Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΛαϊκή Ενότητα : συμπεράσματα από τα λάθη, αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και μαρξιστικός προσανατολισμός...

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Λαϊκή Ενότητα : συμπεράσματα από τα λάθη, αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και μαρξιστικός προσανατολισμός ο μόνος δρόμος

Ποιές ήταν οι αιτίες για την ήττα της ΛΑΕ; “Ευρώ ή δραχμή”, “Λιτότητα – αντιλιτότητα”, “καπιταλισμός ή σοσιαλισμός” : ποιό είναι το κεντρικό δίλλημα και ποιά πρέπει να είναι η κεντρική προγραμματική γραμμή του νέου φορέα; Οι θέσεις της Κομμουνιστικής Τάσης αναπτύσσονται στην ανάλυση που ακολουθεί.

 

Το ποσοστό που απέσπασε στις εκλογές η Λαϊκή Ενότητα (ΛΑΕ) συνιστά αντικειμενικά μια σοβαρή ήττα για το νέο αριστερό φορέα. Η διαπίστωση αυτή σε καμία περίπτωση δεν παραγνωρίζει «την αυταπάρνηση, ανιδιοτέλεια και αγωνιστική προσφορά» , στοιχεία που πολύ σωστά τονίστηκαν στην ανακοίνωση για τα εκλογικά αποτελέσματα που εξέδωσε στο όνομα του Πολιτικού Συμβουλίου η Γραμματεία της ΛΑΕ (και όχι το Πολιτικό Συμβούλιο στο οποίο δεν συζητήθηκε κανένα κείμενο). Αποτελεί αναγνώριση της ίδιας της πραγματικότητας, χωρίς την οποία δεν μπορεί να διαμορφωθεί καμία ουσιαστική πρόταση για το πολιτικό μέλλον της ΛΑΕ.

Το εκλογικό αποτέλεσμα της ΛΑΕ συνιστά σοβαρή ήττα γιατί δεν ανταποκρινόταν στον βασικό πολιτικό σκοπό που συνόδευε την ίδρυση του νέου φορέα. Στη δημιουργία δηλαδή, σύμφωνα με την ιδρυτική προγραμματική του διακήρυξη, «ενός ισχυρού λαϊκού μετώπου που θα αναστυλώσει τις προδομένες ελπίδες» από την προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στο στρατόπεδο των Μνημονίων. Οι 155.242 ψήφοι και το ποσοστό 2,86% έδειξαν ότι η πρώτη απόπειρα για τη δημιουργία ενός τέτοιου μετώπου απέτυχε.

Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ορισμένοι «αντικειμενικοί παράγοντες» όπως εκείνοι που αναφέρονται ως καθοριστικοί για το αποτέλεσμα στην παραπάνω ανακοίνωση δεν έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ήττα της ΛΑΕ. Η απροκάλυπτη πολιτική προδοσία της ομάδας Τσίπρα διαμόρφωσε ένα γενικευμένο κλίμα απογοήτευσης και σύγχυσης στην κοινωνία, ενώ ο χρόνος της προεκλογικής περιόδου ήταν εξαιρετικά σύντομος για να δημιουργηθεί ισχυρό ρεύμα υποστήριξης σ’ ένα νέο κόμμα μέσα στις μάζες. Αυτή όμως είναι η μια μόνο όψη των «αντικειμενικών παραγόντων», η αρνητική. Η άλλη όψη, η θετική για τη ΛΑΕ, είναι σοβαρό λάθος να παραβλέπεται.

Αυτή δεν είναι άλλη από το τεράστιο κενό εκπροσώπησης που δημιουργήθηκε μετά τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ για τα ριζοσπαστικοποιημένα τμήματα των εργατικών μαζών και της νεολαίας που ψήφισαν «Όχι» στο δημοψήφισμα του Ιουλίου. Όπως αποδείχθηκε από τις σημαντικές απώλειες που υπέστη ο ΣΥΡΙΖΑ συγκριτικά με τις εκλογές του Γενάρη (τα στοιχεία για την εκλογική του συσπείρωση έδειξαν ότι το 30% της εκλογικής του βάσης του Γενάρη, περίπου 670.000 ψηφοφόροι, δεν τον ξαναψήφισαν τον Σεπτέμβρη) και γενικότερα από την εμφάνιση μιας πολύ μεγάλης μάζας αγανακτισμένων από την ψήφιση του νέου Μνημονίου που απείχαν με πολιτικό σκεπτικό (ασφαλώς λαθεμένο και «τυφλό»), υπήρχε μια τεράστια λαϊκή «δεξαμενή» από την οποία η ΛΑΕ μπορούσε να έχει αντλήσει σημαντική εκλογική στήριξη.
Αυτή η θετική όψη των «αντικειμενικών παραγόντων», δυστυχώς έμεινε παντελώς αναξιοποίητη. Και η μόνη αιτία γι’ αυτό, είναι οι σοβαρές αδυναμίες και τα λάθη στο πεδίο άλλου είδους «παραγόντων», όχι αντικειμενικών αλλά υποκειμενικών, δηλαδή στην πολιτική γραμμή και στις προγραμματικές θέσεις πάνω στις οποίες επιχείρησε να θεμελιώσει το νέο φορέα η ηγεσία του.

Η ολέθρια συμμετοχή στην κυβέρνηση και οι απανωτές υποχωρήσεις

Πριν όμως αναφερθούμε αναλυτικά σε αυτά, θα πρέπει να εστιάσουμε σ’ έναν αποφασιστικό αρνητικό παράγοντα που εμφανίστηκε αρκετά πριν την ίδρυση του νέου φορέα. Τον παράγοντα αυτόν που επέδρασε καθοριστικά στην ήττα, έχει επισημάνει και τονίσει έγκαιρα δυστυχώς μόνο η Κομμουνιστική Τάση. Είναι η συνολική πολιτική στάση της ηγεσίας της Αριστερής Πλατφόρμας (ΑΠ), δηλαδή των ηγεσιών του Αριστερού Ρεύματος και της ΔΕΑ, κατά το κρίσιμο διάστημα της 7μηνης θητείας της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Ήταν τόσα πολλά και σημαντικά τα λάθη που έκανε η ηγεσία της ΑΠ κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, που ακόμα και τη σωστότερη πολιτική γραμμή να διέθετε από την ίδρυση της και μετά η ΛΑΕ, η ζημιά που αποδεδειγμένα έκαναν αυτά τα «παλιά» λάθη δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί.
Τα λάθη αυτά δημιούργησαν βαθιά καχυποψία στις μάζες έναντι του νέου κόμματος, η οποία με τη σειρά της, διαμόρφωσε πάρα πολύ στενά όρια για την εκλογική του απήχηση. Ακόμα χειρότερα, αυτά τα λάθη έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ίδια τη διαμόρφωση των «αντικειμενικών παραγόντων» που επικαλείται ως αιτία για το αρνητικό αποτέλεσμα η ηγεσία της ΛΑΕ.

Ας δούμε πιο αναλυτικά αυτά τα λάθη και τις συνέπειές τους. Η Κομμουνιστική Τάση ήταν η μόνη συλλογικότητα στον ΣΥΡΙΖΑ που ξεκάθαρα και έγκαιρα είχε υποστηρίξει την ανάγκη η ηγεσία της αριστερής πτέρυγας του κόμματος να κρατηθεί έξω από την κυβέρνηση. Η θέση μας αυτή στηριζόταν στην εκτίμηση ότι η σοσιαλδημοκρατική, δηλαδή συμφιλιωτική με τον καπιταλισμό και γεμάτη αυταπάτες για τη «δημοκρατική» και «προοδευτική» του διαχείριση πολιτική της ηγετικής ομάδας, μετά την άνοδό της στην κυβέρνηση θα την οδηγούσε αναπόφευκτα στην προδοσία των ίδιων της των διακηρύξεων («Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης»). Όχι ασφαλώς γιατί η ηγετική ομάδα εφάρμοζε κάποιο σχέδιο υπό τις διαταγές του ταξικού αντιπάλου – άλλωστε η ζωή απέδειξε ότι δεν διέθετε κανενός είδους σχέδιο και για τίποτα – αλλά γιατί μέσα στις συνθήκες ενός υπερχρεωμένου καπιταλισμού σε βαθιά ύφεση, καμία φιλεργατική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να γίνει εφικτή χωρίς την αμφισβήτηση της ίδιας της εξουσίας του κεφαλαίου. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώθηκε πλήρως από τα γεγονότα.

