Πολιτικά συμπεράσματα από το μαζικό κίνημα στη Γαλλία που τραντάζει ολόκληρη την Ευρώπη
Από τον προηγούμενο Φλεβάρη εξελίσσεται στις πλατείες της Γαλλίας ένα μαζικό κίνημα, το οποίο πυροδοτήθηκε από την ανακοίνωση της αντιδραστικής «μεταρρύθμισης»των εργατικών νόμων από τη κυβέρνηση του Φρανσουά Ολάντ. Ο τρόπος δράσης θυμίζει αυτόν των Indignados (αγανακτισμένων) στην Ισπανία και ονομάστηκε Nuit Debout . Η συμμετοχή της νεολαίας στο κίνημα είναι πραγματικά αξιοσημείωτη, ενώ αυτό υποστηρίζεται από την πλειοψηφία του πληθυσμού, καθώς έχει κουραστεί από τις περικοπές και τις συνεχόμενες αντιμεταρρυθμίσεις της λεγόμενης «Αριστερής» κυβέρνησης του Σοσιαλιστικού Κόμματος (Σ.Κ.).
Η κυβέρνηση Ολάντ και η αδυναμία του Αριστερού Μετώπου
Το 2012 ο Ολάντ ανέβηκε στην εξουσία δίνοντας φιλολαϊκές υποσχέσεις . Όμως από τους πρώτους μήνες της θητείας της προεδρίας του, ψηφίστηκαν αντεργατικοί νόμοι προς όφελος των Γάλλων καπιταλιστών. Μόνο ως ειρωνεία μπορεί να χαρακτηριστεί το γεγονός, ότι ενώ η επίσημη εκδοχή για την αναγκαιότητα αυτών των μέτρων είναι η μείωση του ποσοστού ανεργίας (για τους νέους κάτω των 25 ετών το ποσοστό είναι 25 .7%), στην ουσία οι νόμοι αυτοί διευκολύνουν τις απολύσεις!
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η δημοτικότητα της κυβέρνησης έχει καταρρεύσει, με τον Ολάντ να αποτελεί τον λιγότερο δημοφιλή πρόεδρο της Γαλλίας από τη περίοδο που ξεκίνησαν να γίνονται τέτοιου είδους δημοσκοπήσεις, με το ποσοστό μη αποδοχής να φτάνει το 80%. Η κατάσταση αυτή είναι πολύ ευνοϊκή για την ανάπτυξη μιας αντιπολίτευσης στ’ αριστερά του Σοσιαλιστικού Κόμματος, όπως συνέβη με τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και με το Podemos στην Ισπανία. Υποψήφιο για αυτό το ρόλο φάνηκε να είναι το Αριστερό Μέτωπο – FrontdeGauche (Α.Μ.), το οποίο απέτυχε περισσότερες από μια φορά να εκμεταλλευτεί την όλο αυξανόμενη δυσαρέσκεια των λαϊκών μαζών.
Το Α.Μ. σχηματίστηκε το 2009 ως μια συμμαχία μεταξύ του Κομμουνιστικού Κόμματος (Κ.Κ.) και του Αριστερού Κόμματος (Α.Κ.), μιας αριστερής διάσπασης του Σ.Κ. με επικεφαλή τον Μελανσόν. Στις προεδρικές εκλογές του 2012, ο Μελανσόν κατέβηκε ως υποψήφιος του Α.Μ. και υιοθετώντας μια επιθετική προεκλογική καμπάνια που στρεφόταν ενάντια στο Σ.Κ. και τις πολιτικές λιτότητας κατάφερε να αποσπάσει ένα εντυπωσιακό ποσοστό 11%. Μετά από αυτή την επιτυχία, ο Μελανσόν επιθυμούσε να μετατρέψει το Α.Μ. σε μια πραγματική αριστερή αντιπολιτευτική δύναμη απέναντι στο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Κάτι τέτοιο για την ηγεσία του Κ.Κ. θα ήταν απαράδεκτο καθώς το κόμμα συνεργάζεται με το Σ.Κ. στο χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησής. Τέτοιου είδους συνεργασίες αποτελούν ζήτημα ζωής και θανάτου για τους γραφειοκράτες του Κ.Κ, καθώς από την δεκαετία του 1980 και ύστερα, η απήχηση του Κ.Κ. συρρικνώνεται και το 57% της χρηματοδότησης του κομματικού μηχανισμού βασίζεται στις κρατικές επιδοτήσεις λόγω της συμμετοχής του στα τοπικά συμβούλια.
