραίοι και οι διανοούμενοι, που συγκροτούσαν τον στρατό των Φαρισαίων. Σε ομαλούς καιρούς, είναι αλήθεια, ότι οι προλετάριοι άφηναν τους εαυτούς τους να καθοδηγούνται από τους Φαρισαίους. Με την αντίθεση όμως, ανάμεσα στην Ιερουσαλήμ και τη Ρώμη, που όλο κι εντεινόταν περισσότερο και η αποφασιστική στιγμή πλησίαζε, όλο και πιο πολύ οι Φαρισαίοι πρόσεχαν και ακόμα φοβούνταν το προωθούμενο προλεταριάτο, στην εντεινόμενη σύγκρουσή τους.
Το τελευταίο, είχε και την σημαντική υποστήριξη του πληθυσμού της Γαλιλαίας, όπου οι χωρικοί με τα μικρονοικοκυριά τους και τα λίγα κοπάδια τους, είχαν ξεζουμιστεί από τους φόρους και την τοκογλυφία και είχαν είτε ξεπουληθεί σαν δούλοι, για τα χρέη τους, ή απαλλοτριωθεί, όπως αυτό συνέβαινε σ’ ολόκληρη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς, θα πρέπει να είχαν έρθει στην Ιερουσαλήμ, αυξάνοντας έτσι το προλεταριάτο της πόλης. Όμως, οι πιο δραστήριοι από τους απελπισμένους και απαλλοτριωμένους αγρότες, θα έπρεπε να είχαν τραβήξει τον δρόμο της εξέγερσης και της ανταρσίας, όπως αυτό συνέβαινε και σ’ άλλα μέρη της Αυτοκρατορίας. Οι κοντινές αποστάσεις, ανάμεσα στις ερήμους, που βοηθούσαν στο να διατηρούνται οι συνήθειες των Βεδουίνων ζωντανές, διευκόλυναν τον αγώνα τους, προσφέροντάς τους πολλά κρησφύγετα, που μόνο ένας ντόπιος μπορούσε να τα γνωρίζει. Η Γαλιλαία, με την ανώμαλή της έκταση, που ήταν γεμάτη σπηλιές, προσφερόταν στη δράση των συμμοριών. Το έμβλημα, που κάτω απ’ αυτό πολεμούσαν οι συμμορίτες, ήταν ο ερχομός του Μεσσία. Λήσταρχοι ανακήρυσσαν τους εαυτούς τους Μεσσίες, ή τουλάχιστον προδρόμους του, και φανατικοί που νόμιζαν ότι ο προορισμός τους είναι να γίνουν προφήτες ή και Μεσσίες ακόμα γίνονταν λήσταρχοι.
Οι ληστές της Γαλιλαίας και οι προλετάριοι της Ιερουσαλήμ, βρίσκονταν σε στενή επαφή κι ο ένας υποστήριζε τον άλλο, μέχρι που τελικά συγκρότησαν από κοινού ένα κόμμα ενάντια στους Φαρισαίους, το κόμμα των Ζηλωτών. Η αντίθεση ανάμεσα στις δυο ομάδες μοιάζει σε πολλά σημεία με την αντίθεση που υπήρχε μεταξύ των Γιρονδίνων και των Ιακωβίνων.
Ο δεσμός ανάμεσα στους προλετάριους της Ιερουσαλήμ και τις ένοπλες δυνάμεις της Γαλιλαίας, έρχεται στο προσκήνιο τις μέρες του Χριστού.
Κατά την περίοδο της τελευταίας αρρώστιας του Ηρώδη (το 4 π.Χ.), ο λαός της Ιερουσαλήμ επαναστάτησε ενάντια στις καινοτομίες του. Και πάνω από όλα, η αγανάκτησή του κατευθύνθηκε ενάντια σ’ ένα χρυσό αετό, που είχε τοποθετήσει ο Ηρώδης πάνω στο Ναό. Η εξέγερση καταστάλθηκε ένοπλα. Μετά τον θάνατο όμως του Ηρώδη, ο λαός ξεσηκώθηκε άλλη μια φορά το Πάσχα. Και η εξέγερση αυτή, ήταν τόσο βίαιη, που τα στρατεύματα του Αρχέλαου – γιου του Ηρώδη – χρειάστηκε να χύσουν πολύ αίμα για να την καταπνίξουν. Τρεις χιλιάδες Εβραίοι σφάχτηκαν. Κι όμως, ούτε κι αυτό γονάτισε τη μαχητικότητα του λαού της Ιερουσαλήμ. Όταν ο Αρχέλαος έφυγε στην Ρώμη, για να αναγνωριστεί εκεί σαν βασιλιάς, ο λαός ξεσηκώθηκε και πάλι. Τώρα πια, επενέβησαν οι Ρωμαίοι. Την εποχή εκείνη, κυβερνήτης της Συρίας ήταν ο Βάρος, αυτός που αργότερα σκοτώθηκε σε μάχη ενάντια στους Τσερούσκους της Γερμανίας. Έτρεξε στην Ιερουσαλήμ, κατέπνιξε την επανάσταση και μετά γύρισε στην Αντιόχεια, αφήνοντας στην Ιερουσαλήμ μια λεγεώνα κάτω από τις διαταγές του έπαρχου Σαβίνου. Ο Σαβίνος ήταν τόσο σίγουρος για την στρατιωτική του δύναμη, ώστε στρίμωξε τους Εβραίους στον τοίχο λεηλατώντας τους και ληστεύοντάς τους κατά βούληση.
Κατά την Πεντηκοστή, στην Ιερουσαλήμ, συγκεντρώθηκε πολύς λαός, και ιδιαίτερα Γαλιλαίοι. Ήταν αρκετά δυνατοί, για να κυκλώσουν την Ρωμαϊκή λεγεώνα, μαζί με τους μισθοφόρους που είχε επιστρατεύσει ο Ηρώδης και που άφησε κληρονομιά στο γιο του. Μάταια οι Ρωμαίοι έκαναν εξορμήσεις, όπου σκότωναν πολλούς Εβραίους. Οι πολιορκητές δεν αδυνάτιζαν. Πέτυχαν μάλιστα να κερδίσουν μέρος των στρατευμάτων του Ηρώδη με το μέρος τους.
Ταυτόχρονα, η επανάσταση ξαπλωνόταν σ’ όλη τη χώρα. Οι συμμορίτες της Γαλιλαίας ενισχύθηκαν με ισχυρά τμήματα επιστρατευμένων και συγκρότησαν ολόκληρες στρατιές. Οι αρχηγοί τους αυτοχρίζονταν Βασιλείς των Ιουδαίων, δηλαδή Μεσσίες. Ιδιαίτερα, διακρίθηκε ανάμεσά τους ο Ιούδας, που ο πατέρας του Ιεζεκίας ήταν φημισμένος ληστής και σαν τέτοιος εκτελέστηκε (το 47 π.Χ.). Στην Περσία, ο Σίμων, ένας πρώην σκλάβος του Ηρώδη, συγκρότησε μια συμμορία. Ένα τρίτο συγκρότημα διοικούνταν από τον βοσκό Αθρόνγκη.
Οι Ρωμαίοι κατέπνιξαν την επανάσταση, με μεγάλη δυσκολία κι αφού ήρθε σε βοήθεια της πολιορκημένης στην Ιερουσαλήμ λεγεώνας, ο Βάρος, με δύο λεγεώνες και πολλές εφεδρικές δυνάμεις. Επακολούθησε μια ανείπωτη σφαγή και λεηλασία. Δύο χιλιάδες αιχμάλωτοι σταυρώθηκαν και πολλοί άλλοι πουλήθηκαν σκλάβοι. Όλα αυτά γίνονταν την εποχή που τοποθετείται η γέννηση του Χριστού.
