Ώρες ιστορικών ευθυνών για την ηγεσία της Αριστερής Πλατφόρμας και τους λοιπούς διαφωνούντες βουλευτές. Αν θέλουν, μπορούν να επιβάλουν το σταμάτημα των ταπεινωτικών διαπραγματεύσεων και να συμβάλουν αποφασιστικά στην άμεση υιοθέτηση της αναγκαίας πολιτικής της ρήξης.
Όσο περνούν οι ώρες γίνεται ξεκάθαρο ότι η τρόικα – δηλαδή για να ακριβολογούμε, ο συνασπισμένος δυτικός ιμπεριαλισμός, με την καπιταλιστική Γερμανία σε ρόλο βασικής και αποφασιστικής δύναμης λόγω της οικονομικής κυριαρχίας της στην Ευρωζώνη – αξιοποιεί το γεγονός ότι ο χρόνος κυλά υπέρ της και πιέζει ασφυκτικά την κυβέρνηση με τελεσίγραφα για μια ταπεινωτική αποδοχή της παράτασης του δεύτερου μνημονιακού προγράμματος για λίγους μήνες. Η τακτική που ακολουθεί σκοπεύει στον μέγιστο δυνατό εξευτελισμό του ΣΥΡΙΖΑ, στην χορήγηση των μικρότερων δυνατών ποσών με άμεσο αντάλλαγμα τα σκληρότερα δυνατά νέα μέτρα λιτότητας.
Η προκλητική αυτή στάση της τρόικας, αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι οι καπιταλιστικοί οργανισμοί – μηχανισμοί όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρωζώνη και το ΔΝΤ, είναι από τη φύση τους αντίθετοι προς κάθε έννοια δημοκρατίας και ότι δεν μπορεί να υπάρξει κανενός είδους «έντιμη» και «αμοιβαία επωφελής» συμφωνία μεταξύ αυτών και μιας κυβέρνησης που έχει επικεφαλής ένα αριστερό κόμμα. Ειδικότερα επίσης, φανερώνει αυτό που εδώ και πολύ καιρό η Κομμουνιστική Τάση τονίζει, ότι δηλαδή το ισχυρό αφεντικό της τρόικας, η Γερμανία, φοβάται περισσότερο τις επιπτώσεις, έστω και μετριοπαθών παραχωρήσεων προς την ελληνική κυβέρνηση από τις αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις που θα έχει ένα «Grexit». Το τελευταίο μάλιστα, όπως φαίνεται από μια σειρά δημόσιων τοποθετήσεων επιφανών εκπροσώπων της γερμανικής άρχουσας τάξης, θεωρείται πλέον στα γερμανικά «κέντρα αποφάσεων» ένα αναπόφευκτο ενδεχόμενο.
Απέναντι στις κυνικές αξιώσεις της τρόικας, η κυβέρνηση παρά τις φραστικές διαμαρτυρίες και τις δημόσιες εκκλήσεις της για σεβασμό στη «δημοκρατία», στην πράξη τηρεί μια πολιτική στάση που συνιστά ανοικτή παραβίαση της λαϊκής εντολής που την έφερε στην εξουσία. Επιμένει σταθερά να επιδιώκει συμφωνία με τους εκβιαστές πάνω στη βάση ενός νέου Μνημονίου λιτότητας.
Η νέα πρόταση που η κυβέρνηση έδωσε στη δημοσιότητα σήμερα έχει μόνο ποσοτικές διαφορές με τις αξιώσεις της τρόικας. Αυτή η νέα μνημονιακή πρόταση και το γεγονός ότι πλέον όλοι οι σημαίνοντες κυβερνητικοί παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού, δηλώνουν ότι οι διαφορές με τους «θεσμούς» δεν είναι μεγάλες και ότι ο συμφωνία τελικά θα επιτευχθεί, είναι στοιχεία που φανερώνουν ότι η κυβέρνηση έχει επιλέξει τη συνθηκολόγηση με τα Μνημόνια και τη λιτότητα και επιζητά πλέον την απόσπαση ενός «φύλου συκής», όπως μια θολή υπόσχεση για μια μελλοντική «αναδιάρθρωση του χρέους».
Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι μια «ρήξη» δεν βρίσκεται πάντοτε ως ενδεχόμενο στην ατζέντα της κυβέρνησης. Το περιεχόμενο όμως αυτής της «ρήξης» δεν είναι εκείνο που έχει ανάγκη η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, που ξεχειλίζοντας σήμερα από οργή για τους εκβιασμούς της τρόικας τάσσονται όλο και περισσότερο υπέρ της άμεσης παύσης κάθε διαπραγμάτευσης μαζί της. Για την κυβέρνηση και την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, η «ρήξη» δεν είναι η επιλογή ενός πολιτικού δρόμου σύγκρουσης με την τρόικα για την ανατροπή της μνημονιακής εξαθλίωσης, αλλά ένα μέσο για μια ακόμα «σκληρότερη διαπραγμάτευση» με τους «θεσμούς». Αυτή η κυβερνητική αντίληψη περί «ρήξης» μπορεί να οδηγήσει τελικά μόνο σε μια πολύ σκληρότερη σε μέτρα λιτότητας και πιο εξευτελιστική για τον ΣΥΡΙΖΑ τελική συμφωνία μετά από μια ενδεχόμενη αθέτηση πληρωμής στους εκβιαστές ή ακόμα και σε μια συμφωνημένη – «συντεταγμένη» έξοδο από το ευρώ, που θα αναγνωρίζει ταυτόχρονα το καθήκον εξυπηρέτησης του χρέους με μια νέα διευθέτηση αποπληρωμής και θα αντικαθιστά τα δανειακά πακέτα πολλών δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ που σήμερα ζητά η κυβέρνηση από την τρόικα, με λίγα δισεκατομμύρια ευρώ σαν «ανθρωπιστική βοήθεια».
Η κυβερνητική αυτή στάση έχει σαν βασικές αιτίες τη βαθιά ριζωμένη πολιτική απροθυμία και ατολμία της κυβέρνησης και της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ για κάθε αληθινά ριζοσπαστικό μέτρο που θα καταργεί τη λιτότητα και θα απαλλάσσει τον εργαζόμενο λαό από το άθλιο φορτίο του ληστρικού χρέους, την πεισματική της προσκόλληση στη δυνατότητα για μια συναινετική με την τρόικα και το κεφάλαιο κυβερνητική διαχείριση και την εμπιστοσύνη της στη δυνατότητα του ελληνικού καπιταλισμού να μεταρρυθμιστεί προς όφελος της εργατικής τάξης, τη στιγμή ακριβώς που αποκαλύπτεται η πλήρης χρεοκοπία του. Αυτές η αιτίες συνοψίζονται στον πολιτικό όρο «σοσιαλδημοκρατία». Όσες φορές και αν ορκιστεί δημόσια στη «δημοκρατία», όσες φορές και αν απειλήσει με πρόσκαιρες και δίχως σχέδιο και προοπτική «ρήξεις» με την τρόικα, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κρύψει το γεγονός ότι εξαιτίας των αυταπατών της για τον καπιταλισμό μετατρέπεται ταχύτατα σε εφαρμοστή της λιτότητας και διαχειριστή της καπιταλιστικής εξαθλίωσης, όπως συνέβη με κάθε άλλη σοσιαλδημοκρατική ηγεσία στην Ευρώπη.
Πάνω στο έδαφος της κατάρρευσης της κυβερνητικής επιδίωξης για έναν «έντιμο συμβιβασμό», η τρόικα και η ελληνική άρχουσα τάξη απεργάζονται τα δικά τους πολιτικά σχέδια για τη διακυβέρνηση της χώρας. Είναι βέβαιο, όπως το δείχνει χαρακτηριστικά η στάση των πολιτικών αρχηγών της μνημονιακής αντιπολίτευσης και οι «διεθνείς επαφές» τους, ότι μια κυβερνητική συμμαχία «των προθύμων της εθνικής ενότητας» είναι έτοιμη να στηθεί το επόμενο διάστημα, στο πλαίσιο ενός πραξικοπήματος με κοινοβουλευτικό μανδύα, με σκοπό να διαδεχτεί τη σημερινή κυβέρνηση ένα πιο πειθήνιο σε τρόικα και κεφάλαιο και λιγότερο δεκτικό στις πιέσεις της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων κυβερνητικό σχήμα. Όμως, για να συμβεί ένα τέτοιο πραξικόπημα απαιτείται απαραίτητα πρώτα η υπογραφή και η κατάθεση στη Βουλή μιας ταπεινωτικής συμφωνίας από την κυβέρνηση, αλλιώς η απόπειρα επιβολής του δεν θα είχε καμία δυνατότητα επιτυχίας. Έτσι η κυβέρνηση δεν έχει κανένα δικαίωμα σήμερα να διαμαρτύρεται για «πραξικόπημα», αφού αν η ίδια δεν συνηγορήσει υπογράφοντας συμφωνία με τους εκβιαστές, κανένα τέτοιο πραξικόπημα δεν μπορεί να πετύχει.