Η ηγεσία της ΑΠ αντί να συμμεριστεί αυτή τη βασική μαρξιστική εκτίμηση – προειδοποίηση, την αντιμετώπισε σαν «προϊόν του αριστερισμού των Τροτσκιστών». Διεκδίκησε ισότιμο με την ηγετική ομάδα ρόλο συνδιαχειριστή του σάπιου ελληνικού καπιταλισμού, συμμετέχοντας στην κυβέρνηση με 4 υπουργούς και μάλιστα στη βάση μιας πολιτικής που όφειλε να έχει έγκαιρα κατανοήσει – στο βαθμό που επιθυμεί να αποκαλεί τον εαυτό της «μαρξιστική» – ότι με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγούσε στην προδοσία και την ήττα.

Στη συμμετοχή της ηγεσίας της ΑΠ στην κυβέρνηση εκφράστηκε χαρακτηριστικά το αδιέξοδο της πολιτικής του αριστερού ρεφορμισμού και η απόσταση που τον χωρίζει από τον μαρξισμό. Αν οι σύντροφοι της ηγεσίας της ΑΠ σκέφτονταν και έπρατταν σαν πραγματικοί σοσιαλιστές θα έπρεπε να πάρουν ευθύνη συμμετοχής στην κυβέρνηση μόνο σε μια περίπτωση. Μόνο αν αυτή η κυβέρνηση εξαρχής είχε σαφή και ξεκάθαρο επαναστατικό προσανατολισμό, μόνο αν συγκροτούνταν για να συγκρουστεί με την τρόικα και την ελληνική καπιταλιστική ολιγαρχία, με σκοπό να εφαρμόσει τις διακηρύξεις της, αποφασισμένη να λάβει όλα τα αναγκαία αντικαπιταλιστικά μέτρα και να στηριχθεί στην κινητοποίηση του εργαζόμενου λαού. Αλλά από την πρώτη κιόλας μέρα της συγκρότησής της, η πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα – Καμένου φάνηκε ξεκάθαρα πως δεν είχε τέτοιο χαρακτήρα, με πιο ενδεικτική για την κατεύθυνση της την ίδια τη συμμετοχή των ακροδεξιών αστών ΑΝΕΛ στη σύνθεσή της.

Φυσικά οι πλατιές λαϊκές μάζες βλέποντας για πρώτη φορά κάτι που θύμιζε αληθινή διαπραγμάτευση με την τρόικα έδωσαν ενθουσιώδη στήριξη στην κυβέρνηση, στήριξη που όμως βδομάδα με τη βδομάδα, άρχιζε να φθίνει και να γίνεται όλο και πιο παθητική. Αλλά η ηγεσία της ΑΠ όφειλε να μην έχει παρασυρθεί από αυτό το κλίμα. Όφειλε να έχει φερθεί με πολιτική διορατικότητα και να μη διστάσει να μείνει έξω από μια κυβέρνηση, η οποία έχοντας αμέριστη πίστη στον καπιταλισμό και διαθέτοντας έμπιστους ανθρώπους του κεφαλαίου στη σύνθεσή της, μπορούσε να οδηγήσει μόνο σε αθέτηση των προεκλογικών διακηρύξεων και σε ήττα τον εργαζόμενο λαό. Με μια τέτοια στάση η ηγεσία της ΑΠ θα μπορούσε να διαφυλάξει στοιχειωδώς την πολιτική φερεγγυότητα και αξιοπιστία της αριστερής πτέρυγας του κόμματος και να θωρακίσει το κύρος της από τις ολέθριες διαφαινόμενες επιλογές της ομάδας Τσίπρα.

Η ηγεσία της ΑΠ υποστηρίζει ότι η συμμετοχή της στην κυβέρνηση ήταν αναγκαία σαν «αντίβαρο» στις δεξιές επιλογές της ηγετικής ομάδας. Πολλοί αγωνιστές της αριστερής πτέρυγας – για μια αρχική περίοδο θα λέγαμε ότι αυτοί αντιπροσώπευαν τη μεγάλη πλειοψηφία – θεωρούσαν επίσης ότι η ΑΠ ήταν ο θεματοφύλακας του αριστερού χαρακτήρα της κυβέρνησης και ότι η συμμετοχή της σ’ αυτήν ήταν χρήσιμη για την εργατική τάξη. Η ζωή δυστυχώς, δικαίωσε την εκτίμηση της Κομμουνιστικής Τάσης. Η συμμετοχή της ΑΠ στην κυβέρνηση ζημίωσε σοβαρά και την εργατική τάξη, αλλά και την αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ. Παγίδευσε την ΑΠ σε μια διαρκή πορεία υποχωρήσεων και ανοχής στις δεξιές επιλογές της ηγετικής ομάδας και έκανε την αριστερή πτέρυγα να φαίνεται στα μάτια της νεολαίας και της εργατικής τάξης σαν συνένοχη γι’ αυτές τις επιλογές.

Έτσι αφού η ηγεσία της ΑΠ συναίνεσε στη συμμαχία με τους αστούς ΑΝΕΛ αποδεχόμενη τον απατηλό ισχυρισμό της ηγετικής ομάδας ότι επρόκειτο για «συνεπείς αντιμνημονιακούς συμμάχους», αμέσως μετά, δέχτηκε την ολέθρια όπως φάνηκε στις μέρες του δημοψηφίσματος, επιλογή του αστού υπουργού της ΝΔ Παυλόπουλου για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Στη συνέχεια, ακόμα χειρότερα, ανέχθηκε ως «αναγκαίο κακό» το επ’ αόριστο «πάγωμα» του προγράμματος της Θεσσαλονίκης στο όνομα της «σκληρής διαπραγμάτευσης», δεν κουνήθηκε από τις υπουργικές της θέσεις όταν προέκυψε ολοκάθαρα ο προάγγελος της τελικής προδοσίας, δηλαδή η μνημονιακή συμφωνία της 20ης Φλεβάρη, αποδέχθηκε τη δέσμευση των αποθεματικών των κρατικών οργανισμών για να πληρωθεί κανονικά το ληστρικό χρέος, ενώ όταν η ηγετική ομάδα έφθασε να προτείνει σαν βάση συμφωνίας με την τρόικα το ένα Μνημόνιο μετά το άλλο, περιορίστηκε απλά σε μια δειλή, διπλωματική διαφοροποίηση, υποστηρίζοντας την – εξοργιστική για την νοημοσύνη των εργαζόμενων – αυταπάτη μιας συμφωνίας με τους εκβιαστές της τρόικας που «θα συνάδει με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ».

Ήταν τόση η επιμονή στην αυτοκαταστροφική τακτική της παθητικής παραμονής στην κυβέρνηση, που ακόμα και μετά την ανοικτή συνθηκολόγηση του Τσίπρα στις 12 Ιουλίου, οι υπουργοί της ΑΠ περίμεναν να απομακρυνθούν από την κυβέρνηση, χωρίς να παραιτούνται. Γνωρίζουμε από αρκετά παλιά τους συντρόφους Λαφαζάνη, Στρατούλη και Ήσυχο και είμαστε σε θέση να διαβεβαιώσουμε ότι αυτή τους η τακτική δεν αποσκοπούσε ούτε στο ελάχιστο σε ιδιοτελείς σκοπούς. Αυτό όμως δεν σημαίνει καθόλου ότι δεν ήταν ένα πάρα πολύ σοβαρό λάθος το γεγονός ότι η Ιστορία έγραψε τελικά πως οι ηγέτες της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ, παρότι διαφωνούντες με την ομάδα Τσίπρα και την πολιτική της, παρέμειναν στην ίδια κυβέρνηση μαζί της μέχρι εκείνη τελικά να τους απομακρύνει. Για τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας η στάση αυτή ήταν εξόφθαλμα αντιφατική και πολιτικά αδικαιολόγητη. Ήταν απόλυτα φυσικό λοιπόν, το ότι σε μια μεγάλη μερίδα απογοητευμένων ψηφοφόρων που επέλεξαν τελικά να απέχουν, η ΛΑΕ εμφανίστηκε πολιτικά στιγματισμένη από την πολύμηνη συμμετοχή της ηγεσίας της ΑΠ στην κυβέρνηση Τσίπρα – Καμένου.

