Πρέπει οι αληθινοί σοσιαλιστές να μπαίνουν σε κυβερνήσεις με αστικά κόμματα; Η απάντηση που έδινε η Ρόζα Λούξεμπουργκ σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα μας βοηθά να αντιληφθούμε την προδοτική στάση της ομάδας Τσίπρα και τα σοβαρά και καθοριστικά λάθη της ηγεσίας της πρώην Αριστερής Πλατφόρμας.
Το παρακάτω κείμενο είναι ένα απόσπασμα από το εξαιρετικό βιβλίο του Γερμανού κομμουνιστή Πάουλ Φρέλιχ με τίτλο «Ρόζα Λούξεμπουργκ» (εκδόσεις «Νέοι Στόχοι» – 1972). Σε αυτό ο συγγραφέας εξηγεί ποια ήταν η θέση της μεγάλης επαναστάτριας Ρόζας Λούξεμπουργκ – αλλά και ποια είναι η θέση του επαναστατικού μαρξισμού συνολικότερα – σχετικά με το φαινόμενο της συμμετοχής σοσιαλιστών σε αστικές κυβερνήσεις. Σημείο αναφοράς είναι η πρώτη εμπειρία από μια τέτοια συμμετοχή στην Ιστορία, δηλαδή από τη συμμετοχή του σοσιαλιστή ηγέτη Μιλλεράν σε αστική κυβέρνηση της Γαλλίας το 1899. Η ανάλυση που περιέχεται σε αυτό το κείμενο έχει εξαιρετική επικαιρότητα για τη σημερινή Ελλάδα, καθώς μας βοηθά να κατανοήσουμε το πόσο επιζήμια είναι η τακτική της κυβερνητικής συνεργασίας με αστικά κόμματα που εφαρμόζει από τον περασμένο Γενάρη η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και επίσης το πόσο αδιέξοδη ήταν η συμμετοχή των ηγετών της πρώην «Αριστερής Πλατφόρμας» με υπουργικές θέσεις στην πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα – Καμένου.
Οι ρεφορμιστικές θεωρίες δεν μπορούσαν να δοκιμαστούν στη Γερμανία, όσο σ’ αυτήν υπήρχε ένα μισοαπολυταρχικό καθεστώς. Αυτές δοκιμάστηκαν στη Γαλλία την ίδια στιγμή που η θεωρητική συζήτηση μέσα στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία είχε φτάσει στο απόγειο της. Έτσι οι ιδέες της Ρόζας Λούξεμπουργκ για τον κοινοβουλευτισμό μπορούσαν τώρα να βρουν την επαλήθευση τους μέσα στα γεγονότα. Τον Ιούνιο 1899 μπήκε ο σοσιαλιστής Αλέξανδρος Μιλλεράν στη ριζοσπαστική κυβέρνηση του Βαλντέκ – Ρουσσώ, δίπλα στον στρατηγό Γκαλιφιέ, τον σφαγέα των Κομμουνάρων. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε σταθμό στην Ιστορία του κινήματος.
Ο Ζωρές χαιρέτισε το θάρρος των γάλλων σοσιαλιστών που έστειλαν έναν από τους δικούς τους «μέσα στο φρούριο της αστικής κυβέρνησης». Όλοι οι ρεφορμιστές μέσα στη Διεθνή επιδοκίμασαν τη θεωρία που διετύπωσε ο Ζωρές και που είναι εν συνόψει η ακόλουθη: στην εξέλιξη της καπιταλιστικής κοινωνίας προς το σοσιαλισμό μεσολαβεί ένας σταθμός κατα τη διάρκεια του οποίου η πολιτική εξουσία ασκείται από κοινοΰ από το προλεταριάτο και από τη μπουρζουαζία. Αυτό στην κυβερνητική του μορφή εκφράζεται με την συμμετοχή των σοσιαλιστών στην κυβέρνηση.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ παρακολουθεί με τη μεγαλύτερη προσοχή αυτή την πείρα. Η κριτική της ασκείται με βαθειές μελέτες, μελέτες που αποκαλύπτουν μιά καταπληκτική γνώση της πολιτικής Ιστορίας και της κατάστασης της Γαλλίας. Η διάγνωση της πάνω στη μεγάλη πολιτική κρίση που περνούσε τότε η Γαλλία ήταν πολύ πιο στέρεη και πιο σίγουρη απ’ αυτήν των άμεσα 96 ένδιαφερομένων πολιτικών ήγετών. Η ανάλυσή της οπως καί τα τακτικά της συμπεράσματα, η γνώση της άνατομίας της αστικής κοινωνίας, οι νόμοι της εξέλιξής της και οι συνθήκες της προλε- ταριακής πάλης βρήκανε μια νέα επιβεβαίωση. Από το 1885 περίπου η Γαλλία συγκλονίστηκε από συνεχείς κρίσεις: κρίση του Μπουλανζισμού, σκάνδαλο του Παναμά, υπόθεση Ντρέυφους.