Η σχετική ρητορική περί πραξικοπήματος που αναπτύσσεται λοιπόν τις τελευταίες ώρες από τα κυβερνητικά στελέχη είναι άκρως υποκριτική. Αν συμβεί και πετύχει στο άμεσο μέλλον το οποιοδήποτε πιθανό κοινοβουλευτικό πραξικόπημα την βασική ευθύνη θα έχει η κυβέρνηση και η ηγεσία με την πολιτική της. Η τρόικα και η ελληνική άρχουσα τάξη ήταν και είναι με συνέπεια βαθιά αντιδραστικές. Αυτό που έχει αλλάξει σήμερα και κάνει πιθανό στο άμεσο μέλλον ένα κοινοβουλευτικό πραξικόπημα για μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας», είναι η δεξιά στροφή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και ο συμβιβασμός της με την τρόικα και τα Μνημόνια.
Η Κομμουνιστική Τάση του ΣΥΡΙΖΑ καλεί τους αριστερούς αγωνιστές να μην έχουν καμία εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση. Η μόνη πιθανή συμφωνία που μπορεί να φέρει είναι ένα ακόμα αντιδραστικό Μνημόνιο, ενώ η «ρήξη» που υπερασπίζει σαν έσχατη επιλογή, είναι προσωρινή και χωρίς προοπτική, αφού δεν συνοδεύεται από τα αναγκαίο σχέδιο ριζοσπαστικών μέτρων που έχει ανάγκη ο εργαζόμενος λαός για να απαλλαγεί οριστικά από τον ζυγό των Μνημονίων και του χρέους. Για να επιβληθεί μια ρήξη με την τρόικα που δεν θα είναι ένα εφήμερο επεισόδιο σ’ ένα ατέλειωτο παζάρι υποταγής και θα μπορεί να δώσει πραγματική διέξοδο στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, θα πρέπει να συνοδεύεται από ένα πρόγραμμα ρήξης με τον ίδιο τον καπιταλισμό, τους θεσμούς και τους μηχανισμούς της εξουσίας του, εγχώριους και διεθνείς.
Έτσι, στο πλαίσιο μια τέτοιας αναγκαίας ρήξης, για να μην επιφέρει η (αναπόφευκτη για την απαλλαγή από τους εκβιασμούς της τρόικας) έξοδος από το ευρώ τη συντριβή του βιοτικού επιπέδου του λαού, θα πρέπει να συνοδεύεται όχι μόνο από την κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και την διαγραφή του χρέους, αλλά και από την κοινωνικοποίηση των βασικών μοχλών της οικονομίας. Αυτός ο δρόμος προϋποθέτει και απαιτεί έξοδο από την ΕΕ, αλλά και από τον στρατιωτικό βραχίονα του δυτικού ιμπεριαλισμού, το ΝΑΤΟ. Γι’ αυτό, συνιστά μια υπόθεση που απαιτεί την επαναστατική κινητοποίηση της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Είναι επιτακτική ανάγκη τα θεμέλια για μια τέτοια κινητοποίηση να τεθούν άμεσα, μέσα από την ενιαία και συντονισμένη δράση του εργατικού κινήματος και την κοινή δράση της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ. Σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή, όπου το πιθανό πέρασμα ενός νέου Μνημονίου θα σημάνει αντικειμενικά μια μεγάλη ήττα για ολόκληρη την εργατική τάξη, κάθε απλός εργαζόμενος καταλαβαίνει ότι απαιτείται η ευρύτερη δυνατή ενότητα της εργατικής τάξης στον αγώνα.
Το ΚΚΕ και οι δυνάμεις του στο εργατικό κίνημα έχουν λάβει – και πολύ σωστά – συγκεκριμένες πρωτοβουλίες για μαζική δράση ενάντια στην άμεση προοπτική της ψήφισης ενός νέου Μνημονίου. Η ηγεσία του ΚΚΕ θα πρέπει να απευθύνει σήμερα ένα πλατύ κάλεσμα για κοινή δράση σε εκείνες τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ που έχουν ταχθεί υπέρ της ρήξης. Αυτό το κάλεσμα κατά καμία έννοια δεν μπορεί να ταυτίζεται με ένα «συγχωροχάρτι» για τις ευθύνες τμημάτων της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ για τη σημερινή κατάσταση. Επιβάλλεται από την αδήριτη ταξική αναγκαιότητα να γίνουν μαζικότερες και νικηφόρες οι εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις. Μέσα από αυτό τον ενωτικό δρόμο θα μπορούσε να γίνει πράξη ευκολότερα το σωστό και επιβεβλημένο κάλεσμα του ΠΑΜΕ για μια πανεργατική απεργία στις ημερομηνίες που η πιθανή νέα συμφωνία θα συζητείται στη Βουλή.