Εγκατάλειψη του ΣΥΡΙΖΑ στη μειοψηφία Τσίπρα χωρίς μάχη

Αντί γι’ αυτή την αντιφατική και υποχωρητική τακτική που παγίδεψε την αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ και έπληξε την αξιοπιστία της, η ηγεσία της ΑΠ θα έπρεπε να έχει υιοθετήσει τη στάση που έγκαιρα πρότεινε, υπεράσπισε και ανέλυσε η μικρότερη, αλλά κατά ομολογία των πιο συνειδητών αριστερών αγωνιστών συνεπέστερη πολιτικά δύναμη μέσα στην αριστερά του κόμματος, η Κομμουνιστική Τάση. Αντί να αυτοπαγιδεύεται στην κυβέρνηση, η ηγεσία της ΑΠ θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει τη σημαντική της δύναμη στα ηγετικά όργανα του κόμματος σαν βήμα για να εξηγεί υπομονετικά την ανάγκη για μια εναλλακτική, αληθινά αριστερή ριζοσπαστική πολιτική και ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα.

Η μνημονιακή συμφωνία της 20ης Φλεβάρη θα έπρεπε να έχει αποτελέσει την αφετηρία για τη σοβαρή προετοιμασία μιας εσωκομματικής μάχης με σκοπό την ισχυροποίηση της αριστερής πτέρυγας και την αλλαγή πολιτικής, αλλά και ηγεσίας στο κόμμα, σαν μέσο για την πρόληψη και αποτροπή μια ανοικτής προδοσίας. Αντί για τροπολογίες στις προτάσεις της ηγετικής ομάδας στην Κεντρική Επιτροπή, που δεν σηματοδοτούσαν τίποτα παραπάνω από μια άτολμη καταγραφή διαφωνίας, η ΑΠ θα έπρεπε να υπερασπίζει συνολικά αντιπαραθετικές προτάσεις, να έχει ξεκινήσει μια εκστρατεία διεξαγωγής πολιτικών εκδηλώσεων σε κάθε γειτονιά και εργατικό χώρο συντονισμένα με όλες τις δυνάμεις της αριστερής πτέρυγας, αλλά και εγγραφής μελών στο κόμμα για να απομονωθεί πολιτικά η προεδρική ομάδα.

Όταν πλέον στην αρχή του καλοκαιριού η κυβέρνηση άρχιζε να προτείνει Μνημόνια λιτότητας σαν βάση συμφωνίας με την τρόικα, η ΑΠ έπρεπε και μπορούσε να έχει επιβάλει ένα έκτακτο συνέδριο. Το καταστατικό του ΣΥΡΙΖΑ απαιτούσε για τη διεξαγωγή του τις υπογραφές μόλις του ¼ των μελών, αριθμό υπογραφών που μια τάση σαν την ΑΠ που έλεγχε το 30% της ηγεσίας θα μπορούσε σχετικά εύκολα να συγκεντρώσει.

Τον Ιούνιο είχε γίνει πια φανερό ότι η προεδρική ομάδα μειοψηφούσε σε όλα τα όργανα, ακόμα και στην Πολιτική Γραμματεία. Σε αυτές τις συνθήκες ένα έκτακτο συνέδριο με μια αποφασισμένη για μάχη ΑΠ θα μπορούσε στην καλύτερη περίπτωση να οδηγήσει σε αλλαγή πολιτικής και ηγεσίας και στην χειρότερη, σε μια απόφαση – έκκληση η κυβέρνηση να μείνει πιστή στις προεκλογικές της δεσμεύσεις. Το πιο πιθανό θα ήταν η ομάδα Τσίπρα να θέλει να αποφύγει ένα τέτοιο συνέδριο και ο μόνος τρόπος για να το πετύχει αυτό θα ήταν να οδηγηθεί σε πρόωρες εκλογές και σε μια δεξιά διάσπαση από το κόμμα. Μια αληθινά μαχητική στάση της ηγεσίας ΑΠ όπως αυτή που περιγράψαμε πιο πάνω, θα είχε καταφέρει λοιπόν να ματαιώσει την υπογραφή του νέου Μνημονίου και θα διέσωζε τον ΣΥΡΙΖΑ από το πέρασμά του σαν λάφυρο στο στρατόπεδο της άρχουσας τάξης.

Η ηγεσία της ΛΑΕ αντιτείνει ότι «έσωσε την τιμή της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ» με την καταψήφιση των Μνημονίων στη Βουλή. Αν το ζήτημα ήταν απλά και μόνο η «τιμή των βουλευτών της αριστεράς», τότε ασφαλώς οι σύντροφοι θα είχαν δίκιο. Αλλά το πολιτικό καθήκον της ηγεσίας της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι σε εκατομμύρια ανθρώπους του μόχθου και χιλιάδες αριστερούς αγωνιστές δεν ήταν η αφηρημένα η «διάσωση της κοινοβουλευτικής τιμής» της. Ήταν η διαμόρφωση της πολιτικής εκείνης που θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποτροπή της υπογραφής του τρίτου Μνημόνιου και να σώσει το κόμμα από την απόπειρα μετατροπής του σε ενεργούμενο της άρχουσας τάξης. Από αυτή τη σκοπιά, όταν η καταφανώς μειοψηφούσα στο ίδιο της το κόμμα προεδρική ομάδα Τσίπρα έχει πετύχει να περάσει το 3ο Μνημόνιο και να οδηγήσει χιλιάδες αγωνιστές του ΣΥΡΙΖΑ σε αποχώρηση και ταπεινωτική ήττα χωρίς μάχη, η «διάσωση της τιμής» μερικών αριστερών βουλευτών είναι μια υπόθεση χωρίς πρακτική αξία.

Η αυτοκριτική λοιπόν της ηγεσίας του Αριστερού Ρεύματος, αλλά και της ΔΕΑ (που αρνούταν τις διαρκείς εκκλήσεις της Κομμουνιστικής Τάσης για κοινή δράση) για την εκλογική ήττα της ΛΑΕ, θα είναι εντελώς λειψή, αν δεν ξεκινήσει από την πρώτη και σημαντικότερη για την εργατική τάξη ήττα για την οποία ευθύνονται : για την χωρίς ουσιαστική μάχη εγκατάλειψη του κόμματος στα χέρια της ομάδας Τσίπρα. Χωρίς αυτοκριτική και συμπεράσματα πάνω σε αυτό το ζήτημα, η ηγεσία της ΛΑΕ δεν πρόκειται να εκπαιδεύσει σωστά ούτε τον εαυτό της, ούτε τους αγωνιστές του κόμματος.

Προγραμματικές θέσεις στη γραμμή του χρεοκοπημένου ρεφορμισμού του ΣΥΡΙΖΑ

Στο πλαίσιο της πλούσιας αρθογραφίας και γενικότερα των δημόσιων τοποθετήσεων των ηγετικών στελεχών της ΛΑΕ για το άσχημο εκλογικό αποτέλεσμα, υποστηρίχθηκε (με προεξάρχοντα τον σ. Κώστα Λαπαβίτσα) ότι από το νέο φορέα «έλειπε το πρόγραμμα». Η παρατήρηση αυτή στέκει μόνο στους τύπους, με την έννοια ότι δεν υπήρχε ένα αναλυτικό, συλλογικά επεξεργασμένο προγραμματικό κείμενο, αλλά δεν στέκει καθόλου στην ουσία. Η ΛΑΕ είχε προγραμματικές θέσεις και αποτυπώθηκαν στην ιδρυτική Προγραμματική της Διακήρυξη, που αποτελούσε τον οδηγό των προεκλογικών δημόσιων τοποθετήσεων του ηγετικού της πυρήνα. Το πρόβλημα όπως έγκαιρα και θαρρετά (και όχι κατόπιν εορτής) υποστήριξε η Κομμουνιστική Τάση δεν ήταν η ανυπαρξία προγραμματικών θέσεων, αλλά οι λαθεμένες προγραμματικές θέσεις, των οποίων μάλιστα βασικός θεωρητικός εμπνευστής είναι εκτός των άλλων και ο σ. Λαπαβίτσας.