Επακολούθησε ησυχία για μερικά χρόνια, όχι όμως και για πολύ. Το 6 μ. Χ. η Ιουδαία υποτάχθηκε άμεσα στους Ρωμαίους. Το πρώτο μέτρο που πήραν οι Ρωμαίοι, ήταν να κάνουν μια απογραφή για φορολογικούς σκοπούς. Επακολούθησε μια νέα προσπάθεια εξέγερσης, από τον Ιούδα τον Γαυλωνίτη, τον ίδιο που είχε γίνει τόσο γνωστός με την εξέγερση πριν δέκα χρόνια. Συμμάχησε με τον Φαρισαίο Σαδδούκο, που επρόκειτο να ξεσηκώσει τον λαό της Ιερουσαλήμ. Η προσπάθεια απέτυχε, αλλά οδήγησε στην διάσπαση ανάμεσα στις μάζες του απλού λαού και τους επαναστάτες Γαλιλαίους από την μια και τους Φαρισαίους από την άλλη. Ήταν μαζί στην εξέγερση του 4 π. Χ. Οι Φαρισαίοι είχαν πια βαρεθεί και σαν αντιπολίτευση σ’ αυτούς εμφανιζόταν τώρα το κόμμα των Ζηλωτών. Από την εποχή αυτή, μέχρι και την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, οι φωτιές της εξέγερσης δεν είχαν σβήσει ούτε στην Γαλιλαία, ούτε στην Ιουδαία.
ΔΕΥΤΕΡΟ: Τελικά, η κατάσταση αυτή οδήγησε στην γενική μεγάλη εξέγερση, την εποχή του Φλώρου, όταν ο λαός ξεσηκώθηκε μ’ όλη του τη δύναμη, ενάντια στους βασανιστές του. Κι όταν ο Φλώρος αποπειράθηκε να ληστέψει το Ναό τον Μάη του ’66, τότε πια εξαγριώθηκε ολόκληρη η Ιερουσαλήμ, ή μάλλον τα κατώτερα στρώματα της Ιερουσαλήμ. Η πλειοψηφία από όσους είχαν περιουσία, τόσο οι Φαρισαίοι, όσο και οι Σαδδουκαίοι, φοβήθηκαν την εξέγερση κι επιθυμούσαν την ειρήνη. Μαζί με την εξέγερση κατά των Ρωμαίων άρχισε και ο εμφύλιος πόλεμος. Το πολεμικό κόμμα νίκησε. Το κόμμα της ειρήνης νικήθηκε στις οδομαχίες, αλλά η Ρωμαϊκή φρουρά της Ιερουσαλήμ, αναγκάστηκε να αποσυρθεί και κατά την υποχώρησή της να συντριβεί.
Το μαχητικό ηθικό των επαναστατών είχε ανέβει τόσο ψηλά, ώστε να μπορέσουν να διαλύσουν και μια φάλαγγα από 30.000 άνδρες, με επικεφαλής τον Σύριο άρχοντα Κέστιο Γάλλο, που ερχόταν προς βοήθεια.
Οι Εβραίοι και μέσα κι έξω από την Παλαιστίνη, ξεσηκώνονταν σε μια γενική εξέγερση. Η εξέγερση των Εβραίων στην Αλεξάνδρεια απαίτησε την αποστολή όλων των στρατιωτικών δυνάμεων των Ρωμαίων στην Αίγυπτο.
Φυσικά, δεν υπήρχε καμιά δυνατότητα για τους Εβραίους με τις αδύνατες και κατ’ εξοχήν αστικές δυνάμεις τους, να νικήσουν τη Ρώμη. Θα μπορούσαν όμως, να αναγκάσουν τη Ρώμη να αφήσει ήσυχη την Ιουδαία, για κάπως περισσότερο χρόνο, αν οι επαναστάτες, έπειτα από τις πρώτες επιτυχίες τους, συνέχιζαν μ’ ένταση την επίθεσή τους. Οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν σύντομα, τους βοήθησαν. Τον δεύτερο κιόλας χρόνο του Εβραϊκού πολέμου, οι στρατιώτες, στο δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας, επαναστάτησαν ενάντια στον Νέρωνα και οι μάχες ανάμεσα στις λεγεώνες συνεχίστηκαν και μετά τον θάνατό του (9 Ιούνη 68 μ. Χ.). Ο αρχιστράτηγος του στρατού, που είχε αναλάβει την υποταγή της Ιουδαίας, έδωσε περισσότερη σημασία στα γεγονότα της Δύσης, όπου κινδύνευε ο θρόνος, παρά στον μικρό τοπικό πόλεμο.
Μια μικρή ευκαιρία, που είχαν οι επαναστάτες, τους ξέφυγε κι αυτή. Ήταν βέβαιο ότι οι κατώτερες τάξεις, που είχαν κηρύξει τον πόλεμο, νίκησαν το Εβραϊκό κόμμα της ειρήνης, οι πλούσιοι όμως και οι μορφωμένοι είχαν αρκετή επιρροή ακόμα για να πάρουν την καθοδήγηση του πολέμου ενάντια στους Ρωμαίους στα χέρια τους. Αυτό σήμαινε πως ο πόλεμος διεξαγόταν με μισή καρδιά κι όχι με τον σκοπό να σαρώσουν τον εχθρό, αλλά απλώς, να αντισταθούν σ’ αυτόν. Επιτέλους οι επαναστάτες είδαν πόσο χλιαροί στην καθοδήγηση του αγώνα ήταν οι αρχηγοί τους, κι έπειτα απ’ αυτό οι Ζηλωτές, κατάφεραν να πάρουν την ηγεσία στα χέρια τους.
Την ανεπιτυχή πορεία των γεγονότων, το φανατικό λαϊκό κόμμα την απέδιδε – κι όχι χωρίς λόγο – στην μέχρι τώρα έλλειψη δραστηριότητας στην διεξαγωγή του πολέμου. Οι άνθρωποι του λαού κατέβαλλαν όλες τις προσπάθειές τους, απωθώντας τους προηγούμενους ηγέτες τους. Και μια και οι τελευταίοι δεν παρέδιδαν τις θέσεις τους θεληματικά, άρχισε ένας φοβερά αιματηρός εμφύλιος πόλεμος στην Ιερουσαλήμ, τον χειμώνα του 67 με 68 μ. Χ., με σκηνές τρόμου, που δεν θα μπορούσε να τις συναντήσει κανείς πουθενά αλλού, εκτός ίσως από την πρώτη Γαλλική Επανάσταση.
Η σύγκριση με την Γαλλική Επανάσταση θα ξαφνιάσει κάθε παρατηρητή των γεγονότων αυτών. Πάντως, για την Γαλλία, η Τρομοκρατία, ήταν ένας τρόπος για να σωθεί η επανάσταση και να εξασφαλίσει μια νικηφόρα πορεία ενάντια στην Ευρώπη ολόκληρη. Για την Ιερουσαλήμ όμως, μια παρόμοια έκβαση ήταν αδύνατη, λόγω της ίδιας της φύσης των συνθηκών που υπήρχαν. Το κράτος του τρόμου των κατωτέρων τάξεων, ήταν κάτι που ήρθε πολύ αργά για ν’ ανακουφίσει κάπως το Εβραϊκό κράτος, που οι μέρες του κι έτσι ήταν μετρημένες. Μπορούσε μόνο να παρατείνει τον πόλεμο, ν’ αυξήσει τα βάσανα και να κάνει την οργή του μελλοντικού νικητή ακόμα πιο άτεγκτη. Θα πρόσφερε όμως και στον κόσμο ένα μνημείο ηθικού μεγαλείου, ηρωισμού και αφοσίωσης, που θα ορθωνόταν όλο και πιο επιβλητικά, ενάντια στην κακομοιριά της γενικής δειλίας και του φιλοτομαρισμού της εποχής εκείνης.