Η κατάσταση τότε έμοιαζε πολύ μ’ αυτήν που γνωρίσαμε κατόπι στην περίοδο των φασιστικών ζυμώσεων: ένας θορυβώδης εθνικισμός, αντισημιτικές εκδηλώσεις, χονδροειδείς και γεμάτες μίσος δημοσιογραφικές καμπάνιες, ανταλλαγή πυροβολισμών στο δρόμο, η ευτράπελη κατάληψη μιας σειράς σπιτιών από τους άντιντρεϋφικούς (το «Fort Chabrol») και ακόμα μια απόπειρα της «Χρυσής νεολαίας» εναντίον του Προέδρου της Δημοκρατίας. Φαινόταν ότι ερχόταν η τελευταία ώρα της Δημοκρατίας. Η Λούξεμπουργκ εντούτοις, είχε καταλάβει ότι δεν ήταν η ίδια Δημοκρατία που απειλούνταν απ’ αυτές τις συγκρούσεις που είχαν διαιρέσει τη Γαλλία σε δυό στρατόπεδα.
Εκείνο για το οποίο συγκρούονταν ήταν μόνο ποιός από τους δυό, η μιλιταριστική και κληρική αντίδραση ή ο αστικός ριζοσπαστισμός θα ελέγχανε τη Δημοκρατία. Δεν συμβούλευε όμως καθόλου να σταθούν μακριά απ’ αυτή την πάλη και κατεδίκαζε τη σεκταριστική παθητικότητα του κόμματος του Ζυλ Γκεντ που από την αρχή είχε ρίξει το σύνθημα: «Ούτε με τον ένα, ούτε με τον άλλο, ούτε με την πανούκλα, ούτε με τη χολέρα, ούτε με τη δεξιά, ούτε με την αριστερή διαφθορά». Επιδοκίμαζε τη στάση του Ζωρές που με πάθος είχε ριχτεί στη μάχη, τον κατηγορούσε όμως γιατί δεν ήξερε να χαράξει μια καθαρή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο στρατόπεδο της μπουρζουαζίας και στο στρατόπεδο του προλεταριάτου.
Απαιτούσε από το σοσιαλιστικό κίνημα με την ευκαιρία κάθε πολιτικής κρίσης συγχρόνως και πρακτική δραστηριότητα και σταθερότητα στις αρχές και δράση για κάθε πολιτική κατάκτηση και σταθερή πορεία για τον τελικό σκοπό. Η στάση της στην περίπτωση της εμπειρίας Μιλλεράν είναι χαρακτηριστική. Αμέσως με τη συμμετοχή αυτού του τελευταίου στην κυβέρνηση, πραγματεύεται στη «Leipziger Volkszeitung» το πρόβλημα της κυβέρνησης και της εξουσίας από την άποψη των γενικών αρχών του μαρξισμού. Κατόπιν, σε κάθε σταθμό, μελετάει τα αποτελέσματα αυτής της εμπειρίας μέχρι τις τελευταίες λεπτομέρειες και εξάγει τα δικά της τακτικά συμπεράσματα. Κι αυτά τα τακτικά συμπεράσματα ξεπερνούσαν κατα πολύ τη σημασία της περίπτωσης Μιλλεράν.