Η ιδρυτική Προγραμματική Διακήρυξη σαν βασικός εκφραστής αυτών των θέσεων έπασχε στην κεντρική, δομική της αντίληψη. Η κεντρική της ιδέα ήταν ολόιδια με αυτή των ξεπερασμένων από την ίδια τη ζωή προγραμματικών κειμένων του ΣΥΡΙΖΑ. Η ιδέα ότι η μετάβαση στο σοσιαλισμό είναι υπόθεση ενός απροσδιόριστου μέλλοντος, του οποίου θα πρέπει να προηγηθεί ένα ενδιάμεσο στάδιο φιλολαϊκής πολιτικής πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού.

Ορισμένα από τα ηγετικά στελέχη της ΛΑΕ εδώ, θα μας αντιτείνουν τη γνωστή και χιλιοφορεμένη «κατηγορία»: μα αυτή ακριβώς την κριτική κάνει το ΚΚΕ! Για την Κομμουνιστική Τάση είναι ιδιαίτερα ευχάριστο να υπερασπίζει τις ίδιες θέσεις με το ΚΚΕ, όταν αυτές είναι ολοφάνερα σωστές από μαρξιστική σκοπιά. Είμαστε ευτυχείς που γνήσιες ιδέες του μαρξισμού όπως η αντίληψη του Λένιν για την ανυπαρξία της δυνατότητας για προοδευτικά «ενδιάμεσα στάδια» πριν την εργατική εξουσία και την έναρξη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, έχουν μετά από πολλές δεκαετίες επιστρέψει στο πρόγραμμα του ΚΚΕ.

Θα πρέπει να προβληματίσει ιδιαίτερα την ηγεσία της ΛΑΕ το γιατί το ΚΚΕ – παρά την ακραία σεχταριστική πολιτική της ηγεσίας του – απέσπασε διπλάσιο αριθμό ψήφων στις εκλογές συγκριτικά με το νέο αριστερό πολιτικό φορέα, με σημαία την άμεση αναγκαιότητα της ανατροπής του καπιταλισμού και του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Εκεί «έξω» στον πραγματικό κόσμο, φαίνεται να υπάρχει ένα μεγάλο ακροατήριο εργατών και νεολαίων που ενδιαφέρονται για το σοσιαλισμό και αντιλαμβάνονται τον αγώνα για τη μετάβαση σ’ αυτόν σαν μια επιτακτική αναγκαιότητα, χωρίς να έλκονται ιδιαίτερα από προγράμματα ανύπαρκτων αντιμνημονιακών – δημοκρατικών ενδιάμεσων σταδίων και ακόμα περισσότερο, για προγράμματα «μετάβασης στο εθνικό νόμισμα».

Από αυτή τη σκοπιά θα πρέπει να προσεγγιστεί η προτροπή ορισμένων μελών της ηγεσίας «η ΛΑΕ να μην θέσει σαν στόχο να γίνει ένα καλύτερο ΚΚΕ». Η αλήθεια βρίσκεται στην ακριβώς αντίθετη άποψη. Όταν στην Αριστερά υπάρχει ένα μαζικό και ριζωμένο στην εργατική τάξη κόμμα όπως το ΚΚΕ, που διακηρύσσει σταθερά ότι παλεύει για το σοσιαλισμό, ένα νέο μαζικό αριστερό κόμμα θα έχει λόγο ύπαρξης και προσφοράς στον ιστορικό αγώνα της εργατικής τάξη για την αλλαγή της κοινωνίας, μόνο αν μπορέσει να αποκτήσει ένα πρόγραμμα και μια πολιτική που θα είναι απαλλαγμένα από τα λάθη του παλιότερου κόμματος. Με αυτή την έννοια, φυσικά και η ΛΑΕ θα πρέπει να στοχεύει να γίνει ένα «καλύτερο ΚΚΕ».

Αν όμως αυτοί οι σύντροφοι αντιλαμβάνονται ως «λάθος» του ΚΚΕ την επίκληση της άμεσης αναγκαιότητας του σοσιαλισμού, την ώρα που ο καπιταλισμός διεθνώς και ιδιαίτερα στον ελληνικό «αδύναμο κρίκο» του σαπίζει και εξαθλιώνει μαζικά την κοινωνία, τότε έχουν μια καταφανώς εσφαλμένη αντίληψη για τα αληθινά λάθη της ηγεσίας του ΚΚΕ. Αρνούμενοι το καθήκον να θεμελιώσουν ένα «καλύτερο ΚΚΕ», επιχειρούν να θεμελιώσουν ξανά τον παλιό αριστερορεφορμιστικό ΣΥΡΙΖΑ και το ουτοπικό προγραμματικό του «αφήγημα» που διαψεύστηκε παταγωδώς και άνοιξε το δρόμο στη μνημονιακή προδοσία Τσίπρα.

Αντίθετα, το πρόγραμμα της ΛΑΕ θα πρέπει να δομείται πάνω στην αντίληψη ότι καμία πραγματική και σταθερή βελτίωση της θέσης του εργαζόμενου λαού δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και την έναρξη της σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης της κοινωνίας. Συγκριτικά με το ΚΚΕ, η ΛΑΕ θα πρέπει να προβάλει μεταβατικές διεκδικήσεις, δηλαδή διεκδικήσεις που συνδέονται με το καθήκον της μετάβασης στην εργατική εξουσία και το σοσιαλισμό και όχι διεκδικήσεις ενός ανύπαρκτου ενδιάμεσου σταδίου, όπως είναι η κινητή κλίμακα μισθών και ωρών εργασίας, ο εργατικός έλεγχος, η άμεση απαλλοτρίωση των μεγάλων εταιρειών και του τραπεζικού συστήματος και η εκλογή μιας αληθινά ριζοσπαστικής κυβέρνησης των εργατικών κομμάτων που θα στηρίζεται στην κινητοποίηση της εργατικής τάξης για την εφαρμογή του προγράμματός της.

Επίσης, συγκριτικά με το ΚΚΕ και την απολογητική του τοποθέτηση έναντι του σταλινισμού και της πολιτικής του κληρονομιάς, η ΛΑΕ θα πρέπει να θεμελιώνει αυτό το πρόγραμμα στην αναγκαιότητα για μια πραγματική εργατική δημοκρατία, για την κοινή, διεθνιστική πάλη με το προλεταριάτο σε όλη την Ευρώπη και τον κόσμο και στην εκτίμηση ότι ο σοσιαλισμός μπορεί να οικοδομηθεί μόνο με τη συνεργασία πολλών μαζί ανεπτυγμένων οικονομικά εργατικών κρατών και όχι μέσα στα σύνορα μιας χώρας. Τέλος, σε αντίθεση με τον σεχταρισμό της ηγεσίας του ΚΚΕ θα πρέπει να επιχειρήσει να διαδώσει αυτό το πρόγραμμα μέσα στις εργατικές μάζες με όχημα τη λησμονημένη τακτική του ενιαίου εργατικού μετώπου, της ενότητας δηλαδή στην κοινή δράση όλων των μαζικών πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων της εργατικής τάξης ενάντια στην επίθεση της άρχουσας τάξης.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ένα κρίσιμο ζήτημα. Το πολιτικό πρόγραμμα που θα συσπειρώσει τις μάζες τις εργατικής τάξης και της νεολαίας δεν θα είναι, ούτε και πρέπει να είναι, ένα πολυσέλιδο τεχνοκρατικό κείμενο που θα συνταχθεί από κάποιον σοφό καθηγητή οικονομικών, θα προβλέπει εκ των προτέρων λεπτομερείς και «κοστολογημένες» λύσεις όλων των πρακτικών προβλημάτων και θα παρουσιαστεί σαν μια τέλεια συνταγή για την πορεία της κοινωνίας προς την πρόοδο. Ένα τέτοιο προγραμματικό εγχειρίδιο δεν θα ήταν καθόλου επιστημονικό με την πραγματική έννοια του όρου. Θα ήταν βαθιά ουτοπικό και θα έμοιαζε στη μέθοδο με τις απόπειρες των κλασσικών του ουτοπικού σοσιαλισμού να επιβάλουν «εμπνευσμένες» πανάκειες στη ζωντανή κοινωνική πραγματικότητα.