Και ήταν όλοι οι Εβραίοι της Ιερουσαλήμ, που συνέχισαν τον άπελπι αγώνα ενάντια σ’ ένα δυναμικά υπέρτερο εχθρό, για άλλα τρία χρόνια, μέχρι τον Σεπτέμβρη του 70 μ. Χ., με μια σειρά από τις πιο σκληρές, τις πιο αποφασιστικές αμυντικές μάχες, καλύπτοντας κάθε σπιθαμή γης, που παρέδιδαν με τα πτώματά τους, και, τέλος, εξασθενημένοι από την πείνα και τις αρρώστιες, έκαναν τάφους τους τα ερείπια, που ακόμα κάπνιζαν. Οι ιερείς και οι γραμματείς, οι μεγιστάνες του εμπορίου, είχαν στην πλειοψηφία τους, από τις αρχές ήδη της πολιορκίας καταφύγει σ’ εξασφαλισμένα μέρη. Ήταν οι μικροτεχνίτες, οι καταστηματάρχες και οι προλετάριοι, που έγιναν οι ήρωες του έθνους, μαζί φυσικά με τους προλεταριοποιημένους αγρότες της Γαλιλαίας, που είχαν πάει κι αυτοί να βοηθήσουν την Ιερουσαλήμ.
Τέτοια ήταν η κατάσταση, όταν άρχισε να εμφανίζεται η Χριστιανική κοινότητα.
ΤΡΙΤΟ: Θα έπρεπε, ωστόσο, να παραδεχτεί κανείς, πως μέσα στο θέαμα αυτό των αιμάτων και οδυρμών, που αποτελεί την ιστορία της Ιουδαίας την εποχή του Χριστού, υπάρχει κι ένα φαινόμενο, που δημιουργεί την εντύπωση κάποιου ειρηνικού ειδυλλίου. Πρόκειται για την αίρεση των Εσσένων ή Εσσαίων, που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά, γύρω από το 150 π. Χ. – κατά τον Ιώσηπο – και κράτησε μέχρι την καταστροφή της Ιερουσαλήμ. Από τότε, εξαφανίζεται από την ιστορία η αίρεση αυτή.
Η προέλευσή τους, όπως και των Ζηλωτών, ήταν προλεταριακή, η φύση τους όμως, ήταν εντελώς διαφορετική. Οι Ζηλωτές δεν ανέπτυξαν κανένα δικό τους κοινωνικό σύστημα. Διέφεραν από τους Φαρισαίους, όχι ως προς τον σκοπό, αλλά ως προς τα μέσα, την σκληρότητα και την βιαιότητα, με τα οποία προσπαθούσαν να πετύχουν τον σκοπό τους. Κι όταν θα πραγματοποιούνταν ο σκοπός τους και η Ιερουσαλήμ θα αντικαθιστούσε τη Ρώμη στην κυριαρχία του κόσμου, με αποτέλεσμα όλα τα πλούτη του Ρωμαϊκού λαού να πηγαίνουν στους Εβραίους, τότε πια θα ερχόταν και το τέλος στα βάσανα όλων των τάξεων. Κι έτσι, ο εθνικισμός φαινόταν ν’ αχρηστεύει τον σοσιαλισμό, ακόμα και για τους προλετάριους. Εκείνο που ξεχώριζε τους Ζηλωτές από προλεταριακή πλευρά, ήταν η δραστηριότητα και ο φανατισμός του πατριωτισμού τους.
Δεν ήθελαν όμως όλοι οι προλετάριοι να περιμένουν τον καιρό που θα ερχόταν ο Μεσσίας, για να αρχίσει η καινούργια κοσμοκρατορία της Ιερουσαλήμ. Πολλοί επεδίωκαν να καλυτερέψουν την θέση τους αμέσως, και μια και με την πολιτική δεν φαινόταν να κερδίζουν τίποτε, γρήγορα άρχισαν να οργανώνονται οικονομικά.
Έτσι θα έπρεπε να σκέφτονταν για να φτάσουν στην νοοτροπία του Εσσαιανισμού: Πάντως, άλλα αποδεικτικά στοιχεία, πάνω στο ζήτημα αυτό, δεν έχουμε.
Η ίδια η φύση της οργάνωσης αποτελεί ένδειξη του ότι έχουμε να κάνουμε μ’ ένα καθαρά διαγραφόμενο κομμουνισμό. Ζούσαν σε κοινόβια, την εποχή του Ιώσηπου, με 4.000 άτομα στο καθένα, σε διάφορα χωριά και αγροπόλεις της Ιουδαίας.
Ο Φίλων γράφει: «Ζουν εκεί όλοι μαζί, οργανωμένοι σε σωματεία και συλλόγους φιλίας και δείπνου (κατά θιάσους, εταιρείας και συσσίτια ποιούμενοι) και συχνά ασχολούνταν με δουλειές της κοινότητας. Κανένας τους δεν θέλει να έχει δικιά του περιουσία, ούτε σπίτι, ούτε δούλο, ούτε ένα κομμάτι γης, ούτε κοπάδια και γενικά τίποτε, που θα αποτελούσε πλούτο. Αλλά τα βάζουν όλα μαζί κάτω, σαν κοινή περιουσία και τα χρησιμοποιούν από κοινού. Τα λεφτά, που βγάζουν από την δουλειά τους κατά διάφορους τρόπους, τα παραδίδουν σ’ έναν αιρετό διαχειριστή. Αυτός, μ’ αυτά αγοράζει ότι χρειάζεται και τους δίνει αρκετή τροφή και οτιδήποτε άλλο τους χρειάζεται για τη ζωή».
ΤΕΤΑΡΤΟ: Ο κομμουνισμός τους έφτανε στα άκρα. Ακόμα και σ’ αυτά τα ρούχα τους. Ο Φίλων γράφει: «Σ’ αυτούς, όχι μόνο το φαγητό, αλλά και ο ιματισμός ήταν κοινός. Γιατί υπάρχουν βαριά χειμωνιάτικα ρούχα για τον χειμώνα και ελαφρότερες ενδυμασίες για το καλοκαίρι, έτσι ώστε ο καθένας να τα χρησιμοποιεί όποτε θέλει. Γιατί ότι έχει ο καθένας θεωρείται περιουσία όλων, κι ότι έχουν όλοι θεωρείται περιουσία του καθενός».
Αποδοκίμαζαν την δουλεία. Βασική τους απασχόληση ήταν η γεωργία. Ασχολούνταν όμως και με τις χειροτεχνίες. Εκείνο που απαγορευόταν μαζί με το εμπόριο ήταν η παραγωγή ειδών πολυτελείας και όπλων για τον πόλεμο.
Η βάση ολόκληρου του κομμουνιστικού τους συστήματος ήταν η κοινότητα κατανάλωσης κι όχι κοινωνικής παραγωγής. Κάπου αναφέρεται και το τελευταίο, αλλά μάλλον πρόκειται για δουλειά που φέρνει χρήματα σε άτομα είτε για μεροκάματα, είτε για πουλημένα εμπορεύματα, πάντως και στην μια και στην άλλη περίπτωση, πρόκειται για δουλειά, που γίνεται έξω από την κοινωνική οργάνωση. Πάντως, όλα τα μέλη της αίρεσης, έχουν κοινό το μέρος που κοιμούνται και που τρώνε. Αυτό είναι εκείνο που τους κρατάει όλους μαζί πάνω απ’ όλα. Πρόκειται για κομμουνισμό στο γενικό τους νοικοκυριό. Αυτό προϋποθέτει την μη ύπαρξη ξεχωριστού νοικοκυριού, ξεχωριστών οικογενειών, ξεχωριστών γάμων.
ΠΕΜΠΤΟ: Η ζωτικότητα του Ιουδαϊσμού έδωσε την υπόσταση και στον Εσσαιανισμό, όχι όμως, μόνο αυτό. Υπήρχαν κι άλλοι παράγοντες, που έκαναν τον Ιουδαϊσμό, ακριβώς να δημιουργήσει το μοναδικό αυτό φαινόμενο.
Γενικά, κατά τον τελευταίο αιώνα πριν από τον Χριστό, διαπιστώνουμε ότι παράλληλα με την μαζική φτώχεια, εντείνεται και η προσπάθεια των προλεταρίων και των φίλων τους να ελαφρύνουν την δυστυχία, με οργανωμένο τρόπο. Τα κοινά δείπνα, τα τελευταία αυτά κατάλοιπα του πρωτόγονου κομμουνισμού, είναι ταυτόχρονα και η απαρχή του νέου κομμουνισμού.
