Συμπεράσματα από το σημαντικό κίνημα των αγροτών, που έλαβε διαστάσεις εξέγερσης αλλά ανακόπηκε άδοξα και πρόωρα από την ηγεσία του.
Η μαζική εξέγερση των αγροτών που είδαμε να ξεσπά τον Γενάρη και τον Φλεβάρη είχε αναμφίβολα πρωτοφανείς συνέπειες, αφού η κυβέρνηση βρέθηκε σε βαθιά κρίση, που απείλησε τη σταθερότητά της. Ταυτόχρονα, το εργατικό κίνημα βλέποντας έναν αγώνα μαχητικό και ανυποχώρητο από τη πλευρά των αγροτών κινητοποιήθηκε μαζικά προς υποστήριξή τους, παρά την απογοήτευση από την προδοσία του Ιούλη, ενώ η συνδικαλιστική γραφειοκρατία των ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ αναγκάστηκε να προκηρύξει μια 24ωρη απεργία και να θέσει το ζήτημα μιας 48ωρης μέσα στο διάστημα ενός μήνα.
Η κατάσταση ιδιαίτερα ευνοϊκή για την ανάπτυξη ενός γενικευμένου αγώνα ενάντια στα μέτρα του τρίτου Μνημονίου. Ενώ τη στιγμή που ξέσπαγε η αγροτική εξέγερση το εργατικό κίνημα βρισκόταν σε μια κατάσταση σοβαρής υποχώρησης, σε σύντομο χρονικό διάστημα η μαχητικότητα των αγροτών μετέτρεψε το κίνημα τους σε σημείο αναφοράς για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα της πόλης. Ξυπνώντας τις νωπές μνήμες του κινήματος του «ΟΧΙ», προκάλεσε τη μαζική κινητοποίηση του εργατικού κινήματος και της νεολαίας, που εκφράστηκε πιο χαρακτηριστικά στην απεργία της 4ης Φλεβάρη και τις μεγάλες διαδηλώσεις εκείνης της ημέρας.
Εύκολα αναρωτιέται κανείς, πώς από μια τέτοια κατάσταση προέκυψε η γρήγορη υποχώρηση των κινητοποιήσεων και η σταδιακή αποχώρηση των αγροτών από τα μπλόκα τις τελευταίες εβδομάδες. Ο αντικειμενικός παράγοντας που συνέβαλε αποφασιστικά στην υποχώρηση του κινήματος, ήταν η απρόσμενη δυνατότητα που παρουσιάστηκε για την κυβέρνηση να μεταθέσει την ψήφιση του ασφαλιστικού, καθώς στην «ατζέντα» των ευρωπαίων καπιταλιστών κυριάρχησε το ζήτημα του προσφυγικού. Δυστυχώς όμως, σημάδια υποχώρησης είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται πριν από τον ελιγμό αυτό της κυβέρνησης και την κύρια ευθύνη γι αυτό φέρει από τη μια πλευρά η συνδικαλιστική γραφειοκρατία των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ και από την άλλη η ηγεσία του ΚΚΕ.
Η υποχώρηση του κινήματος
Κατά το διήμερο 11-12 Φλεβάρη, όταν δηλαδή οι αγρότες έφτασαν στην Αθήνα, το αγροτικό κίνημα ήταν στο ανώτερο σημείο πάλης και η κλιμάκωση των απεργιακών κινητοποιήσεων του εργατικού κινήματος για κοινή πάλη φαινόταν η μόνη δυνατή επιλογή για τη συνδικαλιστική ηγεσία του. Όμως, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία των ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ είχε διαφορετική άποψη. Χωρίς να έχει προβάλει κανένα συγκεκριμένο σχέδιο κλιμάκωσης, προχώρησε προκλητικά στην περιφρόνηση της αγροτικής «καθόδου», αφού από την μια μεριά η ηγεσία της ΓΣΕΕ σιώπησε, ενώ αυτή της ΑΔΕΔΥ κάλεσε σε μια υποτυπώδη συγκέντρωση υποστήριξης, για το απόγευμα της 11ης Φλεβάρη.