Το γεγονός αυτό οδήγησε σε μια «ντε φάκτο» διάσπαση του Α.Μ. στις δημοτικές εκλογές του 2014. Το Κ.Κ. συμμάχησε με το Σ.Κ. σε ορισμένες από τις μεγαλύτερες πόλεις, ενώ το Α.Κ. συμμάχησε με τους Πράσινους, οι οποίοι συμμετέχουν στην κυβέρνηση Ολάντ. Χωρίς λοιπόν να υπάρχει ξεκάθαρη εναλλακτική λύση στα αριστερά, η δυσαρέσκεια του κόσμου εκφράστηκε με την ψήφιση του ακροδεξιού «Εθνικού Μετώπου» και με τα πρωτάκουστα υψηλά ποσοστά αποχής στις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές (50% και 39% αντίστοιχα).
Ο νέος «εργασιακός νόμος» και οι κινητοποιήσεις
Η κυβέρνηση εκμεταλλευόμενη το σοκ που δημιουργήθηκε από τις τρομοκρατικές επιθέσεις και το καθεστώς έκτακτης ανάγκης που επιβλήθηκε μετά το τρομοκρατικό χτύπημα του περασμένου Νοέμβρη, προσπάθησε να περάσει ένα νέο αντιδραστικό «εργασιακό νόμο». Ο νόμος αυτός ονομάστηκε «El-Khomri», παίρνοντας το όνομά του από την υπουργό εργασίας της κυβέρνησης Ολάντ. Με τη νέα «εργατική μεταρρύθμιση» απελευθερώνονται οι μαζικές απολύσεις και στην ουσία ελαχιστοποιείται ο ρόλος των συνδικάτων στις επιχειρήσεις. Οι εργοδότες πλέον έχουν το δικαίωμα να καλέσουν σε δημοψήφισμα τους εργαζόμενους της επιχείρησης τους, ώστε να επιβληθούν συμφωνίες για μισθούς, ωράρια κτλ., τις οποίες έχουν απορρίψει πρωτύτερα τα συνδικάτα. Επίσης, με το νόμο αυτόν μειώνονται τα επιδόματα ανεργίας, ακόμα και στην περίπτωση που ο εργαζόμενος έχει απολυθεί παράνομα.
Η αρχική αντίδραση από τα συνδικάτα ήταν να καλέσουν σε διαδήλωση έναν μήνα μετά την ανακοίνωση, χωρίς να απαιτούν την απόσυρση του νομοσχεδίου! Όμως, οι οργανώσεις νεολαίας και κυρίως το μαθητικό συνδικάτο UNEF, οργάνωσαν κινητοποιήσεις αρκετά νωρίτερα, στις 9 Μαρτίου. Η βάση των συνδικάτων και κυρίως του CGT (του μεγαλύτερου στη Γαλλία το οποίο είχε στενή σχέση με το Κ.Κ. στο παρελθόν) κινήθηκε αυθόρμητα προς υποστήριξη αυτής της κίνησης, αναγκάζοντας την ηγεσία να καλέσει τελικά σε συμμετοχή στις κινητοποιήσεις, χωρίς όμως να κάνει λόγο για απεργία.