Η ανάγκη για συσπείρωση και αμοιβαία βοήθεια, την εποχή του Ιουδαϊσμού, ήταν ιδιαίτερα έντονη. Οι συμπατριώτες στο εξωτερικό, συσπειρώνονταν πολύ περισσότερο, απ’ ότι στην πατρίδα τους, και κανένας δεν ένιωθε περισσότερο μακριά απ’ την πατρίδα του και δεν βρισκόταν μακριά απ’ αυτήν, όσο ο Εβραίος μακριά από την Ιουδαία. Κι έτσι, οι Εβραίοι, ξεχώριζαν για την αμοιβαία αλληλοβοήθειά τους, που ήταν τόσο χτυπητή, όσο και η απομόνωσή τους από τους εθνικούς.
ΕΚΤΟ: Είδαμε, ότι το καθαρά εθνικό δημοκρατικό κίνημα των Ζηλωτών, δεν ικανοποιούσε πολλά προλεταριακά στοιχεία της Ιερουσαλήμ. Ωστόσο, ούτε και η φυγή από την πόλη στην ύπαιθρο, όπως έκαναν οι Εσσαίοι, ήταν κάτι που άρεσε σ’ όλους. Την εποχή εκείνη, όπως και σήμερα, η φυγή από την ύπαιθρο ήταν πολύ εύκολη, ενώ αντίθετα από την πόλη πολύ δύσκολη. Ο προλετάριος, μαθημένος στη ζωή της πόλης, δεν ένιωθε σαν στο σπίτι του, όταν βρισκόταν στην ύπαιθρο. Ο πλούσιος μπορούσε να βλέπει την εξοχική του βίλα, σαν μια ευχάριστη αλλαγή από την φασαρία της πόλης. Ο προλετάριος, μαθημένος στη ζωή της πόλης, δεν ένιωθε σαν στο σπίτι του, όταν βρισκόταν στην ύπαιθρο. Ο πλούσιος μπορούσε να βλέπει την εξοχική του βίλα, σαν μια ευχάριστη αλλαγή από την φασαρία της πόλης. Ο προλετάριος όμως, γυρνώντας στο χωριό, θα έπρεπε να δουλεύει σκληρά στα χωράφια, να κάνει μια δουλειά δηλαδή, που ούτε την καταλάβαινε, μα ούτε και ήταν γι’ αυτόν.
Επομένως, η μάζα των προλεταρίων, θα έπρεπε να είχε προτιμήσει να μείνει στις πόλεις, στην Ιερουσαλήμ ή αλλού. Ο Εσσαιανισμός δεν τους έδινε ότι τους χρειαζόταν, τουλάχιστον σ’ αυτούς που αποτελούσαν το εξαθλιωμένο προλεταριάτο, που είχαν πια συνηθίσει να ζουν από την κοινωνία σαν παράσιτα.
Κι έτσι, αναγκαστικά, δημιουργήθηκε μια Τρίτη τάση, ρεύμα, παράλληλα με τους Ζηλωτές και τους Εσσαίους, και στην πραγματικότητα τους συνένωνε και τους δυο. Το ρεύμα που βρήκε την έκφρασή του στην κοινότητα των οπαδών του Μεσσία.
Έχει γίνει γενικά παραδεκτό, ότι η Χριστιανική κοινότητα στις αρχές της, αποτελούνταν αποκλειστικά από προλεταριακά στοιχεία, ήταν δηλαδή, μια προλεταριακή οργάνωση. Και συνέχιζε να είναι τέτοια για κάμποσο καιρό, μετά τις πρώτες εκδηλώσεις της.
ΕΒΔΟΜΟ: Το πρώτο πράγμα που συναντάμε, είναι ένα φοβερό ταξικό μίσος ενάντια στους πλούσιους. Το μίσος αυτό, φαίνεται καθαρά στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, στην ιστορία την σχετική με τον Λάζαρο, που γράφτηκε κατά τις αρχές του δεύτερου αιώνα, και που βρίσκεται μόνο σ’ αυτό το Ευαγγέλιο (16, στίχοι 19…). Ο πλούσιος πάει στην κόλαση κι ο φτωχός στους κόλπους του Αβραάμ, κι όχι γιατί ο πλούσιος ήταν αμαρτωλός, ενώ ο φτωχός δίκαιος. Γι’ αυτό δεν γίνεται καθόλου λόγος. Ο πλούσιος τιμωρείται μόνο και μόνο γιατί ήταν πλούσιος. Ο Αβραάμ του λέει: «Τέκνον, ενθυμήθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και ο Λάζαρος ομοίως τα κακά. Τώρα ούτος μεν παρηγορείται, συ δε βασανίζεσαι». Εδώ ξεχειλίζει η δίψα των καταπιεσμένων για εκδίκηση. Στο ίδιο Ευαγγέλιο αναφέρεται ότι ο Ιησούς είπε: «Πως δυσκόλως θέλουσιν εισέλθει εις την βασιλείαν του Θεού οι έχοντες τα χρήματα, διότι ευκολώτερον είναι να περάση κάμηλος δια τρύπης της βελόνης, παρά πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού». (18, στίχοι 24…). Κι εδώ ο πλούσιος τιμωρείται για τα πλούτη του κι όχι για τις αμαρτίες του.
Επίσης, κατά την εν τω Όρει Ομιλίαν (6, στίχοι 20…): «Μακάριοι σεις οι φτωχοί, διότι υμετέρα είναι η βασιλεία του Θεού. Μακάριοι οι πεινώντες τώρα, διότι θέλετε χορτασθή. Μακάριοι οι κλαίοντες τώρα, διότι θέλετε γελάσει… Πλην ουαί εις εσάς τους πλουσίους, διότι απηλαύσατε την παρηγορίαν σας. Ουαί εις εσάς οι κεχορτασμένοι, διότι θέλετε πεινάσει. Ουαί εις εσάς οι γελώντες τώρα, διότι θέλετε πενθήσει και κλαύσει».
Όπως βλέπουμε, το να είσαι πλούσιος και να χαίρεσαι τα πλούτη σου, αποτελεί έγκλημα, που αξίζει την πιο αυστηρή τιμωρία.
Από το ίδιο πνεύμα διαπνέεται και η Επιστολή του Ιακώβου «προς τας δώδεκα φυλάς τας διεσπαρμένας», που χρονολογείται από τα μέσα του δεύτερου αιώνα: «Έλθετε τώρα οι πλούσιοι, κλαύσατε ολολύζοντες δια τας επερχομένας ταλαιπωρίας σας. Ο πλούτος σας εσάπη, και τα ιμάτιά σας έγιναν σκωληκόβρωτα. Ο χρυσός σας και ο άργυρος εσκωρίασε, και η σκωρία αυτών θέλει είσθαι εις μαρτυρίαν εναντίον σας, και θέλει φάγει τας σάρκας σας ως πυρ, εθησαυρίσατε δια τας τελευταίας ημέρας. Ιδού, ο μισθός των εργατών των θερισάντων τα χωράφια σας, τον οποίον εστερήθησαν από σας, κράζει, και αι κραυγαί των θερισάντων εισήλθον εις τα ώτα Κυρίου Σαβαώθ. Ετρυφήσατε επί της γης, και εσπαταλήσατε. Εθρέψατε τας καρδίας σας ως εν ημέρα σφαγής. Κατεδικάσατε, εφονεύσατε τον δίκαιον. Δεν σας αντιστέκεται. Μακροθυμήσατε λοιπόν, αδελφοί, έως της παρουσίας του Κυρίου» (5, στίχοι 1-7).