Αυτό όμως δε σημαίνει καθόλου ότι η εργατική τάξη δεν χρειάζεται σήμερα ένα πρόγραμμα επιστημονικό. Επιστημονικό πρόγραμμα σύμφωνα με τον μαρξισμό σημαίνει ένα πλαίσιο διεκδικήσεων που θα πηγάζουν από την πραγματική ταξική πάλη και θα εκφράζουν τις αντικειμενικές ανάγκες των εργατικών μαζών στο δοσμένο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Ένα πρόγραμμα που δεν θα αποτελεί υπόσχεση ή ένα «σοφό», νεκρό σχέδιο κοινωνικής αναμόρφωσης, αλλά μια διαρκή έκκληση για μαζική δράση.

Στη μέθοδο και σε βασικά στοιχεία του περιεχομένου ενός τέτοιου προγράμματος δεν υπάρχει κανένας λόγος να πρωτοτυπήσουμε. Η ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος έχει δώσει πρότυπα πολιτικών προγραμμάτων πάνω στα οποία οι σημερινοί κομμουνιστές μπορούμε να στηριχθούμε δημιουργικά. Τα προγραμματικά ντοκουμέντα των πρώτων συνεδρίων της Κομμουνιστικής Διεθνούς και το «Μεταβατικό Πρόγραμμα» της Τετάρτης Διεθνούς αποτελούν τέτοια πρότυπα. Αυτά τα προγράμματα δεν περιείχαν «μετρήσιμους στόχους» και ποσοτικούς υπολογισμούς για κάθε περίσταση, δεν ήταν κείμενα σοφών τεχνοκρατών. Ήταν προγράμματα αληθινά επιστημονικά, που συντάχθηκαν με κριτήριο την ίδια την εμπειρία της ταξικής πάλης, το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και τις στοιχειώδεις ανάγκες των εργατικών μαζών. Η Κομμουνιστική Τάση ήταν η μόνη τάση του παλιού ΣΥΡΙΖΑ που διέθετε ένα πρόγραμμα σε αυτά τα πρότυπα, την «Κομμουνιστική Πλατφόρμα», που μπορεί και σήμερα να αποτελέσει τη βάση για το κατάλληλο πρόγραμμα της ΛΑΕ.

Μήπως όμως ένα αντικαπιταλιστικό και σοσιαλιστικό πρόγραμμα στη θέση του προγράμματος του ανέφικτου ενδιάμεσου αντιμνημονιακού, δημοκρατικού σταδίου, από μόνο του θα μπορούσε να έχει αλλάξει ριζικά τη μοίρα της ΛΑΕ στις εκλογές; Αν κάποιος ισχυριστεί με βεβαιότητα κάτι τέτοιο θα σφάλει, καθώς όπως ήδη τονίσαμε, τα προηγούμενα καθοριστικά λάθη της ηγεσίας της ΑΠ είχαν ήδη διαμορφώσει ένα κλίμα καχυποψίας στις μάζες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι με ένα τέτοιο πρόγραμμα, η ΛΑΕ θα είχε συσπειρώσει ένα πολύ πιο μαχητικό δυναμικό αγωνιστών από τις τάξεις της ριζοσπαστικοποιημένης νεολαίας του «Όχι», εξασφαλίζοντας την προοπτική για μια ισχυρή ανάπτυξη στο άμεσο μέλλον. Αντίθετα, με μια εκλογική καμπάνια που κινούταν στο πλαίσιο του χρεοκοπημένου από την εμπειρία της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, ρεφορμιστικού προγράμματος του ενδιάμεσου σταδίου και μάλιστα υπερτόνιζε την έμπλεη πατριωτικών αυταπατών πανάκεια της μετάβασης στο εθνικό νόμισμα ως «εργαλείο» για την αντιμετώπιση της κρίσης, ήταν φυσικό η συντριπτική πλειονότητα της ριζοσπαστικοποιημένης νεολαίας να μείνει ασυγκίνητη.

Η επιζήμια καμπάνια για το εθνικό νόμισμα

Η ηγεσία της ΛΑΕ δυστυχώς επέλεξε να κάνει μια προεκλογική καμπάνια επικεντρωμένη στο εθνικό νόμισμα. Η ΛΑΕ δεν έδινε την εικόνα ενός ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος, αλλά ενός πολιτικού φορέα που διεξάγει καμπάνια για να δικαιώσει μια ιδέα που δεν μπορεί να πείσει σήμερα τη μεγάλη πλειονότητα του εργαζόμενου λαού. Την ιδέα ότι το εθνικό νόμισμα αποτελεί ένα «εργαλείο» για να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της καπιταλιστικής κρίσης και βασικά προβλήματα των εργατικών μαζών.

Στην ιδρυτική Προγραμματική Διακήρυξη, στη συνέντευξη Τύπου για την παρουσίασή της, στην τηλεμαχία με τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς, όσο και σε όλες τις άλλες τηλεοπτικές συνεντεύξεις, η ηγεσία και προσωπικά ο επικεφαλής της ΛΑΕ υποστήριξαν ότι το εθνικό νόμισμα θα αντιμετωπίσει το «αποφασιστικής σημασίας πρόβλημα της ρευστότητας», θα συμβάλει στην αντιμετώπιση της ανεργίας, στον εξορθολογισμό του εξωτερικού εμπορίου και στην παραγωγική ανασυγκρότηση. Αυτές οι ιδέες είναι λαθεμένες και εντελώς ξένες με τον μαρξισμό, από τον οποίο δηλώνει ότι εμπνέεται η ηγεσία της ΛΑΕ.

Η καπιταλιστική κρίση προσεγγίζεται σαν ζήτημα «ρευστότητας» από τους κεϋνσιανούς οικονομολόγους και τους ρεφορμιστές, αλλά όχι από τον μαρξισμό. Αυτοί αναζητούν την αιτία και τη λύση της κρίσης πάντοτε στο πεδίο της διανομής τον προϊόντων της καπιταλιστικής παραγωγής και όχι στην ίδια την παραγωγή. Αντίθετα ο μαρξισμός στρέφει το βλέμμα του στην καπιταλιστική παραγωγή. Η ρίζα της καπιταλιστικής κρίσης βρίσκεται στις εκμεταλλευτικές καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, στη θεμελιώδη καπιταλιστική αντίφαση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ατομική ιδιοκτησία και την παραγωγή με σκοπό το κέρδος.

Όπως εξήγησε ο Μαρξ στον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου», η εγγενής στον καπιταλισμό τάση για απεριόριστη αύξηση της παραγωγής έρχεται σε αντίφαση με τον περιορισμένο σκοπό της παραγωγής, το κέρδος, που βγαίνει από την απλήρωτη εργατική δύναμη των εργατών. Το ποσοστό του κέρδους έχει την τάση να πέφτει σαν αποτέλεσμα της αύξησης του σταθερού κεφαλαίου (μηχανήματα, πρώτες ύλες) έναντι του μεταβλητού κεφαλαίου (κεφάλαιο που καταβάλλεται για μισθούς), αύξηση η οποία επιβάλλεται από τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό που απαιτεί διαρκείς επενδύσεις στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό των μέσων παραγωγής.

Αλλά η πτώση του ποσοστού κέρδους σε κάποιο στάδιο δεν αναπληρώνεται από τη μάζα των κερδών, εξαιτίας της συντριβής της αγοραστικής δύναμης των εργατικών μαζών από την υπερεκμετάλλευση και την ανεργία, που αποτελούν το αντικειμενικό αποτέλεσμα της διαρκούς απόπειρας για αύξηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε υπερπαραγωγή κεφαλαίου και εμπορευμάτων για τα δεδομένα της διαθέσιμης αγοραστικής δύναμης της κοινωνίας σε συνθήκες καπιταλισμού. Δημιουργούνται δηλαδή μεγάλες ποσότητες κεφαλαίων που δεν συμφέρει πια τους καπιταλιστές να επενδυθούν στην παραγωγή. Έτσι η καπιταλιστική παραγωγή μπλοκάρει και οδηγούμαστε στην κρίση, που εξαιτίας της παραπάνω διαδικασίας έχει τον χαρακτήρα κρίσης υπερπαραγωγής ή αλλιώς υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων.