Η ορθότητά τους έχει επιβεβαιωθεί από όλες τις κατοπινές εμπειρίες και στη Γερμανία με τη σοσιαλδημοκρατική κυβερνητική πολιτική και στην Αγγλία με την κυβέρνηση Μακντόναλντ και τέλος στη Γαλλία με τις κυβερνήσεις του Λαικού μετώπου. Η κριτική της Ρόζας Λούξεμπουργκ βρήκε την πιστή και πλήρη προφητική της επαλήθευση σε όλα τα μεταγενέστερα γεγονότα. Με τις επιδοκιμασίες ολοκλήρου του ρεφορμιστικού ρεύματος και σε εφαρμογή των ιδεών του Μπερνστάϊν, ο Ζωρές δικαιολογούσε τη συμμετοχή στην κυβέρνηση, λέγοντας ότι το σοσιαλιστικό κόμμα έπρεπε να καταλαμβάνει τις θέσεις που του άφηναν. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν σύμφωνη με τον όρο όμως ότι αυτές οι θέσεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην πάλη της τάξης εναντίον της μπουρζουαζίας και του κράτους της. Το κοινοβούλιο ανταποκρινόταν σ’ αυτό τον όρο, γιατί το κόμμα μπορούσε σ’ αυτό σαν αντιπολίτευση, να υπερασπίζει τα συμφέροντα της τάξης του. Αλλά στην κυβέρνηση δεν υπάρχει θέση για μια πραγματική αντιπολίτευση.
Μια κυβέρνηση πρέπει να δρα με ομοιογενή τρόπο και σε ένα βασικά κοινό έδαφος, αυτό του άστικού κράτους. Γι’ αυτό ο αντιπρόσωπος του άκρου αστικού ριζοσπασμού μπορεί ενδεχόμενα να συνεργάζεται στην κυβέρνηση με τον χειρότερο αντιδραστικό. Αλλά ένας, από λόγους αρχής, αντίπαλος του καθεστώτος πρέπει αναγκαία να αποτύχει από την πρώτη προσπάθειά του να αντιπολιτευτεί μέσα στους κόλπους της κυβέρνησης ή πρέπει να βοηθάει καθημερινά στη διατήρηση και στη λειτουργία της κρατικής αστικής μηχανής και συνεπώς να πάψει να είναι σοσιαλιστής.
Ένας σοσιαλδημοκράτης που επιδιώκει με την ιδιότητα του μέλους της κυβέρνησης να πραγματοποιεί κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, υπερασπίζοντας γενικά το αστικό κράτος, περιορίζει στην καλύτερη περίπτωση το σοσιαλισμό του μέσα στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας ή ασκεί αστική εργατική πολιτική. «Μέσα στην αστική κοινωνία, η σοσιαλδημοκρατία είναι από τη φύση της κόμμα της αντιπολίτευσης. Δέν πρέπει να γίνει κυβερνητικό κόμμα παρά πάνω στα ερείπια του αστικού κράτους». Αυτή η θέση αρχής αποκλείει κάθε συνεργασία με την αστική δημοκρατία; Καθόλου, απαντάει η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Η μικρομπουρζουαζία η οποία ουσιαστικά αντιπροσωπεύει σήμερα την αστική δημοκρατία, έχει απ’ αυτή την ενδιάμεση θέση της ανάμεσα στο προλεταριάτο και στη μπουρζουζία, περισσότερους από έναν κοινούς σκοπούς με την εργατική τάξη. Αλλά σε κάθε ενδεχόμενη συμμαχία η εργατική τάξη πρέπει να εξασφαλίζει την ηγεμονία.
«Στη σημερινή περίοδο, το στοιχείο που δεσπόζει και διευθύνει πρέπει να είναι το προλεταριάτο. Η μικρομπουρζουαζία δεν μπορεί να αποτελεί παρά ένα δευτερεύον συμπλήρωμα. Έτσι πρέπει να είναι και όχι αντίστροφα. Αυτό σημαίνει ότι στην κοινή πάλη με την αστική δημοκρατία, το σοσιαλιστικό κόμμα έχει καθήκον να μη περιορίζει την πάλη του στο κοινό με τη μικρομπουρζουαζία έδαφος, αλλά αντίθετα, συστηματικά να προχωρεί πέρα από τις επιδιώξεις των μικροαστικών κομμάτων». Λοιπόν, αυτό είναι αδύνατο στο εσωτερικό μιας αστικής κυβέρνησης.