Ακόμα απειλεί και τους πλούσιους, που βρίσκονται μέσα στις γραμμές των πιστών: «Ας καυχάται δε ο αδελφός ο ταπεινός εις το ύψος αυτού. Ο δε πλούσιος εις την ταπείνωσιν αυτού, επειδή ως άνθος χόρτου θέλει παρέλθει. Διότι ανέτειλεν ο ήλιος με τον καύσωνα, και εξήρανε το χόρτον, και το άνθος αυτού εξέπεσεν, και το κάλλος του προσώπου αυτού ηφανίσθη, ούτω και ο πλούσιος θέλει μαρανθή εν ταις οδοίς αυτού… Ακούσατε, αδελφοί μου αγαπητοί. Δεν εξέλεξεν ο Θεός τους φτωχούς του κόσμου τούτου, πλουσίους εν πίστει, και κληρονόμους της βασιλείας, την οποίαν υπεσχέθη προς τους αγαπώντας αυτόν; Σεις όμως ητιμάσατε τον φτωχόν. Δεν σας καταδυναστεύουσιν οι πλούσιοι, και αυτοί σας σύρουσιν εις κριτήρια; Αυτοί δεν βλασφημούσι το καλόν όνομα με το οποίον ονομάζεσθε;» (Ιάκωβος 1, στίχοι 9-11, και 11, στίχοι 5 με 7).
ΟΓΔΟΟ: Λόγω της έντονης προλεταριακής σφραγίδας, που έφερε η κοινότητα, ήταν φυσικό να τείνει να αποκτήσει και μια κομμουνιστική μορφή οργάνωσης. Στις Πράξεις των Αποστόλων αναφέρεται: «Και ενέμενον εν τη διδαχή των αποστόλων, και εν τη κοινωνία και εν τη κλάσει του άρτου και εν ταις προσευχαίς… Και πάντες οι πιστεύοντες ήσαν ομού, και είχον τα πάντα κοινά. Και τα κτήματα και τα υπάρχοντα αυτών επώλουν και διεμοίραζον αυτά εις πάντας, καθ’ ην έκαστος είχε χρειάν (2, στίχοι 42…). Του δε πλήθους των πιστευσάντων η καρδία και η ψυχή ήτο μία. Και ουδέ εις έλεγεν ότι είναι εαυτού τι εκ των υπαρχόντων αυτού, αλλ’ είχον τα πάντα κοινά… Επειδή ουδέ ήτο τις μεταξύ αυτών ενδεής. Διότι όσοι ήσαν κτήτορες αγρών ή οικιών, πωλούντες έφερον τας τιμάς των πωλουμένων, και έθετον εις τους πόδας των αποστόλων, και διεμοιράζετο εις έκαστον κατά την χρειάν την οποίαν είχεν» (4, στίχοι 32…).
Όλοι μας ξέρουμε ότι ο Ανανίας και η Σαπφίρα, που κράτησαν μερικά από τα χρήματά τους από την κοινότητα, τιμωρήθηκαν με θάνατο αμέσως έπειτα από θεία δίκη.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, που ονομάσθηκε έτσι για την ορμητική του ευφράδεια και που ήταν ένας άφοβος κριτής της εποχής του (347 με 407), ερμήνευσε την παραπάνω περιγραφή του πρωτόγονου Χριστιανικού κομμουνισμού με μια επιχειρηματολογία για τα πλεονεκτήματά του, που είναι πολύ ρεαλιστικά οικονομική και δεν διαπνέεται καθόλου από έκσταση ή ασκητισμό. Αυτό βρίσκεται στην ενδέκατη προσευχή του, για τις Πράξεις των Αποστόλων. Γράφει: «Κι ήταν όλοι ευλογημένοι, μια και κανενός δεν του έλειπε τίποτε, αφού όλοι τους συνεισέφεραν εθελοντικά, ώστε να μην υπάρχουν φτωχοί. Κι αυτό, γιατί δεν έδιναν ένα μέρος μόνο, κρατώντας το άλλο για τον εαυτό τους, έδιναν όλα όσα είχαν. Ανάμεσά τους δεν υπήρχε ανισότητα και ζούσαν σε μεγάλη αφθονία, κι όλα αυτά γίνονταν κατά τον πιο αξιέπαινο τρόπο. Δεν τολμούσαν να δώσουν την προσφορά τους στους ίδιους, που είχαν ανάγκη, ούτε και με αίσθημα αφ’ υψηλού συγκαταβατικότητας, αλλά κατέθεταν τις προσφορές τους στα πόδια των αποστόλων και άφηναν σ’ αυτούς να αποφασίσουν, πώς θα μοιρασθούν τα δώρα. Κι ότι χρειαζόταν καθένας το έπαιρνε τότε από το ταμείο της κοινότητας κι όχι από την ιδιωτική περιουσία των άλλων. Με τον τρόπο αυτό και οι δωρητές δεν γίνονταν υπεροπτικοί.
Κι αν κάνουμε σήμερα ότι μπορούμε, όλοι μας θα ζούμε πιο ευτυχισμένοι, το ίδιο οι πλούσιοι όπως και οι φτωχοί. Κι οι φτωχοί δεν θα κέρδιζαν περισσότερα από τους πλούσιους… γιατί αυτοί που εδώρησαν δεν έγιναν φτωχοί, αλλά έκαναν τους φτωχούς επίσης πλούσιους.
Ας φανταστούμε για μια στιγμή ότι συμβαίνουν τα παρακάτω: Όλοι δίνουν όλα όσα έχουν σ’ ένα κοινό ταμείο. Κανέναν δεν θα απασχολούσε ιδιαίτερα το ζήτημα αυτό, ούτε τους πλούσιους, αλλά ούτε και τους φτωχούς. Πόσα λεφτά νομίζετε ότι θα μαζεύονταν; Υπολογίζω – κι αυτό γιατί δεν μπορώ να είμαι βέβαιος – πως αν ο καθένας δώσει όλα τα λεφτά του, τα κτήματά του και τα σπίτια του (δεν θα μιλήσω για δούλους, γιατί οι πρώτοι Χριστιανοί δεν είχαν δούλους, επειδή τους άφηναν ελεύθερους), τότε θα μαζεύονταν ένα εκατομμύριο φούντια χρυσάφι, και πολύ πιθανό ίσως και δυο – τρεις φορές η ποσότητα αυτή. Και τότε πέστε μου, πόσους κατοίκους έχει η πόλη μας (η Κωνσταντινούπολη); Πόσους Χριστιανούς; Δεν θα είναι κάπου εκατό χιλιάδες; Και πόσοι εθνικοί και Εβραίοι; Πόσες χιλιάδες φούντια χρυσάφι θα μαζεύονταν!! Και πόσους φτωχούς έχουμε; Αμφιβάλλω αν θα είναι περισσότεροι από πενήντα χιλιάδες. Τι θα χρειάζονταν για να τους τρέφουμε καθημερινά; Αν όλοι τους έτρωγαν σε κοινό τραπέζι, τότε δεν θα στοίχιζε και πολύ ακριβά. Και τι δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε με τον τεράστιο μας θησαυρό!
Φαντάζεσθε πώς θα μπορούσαμε ποτέ να τον εξαντλήσουμε! Και μήπως η ευλογία του Θεού, δεν θα μας κάνει χίλιες φορές πιο πλούσιους; Δεν θα μεταφέρουμε την ουράνια ζωή στη Γη; Κι αν όλα αυτά είχαν σημειώσει τόση επιτυχία με τις τρεις ως πέντε χιλιάδες (τους πρώτους Χριστιανούς), ώστε κανένας να μη βρίσκεται σε ανάγκη, πόσα περισσότερα θα μπορούσαμε να κάνουμε εμείς, πόσα περισσότερα θα μπορούσαμε να κάνουμε εμείς, που είμαστε τόσοι πολλοί; Και μήπως κάθε καινούργιος, που θα έρχεται δεν θα προσθέτει κι αυτός κάτι ακόμα; Η κατανομή της ιδιοκτησίας είναι η αιτία, που προκαλεί περισσότερα έξοδα και μαζί μ’ αυτά και την φτώχεια».
ΕΝΑΤΟ: Από τον δεύτερο αιώνα και πέρα, μια υπομονητική πειθαρχία κυριαρχούσε στον Χριστιανισμό. Ο Ιουδαϊσμός τον προηγούμενο αιώνα, ήταν κάτι το διαφορετικό. Και είδαμε πόσο ανυπότακτα ήταν τα στρώματα εκείνα των Εβραίων, που περίμεναν την εποχή εκείνη τον Μεσσία, και ιδιαίτερα οι προλετάριοι της Ιερουσαλήμ και οι συμμορίες της Γαλιλαίας, τα ίδια αυτά στοιχεία από τα οποία δημιουργήθηκε ο Χριστιανισμός. Και η προφανέστερη εκδοχή είναι, πως ο Χριστιανισμός ήταν βίαιος στις αρχές του.