Παράλληλα, η σε σημαντικό βαθμό ελεγχόμενη από τις δυνάμεις του ΚΚΕ, αγροτική συνδικαλιστική ηγεσία, παρότι το προηγούμενο διάστημα είχε εκφράσει τις μαχητικές διαθέσεις των αγροτών και είχε συμβάλει στην απομόνωση των φιλοκυβερνητικών και «γαλάζιων» δυνάμεων, δεν φρόντισε να συντονίσει σοβαρά την «κάθοδο» στην Αθήνα, με αποτέλεσμα μεγάλα τμήματα των αγροτών να μείνουν αποκλεισμένα μακριά από τη συγκέντρωση στο Σύνταγμα και να περιοριστεί σημαντικά η μαζικότητα και η μαχητικότητα της κινητοποίησης. Ακόμα χειρότερα, τη στιγμή που οι διαθέσεις των αγροτών ήταν εμφανώς υπέρ μιας «επ’ αόριστον» παραμονής στο Σύνταγμα και για διαρκείς διαδηλώσεις και καταλήψεις σε υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες, κάλεσε τους διαμαρτυρόμενους να μαζέψουν τις σκηνές που είχαν στήσει στην πλατεία Συντάγματος και να προχωρήσουν σε «άλλες μορφές αγώνα». Αυτό ήταν στην πραγματικότητα ένα σάλπισμα υποχώρησης.
Τις αμέσως επόμενες ημέρες, παρά την διατήρηση για ένα διάστημα της μαχητικής ρητορικής, η συνδεδεμένη με το ΚΚΕ συνδικαλιστική ηγεσία των αγροτών προέβη στην υλοποίηση αυτής ακριβώς της τακτικής της αποκλιμάκωσης. Αρχικά, προσήλθε στον «διάλογο» της κυβέρνησης, του οποίου τον ψευδεπίγραφο χαρακτήρα αναδείκνυε ορθά όλο το προηγούμενο διάστημα καταγγέλλοντας παράλληλα τους πρόθυμους για «διάλογο» δεξιούς ηγέτες του κινήματος. Την ίδια στιγμή, προχώρησε στις «άλλες μορφές αγώνα» που δεν ήταν τίποτα άλλο από την αποχώρηση των αγροτών από τα μπλόκα. Παράλληλα, η προσκείμενη στο ΚΚΕ συνδικαλιστική ηγεσία στα συνδικάτα, ταυτίστηκε με την εκτονωτική τακτική της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας της πραγματοποίησης μιας 24ωρης απεργίας χωρίς καμιά περαιτέρω κινητοποίηση και στην προκήρυξη μιας 48ωρης «όταν και αν» φέρει προς ψήφιση η κυβέρνηση το ασφαλιστικό.
Φυσικά, μια συντεταγμένη υποχώρηση από έναν αγώνα με πρωτοβουλία της ηγεσίας δεν είναι λανθασμένη για όλες τις περιπτώσεις. Σε συγκεκριμένες συνθήκες, μπορεί η άρνηση για μια τέτοια συντεταγμένη υποχώρηση – ακόμα και όταν δεν έχει αποσπαστεί κανενός είδους παραχώρηση από τον αντίπαλο – να αποτελεί αδιαμφισβήτητο αριστερισμό. Από την άλλη πλευρά όμως, η άρνηση για κλιμάκωση σε ευνοϊκές συνθήκες – ακόμα και αν έχουν κερδηθεί ήδη πολλά – αποτελεί στάση ηττοπαθή και οπορτουνιστική.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι ξεκάθαρο ότι ανεξάρτητα από το γεγονός πως οι δεσμεύσεις της κυβέρνησης για ελάφρυνση του ασφαλιστικού δεν αποτελούν κάποια «επιμέρους νίκη» αλλά ένα κακόγουστο αστείο, οι συνθήκες επέβαλαν την ανάγκη συνέχισης του αγώνα. Όταν οι αγρότες αντί για σημάδια κούρασης επιδεικνύουν ενθουσιασμό, μαχητικότητα, αυτοπεποίθηση για τη δύναμή τους και διάθεση για αγώνα διαρκείας, όταν η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα υποστηρίζουν αλλά και συμπαρατάσσονται ενεργά στον αγώνα των αγροτών και όταν η κυβέρνηση βρίσκεται «με την πλάτη στον τοίχο» απειλούμενη με σοβαρή κρίση, είναι προφανές πως αναγκαία δεν είναι η υποχώρηση, αλλά η πιο δυνατή επίθεση και κλιμάκωση του αγώνα.
Ποια θα έπρεπε να είναι η τακτική κλιμάκωσης;
Η κλιμάκωση του αγώνα σ’ αυτήν την κατάσταση θα είχε επιφέρει άμεσα τη δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου για γενικευμένο αγώνα διαρκείας, ενάντια στο ασφαλιστικό και το τρίτο μνημόνιο. Αυτήν την τακτική όφειλε να υπερασπιστεί η ηγεσία του ΚΚΕ, ιδιαίτερα από τη στιγμή που σε μεγάλο βαθμό είχε την δύναμη για να την κάνει πράξη ακόμα και παρά την αναμενόμενα προδοτική στάση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας των ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ.