Συνολικά μισό εκατομμύριο άτομα κατέβηκαν στους δρόμους στις 9 Μαρτίου σε κάθε μεγάλη πόλη και το κίνημα είχε την υποστήριξη του 53% του πληθυσμού (72% για νέους κάτω των 35 ετών και 70% στους βιομηχανικούς εργάτες). Οι κινητοποιήσεις επεκτάθηκαν στα πανεπιστήμια και στα σχολεία με καταλήψεις κτιρίων. Ενώ οι οργανώσεις νεολαίας συνέχιζαν τις κινητοποιήσεις, οι ηγεσίες των συνδικάτων είχαν επικεντρωθεί στην οργάνωση της απεργίας στις 31 Μαρτίου και απλώς έδειχναν μια «ασαφή» υποστήριξη στις κινητοποιήσεις χωρίς κάποιον εθνικό σχεδιασμό. Η ηγεσία του CGT προτιμούσε να ακολουθήσει την τακτική των μεμονωμένων «ημερών δράσης», οργανώνοντας εθνική απεργία κάθε μήνα, ώστε να ασκήσει «ηθική» πίεση στην κυβέρνηση, μια τακτική που έχει οδηγήσει σε ήττα στο παρελθόν.
Στη βάση των συνδικάτων αποκρυσταλλώνεται η ανάγκη για μια πραγματική γενική απεργία διαρκείας που θα παραλύσει την οικονομία οδηγώντας τελικά στη νίκη. Από την άλλη πλευρά, η ηγεσία του CGT έχει σαστίσει από το φόβο της οργάνωσης μιας τέτοιας γενικής απεργίας, καθώς σε περίπτωση αποτυχίας θα αποκαλυφθεί η ανικανότητα της, ενώ σε περίπτωση πετυχημένης διοργάνωσης υπάρχει ο κίνδυνος η κατάσταση να ξεφύγει από τον έλεγχό της. Αυτό ακριβώς είχε γίνει τον Μάιο του ’68, όπου ο γαλλικός καπιταλισμός έφθασε στο χείλος του γκρεμού. Η εξέγερση αυτή ακόμα «στοιχειώνει» τη γαλλική αστική τάξη, αλλά και τους γραφειοκράτες των συνδικάτων και τους ρεφορμιστές ηγέτες, οι οποίοι πάνω απ’ όλα επιθυμούν μια ειρηνική και ήρεμη ζωή κι όχι έναν δύσκολο και απρόβλεπτο αγώνα.
Το κίνημα «Nuit debout»
Παρά τους δισταγμούς της ηγεσίας , αυτή τη φορά οι κινητοποιήσεις συνέχισαν να ενισχύονται και η διαδήλωση της 31 Μαρτίου σημείωσε τεράστια επιτυχία με παραπάνω από ένα εκατομμύριο άτομα να κατεβαίνουν στους δρόμους. Ωστόσο, δεν υπήρξε κάλεσμα για συνέχιση και κλιμάκωση των κινητοποιήσεων, παρά μόνο μια ανακοίνωση για μια ακόμη «μέρα δράσης» στις 28 Απριλίου. Χωρίς λοιπόν εθνική οργάνωση και ηγεσία, μερικά στοιχεία του κινήματος προσπάθησαν να παρακάμψουν το γεγονός αυτό στήνοντας έναν εναλλακτικό τρόπο οργάνωσης του αγώνα και καθορίζοντας τον προσανατολισμό του.
Το κίνημα «Nuit Debout» ξεκίνησε στο Παρίσι ύστερα από κάλεσμα διανοούμενων και αγωνιστών διαφόρων μικρών ομάδων και οργανώσεων, ενώ υποστηρίχτηκε από μερικούς διάσημους κοινωνικούς σχολιαστές, όπως ο αριστερός ακαδημαϊκός οικονομολόγος Frederic Lordon. Το κάλεσμα αφορούσε την κατάληψη μιας πλατείας την αμέσως επόμενη μέρα, με βάση το μοντέλο των Indignados στη Ισπανία.
Γρήγορα το κίνημα απέκτησε μαζικό χαρακτήρα στο Παρίσι, όπου στη πλατεία Δημοκρατίας από τα ξημερώματα της 1 Απριλίου και έπειτα, συγκεντρώνονται αρκετές χιλιάδες άνθρωποι, πολλοί από αυτούς νέοι που αναζητούν απαντήσεις για τα δείνα του συστήματος και ψάχνουν τρόπους για να το αντιπαλέψουν. Η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου αυτού, δεν έχει καμία συμμετοχή σε πολιτικά κόμματα, ενώ αρκετοί δεν έχουν ξανασυμμετάσχει σε διαδηλώσεις στο παρελθόν.