ΔΕΚΑΤΟ: Ο Ιησούς κηρύσσει: «Πυρ ήλθον να βάλω εις την γην, και τι θέλω, εάν ήδη ανήφθη; Βάπτισμα δεν έχω να βαπτισθώ, και πόσο στενοχωρούμαι εωσού εκτελεστή; Νομίζετε ότι ήλθον να δώσω ειρήνην εν τη γη; Ουχί σας λέγω, αλλά διαχωρισμόν. Διότι από του νυν θέλουσιν είσθαι πέντε εν οίκω ενί διακεχωρισμένοι, οι τρεις κατά των δύο, και οι δύο δύο κατά των τριων» (Κατά Λουκάν, 12 στιχ. 49 και συν.).
Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, λέει απερίφραστα: «Μη νομίσητε ότι ήλθον να βάλω ειρήνην επί την γην, δεν ήλθον να βάλω ειρήνην, αλλά μάχαιραν» (10, στιχ. 34.).
Φθάνοντας την Μεγάλη Εβδομάδα στην Ιερουσαλήμ, διώχνει τους αργυραμοιβούς από τον Ναό, πράγμα που είναι ακατανόητο να το είχε πετύχει μόνος του, χωρίς την βίαιη δράση μεγάλης μάζας λαού, που είχε προηγούμενα εξεγείρει.
Λίγο αργότερα κατά τον Μυστικό Δείπνο, ακριβώς πριν από την καταστροφή, ο Ιησούς λέει στους μαθητές του: «Αλλά τώρα, όστις έχει βαλάντιον, ας λάβη αυτό μεθ’ εαυτού, ομοίως και σακκίον, και όστις δεν έχει, ας πωλήσει το ιμάτιον αυτού, και ας αγοράσει μάχαιραν».
ΕΝΔΕΚΑΤΟ: Η κατάσταση όμως άλλαξε με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ. Μαζί με την Εβραϊκή κοινότητα εξαφανίστηκαν και τα τελευταία ίχνη της δημοκρατικής αντιπολίτευσης στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Τον ίδιο περίπου καιρό σταμάτησαν και οι εμφύλιοι πόλεμοι ανάμεσα στους Ρωμαίους.
Στους δύο αιώνες από τους Μακκαβαίους μέχρι την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο, η λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου βρισκόταν σε συνεχή αναβρασμό. Το ένα καθεστώς έπεφτε ύστερα από το άλλο. Το ένα έθνος πίσω από το άλλο έχανε την ανεξαρτησία του και την κυρίαρχη θέση του. Η δύναμη, που άμεσα είτε έμμεσα, προκάλεσε όλες αυτές τις επαναστάσεις, η Ρωμαϊκή κοινοπολιτεία, κατακομματιάσθηκε από τις πιο θυελλώδικες εσωτερικές ταραχές της περιόδου αυτής, από τους Γράκχους μέχρι τον Βεσπασιανό, ταραχές που είχαν την πηγή τους στις στρατιές και στους στρατηγούς τους.
Τα χρόνια αυτά ήταν μια περίοδος, κατά την οποία η αναμονή ενός Μεσσία, όλο και εντεινόταν, και σταθεροποιούνταν περισσότερο. Στο διάστημα αυτό, καμιά πολιτική οργάνωση δεν φαινόταν αρκετά προσωρινές, ενώ μια πολιτική επανάσταση ήταν κάτι το αναπόφευκτο, κάτι που το περίμεναν πάντα. Επί Βεσπασιανού, η στρατιωτική μοναρχία απέκτησε τελικά την οικονομική υποστήριξη, που χρειαζόταν ένας αυτοκράτορας για να κάνει οποιονδήποτε ανταγωνισμό αδύνατο, δηλαδή αφαιρούσε την δυνατότητα από οποιονδήποτε ανταγωνιστή να εξαγοράσει την εύνοια των στρατιτών. Κι έτσι, για πολύ καιρό, στέρεψε και η πηγή των συνεχών στρατιωτικών πραξικοπημάτων.
Κι έτσι, άρχισε ο «Χρυσός αιώνας» της Αυτοκρατορίας, μια γενική κατάσταση εσωτερικής ειρήνης, που διατηρήθηκε πάνω από εκατό χρόνια, από το Βεσπασιανό (69) ως τον Κόμμοδο (180). Αν κατά τους δύο προηγούμενους αιώνες οι ταραχές αποτελούσαν τον κανόνα, στον αιώνα αυτόν αντίθετα κανόνας ήταν η ησυχία. Οι πολιτικές αλλαγές, που ήταν πριν ένα φυσιολογικό πράγμα, τώρα κατάντησαν κάτι το αφύσικο. Η υποταγή στην Αυτοκρατορική δύναμη, η υπομονετική πειθαρχικότητα, τώρα έπαιρνε την μορφή, όχι απλώς του σύμβουλου σύνεσης για τους δειλούς, αλλά προωθούσε βαθιές ρίζες, σαν μια ηθική υποχρέωση.
Αυτό, φυσικά, είχε την επίδρασή του και στην Χριστιανική κοινότητα. Δεν τους χρειαζόταν πια ο Μεσσίας της ανταρσίας μια και είχε ικανοποιήσει την Εβραϊκή σκέψη. Η ίδια η ηθική τους σκέψη εξεγειρόταν τώρα ενάντια σε κάτι το παρόμοιο. Μια όμως και είχαν συνηθίσει να λατρεύουν τον Ιησού σαν Θεό τους, το συμπύκνωμα όλων των αρετών, η αλλαγή που επακολούθησε, δεν πήρε την μορφή της εγκατάλειψης του προσώπου του αντάρτη Ιησού και της αντικατάστασής της από την ιδανική εικόνα μιας άλλης διαφορετικής προσωπικότητας, που θα ταίριαζε καλύτερα στις καινούργιες συνθήκες. Αντίθετα, η Χριστιανική κοινότητα αφαιρούσε συστηματικά κάθε τι το αντάρτικο από την εικόνα του Θεού Ιησού, αλλάζοντας τον αντάρτη Ιησού σε πρόσωπο βασανισμένο, που θανατώθηκε, όχι γιατί είχε γίνει κάποια ανταρσία, αλλά μόνο και μόνο γιατί ήταν απεριόριστα καλός και άγιος θύμα ύπουλων και εγκληματικών δυνάμεων.
Ευτυχώς, που οι διάφορες αναθεωρήσεις έχουν γίνει κατά τόσο χοντροφτιαγμένο τρόπο, ώστε από κάτω να προβάλουν τα αρχικά χρώματα και να είναι δυνατό να βγάλει κανείς συμπεράσματα για την όλη εικόνα. Κι ακριβώς, επειδή τα κατάλοιπα αυτά δεν ταιριάζουν με τις κατοπινές αναθεωρήσεις, μπορούμε στα σίγουρα να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας, πώς πρόκειται για αποσπάσματα μιας προηγούμενης, αληθινής αφήγησης.
Από την άποψη αυτή – όπως και από άλλες απόψεις, που μέχρι τώρα έχουμε μελετήσει – η εικόνα του Μεσσία, στα πρώτα χρόνια της Χριστιανικής κοινότητας, συνέπιπτε πέρα για πέρα, με την αρχική Εβραϊκή αντίληψη. Και ήταν μόνο η κατοπινή Χριστιανική κοινότητα, που άρχισε να απομακρύνεται από αυτήν.