Τις βασικές ιστορικές ευθύνες, όμως, για να αποτραπεί μια ακόμα μνημονιακή συμφωνία και να οδηγηθούν οι εξελίξεις στην κατεύθυνση της αναγκαίας ρήξης, τις έχει σήμερα η ηγεσία της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ η ηγεσίας της Αριστερής Πλατφόρμας. Έχει χρέος να αξιοποιήσει την αυξημένη επιρροή της στα ηγετικά όργανα και την κοινοβουλευτική ομάδα, για να εμποδίσει την συμφωνία της υποταγής και με μια ξεκάθαρη εναντίωση στο πιθανό νέο μνημόνιο να συντελέσει αποφασιστικά στην αναγκαία μαζική, ενωτική κινητοποίηση του εργαζόμενου λαού.
Η Κομμουνιστική Τάση έχει εδώ και μέρες απευθύνει κάλεσμα για τη δημιουργία ενός μαζικού ταξικού κινήματος υπέρ της ρήξης με την τρόικα και τους εγχώριους συνεργάτες της, την ελληνική καπιταλιστική ολιγαρχία, έχει δηλώσει την πλήρη υποστήριξή της στο κάλεσμα του ΠΑΜΕ για μια γενική απεργία, έχει καλέσει τα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ να καταγγείλουν τη νέα μνημονιακή συμφωνία και όλους τους βουλευτές του κόμματος να δηλώσουν ξεκάθαρα ότι θα την καταψηφίσουν στη Βουλή και, τέλος, έχει κάνει έκκληση για ένα έκτακτο συνέδριο στον ΣΥΡΙΖΑ για άμεση αλλαγή ηγεσίας και πολιτικής.
Η Κομμουνιστική Τάση είναι μια νέα τάση στο κόμμα με μόνο 2 εκπροσώπους στην ΚΕ και δεν μπορεί να επιβάλει τις απόψεις και τις θέσεις της. Αν όμως αυτές τις θέσεις τις υιοθετούσε και τις υπεράσπιζε τώρα η ηγεσία της Αριστερής Πλατφόρμας από κοινού με τα προερχόμενα από την πλειοψηφία αριστερά ηγετικά στελέχη, με τα οποία συνεργάζεται, αλλά και με άλλους διαφωνούντες βουλευτές, με προεξάρχουσα την Ζ. Κωνσταντοπούλου, τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά. Η ηγετική ομάδα θα μπορούσε να χάσει και τυπικά – την ήδη κλονισμένη – εμπιστοσύνη του κόμματος και οι αδιέξοδες και ταπεινωτικές διαπραγματεύσεις με την τρόικα να διακοπούν άμεσα. Ένα κάλεσμα από την ηγεσία της Αριστερής Πλατφόρμας και τους λοιπούς διαφωνούντες – ηγετικά στελέχη και βουλευτές – προς την κυβέρνηση να εφαρμόσει άμεσα το προεκλογικό πρόγραμμα και να διαγράψει το χρέος, θα μπορούσε να κερδίσει άμεσα την πλειοψηφία στα ηγετικά όργανα και τις ΟΜ του κόμματος και να βγάλει χιλιάδες ανθρώπους στους δρόμους, σπρώχνοντας τον ΣΥΡΙΖΑ στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή της υποταγής στην τρόικα και της «εθνικής συνεννόησης», προς εκείνη του σχηματισμού μιας αριστερής ριζοσπαστικής κυβέρνησης, είτε σε συνεργασία με το ΚΚΕ από αυτή τη Βουλή, είτε μετά από νέες εκλογές.
Αν όμως αντίθετα, η ηγεσία της Αριστερής Πλατφόρμας και οι υπόλοιποι βουλευτές που φέρονται να διαφωνούν με το πιθανό νέο Μνημόνιο συνεχίσουν να τηρούν μια παθητική και θολή στάση, θεατή και «ουράς» στις επιλογές της ηγετικής ομάδας και της κυβέρνησης, τότε θα έχουν ιστορικές ευθύνες για τα οδυνηρά τετελεσμένα που θα δημιουργηθούν για την εργατική τάξη και τον ΣΥΡΙΖΑ από την υπογραφή μιας συμφωνίας και το αναπόφευκτο πέρασμά της στη Βουλή με στήριγμα τις ψήφους των κομμάτων του κεφαλαίου.