Κάτω από την πίεση καπιταλιστικών δυνάμεων, ο αστικός ριζοσπαστισμός υπαγορεύει στους σοσιαλιστές υπουργούς, το σημείο μέχρι το οποίο μπορούν να προχωρήσουν, όπως και τον χαρακτήρα της πολιτικής που ακολουθούν. Και σε όλα τα κοινωνικά ζητήματα που έχουν σχέση με τη δημοκρατία, δεν μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη στον ριζοσπαστισμό, ακόμα και από την άποψη του προγράμματός του. Πάντα είναι έτοιμος για μια αντιδραστική στροφή και δεν είναι διατεθειμένος να πάει πιο μακριά από εκεί που του είναι αυστηρά αναγκαίο για να κατευνάζει τις μάζες. Ύστερα από τα πρώτα βήματα του Μιλλεράν στο δρόμο των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, η κυβέρνηση πρώτα ανήγγειλε τη «διακοπή» άμέσως κατόπιν την άρνηση σ’ οποιαδήποτε παραχώρηση στους σοσιαλιστές συμμάχους της. Κάθε προσπάθεια αντίστασης των σοσιαλιστών στα κτηνώδη αντιδραστικά μέτρα που πήρε η κυβέρνηση, πνιγόταν με την απειλή ότι θα διαλυόταν ο συνασπισμός και τη θέση του θα έπαιρνε η αντίδραση.
Η αρχή του «μικρότερου κακού» υπαγόρευε όλη τη σοσιαλιστική πολιτική και ανάγκαζε το κόμμα να εκτίθεται όλο και πιο βαριά. Ο Ζωρές και οι φίλοι του εξυμνούσαν με ζήλο τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που πρότεινε ο Μιλλεράν, υπουργός του έμπορίου. Ήταν γι’ αυτούς «σοσιαλιστικοί σπόροι, σπαρμένοι στο καπιταλιστικό έδαφος που θα έδιναν θαυμάσιους καρπούς». Οι λόγοι του υπουργού γίνονταν απ’ αυτούς «οι στιγμές οι πιο μεγαλειώδεις και οι πιο γόνιμες σ’ όλη την ιστορία του σοσιαλισμού και της Δημοκρατίας».
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ συνόψιζε αυτά τα ενθουσιαστικά σχόλια με τις ακόλουθες λέξεις: «Η κλασσική χώρα της ελεύθερης συναλλαγής βρέθηκε με ένα πήδημα στην κορυφή της προόδου. Η γαλλική εργατική τάξη από υπηρέτρια που ήταν ακόμα χθες, έγινε απότομα σήμερα πριγκήπισσα. Είναι προφανές ότι μόνο ένας σοσιαλιστής υπουργός μπορούσε να κάνει τέτοια θαύματα». Η εξέταση αυτής της δραστηριότητας έδειχνε μόνο ότι αυτή κατέληγε στο να καλύπτει τις ταξικές αντιθέσεις. «Η ταυτόχρονη υπεράσπιση των συμφερόντων των εργατών και των εργοδοτών, των πρώτων με απατηλές παραχωρήσεις, των δεύτερων με υλικές παραχωρήσεις, βρήκε την απτή της έκφραση στα μέτρα που πήραν για την ευτυχία των έργατών στο χαρτί και για την υπεράσπιση του κεφαλαίου με το πολύ πραγματικό ατσάλι της ξιφολόγχης».
Έτσι η αρχική πρόθεση για τον περιορισμό της διάρκειας της εργασίας κατέληξε στην αύξηση των ωρών εργασίας για τα παιδιά και σε απλές ελπίδες για το μέλλον. Η πρόθεση για την εγγύηση του δικαιώματος της απεργίας κατέληξε στην περίσφιγξή του μέσα στα πιο στενά νομικά όρια. Και η εποχή των μεταρρυθμίσεων έφτασε στο απόγειό της με τη σφαγή των απεργών εργατών. Η γενική πολιτική της κυβέρνησης συνασπισμού παρουσιάζει τον ίδιο πίνακα. Η πάλη εναντίον των δικαστικών παραβάσεων στην υπόθεση Ντρέυφους, πάλη που έπρεπε να είναι το κύριο καθήκον της κυβέρνησης, κατέληξε σε μια επαίσχυντη γενική αμνηστία που περιέλαβε το θύμα και τους υπευθύνους του εγκλήματος. Η πάλη για την «εκλαΐκευση» του κράτους πληρώθηκε με παραχωρήσεις στην Καθολική Εκκλησία. Η εξωτερική πολιτική χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή στην εκστρατεία των ευρωπαϊκών δυνάμεων εναντίον της Κίνας, από την εκστρατεία εναντίον της Τουρκίας για να εξαναγκαστεί να σεβαστεί ορισμένες απαιτήσεις των γαλλικών τραπεζών και τέλος από ένα ξεχείλισμα ιμπεριαλιστικού ενθουσιασμού και των δημοκρατικών και των μοναρχικών στην υποδοχή του αιμοσταγούς τσάρου Νικολάου.