ΔΩΔΕΚΑΤΟ: Η αντίληψη για τον Μεσσία μπορούσε να ριζωθεί έξω από τον Ιουδαϊσμό, μόνο σε μια με κομμουνιστική μορφή Χριστιανική κοινότητα του σταυρωμένου Μεσσία. Και μόνο με την πίστη στον Μεσσία και στην ανάσταση μπορούσε μια κομμουνιστική οργάνωση να εδραιωθεί και να αναπτυχθεί σαν παράνομος σύνδεσμος στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ενωμένες οι δύο αυτές ιδέες – ο κομμουνισμός και η πίστη στον Μεσσία – έγιναν ακατάβλητες. Εκείνο στο οποίο είχε μάταια ελπίσει ο Ιουδαϊσμός από τον Μεσσία του, βασιλικής προέλευσης, το πραγματοποίησε το προλεταριάτο με τον σταυρωμένο Μεσσία: υποδούλωσε την Ρώμη, γονάτισε τους Καίσαρες και κατέκτησε τον κόσμο. Δεν τον κατέκτησε όμως για το προλεταριάτο. Στην πορεία της νικηφόρας του εκστρατείας, η προλεταριακή, κομμουνιστική οργάνωση αλληλεγγύης, μετατράπηκε στον πιο ισχυρό μηχανισμό του κόσμου, με σκοπό την κυριαρχία και την εκμετάλλευση. Το διαλεκτικό αυτό προτσές δεν παρουσιάζεται για πρώτη φορά. Ο σταυρωμένος Μεσσίας δεν ήταν ούτε ο πρώτος, αλλά ούτε κι ο τελευταίος κατακτητής, που τελειώνοντας, έστρεψε τις στρατιές του με τις οποίες νίκησε, ενάντια στον ίδιο τον δικό του λαό, που τον υποδούλωσε και τον σκλάβωσε.
Ο Καίσαρ κι ο Ναπολέων ήταν επίσης δημιουργήματα από δημοκρατικές νίκες.
ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ: Ο Εβραϊκός πόλεμος έδειξε στους εχθρούς του Εβραϊσμού πόσο δυνατός και επικίνδυνος ήταν. Και το ξέσπασμα αυτό της έντονης απογοήτευσης, οδήγησε την αντίθεση ανάμεσα στον Ιουδαϊσμό και τους Εθνικούς, σε οξύτερο σημείο. Θυμίζει κάτι από τις σφαγές του Ιουνίου του 1848 και την Παρισινή κομμούνα, ως προς το ταξικό μίσος, ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη του δέκατου ένατου αιώνα. Βάθυνε, επίσης, το χάσμα ανάμεσα στον Εβραϊκό Χριστιανισμό και τον Εθνικό Χριστιανισμό, τείνοντας πάντα να αφαιρέσει το έδαφος, κάτω από τα πόδια του πρώτου. Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ εσήμανε και την έλλειψη πια κάθε βάσης, για ένα ανεξάρτητο ταξικό κίνημα του Εβραϊκού προλεταριάτου. Κάθε παρόμοιο κίνημα προϋποθέτει την ανεξαρτησία του έθνους. Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, Εβραίοι υπήρχαν μόνο σε ξένες χώρες, ανάμεσα σ’ εχθρούς, που τους μισούσαν και τους εδίωκαν όλους, στον ίδιο βαθμό φτωχούς και πλούσιους, και που ενάντιά τους ήταν υποχρεωμένοι ν’ αντιταχθούν όλοι μαζί ενωμένοι. Κι έτσι, η φιλανθρωπία των πλούσιων προς τους φτωχούς συμπατριώτες τους, αναπτύχθηκε πάρα πολύ στον Ιουδαϊσμό. Το αίσθημα της εθνικής αλληλεγγύης ξεπέρασε κατά πολύ την ταξική αντίθεση. Κι έτσι, σιγά σιγά ο Χριστιανισμός έχασε την δύναμη της προπαγάνδας του. Αργότερα, ο Χριστιανισμός, αλλάζοντας από ένα κίνημα μέσα στον Ιουδαϊσμό, σ’ ένα κίνημα έξω απ’ αυτόν, και στην πραγματικότητα, ενάντια σ’ αυτόν. Με τον καιρό, όλο και περισσότερο το Χριστιανικό αίσθημα έτεινε να γίνει ταυτόσημο με το αντι-Εβραϊκό.
Με την πτώση της Εβραϊκής κοινοπολιτείας, έχασαν την βάση τους και οι Εβραιο-εθνικές ελπίδες για τον ερχομό του Μεσσία. Μπορούσαν να συνεχίζουν να υπάρχουν για μερικές δεκάδες χρόνια ακόμα, παρουσιάζοντας μερικές επιθανάτιες αναλαμπές, αλλά, ωστόσο, από την άποψη του αποφασιστικού παράγοντα στην πολιτική και κοινωνική εξέλιξη, η εκμηδένιση του Εβραϊκού κεφαλαίου ήταν ένα θανάσιμο πλήγμα για τις ελπίδες αυτές.
Κι έτσι είχαν τα πράγματα, με τις ελπίδες των Εθνικών Χριστιανών για τον Μεσσία. Η ιδέα για τον Μεσσία διατηρούσε την ζωτικότητά της, μόνο στην μορφή του σταυρωμένου Μεσσία, μόνο στην μορφή του κατ’ εξοχήν Εβραίου Μεσσία που μεταφρασμένος στα Ελληνικά θα ήταν Χριστός.
Στην πραγματικότητα, οι Χριστιανοί ήταν ικανοί να μετατρέψουν το φοβερό γεγονός, που σήμαινε την ολοκληρωτική καταστροφή της Εβραϊκής ελπίδας για τον Μεσσία σ’ ένα θρίαμβο του Χριστού τους. Η Ιερουσαλήμ τώρα εμφανιζόταν σαν εχθρός του Χριστού και η καταστροφή της, σαν αποτέλεσμα εκδίκησης του Χριστού, σαν μια φοβερή απόδειξη της νικηφόρας του δύναμης.
ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ, είχε κι άλλες συνέπειες για την Χριστιανική σκέψη. Σημειώσαμε ήδη πως ο Χριστιανισμός, που μέχρι τώρα ήταν βίαιος, τώρα πήρε έναν ειρηνικό χαρακτήρα. Το μόνο μέρος όπου υπήρχε μια ισχυρή δημοκρατία στις αρχές της Αυτοκρατορίας, ήταν ανάμεσα στους Εβραίους. Τα άλλα έθνη της Αυτοκρατορίας δεν είχαν αφήσει κανένα εσωτερικού αγώνα, ακόμα και οι προλετάριοί τους ήταν δειλοί. Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ εσήμανε το πνίξιμο και της λαϊκής δύναμης μέσα στην Αυτοκρατορία. Από τότε, κάθε εξέγερση ήταν ακατανόητη. Ο Χριστιανισμός γινόταν όλο και περισσότερο αποκλειστικά Εθνικός Χριστιανισμός, ενώ παράλληλα, μετατρεπόταν σε υποτακτικό κι ακόμα και σε δουλικό.
Οι Ρωμαίοι ήταν εκείνοι, που κυβερνούσαν στην Αυτοκρατορία και η πρώτη δουλειά ήταν να φερθεί κανείς δουλοπρεπώς σ’ αυτούς. Οι πρώτοι Χριστιανοί ήταν Εβραίοι πατριώτες και εχθροί κάθε ξενικού ζυγού και εκμετάλλευσης. Οι Εθνικοί Χριστιανοί, δίπλα στον αντι-Σημιτισμό τους, πρόσθεσαν και την αφοσίωσή τους στη Ρώμη και στον Αυτοκρατορικό θρόνο. Αυτό φαίνεται καλά και στα Ευαγγέλια.
ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ: Το ίδιο πνεύμα κυριαρχεί και στα γραπτά των πρωτεργατών της Εθνικής Χριστιανικής προπαγάνδας, όπως αυτό φαίνεται από την επιστολή του Παύλου προς τους Ρωμαίους (13, στιχ. 1 και συν.).