Η προσκείμενη στο ΚΚΕ αγροτική ηγεσία, όφειλε να εντείνει τον πανελλαδικό συντονισμό του αγροτικού κινήματος, να πάρει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες σύνδεσης με το εργατικό κίνημα καλώντας για τη δημιουργία τοπικών επιτροπών αγώνα, με σκοπό τη κορύφωση των κινητοποιήσεων στην Αθήνα και σ’ όλη τη χώρα, με δυνάμωμα των μπλόκων, μαζικές διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες, καταλήψεις κυβερνητικών κτηρίων και κρατικών θεσμών. Μια τέτοια στάση δεν αποτελεί εκ των υστέρων «ευχολόγιο», αλλά αντίθετα, ταυτίζεται με τις διαθέσεις που υπήρχαν στη βάση του κινήματος των αγροτών και αποτελεί γενίκευση της δράσης που είχε ήδη αναπτυχθεί, σε μεγάλο βαθμό αυθόρμητα, από τους αγωνιζόμενους αγρότες.
Παράλληλα, με δεδομένη την προκλητική στάση της ηγεσίας των ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ και σε αντίθεση με αυτήν, οι δυνάμεις του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ στα συνδικάτα θα έπρεπε να μην αρκεστούν σε ένα «διαφορετικό πολιτικό πλαίσιο», αλλά να προτείνουν ένα σοβαρά επεξεργασμένο σχέδιο κλιμάκωσης των κινητοποιήσεων του εργατικού κινήματος. Η απόφαση της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ για προκήρυξη 48ωρης απεργίας «όταν και αν» κατατεθεί το ασφαλιστικό στη Βουλή και μάλιστα χωρίς καμιά περαιτέρω κινητοποίηση αν αυτό τελικά ψηφισθεί, την στιγμή που οι ευνοϊκές για κλιμάκωση συνθήκες που περιγράφηκαν, αναδείκνυαν την προοπτική πλήρους απόσυρσής του πριν καν κατατεθεί στην Βουλή, αποτελεί ξεκάθαρη παραχώρηση της πρωτοβουλίας των κινήσεων στην κυβέρνηση -που μπορεί έτσι να «προκαλέσει» την προκήρυξη της 48ωρης όταν εκείνη και όχι το εργατικό κίνημα κρίνει ότι είναι σκόπιμο,- εκτονώνει το κίνημα που δεν βλέπει παρά μόνο άλλο ένα μετέωρο κάλεσμα σε αγώνα για «την τιμή των όπλων» και ουσιαστικά αποτελεί ανοιχτή απεργοσπασία. Είναι προφανές, ότι αυτό το σχέδιο «πάλης», δεν θα μπορούσε να είναι νικηφόρο απλά και μόνο με την προσθήκη του αντικαπιταλιστικού ή και οποιουδήποτε άλλου «πολιτικού πλαισίου» της ηγεσίας του ΚΚΕ.
Σε αυτήν την κατάσταση, οι δυνάμεις του ΚΚΕ όφειλαν να αντιπαρατάξουν στην απεργοσπαστική τακτική της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας ένα σχέδιο πραγματικού αγώνα με προοπτική νίκης και να παλέψουν αποφασιστικά μέσα στο εργατικό κίνημα για την υιοθέτησή του. Ένα σχέδιο δημιουργίας επιτροπών αγώνα για την οργάνωση και την προετοιμασία επαναλαμβανόμενων 24ωρων και 48ωρων «προειδοποιητικών» γενικών απεργιών ταυτόχρονα με τις κεντρικές κινητοποιήσεις των αγροτών, που θα καταλήγει σε μια πολιτική απεργία διαρκείας αν δεν αποσυρθεί οριστικά το ασφαλιστικό και τα άλλα μέτρα του τρίτου μνημονίου. Μόνο μέσα από μια τέτοια πρόταση αγώνα, θα μπορούσαν οι κομμουνιστές να υποστηρίξουν παράλληλα το αναγκαίο «πολιτικό πλαίσιο» για την ανατροπή της κυβέρνησης και την αντικατάστασή της από μια αντί-καπιταλιστική, σοσιαλιστική κυβέρνηση που θα καταργήσει τα μνημόνια και θα έρθει σε ρήξη με την τάξη των καπιταλιστών και το σύστημά της.
Πάτροκλος Ψάλτης