Από την εμπειρία του γαλλικού υπουργισμού, η Ρόζα Λούξεμπουργκ έβγαλε τα ακόλουθα συμπεράσματα: Στην πράξη, αυτή η τόσο εξυμνούμενη πολιτική αποκαλύπτεται κάθε άλλο παρά ρεαλιστική, γιατί η εργατική τάξη, δεμένη από τη συμμετοχή του σοσιαλιστικού κόμματος στην κυβερνητική πολιτική δεν μπορεί να ρίξει όλο το βάρος των δυνάμεών της στην πάλη. Η «στείρα» αντιπολίτευση, είναι αντίθετα η μόνη πραγματικά ρεαλιστική πολιτική, γιατί «μακριά από το να κάνει αδύνατες τις απτές πρακτικές επιτυχίες, τις άμεσες μεταρρυθμίσεις προοδευτικού χαρακτήρα, η πραγματική αντιπολίτευση είναι αντίθετα, για ένα γενικά κόμμα της μειοψηφίας και προ παντός για το σοσιαλιστικό κόμμα, το μόνο πραγματικό μέσο για να αποσπάσει πρακτικές επιτυχίες».
Η συμμετοχή στην κυβέρνηση καταλήγει στη διαίρεση και στην παράλυση του εργατικού κινήματος, προκαλεί σε ομάδες της εργατικής τάξης μια βίαιη εχθρότητα εναντίον κάθε πολιτικής και κάθε κοινοβουλευτισμού και δημιουργεί αναρχοσυνδικαλιστικές αυταπάτες. Ο Ζωρές ήταν ο οπαδός ο πιο πεπεισμένος για την ορθότητα της πολιτικής της συμμετοχής στις αστικές κυβερνήσεις και υποστήριζε με πολύ ενθουσιασμό αυτή την πολιτική εναντίον της κριτικής της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Εντούτοις δέκα χρόνια αργότερα από τότες που έφαρμόστηκε αυτή η πολιτική, έβριζε τον Μιλλεράν και δυο άλλους σοσιαλιστές υπουργούς (τον Μπριαν και τον Βιβιανί), αποκαλώντας τους «προδότες που άφησαν τον εαυτό τους να χρησιμοποιηθεί από τον καπιταλισμό».
Τα άρθρα της Ρόζας Λούξεμπουργκ για την υπόθεση Μιλλεράν, είναι από τους πιο βίαιους λιβέλλους της σοσιαλιστικής φιλολογίας. Η αγανάκτηση που την κατέχει δεν ξεσπάει σε βρισιές. Η γλώσσα της είναι συγκρατημένη. Η αμείλικτη κριτική της στηρίζεται πάνω στα γεγονότα: Στις κραυγαλέες αντιφάσεις αυτής της πολιτικής, στη διαφορά ανάμεσα στα φαινόμενα και στην πραγματικότητα, στις επίσημες υποσχέσεις και στην αξιολύπητη στο τέλος συνθηκολόγηση. Η πολιτική λογική, σφυρηλατημένη από τα γεγονότα, κλείνει κάθε υπεκφυγή και η συνολική κρίση έχει ένα παγκόσμιο βεληνεκές: καταδικάζεται κάθε προσπάθεια να εξυπηρετηθεί ο σοσιαλισμός με τα μέσα της αστικής κρατικής εξουσίας.
Η κριτική της Λούξεμπουργκ δεν εμπόδισε την επανάληψη αυτών των εμπειριών. Στην περίπτωση Μιλλεράν αυτή η πολιτική προκάλεσε μόνο μεγάλες δυσκολίες στην εργατική τάξη. Αλλά αυτό που είχε αρχίσει στη Γαλλία με τη μορφή μιας ελεεινής φάρσας, κατέληξε στη Γερμανία σε μια τραγωδία. Και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, έβλεπε πολύ μακριά όταν το 1901 έλεγε ότι μια τέτοια πολιτική δημιουργεί τις συνθήκες που ευνοούν τον καισαρισμό. «Ο Ζωρές, αυτός ο ακούραστος υπερασπιστής της δημοκρατίας, προετοιμάζει το εδαφος για τον καισαρισμό! Αυτό φαίνεται σαν ένα άσχημο αστεϊο. Και όμως από τέτοια αστεία είναι καμωμένη η σοβαρή καθημερινή ιστορία». Τριανταδυό χρόνια αργότερα, ο καρπός του μιλλερανισμού πάνω στο γερμανικό έδαφος είχε το όνομα… Χίτλερ.