Η γενικευμένη έλλειψη «ρευστότητας» εμφανίζεται σαν σύμπτωμα αυτής της κρίσης. Σε συνθήκες κρίσης το χρήμα μοιάζει να έχει εξαφανιστεί. Οι καπιταλιστές δεν επενδύουν. Οι τράπεζες δεν δανείζουν. Οι εργαζόμενοι καταναλωτές δεν έχουν χρήματα για να καταναλώσουν. Η αγορά συρρικνώνεται διαρκώς και το πρόβλημα επιτείνεται, όταν όπως συμβαίνει σήμερα, υπάρχουν τεράστια συσσωρευμένα χρέη. Οι ρεφορμιστές και οι κεϋνσιανοί, σαν τους αλχημιστές του Μεσαίωνα, από αυτή την κατάσταση βγάζουν το συμπέρασμα ότι για να αντιμετωπιστεί η κρίση χρειάζεται να τυπωθεί περισσότερο χρήμα για να «ριχθεί» στην οικονομία. Οι «ευρωπαϊστές» ρεφορμιστές του ΣΥΡΙΖΑ ονειρεύονται το τύπωμα περισσότερων χαρτονομισμάτων του ευρώ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ενώ οι πατριώτες ρεφορμιστές στην ηγεσία της ΛΑΕ ονειρεύονται το ελεύθερο τύπωμα εθνικών χαρτονομισμάτων, από την εθνική κεντρική τράπεζα.

Οι μαρξιστές αντίθετα, τονίζουν ότι τα χαρτονομίσματα, όποιο όνομα ή σύμβολο και αν έχουν, δεν έχουν αξία από μόνα τους. Πρέπει να αντανακλούν αξίες παραγόμενες στην πραγματική παραγωγή. Αν διοχετευθούν μάζες χαρτονομισμάτων στην οικονομία το αποτέλεσμα θα είναι ο εκρηκτικός πληθωρισμός και η γρήγορη απώλεια της αρχικής αξίας που αντανακλούσαν τα χαρτονομίσματα αυτά. Έτσι η πιο επείγουσα ανάγκη είναι η επίτευξη μιας επαναστατικής αλλαγής στη ρίζα της κρίσης, στο πεδίο της καπιταλιστικής παραγωγής και των σχέσεων ιδιοκτησίας. Αντί για το τύπωμα περισσότερων χαρτονομισμάτων το βασικό πολιτικό καθήκον είναι το πέρασμα των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής σε καθεστώς κοινωνικής ιδιοκτησίας για να σχεδιαστεί η οικονομική ανάπτυξη προς όφελος της κοινωνίας και να γίνει εφικτή η δικαιότερη δυνατή διανομή των αγαθών. Άρα η προϋπόθεση και το «εργαλείο» για να αντιμετωπιστεί το σύμπτωμα της «έλλειψης ρευστότητας» είναι η εφαρμογή ενός αντικαπιταλιστικού, σοσιαλιστικού προγράμματος και όχι το ελεύθερο τύπωμα εθνικού νομίσματος.

Το ίδιο συμβαίνει και με τα υπόλοιπα ζητήματα στα οποία η ηγεσία της ΛΑΕ υποστηρίζει ότι θα έχει ευεργετική επίδραση το εθνικό νόμισμα, δηλαδή στην ανεργία, τον εξορθολογισμό του εξωτερικού εμπορίου και την παραγωγική ανασυγκρότηση. Η ανεργία μπορεί να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά μόνο από μια δημοκρατικά και κεντρικά σχεδιασμένη, κοινωνικοποιημένη οικονομία που θα εντάξει στη βάση ενός συγκεκριμένου πλάνου όλους τους ανέργους στην παραγωγή. Το εξωτερικό εμπόριο μπορεί να εξορθολογιστεί μόνο μέσα από την επιβολή του κρατικού μονοπωλίου στις εισαγωγές και τις εξαγωγές, που αποτελεί θεμελιακό πυλώνα μιας σχεδιασμένης οικονομίας. Η αναγκαία παραγωγική ανασυγκρότηση από τη μαζική καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων που επέφερε η καπιταλιστική κρίση μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν καταργηθεί η καπιταλιστική αναρχία της παραγωγής. Για να συμβεί αυτό, επίσης προϋπόθεση είναι η εγκαθίδρυση μιας κεντρικά και δημοκρατικά σχεδιασμένης, κοινωνικοποιημένης οικονομίας. Το κεντρικό δίλλημα της εποχής μας λοιπόν, δεν είναι το παραπλανητικό «ευρώ ή δραχμή», αλλά το «καπιταλισμός ή σοσιαλισμός».

Προσπαθώντας πολλές φορές να αντιμετωπίσει ή να προλάβει την κριτική από τ’ αριστερά, η ηγεσία της ΛΑΕ ισχυρίζεται ότι δεν υπερασπίζει το εθνικό νόμισμα από μόνο του, αλλά σε συνδυασμό με άλλα αναγκαία ριζοσπαστικά μέτρα. Δυο επιχειρήματα που επαληθεύονται από πραγματικά στοιχεία και γεγονότα αρκούν για να αντικρούσουν την ουσία αυτού του ισχυρισμού. Καταρχάς, τα όποια επιβεβλημένα ριζοσπαστικά μέτρα περιέχονται στις προγραμματικές θέσεις της ΛΑΕ υποβαθμίστηκαν στην προεκλογική καμπάνια και επισκιάστηκαν πλήρως από την υποστήριξη της μετάβασης στο εθνικό νόμισμα. Το σημαντικότερο όμως, είναι ότι τα ριζοσπαστικά αυτά μέτρα, έχουν μικρή έκταση και είναι εντελώς ανεπαρκή, καθώς αφήνουν τον έλεγχο του μεγαλύτερου τμήματος της οικονομίας στα χέρια της αστικής τάξης και δεν θίγουν τον πυρήνα του αστικού κράτους. Έτσι παρ’ ότι η προγραμματική διακήρυξη αναφέρει σωστά ότι «δεν είμαστε νοσταλγοί της καπιταλιστικής Ελλάδας της δραχμής», στην πράξη περιγράφεται σαν σκοπός άμεσης διεκδίκησης η «προοδευτική», «αντιμνημονιακή», «δημοκρατική» καπιταλιστική Ελλάδα της δραχμής.

Μήπως όμως όλα αυτά σημαίνουν ότι το ζήτημα της εξόδου από την Ευρωζώνη και της απεμπλοκής από τη νομισματική εξάρτηση από την ΕΚΤ είναι ένα ασήμαντο ζήτημα; Η απάντηση των μαρξιστών είναι «ασφαλώς όχι». Είναι ανόητο να πιστεύει κανείς ότι μπορεί μέσα στην Ευρωζώνη να εφαρμοστεί ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Η έκδοση εθνικού νομίσματος θα είναι ένα αναπόφευκτο τεχνικό μέσο για να εφαρμοστεί ένα τέτοιο πρόγραμμα, σαν τεχνικό συμπλήρωμα της εξόδου από την Ευρωζώνη (και φυσικά από την καπιταλιστική ΕΕ). Όμως το βασικό πρόβλημα παραμένει ότι η ΛΑΕ δεν έχει σήμερα ένα τέτοιο σοσιαλιστικό πρόγραμμα και η ηγεσία της κάνει την απόπειρα να το υποκαταστήσει με τον υπερτονισμό των «ευεργετικών» επιδράσεων που θα έχει η μετάβαση στο εθνικό νόμισμα, σε συνδυασμό με ορισμένα ριζοσπαστικά μέτρα πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού.