Στις επόμενες εβδομάδες, οι συνελεύσεις του «Nuit debout» επεκτάθηκαν και σε άλλες πόλεις, ακόμα και σε μερικές μικρές πόλεις της επαρχίας. Η συμμετοχή της μέχρι πρότινος «απολιτίκ» νεολαίας, όπως την αποκαλούν τα ΜΜΕ, είναι τεράστια. Η νεολαία αυτή απορρίπτει το υπάρχον σύστημα και επιθυμεί μια ριζική αλλαγή στην κοινωνία. Στις συναντήσεις αυτές γίνονται συζητήσεις για θέματα όπως η οργάνωση της εργασίας, η δημιουργία μιας πιο ισότιμης οικονομίας κτλ, ενώ ο αγώνας ενάντια στο νόμο «El-Khomri» συνδέθηκε με μια σειρά από άλλα ζητήματα όπως την άρση της κατάστασης «εκτάκτου ανάγκης», το δικαίωμα στη στέγαση και τον αγώνα ενάντια στο ρατσισμό και το σεξισμό.
Το ζήτημα της σχέσης μεταξύ του συνολικού εργατικού κινήματος και του «Nuit debout» είναι πολύπλοκο. Το «Nuit debout» διακατέχεται από έναν σκεπτικισμό απέναντι σε οργανισμούς, κόμματα και συνδικάτα. Οι προδοσίες των ηγεσιών στο παρελθόν και οι ήττες που ακολούθησαν, έχουν κάνει τα άτομα που συμμετέχουν στις πλατείες να φοβούνται ότι η ηγεσία αυτών των «μεγάλων οργανώσεων» μπορεί να πάρει τον έλεγχο του αγώνα τους.
Ο φόβος αυτός είναι δικαιολογημένος, όμως η απόρριψή των οργανώσεων με βάση την πεποίθηση ότι αποτελούν μηχανισμούς καταπίεσης, είναι λάθος. Αν οι οργανώσεις εξοπλιστούν με τις σωστές ιδέες και το σωστό πρόγραμμα, μπορούν να μετατραπούν σε αναντικατάστατα εργαλεία για την απελευθέρωση των εργαζομένων. Το καπιταλιστικό σύστημα με το κράτος, τα ΜΜΕ και τα αστικά κόμματα που το υπηρετούν, δεν μπορεί να ηττηθεί χωρίς οργάνωση. Επίσης, αυτή η απόρριψη των οργανώσεων, παρέχει στους γραφειοκράτες των συνδικάτων μιας πρώτης τάξεως δικαιολογία , ώστε να κρατήσουν μακριά από τις κινητοποιήσεις τη μεγάλη μάζα των οργανωμένων μελών τους. Παρ’ όλα αυτά, ένα τμήμα από τη βάση των συνδικάτων (που αποτελείται από τα πιο μαχητικά στοιχεία και από νεολαίους) συμμετέχει στο «Nuit debout».
Αστυνομική καταστολή και πρόσφατες εξελίξεις
Η κυβέρνηση προσπαθεί όλο αυτό το διάστημα να τρομοκρατήσει τη νεολαία με αστυνομική καταστολή. Ενώ η πρόθεση της είναι ο περιορισμός του κινήματος, ο μεγάλος αριθμός περιστατικών αστυνομικής βίας και οι εικόνες και βίντεο που κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο, με μονάδες των ΜΑΤ να κτυπούν 14χρονους μαθητές, είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα. Η δημοτικότητα του κινήματος εκτοξεύθηκε και η οργή προς την κυβέρνηση έγινε τόσο μεγάλη, που ο υπουργός Εσωτερικών αναγκάστηκε να καταδικάσει τα περιστατικά. Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση δέχεται πιέσεις από τα δεξιά για να βάλει ένα τέλος στο «χάος», όμως είναι πλέον πολύ προσεκτική με τη χρήση αστυνομικής καταστολής, καθώς θυμάται ότι το κίνημα του Μάη του ‘68 ξέσπασε μετά από την κήρυξη 24ωρης απεργίας διαμαρτυρίας για την χρήση αστυνομικής βίας ενάντια στους φοιτητές.
Τελικά η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση, με μία κίνηση απελπισίας, επικύρωσε το σχέδιο νόμου «El-Khomri» στις 10 Μαΐου, με προεδρικό διάταγμα, κάνοντας χρήση του άρθρου 49 παρ. 3 του συντάγματος, καθώς η συνοχή της κοινοβουλευτικής της ομάδας έχει διαρρηχθεί κάτω από την πίεση του κινήματος. Αμέσως ξέσπασαν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας για αυτή την πράξη κατάλυσης της «κοινοβουλευτικής δημοκρατίας». Το κάλεσμα έγινε τόσο από το κίνημα «Nuit Debout», όσο και από τις τοπικούς τομείς των συνδικάτων.
Τα συνδικάτα και οι μαθητικές οργανώσεις, κάλεσαν σε άλλη μια εθνική ημέρα δράσης για τις 12 Μαΐου και στη συνέχεια σε κινητοποιήσεις από τις 17 μέχρι τις 19 Μαΐου. Σε κοινή ανακοίνωση τους καλούσαν σε μια αφηρημένη εντατικοποίηση των κινητοποιήσεων χωρίς όμως να προτείνουν κάτι συγκεκριμένο, πετώντας έτσι το μπαλάκι της πρωτοβουλίας των κινητοποιήσεων και την οργάνωση απεργιών στα τοπικά συνδικάτα. Αυτή η στάση της ηγεσίας των συνδικάτων, κάθε άλλο παρά ηγετική μπορεί να χαρακτηριστεί αφού αποφεύγει να καθοδηγήσει το κίνημα.
Η διάθεση της βάσης των συνδικάτων είναι πολύ μαχητική, καθώς η κυβέρνηση φαίνεται ανυποχώρητη. Ταυτόχρονα η κρατική καταστολή εντείνεται με τις γαλλικές αρχές να φθάνουν στο σημείο να επιβάλουν την απαγόρευση συμμετοχής στις διαδηλώσεις σε συγκριμένους πολίτες, σε ακτιβιστές και μέλη αντιφασιστικών οργανώσεων. Η κατάσταση είναι εκρηκτική και η εξέλιξη είναι δύσκολο να προβλεφθεί.
Η εργασιακή «μεταρρύθμιση», που σκοπό έχει να μειώσει το εργατικό κόστος και να απελευθερώσει τις απολύσεις, αποτελεί ζήτημα ζωτικής σημασίας για τη γαλλική άρχουσα τάξη. Ο γαλλικός καπιταλισμός βρίσκεται σε καθοδική πορεία από τη δεκαετία του 1970. Σήμερα, δέχεται τεράστιες πιέσεις από τον οξύ ανταγωνισμό της Γερμανίας στην Ευρώπη, της Κίνας στις πρώην αποικίες της στην Αφρική και από κάθε άλλη επίπτωση της καπιταλιστικής κρίσης.
Όμως, το πρόβλημα δεν περιορίζεται στη Γαλλία. Ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται σε παρακμή και κάθε εθνική άρχουσα τάξη, προσπαθεί να μεταφέρει το κόστος της κρίσης στις πλάτες της εργατικής τάξης, ώστε αυτή να είναι σε θέση να διατηρήσει τα πλούτη και τα προνόμια της. Μια πραγματική νίκη στη Γαλλία θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με μία επίθεση στην εξουσία των αφεντικών, ξεκινώντας με μια γενική απεργία διαρκείας, ώστε να αποσυρθεί το αντιδραστικό αυτό νομοσχέδιο. Αυτό που χρειάζεται αυτή τη στιγμή είναι μια πολιτική καθοδήγηση του αγώνα, με ένα πρόγραμμα που να στρέφεται κατά της λιτότητας και του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Το κίνημα «Νuit debout» έχει δείξει ότι υπάρχει η «βάση» για ένα τέτοιο επαναστατικό πρόγραμμα.
Ιωσήφ Σπάρταλης
Πηγή: γαλλική εφημερίδα «La Revolution»