«15 ΣΤΟΧΟΙ ΠΑΛΗΣ» ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ :
– ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΕΚΔΙΚΕΙ ΕΝΑ ΑΛΗΘΙΝΑ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
« Ένα νέο πρόγραμμα είναι πάντα μια δημόσια υψωμένη σημαία και ο κόσμος απ’ έξω κρίνει το κόμμα απ’ αυτήν» (Φρίντριχ Ένγκελς : «Γράμμα στον Μπέμπελ»).
Στις 22/12/2008 ανακοινώθηκαν τα «15 σημεία – άμεσοι στόχοι πάλης του ΣΥΡΙΖΑ». Το γεγονός της ανακοίνωσης συγκεκριμένων προγραμματικών στόχων από τον ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσε το ενδιαφέρον χιλιάδων αγωνιστών, γιατί η όξυνση της διεθνούς κρίσης του καπιταλισμού και η άνοδος των ταξικών αγώνων έχουν δημιουργήσει μεγάλη «δίψα» για σοβαρές πολιτικές απαντήσεις. Το νέο στοιχείο που περιέχουν τα «15 σημεία» είναι ότι επιχειρούν για πρώτη φορά να προσεγγίσουν και να θέσουν αποφασιστικής σημασίας ζητήματα όπως ο εργατικός έλεγχος και οι εθνικοποιήσεις. Αυτό το γεγονός αποτελεί μια σαφή αντανάκλαση τον πιέσεων προς τ’ αριστερά που ασκεί στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ η άνοδος της ταξικής πάλης στο έδαφος της βαθειάς καπιταλιστικής κρίσης. Όμως δυστυχώς, τα «15 σημεία» δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες των εργαζόμενων και της νεολαίας. Το κείμενο αυτό, ακολουθώντας τη λογική όλων των έως σήμερα πολιτικών διακηρύξεων του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί ένα μανιφέστο μεταρρυθμίσεων μέσα στα όρια του καπιταλισμού. Η νέα «δημόσια υψωμένη σημαία» του ΣΥΡΙΖΑ είναι δηλαδή, για μια ακόμα φορά, ο ρεφορμισμός.
Η ειρωνεία είναι ότι αυτή η σημαία σηκώνεται την ώρα που συντρίβεται στην πράξη η παραδοσιακή αυταπάτη του ρεφορμισμού ότι ο καπιταλισμός μπορεί να μεταρρυθμιστεί για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των εργαζόμενων ανθρώπων. Σε μια περίοδο κατά την οποία αποδεικνύεται ότι η βαθειά καπιταλιστική κρίση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με «ενέσεις» κρατικής παρέμβασης και ότι η παράταση της ζωής του καπιταλισμού είναι ασυμβίβαστη με την υπόθεση της ίδιας της επιβίωσης εκατομμυρίων εργαζόμενων.
Σε αυτές τις συνθήκες, το πολιτικό πρόγραμμα μιας ηγεσίας που, όπως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, επικαλείται το σοσιαλισμό και δηλώνει ότι θέλει να αντιμετωπίσει δραστικά τα ζωτικά προβλήματα των εργαζόμενων, πρέπει να στρέφεται ενάντια στα θεμέλια του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος και ταυτόχρονα, να συμπεριλαμβάνει θέσεις που θα διεκδικούν άμεσα την οικοδόμηση των θεμελίων του σοσιαλισμού. Όμως δυστυχώς, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επιμένει να αντιμετωπίζει στην πράξη το σοσιαλισμό σαν «όραμα» που αφορά ένα απροσδιόριστο μέλλον, γι’ αυτό και θεωρεί μέλημά της να προβάλει μόνο «άμεσους» στόχους πάλης που, παρά τις διακηρύξεις της, είναι εντελώς ασύνδετοι με το επίκαιρο καθήκον του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Κάνει δηλαδή ότι έκανε πάντοτε η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία : στο βωμό των «άμεσων» και «εφικτών» φιλεργατικών μέτρων, «πνίγει» τον υποτιθέμενο στρατηγικό σκοπό του σοσιαλισμού. Τον αφήνει να αιωρείται μέσα στην ρητορική της απροσδιόριστος και να φαίνεται μόνιμα ανεπίκαιρος στα μάτια των μαζών. Και δυστυχώς, όπως κάθε ρεφορμιστική ηγεσία, προτείνει στις μάζες ότι πιο ανέφικτο και ουτοπικό μπορεί να υπάρξει: έναν καπιταλισμό που θα μεταρρυθμιστεί ειρηνικά και που «κάπου, κάποτε» θα μετατραπεί σε σοσιαλισμό.
Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά τη λογική και το περιεχόμενο των «15 σημείων».
Νεοφιλελευθερισμός και καπιταλιστική κρίση
Σε ολόκληρο το κείμενο των «15 σημείων», στο επίκεντρο πάλης του ΣΥΡΙΖΑ τίθεται για μια ακόμα φορά ο νεοφιλελευθερισμός και όχι ο καπιταλισμός. Για να ενισχυθεί αυτή η θέση, ο νεοφιλελευθερισμός εμφανίζεται από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σαν η αιτία για την σημερινή κρίση. Αυτό φαίνεται καθαρά στην αρχή του κειμένου : «Η κρίση, που ξέσπασε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ και επεκτάθηκε σ’ όλο τον κόσμο και στην πραγματική οικονομία, διαμορφώνει ένα νέο παγκόσμιο τοπίο. Ο νεοφιλελευθερισμός, που κυριαρχεί τα τελευταία 30 χρόνια, αποδείχτηκε κοινωνικά και περιβαλλοντικά καταστροφικός.» Λίγο πιο κάτω η κρίση χαρακτηρίζεται «κρίση των κυρίαρχων πολιτικών και του ίδιου του συστήματος του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού» αποδίδοντας πιο καθαρά την ευθύνη για την κρίση στο νεοφιλελευθερισμό, μέσω του εφευρήματος του «συστήματος του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού».
Στην πραγματικότητα, η νεοφιλελεύθερη πολιτική του «λιγότερου κράτους» δεν είναι η αιτία της κρίσης, αλλά αντίθετα αποτέλεσε το μέσο με το οποίο οι αστοί τις τελευταίες δεκαετίες προσπάθησαν να αποτρέψουν την εμφάνισή της. Οι περίοδοι κρίσης δεν προέρχονται από τις εκάστοτε «κυρίαρχες πολιτικές». Αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του καπιταλιστικού συστήματος. Η αιτία τους είναι το γεγονός ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έχει ξεπεράσει τα στενά όρια της ατομικής ιδιοκτησίας και του εθνικού κράτους.
Ο Μαρξ κι ο Ένγκελς εξήγησαν εδώ και πάνω από ενάμιση αιώνα στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», ότι οι καπιταλιστικές κρίσεις είναι η απόδειξη πως οι «οι αστικές σχέσεις έγιναν πάρα πολύ στενές για να περιλάβουν τα πλούτη που δημιουργήθηκαν απ’ αυτές…Η σύγχρονη αστική κοινωνία, που δημιούργησε τόσο ισχυρά μέσα παραγωγής και ανταλλαγής, μοιάζει με το μάγο εκείνο που δεν καταφέρνει πια να κυριαρχήσει πάνω στις καταχθόνιες δυνάμεις που ο ίδιος κάλεσε. Εδώ και δεκάδες χρόνια, η ιστορία της βιομηχανίας και του εμπορίου δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ιστορία της εξέγερσης των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων ενάντια στις σύγχρονες σχέσεις παραγωγής, ενάντια στις σχέσεις ιδιοκτησίας, που αποτελούν τους όρους ύπαρξης της αστικής τάξης και της κυριαρχίας της.» Κι οι δάσκαλοι του επιστημονικού σοσιαλισμού συνέχιζαν περιγράφοντας ακριβώς τη σημερινή εικόνα της παγκόσμιας οικονομίας : «Στις κρίσεις ξεσπά μια κοινωνική επιδημία που σε κάθε άλλη προηγούμενη εποχή θα φαινόταν σαν παραλογισμός, η επιδημία της υπερπαραγωγής. Η κοινωνία ξαφνικά βρίσκεται πάλι πίσω σε κατάσταση στιγμιαίας βαρβαρότητας. Θα ‘λεγε κανείς ότι ένας λιμός, ένας γενικός καταστροφικός πόλεμος της έκοψε όλα τα μέσα ύπαρξης. Η βιομηχανία, το εμπόριο φαίνονται εκμηδενισμένα. Και γιατί; Γιατί η κοινωνία έχει πάρα πολύ πολιτισμό, πάρα πολλά μέσα ύπαρξης, πάρα πολλή βιομηχανία, πάρα πολύ εμπόριο.»