Από τη στιγμή λοιπόν που ο νέος αριστερός πολιτικός φορέας δεν έχει πρόγραμμα που να μπορεί να οδηγήσει σε μια άλλη κοινωνία, είναι απόλυτα φυσικό, η υποστήριξη στη δραχμή να φέρνει στα μάτια των μαζών την εικόνα ενός καπιταλισμού με ένα αδύναμο νόμισμα, που θα πολλαπλασιάσει τα βάσανά του. Με εφόδιο τις στοιχειώδεις γνώσεις που μπορεί να έχει για την οικονομία ένας απλός εργαζόμενος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει ότι όταν μιλάμε για το ίδιο οικονομικοκοινωνικό σύστημα, τον καπιταλισμό, ένα ισχυρό και σχετικά σταθερό νόμισμα (για όσο διάστημα ασφαλώς θα συνεχίζει να είναι ένα τέτοιο νόμισμα το ευρώ) θα είναι πάντα προτιμότερο για τις καθημερινές του συναλλαγές από ένα ανίσχυρο και υποτιμημένο. Δεν μπορεί να υπάρξει κανένα πραγματικό επιχείρημα για το αντίθετο και ένα αριστερό εργατικό κόμμα δεν υπάρχει κανένας λόγος να αναζητά τέτοιου είδους επιχειρήματα. Η καπιταλιστική Ελλάδα της δραχμής θα είναι – όπως αποδέχονται και οι πιο «σκληροπυρηνικοί» υποστηριχτές της δραχμής – μια χώρα με ένα σημαντικά υποτιμημένο νόμισμα. Αυτό σημαίνει ακόμα χαμηλότερο εργατικό εισόδημα, υψηλό πληθωρισμό, πιθανότητα σοβαρών ελλείψεων σε εισαγόμενα αγαθά, βαθύτερη ύφεση και νέα ισχυρή τάση για υπερχρέωση και διαρκή άγρια λιτότητα.

Ποια όμως είναι η διαφορά που θα υπάρξει αν το εθνικό νόμισμα εισαχθεί σε μια κοινωνικοποιημένη, κεντρικά και δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία; Ασφαλώς η υποτίμηση και ο πληθωρισμός θα είναι αναπόφευκτα φαινόμενα. Το ίδιο και οι ελλείψεις σε αναγκαίο τεχνολογικό εξοπλισμό και άλλα εισαγόμενα αγαθά. Όμως θα υπάρχουν εξαρχής 3 ποιοτικές διαφορές που θα αλλάζουν εκ βάθρων τη μοίρα του ελληνικού εργαζόμενου λαού. Η πρώτη είναι ότι ο δημοκρατικός έλεγχος του κράτους και των βασικών μοχλών της οικονομίας από τους εργαζόμενους θα εξοικονομήσει ένα τεράστιο ποσό από το εθνικό εισόδημα που σήμερα καταληστεύεται από τους καπιταλιστές και τους κρατικούς τους υπηρέτες και θα επιτρέψει τη χρησιμοποίησή του για να λιγοστέψουν οι θυσίες και τα βάσανα του λαού. Η δεύτερη είναι ότι με τη σχεδιασμένη οικονομία θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για το οριστικό ξεπέρασμα των αναπόφευκτων οικονομικών δυσκολιών που συνεπάγεται η έκδοση εθνικού νομίσματος και θα ανοίξει σίγουρα ο δρόμος για μια αλματώδη επωφελή για το κοινωνικό σύνολο οικονομική ανάπτυξη. Η τρίτη θα είναι το κύμα διεθνούς αλληλεγγύης που θα δημιουργήσει το επαναστατικό, σοσιαλιστικό παράδειγμα στην Ελλάδα, το οποίο θα είναι τόσο ισχυρό, που αργά ή γρήγορα η σοσιαλιστική Ελλάδα θα γίνει αντικείμενο μίμησης από τους ευρωπαίους εργαζόμενους, θέτοντας τη βάση για το ξεπέρασμα της αναπόφευκτης αρχικής απομόνωσης και για την αληθινή οικοδόμηση του σοσιαλισμού με τη συνεργασία πολλών αναπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών.

Επιπρόσθετα, είναι σοβαρό λάθος να υπερτονίζεται η υποστήριξη που δίνουν τώρα οι Ευρωπαίοι και οι Έλληνες καπιταλιστές στο ευρώ και να προσεγγίζεται σαν μια μόνιμη κατάσταση. Κανένας καπιταλιστής δεν έχει φετίχ με κανένα νόμισμα. Οι ίδιοι καπιταλιστές που σήμερα ορκίζονται στο όνομα του ευρώ, αύριο αν τα συμφέροντά τους το επιβάλουν, θα «πίνουν νερό» στο όνομα της δραχμής, του μάρκου, του φράγκου ή της λιρέτας. Αυτή δεν είναι μια φανταστική, αλλά μια απόλυτα πραγματική και πιθανή προοπτική.

Οι Βορειοευρωπαίοι καπιταλιστές, όπως έδειξε η Σύνοδος Κορυφής του Ιουλίου και το «σχέδιο Σόιμπλε», σκέφτονται πάρα πολύ σοβαρά την ώθηση της Ελλάδας πίσω στη δραχμή, σαν πιθανή αφετηρία για μια αποφασιστική αλλαγή της σύνθεσης της Ευρωζώνης, από την ανάγκη να αποφύγουν να μετατραπούν σε μόνιμους χορηγούς τεράστιων δανείων στις χώρες του Νότου που δεν πρόκειται ποτέ να αποπληρωθούν. Από τη δική τους πλευρά, οι Έλληνες καπιταλιστές είναι πολύ πιθανό στο άμεσο μέλλον μετά από την αποτυχία απανωτών μνημονιακών προγραμμάτων να επιλέξουν μια κοινά συμφωνημένη «συντεταγμένη» έξοδο από την Ευρωζώνη, σαν ένα πιο αποτελεσματικό μέσο για να μειώσουν το εργατικό κόστος, να δημιουργήσουν επενδυτικό ενδιαφέρον και να δώσουν ταυτόχρονα τόνωση στις εξαγωγές και στον τουρισμό. Είναι πολύ σοβαρό λάθος λοιπόν να θεωρείται – όπως γίνεται από την ανάλυση της ηγεσίας της ΛΑΕ – ότι οι έλληνες καπιταλιστές θα είναι πάντοτε οπαδοί του ευρώ και πολέμιοι του εθνικού νομίσματος.

Η έξοδος από το ευρώ και η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, θα είναι όπως προβλέπουν εκτός από τους μαρξιστές και μια σειρά σοβαρών αστών οικονομολόγων, το αναπόφευκτο επόμενο στάδιο της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού. Αν η ΛΑΕ διατηρήσει σαν σημαία της την μετάβαση στο εθνικό νόμισμα, η ώρα της επώδυνης για το λαό αυτής πιθανής μελλοντικής μετάβασης θα σημάνει και το άδοξο πολιτικό τέλος της ΛΑΕ, ταυτίζοντάς την στα μάτια των μαζών με την τότε «δραχμολάγνα» ελληνική άρχουσα τάξη. Να γιατί είναι σοβαρότατο – και από την άποψη των προοπτικών του κόμματος θα μπορούσε χωρίς υπερβολή κάποιος να πει και εγκληματικό – λάθος η ΛΑΕ να συνεχίζει να προβάλει σαν βασικό δίλλημα το «ευρώ ή δραχμή» και να συνεχίζει να εμφανίζει την εικόνα ενός κόμματος που βασικά υπερασπίζει τη μετάβαση στο εθνικό νόμισμα.

Από αυτή τη σκοπιά, αν την επόμενη περίοδο στη ΛΑΕ κυριαρχήσουν οι απόψεις εκείνων των ηγετικών στελεχών και των συνιστωσών που όχι μόνο αρνούνται να βγάλουν τα αναγκαία συμπεράσματα από τον επιζήμιο ρόλο της «νομισματοκεντρικής» πολιτικής, αλλά φτάνουν και στο συμπέρασμα ότι η ΛΑΕ έχασε τις εκλογές γιατί δεν υποστήριξε αρκετά το εθνικό νόμισμα (!), ο νέος φορέας θα κινδυνεύσει να μετατραπεί σε μια αριστερή πατριωτική αίρεση χωρίς καμία προοπτική.

Πατριωτισμός και διεθνισμός, μαρξισμός και σταλινισμός

Όπως εξηγήσαμε και σε προηγούμενο άρθρο μας, η πεισματική επιμονή στο εθνικό νόμισμα δεν είναι απλά μια λαθεμένη θέση. Έχει βαθύτερα πολιτικά και ιδεολογικά αίτια. Αποτελεί έκφραση μιας σημαντικής πτυχής της επιζήμιας κληρονομιάς του διεθνούς σταλινισμού, της υπεράσπισης της αστικής «πατρίδας» και της αστικής «εθνικής ανεξαρτησίας» στο όνομα του αγώνα «ενάντια στον ιμπεριαλισμό». Το ορόσημο για την εξάπλωση αυτών των αντιλήψεων ήταν η διαμόρφωση από τον Στάλιν της αντιμαρξιστικής θεωρίας του «σοσιαλισμού σε μια χώρα» στα μέσα της δεκαετίας του 1920, που διαστρέβλωσε τη διεθνιστική ουσία του κομμουνισμού και έδωσε το έναυσμα για τον πατριωτικό εκφυλισμό των Κομμουνιστικών Κομμάτων διεθνώς.