«Πάσα ψυχή ας υποτάσσεται εις τας ανωτέρας εξουσίας, διότι δεν υπάρχει εξουσία, ειμή από Θεού, αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού είναι τεταγμέναι. Ώστε ο εναντιούμενος εις την εξουσίαν, εναντιούται εις την διαταγήν του Θεού. Οι δε εναντιούμενοι θέλουσι λάβει εις εαυτούς καταδίκην. Διότι οι άρχοντες δεν είναι φόβος των αγαθών έργων, αλλά των κακών. Θέλεις δε να μη φοβήσαι την εξουσίαν; Πράττε το καλόν, και θέλεις έχει έπαινον παρ’ αυτής, επειδή ο άρχων είναι του Θεού, υπηρέτες εις σε προς το καλόν. Εάν όμως πράττης το κακόν, φοβού. Διότι δεν φορεί ματαίως την μάχαιραν, επειδή του Θεού υπηρέτης είναι, εκδικητής δια να εκτελή την οργήν κατά του πράττοντος το κακόν. Δια τούτο είναι ανάγκη να υποτάσσησθε, ουχί μόνον δια την οργήν, αλλά και δια την συνείδησιν. Επειδή δια τούτο πληρώνετε και φόρους. Διότι υπηρέται του θεού είναι, εις αυτό τούτο ενασχολούμενοι. Απόδοτε λοιπόν εις πάντας τα οφειλόμενα, εις όντινα οφείλετε τον φόρον, τον φόρον, εις όντινα τον δασμόν, τον δασμόν, εις όντινα τον φόβον, τον φόβον, εις όντινα την τιμήν, την τιμήν».
Πόσο μακριά, λοιπόν, είναι όλα αυτά από εκείνον τον Ιησού, που προέτρεπε τους μαθητές του να αγοράσουν μάχαιρες και κήρυσσε το μίσος ενάντια στους πλούσιους και τους δυνατούς! Πόσο μακριά είναι από εκείνον τον Χριστιανισμό, που στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, με τόση πικρία καταριέται την Ρώμη και τους αυτοκράτορές της: «Έπεσεν, έπεσε Βαβυλών η μεγάλη, και έγινε κατοικητήριον δαιμόνων, και φυλακή παντός πνεύματος ακαθάρτου και φυλακή παντός ορνέου ακαθάρτου και μισητού. Διότι εκ του οίνου του θυμού, της πορνείας αυτής έπιον πάντα τα έθνη, και οι βασιλείς της γης επόρνευσαν μετ’ αυτής, και οι έμποροι της γης επλούτισαν εκ της υπερβολής της εντρυφήσεως αυτής… Και θέλουσι κλαύσει αυτήν και πενθήσει δι’ αυτήν οι βασιλείς της γης οι πορνεύσαντες και κατατρυφήσαντες μετ’ αυτής, θα θρηνήσωσιν δι’ αυτήν όταν βλέπωσι τον καπνόν της πυρπολύσεως αυτής» (18, στιχ. 2 και συν.).
Το βασικό θέμα των Πράξεων είναι ο τονισμός της εχθρότητας του Ιουδαϊσμού, προς το δόγμα του σταυρωμένου Μεσσία και για μια δήθεν υποχωρητικότητα των Ρωμαίων προς την διδασκαλία αυτή. Εκείνο, που ο Χριστιανισμός είτε επιθυμούσε, είτε φανταζόταν ύστερα από την πτώση της Ιερουσαλήμ παρουσιάζεται στις Πράξεις των Αποστόλων σαν γεγονός. Σύμφωνα με το βιβλίο αυτό, οι Εβραίοι διώκουν και λιθοβολούν τους Χριστιανούς, όπου τύχει και τους συναντήσουν, ενώ οι Ρωμαϊκές αρχές τους υποστηρίζουν. Είδαμε τον Παύλο να λέγει πως διέτρεξε μεγάλο κίνδυνο στην Ιερουσαλήμ, αλλά μπορούσε και μιλούσε ελεύθερα στην Ρώμη και χωρίς απαγόρευση. Ελευθερία στην Ρώμη, βίαιη καταστολή στην Ιερουσαλήμ!
Ο αντι-Σημιτισμός και η κολακεία των Ρωμαίων, φαίνονται ξεκάθαρα στην ιστορία των Παθών, και του θανάτου του Χριστού. Σ’ αυτά βλέπουμε καθαρά, πως το αρχικό περιεχόμενο της ιστορίας αυτής, αλλάχθηκε στο αντίθετό της, κάτω από την επίδραση των νέων τάσεων.
ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ: Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ιησούς είχε σταυρωθεί από τους Ρωμαίους, σαν Εβραίος Μεσσίας, σαν βασιλιάς των Ιουδαίων, δηλαδή σαν υπερασπιστής της εβραϊκής ανεξαρτησίας και προδότης για τις Ρωμαϊκές αρχές. Μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ, η παράδοση αυτή έγινε δυο φορές πιο άβολη. Ο Χριστιανισμός είχε έρθει σε πλήρη αντίθεση με τον Ιουδαϊσμό, ενώ παράλληλα, ήθελε να βρίσκεται σε καλές σχέσεις με την Ρωμαϊκή εξουσία. Κι όλη η προσπάθεια τώρα ήταν να σκαρώσουν μια τέτοια στροφή στην παράδοση, ώστε το φταίξιμο για το σταύρωμα του Χριστού, να το ρίξουν πάνω στους Εβραίους, ενώ ταυτόχρονα εξωράιζαν τον Χριστό, όχι μόνο από κάθε στοιχείο βίας, αλλά και από οποιαδήποτε αισθήματα Εβραϊκού πατριωτισμού ή εχθρότητας προς την Ρώμη.
ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ: Η ιστορία των Παθών αρχίζει με την είσοδο του Ιησού στην Ιερουσαλήμ. Πρόκειται για μια θριαμβευτική πορεία ενός βασιλιά. Οι μάζες έρχονται να τον συναντήσουν, μερικοί απλώνουν τα ρούχα τους στον δρόμο για να περάσει, άλλοι κόβουν κλαδιά από δέντρα, για να στρώσουν στους δρόμους, και όλοι μαζί φωνάζουν από χαρά προς αυτόν: «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Ευλογημένη η ερχομένη βασιλεία εν ονόματι Κυρίου, του πατρός ημών Δαυίδ. Ωσαννά εν τοις υψίστοις» (Κατά Μάρκον, ΙΙ, στιχ. 9 και συν).
ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ: Οι Ευαγγελιστές μας δείχνουν έναν όχλο, που μισεί τον Ιησού σε τέτοιο βαθμό, που προτιμά να συγχωρήσει ένα δολοφόνο παρά αυτόν. Ακριβώς έναν δολοφόνο, δεν μπόρεσε να βρει κανέναν άλλον πιο άξιο συγχώρησης, και δεν ησυχάζει, ως ότου σταυρωθεί.
Και τώρα, σκεφθείτε, ότι ο όχλος αυτός, είναι ο ίδιος ακριβώς, που πριν μερικές μέρες τον υποδεχόταν σαν βασιλιά με κραυγές ωσαννά, στρώνοντας τον δρόμο του με τα ρούχα τους και ζητωκραυγάζοντάς τον με μια φωνή, χωρίς παραφωνίες. Και ήταν η αφοσίωση αυτή των μαζών, που, σύμφωνα με τα Ευαγγέλια, ανάγκασε την αριστοκρατία να αποφασίσει κιόλας για την ζωή του Ιησού, αλλά δεν τολμούσε να τον συλλάβει την ημέρα, παρά περίμενε να νυχτώσει. Και τώρα, αυτή η ίδια η μάζα, εμπνέεται ομόφωνα από το αγριότερο μίσος, από τον μεγαλύτερο φανατισμό, ενάντιά του, ενάντια στον άνθρωπο, που κατηγορήθηκε για έγκλημα, το οποίο στα μάτια κάθε Εβραίου πατριώτη, ήταν άξιο της μεγαλύτερης τιμής: μια προσπάθεια να απελευθερωθεί η Εβραϊκή κοινοπολιτεία από τον ξενικό ζυγό.
ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ: Η ιστορία αυτή, χρησιμοποιήθηκε για να κατασυκοφαντηθούν οι Εβραίοι σαν το κατακάθι της ανθρωπότητας, σαν μια φυλή, που από φύση της είναι κακή και διεστραμμένη, και που θα πρέπει να κρατιέται μακριά από κάθε επαφή με την ανθρώπινη κοινωνία και να καταπιέζεται με σιδερένιο χέρι.