Αρνούμενη η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να αποδεχθεί ότι η σημερινή κρίση είναι μια κλασσική κρίση υπερπαραγωγής, βγαλμένη από τις θεμελιώδεις αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος όπως έχουν εξηγηθεί από τον μαρξισμό, συγχύζει χιλιάδες αριστερούς αγωνιστές με την αυταπάτη ότι μπορεί να υπάρξει ένας άλλος «άμεσος», φιλολαϊκός, μη νεοφιλελεύθερος δρόμος πάνω στο έδαφος του σημερινού συστήματος. Μια αυταπάτη που βάσιμα προβληματίζει τα πιο πρωτοπόρα στοιχεία του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί η πεισματική υπεράσπισή της στην ουσία αποτελεί από σήμερα προμήνυμα για τη συμμετοχή σε κυβερνήσεις συνεργασίας για τη διαχείριση του συστήματος.
Ο Σοσιαλισμός στη σκιά του Κεϋνσιανισμού
Βέβαια το κείμενο των «15 σημείων» εμφανίζεται να υπερασπίζει την «προοπτική του σοσιαλισμού και της κοινωνικής δικαιοσύνης, στη χώρα μας, την Ευρώπη και τον κόσμο όχι μόνο σαν ένα απελευθερωτικό όραμα που αποτελεί τη μόνη εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό και τη μόνη ελπιδοφόρα προοπτική της κοινωνίας, αλλά ως ένα στόχο, που διαποτίζει και εμπλουτίζει τις κατευθύνσεις, τις αντιλήψεις και τους αγώνες του σήμερα» και πιο κάτω να αναφέρει ότι «η επικαιρότητά του σοσιαλισμού υπογραμμίζεται ακόμη πιο έντονα από τις συνέπειες της βάρβαρης καπιταλιστικής κρίσης, που βιώνει σήμερα ολόκληρος ο πλανήτης.» Κι εκεί που κάποιος θα περίμενε τα 15 σημεία πάλης να είναι «εμπλουτισμένα» και «διαποτισμένα» με την αντίληψη της επικαιρότητας του σοσιαλισμού, έστω και αν η «βάρβαρη καπιταλιστική κρίση» που την «υπογραμμίζει» κατά την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προκαλείται από το νεοφιλελευθερισμό, με την ανάγνωση του κειμένου, διαπιστώνει ότι ματαιοπονεί. Πουθενά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν μας εξηγεί τι σημαίνει για εκείνη ο σοσιαλισμός και επίσης πουθενά τα προγραμματικά σημεία πάλης που προτείνει δεν υπερβαίνουν τα όρια μιας δημοκρατικής – φιλολαϊκής μεταρρύθμισης του καπιταλισμού.
Ο ίδιος ο χαρακτηρισμός «άμεσα» που δίνει σε αυτά τα σημεία η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύει ότι ο σοσιαλισμός – παρότι «επίκαιρος» – δεν είναι για εκείνη ένα άμεσο ζήτημα. Οι σύντροφοι της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν προτείνουν μια σοσιαλιστική πολιτική που θα ανατρέψει την κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου στην οικονομία, αλλά «ένα αντι-νεοφιλελεύθερο πλαίσιο άσκησης της οικονομικής πολιτικής σε όφελος των εργαζομένων και της κοινωνίας». Προτείνουν «άμεσα» τον αγώνα για μια «ριζοσπαστική προοδευτική αλλαγή στη χώρα μας» κι όχι για μια σοσιαλιστική αλλαγή.
Για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ το άμεσο ζήτημα είναι να βρει ένα «γενικά παραδεκτό» μέσο για την αντιμετώπιση της κρίσης. Μας εξηγεί ποιο είναι αυτό, στη συνέντευξη παρουσίασης των 15 σημείων το ηγετικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ Δ. Τσακνιάς :«..Ωστόσο τα μέσα για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, που έχει διαμορφώσει η οικονομική επιστήμη και είναι γενικά παραδεκτά απ΄ όλους είναι, πρώτον, μια αύξηση της ζήτησης μέσω της αύξησης των μισθών και, δεύτερον, η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων.» (από την συνέντευξη που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του ΣΥΡΙΖΑ www.syriza.gr ). Με άλλα λόγια δεν μας χρειάζεται μια σοσιαλιστική πολιτική που οι εργάτες θα την επιβάλουν παρά τη θέληση και την αντίσταση του κεφαλαίου. Απλά πρέπει να ακολουθήσουμε «τα γενικά παραδεκτά μέσα», προφανώς παραδεκτά και από τους εργάτες και από τους αστούς, μιας κάποιας κοινωνικά ουδέτερης αυθεντίας που λέγεται «οικονομική επιστήμη». Τι απλά που ήταν τελικά τα πράγματα.. Κι αφού έτσι απλά μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την κρίση, τότε τι μας χρειάζεται η ταξική πάλη και ο σοσιαλισμός. Τη λύση μας την έχει έτοιμη η «οικονομική επιστήμη» : Να ρίξει χρήματα το κράτος και να γίνουν αυξήσεις στους μισθούς!
Φυσικά μια τέτοια οικονομική επιστήμη με γενικά παραδεκτά πορίσματα δεν υπάρχει. Είναι ξεκάθαρο ότι το ηγετικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ μας μιλάει εδώ για την αστική οικονομική «επιστήμη» και όχι για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την καπιταλιστική οικονομία ο επιστημονικός σοσιαλισμός. Μέσα από τα λεγόμενα του εκπροσώπου της, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ταυτίζεται με τους αστούς οικονομολόγους και πολιτικούς που ζητούν την επανάληψη της οικονομικής πολιτικής που κυριαρχούσε στον Δυτικό καπιταλισμό πριν την επικράτηση των συνταγών του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή της πολιτικής του «Κεϋνσιανισμού» (από το όνομα του θιασώτη της κρατικής παρέμβασης οικονομολόγου Τζων Μαίηναρντ Κέυνς). Αλλά αν είναι κάτι που, για να χρησιμοποιήσουμε και την φρασεολογία του σ. Τσακνιά, είναι «γενικά παραδεκτό», τουλάχιστον από όσους είναι διατεθειμένοι να διδαχτούν από την Ιστορία, αυτό είναι η παταγώδης αποτυχία των πολιτικών του Κεϋνσιανισμού να αντιμετωπίσουν τις κρίσεις.
Στον Μεσοπόλεμο ο Κεϋνσιανισμός δεν κατάφερε να αποτρέψει την κρίση, η επίλυση της οποίας έγινε όχι με τις συνταγές του αμερικάνικου «Νιου Ντιλ», αλλά με τη μέθοδο της μαζικής εξολόθρευσης ανθρώπινων ζωών και παραγωγικών δυνάμεων που έφερε ο δεύτερος παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Όμοια, ο Κεϋνσιανισμός της μεταπολεμικής περιόδου, για μια ακόμα φορά δεν κατάφερε να αποτρέψει την κρίση του 1973-74, η οποία ανάγκασε τους αστούς να τον εγκαταλείψουν σταδιακά για χάρη των συνταγών της νεοφιλελεύθερης σχολής του Σικάγο. Αποδείχτηκε περίτρανα ότι πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού οι πολιτικές του «Κεϋνσιανισμού», όχι μόνο δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις κρίσεις, αλλά δημιουργούν πληθωρισμό, ανεξέλεγκτα ελλείμματα και στασιμότητα στους ρυθμούς ανάπτυξης. Αρκεί μόνο να θυμίσουμε στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ την αποτυχία της απόπειρας της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ στις αρχές της δεκαετίας του 1980 να βγάλει με τον Κεϋνσιανισμό τον ελληνικό καπιταλισμό από το τέλμα του.
Ο καπιταλισμός δεν αντιμετωπίζει τις κρίσεις του με την βοήθεια της αυξημένης ζήτησης και του κράτους όπως φαντάζεται η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Αν στα νεανικά τους χρόνια είχαν διαβάσει λίγο πιο προσεχτικά το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» οι σύντροφοι της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ θα είχαν βρει την απάντηση : «Πώς ξεπερνά η αστική τάξη τις κρίσεις; από τη μια μεριά καταστρέφοντας αναγκαστικά μάζες από παραγωγικές δυνάμεις. Από την άλλη, κατακτώντας καινούργιες αγορές και εκμεταλλευόμενη πιο βαθιά τις παλιές. Πώς, λοιπόν; Προετοιμάζοντας πιο ολόπλευρες και πιο τεράστιες κρίσεις και ελαττώνοντας τα μέσα για να προλαβαίνει τις κρίσεις». Αυτές οι λέξεις είναι τόσο επίκαιρες σήμερα, όσο ήταν τον καιρό που γράφτηκαν.