Η εμμονή της δραχμής αντανακλά την αντικατάσταση του προλεταριακού διεθνισμού από τον μικροαστικό πατριωτισμό, στη βάση της οποίας βρίσκεται η απουσία κατανόησης της σοσιαλιστικής επανάστασης και της υπόθεσης της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σαν καθήκοντα με διεθνές περιεχόμενο. Οι επαναστάτες μαρξιστές βλέπουν την υπόθεση του αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό – τον καπιταλισμό της εποχής των μονοπωλίων – σαν μια κοινή υπόθεση της διεθνούς εργατικής τάξης, μακριά από κάθε υποστήριξη της αστικής «πατρίδας» και της αστικής τάξης κάθε αστικής «πατρίδας». Σαν έναν αγώνα που αναπτύσσεται διεθνώς στη βάση των κοινών συμφερόντων για την αποτίναξη της καπιταλιστικής σκλαβιάς και απαιτεί το μεγαλύτερο δυνατό συντονισμό δράσης.

Η σοσιαλιστική επανάσταση φυσικά, δεν μπορεί να επικρατήσει ταυτόχρονα σε όλες τις χώρες, αλλά η νίκη της σε μια χώρα θα τείνει αργά ή γρήγορα να γίνει ένα ζωντανό παράδειγμα που θα ακολουθήσουν οι εργάτες άλλων χωρών. Η εμπειρία των γραφειοκρατικά παραμορφωμένων εργατικών κρατών του περασμένου αιώνα αποδεικνύει ότι μια χώρα από μόνη της, όσο αναπτυγμένη και αν είναι, δεν μπορεί να οικοδομήσει το σοσιαλισμό. Για το σκοπό αυτό, απαιτείται η συνεργασία πολλών μαζί αναπτυγμένων οικονομικά χωρών. Αν λοιπόν η αρχή γίνει από τη σοσιαλιστική Ελλάδα, το βασικό καθήκον του συνειδητού ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος θα είναι η ενεργητική προσπάθεια για τη συντομότερη δυνατή εξάπλωση και νίκη του σοσιαλιστικού παραδείγματος στις γειτονικές χώρες και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η υπεράσπιση του εθνικού νομίσματος σαν «αναγκαίο εργαλείο για την πρόοδο του ελληνικού λαού» δεν έχει τίποτα να προσφέρει σε αυτό το καθήκον. Αντίθετα ο υπερτονισμός των υποτιθέμενων αρετών του εθνικού νομίσματος σήμερα, μόνο πατριωτικά – εθνικιστικά και καθόλου διεθνιστικά αντανακλαστικά μπορεί να ενεργοποιήσει στους ευρωπαίους εργάτες.

Αλλά ποιο είναι το «όραμα» των συντρόφων στην ηγεσία της Λαϊκής Ενότητας που υπερασπίζουν τη σταλινική πολιτική παράδοση και την ανωτερότητα της δραχμής, σχετικά με την πάλη για το σοσιαλισμό και την προοπτική της οικοδόμησής του; Η αντιμνημονιακή, αντιμπεριαλιστική – αλλά στη βάση της ακόμα καπιταλιστική – Ελλάδας της δραχμής, έστω και «με ορίζοντα τον σοσιαλισμό», θα εξάγει ανεργία στους ευρωπαίους εργάτες μέσα από την υποτίμηση του νομίσματός της για να τονωθούν οι «εθνικές εξαγωγές» δηλαδή (από τη στιγμή που το κρατικό μονοπώλιο στο εξωτερικό εμπόριο και η σχεδιασμένη οικονομία δεν βρίσκονται στις προγραμματικές θέσεις που υπερασπίζουν) τα κέρδη της εθνικής αστικής τάξης και θα προσανατολίζεται κάπου, κάποτε σε μια σοσιαλιστική προοπτική, προφανώς μέσα στα εθνικά σύνορα.

Όμως οι παλιές, ρεφορμιστικές και πατριωτικές δοξασίες του σταλινισμού που έχουν ρίζες στα ηγετικά στρώματα της ΛΑΕ δεν αντανακλώνται μόνο στην εμμονή της δραχμής. Αντανακλώνται σε όλο το φάσμα της πολιτικής του κόμματος, με πιο χαρακτηριστική έκφραση την ίδια τη διεκδίκηση ενός ενδιάμεσου σταδίου πριν την εργατική εξουσία και την έναρξη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, που και αυτή έχει τις ρίζες της στη σταλινική πολιτική παράδοση του Μεσοπολέμου, όπως σχηματοποιήθηκε στη φόρμουλα των «Λαϊκών Μετώπων».

Αυτές οι αναπαλαιωμένες σταλινικές αντιλήψεις αποτελούν αντικειμενικά εμπόδιο για τον ζωτικό μαρξιστικό, δηλαδή διεθνιστικό και αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό της ΛΑΕ. Μέσα από την αναγκαία δημοκρατική και συντροφική συζήτηση που πρέπει άμεσα να ανοίξει στη ΛΑΕ για το πρόγραμμα, την οργανωτική συγκρότηση και την πολιτική της γραμμή, οι δυνάμεις του επαναστατικού μαρξισμού έχουν καθήκον να διεξάγουν μια υπομονετική ιδεολογική και πολιτική πάλη ενάντια στον αριστερό ρεφορμισμό.

Η ηγεσία της Διεθνιστικής Εργατικής Αριστεράς (ΔΕΑ), παρά τον τίτλο της οργάνωσης στην οποία ηγείται και τις αντικαπιταλιστικές κατά καιρούς διακηρύξεις της, δεν μπορεί να ηγηθεί σε αυτόν τον πολιτικό και ιδεολογικό αγώνα. Είναι συνυπεύθυνη με την ηγεσία του Αριστερού Ρεύματος για όλα τα καθοριστικά λάθη που έγιναν από την Αριστερή Πλατφόρμα κατά την κρίσιμη περίοδο Γενάρη – Ιουλίου. Ουδέποτε άσκησε ανοικτή και ολοκληρωμένη κριτική στην επιζήμια πανάκεια του εθνικού νομίσματος και στην πράξη, την αποδέχθηκε για χρόνια, στο πλαίσιο ενός μόνιμου πολιτικού μπλοκ με το Αριστερό Ρεύμα. Σήμερα η ηγεσία της ΔΕΑ, αντί στο λαθεμένο δίλλημα ευρώ ή δραχμή να αντιπαραβάλει το πραγματικό δίλημμα «καπιταλισμός ή σοσιαλισμός», επιχειρηματολογεί υπέρ της περιορισμένης αριστερορεφορμιστικής γραμμής της «αντι-λιτότητας», βαφτίζοντας το πρόγραμμα ενδιάμεσου σταδίου σαν «μεταβατικό πρόγραμμα».

Μόνο η Κομμουνιστική Τάση μπορεί να εκφράσει την αναγκαία πολιτικο-ιδεολογική πάλη για τον μαρξιστικό προσανατολισμό της ΛΑΕ. Είναι η πιο συνεπής πολιτικά και ιδεολογικά συλλογικότητα της παλιάς αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ, η μόνη που ανοικτά, σταθερά και τεκμηριωμένα ασκεί κριτική στη βάση εναλλακτικών μαρξιστικών προτάσεων στη ρεφορμιστική πολιτική και προγραμματική αντίληψη που κυριαρχεί σήμερα στην ηγεσία της ΛΑΕ.

Καλούμε λοιπόν κάθε αριστερό αγωνιστή της ΛΑΕ να συμμετάσχει μέσα από τις γραμμές της Κομμουνιστικής Τάσης στον πολιτικό αγώνα για τον αναγκαίο μαρξιστικό προσανατολισμό του νέου αριστερού φορέα. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος για να ξεπεράσει η ΛΑΕ τις επιπτώσεις της σοβαρής εκλογικής ήττας, να μακροημερεύσει και να συμβάλει ουσιαστικά στον αγώνα της εργατικής τάξης για τη ριζική αλλαγή της κοινωνίας.

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα